Το κείμενο του Didier Eribon (Retour à Reims, σε μετάφραση Γιάννη Στεφάνου, Αθήνa, εκδόσεις Νήσος 2020 [2009]) δεν αποτελεί μια τυπική αυτοβιογραφική εξιστόρηση ενός βιωμένου παρελθόντος, από τη σκοπιά ενός υποκειμένου που επιδιώκει την «αποκάλυψη» παραγνωρισμένων γεγονότων, διεκδικώντας τη δημόσια δικαίωση για τις απόψεις ή τις επιλογές του, όπως είναι σύνηθες στις αυτοβιογραφίες του συρμού. Αντίθετα πρόκειται για ένα βιβλίο με έντονη ψυχαναλυτική διάθεση, με ιδιαίτερο κοινωνιολογικό και πολιτικό βάθος, το οποίο λειτουργεί ως έναυσμα για τον απαραίτητο σήμερα κρίσιμο διάλογο γύρω από την τροπή του νεωτερικού καπιταλιστικού κοσμοσυστήματος, τόσο στο επίπεδο των δομικών τάσεων του, όσο και στο επίπεδο της βιωμένης πραγματικότητας και των ατομικών βιογραφικών διαδρομών.
«Πώς ήρθαν έτσι τα πράγματα και για την οικογένεια αυτή έγινε δυνατό -κάποτε, μάλιστα, σχεδόν φυσικό- να ψηφίζει Δεξιά ή Ακροδεξιά […] τι έγινε λοιπόν και άρχισαν να ψηφίζουν Εθνικό Μέτωπο;». Ο Eribon προτάσσει δύο λόγους ερμηνείας του φαινόμενου: αφενός αναδεικνύει το ρόλο των διανοουμένων και των στελεχών της αριστεράς, αφετέρου τους δομικούς μετασχηματισμούς που αποσυνέθεσαν την εργατική κοινότητα στις συνθήκες επικράτησης του νεοφιλελευθερισμού.
Ο Eribon περιγράφει την αύξηση της επιρροής των «νεοσυντηρητικών διανοούμενων» στις τάξεις της αριστεράς (…). Η μετάβαση από την παραδοχή της ταξικής διαίρεσης και του ταξικού ανταγωνισμού προς την ατομική ευθύνη και το «αυτόνομο υποκείμενο» (το οποίο χαράσσει με δική του ευθύνη τη βιογραφική διαδρομή του και καθίσταται αποκλειστικά υπεύθυνο για την κοινωνική του θέση και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει) στις συνθήκες έντασης των διαδικασιών της εξατομίκευσης, λειτούργησε ως νομιμοποιητική ερμηνευτική πλαισίωση για την αποδόμηση του κράτους πρόνοιας, των εργασιακών σχέσεων, της κοινωνικής αλληλεγγύης, αφήνοντας τα λαϊκά στρώματα δίχως πολιτική έκφραση και πολιτικούς συμμάχους.
Σύμφωνα με τον συγγραφέα, η ψήφος στο Εθνικό Μέτωπο, για τα λαϊκά στρώματα μπορεί να θεωρηθεί ως μια σχετικά πρόσκαιρη και συγκυριακή πολιτική επιλογή. Μια επιλογή αναστρέψιμη, στο μέτρο που η αριστερά θα ανασυγκροτηθεί σε μια κατεύθυνση ρήξης με τις συστημικές νοηματοδοτήσεις της κοινωνικής πραγματικότητας και την επεξεργασία ενός λόγου και σύστοιχων πρακτικών, ικανών να την επανασυνδέσουν με τους ταξικά και κατηγορικά κυριαρχούμενους και την καθημερινή τους ζωή.
Ο Didier Eribon γεννήθηκε το 1953 στη Ρενς σε εργατική οικογένεια, με την οποία έρχεται σε πλήρη ρήξη μετά την ολοκλήρωση των λυκειακών του σπουδών. Όπως γράφει, η δική του βιογραφική διαδρομή μπορεί να ιδωθεί ως μια «κλασσική και συνήθης πορεία» ενός «νεαρού γκέι στη μεγάλη πόλη, στην πρωτεύουσα, προκειμένου να ζήσει την ομοφυλοφιλία του». Τούτη η επιλογή συνοδεύεται από ένα σχέδιο ζωής εξόδου από τον ταξικό επικαθορισμό του βίου και εισόδου στον κόσμο της διανόησης.
Ως διανοούμενος ο Eribon θα εστιάσει στη μελέτη των μηχανισμών της κυριαρχίας, της υποκειμενικοποίησης σε καθεστώτα ντροπής και στιγματισμού, δίδοντας έμφαση στην καθυπόταξη «όσων παραβαίνουν τους νόμους της σεξουαλικής κανονικότητας». Οι συζητήσεις με τη μητέρα του, μετά τον θάνατο του πατέρα, λειτουργούν ως αφορμή για το βιβλίο Επιστροφή στη Ρενς, όπου ο Eribon αναστοχάζεται για την παραμερισμένη (και από τον ίδιο) διάσταση της ταξικότητας της γαλλικής κοινωνίας: «την ταξική κυριαρχία και τις διεργασίες καθυπόταξης με όρους κοινωνικής ταυτότητας και υποτίμησης των λαϊκών τάξεων».
Το εν λόγω κείμενο αρθρώνεται σε πολλαπλά επίπεδα και θεματικούς αφηγηματικούς άξονες. Ανάμεσά τους, οι αφηγήσεις γύρω από την πολιτική ταυτότητα του συγγραφέα και των μελών της οικογένειάς του παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και αυτές θα μας απασχολήσουνε εδώ.
Όπως εξιστορεί ο συγγραφέας, στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες έως τη συρρίκνωση της επιρροής του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος και την πτώση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού», οι άνδρες και οι γυναίκες των εργατικών οικογενειών στη Ρενς με ένα σχεδόν φυσικό τρόπο πολιτικά αναγνωρίζονται ως αριστεροί και κομμουνιστές, εσωτερικεύοντας μια σειρά από μάλλον στερεοτυπικές προσλήψεις που διαμορφώνονται από τους κομματικούς μηχανισμούς.
«Το Κομμουνιστικό Κόμμα ευημερούσε. Η επίσημη εγγραφή στο Κόμμα ήταν συχνή – για τους άνδρες τουλάχιστον […] Οι πάντες, μάλιστα, έλεγαν απλώς “το Κόμμα”. Ο παππούς, ο πατέρας μου και οι αδερφοί του -όπως ακριβώς και από την πλευρά της μητέρας μου ο πατριός της κι ο ετεροθαλής αδερφός της- πήγαιναν όλοι μαζί στις δημόσιες συγκεντρώσεις […] και σε κάθε εκλογική αναμέτρηση ψήφιζαν όλοι κομμουνιστές υποψήφιους, καταδικάζοντας την ψευτο-αριστερά που εκπροσωπούσαν οι σοσιαλιστές […] Η λέξη “αριστερός” είχε βαρύνουσα σημασία. Σήμαινε ότι υπερασπίζεσαι τα συμφέροντά σου και ότι ακούγεται η φωνή σου […] Οι απόψεις που είχαν οι ίδιοι, οι αξίες που επικαλούνταν, οι συμπεριφορές που υιοθετούσαν, καθορίζονταν σε μεγάλο βαθμό από την αντίληψη για τον κόσμο που “το Κόμμα” φρόντιζε να ενσταλαχθεί στις συνειδήσεις και να διαδοθεί στο κοινωνικό σώμα». (σελ. 40-41)
Περιγράφεται εδώ μια γνώριμη εικόνα του μεταπολεμικού κόσμου των εργατών στις αναπτυγμένες βιομηχανικές κοινωνίες. Οι βιομηχανικοί εργάτες ζουν σε χωρικά οριοθετημένους τόπους, συγκροτούν κοινότητες ανθρώπων που μοιράζονται κοινά κοινωνικά χαρακτηριστικά, αντιλήψεις και πρακτικές καθημερινού βίου.
«Στην οικογένειά μου ο κόσμος χωριζόταν σε δύο στρατόπεδα: σ’ αυτούς που είναι “υπέρ του εργάτη” και σ’ αυτούς που “είναι κατά του εργάτη”, ή σύμφωνα με μια παραλλαγή του ίδιου θέματος, σε όσους “υπερασπίζονται τον εργάτη” και όσους “δεν κάνουν τίποτα για τον εργάτη”. Πόσες φορές δεν άκουσα αυτές τις φράσεις!». (σελ. 43)
Ο Eribon με την παρότρυνση και τη στήριξη της μητέρας του, με τα δικά της όνειρα για τυπική μόρφωση ματαιωμένα και ακυρωμένα από την απουσία ευκαιριών, θα χαράξει μια διαδρομή που θα τον οδηγήσει έξω και πέρα από τον ταξικό προκαθορισμό και την κοινωνικά προδιαγεγραμμένη πορεία της διαγενεακής συνέχειας που ως «μοίρα» επιβάλλεται στα παιδιά των εργατικών οικογενειών. Η αγάπη του για τα βιβλία, τη λογοτεχνία και τη φιλοσοφία διανοίγει μια προοπτική εξόδου από την οικογένεια και τον μικρόκοσμο των εργατών, μέσα από την επιτυχή πορεία στους εκπαιδευτικούς θεσμούς.
Παρά τη στράτευση του νεαρού Eribon στον αριστερισμό και την προσχώρηση στον μαρξισμό, με τις σχετικές αναγνώσεις κειμένων να συνοδεύουν τη διανοητική του ανάπτυξη, η αποστροφή του για τον πατέρα του και όσα η κοινωνική του θέση συμβόλιζε δεν αίρεται. Όπως αφηγείται, η στράτευση του στην επαναστατική αριστερά οδήγησε σε μια μυθική αναπαράσταση της εργατικής τάξης, μια «μυθική οντότητα, σε σχέση με την οποία η ζωή των γονιών μου μου φαινόταν πλήρως καταδικαστέα». Το μέλημα των γονιών του να βελτιώσουν την κοινωνική τους θέση, η επιθυμία τους να αποκτήσουν πρόσβαση σε μια σειρά από καταναλωτικά αγαθά και να βελτιώσουν τους όρους της καθημερινής τους ζωής σηματοδοτούσαν τάσεις «κοινωνικής αλλοτρίωσης και αστοποίησης».
«Ο μαρξισμός των νεανικών μου χρόνων, λοιπόν, αποτέλεσε για μένα φορέα κοινωνικής αποταύτισης: εξυμνούσα την “εργατική τάξη” για ν’ απομακρυνθώ περισσότερο από τους πραγματικούς εργάτες. Διαβάζοντας Μαρξ και Τρότσκι, θεωρούσα ότι ανήκω στην πρωτοπορία του λαού. Στην πραγματικότητα εισερχόμουν στον κόσμο των προνομιούχων, στη χρονικότητα και τον τρόπο υποκειμενοποίησης όσων έχουν ελεύθερο χρόνο να διαβάζουν Μαρξ και Τρότσκι. Παθιαζόμουν για όσα έγραφε ο Σαρτρ για την εργατική τάξη· απεχθανόμουν τον εργατικό κόσμο στον οποίο ήμουν εγκλωβισμένος, το εργατικό περιβάλλον που περιόριζε τον ορίζοντά μου». (σελ. 87)
Ο νεαρός Eribon απεχθάνεται τον πατέρα του γιατί συμβολίζει την κουλτούρα μιας μερίδας ανδρών της εργατικής τάξης της εποχής. Οι στιγμές της βίας στο σπίτι μετά από μεθύσια με τους φίλους του, «το μπιστρό μετά τη δουλειά», η φυγή για μέρες από το σπίτι, οι βρισιές, οι δίχως εμφανή λόγο κρίσεις θυμού, μαζί με τις συζητήσεις που σε κάθε περίσταση «ξεχείλιζαν από χονδροειδή και έμμονο ρατσισμό (ακόμα αδυνατώ να καταλάβω γιατί και πώς κάθε θέμα συζήτησης, οποιοδήποτε κι αν ήταν αυτό, οδηγούσε αναπόφευκτα εκεί)», συνθέτουν μια εικόνα των όρων της βιωμένης καθημερινότητας του συγγραφέα, όπως την ανασυγκροτεί αναστοχαστικά από μεγάλη απόσταση χρόνου. Επιπλέον, οι ποικίλες μορφές καταπίεσης των γυναικών, της μητέρας του εν προκειμένω, και η δυσανεξία απέναντι σε οτιδήποτε κατηγοριοποιούνταν ως «μη φυσιολογικό, ιδιόρρυθμο, αλλόκοτο», από την αμφίεση έως τον τρόπο ομιλίας, τα ενδιαφέροντα και τη «σεξουαλική ετεροδοξία» συνοψίζουν μια κουλτούρα διακρίσεων και στιγματισμού της ετερότητας, είτε πρόκειται για τον μετανάστη, είτε πρόκειται για τις γυναίκες και τους «μη κανονικούς».
Σε πολλά σημεία του βιβλίου, ο Eribon, αντλώντας από το παράδειγμα των μελών της οικογένειάς του, αναδεικνύει το ζήτημα της μετατόπισης της ψήφου των Γάλλων εργατών από το Κομμουνιστικό Κόμμα προς τη δεξιά και το Εθνικό Μέτωπο: «Πώς ήρθαν έτσι τα πράγματα και για την οικογένεια αυτή έγινε δυνατό -κάποτε, μάλιστα, σχεδόν φυσικό- να ψηφίζει Δεξιά ή Ακροδεξιά […] τι έγινε λοιπόν και άρχισαν να ψηφίζουν Εθνικό Μέτωπο;». Ο Eribon προτάσσει δύο λόγους ερμηνείας του φαινόμενου: αφενός αναδεικνύει το ρόλο των διανοουμένων και των στελεχών της αριστεράς, αφετέρου τους δομικούς μετασχηματισμούς που αποσυνέθεσαν την εργατική κοινότητα στις συνθήκες επικράτησης του νεοφιλελευθερισμού. Οι απαρχές της αποξένωσης μερίδων της εργατικής τάξης από την αριστερά αφετηριακά εντοπίζεται στην νίκη του Mitterran και του Σοσιαλιστικού Κόμματος το 1981. Η υποχώρηση της εκλογικής δύναμης του Κομμουνιστικού Κόμματος, από 21% στις εκλογές του 1977 σε 15% στις εκλογές του 1981 και η συμμετοχή του στην κυβέρνηση «οδήγησε γρήγορα σε πλήρη απογοήτευση των λαϊκών τάξεων και σε απαρέσκεια για τους πολιτικούς που είχαν εμπιστευτεί και ψηφίσει· οι λαϊκές τάξεις ένιωσαν παραμελημένες και προδομένες».
Ο Eribon περιγράφει την αύξηση της επιρροής των «νεοσυντηρητικών διανοούμενων» στις τάξεις της αριστεράς, την προσχώρησή της στο ιδεολόγημα του «εκσυγχρονισμού», της «κοινωνικής επανίδρυσης», της «συνύπαρξης» και τον εξοβελισμό κάθε μορφής ανάλυσης για τα ταξικά χαρακτηριστικά της γαλλικής κοινωνίας και τον επικαθοριστικό ρόλο των ταξικών σχέσεων και συσχετισμών στον βίο των ανθρώπων. Η μετάβαση από την παραδοχή της ταξικής διαίρεσης και του ταξικού ανταγωνισμού προς την ατομική ευθύνη και το «αυτόνομο υποκείμενο» (το οποίο χαράσσει με δική του ευθύνη τη βιογραφική διαδρομή του και καθίσταται αποκλειστικά υπεύθυνο για την κοινωνική του θέση και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει) στις συνθήκες έντασης των διαδικασιών της εξατομίκευσης, λειτούργησε ως νομιμοποιητική ερμηνευτική πλαισίωση για την αποδόμηση του κράτους πρόνοιας, των εργασιακών σχέσεων, της κοινωνικής αλληλεγγύης, αφήνοντας τα λαϊκά στρώματα δίχως πολιτική έκφραση και πολιτικούς συμμάχους.
«Η έννοια της κυριαρχίας και η ιδέα μιας δομικής αντίθεσης ανάμεσα σε κυρίαρχους και κυριαρχούμενους εξαφανίστηκε από το πολιτικό τοπίο της επίσημης Αριστεράς […] τα κόμματα της Αριστεράς και οι διανοούμενοι των κομμάτων και του κράτους άρχισαν πλέον να σκέφτονται στη γλώσσα της εξουσίας και όχι στη γλώσσα των εξουσιαζόμενων […] να βλέπουν τον κόσμο από τη σκοπιά της εξουσίας και να βλέπουν τη σκοπιά των εξουσιαζόμενων με απέχθεια […] Το μόνο που καταδέχθηκαν να κάνουν […] ήταν να αντικαταστήσουν τους καταπιεσμένους και τους κυριαρχούμενους του χθες -και τους αγώνες τους- με τους “αποκλεισμένους” του σήμερα – και την υποτιθέμενη παθητικότητά τους» (σελ. 127).
Ο Eribon υποστηρίζει ότι αν παλαιότερα η ψήφος στο Κομμουνιστικό Κόμμα αποτύπωνε την ταύτιση μερίδων των λαϊκών στρωμάτων και της εργατικής τάξης με τον πολιτικό φορέα που συμπύκνωνε τα αιτήματά τους σε ένα, έστω ρητορικό, πλαίσιο επιδίωξης του ριζικού κοινωνικού μετασχηματισμού, «η ψήφος υπέρ του Εθνικού Μετώπου πρέπει να ερμηνευθεί, εν μέρει τουλάχιστον, ως το ύστατο μέσο των λαϊκών τάξεων να υπερασπιστούν τη συλλογική τους ταυτότητα, ή, εν πάση περιπτώσει, μια αξιοπρέπεια που ένιωθαν ότι ποδοπατείται από εκείνους που κάποτε τις εκπροσωπούσαν και τις υποστήριζαν».
Σημαντική είναι εδώ η παρατήρηση του Eribon για την κρυστάλλωση μιας σειράς στερεοτυπικών αντιλήψεων, οι οποίες μπορούν να εντοπιστούν προγενέστερα στον λόγο της γαλλικής κομμουνιστικής αριστεράς και σήμερα στον λόγο της ακροδεξιάς. Ο ρατσισμός απέναντι στους μετανάστες και οι εθνικιστικές θέσεις σχετικά με την «εθνική προτίμηση στην εργασία και τις κοινωνικές παροχές», η αποδοχή αντιλήψεων για την καταστολή, το αυστηρό ποινικό σύστημα, «τη θέσπιση και την εκτεταμένη εφαρμογή της θανατικής ποινής», η εναντίωση στη διεύρυνση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης αποτέλεσαν κοινούς αφηγηματικούς τόπους, εντός των οποίων αίρονταν οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στη δεξιά και την αριστερά.
Σύμφωνα με τον συγγραφέα, η ψήφος στο Εθνικό Μέτωπο, για τα λαϊκά στρώματα μπορεί να θεωρηθεί ως μια σχετικά πρόσκαιρη και συγκυριακή πολιτική επιλογή. Μια επιλογή αναστρέψιμη, στο μέτρο που η αριστερά θα ανασυγκροτηθεί σε μια κατεύθυνση ρήξης με τις συστημικές νοηματοδοτήσεις της κοινωνικής πραγματικότητας και την επεξεργασία ενός λόγου και σύστοιχων πρακτικών, ικανών να την επανασυνδέσουν με τους ταξικά και κατηγορικά κυριαρχούμενους και την καθημερινή τους ζωή. Ο Eribon αναδεικνύει τόσο τις όψεις της ταξικής κυριαρχίας και εκμετάλλευσης, τον ταξικό ρατσισμό των κοινωνικο-πολιτικών ελίτ όσο και τον στιγματισμό, τον εξοστρακισμό και τη βία που υφίστανται όλες εκείνες οι κοινωνικές κατηγορίες του πληθυσμού που διακρίνονται από την προσχώρησή τους σε μη αναγνωρισμένες και στιγματισμένες ταυτότητες.
Το ερώτημα που θέτει ο Eribon φαντάζει απλοϊκό, είναι όμως εξόχως σύνθετο: γιατί η σύγχρονη ριζοσπαστική και αντικαπιταλιστική αριστερά δεν είναι σε θέση να επεξεργαστεί ένα πειστικό σχέδιο που να συμπεριλαμβάνει τόσο τις ταξικά όσο και τις κατηγορικά κυριαρχούμενες τάξεις και κοινωνικές ομάδες, συναρθρώνοντάς τες σε μια απελευθερωτική προοπτική ρήξης με την καπιταλιστική βαρβαρότητα;
Συμπληρωματική πηγή: Συνέντευξη του Didier Eribon στη Νόρα Ράλλη, Εφημερίδα των Συντακτών, 13 Δεκεμβρίου 2020: https://www.efsyn.gr/nisides/272584_den-ti-thelo-tin-kanonikotita-toys
-
Νίκος Σερντεδάκιςhttps://commune.org.gr/author/nikosserdedakis/