Εκλογές λοιπόν. Ε, και;

Εκλογές λοιπόν. Ε, και;

Οι εκλογές για τους περισσότερους ανθρώπους που έχουν μια ενεργό, κινηματική σχέση με τα κοινά, δεν αφορούν την επιδίωξη ενός καλύτερου κόσμου αλλά την άμυνα απέναντι σε  ένα χειρότερο. 

Στο ιδεώδες μιας αληθινά δημοκρατικής κοινωνίας – μια φαντασίωση που προσέγγισε κάπως η κλασσική αθηναϊκή δημοκρατία- όλοι οι πολίτες έχουν την ευκαιρία να γνωρίζουν τι συμβαίνει και να συμμετέχουν ισότιμα, τα περισσότερα αξιώματα είναι κληρωτά, τα σώματα διοίκησης είναι πολυπρόσωπα χωρίς αρχηγούς, όσοι αναλαμβάνουν είναι ανά πάσα στιγμή ανακλητοί και όσοι τείνουν να αναλάβουν περισσότερη εξουσία απομακρύνονται άμεσα. Σε μια δημοκρατία υπάρχουν πάρα πολλές ψηφοφορίες για όλα τα σημαντικά θέματα αλλά οι εκλογές περιττεύουν ή έχουν μικρότερη αξία γιατί δεν εκλέγουν κυβερνήτες αλλά πραγματικά εκτελεστικά όργανα. Η διαφορά από τις σημερινές «δημοκρατίες» μέσω αντιπροσώπων,  δεν χρειάζεται να αναλυθεί. 

Ωστόσο όσα από τα σημερινά απολυταρχικά στην πραγματικότητα καθεστώτα λέγονται δημοκρατίες,  περιλαμβάνουν ένα πλήθος δημοκρατικών  κατακτήσεων των λαών ανάμεσα στις οποίες και η δυνατότητα να εκλέγεις τους κάθε φορά κυβερνήτες. Οι κυβερνήτες αυτοί, σχεδόν ποτέ δεν κάνουν όσα δηλώνουν προεκλογικά. Αυτά που κάνουν είναι αποτέλεσμα συσχετισμών αντίρροπων δυνάμεων και του ειδικότερου βάρους που κάθε μια από αυτές τις δυνάμεις έχει στην εκάστοτε κυβέρνηση. Αν για παράδειγμα ο κόσμος που εκπροσωπούν οι κυβερνήτες είναι ο κόσμος των λίγων και ισχυρών και όσους από το εκλογικό σώμα είναι πεπεισμένοι ότι αυτό δεν αλλάζει, τότε η κυβερνητική πορεία θα είναι πίσω ολοταχώς: μεγαλύτερη ενίσχυση των ισχυρών, μεγαλύτερος περιορισμός των ελευθεριών και των δικαιωμάτων. 

Στην αντίθετη περίπτωση, δηλαδή όταν οι κυβερνήτες διεκδικούν να εκπροσωπήσουν τους μη προνομιούχους ή έστω ένα μέρος τους, το αποτέλεσμα δεν είναι δεδομένο. Είναι βέβαιο ότι έστω και κατ’ επίφαση πολλά πράγματα θα είναι εντελώς διαφορετικά επί της αρχής, παρ’ όλ’ αυτά αργά ή γρήγορα θα τείνουν να ενδώσουν στην υποστήριξη ή έστω στην ανοχή των ισχυρών, κάτι που συνήθως έχει εξασφαλιστεί ήδη από την προεκλογική περίοδο. 

Και στις δύο εκδοχές κυβερνητών, οι ισχυροί – επιχειρούν πάντα το ίδιο με όλη τους την δύναμη: να γίνουν ακόμη πιο ισχυροί κάνοντας τους πολλούς ακόμη πιο ανίσχυρους. Η πορεία των πραγμάτων εξαρτάται την δυναμική με την οποία στρώματα των μη προνομιούχων ή και όλοι μαζί αντιστέκονται και διεκδικούν. Η διαφάνεια, η λογοδοσία, η δικαιοσύνη, η προστασία του περιβάλλοντος, ο σεβασμός των δικαιωμάτων των πιο ευάλωτων, η κατάργηση των διακρίσεων κλπ είναι μέρος του αγώνα των μη προνομιούχων ακόμη και αν πολλοί από αυτούς δεν το συνειδητοποιούν ή ακόμη και εκφράζονται εχθρικά προς όσους διεκδικούν π.χ. την προστασία του περιβάλλοντος σε αντίθεση με το όραμα της «ανάπτυξης», τα δικαιώματα των γυναικών και των ΛΟΑΤΚΙ σε σχέση με τις παραδοσιακές εργατικές διεκδικήσεις, τα δικαιώματα των προσφύγων σε σχέση με την εγχώρια φτωχοποίηση κλπ. 

Το αν οι αντιστάσεις και οι διεκδικήσεις θα προχωρήσουν τον κόσμο έστω και μισό βήμα μπροστά, δεν εξαρτάται από τους κυβερνήτες. Όσοι εξαντλούν την παρέμβασή τους στα κοινά γύρω από τις εκλογές, ανεξάρτητα από τον κυβερνήτη, το κόμμα, την παράταξη κλπ που στηρίζουν, δεν είναι σε θέση να επηρεάσουν θετικά την εξέλιξη, ακόμη και αν οι εκλεκτοί τους κερδίσουν την εκλογική αναμέτρηση. Και ενώ θεωρητικά τουλάχιστον τα περισσότερα κόμματα που διεκδικούν την εκπροσώπηση των μη προνομιούχων το αναγνωρίζουν, στην πράξη συχνά αποτελούν εκλογικούς μηχανισμούς με μέλη που βρίσκονται σε ύπνωση και αναλαμβάνουν δράση μόνο εν όψει εκλογών.  

Αν όμως έτσι έχουν τα πράγματα, υπάρχει διαφορά ανάμεσα σε έναν κυβερνήτη -εκπρόσωπο της ολιγαρχίας και σε ένα κυβερνήτη- εκπρόσωπο των μη προνομιούχων; Ή αλλιώς είναι σωστό το παλιό σύνθημα ότι αν οι εκλογές μπορούσαν να αλλάξουν τον κόσμο θα ήταν παράνομες;  

Κατά τη γνώμη μου η απάντηση στη πρώτη ερώτηση είναι ναι και στη δεύτερη όχι. Στην πρώτη ερώτηση είναι πιο εύκολο να το απαντήσει κανείς, ιδιαίτερα μετά από την τρέχουσα κυβερνητική εμπειρία.  Η απροκάλυπτη παντοδυναμία των ισχυρών που – με τις όποιες μεταξύ τους αντιθέσεις-  κυβερνούν με την διαμεσολάβηση εικονικών κυβερνητών εμφανώς άβουλων και με υπαλληλική σχέση, όχι μόνο μεγαλώνει τις διαφορές αλλά παράγει και ένα κλίμα ήττας και υποχώρησης στην καθημερινή διελκυστίνδα με τους μη προνομιούχους. Ένα κλίμα που επιδεινώνει την κατάσταση και αναπόφευκτα ευνοεί την άνοδο της λαϊκίστικής Ακροδεξιάς που εκπροσωπείται εκτός και εντός της κυβερνώσας Δεξιάς. 

Στην δεύτερη μοιάζει σαν να αποδεχόμαστε ότι οι εκλογές είναι μια φάρσα, ένα τέχνασμα των ισχυρών για να αποδώσουν μια ψευδαίσθηση συμμετοχής στον λαό, ενώ οι αποφάσεις συνεχίζουν να λαμβάνονται ερήμην του. Όση όμως πραγματικότητα και αν έχει αυτή η θεώρηση δεν παύει να είναι επί της ουσίας λανθασμένη. Οι εκλογές κερδήθηκαν με αγώνες πρώτα για τους άντρες και μετά για τις γυναίκες. Στη χώρα μας μέχρι πριν από 50 χρόνια, οι εκλογές δεν ήταν ούτε πάντα δεδομένες ούτε πάντα χωρίς αποκλεισμούς, χωρίς άμεση βία και εκτεταμένη νοθεία. Σήμερα το ίδιο ισχύει για το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου αφού οι εκλογές έχουν όχι μόνο πραγματική αλλά και συμβολική σημασία. Παρότι μόνο η καθημερινή αδιάκοπη δράση και παρουσία εξασφαλίζει την κίνηση προς τα μπρος, οι εκλογές σηματοδοτούν κυρίως την ανάγκη μας να αμυνθούμε, να δηλώσουμε ότι δεν μας αρέσουν οι κυβερνήτες που υλοποιούν ευθέως τις αποφάσεις των ισχυρών, να ενισχύσουμε την αισιοδοξία στην ενασχόληση με τα κοινά, να αναγκάσουμε τους ισχυρούς σε κάποια αναδίπλωση, να φρενάρουμε τον καλπασμό τους επάνω μας. 

Ένα βασικό πρόβλημα με τις εκλογές είναι ότι οι επιλογές ψήφου είναι περιορισμένες σε συνδυασμό και με την θεωρία της χαμένης ψήφου αφού ακόμη και με το παρόν εκλογικό σύστημα υπάρχει ο φραγμός του 3% για την είσοδο στη Βουλή. Ωστόσο όσοι δεν αντιλαμβάνονται τις εκλογές ως την μόνη και καθοριστική αναμέτρηση για τις πολιτικές εξελίξεις, αλλά ως φρένο για την επιδείνωση της κατάστασης, η απάντηση είναι ψήφος σε όποιο κόμμα θεωρούν ότι εξυπηρετεί καλύτερα αυτό το στόχο. Η ενδυνάμωση των χώρων που εκπροσωπούν «καλύτερα» τον κόσμο των μη προνομιούχων ανεξάρτητα με το αν θα κυβερνήσουν ή αν θα διευρύνουν την εκλογική τους βάση. Αν η κυβερνητική εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ προκάλεσε μεταπολιτευτικά ρεκόρ αποχής στις αναμετρήσεις του Σεπτέμβρη του 15 (43,5%) και του Ιούλη του 19 (42%), η κυβερνητική εμπειρία της ΝΔ, καλεί για συμμετοχή. Και όσο και αν το αίτημα της αλλαγής δεν περιμένουμε να εξυπηρετηθεί από τις εκλογές, η ανάγκη της απαλλαγής έστω και πρόσκαιρα είναι επιτακτική, κρίσιμη και πρέπει να αποτυπωθεί στο εκλογικό αποτέλεσμα. 

Δέσποινα Σπανούδη
+ posts