Τα κεντροαριστερά κόμματα από το 2019 και μετά δεν έκαναν αντιπολίτευση, αλλά έβαλαν τον εαυτό τους στην αναμονή περιμένοντας να ξανακυβερνήσουν. Μην κάνοντας αντιπολίτευση όμως υποβάθμισαν τον ρόλο τους από κόμματα λαϊκής εκπροσώπησης σε κόμματα των προθαλάμων της εξουσίας και τελικά σε χρεοκοπημένα κόμματα.
Μέχρι και το 2010 και το ξέσπασμα των μνημονιακών πολιτικών ο δικομματισμός στην Ελλάδα ήταν σχεδόν αγγλοσαξονικού τύπου και με αρκετή ισχύ ώστε να απορροφά τους όποιους κλυδωνισμούς εμφανίζονταν. Οι εκλογές του 2012 χαρακτηρίστηκαν -και δικαίως- «εκλογικός σεισμός», κατά τον οποίο περίπου τρία εκατομμύρια ψηφοφόροι αποχώρησαν, κυρίως από το ΠΑΣΟΚ αλλά και από τη Ν.Δ., αντικαθιστώντας τον παλιό δικομματισμό του ΠΑΣΟΚ και της Ν.Δ. με έναν καινούργιο.
Εντεκα χρόνια αργότερα, στις διπλές εθνικές εκλογές του 2023 και στις ευρωεκλογές του 2024, αποκαλύφθηκε μια νέα πρωτόγνωρη κατάσταση. Ο γνώριμος από τις προηγούμενες δεκαετίες δικομματισμός αντικαταστάθηκε από ένα κατακερματισμένο κομματικό σύστημα, ενώ η αποχή από τις εκλογές γιγαντώθηκε. Η Ν.Δ., σε απόλυτους αριθμούς ψήφων, βρίσκεται κοντά στα ιστορικά χαμηλά της του 2012. Ο ΣΥΡΙΖΑ κατέρρευσε και σταμάτησε να είναι κόμμα εξουσίας φλερτάροντας όλο και περισσότερο με την κοινοβουλευτική ανυποληψία, ενώ το ΠΑΣΟΚ, παρά τις προσπάθειές του, δεν μπόρεσε να ανακάμψει ποτέ από τα χαμηλά διψήφια ποσοστά στα οποία είναι «κολλημένο» εδώ και καιρό.
Τα Τέμπη εναντίον όλων;
Σαν να μην έφταναν οι απροσδόκητες συμπεριφορές της εκλογικής βάσης, οι μεγαλειώδεις συγκεντρώσεις για τα Τέμπη φαίνεται ότι έχουν απονομιμοποιήσει περαιτέρω όλες τις υπαρκτές στρατηγικές διακυβέρνησης. Το «κίνημα των Τεμπών» δεν στράφηκε τόσο εναντίον των κομμάτων όσο εναντίον του συνολικού οικονομικοπολιτικού συστήματος. Γι ‘αυτό και οι επιπτώσεις των Τεμπών εμφανίζονται ιδιαίτερα διαλυτικές και για τις διάφορες μορφές αντιπολίτευσης και όχι μόνο για την κυβέρνηση της Ν.Δ. Η κοινωνία φαίνεται να αυτονομείται από τα κόμματα, τα οποία ως «θεσμός» βρίσκονται στο ναδίρ της επιρροής τους και της αξιοπιστίας τους.
Αρκετές αναλύσεις διαβλέπουν στην κρίση αυτή την αντανάκλαση μιας μεγαλύτερης κρίσης, που διαπερνά συθέμελα την ίδια την αστική και κοινοβουλευτική δημοκρατία. Είναι όμως η κρίση των κομμάτων στο «τόξο» Αριστερά – Δεξιά παντού ή ίδια ή σε κάποια σημεία διαφέρει;
Σίγουρα, ο “θεσμός” των κομμάτων αντιμετωπίζει μια σοβαρή υποχώρηση, που σε αρκετές περιπτώσεις οδηγεί στον ριζικό μετασχηματισμό ή ακόμη και στην κατάρρευση των κομματικών συστημάτων, ειδικά στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όμως, η πολιτική κρίση δεν αφορά όλα τα κόμματα στον ίδιο βαθμό, ούτε εμφανίζει τα ίδια χαρακτηριστικά σε κόμματα της Δεξιάς, της Κεντροαριστεράς και της Αριστεράς. Το μεγαλύτερο πρόβλημα το αντιμετωπίζουν τα κεντροαριστερά και αριστερά κόμματα τόσο στην Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και στην Ελλάδα.
Πριν και μετά τα μνημόνια
Τα κόμματα είναι οι διαμεσολαβητικοί θεσμοί μεταξύ του κράτους και της κοινωνίας. Μέχρι και τη δεκαετία του ’80 τα κόμματα διεκπεραίωναν σημαντικούς πολιτικούς ρόλους ως θεσμοί διακυβέρνησης και όχι ως απλές πολιτικές οργανώσεις: στην ουσία καθόριζαν το κυβερνητικό στιλ και το προγραμματικό περιεχόμενο της πολιτικής εξουσίας και αποτελούσαν χώρους παραγωγής πολιτικού προσωπικού. Επίσης συμπύκνωναν τις σχέσεις εκπροσώπησης και τα κοινωνικά – ταξικά συμφέροντα και τέλος αποτελούσαν «φαροδείκτες» για τον ιδεολογικό και πολιτικό προσανατολισμό των μαζών.
Από τη δεκαετία του ’90 όμως τα πράγματα αλλάζουν σημαντικά. Ενώ στις αρχές της δεκαετίας του ’80 περίπου το 10% της εκλογικής βάσης ήταν οργανωμένο σε κάποιο κόμμα, στα τέλη της δεκαετίας του ’90 το ποσοστό αυτό κατέβηκε κάτω από το 6%. Η πτώση της κομματικής συμμετοχής συνεχίστηκε και κατά τη δεκαετία του 2000, όταν και σταθεροποιήθηκε σε πολύ χαμηλά μονοψήφια νούμερα. Η τάση αυτή παρατηρήθηκε σχεδόν σε όλες τις πολιτικά και θεσμικά αναπτυγμένες χώρες της Ευρώπης κατά το ίδιο χρονικό διάστημα.
Το ελληνικό κομματικό σύστημα, μέχρι και το 2009, έδειχνε να μην ακολουθεί την τάση, αλλά συμβάδισε με αυτήν αργότερα, μετά τη δεκαετία των μνημονίων. Στην υπόλοιπη Ευρώπη όμως ήδη από νωρίς η λεγόμενη «κοινωνία των πολιτών» δείχνει ξεκάθαρα ότι αποχωρεί από τα κόμματα -είτε δεξιά είναι αυτά είτε κεντροαριστερά- και αυτό γιατί οι εκλογικές της προτιμήσεις καθορίζονται από τις εκλογικές και πολιτικές περιστάσεις παρά από μακροπρόθεσμες πολιτικο-ιδεολογικές τοποθετήσεις. Η αποχώρηση αυτή όμως είναι αμφίπλευρη. Από τη μία ο θεσμός «κόμμα» αποχωρεί από το πεδίο της εκπροσώπησης και καταφεύγει στο κράτος, ενώ από την άλλη τα μέλη του αποσύρονται από την οργανωτική δομή και εισέρχονται στον χώρο των ιδιωτικών συμφερόντων.
Κρίση ρόλων
Εν τω μεταξύ οι βασικοί ρόλοι των μαζικών κομμάτων διακυβέρνησης μπαίνουν σε βαθιά κρίση. Κάποιοι ρόλοι ξεπερνιούνται οριστικά, κάποιοι μετασχηματίζονται και κάποιοι αναλαμβάνονται από άλλους φορείς (π.χ. ΜΜΕ). Είναι εύλογο να υποθέσουμε πως τα κεντροδεξιά κόμματα, ενώ αντιμετωπίζουν και αυτά κρίση μαζικότητας, διαθέτουν περισσότερες διεξόδους μέσω των μετασχηματισμένων ρόλων τους.
Αντίθετα, τα κεντροαριστερά κόμματα δύσκολα διαθέτουν «πολιτικά αμορτισέρ» αντιμετώπισης των κραδασμών μαζικότητας, διότι μέχρι και τη δεκαετία του ’80 ήταν κόμματα που στηρίζονταν στους πόρους των μελών τους και στη λαϊκή βάση τους γιατί αυτό ήταν «στο DNA τους». Τα κόμματα που αντιμετωπίζουν καλύτερα την κρίση είναι αυτά που δεν ζουν πλέον από οργανωσιακούς πόρους, αλλά εξαρτώνται αποκλειστικά από το κράτος. Και αυτά, αργά ή γρήγορα, θα χάσουν τον αριστερό τους χαρακτήρα –σε όποιον βαθμό βέβαια είχαν τέτοιον χαρακτήρα.
Η ευρωπαϊκή κρίση χρέους του 2010, μεταξύ άλλων, αποκάλυψε μια κρυφή κατά κάποιο τρόπο «υφή» της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης. Το «αόρατο» αυτό χαρακτηριστικό της Ε.Ε. αρχίζει και φαίνεται αν δώσουμε αναλυτική προσοχή στο κενό που υπάρχει μεταξύ του δικαιώματος συμμετοχής και εκπροσώπησης των λαϊκών συμφερόντων και της μη αιρετής φύσης των υπερεθνικών – διακρατικών θεσμών και διαδικασιών που χαρακτηρίζουν τη λειτουργία της.
Εχει η Ε.Ε. έλλειμμα δημοκρατίας; Από μια άποψη όχι, αφού τόσο η συμμετοχή όσο και η εκπροσώπηση διεκπεραιώνονται, ίσως με προβληματικό τρόπο και βαθμό, αλλά διεκπεραιώνονται. Το πραγματικό πρόβλημα της Ε.Ε. και το ουσιαστικό ζήτημα είναι η απουσία αντιπολίτευσης. Η Ε.Ε. επιτρέπει την εκπροσώπηση, αλλά αποθαρρύνει την αντιπολίτευση.
Εκπροσώπηση χωρίς αντιπολίτευση;
Ποια αντιπολίτευση όμως; Γιατί υπάρχουν πολλές «αντιπολιτεύσεις». Την αντιπολίτευση των κυριαρχούμενων τάξεων, εκείνων δηλαδή των τάξεων που αναλαμβάνουν συλλογική πολιτική δράση ικανοποίησης των συμφερόντων τους μόνο στο μέτρο που τα συμφέροντά τους επαναπροσδιορίζονται μέσω της ίδιας της συλλογικής δράσης και της πολιτικής της έκφρασης. Τα συμφέροντα των κυριαρχούμενων τάξεων δεν είναι εκ των προτέρων γνωστά και πρέπει να εμφανιστούν «μπροστά στα μάτια τους» μέσω της πολιτικής δράσης μιας συγκεκριμένης πολιτικής οργάνωσης.
Το πρόβλημα πλέον είναι διπλό. Η κρίση της μαζικότητας των κομμάτων έγινε κρίση αντιπροσώπευσης, αλλά πλέον τα πράγματα έχουν προχωρήσει παραπέρα. Στην Ελλάδα το αστικό μπλοκ εξουσίας δεν θέλησε να επαναληφθεί η εμπειρία του 2015 και γι’ αυτό επιδίωξε και επιδιώκει την αποτροπή κάθε είδους ουσιαστικής πολιτικής και κοινωνικής αντιπολίτευσης.
Από την άλλη τα κεντροαριστερά κόμματα από το 2019 και μετά δεν έκαναν αντιπολίτευση, αλλά έβαλαν τον εαυτό τους στην αναμονή περιμένοντας να ξανακυβερνήσουν. Μην κάνοντας αντιπολίτευση όμως υποβάθμισαν τον ρόλο τους από κόμματα λαϊκής εκπροσώπησης σε κόμματα των προθαλάμων της εξουσίας και τελικά σε χρεοκοπημένα κόμματα.
Η κομματική κρίση δείχνει αξεπέραστη και καμία ενωτική προσπάθεια δεν θα «σώσει την παρτίδα». Τα αριστερά κόμματα που επιδιώκουν τον κοινωνικό μετασχηματισμό πρέπει να αποδείξουν τη χρησιμότητά τους σε αυτή τη βάση, ειδάλλως θα βουλιάξουν στην ανυπαρξία.