Απόσπασμα εισήγησης στην ημερίδα με θέμα «Εργασία, τεχνικές, παραγωγή», που οργανώθηκε στις 17 Ιανουαρίου 2018 από το τμήμα Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου της Λιλλ.
Μετάφραση Χρήστου Βαλλιάνου.
Τι σημαίνει παράγω; Εγείροντας αυτό το ερώτημα, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με εναλλακτικές εκδοχές, όπως για παράδειγμα, η εκδοχή της πράξης (praxis), δραστηριότητας που εμπερικλείει το σκοπό της, και η εκδοχή της ποίησης (poiésis), δραστηριότητας ο σκοπός της οποίας, σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Αριστοτέλης, βρίσκεται έξω απ’ αυτήν. Οι Στωϊκοί, παρά το ότι καταλήγουν σε διαφορετικά συμπεράσματα, καθώς δεν ερμηνεύουν με τον ίδιο τρόπο τη σχέση της δύναμης με την πράξη, επαναλαμβάνουν αυτή τη διάκριση μέσω της διάκρισης μεταξύ του τέλους (télos) και του σκοπού (skopos): για τον τοξοβόλο, το γεγονός ότι επιδιώκει να χτυπήσει το στόχο του συνιστά το τέλος της προσπάθειάς του, ενώ τo ότι με την προσπάθεια αυτή επιδιώκει μια ανταμοιβή ή κάποιο βραβείο στα πλαίσια ενός αγώνα αποτελεί ένα εξωτερικό σκοπό ως προς τη φύση της εν λόγω προσπάθειας.
Σε μια παραπλήσια κατεύθυνση, ο Φερνάν Ντελινί διακρίνει μια λογική του ενεργώ, που αφορά μια δραστηριότητα που κατευθύνεται ελεύθερα και ριψοκίνδυνα προς την υπέρβασή της , επαναχαράσσοντας συνεχώς τη διαδρομή της, μια διαδρομή που μάλλον επινοεί και δεν ανακαλύπτει, και από την άλλη μεριά, μια λογική του φτιάχνω, που αφορά μια δραστηριότητα κατασκευής, μορφοποιημένη σύμφωνα με μοντέλα καθορισμένα εξ αρχής, από τα οποία κατά κάποιο τρόπο έλκεται περισσότερο, χωρίς να κατευθύνεται προς αυτά από την ίδια της την ορμή. Μπορούμε να πούμε ότι ο πρώτος τύπος δραστηριότητας είναι εκούσιος, στο βαθμό που συνιστά πραγματική μη προ-ενημερωμένη ή προ-προσανατολισμένη (με σκοπό την καλύτερη διασφάλισή του) παραγωγή «κατεύθυνσης», εξ ου και η συνέπεια ότι τα εγχειρήματα αυτού του τύπου που στρέφονται προς το τέλος τους και δεν διέπονται από τη θεώρηση κάποιου σκοπού, διατρέχουν αναγκαστικά τον κίνδυνο αστοχίας ή απόκλισης. Από την άλλη, ο δεύτερος τύπος εμπεριέχει μία παράσταση, στο βαθμό που προϋποθέτει την εκ των προτέρων αναγνώριση αυτού που επιδιώκεται, που τίθεται με ιδεατό τρόπο και με βεβαιότητα πριν ακόμα ξεκινήσει η πραγματική επιδίωξη για την επίτευξή του, σύμφωνα με μια συνειδητή προοπτική που εγκαθιστά τις συνθήκες μιας ανάδρασης της κατεύθυνσης (της φοράς της διαδικασίας), καθώς αυτή θεωρείται δεδομένη εξ αρχής και όχι προς ανεύρεση καθώς ακολουθούμε την κατεύθυνση που προωθεί.
Η εξέταση της ορολογίας διδάσκει ότι το «παράγω», εκ του λατινικού «producere», που στην κυριολεξία σημαίνει «οδηγώ προς τα εμπρός», «εξάγω από κάπου», «γεννώ», αφορούσε πρωταρχικά τον πρώτο τύπο δραστηριότητας, αυτόν που φέρει τα σημάδια του αυθόρμητου χαρακτήρα της, και που είναι απαλλαγμένη από την υποχρέωση να συμμορφωθεί με ένα προϋπάρχον μοντέλο. Από αυτή την άποψη, η πρωτόγονη σύλληψη της εργασίας, αυτή που έχουμε υπ’ όψη μας πχ. στην περίπτωση μια ετοιμόγεννης γυναίκας όταν λέμε ότι η «εργασία» ξεκίνησε, είναι φυσική, και μάλιστα οργανική : σ’ αυτή την κατεύθυνση, ο Κανγκιλέμ, αναφερόμενος ταυτόχρονα στον Δαρβίνο και τον Μπεργκσόν, εξηγεί ότι η τεχνική, από τις απαρχές της, υπάγεται σε μια γενική οργανολογία, και κατά συνέπεια δεν θα πρέπει να θεωρείται ως η εφαρμοσμένη γνώση, όπως την ερμηνεύει το θετικιστικό απόφθεγμα «από την επιστήμη στην πρόνοια, από την πρόνοια στη δράση».
Κατά συνέπεια, η εργασία εξελίχθηκε σε κατασκευή βαθμονομημένων και πιστοποιημένων αντικειμένων μόνο μεταγενέστερα, σ’ ένα δεύτερο χρόνο: Ενδύθηκε τότε το χαρακτήρα μιας δραστηριότητας που εκτυλίσσεται στο πλαίσιο μιας δεύτερης φύσης, εξ ορισμού μεταγενέστερης της πρώτης φύσης, στο βαθμό που έχει κάποιο νόημα η έννοια της «πρώτης φύσης» (γιατί η φύση, η οποία εξ ορισμού είναι φύση εξ ολοκλήρου, δεν είναι ούτε πρώτη, ούτε δεύτερη, αλλά πολύ απλά φύση). Η ανάλυση αυτή θα έτεινε λοιπόν να επιβεβαιώσει ότι στην ουσία της παραγωγικής δραστηριότητας, αν τη θεωρήσουμε καθαυτή, δεν υπάρχει τίποτα που την υποχρεώνει να συμμορφωθεί με καθορισμένους σκοπούς, ή ακόμα να τείνει προς σκοπούς ωφέλειας που η πηγή τους βρίσκεται στον οργανισμό που ασκεί αυτή τη δραστηριότητα, ή σ’ ένα υποκείμενο με βούληση του τύπου του τοξοβόλου που σκοπεύει προσεκτικά το στόχο του.
Η παραγωγός δραστηριότητα θεωρούμενη καθαυτή, είναι η «παραγωγή», ουσιαστικό προερχόμενο από το ρήμα «παράγω». Εδώ, η ανάλυση της ορολογίας είναι επίσης διδακτική. Πράγματι, η λέξη «παραγωγή» έχει μια διπλή σημασία, ανάλογα με το εάν αναφέρεται στην ενέργεια του παράγειν, θεωρούμενη ως τρέχουσα ενέργεια, ή υποδηλώνει τον όρο στον οποίο απολήγει αυτή η δραστηριότητα, δηλ. επί λέξει στο «προϊόν», θεωρούμενο δι’ εαυτό, ανεξάρτητα από την ενέργεια από την οποία προήλθε. Η «παραγωγή» είναι λοιπόν ταυτόχρονα το γεγονός του παράγειν, στην πορεία του, και αυτό που προκύπτει απ’ αυτήν, στο τέρμα της πορείας του. Το ερώτημα είναι λοιπόν, υπό ποιες συνθήκες το προϊόν μπορεί να θεωρηθεί ξεχωριστά από την παραγωγική διαδικασία που το γέννησε, επομένως μπορεί να υπάρχει ως τέτοιο, όταν η ίδια αυτή διαδικασία ολοκληρωθεί, τελειώσει, τερματιστεί, όπως για παράδειγμα, το σπίτι μετά την αφαίρεση των σκαλωσιών που χρησίμευσαν στο χτίσιμό του: Αυτό ακριβώς το ζήτημα εγείρει ο Μαρξ όταν διακρίνει τη «ζωντανή εργασία», δηλ. την ποσότητα παραγωγικών εργασιακών ικανοτήτων που είναι σε θέση να ενεργοποιηθούν και να τεθούν πραγματικά σε κίνηση, από τη «νεκρή εργασία», που είναι εργασία αντικειμενοποιημένη στα προϊόντα που ήδη πραγματοποίησε, και τα οποία αφήνει πίσω της ως πραγμοποιημένες μορφές, ως «πράγματα» που απορρόφησαν στην ίδια τους την ύπαρξη όλη την ενέργεια που δαπανήθηκε για να παραχθούν.
Οι λεξικολόγοι παρουσιάζουν τη δεύτερη έννοια της λέξης «παραγωγή», που την ανάγει στο «προϊόν», ως «μετωνυμική έννοια», σε σχέση με την πρώτη έννοια, αυτήν που επισύρει την προσοχή στην ενέργεια του παράγειν, που θα πρέπει επομένως να θεωρηθεί ως η κυριολεκτική έννοια. Η διατύπωση «μετωνυμική έννοια» είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Μετωνυμία είναι η στυλιστική μορφή που μας επιτρέπει να εκπροσωπήσουμε το σύνολο ενός πράγματος από ένα στοιχείο του. Στην περίπτωση που μας απασχολεί, το σύνολο του πράγματος είναι η παραγωγική δραστηριότητα θεωρημένη στην ολότητά της, συμπεριλαμβανομένου του αποτελέσματος στο οποίο απολήγει. Το στοιχείο που την εκπροσωπεί μετωνυμικά είναι το προϊόν, καθόσον θεωρείται ότι αποτελεί μια ολόκληρη ξεχωριστή οντότητα, που ενδεχομένως γίνεται αντιληπτή ως «pars totalis» [το μέρος αντί του όλου] στην οποία βρίσκεται δεσμευμένη η σφαιρική φύση του όλου στο οποίο αυτό ανήκει. Μας ανοίγεται έτσι η δυνατότητα να συλλογιστούμε τη σχέση του μέρους με το όλο στο οποίο αυτό ανήκει, ως μια σχέση έκφρασης, υπό μια έννοια ακριβώς αντίστροφη της διαδικασίας που δημιούργησε το μέρος, το προϊόν, που το γέννησε, δίνοντάς του ζωή. Ένας τέτοιος συλλογισμός, από το μέρος στο όλο, από το προϊόν στη δραστηριότητα που το παρήγαγε, σε μια κατεύθυνση αντίθετη αυτής κατά την οποία εκτυλίχθηκε πραγματικά η διαδικασία της παραγωγής, σημαίνει ότι προϋποθέτουμε ότι το μέρος «αξίζει» το σύνολο, ότι επομένως το προϊόν είναι καθαυτό φορέας μιας αξίας που αντανακλά αυτήν του συνόλου, προκαταβολικά ή αναδρομικά, δεν έχει σημασία, εφ’ όσον η εν λόγω διαδικασία υποτίθεται ότι είναι αντιστρεπτή, κάτι που συνιστά ένα από τα αξιώματα της οικονομικής λογικής, την οποία δεν θα πρέπει να συγχέουμε με την τεχνική λογική. Ακριβώς σε μια προϋπόθεση αυτού του είδους βασίζεται αυτό που ο Μαρξ αποκαλεί «φετιχισμό του εμπορεύματος», που κατά βάθος είναι ένας τρόπος άσκησης της τέχνης της μετωνυμίας με μαεστρία, αδιαμαρτύρητα, κατά την οποία το μέρος (το προϊόν, το εμπόρευμα) παρουσιάζεται ως το σύνολο (την ανθρώπινη παραγωγική δραστηριότητα όπως αυτή ασκείται υπό συγκεκριμένες κοινωνικές σχέσεις).
Σ’ αυτό ακριβώς το επίπεδο αρχίζει να παρεμβαίνει η έννοια της παραγωγικότητας. Εδώ ακόμα, η ο ορολογία είναι πλούσια σε διδαχές. Από το ουσιαστικό «παραγωγή», εκ του ρήματος «παράγω», προέρχονται με τη σειρά τους δύο επίθετα που της αποδίδουν ιδιότητες: η εργασία παραγωγής μπορεί να είναι «παραγωγός» ή «παραγωγική». Και δεν είναι διόλου το ίδιο πράγμα, όπως βεβαιώνει εκ νέου η ορολογία, γιατί τα ουσιαστικά που σχηματίζονται από αυτά τα επίθετα είναι διαφορετικής φύσης. Από το επίθετο «παραγωγός» προκύπτει «ο παραγωγός», τουτέστιν ο εργαζόμενος που απασχολείται σε μια παραγωγική δραστηριότητα στην οποία συμμετέχει πραγματικά, προσφέροντάς της την ενέργειά του. Από το «παραγωγικός» προκύπτει «η παραγωγικότητα», ένας γενικός όρος που εκφράζει τη δυνατότητα να στοχαστούμε την παραγωγική δραστηριότητα σε συνάρτηση και με βάση το αποτέλεσμά της, το προϊόν, επομένως, συλλογιζόμενοι κατά την αντίθετη κατεύθυνση αυτής στην οποία εκτυλίσσεται η πραγματική διαδικασία της εργασίας. Βλέπουμε λοιπόν ότι το να είναι κανείς παραγωγός σημαίνει ότι θέτει σε εφαρμογή την παραγωγική δραστηριότητα στην οποία εμπίπτει η δεδομένη διεργασία, και τίποτα περισσότερο. Αντίθετα, το να είναι κανείς παραγωγικός σημαίνει ότι προσθέτουμε σ’ αυτή την εφαρμογή ένα συμπληρωματικό, και ενδεχομένως περιττό χαρακτήρα, που δεν έχει κατανοηθεί πλήρως, στην ουσία του, δηλ. πιστώνουμε το προϊόν με μια αξία με την έννοια που δίνει στον όρο αυτό η οικονομία. Μια εργασία μπορεί να είναι παραγωγός χωρίς να είναι παραγωγική, ωστόσο το αντίθετο δεν ισχύει: προκειμένου να είναι μια εργασία παραγωγική θα πρέπει επίσης να είναι παραγωγός, καθώς το γεγονός ότι είναι τέτοια χρησιμεύει ως φορέας της συμπληρωματικής αξίας που της αποφέρει η «παραγωγικότητά» της.
Σε τι ακριβώς συνίσταται η παραγωγικότητα; Προκειμένου να απαντήσουμε σ’ αυτό το ερώτημα, θα πρέπει να ζητήσουμε την παρέμβαση ενός λεξιλογίου δανεισμένου από άλλες οικογένειες λέξεων πέραν αυτών που έχουν ως πρώτο κρίκο το ρήμα «παράγω». Θα πρέπει για παράδειγμα, να χρησιμοποιήσουμε όρους όπως αυτοί του καθήκοντος (συστατικού μιας θέσης εργασίας), της διεργασίας και της απόδοσης. Ας εξετάσουμε αρχικά την έννοια της απόδοσης. Η έννοια αυτή είναι περισσότερο περιοριστική απ’ ότι περιγραφική, στο βαθμό που υποδηλώνει μια απαίτηση, αυτή της αύξησης της παραγωγής, σε ποσότητα και σε ποιότητα, κατά τρόπο ώστε να αξιοποιηθούν τα αποτελέσματά της, – και πάλι εδώ, όπως και πάντα η αξία, έννοια που δεν αναδύεται από την καθαρή τεχνική, αλλά που αρχίζει να λειτουργεί μόνον από τη στιγμή που η θεμελιωμένη στην πρακτική της ανταλλαγής οικονομική λογική, αιχμαλώτισε την παραγωγό δραστηριότητα και την αναμόρφωσε σύμφωνα με τα δικά της κριτήρια: Από αυτή ακριβώς η αιχμαλωσία προέκυψε το εμπόρευμα, μια διπρόσωπη οντότητα που είναι ταυτόχρονα φορέας μιας χρήσιμης αξίας, δηλ. της συγκεκριμένης όψης της, και μιας ανταλλακτικής αξίας, που είναι η αφηρημένη όψη της. Οι έννοιες του καθήκοντος – συστατικού μιας θέσης εργασίας και της διεργασίας που συνιστούν το αποτέλεσμα αυτής της αναμόρφωσης, προσδιορίζουν τα απαιτούμενα μέσα προκειμένου να ανταποκριθούμε στην απαίτηση της παραγωγικότητας, από τη στιγμή που αυτή προσέλαβε τη μορφή ενός λογικού προγράμματος, που διέπεται από συγκεκριμένες νόρμες.
Η έννοια της απόδοσης εμφανίστηκε σε μια συγκεκριμένη εποχή της ιστορίας. Μια έννοια που πρακτικά ήταν άγνωστη στην αρχαιότητα, μπορεί να θεωρηθεί ως «σύγχρονη» και αντιστοιχεί στη στιγμή όπου, για να χρησιμοποιήσουμε μια διατύπωση του Κουαρέ, οι συλλογικές παραγωγικές πρακτικές, έχοντας πάρει τις αποστάσεις τους από «τον κόσμο του περίπου» και τις εμπειρικές τελετουργίες του «τεχνίτη-μάστορα», τις οποίες αυτός καλλιεργούσε επιλεκτικά, ενσωματώθηκαν σε ένα «σύμπαν ακρίβειας». Στο σύμπαν αυτό, τα τεχνικά μέσα, αποχωρισμένα από το χέρι που τα κρατούσε μέχρι τότε, λίγο ως πολύ με τρόπο σίγουρο και σταθερό, υποβλήθηκαν σε μια λογική, επιστημονική επεξεργασία, χάρη σε μηχανές και στην πιο ολοκληρωμένη μορφή αυτών των τελευταίων, την εργαλειομηχανή, ένα πολύπλοκο μηχανισμό, διατάξεις του οποίου οδηγούν αυτόματα τα εργαλεία, γεγονός που την καθιστά το κατ’ εξοχήν όργανο της βιομηχανικής παραγωγής. Έτσι λοιπόν, η παραγωγή, αντί να είναι παραδομένη στην ατομική πρωτοβουλία και δεξιότητα, κλήθηκε να επεξεργαστεί ένα συστηματικό σχέδιο εργασίας, ολοκληρωμένο, κοινωνικοποιημένο, οι βάσεις του οποίου προσφέρονται από τον υπολογισμό της απόδοσης. Βεβαίως, αυτή η τροποποίηση της μορφής της παραγωγής δεν επιτεύχθηκε με μιας: υπήρξε το αποτέλεσμα μιας αργής και όχι ομαλής εξέλιξης, η οποία, ταυτόχρονα με την αλλαγή των παραγωγικών πρακτικών, προκάλεσε την εμφάνιση μιας θεωρητικής επεξεργασίας, της οποίας το κύριο στοιχείο ήταν η εμφάνιση , κατά τον XVIII αιώνα, αυτού που αποκλήθηκε «τεχνολογία». Η τεχνολογία θα μπορούσε να οριστεί ως η επιστήμη της απόδοσης, η επιστήμη που δανείζεται τα μοντέλα συλλογισμών της από τα μαθηματικά και τη φυσική, και η μελέτη της οποίας είναι αποκλειστικότητα ενός νέου τύπου επαγγελματιών, που εμφανίστηκαν την εποχή της Αναγέννησης, και συγκεκριμένα των μηχανικών, οι οποίοι από την εκπαίδευσή τους είναι ταυτόχρονα θεωρητικοί και πρακτικοί.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί ότι οι πρώτοι μηχανικοί ήταν στρατιωτικοί μηχανικοί: είναι αυτοί που χρησίμευσαν ως πρότυπα για την κατοπινή εκπαίδευση των πολιτικών μηχανικών. Ήταν οι πρώτοι που έθεσαν το ερώτημα πώς θα ενεργήσουμε προκειμένου να αξιολογήσουμε σωστά την αποτελεσματικότητα μιας διάταξης, είτε αυτή είναι αμυντική (ο Βομπάν και οι οχυρώσεις), είτε είναι επιθετικοί (ο Μπελιντόρ, συντάκτης του λήμματος «αναζήτηση κανονιού» στην Εγκυκλοπαίδεια). Είναι γεγονός ότι οι στρατιωτικές τέχνες, με τις οποίες εγκαινιάστηκε ο υπολογισμός της απόδοσης, δεν παράγουν τίποτα το καταναλώσιμο με την οικονομική έννοια: οι δράσεις που επιχειρούν να τελειοποιήσουν δεν είναι στην κυριολεξία παραγωγικές αλλά καταστροφικές, καθώς η καταστροφή συνιστά τον αντωνυμικό όρο της παραγωγής. Ωστόσο, σ’ αυτό ακριβώς το πλαίσιο ο χαρακτηρισμός του παραγωγικού άρχισε να γίνεται αντικείμενο ιδιαίτερης προσοχής. Με άλλα λόγια, αρχικά, η έννοια της απόδοσης δεν αποκρινόταν σε μια παραγωγική σκοπιμότητα, γεγονός που μας οδηγεί να αναρωτηθούμε σχετικά με τις συνθήκες που οδήγησαν στην εφαρμογή αυτού του μοντέλου στην παραγωγή του πλούτου, δηλ. των εμπορευματικών αγαθών, ένα τομέα που αποτελούσε καθαρή υπόθεση της πολιτικής οικονομίας, του θεωρητικού κλάδου που εμφανίστηκε και αναπτύχθηκε ταυτόχρονα και παράλληλα με την τεχνολογία, στο πλαίσιο του σκωτικού διαφωτισμού. Η θεώρηση της απόδοσης, και μέσω αυτής η θεώρηση της παραγωγικότητας, εισήχθησαν λοιπόν σε μια δεδομένη στιγμή στη σφαίρα της παραγωγής, ως απάντηση σε ένα αίτημα που το ίδιο αυτό δεν ήταν οικονομικής ή τεχνικής φύσης: δεν εμφανίστηκαν ως αποτέλεσμα μιας φυσικής και συνεχούς ανάπτυξης, αλλά εισήχθησαν εκ των έξω.
Στα παραπάνω προστίθεται μια δεύτερη παρατήρηση. Οι αναζητήσεις γύρω από την απόδοση στόχευαν αρχικά σε μηχανισμούς ή διατάξεις, οχυρώσεις ή κανόνια, δηλ. σε υλικές πραγματικότητες των οποίων οι ιδιαίτερες ιδιότητες, αξιολογημένες με όρους αποδοτικότητας προσφέρονταν για μια ασφαλή μέτρηση. Από τη στιγμή που αυτή η αναζήτηση κατευθύνθηκε σε μη στρατιωτικές διεργασίες που αφορούσαν την ειρήνη και όχι τον πόλεμο, στην πορεία αυτών των πρώτων προσεγγίσεων ενδιαφέρθηκε κατά προτεραιότητα για μηχανισμούς, επομένως για πράγματα, και μόνο σε μια δεύτερη φάση έλαβε υπ’ όψη της την παρέμβαση των χειριστών, των ανθρώπινων δρώντων υποκειμένων που τους κάνουν να κάνουν να λειτουργούν μετά την οριστική διαμόρφωσή τους. Όπως γράφει ο Ντιντερό:
«Αυτό που κάνει μια μανιφακτούρα να υπερέχει έναντι μιας άλλης θα είναι κυρίως τα καλά υλικά που χρησιμοποιεί, σε συνδυασμό με την ταχύτητα της εργασίας και την τελειότητα του προϊόντος. Όσον αφορά το αν τα υλικά είναι καλά, αυτό είναι θέμα επιθεώρησής τους. Όσον αφορά την ταχύτητα της εργασίας και την τελειοποίηση του προϊόντος, αυτές εξαρτώνται εξ ολοκλήρου από το πλήθος των συγκεντρωμένων εργατών.»
Και ο Κοντορσέ:
«Θα εξηγήσουμε τη θεωρία των απλών μηχανών, τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να παράξουμε ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα διαθέτοντας διαφορετικά εργαλεία, εφ’ όσον γνωρίζουμε την ποσότητα και την κατεύθυνση της δύναμης που πρέπει να χρησιμοποιήσουμε. Όπως και τη μέθοδο υπολογισμού του αποτελέσματος των διαφόρων μηχανών, κατ’ αρχήν με αφηρημένο τρόπο, στη συνέχεια λαμβάνοντας υπ’ όψη μας τις τριβές και τις απώλειες δύναμης. Θα προσφέρουμε […] τη μέθοδο αξιολόγησης των διαφόρων κινητηρίων δυνάμεων που χρησιμοποιούνται στις μηχανές, όπως είναι η δύναμη του ανθρώπου και των ζώων, το βάρος ή η κρούση στερεών σωμάτων, η πίεση του νερού, η δύναμη του ανέμου, ή του ατμού. Θα παρουσιάσουμε τον τρόπο σύνθεσης αυτών των κινητηρίων δυνάμεων και επιλογής αυτής που είναι η προτιμότερη, ανάλογα με τον επιδιωκόμενο σκοπό ή τις τοπικές συνθήκες.»
Η μανιφακτούρα, και στη συνέχεια το εργοστάσιο, εκμεταλλεύονται το συνδυασμό υλικών μέσων και ανθρώπινων μέσων τα οποία οδηγούν σε μια από κοινού παρέμβαση στις παραγωγικές διεργασίες, και αξιολογούν την απόδοση αυτών των διεργασιών, θέτοντας στο ίδιο σχέδιο αυτούς τους δυο τύπους μέσων, τα οποία τελικά εντάσσουν στην ίδια έννοια της «δύναμης». Η εναρμόνιση αυτή έγινε προοδευτικά: αρχικά σεβάστηκε την προτεραιότητα του δρώντος υποκειμένου επί των μηχανικών μέσων που αυτό οδηγεί και όπως λέγεται, κρατά «στο χέρι του». Ωστόσο, βαθμιαία, ανέτρεψε αυτή τη σχέση, και προκειμένου να ομογενοποιήσει καλύτερα τις διάφορες «δυνάμεις» που παρεμβαίνουν στην παραγωγή, έδωσε προτεραιότητα στις διατάξεις που επιδέχονταν ακριβείς ρυθμίσεις και ο ίδιος ο εργάτης έγινε όργανο ενσωματωμένο στη λειτουργία τους, στο πλαίσιο του μηχανοποιημένου εργοστασίου. Αυτό ακριβώς μας δείχνει με τρόπο εντυπωσιακό και σοκαριστικό, η σκηνή των Μοντέρνων καιρών, όπου ο Σαρλώ έχει παγιδευτεί στα γρανάζια των μηχανισμών που τον παρασύρουν, έχοντας καταστεί ο υπηρέτης τους, αντί να είναι αυτός που κάνει χρήση των μηχανισμών: Μέσω μιας διαδικασίας αναστροφής, ο εργάτης δεν είναι πλέον αυτός που καθοδηγεί τη μηχανή, αλλά αυτός που διευθύνεται από την κίνησή της. Η έννοια της παραγωγικότητας βασίζεται σ’ αυτήν ακριβώς την αντιστροφή, και η ανάπτυξή της σχετίζεται άμεσα με μια αυξανόμενη εκμηχάνιση των καθηκόντων της παραγωγής, μια εκμηχάνιση που στο οδηγεί τελικά και την ίδια στιγμή, στην εμφάνιση των βιομηχανικών προϊόντων και των «παραγωγικών σωμάτων». Προκειμένου να υπάρξει παραγωγικότητα της παραγωγής, θα πρέπει αυτή η τελευταία να διαμορφωθεί ως ένα σύστημα στο εσωτερικό του οποίου άνθρωποι και μηχανές, σε στενά συντονισμό μεταξύ τους, κατά κάποιο τρόπο ζυμώνονται από κοινού σε ένα ζυμάρι που από την κατανάλωσή του θα προκύψει η μέγιστη προστιθέμενη αξία, δηλ. το μέγιστο κέρδος, υπό τον ορίζοντα αυτού που οι οικονομολόγοι αποκαλούν ανάπτυξη.
Σύμφωνα με την κλασική πολιτική οικονομία, και ιδιαίτερα σύμφωνα με τον Ρικάρντο, ο οποίος διερεύνησε σε βάθος τις συνέπειες αυτής της υπόθεσης, η αξία ενός εμπορεύματος προσδιορίζεται από την ποσότητα της αναγκαίας για την παραγωγή του εργασίας που είναι ενσωματωμένη σ’ αυτό. Η «Κριτική της πολιτικής οικονομίας» που άσκησε ο Μαρξ στο Κεφάλαιο, συνίστατο στην απόδειξη ότι πίσω από την έννοια της εργασίας που προέβαλε ο Ρικάρντο, κρύβονται δυο διαφορετικές πραγματικότητες: ζωντανή εργασία και νεκρή εργασία ισότιμες, και εξομοιωμένες η μία με την άλλη. Προκειμένου να παρουσιαστεί το αποτέλεσμα της παραγωγικής δραστηριότητας (δραστηριότητας που συνιστά ζωντανή εργασία) ως φορέας αξίας, καθόσον εμπόρευμα, κάτι το οποίο δεν ισχύει από φυσική άποψη, θα πρέπει αυτή η παραγωγός δραστηριότητα να καταστεί παραγωγική. Αυτό όμως μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνον από τη στιγμή που ζωντανή εργασία και νεκρή εργασία, εργαζόμενη και δαπανημένη εργασία παρουσιάζονται πρακτικά ως οι δυο παράλληλες όψεις μιας και της αυτής οντότητας, της «εργασίας». Ως «εργασία», θα πρέπει επομένως να θεωρούμε μια αφηρημένη έννοια προκειμένου να εμφανίσουμε υπό μια ενιαία ορολογία δυο διακριτές πραγματικότητες, που υπό το καθεστώς της μισθωτής εργασίας έχουν συγχωνευτεί σ’ ένα αμάλγαμα.
Το επίτευγμα, ή η ταχυδακτυλουργική απάτη του καπιταλιστικού συστήματος, όπως το αναλύει ο Μαρξ συνίσταται στο εξής εγχείρημα: ξεκίνησε με την αποσύνδεση της παραγωγικής διαδικασίας με το χωρισμό του αποτελέσματός της, του προϊόντος της, του προϊόντος της αναλωθείσας εργασίας, της πραγματικής δραστηριότητας από την οποία προήλθε αυτό, της παραγωγής ως δρώσας εργασίας, επομένως, με την απομόνωση του αποτελέσματος από την αιτία του. Στη συνέχεια, ακολουθώντας τη μετωνυμική διαδικασία για την οποία μιλήσαμε προηγούμενα, επανένωσε αυτό που είχε χωρίσει, ορίζοντας μεταξύ του αποτελέσματος και της αιτίας μια ισοδυναμία μέσω της εμπορευματικής αξίας την οποία απέδωσε τόσο στο ένα, όσο και στο άλλο. Πρόκειται για μια μυστικοποίηση, του τύπου του παπατζή, που ωστόσο παράγει τα αποτελέσματά της, όχι στον ουρανό των ιδεών, αλλά στο απολύτως πραγματικό έδαφος της οργάνωσης της βιομηχανίας, υπό τη μορφή της παραγωγής, όχι της αξίας, αλλά της υπεραξίας (Mehrwert), η οποία κατέστη εφικτή από το ότι στην πραγματική διαδικασία της παραγωγής εισήχθη η απόσπαση μιας υπερεργασίας (Mehrarbeit). Και, όλο αυτό λειτουργεί! Λειτουργεί με την ίδια ακριβώς έννοια με την οποία λέμε ότι για μια μηχανή ότι λειτουργεί. Ένα από τα όργανα που περιλαμβάνει η διάταξη της εν λόγω μηχανής, το εργοστάσιο, είναι η λεγόμενη «εργασιακή δύναμη» του χειριστή, δηλ. του εργάτη, η βελτιωμένη Arbeitskraft του, δίπλα στα υλικά μέσα της παραγωγής, ως εμπορεύσιμη παραγωγική δύναμη.
Αυτό σημαίνει ότι ο εργαζόμενος, οδηγούμενος από το μηχανισμό της βιομηχανικής παραγωγής (ο Σαρλώ που έγινε όργανο της μηχανής που χειριζόταν και η οποία τελικά τον περισφίγγει), έχει περάσει από το καθεστώς του παραγωγού σ’ αυτό του προϊόντος, καθώς αυτός ο ίδιος βαθμονομείται και αξιολογείται προκειμένου να εκπληρεί τη λειτουργία που του έχει ανατεθεί από το σύστημα του οποίου έχει καταστεί όργανο. Αυτό που πουλά ο εργάτης στο αφεντικό, και το οποίο ενδύεται μαζί μ’ αυτόν μορφές απολύτως νόμιμες, και ταυτόχρονα δεσμευτικές (ο νόμος είναι νόμος!), μια «σύμβαση εργασίας», δεν είναι με κανένα τρόπο η εργασία του, δηλ. η εργασία που εκτελεί πραγματικά ως παραγωγός, αλλά η εργασιακή του ικανότητα, το παραγωγικό του σώμα θεωρούμενο ως εμπόρευμα εφ’ όσον είναι φορέας αξίας, γεγονός που το καθιστά ανταλλάξιμο ως ένα οποιοδήποτε άλλο προϊόν. Για να είμαστε ακριβείς, θα έπρεπε να πούμε ότι πουλά την εργασία του, δηλ. το δικαίωμα κατανάλωσης της εργασιακής του ικανότητας, και πληρώνεται για τη συντήρηση της εργασιακής του ικανότητας, ενώ τα δυο αυτά δεν είναι καθόλου το ίδιο πράγμα: Το πρώτο είναι μια αξία χρήσης, ενώ το δεύτερο είναι μια ανταλλακτική αξία. Ο ίδιος ο παραγωγός, από τη στιγμή που έχει εισέλθει στην αγορά εργασίας, έχει καταστεί προϊόν, ή τουλάχιστον αντιμετωπίζεται ως τέτοιο, και ταυτόχρονα, από τη στιγμή που η εργασιακή του δύναμη έχει καταναλωθεί, έχει καταστεί πηγή κέρδους, δημιουργός υπεραξίας, μιας υπεραξίας επί της οποίας με τη συναίνεσή του (συναίνεση που του αποσπάστηκε από τη δύναμη των πραγμάτων), έχει απωλέσει κάθε δικαίωμα προσωπικής ιδιοκτησίας: η εργασία του, αν θέλουμε να κυριολεκτήσουμε, δεν είναι εργασία του, αλλά εργασία, ανθρώπινη εργασία εν γένει, ή κοινωνική εργασία, η αξία της οποίας ορίζεται από την αγορά εργασίας, η οποία ανεβάζει ή κατεβάζει τους μισθούς ανάλογα με τις ανάγκες της, χωρίς προφανώς να ρωτά τη γνώμη του εργαζόμενου, του πραγματικού παραγωγού, που έχει παραδοθεί ολοκληρωτικά στις διακυμάνσεις της.