«Solus ipse»*

«Solus ipse»*

Η Τέχνη και ο Πολιτισμός στη μέγγενη των Ιδρυμάτων Πολιτισμού, του καπιταλιστικού φιλανθρωπισμού και της νεοφιλελεύθερης «κοινωνίας των πολιτών»

 

«Ό,τι και αν κάνει ένα μέλος της αστικής κοινωνίας, είναι πάντα λάθος. Οτιδήποτε γίνεται από την αστική τάξη, όσο ειλικρινές, βαθύ κ ευγενικό κι αν είναι, βρίσκεται πάντα στη λάθος πλευρά των γραμμών». 

Π.Π. Παζολίνι

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο κυρίαρχος και αυταρχικός λόγος προβάλλεται τώρα ως εναλλακτικός και φοράει τον αντικομφορμιστικό του μανδύα. Ο «θάνατος» του καλλιτεχνικού υποκειμένου αντί να οδηγήσει σε κάποιου είδους απελευθέρωση, εγκατάστησε έναν πολύ ισχυρότερο αυτή την φορά «υποκείμενο», το πολιτιστικό ίδρυμα-θεσμό.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο καπιταλισμός καταλαμβάνει αδιάλειπτα τους ορίζοντες της σκέψης και του λόγου, υποστηρίζοντας το νεοφιλελεύθερο τέλος της ιστορίας. Η γη της καπιταλιστικής επαγγελίας έχει κατακτηθεί. Το τέλος του παρελθόντος  κατανοείται πλέον ως το αέναο παρόν, και τίποτα πια δεν χρήζει αλλαγών.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η συλλογιστική των μεγάλων εκθέσεων τύπου Ντοκουμέντα, Νέον κ.λπ. αναπαράγει με μεγάλη πιστότητα τις συνθήκες της πειθαρχημένης εργασίας, όπου τα πάντα λειτουργούν ελεγχόμενα: σεκιούριτι, κάμερες, προσχεδιασμένα ερωτηματολόγια, πληθώρα εθελοντών να «εξυπηρετήσουν» και να κατευθύνουν το κοινό ανά πάσα στιγμή. Ο θεσμός διαμεσολαβεί τα πάντα. (Για παράδειγμα, το «As One» στο Μουσείο Μπενάκη σε συνεργασία του ΝΕΟΝ με την Μαρίνα Αμπράμοβιτς).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τα τελευταία σαράντα χρόνια με την κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού και την ιδιωτικοποίηση, σταδιακά, των πάντων, έχει εγκαθιδρυθεί η λογική ότι όλα είναι επιχειρήσεις και όλα πρέπει να λειτουργούν σαν επιχειρήσεις: η εκπαίδευση, το σύστημα υγείας, ο πολιτισμός κ.λπ. Και είναι φυσικά γνωστό ότι αναπόσπαστο κομμάτι μιας επιχείρησης είναι και η «εταιρική κοινωνική ευθύνη», δηλαδή το κοινωνικό μάρκετινγκ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[…] οι καπιταλιστές-φιλάνθρωποι έχουν αποκτήσει μια όλο και πιο σημαντική θέση στον παγκόσμιο καπιταλισμό, επηρεάζοντας κυβερνήσεις αλλά και τους διεθνείς οργανισμούς. Η φιλανθρωπία συνδυάστηκε άρρηκτα με το κέρδος και πλέον συστηματοποιήθηκε όχι μόνο σε προσωπικό, αλλά και σε εταιρικό επίπεδο.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η χρηματοδότηση, οι φοροαπαλλαγές των Ιδρυμάτων και οι επιδοτήσεις μέσα από τα προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δείχνουν ότι αυτά βρίσκονται σε σχέση εναγκαλισμού και εξάρτησης από το κράτος και έτσι από κοινού, ιδρύματα και (εθνικό) κράτος κατορθώνουν να προσανατολίσουν τους «πολίτες» στις επιθυμητές κατευθύνσεις του νεοφιλελευθερισμού. Τελευταία στη Ελλάδα βλέπουμε έντονα αυτόν τον «εναγκαλισμό» με την Εθνική Λυρική Σκηνή, την Εθνική Βιβλιοθήκη, την Ακρόπολη, την Εθνική Πινακοθήκη, το ΕΜΣΤ κ.ά.

Λίγο μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, ξεκινά πολύ πιο αποτελεσματικά η μουσειακή – θεσμική αφομοίωση «ανατρεπτικών» καλλιτεχνικών πράξεων καταγγελίας, που γίνονται έτσι μέρος του παιχνιδιού και χάνουν κάθε κριτική τους δυναμική, ενώ στο τέλος της δεκαετίας του ’60 η τέχνη συνδέεται ευθέως με τον χώρο των επιχειρήσεων και του εμπορίου, τον κορμό του πολιτιστικού συστήματος της αστικής τάξης. Η τέχνη σε μεγάλο βαθμό αρχίζει ξανά να παίζει τον παραδοσιακό της ρόλο, δηλαδή τον ρόλο παράπλευρου κοινωνικού χώρου χωρίς σαφή λόγο ύπαρξης, που εξελίσσεται σε ιδιότυπο «think tank» από το οποίο αντλούνται εφόδια ανανέωσης της κοινωνικής κυριαρχίας. (Στα καθ’ ημάς, στις μέρες μας βλέπουμε για παράδειγμα ότι το ΝΕΟΝ είναι προέκταση του think tank διαΝΕΟσις όπου συμμετέχουν συμβουλευτικά και τα άλλα μεγάλα ιδρύματα Λάτση, Ωνάση κ.ά.).

Το κεφάλαιο δείχνει να «απορροφά» και ενσωματώνει τα πάντα μέσα από το θεσμικό σύστημα των ιδρυμάτων, διαμορφώνοντας ένα τοπίο και μια αίσθηση ότι «δεν υπάρχει εναλλακτική» – «There Is No Alternative». Το νεοφιλελεύθερο σλόγκαν του θατσερισμού, απόλυτα κυρίαρχο πια στις μέρες μας, φωνάζει συνεχώς ότι τίποτα δεν μπορεί να υπάρξει πέρα από τον καπιταλισμό και τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει ή να ειπωθεί παρά μόνο εντός του «θεσμού», δηλαδή εντός της λογικής του κεφαλαίου.

Ο θάνατος του Υποκειμένου – η ανάδυση του Θεατή

Το παρωχημένο καύχημα της αστικής ιδεολογίας, το παντοδύναμο καλλιτεχνικό υποκείμενο, ήταν -και παραμένει βέβαια- μια ιδεολογική κατασκευή. Στο τέλος της δεκαετίας του ’60 πέφτει σε ανυποληψία και αμφισβητείται. Το καλλιτεχνικό υποκείμενο «πεθαίνει», για να «γεννηθεί» στη θέση του ο Θεατής, κι ο «θάνατός» του αυτός σηματοδοτεί το τέλος της αυταρχικής του παρουσίας ως ρυθμιστή του νοήματος του καλλιτεχνικού έργου. Αυτή η διαδικασία, δηλαδή του «θανάτου» του υποκειμένου, θα όφειλε να σηματοδοτεί και τον θάνατο του κοινωνικού συστήματος που το γέννησε, κι αυτό προς όφελος μιας κοινότητας δημοκρατικής και δίκαιης. Φυσικά κάτι τέτοιο, όπως ξέρουμε, δεν έγινε ποτέ – δεν θα μπορούσε να γίνει. Αυτή την κατεύθυνση, δηλαδή τον θάνατο του καλλιτεχνικού υποκειμένου και την ανάδυση του θεατή, δεν την επέβαλαν τα κοινωνικά κινήματα της δεκαετίας το ‘60, παρόλο που την επηρέασαν, αλλά πολύ περισσότερο η τεχνολογική κατεύθυνση του δυτικού πολιτισμού και το μεταφορντικό καπιταλιστικό μοντέλο, και μέσα από τους ιθύνοντες των ισχυρών θεσμικών μηχανισμών (για παράδειγμα, στον χώρο της τέχνης η Documenta).

Έτσι ολοκληρώνεται στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 μια μετατόπιση στον δυτικό κόσμο, ένα είδος παλινόρθωσης ενός ακραίου συντηρητισμού μέσα από τον νεοφιλελευθερισμό, που πέρα από την πολιτική κυριαρχία, αποκτά σταδιακά και την ιδεολογική ηγεμονία. Για να επιτευχθεί αυτή η κυριαρχία, έπρεπε να ενσωματωθούν ομάδες που διεκδικούσαν και είχαν ριζοσπαστικά αιτήματα, έτσι ώστε να απορροφηθούν κοινωνικοί κραδασμοί, για να ανανεώσουν, να αναζωογονήσουν την καπιταλιστική οικονομία και κυριαρχία. Η κοινωνία της «συμπερίληψης» κάνει έτσι την εμφάνισή της μέσα από αυτά τα ιδρύματα και τους θεσμούς (και) της τέχνης.

Το νέο «υποκείμενο»: το πολιτιστικό ίδρυμα-θεσμός

Ο κυρίαρχος και αυταρχικός λόγος προβάλλεται τώρα ως εναλλακτικός και φοράει τον αντικομφορμιστικό του μανδύα. Ο «θάνατος» του καλλιτεχνικού υποκειμένου αντί να οδηγήσει σε κάποιου είδους απελευθέρωση, εγκατάστησε έναν πολύ ισχυρότερο αυτή την φορά «υποκείμενο», το πολιτιστικό ίδρυμα-θεσμό. Το νόημα του καλλιτεχνικού έργου συγκροτείται πλέον χωρίς την εξάρτησή του από το καλλιτεχνικό υποκείμενο. Ο καπιταλισμός καταλαμβάνει αδιάλειπτα τους ορίζοντες της σκέψης και του λόγου, υποστηρίζοντας το νεοφιλελεύθερο τέλος της ιστορίας. Η γη της καπιταλιστικής επαγγελίας έχει κατακτηθεί. Το τέλος του παρελθόντος  κατανοείται πλέον ως το αέναο παρόν, και τίποτα πια δεν χρήζει αλλαγών.  Αυτό που αντιμετωπίζουμε τώρα, όπως λέει ο Μ. Φίσερ στον «Καπιταλιστικό ρεαλισμό», «δεν είναι η ενσωμάτωση υλικών που φαινόταν να κατέχουν υπονομευτικές δυνατότητες, αλλά αντίθετα, η προενσωμάτωσή τους» και «Το ‘‘εναλλακτικό’’ και το ‘‘ανεξάρτητο’’ δεν συνιστούν κάτι εξωτερικό της κυρίαρχης κουλτούρας – αντίθετα είναι στυλ, τα κυρίαρχα στυλ, μέσα στο κυρίαρχο». Μάλιστα, αυτό γίνεται σε τέτοιο βαθμό, που η ποιότητα στο πεδίο της τέχνης αποτιμάται με όρους «αβανγκάρντ», αποκλείοντας τους «μη μυημένους». Η συλλογιστική των μεγάλων εκθέσεων τύπου Ντοκουμέντα, Νέον κ.λπ. αναπαράγει με μεγάλη πιστότητα τις συνθήκες της πειθαρχημένης εργασίας, όπου τα πάντα λειτουργούν ελεγχόμενα: σεκιούριτι, κάμερες, προσχεδιασμένα ερωτηματολόγια, πληθώρα εθελοντών να «εξυπηρετήσουν» και να κατευθύνουν το κοινό ανά πάσα στιγμή. Ο θεσμός διαμεσολαβεί τα πάντα. (Για παράδειγμα, το «As One» στο Μουσείο Μπενάκη σε συνεργασία του ΝΕΟΝ με την Μαρίνα Αμπράμοβιτς).

Στις μέρες μας το κεφάλαιο παράγει το ίδιο τα συγκεκριμένα περιεχόμενά των κρίσεών του και έρχεται σε σύγκρουση μαζί τους με τέτοιον τρόπο, ώστε οι κρίσεις του και το κόστος να μεταφέρονται «αυτομάτως» στις υποτελείς τάξεις. Το ίδιο αποφεύγει έτσι το κόστος, ελέγχοντας το απρόβλεπτο και το τυχαίο, υπογράφοντας, ας το πούμε έτσι, μια συνθήκη ειρήνης με τον εαυτό του, η οποία του εξασφαλίζει μια νέα περίοδο ανάπτυξης.

Όλος αυτός ο μηχανισμός δεν περιορίζεται στον χώρο της τέχνης, αλλά είναι διάχυτος σε όλη την παραγωγή της κουλτούρας και επηρεάζει την ρύθμιση της εργασίας και της εκπαίδευσης.

(Το φαινόμενο της πανδημίας του Covid, και η εργαλειοποίησή της από τις κυρίαρχες τάξεις στον πλανήτη, εντάσσεται κατά την γνώμη μου σε αυτή την λειτουργία.)

Πριν από λίγο καιρό, παραμονές της απόφασης στη δίκη της Χρυσής Αυγής, αναρτήθηκε στην πρόσοψη του κτηρίου της στέγης του ιδρύματος Ωνάση η φράση «Σιγά μη φοβηθώ» και η ημερομηνία 7/10/2020. Πρέπει λοιπόν να θεωρηθεί προφανές ότι το πολιτιστικό ίδρυμα έπαιρνε θέση ενάντια στη Χρυσή Αυγή και άρα ενάντια στον φασισμό; Δεν γνωρίζουμε πάντως κάτι για το αν το ίδρυμα που φέρει το όνομα του Ωνάση έχει κάνει την αυτοκριτική του σε σχέση με τον βίο και την πολιτεία του εν λόγου «μεγιστάνα» και την σχέση που είχε με την χούντα των συνταγματαρχών, αλλά και με άλλα καθεστώτα σε άλλες χώρες…

Μια αποκλειστικά ηθική κριτική στον καπιταλισμό το μόνο που καταφέρνει είναι να τον ενδυναμώνει. Τα τελευταία σαράντα χρόνια με την κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού και την ιδιωτικοποίηση, σταδιακά, των πάντων, έχει εγκαθιδρυθεί η λογική ότι όλα είναι επιχειρήσεις και όλα πρέπει να λειτουργούν σαν επιχειρήσεις: η εκπαίδευση, το σύστημα υγείας, ο πολιτισμός κ.λπ. Και είναι φυσικά γνωστό ότι αναπόσπαστο κομμάτι μιας επιχείρησης είναι και η «εταιρική κοινωνική ευθύνη», δηλαδή το κοινωνικό μάρκετινγκ.

Αντίστοιχα λειτουργούν και πολλοί καλλιτέχνες που αναπαριστούν τον εαυτό τους ως καλλιτέχνη του περιθωρίου, ακτιβιστή, υπερασπιστή ανθρωπίνων δικαιωμάτων,  μειονοτήτων κ.λπ., που αποτελεί μέρος της λογικής της καλλιτεχνικής τους δουλειάς και των προϋποθέσεων της επιτυχίας τους.

Αντί να κοινωνικοποιηθεί η αισθητική (και η τέχνη γενικότερα) έχουμε την αισθητικοποίηση της κοινωνικής ζωής.

Καπιταλιστικός φιλανθρωπισμός

Η λογική και η ηθική της φιλανθρωπίας, αν και πολύ παλιά, προσέλαβε νέα ορμή από τα τέλη της δεκαετίας του 1990.

Πλήθυναν έτσι τα φιλανθρωπικά και πολιτιστικά ιδρύματα, που σκοπό είχαν την προστασία τους από τη φορολόγηση, το κτίσιμο του κοινωνικού τους στάτους, καθώς και την απόκτηση ενός χρήσιμου εργαλείου με το οποίο θα είχαν λόγο στις κρατικές υποθέσεις. Έκτοτε οι καπιταλιστές-φιλάνθρωποι έχουν αποκτήσει μια όλο και πιο σημαντική θέση στον παγκόσμιο καπιταλισμό, επηρεάζοντας κυβερνήσεις αλλά και τους διεθνείς οργανισμούς. Η φιλανθρωπία συνδυάστηκε άρρηκτα με το κέρδος και πλέον συστηματοποιήθηκε όχι μόνο σε προσωπικό, αλλά και σε εταιρικό επίπεδο.

Για να φτάσουμε εκεί, υπήρξε ένας συνδυασμός παραγόντων που σχετίζονται με την επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού: Από τη μια οι κυβερνήσεις ξόδευαν όλο και λιγότερα για την κοινωνική πρόνοια, τη φτώχεια, τους αστέγους, την υγεία, την παιδεία, τον «τρίτο» κόσμο˙ από την άλλη, ο πλούτος που συσσώρευσαν οι καπιταλιστές ήταν τόσο μεγάλος, ώστε ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητας δεν υπήρξε τέτοια ανισότητα. Τεράστια κεφάλαια «περίμεναν» με αγωνία κάπου να επενδυθούν.

Στο πλαίσιο αυτό, η εταιρική κοινωνική ευθύνη αναπτύσσεται πλέον ως εργαλείο όχι βέβαια για να κάνει δημοκρατικές και δίκαιες τις επιχειρήσεις, αλλά για να δείχνουν έτσι.

Έτσι, αναπτύχθηκε η λογική περί λιγότερο παρεμβατικού κράτους, η οποία παραδόξως θεωρεί ότι η στρατιωτική-αστυνομική εγγύηση των συμφερόντων των καπιταλιστών δεν έχει παρεμβατικό χαρακτήρα, ενώ η αναδιανομή και η κοινωνική πολιτική είναι «παρεμβατικές», άρα ανελεύθερες και καταπιεστικές! Αυτό σημαίνει ότι επιλέγεται ως μοντέλο το κράτος που εγγυάται αποκλειστικά τα καπιταλιστικά συμφέροντα, ενώ απορρίπτεται το αναδιανεμητικό κράτος. Και το πρώτο βαφτίζεται μη παρεμβατικό και φιλελεύθερο», για να συγκαλυφθούν οι έμμεσα και άμεσα κατασταλτικές παρεμβάσεις του. Η αστική πολιτική θεωρία έχει καταφέρει να πείσει και αποσπάσει την κοινωνική συναίνεση ότι το κράτος που με φορολογία, καταστολή και επιδοτήσεις εγγυάται την ελευθερία των λίγων είναι μη παρεμβατικό ενώ το κράτος που με ανάλογα μέσα και ισχυρή δόση κοινωνικής πολιτικής, επιχειρεί να εγγυηθεί την ελευθερία των πολλών, είναι παρεμβατικό…

Η διάκριση ανάμεσα στο ιδιωτικό και το δημόσιο συνιστά βασικό χαρακτηριστικό του καπιταλισμού, που αποβλέπει στην εξασφάλιση του ελέγχου των μέσων παραγωγής από τους ιδιώτες καπιταλιστές και επιδιώκει να παράσχει αυτονομία στους κρατικούς μηχανισμούς προκειμένου να εγγυηθούν τα γενικά συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης και όχι ατομικές επιδιώξεις.

Το «λιγότερο κράτος» είναι η άλλη πλευρά του «περισσότερη αγορά». Το πεδίο της πολιτικής συρρικνώνεται και ζητήματα συλλογικά και κοινά επαφίενται στην «οικονομία», δηλαδή στις ανεξέλεγκτες αποφάσεις των κατόχων κεφαλαίου.

Πρόκειται για εξέλιξη που δηλώνεται με έννοιες όπως εκσυγχρονισμός, ευελιξία, φιλελευθεροποίηση, διαρθρωτικές αλλαγές, αξιολόγηση, μεταρρύθμιση κ.λπ.

Έτσι το κεφάλαιο προσπαθεί να «περιορίσει», ακυρώσει και ευνουχίσει έναν τομέα της ταξικής πάλης και τις ανεπιθύμητες συνέπειές της και να την εγκλωβίσει σε μια γυάλα, στην γυάλα των Ιδρυμάτων. Εκεί μέσα κυριαρχεί ένας ευνουχισμένος και αυτολογοκριμένος λόγος, εντελώς προβλέψιμος και χωρίς να παράγει κοινωνικές συνέπειες. Γιατί ο λόγος που δεν μπορεί να μετασχηματίσει και να αλλάξει την πραγματικότητα είναι λόγος ανούσιος. Ουσιαστικά μέσα στη γυάλα των Ιδρυμάτων Πολιτισμού αναπαράγεται ένα λόγος που είναι καταδικασμένος να πεθάνει εν την γενέσει του, επιτρέποντας αντ’ αυτού την αναπαραγωγή του κυρίαρχου.

 

«Κοινωνία των πολιτών»

Η έννοια της κοινωνίας των πολιτών έχει γίνει η πιο προσφιλής έννοια της κυρίαρχης τάξης. Τα ιδρύματα προωθούν την έννοια της «κοινωνίας των πολιτών» και οι αναφορές σε αυτή την έννοια, οφείλονται στη νεοφιλελεύθερη αντίληψη για το δημόσιο και το ιδιωτικό. Το ιδιωτικό, σε αντίθεση με το δημόσιο, δεν θεωρείται πολιτικό.

Τα Ιδρύματα αποφεύγουν συνήθως τις άμεσες αναφορές στην πολιτική, κάτι που  αποτελεί αντανακλαστικό αυτοσυντήρησης. Σε ένα κατακερματισμένο και εξατομικευμένο κοινωνικό περιβάλλον, η πολιτική απωθεί τους περισσότερους ανθρώπους καθώς τα «οράματα» χρεοκοπούν. Έτσι οι πολιτικές επιδιώξεις εμφανίζονται με τον μανδύα του κοινωνικού ενδιαφέροντος.

Αυτός ο μανδύας φυσικά παράγει συγκεκριμένα αποτελέσματα. Αυτός που προσπαθεί να κάνει πολιτική θέλοντας να το αποκρύψει, ουσιαστικά αυτολογοκρίνεται. Δεν μιλά κανείς πια εύκολα για την ταξική εκμετάλλευση, για ριζική αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου ή πολύ περισσότερο για επανάσταση, αλλά μιλάει για άρση της αδικίας, για αλληλεγγύη, δικαιώματα κ.λπ. Ουσιαστικά αποδέχεται την παρούσα τάξη πραγμάτων και περιορίζεται σε ηθικού τύπου παραινέσεις, και μια αόριστη κριτική στη διαφθορά ή αναφορές για παγκόσμια δικαιοσύνη, για φορολογία του μεγάλου πλούτου, για αλληλεγγύη στους πρόσφυγες, δωρεάν διανομή φαρμάκων, περισσότερα δικαιώματα στις γυναίκες και στη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα.

Τα Ιδρύματα, μέσα από το πολιτιστικό τους πρόγραμμα, προβάλλουν ένα discurs ακρωτηριασμένο, που δεν αναφέρεται σε συλλογική οργάνωση και σε ριζικές αλλαγές. Αντί για σύγκρουση, να ασκήσουμε πίεση στην κυβέρνηση, να δώσουμε ατομικές λύσεις σε συλλογικά προβλήματα˙ το ταξικό συμφέρον αντικαθίσταται από το «δικαίωμα», προωθώντας τη νομική λύση -και μόνο- σύνθετων κοινωνικών προβλημάτων που παράγει ο καπιταλισμός.

Η λογική της «κοινωνίας των πολιτών» εντάσσεται στο πεδίο αποδοχής της ήττας του λαϊκού κινήματος και της υποχώρησης της ταξικής πάλης τις τελευταίες δεκαετίες, αλλά και ιδιαίτερα στην Ελλάδα μετά το 2012 και πολύ περισσότερο μετά το 2015 και το φιάσκο του ΣΥΡΙΖΑ. Ήττα με την έννοια απόσυρσης από την πολιτική, η οποία πλέον ανατίθεται στους ισχυρούς του χρήματος και τους «ειδικούς». Ταυτόχρονα αποφεύγονται οι κριτικές προς το ιδιωτικό κεφάλαιο που χρηματοδοτεί και «στηρίζει» (με το αζημίωτο βέβαια) μέσα από τα Ιδρύματα την τέχνη και το πολιτισμό.

Η χρηματοδότηση, οι φοροαπαλλαγές των Ιδρυμάτων και οι επιδοτήσεις μέσα από τα προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δείχνουν ότι αυτά βρίσκονται σε σχέση εναγκαλισμού και εξάρτησης από το κράτος και έτσι από κοινού, ιδρύματα και (εθνικό) κράτος κατορθώνουν να προσανατολίσουν τους «πολίτες» στις επιθυμητές κατευθύνσεις του νεοφιλελευθερισμού. Τελευταία στη Ελλάδα βλέπουμε έντονα αυτόν τον «εναγκαλισμό» με την Εθνική Λυρική Σκηνή, την Εθνική Βιβλιοθήκη, την Ακρόπολη, την Εθνική Πινακοθήκη, το ΕΜΣΤ κ.ά.

Η «κοινωνία των πολιτών», φυσικά, δεν εναντιώνετε στον νεοφιλελευθερισμό και δραστηριοποιείται ουσιαστικά για να απαλύνει τις συνέπειές του, μειώνοντας τις κοινωνικές αντιδράσεις. Σκοπό έχει να συνδράμει τα θύματά του χωρίς κανένα πολιτικό σχέδιο. Παραφράζοντας την γνωστή ρήση του Μαρξ, η «κοινωνία των πολιτών» γίνεται «το όπιο του λαού». Δεν αμφισβητεί με κανέναν τρόπο τις καπιταλιστικές δομές και φυσικά δεν επιθυμεί να αναιρέσει τις δευτερεύουσες αντιφάσεις που παράγουν, όπως η πατριαρχία, ο ρατσισμός, ο εθνικισμός, η οικολογική καταστροφή. Ιδού ένα μικρό μόνο παράδειγμα μιας κραυγαλέας αντίφασης. Η Ελευσίνα Πολιτιστική Πρωτεύουσα «Elevsis 2023», που έχει σύμφωνα με τους διοργανωτές τέσσερις στρατηγικές κατευθύνσεις: Πολιτισμός, Άνθρωπος, Πόλη και Περιβάλλον, έχει χορηγό τα Ελληνικά Πετρέλαια, που είναι βασικός υπεύθυνος για την σοβαρή περιβαλλοντική υποβάθμιση της περιοχής…

Βίος και πολιτεία των μεγάλων «ευεργετών»

Τα Ιδρύματα Πολιτισμού φέρουν το όνομα, συνήθως, των ιδρυτών τους. Αυτοί ήταν άνθρωποι με τεράστια περιουσία η οποία αποκτήθηκε με βία και αίμα, με μπόλικη οικολογική καταστροφή, με πατριαρχία, ρατσισμό και εθνικισμό. Τα ιδρύματα ως γνωστόν διατηρούν τις έδρες τους στο Λιχτενστάιν, την Ελβετία ή τις Βερμούδες.

Ενδεικτικά αναφέρουμε στο παρόν κείμενο μερικά παραδείγματα για το πώς «ανδρώθηκαν» κάποιοι από τους «μεγάλους ευεργέτες»:

Ο Πρόδρομος Μποδοσάκης-Αθανασιάδης μεταξύ πολλών άλλων, γνωρίζουμε ότι ήταν λαθρέμπορος και έμπορος όπλων ο οποίος διατηρούσε στενές σχέσεις με τον δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά. Ο Μποδοσάκης-Αθανασιάδης ήταν ο βασικός μέτοχος και διευθυντής της Ελληνικής Εταιρείας Πυριτιδοποιείου-Καλυκοποιείου, κύριος συνεργάτης και χρηματοδότης της οποίας ήταν η Rheinmetall-Borsig, εταιρεία που ελεγχόταν από  τον κορυφαίο συνεργάτη του Χίτλερ, τον Γκέρινγκ (Hermann Göring). Μετά τη ναζιστική εισβολή στην Ελλάδα, ο Μποδοσάκης-Αθανασιάδης εγκατέλειψε την Ελλάδα. Τα εργοστάσιά του όμως και όλες τους οι υποδομές παραδόθηκαν άθικτες στους ναζί, που βρήκαν έτσι έτοιμη την υποδομή για τις όποιες ανάγκες τους. Οι σχέσεις του με την χούντα και η μεγάλη υποστήριξη που του πρόσφερε το καθεστώς των συνταγματαρχών  είναι γνωστές.

Ο Ιωάννης Λάτσης, υπήρξε συνεργάτης των ναζί στην Κατοχή, μαυραγορίτης και δωσίλογος και αμέσως μετά εθνικόφρων και αντικομουνιστής εφοπλιστής. Μετά την απελευθέρωση πέρασε από δικαστήριο δωσίλογων, το οποίο όμως τον αθώωσε. Συνεργάστηκε με όλες τις ελληνικές μετακατοχικές κυβερνήσεις, οι οποίες στήριξαν και εγγυήθηκαν τις ναυτιλιακές του δραστηριότητες, ενώ με τη χούντα των συνταγματαρχών μπήκε στον χώρο των πετρελαίων. Κατηγορήθηκε για την σύμβαση των διυλιστηρίων κατά τη διάρκεια της χούντας. O ίδιος απάντησε στους επικριτές του λέγοντας ότι πάνω απ’ όλα είναι επιχειρηματίας: «Oι επιχειρήσεις δεν πολιτεύονται. Eγώ είχα σύμβαση με την ελληνική κυβέρνηση. Δεν ξέρω χούντα και ξεχούντα. Δεν μ’ ενδιαφέρει πώς έγινε η κυβέρνηση αυτή». Ο Λάτσης με τα δεξαμενόπλοιά του τροφοδοτούσε με πετρέλαιο την Τουρκία κατά την ελληνο-τουρκική κρίση τον Αύγουστο του 1976. Τον Σεπτέμβριο του 1992 συνέβη ένα από τα μεγαλύτερα εργατικά «ατυχήματα» στην ΠΕΤΡΟΛΑ στην Ελευσίνα, όπου έχασαν τη ζωή τους 15 εργάτες και τραυματίστηκαν βαριά άλλοι 24. Ούτε ο Λάτσης ούτε κάποιος άλλος υπεύθυνος είχε την παραμικρή νομική συνέπεια. Τον Μάιο του 2015 άλλο ένα τραγικό δυστύχημα συνέβη στις εγκαταστάσεις των ΕΛ.ΠΕ. στον Ασπρόπυργο, από το οποίο έχασαν τη ζωή τους 4 εργαζόμενοι, ενώ ακόμη δύο τραυματίστηκαν. Οι εγκαταστάσεις του διυλιστηρίου του Λάτση στο Θριάσιο ευθύνονται επίσης, σε μεγάλο βαθμό, λόγω των συνεχών διαρροών υδρογονανθράκων, για το τεράστιο περιβαλλοντικό πρόβλημα στην περιοχή. Στο παρόν κείμενο δεν μπορούμε να αναφερθούμε ενδελεχώς και σε πολλά άλλα, όπως ότι ο Λάτσης, ως βασικός μέτοχος της Eurobank για να αποφύγει να πληρώσει τα 2,5 δισεκ. που του αναλογούσαν στην ανακεφαλαιοποίησή της, δραπέτευσε φορτώνοντας το πρόβλημα στο ελληνικό κράτος, ή για το εμπορικό κέντρο Athens Mall στο Μαρούσι που το ΣτΕ χρόνια μετά την κατασκευή του τ έκρινε τελεσίδικα παράνομο και αυθαίρετο, ή τέλος το Ελληνικό με την Lamda Development που της παραχωρήθηκαν λεόντειες συμβάσεις, προκλητικές κρατικές ενισχύσεις, και ευνοήθηκε σκανδαλωδώς φωτογραφικούς νόμους και δανειοδοτήσεις με ελάχιστες εγγυήσεις.

Ο Σταύρος Νιάρχος, κατά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο «νοίκιασε» στους δυτικούς Συμμάχους τα πλοία του, τα οποία βυθίστηκαν, αποκομίζοντας πολλαπλάσιες της αξίας των πλοίων αποζημιώσεις. Οι σχέσεις του Νιάρχου με τον πρωτεργάτη της χούντας Ν. Μακαρέζο είναι γνωστές. Μάλιστα, ο Μακαρέζος, παίρνοντας το μέρος του Νιάρχου, συγκρούστηκε με τον Παπαδόπουλο ο οποίος υποστήριζε τον Ωνάση, για το ποιος από τους δύο «επενδυτές» θα κέρδιζε τις συμβάσεις με το Δημόσιο για το χτίσιμο διυλιστηρίων. Τελικά, η χούντα παραχώρησε στον Νιάρχο το 70% τού δεύτερου διυλιστηρίου και ο Νιάρχος θα επένδυε 200 εκ. δολάρια, ενώ για τον Ωνάση θα εγκρινόταν άδεια να επενδύσει 600 εκ. δολάρια φτιάχνοντας τρίτο διυλιστήριο. Έτσι, έμειναν όλοι ευχαριστημένοι. Ο Νιάρχος διόρισε μετά την Μεταπολίτευση στα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά τον βασανιστή στρατονόμο Ηρακλή Μπλιώνα. 

Ο Αριστοτέλης Ωνάσης, μεταξύ άλλων, αποκόμισε τεράστια κέρδη από το κυνήγι φαλαινών τη δεκαετία του ‘50. Η φαλαινοθηρία του Ωνάση επεκτάθηκε και στην Ανταρκτική, όπου τα πλοία του «σπάνε» κάθε κανόνα που είχε θεσπιστεί ως τότε. Ήταν επίσης στενός φίλος της χούντας – σε τέτοιο βαθμό, που είχε παραχωρήσει δωρεάν την βίλα του στο Λαγονήσι  στον δικτάτορα Παπαδόπουλο. Επτά αεροπλάνα Boeing 720 αξίας 20,2 εκατ. δολαρίων που αγοράστηκαν από τον Ωνάση, απαλλάχτηκαν κάθε φόρου, τέλους χαρτοσήμου, εισφορών υπέρ του Δημοσίου ή τρίτων, ενώ στη σύμβαση της «Ολυμπιακής Αεροπλοΐας» έγιναν διάφορες τροποποιήσεις, όλες ευνοϊκές για τον Ωνάση. Ο κολλητός της χούντας Ωνάσης ήταν αυτός που κάποτε χαρακτήρισε τον Φράνκο τη μεγαλύτερη διάνοια του κόσμου και τον οποίο δημοσιεύματα του δυτικού Τύπου κατέτασσαν ανάμεσα στους βασικούς χρηματοδότες της γαλλικής οργάνωσης OAS (μυστική παραστρατιωτική οργάνωση κατά της ανεξαρτητοποίησης της Αλγερίας, μέλος της οποίας ήταν και ο Ζαν-Μαρί Λεπέν, μετέπειτα ιδρυτής του γαλλικού Εθνικού Μετώπου – Front National).

Πρέπει να αναφέρουμε επίσης για τους δύο τουλάχιστον από τους «μεγιστάνες», Νιάρχο και Ωνάση, την απόλυτα πατριαρχική και σεξιστική τους στάση απέναντι στις γυναίκες που παντρεύτηκαν και σε όσες ακόμη έζησαν κοντά τους.

Μια ωραία ατμόσφαιρα

Τα Ιδρύματα Τέχνης και Πολιτισμού «επενδύουν» σε αυτόν τον χώρο γιατί είναι ο χώρος όπου μπορούν να αγοράσουν ένα πολύτιμο προϊόν με πολύ λιγότερο κόστος και σε ένα ιδανικό εργασιακό τοπίο με αδύναμη έως ανύπαρκτη συνδικαλιστική οργάνωση, μπόλικο εθελοντισμό, ωράρια διάχυτα και απολύτως ρευστά, επισφαλή εργασία. Η οικονομική βοήθεια που προσφέρουν στους καλλιτέχνες ή στους εργαζόμενους είναι υποαμειβόμενη και σε πολλές περιπτώσεις εντελώς οριακά καλύπτουν βασικά έξοδα της παραγωγής των έργων. Επίσης για μεγάλο τμήμα εργαζομένων που προέρχονται από το ακαδημαϊκό χώρο, τον χώρο των κοινωνικών και ανθρωπιστικών σπουδών, ερευνήτριες και ερευνητές, ιστορικούς τέχνης, καλλιτέχνες κ.λπ. τα ιδρύματα είναι ο μόνος χώρος που μπορούν να βρουν απασχόληση με μορφή χορηγίας και επιδομάτων, κάτι που τους κάνει μακροχρόνια επισφαλείς εργαζόμενους με πολύ χαμηλές αμοιβές αναντίστοιχες με τα προσόντα τους.

Έτσι τα ιδρύματα επιτυγχάνουν τον «εξαγνισμό» των ιδρυτών τους και αποκτούν φθηνά κοινωνική αναγνώριση και κοινωνική συναίνεση, μεγάλες φοροαπαλλαγές, διαφήμιση, παρεμβατικότητα σε πολλά επίπεδα, κρατικές και τραπεζικές ενισχύσεις˙ μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, είναι επίσης κατάλληλες «πλατφόρμες» για ξέπλυμα «μαύρου» χρήματος…

Υπάρχουν αρκετά ιδρύματα που δεν έχουμε αναφέρει – δεν θα μπορούσαμε άλλωστε, οι αναφορές είναι ενδεικτικές. Επίσης υπάρχει ένα ακόμη πεδίο που αφορά τις παρεμβάσεις των ιδρυμάτων ή εταιρειών και επιχειρήσεων στον χώρο του αθλητισμού και των ρόλο τους  σε αυτό των χώρο -ένα πολύ σημαντικό ζήτημα, που όμως εκφεύγει του πλαισίου αυτού του άρθρου.

Η τέχνη και ο Πολιτισμός ασφυκτιούν μέσα σε αυτό το διαμορφωμένο από τα Ιδρύματα τοπίο, και τα καλλιτεχνικά υποκείμενα θα όφειλαν να επανεξετάσουν την θέση τους στο πλαίσιο του αστικού συστήματος καλλιτεχνικής παραγωγής.

Κλείνοντας ίσως ανορθόδοξα, δύο συμβολισμοί πολύ χαρακτηριστικοί για την ουσία της προβληματικής που αναπτύχθηκε στο παραπάνω κείμενο. Ο πρώτος, σχετίζεται με ένα μεγάλο ιστορικό γεγονός: την συμφωνία της Βάρκιζας, που υπογράφτηκε στις 12 Φεβρουαρίου 1945. Οι συνομιλίες έγιναν στη βίλα που ανήκε στον Πέτρο Κανελλόπουλο, γιο του ιδρυτή της βιομηχανίας «ΤΙΤΑΝ» Νικόλαου Κανελλόπουλου…

Ο δεύτερος συμβολισμός αφορά επίσης ιστορικό γεγονός. Τον Ιούλιο του 1990, στο Bridgewater House του Γιάννη Λάτση στο Λονδίνο, πραγματοποιείται η σύνοδος κορυφής του ΝΑΤΟ που σήμανε το τέλος του Ψυχρού Πολέμου (και την έναρξη ενός νέου) και δρομολόγησε την επανένωση της Γερμανίας…

Το παρόν κείμενο είναι το σκεπτικό πλαισίωσης της έκθεσης με τον τίτλο «Solus ipse» που θα πραγματοποιηθεί τον Οκτώβριο του 2021, σε επιμέλεια και οργάνωση του Δημήτρη Χαλάτση.

 

*Ο όρος προέρχεται από τις λατινικές λέξεις solus = μόνος + ipse = ο ίδιος.

Σολιψισμός (αγγλ. solίpsism). Ιδεαλιστική θεωρία, σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχει τίποτε άλλο στον κόσμο, εκτός από το υποκείμενο «εγώ», τον άνθρωπο και τη συνείδησή του. Όλα τα άλλα μέσα στο σύμπαν δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα, αλλά μόνο στη συνείδηση του υποκειμένου. Η ύπαρξή τους είναι αποκλειστικά προϊόν της συνείδησης και τίποτε παραπάνω. Η φύση είναι το συναίσθημα τού εγώ ή η παράστασή του. Κύριος εκπρόσωπος του σολιψισμού ήταν ο Ιρλανδός φιλόσοφος και επίσκοπος George Berkeley

 

Βιβλιογραφία

Νίκος Δασκαλοθανάσης «Ο καλλιτέχνης ως ιστορικό υποκείμενο από τον 19ο στον 21ο αιώνα» εκδόσεις ΑΓΡΑ, 2004

Mark Fisher «Καπιταλιστικός ρεαλισμός» εκδόσεις Futura 2015

Ντανιέλ Μπενσαίντ «Ο Μαρξ της εποχής μας» εκδόσεις τόπος, 2013

Ρολάν Μπαρτ «Εικόνα-μουσική-κείμενο» εκδόσεις Πλέθρον, 2007

Nathalie Heinich «Κοινωνιολογία της Τέχνης», εκδόσεις Πλέθρον, 2014

Δημήτρης Δημούλης «Κοινωνία πολιτών και κοινωνικός μετασχηματισμός. Από την Φιλανθρωπία στον αντικαπιταλισμό», περιοδικό Θέσεις τεύχος 77, 2001