Μετάφραση από το Counterfire της 10ης Ιουλίου 2024.
Οι γαλλικές και οι βρετανικές βουλευτικές εκλογές την πρώτη εβδομάδα του Ιουλίου διεξήχθησαν σε διαφορετικές πολιτικές στιγμές, υπό πολύ διαφορετικά εκλογικά συστήματα και παρήγαγαν σημαντικά αποκλίνοντα αποτελέσματα.
Από τις γαλλικές εκλογές προέκυψε ένα Κοινοβούλιο χωρίς κανένα κόμμα να έχει απόλυτη πλειοψηφία, με την Αριστερά να είναι πρώτη στις δημοσκοπήσεις, το (ακραίο) κέντρο να έρχεται δεύτερο και την ακροδεξιά τρίτη. Οι βρετανικές εκλογές έφεραν μια μαζική πλειοψηφία για ένα εξαιρετικά κεντρώο-προς-δεξιόστροφο κεντροαριστερό κόμμα και ένα κατά τα άλλα πολύ κατακερματισμένο Κοινοβούλιο.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται για αντίθετα αποτελέσματα. Οι γαλλικές εκλογές, που δήθεν προκηρύχθηκαν για να τερματίσουν ένα πολιτικό αδιέξοδο, απέτυχαν να το πράξουν και οδηγούν σε άμεση κρίση. Οι βρετανικές εκλογές, που διεξήχθησαν πρόωρα αλλά παρ’ όλα αυτά αντανακλούν έναν κανονικό κύκλο εκλογών τουλάχιστον κάθε πέντε χρόνια, ήταν δεδομένες και δεν προοιιωνίζονται άμεση κρίση.
Παρ’ όλα αυτά, θα υποστηρίξω ότι υπήρξαν κάποια κοινά θέματα και τάσεις που αποκαλύφθηκαν και στις δύο χώρες, τα οποία αξίζουν προβληματισμού για την Αριστερά και στις δύο χώρες, και πολύ περισσότερο για την Αριστερά διεθνώς. Τα θέματα που θα καλύψω δεν θα τα εξετάσω εξαντλητικά, αλλά θα τα χωρίσω σε τέσσερις ενότητες: την αποδυνάμωση του Κέντρου, την απειλή της Δεξιάς, τις δυνατότητες της Αριστεράς και την ανάγκη για αντικαπιταλιστική πολιτική.
1. Αποδυνάμωση του κέντρου
Αυτό που είδαμε και στις δύο χώρες ήταν μια ορατή μείωση των ψήφων που έλαβαν τα κόμματα του κατεστημένου, ή το «ακραίο κέντρο», όπως έχει γίνει γνωστό την τελευταία δεκαετία. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της παγκόσμιας ηγεμονίας του νεοφιλελευθερισμού, μιας αντιδραστικής ιδεολογίας που δίνει έμφαση στην κυριαρχία της αγοράς και την τεχνοκρατική διακυβέρνηση.
Τόσο στη Γαλλία όσο και στη Βρετανία, όπως και αλλού, είδαμε τη συμμετοχή και την εμπιστοσύνη στην πολιτική στο σύνολό της να μειώνεται, με τα κυρίαρχα κόμματα να είναι δύσκολο να ξεχωρίσουν λόγω της προσήλωσής τους στις καθιερωμένες νεοφιλελεύθερες μεθόδους διαχείρισης. Η τάση αυτή επιταχύνθηκε μετά το οικονομικό κραχ του 2008 και την επακόλουθη μιάμιση δεκαετία λιτότητας, υποτονικής ανάπτυξης και αυξανόμενων ανισοτήτων.
Και αυτό για να μην αναφέρουμε τους πολέμους στο εξωτερικό και τον ρατσισμό στο εσωτερικό που συνοδεύουν την άνοδο του νεοφιλελευθερισμού σε παγκόσμια κλίμακα, καθώς τα κράτη γίνονται πιο αυταρχικά και προσπαθούν να ανταποκριθούν στον αυξανόμενο ανταγωνισμό με οικονομικά, πολιτικά και όλο και περισσότερο στρατιωτικά μέσα. Από το Ιράκ και το Αφγανιστάν μέχρι την Παλαιστίνη και την Ουκρανία, τα χρήματα βρίσκονται πάντα για τον πόλεμο, αλλά είναι ελάχιστα για την κοινωνική πρόνοια.
Επομένως, αυτό που έδειξαν τόσο οι γαλλικές όσο και οι βρετανικές εκλογές είναι ότι τα παραδοσιακά κόμματα είναι πιο αδύναμα από ποτέ όσον αφορά την εξασφάλιση της εμπιστοσύνης του εκλογικού σώματος. Στη Γαλλία έχουν σχεδόν εξαφανιστεί, το δε κεντρώο κόμμα, το Ensemble, που ευθυγραμμίζεται με τον μαχόμενο για πολιτική επιβίωση Γάλλου προέδρου, Emmanuel Macron, έχασε την πρωτοκαθεδρία του και ήρθε δεύτερο, χάνοντας πάνω από εβδομήντα έδρες σε σχέση με το 2022.
Τα δύο κύρια βρετανικά κόμματα του κατεστημένου, εν τω μεταξύ, είχαν το χαμηλότερο αθροιστικά ποσοστό ψήφων από το 1918. Ακόμα και αν οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες συμπεριληφθούν στην καταμέτρηση του κατεστημένου, εκείνοι που βρίσκονται εκτός των τριών κύριων πολιτικών κομμάτων κέρδισαν το υψηλότερο ποσοστό από το 1918. Η πλειοψηφία των Εργατικών, που μετρά σχεδόν τα δύο τρίτα των εδρών, κερδήθηκε με λίγο περισσότερο από το ένα τρίτο της λαϊκής ψήφου, σε συνθήκες χαμηλής συμμετοχής, με μισό εκατομμύριο λιγότερες ψήφους σε σχέση με την εκλογική επίδοση του κόμματος το 2019.
2. Η απειλή από τη δεξιά
Με το κυβερνητικό κέντρο στη Γαλλία και τη Βρετανία να αποτυγχάνει να βρει λύσεις στα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζουν και οι δύο χώρες, είναι πολύ πιθανό να βρεθούν αντιμέτωποι με την αντιπολίτευση τα επόμενα χρόνια. Η απειλή ότι αυτή η αντιπολίτευση θα προέρχεται από τη Δεξιά είναι προφανής και στην πραγματικότητα αντικατοπτρίζει την προσπάθεια του κατεστημένου να παρουσιάσει την πολιτική ως πρωτίστως θέμα του Κέντρου έναντι της Δεξιάς.
Στη Γαλλία, οι εκλογές στην πραγματικότητα προκηρύχθηκαν από τον Μακρόν αφού ο ακροδεξιός Εθνικός Συναγερμός της Μαρίν Λεπέν πρώτευσε στις ευρωεκλογές. Επρόκειτο για απόπειρα να αναδείξει το κεντρώο κόμμα του ως το κύριο μπλοκ απέναντι στη Δεξιά. Το γεγονός ότι η προσπάθεια αυτή απέτυχε και ότι το κόμμα του ήταν τρίτο στον πρώτο γύρο των βουλευτικών εκλογών και δεύτερο στον δεύτερο γύρο, σημαίνει ότι το στοίχημα απέτυχε. Τον δρόμο στην άκρα δεξιά έφραξε η απροσδόκητη άνοδος της Αριστεράς, και αν δεν υπήρχε αυτό, πιθανότατα θα είχε κερδίσει.
Στη Βρετανία, οι Συντηρητικοί τιμωρήθηκαν για δεκατέσσερα χρόνια λιτότητας, χάους και πολιτιστικών πολέμων, αλλά σημαντικός ωφελημένος από την πτώση τους ήταν το (ακρο)δεξιό κόμμα Reform UK με επικεφαλής τον Νάιτζελ Φάρατζ. Το γεγονός ότι το εκλογικό σύστημα υποβαθμίζει τη σημασία της ανόδου του Reform UK, καθώς συγκέντρωσε μόνο πέντε έδρες στο Ουέστμινστερ, δεν πρέπει να μας κάνει να εφησυχάζουμε. Κέρδισαν πάνω από τέσσερα εκατομμύρια ψήφους, η δε ρατσιστική εκστρατεία του Φάρατζ έχει μετατοπίσει τον πολιτικό άξονα προς τα δεξιά με την πάροδο των ετών. Η επίθεση του ηγέτη των Εργατικών Keir Starmer στους Μπαγκλαντεσιανούς κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας δεν μπορεί να γίνει κατανοητή χωρίς αναφορά στον Farage.
Η διαπίστωση ότι ο Εθνικός Συναγερμός της Λεπέν στη Γαλλία ή η Μεταρρύθμιση του Φάρατζ στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι λιγότερο ριζοσπαστικοί από τους προκατόχους τους δεν πρέπει να εκλαμβάνεται σαν απλή «κεντροποίηση» της Δεξιάς. Η αλματώδης άνοδός τους νομιμοποίησε τις αντιδραστικές ιδέες στην κοινωνία και επέτρεψε στις βασικές ομάδες των φασιστών να συνδεθούν ευκολότερα με τις μάζες του πληθυσμού. Στην πραγματικότητα, ο Εθνικός Συναγερμός εξακολουθεί να έχει στον πυρήνα του τους ίδιους ανθρώπους που διοικούσαν το φασιστικό Εθνικό Μέτωπο, το οποίο μετονομάστηκε το 2018, αλλά η στρατηγική τους ήταν να μεταμφιεστούν σε εθνικιστές για να ανανεώσουν τη νομιμοποίησή τους. Μια μυστική έρευνα του Al Jazeera ήδη από το 2019 αποκάλυψε τις συνεχιζόμενες σχέσεις μεταξύ των ηγετών του Εθνικού Συναγερμού και των νεοφασιστικών ομάδων. Είναι εφησυχασμός να πιστεύουμε ότι κόμματα όπως ο Εθνικός Συναγερμός που θα μπουν στην κυβέρνηση δεν θα αποτελούν απειλή για τη δημοκρατία και την εργατική τάξη.
Ενώ η Reform UK είναι μια διαφορετική απειλή, το πρόγραμμά της δεν είναι μόνο ρατσιστικό και αντιμεταναστευτικό, αλλά απαιτεί ένα πιο καταπιεστικό κράτος με μιλιταριστική αστυνομία, επιτίθεται στους αιτούντες επιδόματα, προτείνει ένα νέο νομοσχέδιο για την ελευθερία του λόγου για να «σταματήσει την αριστερή προκατάληψη και την πολιτικά ορθή ιδεολογία που απειλεί την προσωπική ελευθερία και τη δημοκρατία» και μεταφέρει τον πολιτισμικό πόλεμο στα σχολεία. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η άνοδος ενός τέτοιου κόμματος μπορεί να τροφοδοτήσει την άνοδο των φασιστικών στρωμάτων, τα οποία ιστορικά πάντα αναπτύσσονταν όταν οι Εργατικοί ήταν στην εξουσία και αποτύγχαναν να προσφέρουν. Η ανανεωμένη αυτοπεποίθηση του φασίστα Τόμι Ρόμπινσον στην Αγγλία θα πρέπει να αποτελέσει προειδοποίηση ότι η Δεξιά ριζοσπαστικοποιείται και φτάνει σε νέα στρώματα. Θα ήταν ανοησία να αγνοήσουμε αυτή την τάση.
3. Ευκαιρίες για την Αριστερά
Επομένως, πρέπει να υπάρχει μια αίσθηση επείγοντος στην Αριστερά σχετικά με την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε: το αποτυχημένο Κέντρο τροφοδοτεί την ισχυροποίηση των πτερύγων της Δεξιάς, κι αυτές με τη σειρά τους ριζοσπαστικοποιούν η μία την άλλη προς μια δεξιά κατεύθυνση. Αν μη τι άλλο, η γαλλική κατάσταση είναι ένα πιο προχωρημένο επίπεδο κρίσης από αυτό της Βρετανίας, αλλά η τάση είναι παρόμοια. Για να το θέσουμε διαφορετικά: η Γαλλία απεικονίζει την κατεύθυνση της Βρετανίας σε πιο ώριμη μορφή.
Τίποτα, φυσικά, δεν είναι προκαθορισμένο και η σημασία της πολιτικής στρατηγικής και τακτικής είναι κρίσιμη. Αυτό που βλέπουμε στη Γαλλία δίνει την ευκαιρία να σκεφτούμε πάνω σε διαφορετικές δυνατότητες από αυτές που προσφέρονται στην κυρίαρχη πολιτική σφαίρα. Για να το καταδείξουμε αυτό, είναι χρήσιμο να θυμηθούμε μια ερώτηση που τέθηκε στον Τζέρεμι Κόρμπιν όταν κέρδισε την έδρα του Islington North ως ανεξάρτητος.
Τον ρώτησαν αν το μάθημα της βραδιάς ήταν ότι αν πας τους Εργατικούς στο κέντρο, κερδίζεις με θριαμβευτική νίκη στο κοινοβούλιο. Η απάντηση του Κόρμπιν ήταν ότι μπορείς να κερδίσεις με θριαμβευτική νίκη στο κοινοβούλιο, αλλά αν έχεις πολιτικές που δεν μπορούν να επιλύσουν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι απλοί άνθρωποι στη χώρα, τότε ποιο είναι το νόημα; Πράγματι, κι αυτό θα είναι ένα πρόβλημα για τους Εργατικούς, αλλά η αλήθεια είναι ότι το αποτέλεσμα των γαλλικών εκλογών δείχνει ότι μια πιο Ριζοσπαστική αριστερά μπορεί στην πραγματικότητα να αναδειχθεί. Αυτό είναι σημαντικό μάθημα.
Αυτό που μπορούμε επίσης να δούμε και στις δύο χώρες, και που ίσως είναι ακόμη πιο σημαντικό μάθημα, είναι ότι η Αριστερά τα πήγε εκλογικά καλύτερα εκεί όπου στηρίχθηκε στο εξωκοινοβουλευτικό κίνημα. Στη Βρετανία, οι υποψήφιοι της Αριστεράς, ανεξάρτητοι ή ανήκοντες σε μικρότερα κόμματα, τα πήγαν καλά όταν έβαλαν υποψηφιότητα ως έκφραση του κινήματος αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη και ως μέρος μιας μαζικής εκστρατείας. Αντίθετα, στενότερα μοντέλα συνασπισμών όπως ο Συνασπισμός Συνδικάτων και Αλληλεγγύης (TUSC) είχαν αστείες εκλογικές επιδόσεις 12-13.000 ψήφων σε εθνικό επίπεδο.
Στη Γαλλία, το Νέο Λαϊκό Μέτωπο, ένας συνασπισμός του ριζοσπαστικού αριστερού κόμματος Ανυπότακτη Γαλλία, των κεντροαριστερών Σοσιαλιστών και Πρασίνων, του Κομμουνιστικού Κόμματος και των τροτσκιστών, ανέπτυξε μια εξεγερτική εκστρατεία βασισμένη σε ένα αριστερό-μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα. Το πρόγραμμα ήταν σίγουρα πιο ριζοσπαστικό από το μανιφέστο του Εργατικού Κόμματος, αν και ταυτόχρονα δεν ήταν και κάτι επαναστατικό. Αυτό που όμως ήταν εμφανώς πιο σημαντικό, είναι ότι η εκστρατεία μεγάλωσε σε μέγεθος για να κατακτήσει την πρώτη θέση, μετά από μαζικές, αντιφασιστικές συγκεντρώσεις που προσπάθησαν να κινητοποιήσουν όσους δεν είχαν ψηφίσει στον πρώτο γύρο των εκλογών.
4. Η ανάγκη για αντικαπιταλισμό
Τόσο στη βρετανική όσο και στη γαλλική περίπτωση, επομένως, παρά τη διαφορά στην κλίμακα της Αριστεράς σε εκλογικούς όρους, υπήρχε ένα κοινό θέμα της εκλογικής επιτυχίας που οικοδομήθηκε από πραγματικά, ριζοσπαστικά μαζικά κινήματα και μαζική, ενεργή προεκλογική εκστρατεία.
Θα πρέπει, ωστόσο, στο σημείο αυτό να υπογραμμίσουμε κάτι: τα αριστερά προγράμματα ήταν δημοφιλή και τα αριστερά κόμματα έχουν ξαναβγεί στην κορυφή (Ελλάδα το 2015), έχουν ενταχθεί σε κυβερνητικούς συνασπισμούς (Ιταλία το 2006) ή έχουν έρθει κοντά στην κυβέρνηση (Κόρμπιν το 2017) τα τελευταία χρόνια. Καμία από αυτές τις ιστορίες δεν είχε καλή κατάληξη. Τελικά, ένα σημαντικό πρόβλημα για την Αριστερά ήταν ότι η νίκη στις εκλογές θεωρήθηκε ως το αποκορύφωμα της αριστερής στρατηγικής. Παρά τη συζήτηση για «το ένα πόδι στην κυβέρνηση, το άλλο πόδι στους δρόμους», τα αριστερά κόμματα και συνασπισμοί δεν κατάφεραν να μετατρέψουν τα γραφεία σε εξουσία.
Το πρόβλημα ήταν ότι δεν υπήρχε σαφήνεια σχετικά με το σχετικό ειδικό βάρος του «δρόμου» σε σχέση με τις εκλογές. Είναι σαφές ότι η ικανότητα της γαλλικής Αριστεράς όχι μόνο να στερήσει από τη δεξιά τη νίκη τον Ιούλιο του τρέχοντος έτους, αλλά και να επιταχύνει την κρίση του γαλλικού πολιτικού συστήματος οφειλόταν σε μια επιτυχημένη εκλογική εκστρατεία. Οι εκλογές μπορεί να είναι σημαντικές και είναι σαφές ότι η Αριστερά στη Βρετανία πρέπει να αναπτύξει μια ισχυρότερη εκλογική πτέρυγα.
Αλλά είναι εξίσου σαφές ότι υπάρχουν αδυναμίες στην Αριστερά στη Γαλλία. Η Αριστερά θα ήταν πολύ ισχυρότερη απέναντι στη Δεξιά αν είχε δημιουργήσει το είδος της μαζικής και αντιφασιστικής εκστρατείας που είδαμε τις τελευταίες εβδομάδες κατά τη διάρκεια των τελευταίων δύο ετών ή δεκαετιών. Το Νέο Λαϊκό Μέτωπο είναι επίσης ένας συνασπισμός κομμάτων, με ορισμένα κόμματα επιρρεπή σε γρήγορες συμφωνίες με το Κέντρο, πιστεύοντας ότι αυτός είναι ο δρόμος προς την κυβέρνηση και τη σωτηρία από τη Δεξιά. Τίποτα δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από την αλήθεια.
Η πρόταση για τη συγκρότηση τοπικών συνελεύσεων του Νέου Λαϊκού Μετώπου είναι ένας καλός τρόπος να συνεχιστεί η δυναμική που οικοδομήθηκε από τον τελευταίο μήνα της εκστρατείας σε άλλους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες και να λειτουργήσει ως αντίβαρο στην «κυβερνητική» λογική των πιο μετριοπαθών τμημάτων του συνασπισμού. Παρομοίως, εμείς στη Βρετανία δεν πρέπει να αποφύγουμε να συζητήσουμε εκλογικά οχήματα στις επερχόμενες τοπικές εκλογές, αλλά η στρατηγική μας δεν πρέπει να καθορίζεται από πιθανές εθνικές εκλογές που απέχουν πέντε χρόνια. Αντίθετα, θα πρέπει να διπλασιάσουμε τις προσπάθειές μας να σταθούμε αλληλέγγυοι στην Παλαιστίνη, να υπερασπιστούμε το δημόσιο σύστημα υγείας, να ανασυγκροτήσουμε τη συνδικαλιστική δύναμη και να καταπολεμήσουμε τον Τόμι Ρόμπινσον.
Ένας τέτοιος στρατηγικός προσανατολισμός απαιτεί σαφήνεια σκέψης και κατανόηση ότι, τελικά, το καπιταλιστικό κράτος δεν μπορεί να μεταρρυθμιστεί, αλλά πρέπει να ανατραπεί. Αυτή είναι μια κατανόηση που προέρχεται από τη βαθιά ενασχόληση με την αντικαπιταλιστική, επαναστατική θεωρία και πρακτική που εκτείνεται πίσω στον δέκατο ένατο αιώνα. Η απόκτηση μιας τέτοιας κατανόησης είναι ένα συλλογικό καθήκον, που σφυρηλατείται μέσα από συλλογικές διαβουλεύσεις και αγώνες. Είναι ο καρπός της συμμετοχής σε ένα επαναστατικό κόμμα: ένα κόμμα που δεσμεύεται να οικοδομήσει την πιο μαζική και μαχητική απάντηση στις επιθέσεις εναντίον των εργαζομένων εδώ και τώρα, μαζί με άλλες δυνάμεις στο εργατικό κίνημα, αλλά και ένα κόμμα που δεσμεύεται να δει πέρα από την τρέχουσα μάχη και να σφυρηλατήσει τη συνείδηση που απαιτείται για τη ρήξη με το καπιταλιστικό σύστημα στο σύνολό του.