Μέσα σε δέκα ημέρες, στις 9 Νοεμβρίου με τις μεγάλες απεργιακές συγκεντρώσεις και στις 17 Νοεμβρίου με τη μεγάλη διαδήλωση για την 49η επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, ίσως η Ιστορία να μας κλείνει το μάτι. Ίσως μετά από την παρατεταμένη επταετία πολιτικού πένθους που προκάλεσε η προδοσία του Αλέξη Τσίπρα και του κόμματός του το 2015, οι δύο αυτές ημέρες του Νοεμβρίου να σηματοδοτούν τις απαρχές μιας αλλαγής της πολιτικής συγκυρίας στην Ελλάδα. Προφανώς είναι πολύ νωρίς για να γνωρίζουμε εάν όντως μπορούμε να μιλάμε για μια επιστροφή των μαζών στο πολιτικό προσκήνιο, αλλά δεν είναι καθόλου νωρίς για να σκεφτούμε ποιες ήταν οι δυνάμεις της πολιτικής αδράνειας που κράτησαν κατά την μακρά επταετία 2015-2022 όλον αυτόν τον κόσμο μακριά από την πολιτική σκηνή και από την πολιτική γενικώς˙ όχι επειδή είμαστε σχολαστικοί, αλλά για να γνωρίζουμε πώς να πορευτούμε στο εξής. Ούτε είναι νωρίς για να σκεφτούμε τι θα έπρεπε να γίνει ώστε η αιφνίδια λάμψη του Νοεμβρίου να εξελιχθεί σε κοινωνική πυρκαγιά.
Κατ’ αρχάς, οι συνθήκες το ευνοούν. Η εργασιακή και η καθημερινή ζωή των υποτελών κοινωνικών τάξεων βρίσκεται ήδη σε κατάσταση κορεσμού με προβλήματα οικονομικά και κοινωνικά, στερήσεις, ανασφάλεια και έλλειψη ελπίδας, συχνά δε και επιθυμίας. Η κατάσταση αυτή έρχεται σε ευθεία και κραυγαλέα αντίθεση με την πολιτική αδράνεια των υποτελών κοινωνικών τάξεων. Αδράνεια που αποτελεί το σημαντικότερο ίσως αίνιγμα της παρούσας ιστορικής στιγμής. Τι είναι αυτό που μπορεί να κρατάει στην αδράνεια κάποιον όταν η ζωή του έχει κορεσθεί από κάθε είδους δυσκολίες και κάθε είδους δουλείες;
Η πολιτική αδράνεια
Ας προσδιορίσουμε, όμως, καλύτερα, για ποιους τίθεται το ερώτημα αυτό. Ένα σημαντικό τμήμα των υποτελών κοινωνικών τάξεων τελεί υπό την επήρεια της ιδεολογίας της παράταξης της Δεξιάς, και αναλόγως πορεύονται στην επαγγελματική, προσωπική και δημόσια ζωή τους. Μπορούμε να τους ονομάζουμε «λαό της Δεξιάς». Είναι προφανές ότι το αίνιγμα της αδράνειας δεν αναφέρεται σε αυτόν τον λαό, αυτός είναι αλλού.
Μας ενδιαφέρουν λοιπόν, όσον αφορά το ερώτημα που θέσαμε (δηλαδή Τι είναι αυτό που μπορεί να κρατάει σε πολιτική αδράνεια κάποιον που η ζωή του έχει κορεσθεί από κάθε είδους δυσκολίες και δουλείες) οι υπόλοιπες μερίδες των υποτελών κοινωνικών τάξεων. Σε σχέση με αυτές μπορούμε να δώσουμε τουλάχιστον πέντε ερμηνείες της αδράνειάς τους από το 2015 μέχρι προχθές:
Το τραύμα του Σύριζα. Μια πρώτη ερμηνεία του φαινομένου είναι ότι οι υποτελείς κοινωνικές τάξεις βρίσκονται σε πολιτικό παροπλισμό σχετιζόμενο με φαινόμενα βαθύτατης απογοήτευσης (εξαιτίας όσων συνέβησαν το 2015 με την αποστασία του Σύριζα), και αίσθησης πλήρους αδυναμίας να ανατρέψουν τις συνθήκες που καθιστούν την ζωή τους δύσκολη έως αφόρητη. Αυτή είναι μια πιθανή ερμηνεία της αδράνειάς τους.
«Μέχρι εδώ καλά πάμε»: αγνοώντας τον κίνδυνο. Δεύτερη ερμηνεία που μπορεί να δοθεί είναι ότι οι τάξεις αυτές δεν έχουν αντιληφθεί τι είναι αυτό που τις περιμένει κατά τα επόμενα χρόνια, καθώς θα αναπτύσσεται η επερχόμενη οικονομική και κλιματική κρίση:
- ούτε την υποβάθμιση της ζωής τους που θα επέλθει από την αμοιβαία εξάρτηση των συνεπειών της οικονομικής και της κλιματικής κρίσης, από τις οποίες μόνο όσοι έχουν υψηλά εισοδήματα θα μπορούν να προστατευθούν,
- ούτε την ανεργία, την επισφάλεια, την εξαθλίωση, την στέρηση και τον αποκλεισμό που θα κάνουν (πάλι) θραύση στο κάτω μέρος της κοινωνικής πυραμίδας κατά τα επόμενα έτη, όταν η τάξη των καπιταλιστών με τους ακροδεξιούς συμμάχους της θα προσπαθήσει να αντιμετωπίσει την ιστορικά χειρότερη διαρθρωτική κρίση του καπιταλισμού με το μόνο μέσο που του έχει απομείνει, δηλαδή την επίθεση στο εισόδημα και τα περιουσιακά στοιχεία των υποτελών κοινωνικών τάξεων, την υποθήκευση των μελλοντικών εισοδημάτων τους, την ανάπτυξη υπολειμματικών πληθυσμών που εξωθούνται στο περιθώριο, την διόγκωση των καταπιεστικών μηχανισμών του κράτους και τον περιορισμό του κοινωνικού κράτους, την αποδυνάμωση της ίδιας της αστικής δημοκρατίας.
Χωρίς κατεύθυνση ή πώς μια λεωφόρος έγινε μονοπάτι. Πριν από την ιστορική ήττα των δυνάμεων που αναφέρονταν στην Αριστερά στο τέλος της δεκαετίας του 1980 και στην αρχή της δεκαετίας του 1990, το όραμα της ανατροπής του καπιταλισμού και της εγκαθίδρυσης του σοσιαλισμού αποτελούσε το απόλυτο σημείο αναφοράς, τον φάρο της Αλεξάνδρειας των ριζοσπαστικοποιημένων μερίδων των υποτελών κοινωνικών τάξεων. Από ποιον δρόμο θα φτάναμε εκεί και πώς θα χτιζόταν η νέα κοινωνία, με τι υλικά και ποιο αρχιτεκτονικό σχέδιο – όλα αυτά ήταν αντικείμενο συζήτησης και διαφωνίας, πηγή επιθυμίας, αιτία φιλίας, χωρισμού και έρωτα. Συμφωνία όμως υπήρχε απόλυτη ως προς την ύπαρξη δυνατότητας να εφεύρουμε νέες μορφές κοινωνικής ζωής, να υπάρξει ριζική αλλαγή του κόσμου, επανάσταση, βίαιη ή ειρηνική, για την εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού. Το μέλλον τότε είχε σαφές όνομα, θετικό προσδιορισμό, και ήταν μια από τις πηγές της πολιτικοποίησης του λαού της Αριστεράς επειδή υποδείκνυε την γενική πολιτική κατεύθυνση.
Σήμερα, τριάντα χρόνια μετά, η απουσία οράματος ριζικής, ανατρεπτικής κοινωνικής αλλαγής και η σιωπηλή παραδοχή ότι αυτή είναι πλέον αδύνατη ή σχεδόν αδύνατη, ότι οι πολιτικές και κοινωνικές επαναστάσεις ανήκουν στο παρελθόν (1), ενδεχομένως αμετάκλητα, και ότι «αυτή την φορά τα πράγματα είναι διαφορετικά», όλα αυτά συγκροτούν το βασικό δόγμα που τρέφει την αδράνεια στους κόλπους του λαού της Αριστεράς: «Το σύστημα βρωμάει αλλά είμαστε αναγκασμένοι να ζήσουμε με αυτό˙ στην καλύτερη περίπτωση μπορούμε να περιορίσουμε τις ακρότητές του, να προωθήσουμε τα ανθρώπινα δικαιώματα και να το πιέσουμε για περισσότερη (αστική) δημοκρατία». Η λεωφόρος που οδηγούσε στον σοσιαλισμό αντικαταστάθηκε από το χαμηλό μονοπάτι της ήττας, του πολιτικού ρεαλισμού, και εν τέλει του Συριζαϊσμού.
Η μνήμη που τρεμοσβήνει. Από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1990, τα κοινωνικά κινήματα έδωσαν την εντύπωση (αρχικά) και εδραίωσαν τη πεποίθηση (τελικά) ότι σημασία έχουν, κυρίως, οι αγώνες για τα κοινωνικά δικαιώματα (2). Με τα χρόνια που περνούσαν, υποχωρούσε στην συλλογική μνήμη η ιστορία των κοινωνικών επαναστάσεων, αφού αυτή ήταν γραμμένη με λέξεις (άρα και έννοιες) που ξεθώριαζαν επειδή λιγόστευε η χρήση τους για να κάνουν χώρο στις λέξεις των κοινωνικών κινημάτων. Μαζί με τις λέξεις χάθηκαν και τα παλιά νοήματα, χάθηκε και ο μαρξισμός ως μαζική ιδεολογία.
Η υστέρηση. Υπάρχει, ακόμη μια ερμηνεία της πολιτικής αδράνειας των υποτελών: βρισκόμαστε πιθανόν μπροστά σε ένα φαινόμενο υστέρησης της εμφάνισης των κοινωνικών αντιστάσεων και κινητοποιήσεων˙ υστέρησης με την έννοια ότι οι αιτίες δεν οδηγούν στο φυσικό τους αποτέλεσμα παρά μόνο μετά την παρέλευση ικανού χρόνου˙ έτσι γίνεται σε μερικές περιπτώσεις στην φύση, στην οικονομία και στην κοινωνία. Υπάρχουν φορές που η έναρξη μιας διαδικασίας -φυσικής, χημικής, οικονομικής, κοινωνικής κ.λπ.- εξαρτάται από μια συνάντηση που άργησε και η οποία αφ’ ης στιγμής πραγματοποιείται, προκαλεί «καραμπόλα», ενεργοποιεί διαδικασίες που μέχρι τότε υπήρχαν μόνο ως δυνατότητες (3). Ένα πολύ γνωστό παράδειγμα του φαινομένου μιας τέτοιας υστέρησης ήταν ο Μάιος του 1968 στην Γαλλία, του οποίου η έναρξη ήταν κυριολεκτικά απρόβλεπτη (4).
Αυτές οι διαφορετικές ερμηνείες του φαινομένου της πολιτικής αδράνειας των υποτελών, δεν είναι ανταγωνιστικές μεταξύ τους. Ενδέχεται δηλαδή να ισχύουν κάθε μία ξεχωριστά ή ανά δύο ή τρεις ή όλες μαζί ή να ισχύουν σε διάφορους συνδυασμούς για διαφορετικές μερίδες των υποτελών τάξεων.
Εάν τέτοιες είναι οι αιτίες της αδράνειας, πώς να την υπερβούμε;
Το πολιτικό κενό
Η αδράνεια αποτελεί το σύμπτωμα ενός πολιτικού κενού˙ οι πολιτικές οργανώσεις, κινήσεις, συσπειρώσεις, που αυτοπροσδιορίζονται σήμερα ως «Αριστερά», δεν θέλουν ή δεν γνωρίζουν με ποιον τρόπο να δώσουν συνέχεια στα γεγονότα που συναντούν στον δρόμο τους, πώς να τα δέσουν το ένα με το άλλο, με ποιον τρόπο να τα οργανώσουν σε σύστημα αιτιακών σχέσεων, σε οργανική ολότητα και εν τέλει να τα νοηματοδοτήσουν για να αποκτήσουμε οδηγό για δράση.
Εάν δεν υπήρχε αυτό το πολιτικό κενό, μία από αυτές τις οργανώσεις, κόμματα, ομαδοποιήσεις, θα ασκούσε ηγεμονία επί των υπολοίπων και θα διεκδικούσε, ίσως, και μια θέση στην κεντρική πολιτική σκηνή˙ θα γινόταν πόλος έλξης για τις κοινωνικές δυνάμεις των οποίων το συμφέρον θα ήθελε να εκπροσωπήσει υπό την μορφή του γενικού συμφέροντος, και φυσικά τότε δεν θα υπήρχε πολιτικό κενό ούτε πολιτική αδράνεια, διότι τότε καμία από τις αιτίες της δεν θα ήταν ενεργή: το τραύμα του Σύριζα θα είχε κλείσει, οι κίνδυνοι από την επερχόμενη οργανική κρίση του καπιταλισμού θα ήταν γνωστοί σε όλους, η επιθυμία της κοινωνικής ριζοσπαστικής αλλαγής θα είχε ξαναβρεθεί, θα είχαμε ξαναπιάσει το σπασμένο νήμα της ιστορικής μνήμης, και θα γνωρίζαμε καλύτερα να ξεκινάμε μια κοινωνική «καραμπόλα».
Όσο για τα χαλαρά σχήματα με ασαφές περίγραμμα, των κοινωνικών κινημάτων, εκ κατασκευής εκπροσωπούν τα μερικά, ιδιαίτερα, συμφέροντα συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων, χωρίς να διεκδικούν την εκπροσώπηση του γενικού συμφέροντος, γι’ αυτό και δεν παρουσιάζονται στην κεντρική πολιτική σκηνή ως κόμματα˙ διότι εκεί διεξάγεται η πάλη για την εκπροσώπηση των ιδιαίτερων συμφερόντων των κοινωνικών τάξεων υπό τη μορφή του γενικού συμφέροντος (5).
Ούτε επαρκούν οι ατομικές θεωρητικές ή ιδεολογικές παρεμβάσεις, όσο λαμπρές και εάν είναι αυτές, διότι υπό τις σημερινές συνθήκες δεν επικυρώνονται κοινωνικά ως οδηγοί πολιτικής δράσης (6), ούτε συνήθως αποσκοπούν σε αυτό. Ούτε επαρκούν τα εκδοτικά εγχειρήματα και οι θεματικές πρωτοβουλίες, ούτε καν οι υποδειγματικές ατομικές δράσεις όσο ηρωικές και εάν είναι αυτές, όσο πολύ και αν τις χρειαζόμαστε˙ διότι κάθε αντικείμενο, για να μετασχηματιστεί με βάση έναν σκοπό, ένα σχέδιο που προϋπάρχει στο μυαλό μας, απαιτεί εργασία ιδιαίτερη, προσαρμοσμένη στον σκοπό, και μέσα ιδιαίτερα, προσαρμοσμένα και αυτά στον σκοπό˙ και αυτή η γενική διαπίστωση αφορά επίσης την πολιτική συγκυρία, για τον συνειδητό και σκόπιμο μετασχηματισμό της οποίας δεν έχουμε σήμερα τίποτα στα χέρια μας, ούτε το σχέδιο ούτε την εργασία που ταιριάζει στην πραγματοποίησή του ούτε τα μέσα. Εάν τα είχαμε, θα ήταν έκδηλο. Το πολιτικό κενό δεν πρόκειται να κλείσει χωρίς οργάνωση.
Υποθέτω ότι κανένας μας δεν γνωρίζει άλλη μορφή οργάνωσης που μπορεί να αναλάβει τέτοια καθήκοντα πλην του πολιτικού κόμματος (και μάλιστα ενός κόμματος που θα λαμβάνει υπόψη όλες τις ιστορικές παθογένειες των κομμάτων της Αριστεράς). Μόνο έτσι μπορούμε να ελπίζουμε στον μετασχηματισμό της πολιτικής συγκυρίας, της παρούσας ιστορικής στιγμής. Εάν αρκεστούμε στις δράσεις που αναλαμβάνουν σήμερα οι δυνάμεις μας, το χειρότερο είναι προβλέψιμο.
Από πού να ξεκινήσουμε, όμως;
Το ζητούμενο, στην βραχυχρόνια συγκυρία, είναι να υπερβούμε την αδράνεια κάνοντας την αρχή που ενεργοποιεί διαδικασίες πολιτικής και οργανωτικής ανασυγκρότησης και επανίδρυσης. Από εκεί και πέρα, τα πράγματα θα πάρουν τον δρόμο τους˙ διότι κάθε αλλαγή θα «αφήνει δόντι από όπου θα πιαστεί μια άλλη» (7).
___________________
1 Η συνείδηση ότι αυτά συμβαίνουν και το άγχος που προκάλεσαν στους παλιούς, αποτελούν κεντρικό θέμα του κινηματογράφου του Θόδωρου Αγγελόπουλου μετά το 1990.
2 Daniel Zamora (2013), When exclusion replaces exploitation, nonsite.org, Issue #10
3 Louis Althusser (2018[1994]), Το υπόγειο ρεύμα του υλισμού της συνάντησης, εκδόσεις Εκτός Γραμμής.
4 Δώδεκα ημέρες πριν από την πρώτη μεγάλη διαδήλωση του Μάη 1968 και την παράλυση της χώρας από μια γιγαντιαία απεργία, δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Le Monde, άρθρο με τον τίτλο «Όταν η Γαλλία βαριέται», αναφερόμενο στην απάθεια και την απο-πολιτικοποίηση της γαλλικής νεολαίας.
5 Νίκος Πουλαντζάς (1975[1968]), Πολιτική εξουσία και κοινωνικές τάξεις, Τόμος Β’, εκδόσεις Θεμέλιο
6 «Η μετατροπή των διανοουμένων σε επαγγελματίες τείνει να τους απομακρύνει από την πολιτική (…) και προκαλεί μια “φυγή στην αφαίρεση”. Οι μαρξιστές παράγουν πλέον ερμητικές γνώσεις, απρόσιτες στον απλό εργαζόμενο, και σε τομείς που δεν σχετίζονται άμεσα με την πολιτική στρατηγική». Razmig Keucheyan (2017), Αριστερό Ημισφαίριο, Angelus Novus.
7 Niccolo Machiavelli (1963[1531]), Ο Ηγεμόνας, εκδόσεις Γαλαξία, σε μετάφραση Νίκου Καζαντζάκη.