Είναι καιρός να τους διώξουμε

Είναι καιρός να τους διώξουμε

Εδώ και μέρες, όλος ο κόσμος ασφυκτιά μετρώντας χιλιάδες ανθρώπους να πεθαίνουν στην Ινδία. Αλλά στις 27 Απριλίου, η Ελλάδα, περσινό πρότυπο αντιμετώπισης της πανδημίας, μετρούσε (μετρούσαμε) σχεδόν εννιά νέους θανάτους ανά εκατομμύριο (έναντι 2,39 της Ινδίας) και 315 νέα κρούσματα, επίσης ανά εκατομμύριο (έναντι 261 της Ινδίας). Κι αυτό, ενώ η εμβολιαστική κάλυψη στη χώρα μας, με όλα της τα προβλήματα, είναι σαφώς καλύτερη απ’ ό,τι εκεί: 8,45% του πληθυσμού εμβολιάστηκε πλήρως στην Ελλάδα, έναντι μόλις 1,71% στην Ινδία.

 

 

 

 

 

 

 

[…] στα μέσα Απρίλη, το υπεράνω υποψίας για «αντικυβερνητισμό» i-medlab, του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, βεβαίωνε ότι το 70% των ανθρώπων που χάσαμε, κατέληξαν εκτός ΜΕΘ. Τα περισσότερα νέα κρούσματα, συνέχιζε, εντοπίζονταν σε χώρους εργασίας.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η θεωρία λέει ότι ένα κράτος είναι καπιταλιστικό όχι γιατί αυτές είναι οι προθέσεις των διαχειριστών του, αλλά γιατί το ίδιο φροντίζει να διατηρεί το πρωτείο του ιδιωτικού (δηλαδή του καπιταλιστικού) τομέα στην παραγωγή: η παραγωγή υπηρεσιών υγείας δεν θα μπορούσε να εξαιρείται. Έτσι ας διαβάσουμε τη δήλωση του Βορίδη: η κυβέρνηση «θα εκτιμήσει πολιτικά» τις απώλειες ανθρώπων στην πανδημία. Η ενίσχυση του δημόσιου τομέα υγείας θα ήταν σπατάλη – η ανάπτυξη του ιδιωτικού έχει και τα ρίσκα της.

 

 

 

 

 

 

 

 

είναι πολλά για να περιμένουμε τους κυβερνώντες, ως φιλήσυχη «μεσαία τάξη», να «πέσουν»: η τακτική του «ώριμου φρούτου» (η ίδια που, εν πολλοίς, προδιέγραψε από το 2012 πολλά από αυτά που συνέβησαν το 2015), έχει καθηλώσει τον ΣΥΡΙΖΑ σε διψήφιες δημοσκοπικές διαφορές εδώ και μια διετία, απέναντι στη χειρότερη Δεξιά από τη Μεταπολίτευση. Δεν θα «πέσουν», λοιπόν. Είναι καιρός να τους διώξουμε.

 

Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός για να καταλαβαίνει τη στρατηγική: με τα εμβόλια και τα τεστ αυτοδιάγνωσης, αντί για την ενίσχυση του συστήματος υγείας, η Ελλάδα αφενός θα ανοίξει «με ασφάλεια» τον τουρισμό, χωρίς,  αφετέρου, να ανταγωνίζεται τον ιδιωτικό τομέα υγείας με το να χρηματοδοτεί «υπερβολικά» τον δημόσιο.

Με έναν σμπάρο δυο τρυγόνια. Αλλά και μεροληψία σε βαθμό κακουργήματος: στα μέσα Απρίλη, το υπεράνω υποψίας για «αντικυβερνητισμό» i-medlab, του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, βεβαίωνε ότι το 70% των ανθρώπων που χάσαμε, κατέληξαν εκτός ΜΕΘ. Τα περισσότερα νέα κρούσματα, συνέχιζε, εντοπίζονταν σε χώρους εργασίας.1

Το έλεγαν επί μήνες επαγγελματίες υγείας και ερευνητές. Η κυβέρνηση το αγνόησε, όχι (ή τουλάχιστον όχι κυρίως) γιατί είναι «ανίκανη», αλλά γιατί πορεύεται με σχέδιο: το Σχέδιο Πισσαρίδη. Δίνοντας κατευθύνσεις για το σύνολο της οικονομικής και κοινωνικής ζωής -άρα και για την παραγωγή υπηρεσιών υγείας-, το σχέδιο το προβλέπει ρητά: «Αύξηση διοικητικής και οικονομικής ‘‘αυτονομίας’’ των δημόσιων νοσοκομείων – ανάπτυξη συνεργασίας δημόσιου και ιδιωτικού τομέα υγείας με συμβάσεις με ιδιωτικές κλινικές, συμβάσεις διαχείρισης ή μίσθωσης εξοπλισμού ή συμβάσεις εκχώρησης». Αυτόνομο νοσοκομείο, στην αργκό Πισσαρίδη, σημαίνει νοσοκομείο εξαρτημένο από τον ιδιωτικό τομέα υγείας. Στο ίδιο σχέδιο, η οργάνωση της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας μέσα στην κοινότητα είναι μια καλή ιδέα – αλλά, στην πράξη, οι καλές ιδέες που διεκδικούν «ζωτικό χώρο» από την ιδιωτική υγεία και τους ιδιώτες γιατρούς, δεν θεωρείται επείγον να εφαρμοστούν…

Η θεωρία λέει ότι ένα κράτος είναι καπιταλιστικό, όχι γιατί αυτές είναι οι προθέσεις των διαχειριστών του, αλλά γιατί το ίδιο φροντίζει να διατηρεί το πρωτείο του ιδιωτικού (δηλαδή του καπιταλιστικού) τομέα στην παραγωγή: η παραγωγή υπηρεσιών υγείας δεν θα μπορούσε να εξαιρείται. Έτσι ας διαβάσουμε τη δήλωση του Βορίδη: η κυβέρνηση «θα εκτιμήσει πολιτικά» τις απώλειες ανθρώπων στην πανδημία. Η ενίσχυση του δημόσιου τομέα υγείας θα ήταν σπατάλη – η ανάπτυξη του ιδιωτικού έχει και τα ρίσκα της.

Η κυβέρνηση είναι συνεπής μέχρι… θανάτου: μπροστά στην έντονη κριτική των φιλικών της Μέσων και την κακοφωνία στο εσωτερικό (από τις καταγγελίες του διευθυντή του Βήματος για τους γαλάζιους διοικητές νοσοκομείων, μέχρι τη συνεχή δημόσια κριτική του Κύρτσου και το «κόμμα των εμπόρων»: τους διαμαρτυρόμενους για τα λουκέτα βουλευτές Αχαΐας, Κατσανιώτη και Φωτήλα), ανοίγει την οικονομία, για να κλείσει στόματα. Η Καθημερινή, ωστόσο, προειδοποιεί ήδη για τον κίνδυνο να συμβεί το παράδοξο: με το που θα ανοίξουν τα μαγαζιά, να πολλαπλασιάζονται τα λουκέτα – καθώς η κρατική «διασωλήνωση» με ρευστό θα διακοπεί, και καθώς περισσότερο ηλεκτρονικό εμπόριο θα σημάνει λιγότερα φυσικά καταστήματα και περισσότερη τηλεργασία. Από τώρα, λοιπόν, η ίδια προχωρεί σε μέτρα «για τη μεσαία τάξη»: σημαντικές φορολογικές μειώσεις στον φόρο εισοδήματος στις επιχειρήσεις, μείωση προκαταβολής για τις επιχειρήσεις, κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος για το 2022, μείωση των εργοδοτικών εισφορών για τον επόμενο χρόνο, νομοσχέδιο Γεωργιάδη για την απλοποίηση της αδειοδότησης οικονομικών δραστηριοτήτων. Η κατάργηση του 8ωρου, σε μια χώρα όπου οι εργαζόμενοι δουλεύουν ήδη περισσότερο στην Ευρώπη, και περισσότερες ώρες πέραν των συμφωνημένων2 ολοκληρώνει αυτή την πολιτική.

***

Η επιμήκυνση του εργάσιμου χρόνου, στην Ελλάδα που κατέστρεψε μεθοδικά τη θεσμική προστασία των εργαζομένων και εκτόξευσε την «ελαστική» απασχόληση, είναι κήρυξη πολέμου μέσα στον «πόλεμο κατά της πανδημίας». Δεν είναι συνδικαλιστική μάχη: είναι κεντρική πολιτική. Είναι υπόμνηση ότι η εργασία και η εκμετάλλευση παραμένουν κεντρικής σημασίας στις καπιταλιστικές κοινωνίες. Είναι υπενθύμιση ότι μπορεί τα κόμματα εξουσίας να συρρικνώνουν συνειδητά την πολιτική σε εκλογικό παιχνίδι για την κατάκτηση της «μεσαίας τάξης», όμως το μείζον εξακολουθεί να είναι πώς, και σε βάρος ποιων, οργανώνεται η παραγωγή: στην υγεία, τον τουρισμό, την εστίαση, τον πολιτισμό – παντού.

Είναι μια μάχη που μπορεί να κερδηθεί: ο αντίπαλος δεν είναι παντοδύναμος. Από τον περασμένο Νοέμβρη, η κυβέρνηση μετρά απώλειες. Στην αρχή ήταν η συντριπτική αποχή στις εκλογές των περιφερειακών συμβουλίων, παρά την απειλή Κεραμέως για πειθαρχικά μέτρα κατά των εκπαιδευτικών. Στη συνέχεια, οι καταγγελίες μελών της επιτροπής εμπειρογνωμόνων για σοβαρές πλευρές της διαχείρισης της πανδημίας. Ακολούθησαν ηχηρές διαφοροποιήσεις ενάντια στην πανεπιστημιακή αστυνομία –από τους πρυτάνεις ως τον πρώην υπ. Παιδείας Γ Σουφλιά–, με αποτέλεσμα το «πάγωμα» του ψηφισμένου νόμου για τον Σεπτέμβρη. Μπογδάνος και Κεφαλογιάννη στράφηκαν κατά της Μενδώνη για τη δυσώδη υπόθεση Λιγνάδη. Και το ίδιο συμβαίνει αυτές τις εβδομάδες, που η υπόθεση Φουρθιώτη ευτελίζει το αφήγημα περί «νόμου και τάξης».

Μια κυβέρνηση διαρκώς φθειρόμενη, δεν κινδυνεύει αν περιμένει κανείς να πέσει από τη δική της φθορά. Καταργώντας το 8ωρο, μας υποχρεώνει να δούμε όλη της την πολιτική στο ίδιο «κάδρο»: εγκλήματα στη διαχείριση της πανδημίας, αυταρχισμός σε διαρκές φλερτ με την πολιτειακή εκτροπή, προκλητικά δαπανηρό «πακέτο» εξοπλισμών (ενώ τελειώνουν ομολογημένα τα σενάρια για εξορύξεις στη ΝΑ Μεσόγειο), επαναπροωθήσεις προσφύγων που κουρελιάζουν το αντιφασιστικό κεκτημένο της Σύμβασης της Γενεύης, ουσιαστική κατάργηση της πολιτογράφησης, «αναπτυξιακή» πολιτική φρικαλέα για το περιβάλλον.

Είναι πάρα πολλά για να τα αντιμετωπίζει κανείς αποσπασματικά. Κυρίως, όμως, είναι πολλά για να περιμένουμε τους κυβερνώντες, ως φιλήσυχη «μεσαία τάξη», να «πέσουν»: η τακτική του «ώριμου φρούτου» (η ίδια που, εν πολλοίς, προδιέγραψε από το 2012 πολλά από αυτά που συνέβησαν το 2015), έχει καθηλώσει τον ΣΥΡΙΖΑ σε διψήφιες δημοσκοπικές διαφορές εδώ και μια διετία, απέναντι στη χειρότερη Δεξιά από τη Μεταπολίτευση. Δεν θα «πέσουν», λοιπόν. Είναι καιρός να τους διώξουμε.

Παραπομπές:

  1. https://lab.imedd.org/thanatoi-ektos-icu-excess-mortality-greece-2020/
  2. βλ. στοιχεία ΟΟΣΑ 2019 https://stats.oecd.org/Index.aspx?DataSetCode=ANHRS)
+ posts