Δεκεμβριανά 1944: Η αδύνατη απώθηση της επανάστασης

Δεκεμβριανά 1944: Η αδύνατη απώθηση της επανάστασης

Συζήτηση με τον ιστορικό Τάσο Κωστόπουλο



Μέλος της ερευνητικής δημοσιογραφικής ομάδας του «Ιού» και σήμερα επιμελητής της σαββατιάτικης στήλης «Το Φάντασμα της Ιστορίας», της Εφημερίδας των Συντακτών, ο Τάσος Κωστόπουλος είναι ιστορικός με αξιοπρόσεχτο συγγραφικό έργο, πάνω σε «αντιδημοφιλείς» θεματικές: Μακεδονικό, εθνική ομογενοποίηση του ελλαδικού χώρου, Πομακικό, ελληνικός εμφύλιος. Η φετινή επέτειος των «Δεκεμβριανών» και ο Κόκκινος Δεκέμβρης, το βιβλίο του που κυκλοφόρησε το 2016 από το Βιβλιόραμα, ήταν αφορμή για να συζητήσουμε για τη μάχη της Αθήνας, τη βία και τα «εμφύλια πάθη» που ακόμα προκαλεί η δεκαετία του ’40.

1. Στο βιβλίο δηλώνεις, ήδη με τον υπότιτλο, ότι καταπιάνεσαι με «το ζήτημα της επαναστατικής βίας». Η πλευρά των νικητών παρουσιάζει επί δεκαετίες το ΕΑΜ ως «στασιαστές», «αναρχικούς» και «τρομοκράτες»· η ίδια, όμως, μιλά ενίοτε για «επαναστάτες». Στον αντίποδα, αριστεροί ιστορικοί της περιόδου δεν θα συμφωνούσαν εύκολα ότι το 1944 έγινε επανάσταση. Στη φετινή επέτειο, είδαμε τον αντιπολιτευόμενο Τύπο να επισημαίνει το δημοσίευμα του Economist του 1944, μάλλον προς «αθώωση» του ΕΑΜ: «Κανένα επαναστατικό κίνημα που στοχεύει στην κατάληψη της εξουσίας», διαβάζουμε εκεί, «δεν διαπραγματεύεται από την επομένη της εξέγερσης». Τι ήταν τελικά τα «Δεκεμβριανά»;

Για οποιοδήποτε ιστορικό γεγονός, το πιο εύστοχο ερμηνευτικό κλειδί περιέχεται από μια επιστολή του Ένγκελς που έκανε πασίγνωστη ο Στρατής Τσίρκας, ως προμετωπίδα του τρίτου τόμου των «Ακυβέρνητων Πολιτειών»: το ιστορικό γεγονός αποτελεί συνισταμένη πολλών ατομικών δυνάμεων, καθεμιά από τις οποίες έγινε ό,τι έγινε ως αποτέλεσμα διαφόρων (και διαφορετικών) βιοτικών συνθηκών· αυτό που προκύπτει, τελικά, είναι κάτι που το θέλησαν όλοι και ταυτόχρονα δεν το θέλησε κανείς.

Τα Δεκεμβριανά προέκυψαν, έτσι, ως συνισταμένη διαφόρων ανταγωνιστικών ή αποκλινουσών πολιτικών και κοινωνικών στρατηγικών, καθεμιά από τις οποίες επηρέασε σε διαφορετικό βαθμό το ξέσπασμα και την έκβασή τους.

Ο βρετανικός παράγοντας

Ο Τσόρτσιλ και ο βρετανικός ιμπεριαλισμός ήθελαν μεν βραχυπρόθεσμα να αφοπλίσουν το εαμικό κίνημα, γιατί αμφισβητούσε έμπρακτα τις παραδοσιακές δομές εξουσίας που απονομιμοποιήθηκαν στη διάρκεια της Κατοχής και, προοπτικά, να επαναφέρουν τη μοναρχία, ως άμεσο και διαχρονικό εγγυητή της παλιάς τάξης πραγμάτων και της δικής τους ηγεμονικής θέσης σε αυτή. Βασικό όπλο τους αποτελούσε όχι τόσο η περιορισμένη στρατιωτική παρουσία τους στην απελευθερωμένη Ελλάδα, όσο η επισιτιστική βοήθεια, τα κλειδιά της οποίας κρατούσαν και δίχως την οποία η φυσική επιβίωση μεγάλης μερίδας του πληθσυμού ήταν κάτι παραπάνω από αβέβαιη. Μια στρατιωτική αναμέτρηση ήταν φυσικά μέσα στις επιλογές του Τσόρτσιλ (το ξέρουμε καλά από το περίφημο τηλεγράφημά του της 711/1944), όχι όμως στις διαστάσεις που πήρε τελικά και τον έφεραν σε εμφανώς δύσκολη θέση στο βρετανικό Κοινοβούλιο. Τόσο αυτός όσο και οι υφιστάμενοί του στρατιωτικοί πορεύονταν με βάση τη μέχρι τότε βρετανική εμπειρία από την Ελλάδα· αναφέρομαι στις αντιμπεριαλιστικές μεγαλοστομίες των αντιβενιζελικών κατά τα Νοεμβριανά του 1916, για αντίσταση μέχρι εσχάτων και τα συναφή, που κατέρρευσαν ύστερα από μερικές κανονιές του στόλου της Αντάντ. Η αποφασιστική και παρατεταμένη αντίσταση του ΕΛΑΣ και των εαμικών μαζών αποτέλεσε οδυνηρή έκπληξη για τη βρετανική ηγεσία, πολιτική και στρατιωτική. Δεν μπορούμε βέβαια να γνωρίζουμε τι θα είχε αποφασίσει αυτή, αν γνώριζε εκ των προτέρων αυτή την εξέλιξη. Άπαξ και ξέσπασε η σύγκρουση, και παιζόταν το γόητρο της αυτοκρατορίας ως μεταπολεμικού χωροφύλακα της υδρογείου, αναμενόμενο ήταν να καταβάλει κάθε προσπάθεια για την ολοσχερή καταστολή της εξέγερσης.

Ο Γεώργιος Παπανδρέου

Παρόμοιους υπολογισμούς (και λάθη) διέπραξε κι ο Παπανδρέου, που πάνω απ’ όλα στόχευε στην αποκατάσταση του κρατικού μονοπωλίου της ένοπλης βίας, με αφοπλισμό του ΕΛΑΣ και της Εθνικής Πολιτοφυλακής. Το προτιμούσε χωρίς εμφύλιο πόλεμο, καθώς αντιλαμβανόταν ότι μια αιματηρή εξέλιξη θα πόλωνε την κατάσταση σε βάρος του «κέντρου» που ο ίδιος εκπροσωπούσε (όπως κι έγινε, τελικά). Την κρίσιμη στιγμή της 3ης Δεκεμβρίου επέλεξε, όμως, την προσφυγή στα όπλα, δίνοντας εντολή στον Έβερτ να πνίξει στο αίμα το συλλαλητήριο που σύμπασα η αστική τάξη αντιλαμβανόταν ως εναρκτήρια πράξη του ελληνικού «Οκτώβρη». Σε αντίθεση με τη βρετανική αυτοκρατορία, που είχε άφθονες εφεδρείες και περιθώρια ελιγμών, ο ίδιος κάηκε σχεδόν αμέσως. Υπέβαλε έτσι την παραίτησή του και παρέμεινε στο ξενοδοχείο του ως προσωρινός «πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας» (κατά το εύστοχο λογοπαίγνιο της γνωστής εαμικής αφίσας των ημερών), ώσπου να βρεθεί ο κατάλληλος αντικαταστάτης.

Η Δεξιά και ο «ένοπλος βραχίονας» του ελληνικού αστισμού

Τρίτος παράγοντας του αντιεαμικού στρατοπέδου ήταν η ευρύτερη δεξιά και ακροδεξιά, που από την αρχή έκανε ό,τι μπορούσε για να οδηγήσει τα πράγματα σε μετωπική σύγκρουση. Για τους πρώην δωσιλόγους αυτή η επιλογή ήταν αυτονόητη, ως η μόνη εναλλακτική απέναντι στην προδιαγραφόμενη κάθαρση και ως η μόνη δυνατότητα να ανακληθούν στην υπηρεσία μιας πανστρατιάς του αστικού στρατοπέδου ενάντια στον κοινό εσωτερικό εχθρό (όπως κι έγινε). Πολύ πιο ενδιαφέρων είναι ωστόσο ο σχεδιασμός ενός κύκλου που συγκροτήθηκε επί Κατοχής – το 1943– ως το πραγματικό επιτελείο της ντόπιας αστικής τάξης· αναφέρομαι στην περίφημη «Οικονομική Επιτροπή», όπου εκπροσωπούνταν όλοι οι κλάδοι του ελληνικού καπιταλισμού (εφοπλιστές, βιομήχανοι, καπνοβιομήχανοι κ.ο.κ.), με ταμία τον Αντώνη Μπενάκη, διαχειριστές τους Σπύρο Μαρκεζίνη και Χρήστο Ζαλοκώστα και αποστολή τη χρηματοδότηση αντιεαμικών κινήσεων που κάλυπταν όλη τη γκρίζα ζώνη μεταξύ εθνικόφρονος-φιλοβρετανικής αντίστασης και δωσιλογισμού. Από την τακτική αλληλογραφία των Μαρκεζίνη και Ζαλοκώστα με τον εξόριστο βασιλιά Γεώργιο, αλληλογραφία που έχει διασωθεί στο αρχείο των ανακτόρων, γνωρίζουμε πως ο σχεδιασμός αυτού του επιτελείου το φθινόπωρο του 1944 προσέβλεπε σε μια ένοπλη αναμέτρηση με το ΕΑΜ, ως μέσο ανάκτησης της εξουσίας, και επανόδου σε κάποια εκσυγχρονισμένη εκδοχή 4ης Αυγούστου. Ενδιαφέρον είναι επίσης ότι αδιαπραγμάτευτο στόχο τους αποτελούσε κυρίως η διάλυση του εαμικού μπλοκ και των μαζικών οργανώσεων που προσέδιδαν στην Αριστερά μιαν αυξημένη κοινωνική εμβέλεια κι αποτελεσματικότητα (πάνω απ’ όλα, της ΕΠΟΝ)· ως μάξιμουμ υποχώρηση, αυτό το επιτελείο ήταν αντίθετα διατεθειμένο ν’ αποδεχτεί ένα νόμιμο ΚΚΕ, αυτοπεριορισμένο στο ρόλο του πολιτικού εκπροσώπου μιας αριθμητικά περιορισμένης και κοινωνικά περιχαρακωμένης «καθαρής» εργατικής τάξης. Η συμβολή αυτού του μηχανισμού στις εξελίξεις δεν πρέπει να υποτιμάται, καθώς αποτελούσε ουσιαστικά το ένοπλο χέρι του αστισμού, ελέγχοντας άμεσα ή έμμεσα όλο εκείνο το ένοπλο υποκείμενο («εθνικές» οργανώσεις, σώματα ασφαλείας, 3η Ταξιαρχία), που στήριξε στην συνέχεια την καταστολή της δεκεμβριανής εξέγερσης.

Όπως οι Βρετανοί κι ο Παπανδρέου κι αυτό το επιτελείο έπεσε ωστόσο έξω στις αρχικές εκτιμήσεις του για την ένταση της επερχόμενης σύγκρουσης: την παραμονή του συλλαλητηρίου της 3ης Δεκέμβρη, ο Ζαλοκώστας έγραφε στο Γεώργιο πως αναμένει μια εβδομάδα «εργατικών ταραχών», με υλικές κυρίως ελλείψεις και περιορισμένη αιματοχυσία. Αντί γι’ αυτό, η αστική τάξη της Αθήνας βρέθηκε μπροστά σε μια πολυήμερη ένοπλη εξέγερση και πλήρωσε έναν καθόλου ευκαταφρόνητο φόρο αίματος, για πρώτη και τελευταία φορά στην ιστορία της.

ΕΑΜ και ΚΚΕ

Στην αντίπερα όχθη, η ηγεσία του ΚΚΕ δίσταζε πάλι ν’ αποποιηθεί τη de facto δυαδική εξουσία της απελευθέρωσης και να παραδώσει τα όπλα δίχως επαρκείς εγγυήσεις για την επόμενη μέρα, έχοντας πίσω της την πικρή εμπειρία του 1936 ─ όταν, από ρυθμιστής των συσχετισμών στο αστικό κοινοβούλιο, βρέθηκε εν μία νυκτί στη βαθιά παρανομία και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης της μεταξικής δικτατορίας.

Τον Δεκέμβρη του ‘44 δεν επιχείρησε βέβαια να πάρει την εξουσία, πράγμα που θα είχε πιθανότατα καταφέρει μ’ ένα αποφασιστικό στρατιωτικό χτύπημα τις πρώτες μέρες (και, οπωσδήποτε, μπορούσε να το είχε κάνει στις αρχές του φθινοπώρου, δίχως να συναντήσει σοβαρή αντίσταση από πουθενά). Δεν το ήθελε για πολύ συγκεκριμένους λόγους: επειδή φοβόταν ότι, με μια εχθρική Βρετανία, ήταν πρακτικά αδύνατο να διασφαλίσει τη διατροφή του πληθυσμού και, όπως ακριβώς και η βασιλική κυβέρνηση του 1916-17, θα αναγκαζόταν τελικά να υποκύψει στην πίεση ενός φονικού αποκλεισμού (σε συνδυασμό με την αφειδή τροφοδοσία όσων περιοχών καταλάμβαναν οι Βρετανοί).

Αυτό που η ηγεσία του ΚΚΕ επιχείρησε να κάνει, ήταν να επιβάλει δυναμικά έναν καλύτερο συσχετισμό για διαπραγμάτευση με την Αγγλία, τσακίζοντας το ένα μετά το άλλο τα εγχώρια στηρίγματα της αντεπανάστασης ─ και μάλιστα διαδοχικά, ξεκινώντας από τους πολιτικά πιο ευάλωτους (τη σχεδόν ανοιχτά δωσιλογική «Χ», στις 3-4/12), προχωρώντας στον αφοπλισμό των σωμάτων ασφαλείας (4-6/12) και καταλήγοντας στην επίθεση κατά της Ορεινής Ταξιαρχίας των βασιλοφρόνων πραιτοριανών της εξόριστης κυβέρνησης. Γι’ αυτό και, κατά την πρώτη τουλάχιστον φάση της εξέγερσης, ο ΕΛΑΣ έκανε ό,τι μπορούσε για ν’ αποφύγει τις συγκρούσεις, ακόμη και τις απλές τριβές με τους Εγγλέζους. Το εγχείρημα απέτυχε, κυρίως επειδή η Τσόρτσιλ δεν είχε καμιά απολύτως πρόθεση να διαπραγματευθεί κι επέβαλε μια μετωπική αναμέτρηση. Από ένα δε σημείο και μετά, αυτή η τελευταία απέκτησε τη δική της δυναμική, κι από μεγάλο μέρος της βάσης του εαμικού κινήματος πήρε το χαρακτήρα πραγματικής επανάστασης.

Ειρήσθω εν παρόδω ότι, για τη στρατηγική της τότε κομμουνιστικής ηγεσίας υπάρχει μια εξαιρετικά διαφωτιστική πηγή, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας παραμένει μέχρι σήμερα καταχωνιασμένο στο αρχείο του ΚΚΕ, στον Περισσό, και καλό θα ήταν κάποια στιγμή να δημοσιευθεί. Αναφέρομαι στα πλήρη πρακτικά της 11ης Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ, τον Απρίλιο του 1945, αμέσως μετά τη Βάρκιζα και την επανεγκατάσταση της κομματικής ηγεσίας στην Αθήνα. Ουσιαστικά, ήταν η πρώτη φορά από το 1936 που ένα τέτοιο σώμα συνήλθε υπό «κανονικές» συνθήκες και συζήτησε όσα κοσμοϊστορικά είχαν συμβεί -με πρωταγωνιστικό το δικό του ρόλο- το μεσοδιάστημα. Από αποσπάσματα των εργασιών της, αντίγραφα των οποίων φυλάσσονται στα ΑΣΚΙ, γνωρίζουμε πως η συζήτηση αυτή όχι μόνο υπήρξε εξαιρετικά πλούσια αλλά καταγράφηκε επίσης με κάθε λεπτομέρεια (διακοπές, στιχομυθίες, ερωταπαντήσιες), αποτυπώνοντας όλες τις αποχρώσεις και διαφωνίες που υπήρχαν στο εσωτερικό του κινήματος. Είναι, νομίζω, καιρός αυτό το ντοκουμέντο –το σημαντικότερο, ίσως, όλης της δεκαετίας του ’40– να δει στην ολότητά του το φως της δημοσιότητας.

2. Η εξέγερση κρατά 33 μέρες. Ποιες κοινωνικές δυνάμεις στηρίζουν τις δύο πλευρές – και με ποιους στόχους; Πόσο συμπαγή είναι τα δύο στρατόπεδα;

Στην εαμική πλευρά, σε μια πρώτη φάση μετέχει ενεργά το μεγαλύτερο μέρος του εαμικού κόσμου ─ οι διαδηλώσεις στους δρόμους, που πνίγονται στο αίμα, κρατούν ένα ολόκληρο τριήμερο (όχι διήμερο, όπως συνήθως πιστεύεται). Από ένα σημείο και μετά, όπως είναι φυσικό, στις μάχες παίρνει μέρος κυρίως η οργανωμένη πρωτοπορία του κινήματος ─ ιδίως η νεολαία και τα λαϊκότερα στρώματα, που είχαν υποστεί και τις συνέπειες των αντιλαϊκών οικονομικών μέτρων της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας. Η παρουσία αυτών των υποκειμένων είναι που προσδίδει στο Δεκέμβρη τον επαναστατικό χαρακτήρα του: η επανάσταση έγινε όχι γιατί τη θέλησε το Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΕ, αλλά γιατί την επέβαλε εκ των πραγμάτων η οξύτατη πόλωση των προηγούμενων χρόνων, την οποία κάθε άλλο παρά είχε μετριάσει η κοινωνική πολιτική της κυβέρνησης εθνικής ενότητας.

Απεναντίας, τα μεσοστρώματα τα ενταγμένα στο ΕΑΜ, από ένα σημείο και μετά δείχνουν μάλλον απρόθυμα να συμβάλουν στην παράταση της σύγκρουσης, ενίοτε ακόμη και να τη νομιμοποιήσουν. Η πίεση αυτού του κόσμου διαμεσολαβείται στην κομμουνιστική ηγεσία μέσω των συμμάχων της στο ΕΑΜ, όπως η ΕΛΔ, το παράρτημα της οποίας στη Θεσσαλονίκη προσχωρεί μάλιστα μέσα στο Δεκέμβρη στο στρατόπεδο του Παπανδρέου. Μια μερίδα αυτών των μεσοστρωμάτων, απροσδιόριστου μεγέθους, είχε άλλωστε ήδη κρυώσει απέναντι στο ΕΑΜ (ή και απομακρυνθεί απ’ αυτό), εξαιτίας των οικονομικών μέτρων της απελευθέρωσης ─ κυρίως μετά το «νόμο του Σβώλου» (στην πραγματικότητα των Λίπερ, Σκόμπι και Ζολώτα), με τον οποίο επιβεβαιώθηκε ο εξανεμισμός των προπολεμικών τραπεζικών καταθέσεων, μοναδικού ουσιαστικά κεφαλαίου και στηρίγματος δεκάδων χιλιάδων μικροαστών.

Δεν πρέπει να υποτιμάμε δυο ακόμη συμπληρωματικούς αλλά κρίσιμους παράγοντες. Αφενός, τη διάχυτη πεποίθηση, επικυρωμένη από τις ίδιες τις διακηρύξεις της εαμικής και κομμουνιστικής προπαγάνδας το προηγούμενο διάστημα, πως ο πόλεμος είχε τελειώσει από τον Οκτώβριο ─ και τη συνακόλουθη εύλογη απουσία ενθουσιασμού για μια καινούρια πολεμική αναμέτρηση, δίχως συμμάχους και ορατή διέξοδο, με οφθαλμοφανώς εμφύλιο χαρακτήρα μεταξύ (και) ανθρώπων που μέχρι πρότινος ένιωθαν συμπολεμιστές. Την ύπαρξη, αφετέρου, στις γραμμές του ΕΑΜ ενός μεγάλου αριθμού στρατολογιών της τελευταίας ώρας (ιδίως σε μεγάλο μέρος της επαρχίας όπου, σε αντίθεση με τα τρομερά αθηναϊκά μπλόκα του καλοκαιριού του 1944, η ύπαρξη ή η εγγύτητα της «Ελεύθερης Ελλάδας» καθιστούσε την ένταξη στο ΕΑΜ πολύ πιο ασφαλή επιλογή). Ανθρώπων, δηλαδή, που στρατεύθηκαν στο παραπέντε και κάθε άλλο παρά ήταν διατεθειμένοι να εμπλακούν σε παρατεταμένους αγώνες. Ιδίως στη Στερεά Ελλάδα, η εικόνα που βγαίνει από τις καταθέσεις των πρώην ομήρων του ΕΛΑΣ προς τον Ερυθρό Σταυρό (ουσιαστικά, τις βρετανικές και κυβερνητικές υπηρεσίας ασφαλείας), στο μεσοδιάστημα μεταξύ ανακωχής και Βάρκιζας, είναι αυτή ενός εαμικού κράτους σε αποσύνθεση, μόλις η ήττα του ΕΛΑΣ στη μάχη της Αθήνας έγινε πλήρως αντιληπτή.

Η αποσύνθεση του εαμικού μπλοκ συμβάδισε με την ανασυγκρότηση των κοινωνικών συμμαχιών της αντίπαλης πλευράς, που ξεκινώντας με το ένα τρίτο περίπου των κατοίκων του σημερινού «δακτυλίου» (αν δεχτούμε τους υπολογισμούς ενός οξυδερκούς παρατηρητή, όπως ο Γιώργος Θεοτοκάς) κι αμελητέα επιρροή στους προσφυγικούς συνοικισμούς, υποδέχτηκε στις 14/2/1945 τον Τσόρτσιλ με μια πραγματική λαοθάλασσα στο Σύνταγμα. Δυο παράγοντες λειτούργησαν εδώ αποφασιστικά.

Η επισιτιστική βοήθεια

Ο πρώτος, και σημαντικότερος, ήταν τα υλικά συμφραζόμενα της βρετανικής επέμβασης, ως φορέα επισιτιστικής βοήθειας που εγγυόταν τη φυσική επιβίωση του πληθυσμού. Μην ξεχνάμε πως η απονομιμοποίηση της γερμανικής Κατοχής το 1941 δεν προήλθε τόσο από τη στρατιωτική σύγκρουση που προηγήθηκε (υπήρχαν τεράστια αποθέματα γερμανοφιλίας σε μεγάλη μερίδα του τότε ελληνικού λαού, απόρροια –κι αυτά– του προηγούμενου παγκοσμίου πολέμου και των εκπαιδευτικών δεσμών ενός ολόκληρου αιώνα), αλλά από το απροσχημάτιστο πλιάτσικο ιδιωτικών περιουσιών που διέπραξε η Βέρμαχτ και, κυρίως, τον πολύνεκρο λιμό που ακολούθησε. Μην ξεχνάμε, επίσης, πως ο Δεκέμβρης δεν ήταν μόνο μάχες, αεροπορικοί βομβαρδισμοί κι εκτελέσεις· για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της πρωτεύουσας, ως ακόμη σοβαρότερο –βραχυπρόθεσμα– πρόβλημα βιώθηκε η πλήρης κατάρρευση των δικτύων τροφοδοσίας, η έλλειψη βασικών ειδών και θέρμανσης, με το φάσμα ενός θανατηφόρου λιμού ξανά στον ορίζοντα. Σ’ αυτές τις συνθήκες, τα βρετανικά συσσίτια και πακέτα βοήθειας λειτούργησαν ως κομβικός μηχανισμός διασφάλισης της κοινωνικής ειρήνης εντός των τειχών, αδρανοποίησης μεγάλων μαζών στην αντίπερα όχθη (που προσδοκούσαν πλέον όχι τη «νίκη» αλλά την «ειρήνη» και την επέκταση αυτών των παροχών), αλλά και αναδιάταξης των σχέσεων εξουσίας στο εσωτερικό του στρατοπέδου των νικητών, όπως ακριβώς συνέβη αργότερα με την UNRRA. Από το αδημοσίευτο ημερολόγιο ενός νεαρού εθνικόφρονα Κολωνακιώτη, που έβγαλε το Δεκέμβρη προσευχόμενος να σκοτωθούν τα πεθερικά του (που είχαν διαψεύσει τις οικονομικές προσδοκίες που επένδυσε στο γάμο του) και φιλοξενώντας τη γυναίκα ενός επώνυμου νεαρού στελέχους της εθνικοφροσύνης με την ελπίδα κάποιου ανταποδοτικού ωφελήματος, πληροφορούμαστε λ.χ. πως οι ποικιλώνυμες «εθνικές» οργανώσεις διεξήγαγαν μέσα στο Δεκέμβρη το δικό τους αναίμακτο «εμφύλιο», χρησιμοποιώντας τα πακέτα της βρετανικής επισιτιστικής βοήθειας ως δέλεαρ για την απόσπαση οπαδών από τις ομόλογες πλην αντίζηλές τους.

Ξεκαθαρίσματα λογαριασμών

Ο δεύτερος παράγοντας ήταν ο αρνητικός αντίκτυπος του ξεκαθαρίσματος λογαριασμών στο οποίο επιδόθηκε ο σκληρός πυρήνας της εαμικής πλευράς, από τη στιγμή που η ήττα της εξέγερσης έγινε πια αντιληπτή. Η ομηρία, π.χ., μέτρο που αποφασίστηκε γύρω στις 14 Δεκέμβρη ως αντίβαρο στις χιλιάδες συλλήψεις που πραγματοποιούσαν οι Βρετανοί, λειτούργησε ως μπούμερανγκ για δυο λόγους. Πρώτον, η επιλογή των ομήρων έγινε σε μεγάλο βαθμό με κοινωνικά κριτήρια, κι όχι (όπως οι περισσότερες εκτελέσεις της ΟΠΛΑ) σαν τιμωρία της κατοχικής πολιτείας των θυμάτων ─με αποτέλεσμα τη διάρρηξη ή περαιτέρω δοκιμασία της σχέσης του ΕΑΜ με τα μεσαία στρώματα. Δεύτερον, σε αντίθεση με τους Βρετανούς που είχαν την τεχνική δυνατότητα να εξασφαλίσουν στους κρατουμένους τους στοιχειώδη διατροφή, οι συνθήκες διαβίωσης των ομήρων, που υποχρεώθηκαν να καλύψουν με τα πόδια εκατοντάδες χιλιόμετρα μέσα σ’ ένα βαρύ χειμώνα, υπήρξαν αντικειμενικά πολύ κακές. Η εμφύλια, τέλος, διάσταση της σύγκρουσης, διάσταση που επιβεβαιώνεται από την πυκνότητα των εθελοντικών καταδόσεων σε βάρος του ΕΛΑΣ (σε αντίθεση με την κάλυψη που απολάμβανε στην Κατοχή από τη μεγάλη πλειοψηφία ου πληθυσμού) καθιστούσε, τέλος, τη βία των επαναστατών, προληπτική και κατασταλτική, πολύ λιγότερο δημοφιλή απ’ ότι τα ανταποδοτικά χτυπήματα της ΟΠΛΑ σε βάρος των κατοχικών αξιωματούχων, ταγματασφαλιτών και χαφιέδων.

Γηγενείς και πρόσφυγες

Μια ακόμη διαιρετική τομή που πρέπει να έχουμε υπόψη μας αφορά το δίπολο γηγενείς/πρόσφυγες, μια αντίθεση που σήμερα μπορεί να ακούγεται γραφική αλλά τότε αποτελούσε ζωντανή πραγματικότητα: η παρουσία των προσφύγων στην Αθήνα μετρούσε το 1944 μόλις δυο δεκαετίες, πολύ λιγότερο δηλαδή απ’ ό,τι απέχουμε σήμερα από τη μαζική έλευση των αλβανών και λοιπών ανατολικοευρωπαίων μεταναστών της δεκαετίας του 1990· σχεδόν όσο οι πρώτοι πρόσφυγες και μετανάστες από το Αφγανιστάν ή το Πακιστάν. Για πολλούς εθνικόφρονες μικροαστούς, ποτισμένους ήδη προπολεμικά με το όραμα της ξενηλασίας (ή τουλάχιστον της καθυπόταξης) των «τουρκόσπορων», η ένταξη σε αντιεαμικές οργανώσεις της Κατοχής ισοδυναμούσε με κοινωνική «άμυνα» απέναντι στην απειλή της χειραφέτησης των προσφύγων μέσω του ΕΑΜ ─ εξού και, από ένα σημείο και μετά, το θερμότερο «σύνορο» Αντίστασης-δωσιλογισμού εντοπιζόταν γεωγραφικά στη μεθόριο Παγκρατίου-Καισαριανής. Αυτή η πραγματικότητα υπαγόρευσε και την επιλογή από τους Βρετανούς του στρατηγού Πλαστήρα, ως διαδόχου του Παπανδρέου, προτού ακόμη λήξει ο Δεκέμβρης: ήταν ίσως η μόνη επιλογή που, παρέχοντας στους πρόσφυγες μια συλλογική ψευδαίσθηση ασφάλειας, μπορούσε να αδρανοποιήσει πολιτικά μια μερίδα οπαδών του ΕΑΜ.

3. Σε όλο το βιβλίο αντιμετωπίζεις την «κόκκινη βία» με δύο τρόπους: ως αυτό που πράγματι ήταν, και ως αυτό που παρουσίαζε παραμορφωτικά η αντι-εαμική προπαγάνδα. Ο ρόλος αυτής της προπαγάνδας φαίνεται εξαιρετικά κρίσιμος: τόσο για να δικαιολογηθεί, στην Ελλάδα και διεθνώς, η κλιμάκωση της αντι-εαμικής βίας – όσο και για να σταθεροποιηθεί μετεμφυλιακά το καθεστώς στη βάση του αντικομμουνισμού. Ποιοι συγκροτούν αυτόν τον προπαγανδιστικό μηχανισμό; Υπάρχει συντονισμός μεταξύ τους; Τι έχει να αντιπαρατάξει στο επίπεδο αυτό η Αριστερά;

Θα πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα στην προπαγάνδα που εκλύθηκε στη διάρκεια του Δεκέμβρη και σε όσα ακολούθησαν. Προσωπική μου αίσθηση είναι ότι στην πρώτη φάση η αντιεαμική προπαγάνδα πάσχει, περισσότερο πείθει ή αδρανοποιεί η απειλή μαζικών αεροπορικών βομβαρδισμών που στις 20 Δεκεμβρίου οδηγεί χιλιάδες άμαχους Αθηναίους να καταφύγουν πανικόβλητοι στην πολιορκημένη (αλλά σταδιακά επεκτεινόμενη) «Σκομπία». Το μεγάλο αναποδογύρισμα έρχεται μετά την αποχώρηση του ΕΛΑΣ και τη συνακόλουθη εκεχειρία, όταν αρχίζουν οι εκταφές εκτελεσμένων και δήθεν εκτελεσμένων, η δημόσια έκθεση των πτωμάτων, ο καταιγισμός της πτωματολογίας με την πλάτη του εθνοφύλακα, του αστυνομικού και του εισαγγελέα, ενώ το ανθρωποκυνηγητό σε βάρος των αριστερών εγγυάται την απουσία οποιουδήποτε αντιλόγου και οι απαιτήσεις της επιβίωσης επιβάλλουν τη συμμόρφωση μιας μεγάλης μάζας πολιτών με την κυρίαρχη εκδοχή.

Παρά τις υπερβολές και τις παραποιήσεις, όλη αυτή η προπαγάνδα πατούσε, άλλωστε, σ’ έναν πραγματικό πυρήνα, βιωμένο λίγο-πολύ από τους πάντες: στη διάρκεια του Δεκέμβρη έγιναν κάμποσες χιλιάδες συλλήψεις κι εκατοντάδες εκτελέσεις από την Εθνική Πολιτοφυλακή του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, ενέργειες που η ποινική καταστολή των επόμενων χρόνων δεν επέτρεψε ούτε να τοποθετηθούν στο πραγματικό τους πλαίσιο ούτε να ερμηνευθούν, πόσο μάλλον να δικαιολογηθούν. Η αμηχανία της εαμικής Αριστεράς απέναντι στο ζήτημα, κατά το αμέσως επόμενο διάστημα, απέρρεε καταρχάς απ’ αυτή την έννομη πραγματικότητα: η προστασία και διάσωση των ανθρώπων της, στελεχών και απλών αγωνιστών, επέβαλλε είτε την άρνηση είτε κάποιες χονδροειδείς (αλλά νομικά λειτουργικές) δικαιολογίες. Τις οποίες, βέβαια, είναι καθαρή βλακεία ν’ αποδεχόμαστε κι αναπαράγουμε σήμερα αυτολεξεί.

4. Μετά την ήττα της εαμικής πλευράς, ακολουθεί η δικαστική «εκκαθάριση». Πώς καταλήγουν οι δίκες; Ποιοι στελεχώνουν τους διωκτικούς μηχανισμούς;

Επιβεβαιώνεται για μιαν ακόμη φορά η συνέχεια του κράτους ─ του μεταξικού και κατοχικού κράτους, με όσες ρωγμές προκάλεσε σ’ αυτό η εμπειρία της ναζιστικής κατοχής και της αντίστασης. Η συνέχεια αυτή ξεκινά από το πρώτο επίπεδο, των μηχανισμών που πραγματοποιούν τις συλλήψεις και στελεχώνονται σε μεγάλο βαθμό από χωροφύλακες, ασφαλίτες και ταγματασφαλίτες της Κατοχής· οι τελευταίοι έχουν πάρει πόστα στην Εθνοφυλακή που συγκροτήθηκε μέσα στα Δεκεμβριανά και συνεχίζουν την καριέρα τους στον Εθνικό Στρατό που τη διαδέχθηκε. Η ίδια συνέχεια επιβεβαιώνεται και στο δεύτερο επίπεδο, αυτό της δικαστικής εξουσίας, με την αδιατάρακτη φυσική συνέχεια ανάμεσα στο δικαστικό σώμα της 4ης Αυγούστου, της Κατοχής και της μετακατοχικής περιόδου, αλλά και στο πρόσωπο των ενόρκων ─ των ευυπόληπτων αστών που κληρώνονται ως «λαϊκοί δικαστές» και κατά κανόνα επιδεικνύουν ένστικτα καθαρά ταξικής εκδικητικότητας.

Η έκβαση κάθε δίκης αποτελεί βέβαια ιδιαίτερη υπόθεση. Κάποιες ανεπάντεχες ετυμηγορίες (όχι τόσο αθωώσεις όσο «ελαφρές» καταδίκες -του τύπου δεκάχρονη κάθειρξη για ανθρωποκτονία- που σώζουν ζωές σε μια συγκυρία που σε τουφεκίζουν για ψύλλου πήδημα) θέτουν οπωσδήποτε ερωτήματα. Ενδεχομένως οι «τυχεροί» έπεσαν σε κρυπτοδημοκράτες ενόρκους· γνωρίζουμε, όμως, ότι περιουσίες ολόκληρες άλλαξαν χέρια στα χρόνια του Εμφυλίου προκειμένου να διασφαλιστεί ακόμη και μια θανατική καταδίκη με οριακή ψήφο 3-2, που (σε αντίθεση με τις ομόφωνες ή τις 4-1) δεν εκτελούνταν αμέσως. Αξίζει, πάντως, να επισημανθεί εδώ ότι καμιά απολύτως θανατική καταδίκη για φονικά της Κατοχής και του Δεκέμβρη, οσοδήποτε «ειδεχθή» ή πολιτικά απομονωμένα (όπως η σφαγή αστυνομικών και χωροφυλάκων στην Ούλεν) δεν εκτελέστηκε προτού ξεσπάσει για τα καλά ο Εμφύλιος. Οι πρώτες εκτελέσεις για τέτοιου είδους υποθέσεις έγιναν μόλις τον Ιούλιο του 1947, έναν ολόκληρο χρόνο δηλαδή μετά το «αντι-αυτονομιστικό» Γ΄ Ψήφισμα. Η επιλογή του δεύτερου αντάρτικου πληρώθηκε κι από μερικές χιλιάδες ανθρώπους που παρακολούθησαν τη δρομολόγησή του όντας από καιρό φυλακισμένοι.

Σε γενικές γραμμές, ο παράγοντας που επικαθόρισε την όλη διαδικασία ήταν πάντως ο συλλογικός τρόμος των αστών που το Δεκέμβρη είδαν το χάρο με τα μάτια τους, τόσο ως κοινωνική τάξη όσο και ως φυσικά πρόσωπα. Για το πρώτο σκέλος, αυτό ισχύει βέβαια ήδη από τα χρόνια της Κατοχής ─ και συγκεκριμένα από την άνοιξη του 1943, όταν είδαν το κέντρο της Αθήνας να πλημμυρίζει από μια αντικατοχική εξέγερση που καθοδηγούσαν άλλοι και το περιεχόμενό της, η άρνηση της εργατικής επιστράτευσης, εμπεριείχε επικίνδυνες κοινωνικές συνδηλώσεις. Η εμπειρία αυτή οξύνθηκε το φθινόπωρο του 1943, με τις επιτάξεις και τη διανομή τροφίμων από τις εαμικές επιτροπές των συνοικιών, και κορυφώθηκε με την εντυπωσιακή κάθοδο του οργανωμένου εαμικού κόσμου των προσφυγικών συνοικιών στο «άβατο» του αθηναϊκού κέντρου την τρίτη μέρα της απελευθέρωσης (14/10/1944). Το αποτέλεσμα ήταν, ήδη κατά το ξέσπασμα των Δεκεμβριανών και πολύ πριν από τις όποιες εκτελέσεις ή ομηρίες, στη «μεγάλη αντικομμουνιστική μάζα» του αθηναϊκού κέντρου να επικρατεί -όπως εύγλωττα διέγνωσε ο Θεοτοκάς- «η ψυχολογία της καθολικής πλειοψηφίας της Γαλλίας στη Νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου».

5. Μέχρι την «Έκθεση Σίτριν» των βρετανικών συνδικάτων, στη βρετανική Βουλή ο Τσώρτσιλ καθυβρίζεται ως Χίτλερ. Ποιος είναι ο διεθνής αντίκτυπος της εξέγερσης; Έχουμε τελικά μια επανάσταση καταδικασμένη να χάσει ελλείψει διεθνών συμμαχιών;

Καθοριστική υπήρξε εδώ η στάση της Σοβιετικής Ένωσης, με την ανοχή που επέδειξε –και υπαγόρευσε– απέναντι στη στρατιωτική καταστολή του ΕΑΜ. Ακόμη και η κατηγορία περί «τροτσκισμού», που απηύθυνε ο Τσόρτσιλ κατά του ΕΑΜ την επαύριο της ανακωχής, έπαιξε κι αυτή βαρύνοντα ρόλο ─ παραλύοντας κυριολεκτικά, όπως διαπιστώνουμε από τα διαθέσιμα κομματικά τεκμήρια, την ηγεσία του ΚΚΕ. Ας μην ξεχνάμε ότι, για τους τότε κομμουνιστές, τροτσκιστής σήμαινε επισήμως «γκεσταπίτης με μαρξιστικό προσωπείο».

6. Γνωρίζοντας, ως ιστορικός, τις τάσεις στην Ευρώπη –τις «σχολές» Φυρέ, Νόλτε και Ντε Φελίτσε–, είσαι από αυτούς που διέγνωσαν έγκαιρα τη σημασία της συντηρητικής αναθεώρησης της ιστορίας, και την κρισιμότητα που έχει εδώ η ελληνική δεκαετία του ’40. Κρίνοντας και από τις εμπορικές επιτυχίες του ελληνικού ιστορικού αναθεωρητισμού (στην ιστοριογραφία, τη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο), φαίνεται ότι η Δεξιά διεκδικεί επιθετικά την ιστορία «της» — λιγότερο με ακαδημαϊκή πρόθεση, και περισσότερο με πολιτική στόχευση. Η Αριστερά;

Η Δεξιά έχει σήμερα σαφώς ταξικότερη προσέγγιση σ’ αυτά τα ζητήματα από την Αριστερά, που φαίνεται να τρέμει μήπως χάσει έναν «εθνικό» ρόλο που επί της ουσίας έχει πάψει προ πολλού να της αναγνωρίζεται. Όσον αφορά τώρα την αντίδραση της Αριστεράς σ’ αυτή την εξέλιξη, μπορούμε χοντρικά να διακρίνουμε τρεις διαφορετικές στάσεις:

(α) Μια αμυντική τάση ανακλαστικού απολογητισμού, αποσιώπησης και περιχαράκωσης στα ιστοριογραφικά «κεκτημένα» των δεκαετιών του 1980 και 1990, ακόμη και επανόδου σε μια γελοιογραφική αναπαραγωγή των ορθόδοξων αναλυτικών σχημάτων που προηγήθηκαν. Μολονότι υπαγορεύεται από μια κατανοητή αίσθηση απειλής (κάτι σαν το «σύντροφοι, αλυσίδες!», όταν πλησιάζουν τα ΜΑΤ), στην πραγματικότητα πρόκειται για επιλογή ακριβώς εκείνου του χαρακώματος στο οποίο μας θέλει ο αντίπαλος. Ούτε οι επιλεκτικές αφηγήσεις του ’50 και του ’60, προϊόν της αδήρητης ανάγκης να διεκδικηθεί το στοιχειώδες (η αναγνώριση της αντιστασιακής υπόστασης του εαμικού κινήματος, που η Δεξιά αρνούνταν), ούτε η ηρωοκεντρική εξιδανίκευση του ’70, ούτε η εθνική ενότητα του 1982-2004 μπορεί να σταθεί σε μια εντελώς διαφορετική συγκυρία όξυνσης των κοινωνικών αντιθέσεων και συγκρούσεων. Από επιστημονική δε άποψη, μια τέτοια οπισθοδρόμηση ισοδυναμεί με θλιβερή αποποίηση όλων εκείνων των γόνιμων και καινοτόμων επεξεργασιών που καθιστούσαν την αριστερή ιστοριογραφία για τη δεκαετία του 1940 ποιοτικά διαφορετική από (για να μην πω ασύγκριτη με) τη δεξιά ομόλογή της.

(β) Μια προσπάθεια πάση θυσία διατήρησης της «εθνικής συμφιλίωσης», με ανομολόγητη προσχώρηση στο μπλοκ του αντιπάλου και στόχο τη διατήρηση «καναλιών επικοινωνίας» μαζί του (στην καλύτερη περίπτωση επιστημονικού διαλόγου, στη χειρότερη διασφάλισης του απυρόβλητου ενός αριθμού από επιστημονικές καριέρες). Εδώ δε μιλάμε καν για στρατηγική (συλλογικής) ήττας, αλλά για επιλογή (ατομικής ή συλλογικής) υποταγής και, προοπτικά, μετάλλαξης.

(γ) Μια τρίτη στάση, η μόνη που μπορεί να μας πάει μπροστά, είναι το δημιουργικό ξαναδιάβασμα των πηγών στο φως της δικής μας εμπειρίας. Η επίγνωση του τι ακριβώς σημαίνει (κι αντιμετωπίζει) μια «κυβέρνηση της Αριστεράς», των εύθραυστων σχέσεων εκπροσώπησής της με τις μάζες που την έφεραν στην εξουσία ως έκφραση ενός πολυσυλλεκτικού μετώπου (που από ένα σημείο και μετά είναι αδύνατο να κρύψει τις εγγενείς αντιφάσεις του) είναι λ.χ. κάτι που η προηγούμενη γενιά μάλλον θα δυσκολευόταν να νιώσει ─ κι από αυτή την άποψη το βιβλιαράκι του Δημήτρη Μαριόλη για την «αδύνατη ανακωχή» των ημερών της Απελευθέρωσης, η πιο ενδιαφέρουσα ίσως πρωτότυπη δουλειά των τελευταίων χρόνων, δε θα μπορούσε να βγει παρά το 2015, όπως κι έγινε. Το άνοιγμα ενός μεγάλου αριθμού αρχείων επιτρέπει, επίσης, την επανεξέταση και διαλεύκανση πολλών πτυχών της δεκαετίας του 1940, για τις οποίες παλιότερα μόνο εικασίες μπορούσαν να γίνουν. Ιδίως όσον αφορά το εγχώριο αντικομμουνιστικό στρατόπεδο, οι ιστορικοί κι απομνημονευματογράφοι του οποίου –σε αντίθεση με τους ηττημένους και πολυδιασπασμένους αριστερούς– ουδέποτε διακρίθηκαν για τις αυτοκριτικές διαθέσεις τους.