5 μεγάλες αλλαγές στο πολιτικό σύστημα. Από τις βουλευτικές μέχρι τις αυτοδιοικητικές εκλογές

<strong>5 μεγάλες αλλαγές στο πολιτικό σύστημα.</strong> Από τις βουλευτικές μέχρι τις αυτοδιοικητικές εκλογές

Το Commune φιλοξενεί διαφορετικές απόψεις για την ενότητα και την δράση της Αριστεράς, οι οποίες όμως δεν αποτελούν οπωσδήποτε τις απόψεις όλων των μελών της συντακτικής ομάδας της σελίδας μας.

Χιλιάδες, ίσως και δεκάδες χιλιάδες, «κόσμου της Αριστεράς» -εξαιρουμένων όσων αποτελούν τον κορμό της πάγιας επιρροής του ΚΚΕ- βιώνουν μια κατάσταση μαζικού… ψυχοδράματος. Πώς να εξηγηθούν και πώς να αφομοιωθούν οι μαζικές πολιτικές καταστροφές που συνέβησαν στο πεντάμηνο από τις πρώτες βουλευτικές εκλογές του Μαΐου ως την εξ εφόδου κατάληψη της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ από τον Κασσελάκη και τον δεύτερο γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών; Και πώς να προσανατολιστούμε στη νέα κατάσταση που, αιφνιδιαστικά και με σοκαριστικό τρόπο, έχει δημιουργηθεί;
Ας αρχίσουμε από την καταγραφή και αξιολόγηση των 5 μεγάλων μεταβολών που συνέβησαν στο πολιτικό σύστημα.

Το τέλος της «εκκρεμότητας» στο ζήτημα της κυβέρνησης

Το βράδυ των δεύτερων βουλευτικών εκλογών, μιλώντας στους συγκεντρωμένους οπαδούς της ΝΔ στην επινίκια συγκέντρωση έξω από τα γραφεία της ΝΔ στη Συγγρού, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έκανε τον πιο ουσιαστικό απολογισμό του εκλογικού  αποτελέσματος. Είπε (μεταξύ άλλων):

«Καταφέραμε να κλείσουμε οριστικά τον κύκλο του διχασμού και της τοξικότητας που άνοιξε πριν από μία δεκαετία». Είχε δίκιο. Όχι επειδή είναι πιο ευφυής από τους υπόλοιπους (που απέφυγαν στο σύνολό τους, αν και για διαφορετικούς λόγους, αυτήν τη θεμελιώδη αποτίμηση), αλλά γιατί διακρίθηκε από την ταξική ωμότητα του νικητή που γνώριζε πολύ καλά σε τι συνίσταται η νίκη του. Ο δεκαετής κύκλος στον οποίο αναφέρθηκε ήταν ο πολιτικός κύκλος 2012-2023, η δε «τοξικότητα» αφορούσε προφανώς το γεγονός ότι από το 2012 «παρεισέφρησε» στο κυβερνητικό παιχνίδι και η Αριστερά, μέσω του ΣΥΡΙΖΑ. Μα παρέμενε ο ΣΥΡΙΖΑ «τοξικός», δηλαδή πρόβλημα για το αστικό πολιτικό σύστημα, ακόμη και ύστερα από τη μνημονιακή του στροφή και προδοσία το 2015, ακόμη και ύστερα από τη μνημονιακή του θητεία στα χρόνια 2015-2019; Ναι, παρέμενε για τρεις βασικούς λόγους: 

1. Γιατί ο ελληνικός καπιταλισμός, ύστερα από τα χρόνια της ντε φάκτο χρεοκοπίας του 2010 και της διεθνούς επιτήρησής της που εκτείνεται πολύ πέρα από τα μνημόνια σε βάθος δεκαετιών, δεν συμβιβάζεται με τίποτε λιγότερο για τη διαχείριση των υποθέσεών του από μια κυβέρνηση «σκυλί του ταξικού πολέμου» όπως του Μητσοτάκη: αδίστακτη ακόμη και μπροστά στα απομεινάρια της αστικής δημοκρατίας, με «λυμένα χέρια» ώστε να πραγματοποιήσει τις πιο μύχιες επιθυμίες και τα όνειρα των καπιταλιστών, ορκισμένη να ξεθεμελιώσει ό,τι μπορεί να σημαίνει ο όρος Μεταπολίτευση. Στις ιδιαίτερες συνθήκες του Ιανουαρίου 2015 και ύστερα του Ιουλίου και Σεπτεμβρίου 2015 «επιτράπηκε» στον ΣΥΡΙΖΑ να κυβερνήσει, αλλά μνημονιακά και με «το λουρί στο σβέρκο», αλλά ύστερα από τη μεγάλη ήττα και προδοσία του δημοψηφίσματος δεν υπήρχε πλέον καμία «έκτακτη συνθήκη» ώστε η αστική τάξη να θέλει να τον ξαναδεί στην κυβέρνηση και μετά το 2019. Η λύσσα με την οποία τα μίντια, οι επιχειρηματίες και η δεξιά αντιμετώπισαν τον ΣΥΡΙΖΑ σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις μέχρι και τις βουλευτικές εκλογές του Μαΐου και Ιουνίου 2023, ήταν εκδήλωση της απόφασης να τελειώνουν με και να θέσουν εκτός μάχης οτιδήποτε θύμιζε έστω ή αναφερόταν ή παρέπεμπε και κουβαλούσε «εκκρεμότητες» Αριστεράς. 

2. Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ αργοπορούσε «απελπιστικά» -για τα δεδομένα των αναγκών της αστικής τάξης- να μετατοπιστεί πλήρως και χωρίς «ναι μεν, αλλά» στο αστικό κέντρο. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της ηγεσίας Τσίπρα, που αυτό ακριβώς είχε βάλει σκοπό, δεν μπορούσε να αναπαραχθεί σαν μαζικό κόμμα με «κυβερνητικά» εκλογικά ποσοστά χωρίς να παραμένει δέσμιο αριστερών ελπίδων και προσδοκιών, αριστερών αναφορών και αριστερών εσωκομματικών εξαρτήσεων (ακόμη και αν οι αριστερές του πτέρυγες δεν εξέφραζαν/εκφράζουν παρά μια οριακά αξιοπρεπή κεντρώα σοσιαλδημοκρατία). Η αστική τάξη, λοιπόν, δεν μπορούσε, δεν ήθελε και δεν είχε κανέναν λόγο να του δώσει τον απαιτούμενο χρόνο. Ήθελε να επιβάλει η ίδια τη «βίαιη» και πλήρη προσαρμογή του. 

3. Γιατί το σύστημα αστικής διακυβέρνησης έχει μετατοπιστεί δομικά σε μια αυταρχική και απολυταρχική μορφή διακυβέρνησης, στο πλαίσιο μιας συνειδητής μετατόπισης που αφαιρεί το έδαφος κάτω από τα πόδια οποιασδήποτε μορφής «δικομματισμού» και οποιουδήποτε σεβασμού των βασικών συντεταγμένων της αστικής δημοκρατίας. Στο πλαίσιο αυτό, δεν υπάρχει χώρος ούτε καν για ένα μαζικό κόμμα του αστικού κέντρου, παρά μόνο για δευτερεύοντες-συμπληρωματικούς ρόλους -κι αυτό, μόνο αν υπάρξει ανάγκη- για μικρά κόμματα του αστικού κέντρου. 

Ο «δικομματισμός» (με έναν πόλο του τη Δεξιά και δεύτερο τον ΣΥΡΙΖΑ) στον οποίο αναφέρονταν μετά το 2015 το ΚΚΕ αλλά και τμήματα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, δεν ήταν παρά πολιτική φαντασίωση. Ενώ υιοθετήθηκε σαν πολιτικό σχήμα για να υπηρετήσει μια ριζοσπαστική κριτική στον ΣΥΡΙΖΑ, όχι μόνο ήταν ακατάλληλο γι’ αυτόν τον στόχο (όπως θα δούμε παρακάτω), αλλά συσκότιζε την κατανόηση της πολιτικής πραγματικότητας στην οποία η αστική τάξη, συστηματικά και με σχέδιο, μας υποχρέωνε να ζήσουμε. Με την εξίσωση ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ και για να μην αφήσει χώρο για καλλιέργεια αυταπατών για τον ΣΥΡΙΖΑ, εν τέλει καλλιεργούσε αυταπάτες για τη ΝΔ.
Ίσως γι’ αυτό κανείς, ακόμη και στην αντικαπιταλιστική αριστερά, δεν άκουσε ούτε αξιολόγησε την πολιτική αποτίμηση του αποτελέσματος των βουλευτικών εκλογών από τον Μητσοτάκη. Αυτός όμως, όπως και ο στρατηγικός ιθύνων νους της Δεξιάς Μάκης Βορίδης, όχι μόνο ξέρουν για τι μιλούν, αλλά υλοποιούν με προσήλωση το σχέδιό τους.

Το τέλος της «εκκρεμότητας» στον ΣΥΡΙΖΑ

Το ίδιο βράδυ, των εκλογών της 25ης Ιουνίου, και ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ είχε ήδη συντριβεί εκλογικά για δεύτερη φορά, στα συνήθη τηλεοπτικά «τραπέζια» με μεγαλοδημοσιογράφους και μεγαλοστελέχη των κομμάτων, ήταν εντυπωσιακή η λύσσα με την οποία αντιμετώπιζαν τον συντριπτικά ηττημένο ΣΥΡΙΖΑ, παρόλο που η βασική εκκρεμότητα, της διακυβέρνησης είχε κριθεί. Για έναν απλό λόγο: Επειδή παρέμενε η «εκκρεμότητα» όσον αφορά τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ. Μπορεί το σύστημα να μη θέλει δικομματισμό και η δεξιά μετατόπιση του πολιτικού άξονα να μην εξασφαλίζει μαζική εκλογική βάση για το αστικό κέντρο, αλλά για λόγους πλήρους επανόδου στην «κανονικότητα» ο ΣΥΡΙΖΑ «έπρεπε» να μετατοπιστεί «μια και καλή» στο αστικό κέντρο. «Έπρεπε», και ταυτόχρονα ήταν «ώριμος» γι’ αυτή τη μετατόπιση: η μακρά και σε αλληλοδιάδοχες φάσεις διαδικασία εκφυλισμού του (πολιτικού, προγραμματικού, οργανωτικού) τον είχε κάνει «ώριμο» ώστε να αποδεχθεί τη θεραπεία-σοκ. 

Έτσι, η εμφάνιση «από το πουθενά» του Κασσελάκη και η εξ εφόδου κατάληψη απ’ αυτόν της ηγεσίας του κόμματος αποκτά όλα τα χαρακτηριστικά φυσιολογικής «προέκτασης» του θριάμβου της ΝΔ και του Κυριάκου Μητσοτάκη στις εκλογές του Ιουλίου. Τα δύο γεγονότα δεν είναι ταυτόσημα, είναι όμως πολιτικά ομώνυμα, έχουν δηλαδή κοινό παρονομαστή: την πλήρη αποκατάσταση, σε επίπεδο διακυβέρνησης αλλά και σε ό,τι αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ, της «κανονικότητας» στο αστικό πολιτικό σύστημα. Η πλήρης μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ στο φιλελεύθερο αστικό κέντρο έχει ολοκληρωθεί – οι «εκκρεμότητες» έληξαν!

Πλήρης αποκλεισμός της εργατικής τάξης από το «παιχνίδι» της διακυβέρνησης

Οι εξελίξεις αυτές σηματοδοτούν ένα σημαντικό γεγονός: τον πλήρη αποκλεισμό της εργατικής τάξης από το «παιχνίδι» της διακυβέρνησης. Η έως τώρα συμμετοχή της σε αυτό εκφραζόταν μέσω του ΣΥΡΙΖΑ – στρεβλά, ισχνά και αδύναμα, αλλά εκφραζόταν. Άλλωστε, αυτή ήταν η ουσιαστική βάση συντήρησης της εκκρεμότητας, για την κεντρική πολιτική σκηνή γενικά και για τον ΣΥΡΙΖΑ ιδιαίτερα: ότι η δίοδος μέσω της οποίας η εργατική τάξη πίεζε, επένδυε ελπίδες και διεκδικούσε παρουσία στην κεντρική πολιτική σκηνή -στρεβλά, ισχνά και αδύναμα, όπως είπαμε παραπάνω- ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ. Το ότι αυτό γινόταν με όρους αναφοράς στην Αριστερά, σήμαινε ότι μαζικές εργατικές προσδοκίες επενδύονταν στ’ αριστερά – κι αυτό σήμαινε μια αριστερόστροφη παρουσία, ή έστω επαφή, μαζών στην κεντρική πολιτική σκηνή. 

Έτσι όμως, η εκκρεμότητα συντηρούνταν και για τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ: οι μαζικές εργατικές προσδοκίες που επενδύονταν σε αυτόν, δεν επέτρεπαν στην ηγεσία Τσίπρα να ολοκληρώσει -και μάλιστα με την ταχύτητα που απαιτούσε η αστική τάξη- τη μετατόπιση στο φιλελεύθερο αστικό κέντρο. Παρ’ όλες τις επιταχύνσεις προς τα δεξιά, ό,τι πέτυχε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ακόμη «ανεπαρκές». Η ηγεσία Τσίπρα πίστεψε το αδύνατο: ότι μπορεί να το «τερματίσει» στη μετατόπιση στο φιλελεύθερο αστικό κέντρο και ταυτόχρονα να διατηρεί τη μαζική της πολιτική-εκλογική επιρροή στα εργατικά στρώματα που επένδυαν ελπίδες και προσδοκίες στον ΣΥΡΙΖΑ. Οι εκλογές του Μαΐου και Ιουνίου απέδειξαν το μάταιο της προσπάθειας: ο Τσίπρας δεν μπορούσε να τα έχει και τα δύο. Κατ’ αναλογία με τον λαϊκό μύθο του Χότζα όπου ο γάιδαρος πεθαίνει λίγο πριν συνηθίσει να μην τρώει, η εργατική επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ κατέρρευσε «λίγο πριν» ο ΣΥΡΙΖΑ μετατοπιστεί πλήρως στο φιλελεύθερο αστικό κέντρο. 

Από τη στιγμή που έγινε αυτό, έχασε κάθε νόημα και το «παιχνίδι» μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ, αφού το έργο παιζόταν πλέον χωρίς θεατές. Όλα ήταν έτοιμα για την πλήρη μετατόπιση στο φιλελεύθερο αστικό κέντρο. Και παρ’ όλα αυτά, δεν ήταν ο Τσίπρας ο κατάλληλος για να κάνει αυτή τη δουλειά – κι ακόμη λιγότερο η Έφη Αχτσιόγλου ή οποιοσδήποτε άλλος. Η τραγωδία αυτή έμελλε να ολοκληρωθεί με τη μέθοδο του από μηχανής θεού: με την εμφάνιση κάποιου έξω από το καστ, που δεν υπήρχε στο σενάριο – του Κασσελάκη. Ο οποίος, αφού επέλεξε τον λαό που τον εξέλεξε (χάρη στη γελοία διαδικασία με τα μέλη «των δύο ευρώ και των δύο ωρών», τώρα θα πρέπει να ψαρέψει εκλογική πελατεία από τους ψηφοφόρους του κέντρου. Όχι με όρους εργατολαϊκής βάσης αλλά με όρους κεντροφιλελεύθερων εκλογέων. 

Και τι θα γίνουν οι ψηφοφόροι που εγκατέλειψαν μαζικά τον ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Μαΐου και του Ιουνίου; Οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις δίνουν μια ιδέα: το 70% θα ακολουθήσει τον Κασσελάκη. Ως κεντροφιλελεύθεροι εκλογείς με αντιδεξιές διαθέσεις αλλά όχι σαν φορείς κάποιας εργατολαϊκής βάσης που επενδύει τις ελπίδες της στ’ αριστερά. Το 30%, όσοι και όσες δεν μπορούν να χωνέψουν την πλήρη και οριστική μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ σε κόμμα του αστικού κέντρου, είτε θα παραμείνουν ψηφοφόροι του αλλά πλήρως παραιτημένοι, χωρίς καμία επιρροή και «απαιτήσεις» είτε θα διασπαρούν προς την αποχή ή άλλες πολιτικές κατευθύνσεις. Οι ελπίδες να εκπροσωπηθούν πολιτικά από ένα νέο κόμμα που θα φτιάξει η αριστερή διαφωνία στον Κασσελάκη είναι μάλλον φρούδες: Δεν υπάρχουν αυτοί/ές που θα έχουν τα κότσια, θα πάρουν τα ρίσκα και θα αναλάβουν τις ευθύνες για ένα νέο κόμμα με την πλήρη σημασία της λέξης. Ύστερα από τόσες δηλητηριώδεις συναινέσεις, ενοχές και ανοχές στην πολιτεία Τσίπρα (με κορυφαία τη συναίνεση στη μετατροπή του ΟΧΙ του δημοψηφίσματος του 2015 σε ΝΑΙ και τη συμμετοχή τους στο έργο της μνημονιακής διακυβέρνησης), ποια ταυτότητα κόμματος έχουν να εισηγηθούν; Το ΟΧΙ στον Κασσελάκη δεν συνιστά πολιτική πρόταση. 

Έτσι, το πολύ πολύ να φτιάξουν κάτι σαν δίκτυο ή κάτι σαν ένα νέο ΚΚΕεσ. μετά τη διάσπαση με την ΕΑΡ ή ΚΚΕεσ. – Ανανεωτική Αριστερά ή ΑΚΟΑ, ανάλογης πολιτικής-εκλογικής εμβέλειας αλλά μετατοπισμένο πολύ δεξιότερα αυτών, μετατοπισμένο σε θέσεις κεντρώας σοσιαλδημοκρατίας. 

Η σημαντικότερη, η πραγματικά ουσιαστική συνέπεια της πολιτικής-εκλογικής συντριβής του ΣΥΡΙΖΑ είναι λοιπόν μία: η αποστείρωση, πρώτα της κεντρικής πολιτικής σκηνής και ύστερα του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ, από την επιρροή, τις πιέσεις, τις ελπίδες και προσδοκίες ευρύτερων εργατολαϊκών στρωμάτων που, παρά τις διαδοχικές ήττες και εκφυλισμούς, επέμεναν να επενδύουν ελπίδες στ’ αριστερά για παρέμβαση στην κεντρική πολιτική σκηνή και να αποτελούν ανάχωμα στην πλήρη και οριστική μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ στο φιλελεύθερο αστικό κέντρο. Η εργατική τάξη έχει πλήρως αποξενωθεί και αποκλειστεί από την κεντρική πολιτική σκηνή. Ο πολιτικός κύκλος που καθορίστηκε από αυτό της το σκίρτημα και αυτή της τη δυνατότητα, ανάμεσα στο 2012 και το 2023, έκλεισε.

Ποια είναι πλέον (η) Αριστερά;

Αυτό έχει σημαντικές συνέπειες: Εξαιρώντας την ιδιαίτερη περίπτωση της μετασοσιαλδημοκρατίας του ΜΕΡΑ25, η οποία απαιτεί ξεχωριστή εξέταση (και σε άλλο κείμενο), δεν υπάρχει πλέον μαζικός πολιτικός εκπρόσωπος της σοσιαλδημοκρατίας – έστω και στην πιο δεξιά της εκδοχή, αλλά που να μην ταυτίζεται με το φιλελεύθερο αστικό κέντρο). Η Αριστερά ταυτίζεται πλέον με τον ελληνικό «ορισμό» του όρου: είναι πλέον μόνο η κομμουνιστική και κομμουνιστογενής Αριστερά, το ΚΚΕ και η αντικαπιταλιστική Αριστερά. Η οποία πρέπει να συνειδητοποιήσει, να αναλάβει και να προσπαθήσει να ανταποκριθεί στις ευθύνες που απορρέουν από αυτό το γεγονός: τη συγκέντρωση των ευρύτερων δυνατών δυνάμεων ώστε να δοθούν αποτελεσματικές μάχες του κινήματος ενάντια στο σύστημα (με τον «κανόνα» του ενιαίου μετώπου: χτυπάμε μαζί – βαδίζουμε χωριστά), τη διεκδίκηση της μαζικής πολιτικής εκπροσώπησης στρωμάτων της μισθωτής εργασίας, την πάλη για να σπάσει ο αποκλεισμός και να ανακτηθεί η δυνατότητα αυτών των στρωμάτων να πιέζουν και παρεμβαίνουν στην κεντρική πολιτική σκηνή. Χωρίς αυτά, περιλαμβανόμενου και του τελευταίου, που συνήθως είτε υποτιμάται είτε παραγνωρίζεται πλήρως, η εργατική τάξη είναι σε απελπιστικά υψηλό βαθμό τάξη καθεαυτή κι όχι τάξη για τον εαυτό της. 

Η κεντρώα σοσιαλδημοκρατία της αριστερής διαφωνίας στον ΣΥΡΙΖΑ και η ιδιότυπη μετα-σοσιαλδημοκρατία του ΜΕΡΑ25 δεν μπορούν να αναλάβουν αυτά τα καθήκοντα, γιατί δεν «κοιτούν» καν προς τα εκεί και άρα δεν διεκδικούν καν να τα αναλάβουν. Το να διεκδικήσουν μια εκλογική επανεκκίνηση σε επόμενες εκλογές δεν ταυτίζεται καθόλου με την ανάληψη ευθύνης να ανταποκριθούν σε τέτοια καθήκοντα και, επιπλέον, το πολιτικό τους σχέδιο είναι πολλαπλά ηττημένο και έχουν δομική αδυναμία και απροθυμία να το αλλάξουν ριζικά. Ούτε η αριστερή διαφωνία του ΣΥΡΙΖΑ έχει διάθεση να θέσει έστω υπό συζήτηση τη μνημονιακή μετάλλαξη του 2015 ούτε το ΜΕΡΑ25 μπορεί να υπερβεί την παραλυτική λαβή των μετα-σοσιαλδημοκρατικών αναζητήσεων του αρχηγού του. Κυρίως όμως, δεν διαφαίνεται ο αποχρών λόγος που όσοι/ες δεν ψήφισαν τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΜΕΡΑ25 στις διπλές εκλογές του Μαΐου – Ιουνίου θα το πράξουν στο μέλλον. Η απελπισία δεν ήταν ποτέ όρος επιτυχίας, ειδικά όταν δεν έχει οποιοδήποτε αποτέλεσμα στη σκηνή της διακυβέρνησης. 

Η εκλογική επιτυχία του ΚΚΕ, που κέρδισε μόνο ένα μικρό ποσοστό από τις μεγάλες απώλειες του ΣΥΡΙΖΑ, είναι πιθανόν να συνεχιστεί με δημοσκοπική άνοδο (όπως μαρτυρούν οι δημοσκοπήσεις του τελευταίου διαστήματος) και με νέα εκλογική άνοδο προς το 10% στις ευρωεκλογές. Ύστερα από τη δεινή εκλογική ήττα (και στη συνέχεια μετατόπιση στο φιλελεύθερο αστικό κέντρο) του ΣΥΡΙΖΑ και την επίσης δεινή ήττα του ΜΕΡΑ25, το ΚΚΕ είναι ο μοναδικός εκπρόσωπος της μαζικής Αριστεράς στην κεντρική πολιτική σκηνή. Καθώς η πολιτική-εκλογική του επιρροή διευρύνεται πέρα από τα όρια του παραδοσιακού του στενού πολιτικού κορμού, το ΚΚΕ θα δέχεται όλο και μεγαλύτερες πιέσεις να πάψει να αδιαφορεί για το ζήτημα της (δια)κυβέρνησης και να κάνει αυτό που αρνείται πεισματικά τα πολλά τελευταία χρόνια: να εκπονήσει πρόταση εξουσίας που να μην ταυτίζεται με το σοσιαλισμό αλλά να μπορεί να «παίξει» στην πολιτική αντιπαράθεση με τις αστικές πολιτικές δυνάμεις στη σημερινή και στην αυριανή συγκυρία, να είναι δηλαδή «παραγωγική» και ενεργή στον πολιτικό αγώνα. 

Το ΚΚΕ δεν μπορεί πλέον να κρύβεται πίσω από τις προδοσίες του ΣΥΡΙΖΑ και να απέχει από τις πολιτικές διακυβεύσεις της εκάστοτε συγκυρίας. Αν αποφασίσει να κάνει στροφή στην πολιτική και να εγκαταλείψει τη στάση της ιδιότυπης αποχής από τις πολιτικές διακυβεύσεις, θα στραφεί ενάντια στην εγκαθιδρυμένη πολιτική του ταυτότητα και θα υποστεί εσωτερικούς κλυδωνισμούς. Αν δεν το κάνει, η ευρύτερη επιρροή του θα ξεφουσκώσει γρήγορα. Πρέπει να προσθέσουμε όμως και τούτο: αν το κάνει, θα το κάνει με τον λάθος τρόπο: με μετάπτωση από τον αριστερό οπορτουνισμό (σεχταρισμό) στον δεξιό οπορτουνισμό. Έχοντας ταυτίσει τη μοίρα του με τη σταλινική παράδοση, θα ταλαντώνεται αδιέξοδα μεταξύ αυτών των δύο συμμετρικών λαθών. Να περάσει ανάμεσα στις Συμπληγάδες υιοθετώντας την αντίληψη του μεταβατικού προγράμματος και μεταβατικού σχεδίου για την επανάσταση και τον σοσιαλισμό είναι σενάριο στη σφαίρα της φαντασίας. 

Ένα άλλο πεδίο στο οποίο θα δοκιμαστεί η ικανότητά του να ανταποκριθεί στα νέα καθήκοντα που του αναθέτει η συγκυρία είναι η ενότητα στη δράση μέσα στο κίνημα. Απευθυνόμενο σε ευρύτερο κόσμο σε σχέση με τον στενό του πολιτικό κορμό, θα είναι όλο και πιο δύσκολο να συνεχίσει χωρίς κόστος την ανθενωτική και απαξιωτική του πολιτική απέναντι στις δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς.
Όλα αυτά ορίζουν ένα πεδίο πολιτικής δοκιμασίας για το ΚΚΕ, που χάνει πια την πολυτέλεια να κρύβεται πίσω από τα λάθη των άλλων (του ΣΥΡΙΖΑ όλα τα προηγούμενα χρόνια) και πρέπει να αποδείξει αυτό τι μπορεί να κάνει σε σχέση με τα καθήκοντα ηγεσίας που του αναθέτει, θέλοντας και μη, η συγκυρία.

Το σχέδιο οικοδόμησης «πλατύ κόμμα της Ριζοσπαστικής Αριστεράς» μάς τελείωσε

Υπάρχει «καλός κόσμος» στον χώρο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς που σκέφτεται -ξανά!- την επιλογή ΜΕΡΑ25: τη συσπείρωση γύρω από το μέτωπο ΜΕΡΑ25 και των υπολειμμάτων της ΛΑΕ. Ιδού πώς παρουσιάζεται μια τέτοια «λύση»: ένα «ενωτικό» κατέβασμα στις ευρωεκλογές που θα υπόσχεται είσοδο στη Βουλή στις… επόμενες εκλογές! Στον βαθμό που τα υπολείμματα της ΛΑΕ εκπροσωπούν την όλη διαδρομή της, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι το σχέδιο ΛΑΕ (ό,τι κι αν σήμαινε κάποτε ή μπορεί να σημαίνει σήμερα) έχει ηττηθεί επανειλημμένα μέχρις καταρρεύσεως. Σε ό,τι αφορά στο ΜΕΡΑ25, πέραν όλων των άλλων, η παρουσία Βαρουφάκη είναι τόσο καταλυτική, ώστε μην υπάρχει… κοσμική δύναμη ικανή να την προσπεράσει. Ο Βαρουφάκης λοιπόν έχει εξηγήσει πολύ καλά το σχέδιό του ώστε να μην επιτρέπεται να κάνουμε πως δεν καταλάβαμε: Πρώτο, δεν πιστεύει ότι ο ελληνικός καπιταλισμός είναι ένας «κανονικός» καπιταλισμός ώστε να έχει νόημα ο ανταγωνισμός εργασίας – κεφαλαίου. Πρέπει πρώτα να γίνει ένας «κανονικός» καπιταλισμός για να αξονίσει η Αριστερά την πολιτική της παρέμβαση και το πρόγραμμά της πάνω στην αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας. Δεύτερο, οι αναφορά ότι ο καπιταλισμός έχει μετασχηματιστεί σε τεχνοφεουδαρχία σημαίνει πως ούτε διεθνώς ο καπιταλισμός είναι «κανονικός» καπιταλισμός. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο πως ούτε το ΜΕΡΑ25 είναι «κανονική» Αριστερά αλλά μια ιδιότυπη μετα-σοσιαλδημοκρατία, με παρόντα σε υπερεπάρκεια όλα τα προβλήματα του «πλατιού κόμματος»: ισχνότατη κοινωνική γείωση και (αναπόφευκτα) ισχνότατη συγκρότηση στη βάση, υψηλές δόσεις προεδρικού βοναπαρτισμού (ανάλογες με αυτές του ΣΥΡΙΖΑ επί Τσίπρα), πλήρης εξάρτηση από τις εκλογικές επιδόσεις και την κοινοβουλευτική παρουσία, πρόγραμμα λιγότερο ριζοσπαστικό σε σχέση με του ΣΥΡΙΖΑ ως το 2014. 

Ακόμη όμως και αν παραβλέψουμε όλα αυτά, που θα ήταν ασυγχώρητο, το σχέδιο ΜΕΡΑ25 και συσπείρωση γύρω από το ΜΕΡΑ25 υπέστη δεινή ήττα στις εκλογές. Θα πρέπει να υποθέσουμε ότι η διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ θα το αναζωογονούσε; Σε αυτή την περίπτωση, γιατί -και σε ποια βάση- ο Τσακαλώτος να συμμαχήσει με τον Βαρουφάκη; Και με ποιον τρόπο θα αφορούσε μια τέτοια συμμαχία κόσμο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς; Σε αντίθεση με τέτοιες φρούδες ελπίδες, είναι πολύ πιθανότερο να έχουμε έναν διπλό «εμφύλιο»: Στο φιλελεύθερο αστικό κέντρο μεταξύ ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ και ΣΥΡΙΖΑ και στον χώρο της κεντρώας σοσιαλδημοκρατίας μεταξύ ΜΕΡΑ25 και του μορφώματος που θα συγκροτήσουν όσοι/ες φύγουν από τον ΣΥΡΙΖΑ. 

Υπάρχει όμως, αν μιλάμε για σχέδιο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, ένα απείρως κρισιμότερο και καθοριστικό ερώτημα: Όσοι/ες αναφερόμαστε στην αντικαπιταλιστική αριστερά, τι πολιτικό σχέδιο έχουμε; Τι θέλουμε να οικοδομήσουμε πολιτικά; Θα κινηθούμε με βάση μια επικαιροποίηση ή παραλλαγή ή υβρίδιο του «πλατιού κόμματος πολιτικής ενότητας», που δοκιμάστηκε στη μορφή του ΣΥΡΙΖΑ και της ΛΑΕ εγχωρίως και του Podemos και του βραζιλιάνικου PT διεθνώς; Ή θα προστρέξουμε σε μια τέτοια συσπείρωση με την ελπίδα του απελπισμένου ότι «κάτι καλό, κάπως, κάποτε» θα συμβεί μέσα από αυτό; 

Δεν μπορείς ποτέ να οικοδομήσεις κάτι που δεν επιδιώκεις και δεν προσπαθείς συνειδητά και συστηματικά να διαμορφώσεις τις προϋποθέσεις για την οικοδόμησή του. Το ερώτημα λοιπόν είναι αμείλικτο: τι πολιτικό υποκείμενο χρειαζόμαστε και πρέπει να οικοδομήσουμε, με μακρόχρονη και συστηματική προσπάθεια; Στην ιστορική συγκυρία της «πολυκρίσης» του καπιταλισμού και των πολέμων ποια απάντηση δίνουμε σε αυτό το ερώτημα; Ξανά μανά «πλατύ κόμμα πολιτικής ενότητας» (ή «πλατύ κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς», που στην καλύτερη περίπτωση είναι συνώνυμο του αριστερού κινηματικού ρεφορμισμού); Μετά από τόσες, επανειλημμένες και συντριπτικές, ήττες και χρεοκοπίες αυτού του πολιτικού σχεδίου, οι εκδοχές με τις οποίες προσφέρεται ή επανεμφανίζεται είναι όλο και πιο ξέπνοες, δεξιές, αποκαρδιωτικές. Χρειάζεται πολλή απελπισία και πάντως καμία πολιτική έμπνευση ούτε πραγματικό και συγκεκριμένο σχέδιο για να τις υιοθετήσουμε.

Η ιστορική ευκαιρία της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς

Οι εξελίξεις αυτές συνιστούν ιστορική ευκαιρία για τον χώρο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Είναι η πρώτη φορά μετά την πρώιμη Μεταπολίτευση που ο συνδυασμός χαρακτηριστικών της συγκυρίας, όπως εκτέθηκε στις προηγούμενες γραμμές, της προσφέρει τη δυνατότητα να αναδειχθεί σε μαζικό πολιτικό ρεύμα. Η συγκρότηση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς σε μαζικό πολιτικό υποκείμενο-μέτωπο είναι το μόνο πολιτικό σχέδιο που δεν έχει συντριβεί πολιτικά. 

Η Ανταρσύα, πολλά αυτοδιοικητικά σχήματα που σταθεροποίησαν μια αξιοπρεπή παρουσία σε δήμους και περιφέρειες, η ΕΑΑΚ, τα σχήματα των παρεμβάσεων αλλά και άλλα σχήματα αντικαπιταλιστικής Αριστεράς στην εκπαίδευση, κινηματικοί Συντονισμοί (όπως ο Αντιφασιστικός Συντονισμός Αθήνας – Πειραιά), τα πολλά βήματα μπρος που έχουν γίνει στην κουλτούρα συνεργασίας των οργανώσεων του χώρου, αποτελούν θετικά «προηγούμενα» και βάση πάνω στην οποία μπορεί και πρέπει να αναληφθεί μια νέα μεγάλη πρωτοβουλία. 

Η εκλογική επιτυχία των ενωτικών δημοτικών σχημάτων στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη δείχνει τις δυνατότητες. Ταυτόχρονα όμως, θα ήταν αυταπάτη να πιστέψουμε ότι αυτές οι δυνατότητες θα παραμένουν επ’ αόριστον: Ισχύει κι εδώ το «Χθες ήταν νωρίς, αύριο ίσως είναι αργά». Τώρα υπάρχει ο συνδυασμός παραγόντων που καθιστά τη συγκυρία ευκαιρία – σύντομα, δεν ξέρουμε πόσο, η ευκαιρία θα πάψει να υπάρχει. 

Η αντίρρηση είναι γνωστή, είναι δε και δική μας: η Ανταρσύα προσέφερε ό,τι είχε να προσφέρει, έκλεισε τον κύκλο της, είναι σε κρίση και δεν μπορεί να αποτελέσει την πολιτική πλατφόρμα για την ευόδωση ενός τέτοιου σχεδίου. Απαιτείται η υπέρβασή της, για ένα νέο μέτωπο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς που θα υπερβεί τα λάθη και τις καθηλώσεις της. 

Ασφαλώς απαιτείται πιο λεπτομερής επεξεργασία ενός τέτοιου σχεδίου, αλλά θα συνιστούσε πολιτική ανευθυνότητα να σπαταληθεί η ιστορική ευκαιρία στο όνομα των υπαρκτών δυσκολιών ή, ακόμη χειρότερα, στο όνομα ψυχολογικού χαρακτήρα δυσανεξιών και χασμάτων μεταξύ ρευμάτων, χώρων και οργανώσεων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς.

Στο επόμενο κείμενο αυτής της σειράς: Ήταν σωστό να ψηφίσουμε στον δεύτερο γύρο των δημοτικών στην Αθήνα Χάρη Δούκα;