Από την παραγωγή στην παραγωγικότητα (απόσπασμα)

Από την παραγωγή στην παραγωγικότητα (απόσπασμα)

Επεξηγηματικές σημειώσεις 

Πράττω : ενέργεια που εμπεριέχει το τέλος  της, δηλαδή την προσχεδιασμένη ολοκλήρωσή της. Παράδειγμα: η εργασία, η εργασιακή διαδικασία, είναι πράξη διότι το έργο προϋπάρχει ως ιδεατό, ως τέλος, ως προσχεδιασμένη ολοκλήρωση. Αντιθέτως, η  δραστηριότητα της μέλισσας που αποδίδει μέλι δεν είναι εργασία διότι δεν εμπεριέχει το τέλος της.

Ποιώ : ενέργεια της οποίας ο σκοπός  είναι εξωτερικός ως προς την φύση της ενέργειας. Παράδειγμα: Η διαδικασία αξιοποίησης του κεφαλαίου, η οποία υποτάσσει την εργασιακή διαδικασία και της επιβάλλει έναν εξωτερικό σκοπό, την παραγωγή κέρδους.   

Ενεργώ, δρω : δράση που εκτυλίσσεται χαράσσοντας το μονοπάτι της, το οποίο όμως δεν ανακαλύπτει ως εάν αυτό να προϋπήρχε αλλά το επινοεί, το εφευρίσκει. Παράδειγμα: ανεβαίνω σε έναν λόφο προκειμένου να φτάσω στην κορυφή χαράσσοντας το μονοπάτι μου βλέποντας και κάνοντας. 

Φτιάχνω : όπως εργασία, πράξη.

Μορφοποιώ : διαδικασία με την οποί ο νους οργανώνει σκόρπιες πληροφορίες ώστε να αποκτήσουν μορφή.

Παράσταση: Εδώ πρόκειται για την έννοια της παράστασης με την έννοια που χρησιμοποιούμε όταν λέμε “μια θεατρική παράσταση”.

Εργασία : πράξη που ακολουθώντας μια παράσταση του τελικού έργου, αποδίδει βαθμονομημένα και πιστοποιημένα χρήσιμα αντικείμενα,  μετασχηματίζοντας άλλα με την βοήθεια υλικών ή άυλων μέσων εργασίας.  

Παραγωγή /εργασία, Προϊόν /έργο : Η πρώτη παραπέμπει στην έννοια της ζωντανής εργασίας και η δεύτερη στην έννοια της νεκρής εργασίας, στο Κεφάλαιο του Μαρξ.

Σημειώσεις Η.Ι.

 

Ανακοίνωση στην ημερίδα με θέμα «Εργασία, τεχνικές, παραγωγή», που οργανώθηκε στις 17 Ιανουαρίου 2018 από το τμήμα Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου της Λιλλ.

Μετάφραση Χρήστου Βαλλιάνου.

Τι  σημαίνει παράγω; Εγείροντας αυτό το ερώτημα, βρισκόμαστε εκ νέου αντιμέτωποι με εναλλακτικές εκδοχές, όπως για παράδειγμα, η εκδοχή της πράξης (praxis), δραστηριότητας που εμπερικλείει το  σκοπό της, και η εκδοχή της ποίησης (poiésis), δραστηριότητας ο σκοπός της οποίας, σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Αριστοτέλης, βρίσκεται έξω απ’ αυτήν. Οι Στωϊκοί, παρά το ότι καταλήγουν σε διαφορετικά συμπεράσματα, καθώς δεν ερμηνεύουν με τον ίδιο τρόπο τη σχέση της δύναμης με την πράξη, επαναλαμβάνουν αυτή τη διάκριση μέσω της διάκρισης μεταξύ του τέλους (télos) και του σκοπού (skopos): για τον τοξοβόλο, το γεγονός ότι επιδιώκει να χτυπήσει το στόχο του συνιστά το τέλος της προσπάθειάς του, ενώ τo ότι με την προσπάθεια αυτή επιδιώκει μια ανταμοιβή ή κάποιο βραβείο στα πλαίσια ενός αγώνα αποτελεί ένα εξωτερικό σκοπό ως προς τη φύση της εν λόγω προσπάθειας.  

Σε μια παραπλήσια κατεύθυνση, ο Φερνάν Ντελινί διακρίνει μια λογική του ενεργώ, που αφορά μια δραστηριότητα που κατευθύνεται ελεύθερα και ριψοκίνδυνα προς την υπέρβασή της , επαναχαράσσοντας συνεχώς τη διαδρομή της, μια διαδρομή που μάλλον επινοεί και δεν ανακαλύπτει, και από την άλλη μεριά, μια λογική του φτιάχνω, που αφορά μια δραστηριότητα κατασκευής, μορφοποιημένη σύμφωνα με μοντέλα καθορισμένα εξ αρχής, από τα οποία κατά κάποιο τρόπο έλκεται περισσότερο, χωρίς να κατευθύνεται προς αυτά από την ίδια της την ορμή. Μπορούμε να πούμε ότι ο πρώτος τύπος δραστηριότητας είναι εκούσιος, στο βαθμό που συνιστά πραγματική μη προ-ενημερωμένη ή προ-προσανατολισμένη (με σκοπό την καλύτερη διασφάλισή του) παραγωγή «κατεύθυνσης», εξ ου και η συνέπεια ότι τα εγχειρήματα αυτού του τύπου που στρέφονται προς το τέλος τους και δεν διέπονται από τη θεώρηση κάποιου σκοπού, διατρέχουν αναγκαστικά τον κίνδυνο αστοχίας ή απόκλισης. Από την άλλη, ο δεύτερος τύπος  εμπεριέχει μία παράσταση, στο βαθμό που προϋποθέτει την εκ των προτέρων αναγνώριση αυτού που επιδιώκεται, που τίθεται με ιδεατό τρόπο και με βεβαιότητα πριν ακόμα ξεκινήσει η πραγματική  επιδίωξη  για την επίτευξή του, σύμφωνα με μια  συνειδητή προοπτική που εγκαθιστά τις συνθήκες μιας ανάδρασης της κατεύθυνσης (της φοράς της διαδικασίας), καθώς αυτή θεωρείται δεδομένη εξ αρχής και όχι προς ανεύρεση καθώς ακολουθούμε την κατεύθυνση που προωθεί. 

Η εξέταση της ορολογίας διδάσκει ότι το «παράγω», εκ του λατινικού «producere», που στην κυριολεξία σημαίνει «οδηγώ προς τα εμπρός», «εξάγω από κάπου», «γεννώ», αφορούσε πρωταρχικά τον πρώτο τύπο δραστηριότητας, αυτόν που φέρει τα σημάδια του αυθόρμητου χαρακτήρα της, και που είναι απαλλαγμένη από την υποχρέωση να συμμορφωθεί με ένα προϋπάρχον μοντέλο. Από αυτή την άποψη, η πρωτόγονη σύλληψη της εργασίας, αυτή που έχουμε υπ’ όψη μας πχ. στην περίπτωση μια ετοιμόγεννης γυναίκας όταν λέμε ότι η «εργασία» ξεκίνησε, είναι φυσική, και μάλιστα οργανική : σ’ αυτή την κατεύθυνση, ο Κανγκιλέμ, αναφερόμενος ταυτόχρονα στον Δαρβίνο και τον Μπεργκσόν, εξηγεί ότι η τεχνική, από τις απαρχές της, υπάγεται σε μια γενική οργανολογία, και κατά συνέπεια δεν θα πρέπει να θεωρείται ως η εφαρμοσμένη γνώση, όπως την ερμηνεύει το θετικιστικό απόφθεγμα «από την επιστήμη στην πρόνοια, από την πρόνοια στη δράση». 

Κατά συνέπεια, η εργασία εξελίχθηκε σε κατασκευή βαθμονομημένων και πιστοποιημένων αντικειμένων μόνο μεταγενέστερα, σ’ ένα δεύτερο χρόνο: Ενδύθηκε τότε το χαρακτήρα μιας δραστηριότητας που εκτυλίσσεται στο πλαίσιο μιας δεύτερης φύσης, εξ ορισμού μεταγενέστερης της πρώτης φύσης, στο βαθμό που έχει κάποιο νόημα η έννοια της «πρώτης φύσης» (γιατί η φύση, η οποία εξ ορισμού είναι φύση εξ ολοκλήρου, δεν είναι ούτε πρώτη, ούτε δεύτερη, αλλά πολύ απλά φύση). Η ανάλυση αυτή θα έτεινε λοιπόν να επιβεβαιώσει ότι στην ουσία της παραγωγικής δραστηριότητας, αν τη θεωρήσουμε καθαυτή, δεν υπάρχει τίποτα που την υποχρεώνει να συμμορφωθεί με καθορισμένους σκοπούς, ή ακόμα να τείνει προς σκοπούς ωφέλειας που η πηγή τους βρίσκεται στον οργανισμό που ασκεί αυτή τη δραστηριότητα, ή σ’ ένα υποκείμενο με βούληση του τύπου του τοξοβόλου που σκοπεύει προσεκτικά το στόχο του.

Η παραγωγός δραστηριότητα θεωρούμενη καθαυτή, είναι η «παραγωγή», ουσιαστικό προερχόμενο από το ρήμα «παράγω». Εδώ, η ανάλυση της ορολογίας είναι επίσης διδακτική. Πράγματι, η λέξη «παραγωγή» έχει μια διπλή σημασία, ανάλογα με το εάν αναφέρεται στην ενέργεια του παράγειν, θεωρούμενη ως τρέχουσα ενέργεια, ή υποδηλώνει τον όρο στον οποίο απολήγει αυτή η δραστηριότητα, δηλ. επί λέξει στο «προϊόν», θεωρούμενο δι’ εαυτό, ανεξάρτητα από την ενέργεια από την οποία προήλθε. Η «παραγωγή» είναι λοιπόν ταυτόχρονα το γεγονός του παράγειν, στην πορεία του, και αυτό που προκύπτει απ’ αυτήν, στο τέρμα της πορείας του. Το ερώτημα είναι λοιπόν, υπό ποιες συνθήκες το προϊόν μπορεί να θεωρηθεί ξεχωριστά από την παραγωγική διαδικασία που το γέννησε, επομένως μπορεί να υπάρχει ως τέτοιο, όταν η ίδια αυτή διαδικασία ολοκληρωθεί, τελειώσει, τερματιστεί, όπως για παράδειγμα, το σπίτι μετά την αφαίρεση των σκαλωσιών που χρησίμευσαν στο χτίσιμό του: Αυτό ακριβώς το ζήτημα εγείρει ο Μαρξ όταν διακρίνει τη «ζωντανή εργασία», δηλ. την ποσότητα παραγωγικών εργασιακών ικανοτήτων που είναι σε θέση να ενεργοποιηθούν και να τεθούν πραγματικά σε κίνηση, από τη «νεκρή εργασία», που είναι εργασία αντικειμενοποιημένη στα προϊόντα που ήδη πραγματοποίησε, και τα οποία αφήνει πίσω της ως πραγμοποιημένες μορφές, ως «πράγματα» που απορρόφησαν στην ίδια τους την ύπαρξη όλη την ενέργεια που δαπανήθηκε για να παραχθούν.  

Οι λεξικολόγοι παρουσιάζουν τη δεύτερη έννοια της λέξης «παραγωγή», που την ανάγει στο «προϊόν», ως «μετωνυμική έννοια», σε σχέση με την πρώτη έννοια, αυτήν που επισύρει την προσοχή στην ενέργεια του παράγειν, που θα πρέπει επομένως να θεωρηθεί ως η κυριολεκτική έννοια. Η διατύπωση «μετωνυμική έννοια» είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Μετωνυμία είναι η στυλιστική μορφή που μας επιτρέπει να εκπροσωπήσουμε το σύνολο ενός πράγματος από ένα στοιχείο του. Στην περίπτωση που μας απασχολεί, το σύνολο του πράγματος είναι η παραγωγική δραστηριότητα θεωρημένη στην ολότητά της, συμπεριλαμβανομένου του αποτελέσματος στο οποίο απολήγει. Το στοιχείο που την εκπροσωπεί μετωνυμικά είναι το προϊόν, καθόσον θεωρείται ότι αποτελεί μια ολόκληρη ξεχωριστή οντότητα, που ενδεχομένως γίνεται αντιληπτή ως «pars totalis» [το μέρος αντί του όλου] στην οποία βρίσκεται δεσμευμένη η σφαιρική φύση του όλου στο οποίο αυτό ανήκει. Μας ανοίγεται έτσι η δυνατότητα να συλλογιστούμε τη σχέση του μέρους με το όλο στο οποίο αυτό ανήκει, ως μια σχέση έκφρασης, υπό μια έννοια ακριβώς αντίστροφη της διαδικασίας που δημιούργησε το μέρος, το προϊόν, που το γέννησε, δίνοντάς του ζωή. Ένας τέτοιος συλλογισμός, από το μέρος στο όλο, από το προϊόν στη δραστηριότητα που το παρήγαγε, σε μια κατεύθυνση αντίθετη αυτής κατά την οποία εκτυλίχθηκε πραγματικά η διαδικασία της παραγωγής, σημαίνει ότι προϋποθέτουμε ότι το μέρος «αξίζει» το σύνολο, ότι επομένως το προϊόν είναι καθαυτό φορέας μιας αξίας που αντανακλά αυτήν του συνόλου, προκαταβολικά ή αναδρομικά, δεν έχει σημασία, εφ’ όσον η εν λόγω διαδικασία υποτίθεται ότι είναι αντιστρεπτή, κάτι που συνιστά ένα από τα αξιώματα της οικονομικής λογικής, την οποία δεν θα πρέπει να συγχέουμε με την τεχνική λογική. Ακριβώς σε μια προϋπόθεση αυτού του είδους βασίζεται αυτό που ο Μαρξ αποκαλεί «φετιχισμό του εμπορεύματος», που κατά βάθος είναι ένας τρόπος άσκησης της τέχνης της μετωνυμίας με μαεστρία, αδιαμαρτύρητα, κατά την οποία το μέρος (το προϊόν, το εμπόρευμα) παρουσιάζεται ως το σύνολο (την ανθρώπινη παραγωγική δραστηριότητα όπως αυτή ασκείται υπό συγκεκριμένες κοινωνικές σχέσεις).

Pierre Macherey
+ posts