Η κομματική και κυβερνητική κρίση στο Ην. Βασίλειο είναι μια κρίση που, πιστεύουμε, θα διαρκέσει για τα πολλά επόμενα χρόνια. Το συντηρητικό κόμμα των Τόρις (Tories) δύσκολα θα μπορέσει να ξεπεράσει την στρατηγική του κρίση, για λόγους που σχετίζονται περισσότερο με τη βαθιά παρακμή του βρετανικού καπιταλισμού. Όμως, τι ακριβώς συνέβη, το πρόσφατο διάστημα στο Ην Βασίλειο; Γιατί κατέρρευσε, μόλις μέσα σε λιγότερο από έναν μήνα από την ανάδειξή της στην αρχηγία του κυβερνητικού κόμματος και στην πρωθυπουργία η Λιζ Τρας; Τι λάθος είχε ο προϋπολογισμός που κατέθεσε η κυβέρνηση και γιατί οι αγορές αντέδρασαν με τον τρόπο που αντέδρασαν;
Οι φόροι, οι δαπάνες και η αντίδραση της αγοράς
Πολλοί αναλυτές ισχυρίζονται πως ο προϋπολογισμός της Τρας (Liz Truss) ήταν μια κλασική πρόταση φοροαπαλλαγών που ήθελε να μιμηθεί τις θατσερικές και ριγκανικές συνταγές των οικονομικών της προσφοράς (Trickle down economics) και άρα επρόκειτο για μια πρόταση που θα έπρεπε να τραβήξει τη συμπάθεια των αγορών, αντί της ανοιχτής εχθρότητάς τους. Πώς εξηγείται, λοιπόν, η αντίδραση των αγορών; Τι βρήκαν στην πρόταση της οικονομικής πολιτικής των Τόρις που τις «ανησύχησαν»;
Κατ’ αρχάς, η αντίδραση των αγορών στον κατατεθειμένο προϋπολογισμό της κυβέρνησης Τρας δεν ήταν μια αντίδραση τύπου 2008 – 2010. Το βρετανικό Δημόσιο δεν κινδυνεύει να χρεοκοπήσει, ούτε οι αγορές φοβήθηκαν αθέτηση πληρωμών για την εξυπηρέτηση του χρέους του. Η αντίδραση των αγορών δεν ήταν τιμωρητική απέναντι σε ένα, υποτίθεται, σπάταλο Δημόσιο. Η αντίδραση των αγορών αφορούσε, περισσότερο, την απροσδιοριστία του οικονομικού προγράμματος των συντηρητικών και την αδυναμία πρόβλεψης των κινήσεων της ακολουθούμενης δημοσιονομικής τους πολιτικής. Έπειτα, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το γεγονός ότι η Τράπεζα της Αγγλίας, υποτίθεται για να καταπολεμήσει τον πληθωρισμό, αυξάνει τα επιτόκια της στερλίνας αυτήν την περίοδο. Η άνοδος των επιτοκίων, κανονικά, θα οδηγούσε σε ανατίμηση τη στερλίνα. Αντίθετα, αυτή υποτιμήθηκε και σε σχέση με το δολάριο και σε σχέση με το ευρώ. Γιατί συνέβη αυτό; Μήπως η αύξηση των επιτοκίων της κεντρικής τράπεζας της Αγγλίας δεν είναι αρκετή σε σχέση με την αύξηση των αμερικανικών και ευρωπαϊκών επιτοκίων; Τι σχέση μπορεί να έχει με όλα αυτά ο προϋπολογισμός που κατατέθηκε;
Το πρωτοφανές χαρακτηριστικό αυτού του προϋπολογισμού ήταν ότι προέβλεπε γενναίες φορολογικές περικοπές για τους καπιταλιστές (γιατί, υποτίθεται, όταν ευημερούν αυτοί ευημερεί και η υπόλοιπη κοινωνία, σύμφωνα με την θεωρία που έχουν στο κεφάλι τους οι συντηρητικοί) χωρίς να προβλέπει με σαφήνεια τον τρόπο χρηματοδότησης αυτών των φορολογικών περικοπών. Δηλαδή, ο προϋπολογισμός έλεγε ότι θα μειώσει δραστικά του φόρους, αλλά δεν έλεγε ρητά αν θα μειώσει αντίστοιχα και τις κρατικές δαπάνες ή αν θα δανειστεί, από τις χρηματαγορές, τα λεφτά που θα δωρίσει στους καπιταλιστές.
Οι χαμηλότεροι φόροι, εάν δεν αποταμιευτούν, θα οδηγήσουν σε υψηλότερη κατανάλωση, ίσως και σε επενδύσεις, που αυξάνουν τη συνολική ζήτηση. Αλλά η υψηλότερη συνολική ζήτηση θα τείνει να αυξήσει τον πληθωρισμό και η Τράπεζα της Αγγλίας αυξάνει, επί του παρόντος, τα επιτόκια για να μειώσει τον πληθωρισμό. Επομένως, οτιδήποτε αυξάνει τη συνολική ζήτηση θα σημαίνει ότι η Τράπεζα θα πρέπει να αυξήσει περαιτέρω τα επιτόκια. Από την άλλη όμως, αν οι περικοπές φόρων αποταμιευτούν (που είναι το πιθανότερο) και ταυτόχρονα χρηματοδοτηθούν με περικοπές αντίστοιχου ποσού δημόσιων δαπανών, ο συνδυασμός αυτός πιθανά δημιουργήσει σημαντική μείωση της συνολικής ζήτησης, γεγονός που θα πιέσει την Τράπεζα της Αγγλίας να μειώσει τα επιτόκια ή να επιβραδύνει την αύξησή τους.
Μπορούν όμως να μειωθούν οι δημόσιες δαπάνες στην Μ. Βρετανία; Η αναπαραγωγική δυνατότητα της βάσης της οικονομίας της Μ. Βρετανίας έχει πληγεί θανάσιμα από τρεις βασικούς παράγοντες.
Πρώτον, οι δημόσιες δαπάνες έχουν φτάσει στο κατώτατο δυνατό όριό τους, ύστερα από δεκαετίες σκληρής νεοφιλελεύθερης λιτότητας. Δεν μπορούν να μειωθούν άλλο γιατί και οι λειτουργίες του εκπαιδευτικού συστήματος, του νοσοκομειακού συστήματος, της συντήρησης και επέκτασης των βασικών υποδομών κοινωνικού και οικονομικού εξοπλισμού έχουν φτάσει και αυτές στα όρια αντοχής τους.
Δεύτερον, η συνολική παραγωγικότητα της βρετανικής οικονομίας είναι από τις χαμηλότερες μεταξύ των οικονομιών των χωρών του ΟΟΣΑ, οι επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες και σε έρευνα επίσης.
Τρίτον, η πανδημία και η κλιματική αλλαγή πιέζουν για επιπρόσθετες δημοσιονομικές παρεμβάσεις αντιμετώπισης των έκτακτων καταστάσεων. Ακόμα και η πιο ικανή νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση να υπάρξει, που να υποσχεθεί τις πιο δραστικές περικοπές δημόσιων δαπανών, δεν θα γίνει πιστευτή από τις αγορές, γιατί απλούστατα δεν μπορεί να υλοποιήσει τα υποσχόμενα.
Η κρίση του νεοφιλελευθερισμού και η κρίση των κυβερνητικών – οικονομικών προγραμμάτων
Η επί δεκαετίες άσκηση σκληρών νεοφιλελεύθερων πολιτικών λιτότητας έχει αφήσει το αποτύπωμά της στη πολιτική σκηνή του Ην Βασιλείου. Συγκεκριμένα, έχει οδηγήσει στη στρατηγική αφλογιστία της διακυβέρνησης του καπιταλισμού και ίσως σε ολέθρια, μη ανατάξιμα λάθη (Βλέπε Brexit). Το πράγμα πάει ακόμα πιο βαθιά, αν σκεφτούμε την κατάσταση του Ην. Βασιλείου ως συσσώρευση τρομακτικών δυσλειτουργιών του οικονομικού του συστήματος, όπως τα πολύ χαμηλά ποσοστά επενδύσεων που παρατηρούνται, τη στάσιμη παραγωγικότητα, τη διαρκώς αύξουσα φτώχεια και ανισότητα, τη μείωση του προσδόκιμου ζωής, την μπλοκαρισμένη κοινωνική κινητικότητα, την επιδεινούμενη πρόσβαση σε δημόσιες υπηρεσίες, την προβληματική παροχή συντάξεων, τη χαμηλή ποιότητα στέγασης, τη διεύρυνση του ελλείμματος των τρεχουσών συναλλαγών, την υποβάθμιση στις μεταφορές και στις άλλες υποδομές κοινωνικού εξοπλισμού. Επί του παρόντος, έχει πολύ χαμηλή ανεργία, αλλά αυτή η αμφίβολη επιτυχία αντικατοπτρίζει μόνο την «ικανότητα» της οικονομίας να δημιουργεί μεγάλους αριθμούς κακοπληρωμένων, επισφαλών θέσεων εργασίας, σε μια αγορά εργασίας που «αγκομαχάει» για να εκτελέσει τον κατανεμητικό της ρόλο και στην οποία εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι, συχνά υποαπασχολούμενοι, παγιδεύονται στην εργασιακή φτώχεια και στην εξάρτηση από τις τράπεζες τροφίμων.
Η βρετανική πολιτική σκηνή έχει μείνει χωρίς στρατηγικό προσανατολισμό. Η αντικατάσταση των μακροπρόθεσμων αστικών πολιτικών από περιστασιακές πρακτικές, η παρακμή του δυτικού αναπτυξιακού υποδείγματος της τριτογενοποίησης και η παρουσίαση της λιτότητας σαν φυσικής επιλογής και τεχνοκρατικής αναγκαιότητας, στο βραχυπρόθεσμο διάστημα οδήγησαν στην πρωτοφανή παρουσίαση ενός προϋπολογισμού χωρίς πηγές εσόδων (οι φόροι είναι αντιαναπτυξιακοί, ο δανεισμός είναι επικίνδυνος) παρά μόνο με υποθέσεις και εικασίες. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο προϋπολογισμός (fiscal budget) ονομάστηκε, υποτιμητικά ίσως, «δημοσιονομικό γεγονός» (fiscal event), ως κάτι μερικό και αποσπασματικό και όχι λογιστικά τεκμηριωμένο και πολιτικά στρατηγικό.
Υπήρξαν τρία επίπεδα αβεβαιότητας που έπληξαν την στερλίνα αλλά όχι, προς το παρόν, τη δημοσιονομική φερεγγυότητα του Ην. Βασιλείου:
Το πρώτο επίπεδο είναι η αμφίβολη εξέλιξη της δημοσιονομικής πολιτικής για την κάλυψη των μεγάλων φορολογικών εκπτώσεων στο κεφάλαιο. Αν δεν καλυφθούν με περικοπές κρατικών δαπανών, θα οδηγήσουν στην ανάγκη σημαντικής ποσότητας δανεισμού. Οι κρατικές δαπάνες, για διάφορους λόγους, είναι εξαιρετικά ανελαστικές αυτήν την περίοδο και δεν μπορούν να περικοπούν εύκολα.
Το δεύτερο επίπεδο είναι η αμφίβολη εξέλιξη και της νομισματικής πολιτικής. Το γεγονός ότι η Τράπεζα της Αγγλίας θα πρέπει να παρέμβει ως «διαπραγματευτής της τελευταίας ανάγκης» (όπως έκανε πρόσφατα και για τα παράγωγα των ασφαλιστικών αμοιβαίων κεφαλαίων) εγείρει ξανά την αβεβαιότητα για τις μελλοντικές ενέργειες νομισματικής πολιτικής της Τράπεζας. Η στήριξη του ενεργητικού, δηλαδή της αξίας των περιουσιακών στοιχείων αρκετών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, από την τράπεζα της Αγγλίας αποτελεί αλληλοσυγκρουόμενη πολιτική με την πολιτική νομισματικής σύσφιξης που ακολουθούν αυτήν την περίοδο οι κεντρικές τράπεζες όλου του κόσμου (πλην της Ιαπωνίας ίσως).
Το τρίτο επίπεδο αβεβαιότητας είναι η αμφίβολη εξέλιξη της συνολικής πολιτικής στρατηγικής των συντηρητικών. Μετά την ανεπαρκέστατη διαχείριση του Brexit αλλά και μετά το ίδιο το Brexit, ως αλλοπρόσαλλη πολιτική των Τόρις, η κατάθεση ενός προϋπολογισμού που δεν είναι σαν τους άλλους αλλά έχει μόνο κάποια στοιχεία προϋπολογισμού, έχει δημιουργήσει πολλές αμφιβολίες για την ικανότητα του πολιτικού και κομματικού συστήματος να ανατρέψει την πολιτική και οικονομική παρακμή του Ην. Βασιλείου.
Και τα τρία επίπεδα αβεβαιότητας οφείλονται στο ότι ο νεοφιλελευθερισμός, ως μόνιμα προεπιλεγμένη πολιτική όλου του κομματικού συστήματος, έχει εξαντλήσει τα καύσιμά του. Και τα τρία επίπεδα πιέζουν την στερλίνα να υποτιμηθεί. Η σχέση αιτιότητας πάει ως εξής: Λόγω της αμφισβητούμενης πολιτικής στρατηγικής και των αλλεπάλληλων πολιτικών σφαλμάτων των συντηρητικών, αυξάνεται το ρίσκο που αντιμετωπίζουν όσοι κρατούν περιουσιακά στοιχεία σε στερλίνα. Η αύξηση των ρίσκου καθιστά αβέβαιη την εξέλιξη των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων και κατόπιν των μακροπρόθεσμων επιτοκίων. Χώρες, σαν το Ην. Βασίλειο που εκδίδουν χρέος στο δικό τους νόμισμα και σε λογικά ύψη, ως προς το ΑΕΠ, δεν αντιμετωπίζουν προβλήματα φερεγγυότητας και ρευστότητας. Μπορούν να γίνουν αφερέγγυα, ωστόσο, εάν τα περιουσιακά στοιχεία των παραγωγικών μονάδων και των βασικών χρηματοπιστωτικών θεσμών καταρρεύσουν σε σημείο όπου το νόμισμα της οικονομίας δεν υποστηρίζεται από αυτά.
Η κρίση του Ην. Βασιλείου είναι μια διαφορετική κρίση. Μια κρίση με διαφορετική διαδρομή από αυτήν που είχε η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Μια κρίση που καταλήγει όμως στο ίδιο σημείο με τις άλλες χρηματοπιστωτικές κρίσεις. Και αυτό εξαιτίας των δογματικών και αμετακίνητων νεοφιλελεύθερων πολιτικών.
1 https://www.davisgrant.co.uk/blog/how-a-fiscal-event-differs-from-a-budget/
2 https://www.ft.com/content/08908266-cc47-4cda-b8d4-97a8ac433a6d
-
Πέτρος Σταύρουhttps://commune.org.gr/author/petrosstaurou/
-
Πέτρος Σταύρουhttps://commune.org.gr/author/petrosstaurou/
-
Πέτρος Σταύρουhttps://commune.org.gr/author/petrosstaurou/
-
Πέτρος Σταύρουhttps://commune.org.gr/author/petrosstaurou/