Γνωστά-άγνωστα περιεχόμενα πολιτικής: κομμουνιστικές μεταλλαγές και ελληνικό εργατικό κίνημα στον Μεσοπόλεμο

<strong>Γνωστά-άγνωστα περιεχόμενα πολιτικής: κομμουνιστικές μεταλλαγές και ελληνικό εργατικό κίνημα στον Μεσοπόλεμο</strong>

*Το κείμενο αυτό πρόκειται να συμπεριληφθεί στο βιβλίο με προσωρινό τίτλο Πολιτική χωρίς αναγωγισμούς: σχεσιακές διαδρομές στην ιστορική σοσιαλδημοκρατία, την ευρωπαϊκή ανεργία και το ελληνικό εργατικό κίνημα, Αθήνα: εκδόσεις Τόπος.

Μεθοδολογικές παρατηρήσεις

Ότι ο δομικός ντετερμινισμός είναι, ως θεωρητική και ερευνητική προδιάθεση, δομικά ελλειμματικός, φαίνεται να είναι στις μέρες μας κοινός τόπος. Οι κοινωνικοί δρώντες δεν είναι απλώς «φορείς» ούτε ‒πολλώ μάλλον‒ νομοτελειακοί «διεκπεραιωτές» δομικών υπερκαθορισμών: τα κοινωνικά και πολιτικά υποκείμενα δεν είναι μόνο παράγωγα δομών, είναι και παραγωγοί τους.

Η διαπίστωση αυτή έχει πολλές και σημαντικές γνωστικές συνέπειες: αμφισβητεί παραδεδεγμένες ‒ουσιοκρατικές‒ δοξασίες, αναδιατάσσει υφιστάμενα ανύσματα αιτιότητας, και αναδεικνύει νέα ερευνητικά ερωτήματα εκεί που πριν υπήρχαν παραδοχές και παγιωμένες γνωστικές παράμετροι. Εν κατακλείδι, μετασχηματίζει την ίδια τη φύση και τα απώτερα γνωστικά αιτούμενα του κοινωνικοεπιστημονικού εγχειρήματος μεταθέτοντάς τα από την αποτύπωση οντοτήτων (και των διάφορων μορφών αιτιότητας που τις διέπουν) στη διερεύνηση σχέσεων. Οι πραγματικότητες αυτές βρίσκουν άμεση εφαρμογή στη μελέτη συλλογικών υποκειμένων και κοινωνικών κινημάτων.

Αν και αυτό σπάνια αναγνωρίζεται, προνομιακός τόπος για τη διερεύνηση του τρόπου με τον οποίο οι κινηματικοί δρώντες προσαρμόζονται (και αντιδρούν) στο ‒δομικό‒ περιβάλλον που τους περιβάλλει είναι η συστηματική εξέταση των περιεχομένων πολιτικής που υιοθετούν. Πρόκειται για περιεχόμενα που συμπυκνώνουν αξιακούς και πραξιακούς προσανατολισμούς, έχουν απτές επιχειρησιακές αποτυπώσεις (σε πολιτικά κείμενα στα οποία οι μελετητές έχουν συνήθως άμεση πρόσβαση), και ασκούν επίδραση που ευκολότερα ή δυσκολότερα μπορεί να αποτιμηθεί ‒αν όχι με άλλους τρόπους, διά του αποτελέσματος, μέσω των επιδράσεων που ασκούνται στην κινηματική δυναμική.

Με εξαιρέσεις που όμως επιβεβαιώνουν τον κανόνα, στον τομέα αυτό αντιμετωπίζουμε πρόβλημα. Εξαιτίας πολλών παραγόντων, αλλά και του κατά τη γνώμη μου στρεβλού τρόπου με τον οποίο έγινε η δεξίωση της κοινωνικής και πολιτισμικής ιστορίας στη μελέτη της εργατικής τάξης και του εργατικού κινήματος (όχι ως εργαλεία συμπλήρωσης αλλά εκτοπισμού της πολιτικής), διολισθαίνουμε με ταχείς ρυθμούς σε έναν εμμονικό κοινωνιολογικό αναγωγισμό, με την πολιτική ποτέ ή σχεδόν ποτέ να διαμορφώνει, αλλά πάντα ή σχεδόν πάντα να διαμορφώνεται. Στο πλαίσιο αυτό, είτε τα περιεχόμενα πολιτικής αγνοούνται παντελώς, είτε ‒όταν λαμβάνονται υπόψη‒ η διερεύνησή τους είναι ρηχή, πρόχειρη και, όχι σπάνια, παραπλανητική.

Αναζητώντας παραδείγματα από το κύριο θέμα του κεφαλαίου αυτού, τις οβιδιακές μεταλλάξεις της κομμουνιστικής πολιτικής στα χρόνια του Μεσοπολέμου, η ιστοριογραφία βρίθει από αναφορές, άμεσες ή έμμεσες, στην «Τρίτη Περίοδο» και τα «Λαϊκά Μέτωπα» που είτε συγχέουν το περιεχόμενο των δυο είτε τις παραποιούν (και δεν αναφέρομαι μόνο στην πρόδηλα ιδεολογική ιστοριογραφία). Ως αποτέλεσμα, τα κομμουνιστικά κόμματα εμφανίζονται, ανεξαρτήτως χώρου και χρόνου δράσης, να ακολουθούν κάποια περισσότερο ή λιγότερο «ακραία» μορφή «εξτρεμισμού». Το πρόβλημα είναι κυριολεκτικά ακανθώδες στη μη ειδική ‒γενική‒ βιβλιογραφία (που όμως συγκροτεί τις παραμέτρους της ιστοριογραφικής αφήγησης και εφοδιάζει τους κοινωνικούς επιστήμονες με πραγματολογικές σταθερές), όμως δεν αφορά μόνον αυτή. Είναι χαρακτηριστικό πως ακόμα και συγγραφείς με αδιαμφισβήτητο (και αξιέπαινο) ενδιαφέρον σε ζητήματα περιεχομένου πολιτικής δεν αισθάνονται το βάρος της επαρκούς τεκμηρίωσης. Διαπιστώσεις και γενικεύσεις φαίνεται να προϋπάρχουν, όχι να έπονται της ανάλυσης.

Όμως παρόμοιες ελλείψεις, παράκαμψης ή ανεπαρκούς χειρισμού ζητημάτων περιεχομένου πολιτικής, απειλούν να επαναφέρουν τον δομικό υπερ-ντετερμινισμό από την πίσω πόρτα. Μπορεί όλοι ‒περισσότερο ή λιγότερο εύκολα‒ να συμφωνήσουμε ότι η πολιτική έχει σημασία ‒politics matters κατά το γνωστό απόφθεγμα‒, όμως προϋπόθεση γι’ αυτό είναι να ξέρουμε (και να ερευνούμε) το ακριβές περιεχόμενό της; Για ποια πολιτική μιλούμε;

Επιχειρώντας μια βασική, προκαταρκτική χαρτογράφηση-περιοδολόγηση της πολιτικής του ΚΚΕ και των συνεπειών της στο μεσοπόλεμο, το κεφάλαιο αυτό δε φιλοδοξεί βέβαια στην πραγματολογική και ερμηνευτική πληρότητα (ακόμα και αν υποτεθεί πως παρόμοια «πληρότητα» είναι ποτέ δυνατή). Όπως και με τη διερεύνηση των σοσιαλδημοκρατικών πολιτικών μεταλλάξεων που επιχειρήθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο, όμως, το πράγματι τεράστιο εύρος της θεματικής δεν θα πρέπει να αποθαρρύνει την απόπειρα μιας μακροσκοπικής προσέγγισης. Το ακριβώς αντίθετο, ίσως μια τέτοια θέαση να αποτελεί ένα απαραίτητο πρώτο βήμα: οι οδικοί χάρτες δεν ακυρώνουν τους ηπειρωτικούς· τους προϋποθέτουν. Σε κάθε περίπτωση, και τονίζοντας ότι η κατανόηση του μεσοπολεμικού εργατικού κινήματος είναι αδύνατη χωρίς επισταμένη ανάλυση της κομμουνιστικής πολιτικής, επιδίωξη του κεφαλαίου δεν είναι η περαίωση αλλά το άνοιγμα της συζήτησης και η εγκαθίδρυση της αντίστοιχης θεματικής ως ειδικής υπο-περιοχής στη Συγκρουσιακή Πολιτική καθώς και στην ελληνική εργατική ιστορία.

Επαναλαμβάνοντας πως πρόκειται για σύνοψη-προϋπόθεση μιας πιο ενδελεχούς διερεύνησης, το κεφάλαιο επισημαίνει, εννοιολογεί και διατυπώνει υποθέσεις εργασίας για την επίδραση έξι συνολικά κρίσιμων πολιτικών στάσεων που το ΚΚΕ υιοθέτησε κατά την περίοδο 1918-1936. Συγκεκριμένα:

  1. τον μαξιμαλισμό της περιόδου 1918-21
  2. τη νομιμοφροσύνη του 1922
  3. την ενιαιομετωπική πορεία των χρόνων 1923-24 (συνδυαστικά όμως με τη Μακεδονική πολιτική της Comintern)
  4. τη λαϊκή δημοκρατία του 1925-26
  5. τον τριτοπεριοδισμό της μακράς περιόδου 1928-34, και τέλος
  6. τα λαϊκά μέτωπα των ετών 1935-36 (που συνεχίστηκαν και κατά το διάστημα μετά το πέρας της περιόδου που η παρούσα διερεύνηση καλύπτει).

Πρώιμος «μαξιμαλισμός» και αγροτικά στρώματα (1918-21)

Το στοιχείο που περισσότερο από οτιδήποτε άλλο χαρακτήριζε το νεαρό Σοσιαλιστικό Εργατικό κόμμα, ΣΕΚΕ (που το 1924 μετονομάστηκε σε ΚΚΕ) κατά την πρώτη περίοδο της λειτουργίας του ήταν ο τακτικός μαξιμαλισμός. Ειδικά μετά το 2ο συνέδριο του Απριλίου του 1920, το κόμμα θεσμοθέτησε την οργανωτική («οργανική» κατά την συγχρονική ορολογία) σύνδεση με τη ΓΣΕΕ, διατυπώνοντας παράλληλα αιτήματα για την εθνικοποίηση των μέσων παραγωγής και την κολεκτιβοποίηση της γης. Όπως αναφερόταν σε συναφή απόφαση που δημοσιοποιήθηκε στις 9 και 12 Απριλίου 1920:

Το συνέδριο παραδέχεται ότι η μόνη λύσις που δύναται να παραδεχτή το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα δια το αγροτικόν ζήτημα είναι η εθνικοποίησις της γης εφ’ όσον το γενικό του πρόγραμμα αποβλέπει εις την κατάληψιν της εξουσίας υπό των εργατών των πόλεων και των αγρών για την εθνικοποίησιν των μέσων της παραγωγής εις τα οποία ανήκει και η γη (ΚΚΕ/1 1974: 59).

Παρόμοια μαξιμαλιστική ρητορική χαρακτήριζε τα περισσότερα ευρωπαϊκά κόμματα της Κομμουνιστικής Διεθνούς κατά το πρώτο διάστημα της λειτουργίας τους ‒κάτι που στην ιστοριογραφία συνήθως εκλαμβάνεται ως ο κύριος επεξηγηματικός παράγοντας της αποτυχίας τους να καταστούν πλειοψηφικά στον εσωτερικό θεσμικό χώρο των εργατικών κινημάτων καταγωγής τους την περίοδο αμέσως μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (McKenzie 1964, Drachkovitch/ Lazitch 1966, McDemott/Agnew 1996). Οι εξελίξεις στην Ελλάδα υπήρξαν ελαφρά διαφορετικές. Αποτέλεσμα του προγραμματικού μαξιμαλισμού δεν ήταν τόσο ότι εμπόδισε τους Έλληνες κομμουνιστές να καταλάβουν ηγετικές θέσεις στις γραμμές του νεαρού συνδικαλιστικού κινήματος (αν και η απολυτότητα της οργανικής σύνδεσης ΣΕΚΕ-ΓΣΕΕ συνδυαστικά με τον άκαμπτο χαρακτήρα των περισσότερων αιτημάτων έτειναν να δημιουργούν στα περισσότερα στελέχη του κόμματος την ψυχολογία μικρής ομάδας) όσο ότι τους απομόνωσε από τις αγροτικές μάζες, ειδικά τους άκληρους χωρικούς της Θεσσαλίας και τους μικροϊδιοκτήτες της Πελοποννήσου. Την ώρα που οι πρώτοι ζητούσαν κλήρους (για την ακρίβεια, υλοποίηση της αγροτικής μεταρρύθμισης που είχε εξαγγελθεί το 1917 αλλά έμελλε να παραμείνει πρακτικά κενό γράμμα μέχρι και μετά το 1922) και οι δεύτεροι προστασία από την τοκογλυφία και τις αγοραίες μεταπτώσεις στις τιμές των προϊόντων τους, το ΣΕΚΕ πρότεινε απαλλοτρίωση της γης. Η άκαμπτη αυτή προγραμματική στάση βοηθά στην ερμηνεία της πολύ περιορισμένης απήχησης του κόμματος στην ύπαιθρο καθ’ όλη τη δεκαετία του 1920, παρά την απουσία κάποιας διαιρετικής τομής πόλεων-υπαίθρου και παρά τον εκρηκτικό χαρακτήρα των προβλημάτων της αγροτιάς.

Μετά το 1922 το κόμμα άλλαξε θέση, αποδεχόμενο την αρχή της ατομικής ιδιοκτησίας στη γη. Όμως η αλλαγή ήρθε πολύ αργά και πολύ συγκαλυμμένα για να αναστρέψει τις αρνητικές εντυπώσεις που ο πρώιμος μαξιμαλισμός είχε προκαλέσει στη μεγάλη πλειονότητα των αγροτών (κι αυτό, παρά τη μεγάλη απήχηση και δυναμική που ανέπτυξε το κίνημα των Παλαιών Πολεμιστών κάτω από την ηγεσία κομματικών στελεχών την περίοδο 1923-25). Παρότι οι Έλληνες αγρότες δεν υπήρξαν ποτέ εχθρικοί προς το εργατικό κίνημα (όπως συνέβη αλλού στα Βαλκάνια) και παρότι, σε αντίθεση με μια ισχυρή δοξασία, ανέπτυξαν αξιόλογες διεκδικητικές δράσεις (Seferiades 1999), δεν έτειναν ποτέ στη δημιουργία θεσμοθετημένων διεκδικητικών οργανώσεων που θα μπορούσαν να συνάψουν απτές οργανωτικές σχέσεις με εργατικά συνδικάτα (όπως συνέβη στην Ιταλία). Έτσι, η συμπάθεια που επεδείκνυαν στις εργατικές διεκδικήσεις παρέμενε λανθάνουσα, και οι σοβαρές επιφυλάξεις τους δεν ξεπεράστηκαν ποτέ. Όπως ήταν αναμενόμενο, η κρατική προπαγάνδα επιδίωξε να βαθύνει αυτές ακριβώς τις επιφυλάξεις, ειδικά μετά το 1928, όταν στη σταλινική Σοβιετική Ένωση ξεκίνησε η βίαιη κολεκτιβοποίηση. Είναι χαρακτηριστικό ότι το ΚΚΕ απέτυχε να αναπτύξει την επιρροή του στους αγρότες ακόμα και κατά την περίοδο της αγροτικής διεκδικητικής έκρηξης των αρχών της δεκαετίας του 1930.

Διωγμός και «νομιμόφρων» στροφή (1922)

Όπως είναι γνωστό, το 1922 συνιστά κομβική στιγμή στη νεότερη ελληνική ιστορία. Η μικρασιατική καταστροφή αποκάλυψε τη συστημική αδυναμία του ελληνικού καπιταλισμού, σηματοδότησε το τέλος της συνεκτικής εθνικής ιδεολογίας της Μεγάλης Ιδέας, και έδωσε το έναυσμα για πολλαπλές κοινωνικές και πολιτικές ανακατατάξεις. Αυτό που σπάνια επισημαίνεται, όμως, είναι ότι, τουλάχιστον στη συγχρονική της βραχύτητα, η κατάρρευση του μετώπου επιβεβαίωσε απόψεις που οι κομμουνιστές διατύπωναν στο πλαίσιο της μακράς αντιπολεμικής εκστρατείας που είχαν αναπτύξει την περίοδο 1919-21, στον αντίποδα της γενικής ευφορίας που επικρατούσε στη χώρα. Συγκεκριμένα, το ΣΕΚΕ κατηγορούσε τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις για τυχοδιωκτικό καιροσκοπισμό, υποστήριζε ότι οι εργαζόμενοι δεν είχαν τίποτα να κερδίσουν ακόμα και σε περίπτωση νίκης, και εμμέσως προέβλεπε ήττα και αναδίπλωση. Τα αποσπάσματα που ακολουθούν είναι απλώς ενδεικτικά. Το Σεπτέμβριο του 1920, προκήρυξη του κόμματος διέβλεπε στη μικρασιατική εκστρατεία σοβινισμό και πατριδοκαπηλία και τόνιζε:

Η αστική τάξις της χώρας έχει συμφέρον και αυτήν την φοράν, περισσότερο από κάθε άλλην, να εξαπατήση τον λαόν, τας εργαζομένας τάξεις της χώρας, κολακεύουσα το εθνικόν αίσθημα αυτών, το οποίον οι πολιτευταί, τα σχολεία, οι παπάδες και οι στρατιωτικοί καταλλήλως διέστρεψαν εις έναν στενόν σωβινισμόν, εις μίσος τυφλόν κατά των αδελφών των εργατών και των χωρικών των άλλων χωρών της Βαλκανικής…Ο εχθρός ευρίσκεται εντός των συνόρων και όχι πέραν αυτών! (ΚΚΕ/1 1974: 104, 108).

Τον Γενάρη του 1921 το Κεντρικό Συμβούλιο κομμουνιστών στρατιωτών του μετώπου ανέφερε:

Μη μας μιλάτε πια για λευτεριά, γιατί τόσο πιο αβάσταχτη αισθανόμαστε τη σκλαβιά μας. Είδαμε ότι και οι κυβερνήτες, όποιο χρωματισμό κι αν έχουν, δεν είναι παρά γνήσιοι αντιπρόσωποι της εκμεταλλεύτριας αυτών τάξης και ότι η κρατική εξουσία με τη στρατοκρατία της δεν είναι παρά μια ωργανωμένη βία σε υπηρεσία των συμφερόντων της. Μη μας μιλάτε λοιπόν για πατρίδες και για εθνικές αποκαταστάσεις γιατί τόσο πιο συχαμεροί μας φαινόσαστε! (ΚΚΕ/1 1974: 178).

Την Πρωτομαγιά της ίδιας χρονιάς, τέλος, η προκήρυξη του κόμματος χαρακτήριζε την πολεμική προσπάθεια «μικρασιατική φάμπρικα της Αγγλίας» (ΚΚΕ/1 1974: 194).

Η κρίση που ξέσπασε τον Αύγουστο του 1922 απονομιμοποίησε πλήρως τη βασιλική κυβέρνηση, ενώ καθ’ όλο το διάστημα που απαιτούνταν μέχρι η νέα κυβέρνηση Πλαστήρα να εδραιώσει τη θέση της, επικρατούσαν συνθήκες «κενού εξουσίας». Το ΣΕΚΕ ήταν βέβαια πολύ μικρό και το εργατικό κίνημα οργανωτικά και θεσμικά πολύ άμορφο για να εκμεταλλευτούν αυτές τις περιστάσεις των διευρυνόμενων πολιτικών ευκαιριών. Όμως, από την άλλη, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η συγκυρία προσέφερε στο κόμμα μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να κάνει αισθητή την παρουσία του (ακόμα και αν αυτό συνέβαινε μόνο στο συμβολικό επίπεδο), αυξάνοντας τα μέλη του και το πολιτικό του κύρος. Κατά τη διάρκεια των κρίσιμων μηνών μετά την καταστροφή, όμως, το ΣΕΚΕ επέδειξε μια παρατεταμένη (και εκκωφαντική) απουσία. Οι «επαναστατικοί πυρήνες» που είχαν συγκροτηθεί στη Μικρά Ασία μεταξύ 1919 και 1921 είχαν ρευστοποιηθεί, τα μαχητικά συνθήματα στο εσωτερικό της χώρας είχαν υποσταλεί, και τα συνδικαλιστικά στελέχη εκτελούσαν εντολές για όσο το δυνατόν μετριοπαθέστερες δράσεις.

Η βαθιά ύφεση στην οποία μπήκε το διεκδικητικό κίνημα το 1922/23 έλκει, μεταξύ άλλων, και από αυτήν την πολιτική πραγματικότητα (Seferiades 1998).

Αναμφίβολα, αυτή η χλιαρή στάση του ΣΕΚΕ (και μάλιστα λίγους μόλις μήνες μετά τον αποφασιστικό, ηγετικό ρόλο που το κόμμα είχε διαδραματίσει στο απεργιακό κύμα του 1921) ήταν εν μέρει το αποτέλεσμα κρατικής καταστολής. Η κομματική ηγεσία και μεγάλος αριθμός ηγετικών συνδικαλιστών είχαν συλληφθεί, τα περισσότερα συνδικάτα είχαν αναστείλει τη λειτουργία τους, και συμμορίες βασιλοφρόνων (συνήθως επανδρωμένες με στοιχεία του υποκόσμου) τρομοκρατούσαν τις καπνοπαραγωγικές περιοχές της Μακεδονίας. Η επίταση της κρατικής καταστολής δεν πέρασε απαρατήρητη στη βρετανική διπλωματική αποστολή:

Η κυβερνητική πλευρά έχει το τελευταίο διάστημα εξαγριωθεί υπέρμετρα με τους Μπολσεβίκους, για την ακρίβεια με όλους τους σοσιαλιστές…[Τ]α κυβερνητικά όργανα εκτοξεύουν καθημερινά ακραίες τρομοκρατικές απειλές, ότι θα πνίξουν οποιοδήποτε κίνημα στο αίμα, ότι θα χρησιμοποιήσουν το στρατό, κ.λπ. Οι αξιωματικοί της Ειδικής Αστυνομικής Δύναμης (Corps de Sûreté) έστειλαν πρόσφατα επιστολή στην οργάνωση της οδού Ευριπίδου [: το ΣΕΚΕ] απειλώντας να την συντρίψουν σε περίπτωση εμφάνισης και της παραμικρής κίνησης (M. C. O. Lambrome to the Athens H. B. M. Legation, 22 Απριλίου 1919, PRO/FO 286/701.

Όπως όμως θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε με μεγαλύτερη λεπτομέρεια στο επόμενο κεφάλαιο, η κρατική καταστολή δεν ήταν κάτι καινούριο. Η λειτουργία σε συνθήκες ουσιαστικής παρανομίας υπήρξε μια από τις περιβαλλοντικές σταθερές του ελληνικού εργατικού κινήματος, χωρίς ωστόσο αυτό να σταθεί ικανό να αποτρέψει την εκδήλωση ιδιαίτερα μαχητικών διεκδικητικών δράσεων τόσο πριν όσο και μετά το 1922. Για να εξηγηθεί πλήρως η παράλυση του 1922, χρειάζεται να ληφθεί σοβαρά υπόψη και η επίδραση της επίσημης κομματικής πολιτικής.

Στην πανελλαδική συνδιάσκεψη του Φεβρουαρίου του 1922, η ηγεσία του ΣΕΚΕ προχώρησε σε δραστικές αλλαγές στη γραμμή πλεύσης που ως τότε ακολουθούσε. Εκτιμώντας ότι

η αντίδρασις της κρατούσης τάξεως εναντίον του κινήματος γενικώς, του Κόμματος δε ιδιαιτέρως, αυξάνεται δυσαναλόγως προς την αντοχή και τας δυνάμεις του Κόμματος και της εργατικής τάξεως`

προέβαινε στην παρακάτω διαπίστωση:

Η πείρα απέδειξεν ότι ο περισπασμός του Κόμματος εις προσπαθείας περισσοτέρας ή υπερτέρας των δυνάμεών του και η αξίωσις όπως επιτευχθούν περισσότερα εκείνων τα οποία επιτρέπουν οι αναγκαίοι υποκειμενικοί και αντικειμενικοί όροι της παρούσης περιόδου του κινήματος, είναι τακτική επιβλαβής και εμποδίζει αυτήν την ανάπτυξιν του Κόμματος… (ΚΚΕ/1 1974: 211, 212).

Στη βάση αυτή, κατέληγε στο παρακάτω κρίσιμο πολιτικό συμπέρασμα:

Το Κόμμα διατρέχον ακόμη περίοδον οργανώσεως και προπαγάνδας, έχει ανάγκην μακράς νομίμου υπάρξεως. Η οξύτης της επιθετικότητος του Κόμματος δεν δύναται να υπερβή τα όρια της πολιτικής αντοχής της εργατικής και της όλης ικανότητος του κινήματος εις την περίοδον αυτήν. (ΚΚΕ/1 1974: 213)

Συνακόλουθα, οι κομμουνιστές καλούνταν να αποφεύγουν τις μαχητικές δράσεις:

Τα μέλη του Κόμματος υποχρεούνται […] όπως συγκρατούν τους εργάτας από απεργιακά κινήματα […] στρέψουν δε την προσοχήν αυτών προς τα μεγάλης σημασίας ζητήματα του προγράμματος και προπαρασκευάσουν, εν ονόματι αυτών, μιαν γενικήν δράσιν υπό δυνατήν ενιαίαν διεύθυνσιν (ΚΚΕ/1 1974: 218).

Η πολιτική απόφαση, όμως, αφενός δεν όριζε πουθενά ποια ζητήματα ήταν πράγματι «μεγάλης σημασίας» και αφετέρου παραγνώριζε το γεγονός ότι στις υφιστάμενες συνθήκες επαυξημένης καταστολής η επιδίωξη «νομίμου υπάρξεως» οδηγούσε σχεδόν νομοτελειακά σε αδράνεια και συνεπώς αυτο-ακύρωση. Υποστηρίζω πως η αδυναμία του κόμματος να διαδραματίσει τον παραμικρό ρόλο το κρίσιμο διάστημα που επακολούθησε μετά την κατάρρευση του μετώπου τον Αύγουστο του 1922 δε μπορεί επαρκώς να εξηγηθεί χωρίς να ληφθεί σοβαρά υπόψη η επενέργεια αυτής της κρίσιμης πολιτικής μεταβλητής.

Τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας δεν επιτρέπουν την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων αναφορικά με τις πραγματικές αιτίες των αποφάσεων του Φεβρουαρίου στο μικρο-επίπεδο (ως συνισταμένης των ειδικών προθέσεων, προσδοκιών και υπολογισμών των μελών της ΚΕ). Όποιες και αν ήταν όμως αυτές, τα πραγματικά κρίσιμο ερώτημα αφορά τους τρόπους με τους οποίους οι αποφάσεις ερμηνεύτηκαν από τον πληθυσμό στον οποίο το κόμμα απευθυνόταν (και φιλοδοξούσε να προσελκύσει) και, φυσικά, από τα μέλη του. Η συγκυρία του 1922 έθεσε σε δοκιμασία δύο χαρακτηριστικά της ηγεσίας, τη διορατικότητα και την αποφασιστικότητά της. Σε αμφοτέρους, τα αποτελέσματα υπήρξαν αρνητικά.

Οι εκκλήσεις περί αποφυγής μαχητικών δράσεων μέχρι το τέλος της μικρασιατικής εκστρατείας θα μπορούσαν να εκληφθούν ως ενδείξεις του ότι, παρά τα επισήμως λεγόμενά της, η Κ.Ε. κατά βάθος πίστευε ότι ο πόλεμος θα μπορούσε πράγματι να κερδηθεί. Όταν το μέτωπο κατέρρευσε, το τμήμα εκείνο της βάσης του κόμματος που είχε υιοθετήσει αυτή την ερμηνεία βρέθηκε παντελώς ανέτοιμο να προσανατολιστεί στις εξελίξεις, κι αυτό επέτεινε τη διεκδικητική αδράνεια.

Η ερμηνεία αυτή δεν ήταν βέβαια η μόνη. Όσοι όμως δεν την υιοθετούσαν (θεωρώντας πως η ηγεσία εξακολουθούσε να πιστεύει ότι η ήττα στη Μικρά Ασία ήταν αναπόφευκτη), κατέληγαν στο ακόμη πιο αποκαρδιωτικό συμπέρασμα πως η «νομιμόφρων στροφή» αποτελούσε αδιάψευστη ένδειξη μιας ηγεσίας χωρίς το πολιτικό (και προσωπικό) σθένος που απαιτούνταν προκειμένου να εξακολουθήσει να προβάλλει τις αντιπολεμικές θέσεις της. Ειδικά μετά τη δημοσιοποίηση του «Δημοκρατικού Μανιφέστου» από τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου (που, συμπτωματικά, έγινε επίσης τον Φεβρουάριο), το ΣΕΚΕ βρέθηκε να υποστηρίζει θέσεις που ήταν de facto μετριοπαθέστερες από εκείνες της αριστερής πτέρυγας των Φιλελευθέρων. Σχολιάζοντας την πραγματικότητα αυτή, ο ‒όχι πάντα αμερόληπτος, αλλά πάντοτε αποκαλυπτικός‒ Ελευθέριος Σταυρίδης (1953: 79) (την εποχή εκείνη ενεργό μέλος με δράση στο μικρασιατικό μέτωπο) έγραψε

[Δ]εν ήτο δυνατόν πλέον αστοί δημοκρατικοί να εξεγείρωνται κατά της κρατούσης τάξεως πολιτειακώς και πολιτικώς και το ΚΚΕ, κόμμα ταξικόν, επαναστατικόν, αντιβασιλικόν και αντιπολεμικόν, να κάθεται αδρανές, εν μοιρολατρική ομφαλοσκοπία!

Όπως ήταν φυσικό, αυτό βάθυνε την απογοήτευση στα ενεργά μέλη και υπονόμευσε τις όποιες ‒μικρές‒ πιθανότητες υπήρχαν να καταφέρει το κόμμα να διαδραματίσει κάποιον ρόλο στη διαμόρφωση του μεταπολεμικού πολιτικού τοπίου. 

Ενιαίο Μέτωπο και Μακεδονική πολιτική (1924)

Η μαζική είσοδος 1,5 εκατομμυρίου εξαθλιωμένων προσφύγων επιδείνωσε δραματικά το εργατικό/εργασιακό περιβάλλον, κι αυτό γρήγορα εξώθησε το ΣΕΚΕ σε νέες μαχητικές δράσεις κάτω από την καθοδήγηση μιας νέας ηγεσίας, ως επί το πλείστον νεαρών αποστράτων (Παλαιών Πολεμιστών). Παρότι η νέα ηγεσία δεν έμελλε να αναλάβει επίσημα την κομματική διοίκηση πριν τον Φεβρουάριο του 1924 (στο Γ’ Έκτακτο Συνέδριο), τα πιο επιφανή στελέχη της (κυρίως οι Παντελής Πουλιόπουλος και Σεραφείμ Μάξιμος) άρχισαν να παίζουν ενεργό ρόλο αμέσως μετά τη Μικρασιατική καταστροφή. Οι πολιτικές επιλογές και οι δράσεις τους είχαν μορφή Ιανική: από τη μια πλευρά η έγκαιρη υιοθέτηση της τακτικής του Ενιαίου Μετώπου βοήθησε το κόμμα (και το εργατικό διεκδικητικό κίνημα στο σύνολό του) να ανανήψουν σχετικά γρήγορα από την παράλυση του 1922· από την άλλη, η απόλυτη ευθυγράμμισή τους με τη μακεδονική πολιτική της Comintern (και το σύνθημα της «ανεξάρτητης Μακεδονίας και Θράκης») προκάλεσε τεράστια προβλήματα, που έμελλε να βαρύνουν τις δράσεις των στελεχών του κόμματος για δεκαετίες.

Ενιαίο Μέτωπο

Η τακτική του ενιαίου μετώπου έχει εύστοχα αποδοθεί αποφθεγματικά με το σύνθημα «χωριστή πορεία, κοινή δράση». Η τακτική προτάθηκε για πρώτη φορά το 1921 στο Γ’ Συνέδριο της Comintern, φιλοδοξώντας να βοηθήσει τα ευρωπαϊκά κομμουνιστικά κόμματα στην προσπάθειά τους να αναπτυχθούν εις βάρος των ρεφορμιστών αντιπάλων τους στον εσωτερικό θεσμικό χώρο των αντίστοιχων εργατικών κινημάτων. Τα επαναστατικά κόμματα διατηρούσαν τις προγραμματικές τους επιδιώξεις, καλούνταν όμως να επιλέξουν ειδικά θέματα που προσφέρονταν για κοινή δράση με τις ρεφορμιστικές οργανώσεις. Η προσδοκία ήταν ότι σε κάθε περίπτωση τα κομμουνιστικά κόμματα θα έβγαιναν κερδισμένα: αν οι ρεφορμιστικές ηγεσίες κώφευαν στις προτάσεις συνεργασίας, οι επαναστάτες θα τους κατήγγελλαν ανοιχτά· αν τις αποδεχόταν οι κομμουνιστές θα αποκτούσαν πρόσβαση στο ρεφορμιστικό ακροατήριο και, κατά περίπτωση καυτηριάζοντας τη ρεφορμιστική αναποφασιστικότητα, θα επιτύγχαναν πολιτικά και οργανωτικά κέρδη.

Παρότι το 1922-23 οι Έλληνες κομμουνιστές και οι προσκείμενοι συνδικαλιστές δεν είχαν κάποια άξια λόγου συγκροτημένη ρεφορμιστική αντιπολίτευση, αντιμετώπιζαν προβλήματα που ήταν εξίσου, αν όχι περισσότερο, σοβαρά: την περιορισμένη θέσμιση του εργατικού κινήματος και το μεγάλο αριθμό ανοργάνωτων εργατών και χωρικών. Παρότι τα στρώματα αυτά και πολλά ειδικά προβλήματα αντιμετώπιζαν και προδιάθεση για μαχητική συλλογική δράση είχαν επιδείξει, για μια σειρά λόγους (ιδεολογικούς, που σχετίζονταν με τη συνεχιζόμενη επίδραση του εθνικισμού και της Μεγάλης Ιδέας· πρακτικούς, που είχαν να κάνουν με τον αγώνα της καθημερινής επιβίωσης· και πολιτικούς, που απέρρεαν από τους δεσμούς που είχαν αναπτύξει το προηγούμενο διάστημα με τις δυο μεγάλες πολιτικές οικογένειες, φιλελεύθερους και βασιλόφρονες) απείχαν από τις λειτουργίες του οργανωμένου εργατικού διεκδικητικού κινήματος. Τις επιφυλάξεις αυτές επέτεινε η συνεχιζόμενη οργανωτική σχέση ΣΕΚΕ-ΓΣΕΕ, που έδινε την εσφαλμένη εντύπωση πως προϋπόθεση για δράση στις γραμμές του συνδικαλιστικού κινήματος ήταν η κομμουνιστική πολιτική ταυτότητα. Επιπλέον σοβαρό πρόβλημα αποτελούσε το ιδιαίτερο πολιτικό ιδίωμα που οι κομμουνιστές χρησιμοποιούσαν στις δράσεις τους. Η ικανότητα πολλών στελεχών να παραθέτουν στοιχεία, επιχειρήματα και κρίσιμες στατιστικές αναμφίβολα εντυπωσίαζε τους εργατικούς και αγροτικούς πληθυσμούς· δημιουργούσε όμως ταυτόχρονα και ένα αίσθημα απόστασης, αν όχι απειλής και αλλοτρίωσης. Τι ήταν η «δικτατορία του προλεταριάτου»; Και γιατί η «επαναστατική πρωτοπορία» είχε φανεί τόσο κραυγαλέα ανήμπορη να προλάβει (και, στη συνέχεια, να αντιμετωπίσει) τις επιπτώσεις του μικρασιατικού φιάσκου; Η πολιτική του ενιαίου μετώπου στην ελληνική συγκυρία προσπάθησε να αντιμετωπίσει κάποια απ’ αυτά ακριβώς τα προβλήματα.

Μια πρώτη κίνηση ήταν το ξεκίνημα σοβαρής εσωτερικής συζήτησης για τον τερματισμό της οργανωτικής σχέσης του κόμματος με τη ΓΣΕΕ. Οι αντιπαραθέσεις υπήρξαν βέβαια παρατεταμένες (δεν έμελλε να οδηγήσουν σε πρακτικά αποτελέσματα μέχρι τον Απρίλιο του 1925, όταν η σύνδεση τερματίστηκε), όμως συνέβαλαν στην ανάδυση μιας νέας προσέγγισης αναφορικά με το ακριβές περιεχόμενο της έννοιας του «κομματικού καθήκοντος», κυρίως στο συμπέρασμα ότι το κόμμα δεν είχε νόημα να επιδιώκει κυριαρχία στο εσωτερικό μιας ισχνής συνομοσπονδίας με ελάχιστη συνδικαλιστική πυκνότητα (όπως ήταν η κομμουνιστική ΓΣΕΕ). Αν το εγχείρημα της «επαναστατικής πλειοψηφίας» στο εσωτερικό του οργανωμένου συνδικαλιστικού κινήματος είχε κάποιο νόημα, αυτό υπήρχε μόνο στον βαθμό που οι οργανώσεις μαζικοποιούνταν και η συνδικαλιστική πυκνότητα αυξανόταν. Αν ο διττός αυτός στόχος παρεμποδιζόταν από την οργανική σύνδεση, τότε η οργανική σύνδεση έπρεπε να εγκαταλειφθεί. Συνδυαστικά, δόθηκε η ευκαιρία να αναδειχτούν και καυτηριαστούν μια σειρά προβλήματα «υπερ-επαναστατικής ανυπομονησίας». Όπως αναφερόταν στη συναφή απόφαση του Γ’ έκτακτου συνεδρίου του Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου του 1924,

Το […] συνέδριο καταδικάζει κάθε προσπάθεια διασπάσεως σωματείου, κέντρου, ομοσπονδίας ή της Γενικής συνομοσπονδίας. Κανένας απολύτως λόγος δεν πρέπει να αναγκάζη τους κομμουνιστάς να στρέφονται κατά της ενότητας των σωματείων, να προβαίνουν σε διασπαστικές ενέργειες ή να υιοθετούν διασπαστικές πράξεις, ή να εγκαταλείπουν τα σωματεία. Το ίδιο είναι ανάγκη να λεχθή και για την προσπάθεια μερικών στοιχείων να ιδρύσουν νέα επαγγελματικά σωματεία με την δικαιολογίαν ότι τα υπάρχοντα βρίσκονται στα χέρια αντιδραστικών, χαφιέδων ή οργάνων του κράτους. Καθήκον όλων των μελών του Κόμματος είναι να παραμείνουν μέσα στα κίτρινα αυτά σωματεία και να αγωνισθούν για την καταπολέμηση μέσα σ’ αυτά της αντίδρασης, έστω και αν τούτο φαίνεται πως απαιτεί μεγάλο χρονικό διάστημα, πράγμα που δεν θα είναι βέβαια σύμφωνο με την ανυπομονησία μερικών για την κατάσταση ή που θίγει την επαναστατική τους αξιοπρέπεια (ΚΚΕ/1 1974: 522, και ΚΚΕ 1991: 167).

Το κόμμα στράφηκε επίσης αποφασιστικά στην ανάδειξη και σύντονη διεκδίκηση μικρών επιμέρους εργατικών αιτημάτων. Προτείνοντας μαχητικές μεταβατικές δράσεις στο παρόν αντί για γενικόλογες μεσσιανικές εξαγγελίες για το μέλλον, η νέα πρακτική βρισκόταν ακριβώς στον αντίποδα της «νομιμοφρόνου» πολιτικής του Φεβρουαρίου του 1922. Η νέα ηγεσία τόνιζε πως μόνο μια μακρά σειρά μικρών νικών σε φαινομενικά ασήμαντα καθημερινά και «δευτερεύοντα» ζητήματα θα μπορούσε να ανεβάσει το κύρος του κόμματος στις εργατικές μάζες και να βοηθήσει τους κομματικούς συνδικαλιστές να διευρύνουν την επιρροή τους. Συναφώς, το κόμμα έπρεπε να απλοποιήσει τα συνθήματά του, να βρει τρόπους πιο άμεσης δημοσιοποίησης των δράσεών του, και να αναλάβει πλατιές ενωτικές πρωτοβουλίες. Μια τέτοια ήταν η συγκρότηση της κλασικά ενιαιομετωπικής Ένωσης για την Υπεράσπιση της Εργατικής Τάξεως εναντίον της Καπιταλιστικής Επιθέσεως που ανέπτυξε δράση κυρίως στη Βόρειο Ελλάδα. Η Ένωση δεν διακήρυττε κανενός είδους επανάσταση στον εδώ και τώρα χρόνο, ούτε και απαιτούσε από τα υποψήφια μέλη της να διάκεινται φιλικά προς τις κομμουνιστικές αρχές, πολλώ δε μάλλον να είναι μέλη κομμουνιστικών σωματείων ή του κόμματος. Χωρίς να κρύβει την ιδεολογική ταυτότητα και τους πολιτικούς της στόχους, η ηγεσία της Ένωσης τόνιζε ότι ο λόγος ύπαρξης της οργάνωσης ήταν η διεξαγωγή αγώνα εναντίον της αισχροκέρδειας και των χαμηλών ημερομισθίων, και καλούσε τους εργάτες να συμμετάσχουν ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων. Τα αποτελέσματα ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντικά: λίγους μόλις μήνες μετά το ξεκίνημα της λειτουργίας της, η Ένωση είχε καταφέρει να συσπειρώσει στις γραμμές της σημαντικό αριθμό σωματείων που ως τότε δίσταζαν να ενταχθούν στη ΓΣΕΕ. Αντίστοιχες διεργασίες εμφανίστηκαν και σε δευτεροβάθμιο επίπεδο (επαγγελματικών ομοσπονδιών και εργατικών κέντρων) σε όλη τη χώρα, δίνοντας δυναμική και διάρκεια στον συγκρουσιακό κύκλο που ξέσπασε μετά τη μικρασιατική καταστροφή και κορυφώθηκε το 1923/24 ‒με κορυφαίο συμβάν την έκρηξη του Αυγούστου του 1923 (βλ. Seferiades 1998).

Όμως το οργανωτικό σχήμα για το οποίο η νέα κομμουνιστική ηγεσία πραγματικά ξεχώρισε από τους προκάτοχούς της ήταν η Ομοσπονδία Παλαιών Πολεμιστών, Αναπήρων και Θυμάτων Πολέμου (ΟΠΠ). Παρότι η έρευνα γύρω από τον ακριβή χαρακτήρα και τρόπο λειτουργίας της οργάνωσης αυτής βρίσκεται ακόμα στα σπάργανα, το συμπέρασμα προκύπτει αβίαστα ότι, στο σχετικά σύντομο διάστημα της λειτουργίας της, κατέγραψε επιτυχίες που ήταν τουλάχιστον εντυπωσιακές. Σύμφωνα με το προγραμματικό κείμενο του συνεδρίου του Μαΐου του 1924, οι λόγοι δημιουργίας της ΟΠΠ ήταν οι εξής τρεις:

Πρώτον η μεγάλη, η άμετρη αθλιότητα και δυστυχία των μεγάλων φτωχών λαϊκών μαζών ύστερ’ από την αποστράτευσή τους. Δεύτερον, η εγκληματική αδιαφορία του κράτους απέναντι και στις πιο στοιχειώδεις απαιτήσεις τόσο των απροστάτευτων θυμάτων που το ίδιο το Κράτος είχε δημιουργήσει με τους συνεχείς πολέμους του, όσο και των φτωχών εφέδρων. Αυτούς το Κράτος, αφού πρώτα τους αφαίρεσε με τη βία ό,τι εφόδια είχανε για τη δουλειά τους και για τη ζωή τους, αφού τους κράτησε χρόνια πολλά μακριά απ’ τά σπίτια τους και έκανε τη δουλειά του με τα τομάρια τους, ύστερα, όσοι απέμειναν ζωντανοί τους απέλυσε και τους λησμόνησε ολότελα. Τους εγκατέλειψε χωρίς καμιά βοήθεια ανυπεράσπιστους στον αγώνα το σκληρό και τον άνισο της ζωής της μεταπολεμικής. Και άνισος ήταν ο αγώνας της ζωής των, διότι τώρα επάνω στη ράχη τους έβλεπαν μεγάλους νεοπλούτους που μάζεψαν τεράστια κέρδη στους πολέμους. Και τρίτον ένα γενικό μέσα σ’ όλον το λαό αίσθημα υπέρτατης αγανακτήσεως για τη μάταια σπατάλη του αίματος και μια γενική επίσης απέχθεια και μίσος εναντίον του πολέμου και του στρατού (Πουλιόπουλος 2004/19241: 2).

Η εκστρατεία της ΟΠΠ για βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των απόστρατων και των προσφύγων απέκτησε μάλιστα τέτοια δυναμική, που οι περισσότεροι ξένοι διπλωμάτες την εξέλαβαν ως απόδειξη του ότι η Comintern προετοίμαζε μια «νέα επίθεση» με κέντρο την Ελλάδα. Έτσι, παρότι η ΟΠΠ ποτέ δεν επέτυχε να στρατολογήσει πάνω από 10-15.000 μέλη (αριθμός καθόλου ευκαταφρόνητος, βέβαια, αν αναλογιστεί κανείς ότι το ίδιο διάστημα το κομμουνιστικό κόμμα δεν είχε στις τάξεις του περισσότερα από 1.000-2.000 μέλη), ο Βρετανός πρέσβης θεωρούσε ότι η οργάνωση είχε «πάνω από 60.000 μέλη» (Bentinck to Curzon 4 August 1923; FO 286/858), ο δε Αμερικανός πρόξενος στην Θεσσαλονίκη περίπου 80.000 (W. L. Lowrie, 26 November 1923; SDNA M443/No.7/63)! Από παρόμοια ανησυχία διακατέχονταν και Έλληνες αξιωματούχοι.

Οι δράσεις της ΟΠΠ απασχολούσαν τόσο πολύ τις ξένες διπλωματικές αποστολές και τις ελληνικές κυβερνήσεις διότι απειλούσαν να πετύχουν δυο πράγματα: αφενός να θεσμοθετήσουν την ‒ως τότε απλώς λανθάνουσα‒ συμμαχία αγροτικών και εργατικών στρωμάτων, και αφετέρου να αποκαταστήσουν μια συστηματική επικοινωνία μεταξύ του οργανωμένου εργατικού κινήματος και των προσφυγικών μαζών. Η ΟΠΠ απευθύνονταν ρητά στους πρόσφυγες, διατυπώνοντας σειρά ειδικών αιτημάτων για την αποκατάστασή τους.

Καθώς η ΟΠΠ διαλύθηκε από τη δικτατορία Πάγκαλου το 1925/26, δεν είναι βέβαια δυνατόν να γνωρίζουμε αν τελικά θα επιτύγχανε τους στόχους της ή όχι. Όμως είναι αδιαμφισβήτητο ότι η πολιτική του Ενιαίου Μετώπου (της οποίας η ΟΠΠ υπήρξε κομβική έκφανση) φάνηκε να αποδίδει όσο καμία άλλη από εκείνες που είχαν ακολουθηθεί τόσο πριν όσο και μετά, τουλάχιστον μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1930. Εξίσου σαφές φαίνεται όμως να είναι ότι η ηγεσία Πουλιόπουλου-Μάξιμου που την υλοποίησε θα πετύχαινε πολύ περισσότερα αν δεν προσέκρουε στον ύφαλο της Μακεδονικής πολιτικής.

Μακεδονική πολιτική

Για να ερμηνευτεί επαρκώς, η Μακεδονική πολιτική του ΚΚΕ (που υιοθετήθηκε στο 3ο έκτακτο συνέδριο του Νοεμβρίου του 1924) πρέπει να προσεγγιστεί μέσα από το πρίσμα της στρατηγικής της Comintern, από την οποία προσδιορίστηκε και της οποίας υπήρξε πρακτική έκφανση. Επιδιώκοντας να απαλύνει τις αλγεινές εντυπώσεις που είχαν προκληθεί από τις διαδοχικές «Βαλκανικές αποτυχίες» της (με κορυφαία την αδυναμία του Βουλγαρικού κόμματος να προβάλει ουσιαστική αντίσταση στο πραξικόπημα Çankov τον Ιούνιο του 1923), η Διεθνής στράφηκε προς ένα εγχείρημα άμεσης και γρήγορης χρησιμοποίησης (ή, ακριβέστερα, πολιτικής εκμετάλλευσης) του «εθνικού ζητήματος». Το 5ο Συνέδριο του Ιουνίου του 1924 έτεινε έτσι να προβάλει το εθνικό ζήτημα ως ένα είδος «επαναστατικού καταλύτη» που θα επιτάχυνε τις εξελίξεις προσδίδοντας στα βαλκανικά (και κεντρο- ευρωπαϊκά) κινήματα τη δυναμική που επιζητούσαν. Ο θεωρητικός της Comintern Manuil’skij, εισηγητής στη συναφή συζήτηση, διατύπωσε επανειλημμένα την εκτίμηση πως οι «εθνικές εξεγέρσεις» συνιστούσαν τη νέα παρακαταθήκη για την επιτυχία της ευρωπαϊκής επανάστασης και έψεξε κόμματα όπως το σερβικό και το ελληνικό για την «εθνική» τους «αδράνεια» (Λιβιεράτος 1985, Παπαναγιώτου 1992, Δάγκας/Λεοντιάδης 1997). Καθήκον που εύλογα απέρρεε από τη νέα τακτική της Διεθνούς ήταν, βέβαια, η επιδίωξη επαφών (και συμμαχιών) με εθνικές κινηματικές οργανώσεις, όπου αυτές υπήρχαν. Στον βαλκανικό χώρο αυτό σήμαινε συμμαχίες με οργανώσεις όπως το Κροατικό Αγροτικό Κόμμα (HSS) των αδελφών Stjepan και Ante Radiç, και την Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (ΕΜΕΟ).

Όντας συστατικό στοιχείο της γενικής λενινιστικής προσέγγισης, η ένταξη αιτημάτων καταπιεζόμενων εθνικών μειονοτήτων στις δράσεις των κομμουνιστικών κομμάτων δεν ήταν βέβαια κάτι καινοφανές (Forman 1998). Η καινοτομία βρισκόταν στον εσπευσμένο, μανιχαϊκά απλοϊκό και επισφαλή τρόπο με τον οποίο διαμορφώθηκε το πολιτικό πλαίσιο των νέων συμμαχιών (αν μπορεί να θεωρηθεί ότι κάποιο πολιτικό πλαίσιο είχε πράγματι δημιουργηθεί). Χωρίς συγκεκριμένα αιτήματα ή ειδικούς πολιτικούς στόχους, τα βαλκανικά κομμουνιστικά κόμματα εξωθούνταν στην εν λευκώ σύναψη συμμαχιών με οργανώσεις για τις οποίες η Comintern και τα ίδια τα κόμματα γνώριζαν ελάχιστα. Δεν πρέπει να αποτελεί έκπληξη ότι αυτό είχε οδυνηρές συνέπειες, ειδικά στην περίπτωση της συμμαχίας με την ΕΜΕΟ.

Η ΕΜΕΟ ιδρύθηκε το 1893 επιδιώκοντας τη δημιουργία μιας νοτιοσλαβικής ομοσπονδίας «στην οποία η Μακεδονία θα είχε θέση» (Jelavich 1983: 93). Καθώς το επιχειρησιακό κέντρο της οργάνωσης βρισκόταν σε βουλγαρικό έδαφος, όμως, η οργάνωση βρέθηκε από την αρχή κάτω από τη διαρκή επιτήρηση και τις πιέσεις των βουλγαρικών αρχών. Απόρροια αυτής της παρέμβασης ήταν το γεγονός ότι η ΕΜΕΟ «μετατράπηκε βαθμιαία σε εθνικιστική και τρομοκρατική οργάνωση, πιστό όργανο της μεγαλοβουλγαρικής πολιτικής». (Παπαπαναγιώτου 1992: 40) Το στοιχείο που η Comintern και τα βαλκανικά κομμουνιστικά κόμματα δεν φαίνεται να είχαν πλήρως εκτιμήσει όταν αποφάσιζαν να οικοδομήσουν μια συμμαχία με την ΕΜΕΟ, ήταν αυτή ακριβώς η μετεξέλιξη: το γεγονός ότι η οργάνωση είχε σταδιακά μετατραπεί σε όργανο του βουλγαρικού αλυτρωτισμού. Η άνευ όρων συμμαχία με την ΕΜΕΟ το 1924 δεν διέφερε και πολύ από μιαν άνευ όρων συμμαχία με το βουλγαρικό υπουργείο Εξωτερικών. Η αρχή που η Comintern καλούσε τα βαλκανικά κόμματα να προωθήσουν δεν ήταν, έτσι, το «δικαίωμα των εθνών στην αυτοδιάθεση», αλλά απλός και ακατέργαστος βουλγαρικός εθνικισμός.

Η πρωτόλεια υφή της στρατηγικής σύλληψης προσδιόρισε και τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώθηκαν οι επιχειρησιακές λεπτομέρειες της πολιτικής, τόσο σε επίπεδο μορφής όσο και στο περιεχόμενο. Σε ό,τι αφορά την ελληνική εκδοχή, αίφνης, ελάχιστη προσοχή δόθηκε (αν δόθηκε καθόλου) στις τεράστιες αλλαγές που είχαν επέλθει στην εθνολογική σύνθεση της Μακεδονίας εξαιτίας της εγκατάστασης μισού και πλέον εκατομμυρίου Μικρασιατών προσφύγων. Επιπλέον, η πολιτική γλώσσα την οποία χρησιμοποιούσε το κόμμα (βασικός μοχλός της αντίστοιχης αξιακής πλαισίωσης) ήταν απόλυτη και ωμή, δημιουργώντας για τους κομμουνιστές συνειρμικές απεικονίσεις ακριβώς αντίθετες της «εθνικής ευαισθησίας» που επιδίωκαν. Σε προκήρυξη που κυκλοφόρησε το Δεκέμβριο του 1924, για παράδειγμα, αναφερόταν:

Μπροστά στα καταχθόνια αυτά σχέδια […] μιά μόνο υπάρχει σανίδα σωτηρίας. Όλα τα κομμάτια της Μακεδονίας και Θράκης που είνε μοιρασμένα στη Βουλγαρία, Ελλάδα, Σερβία και Τουρκία να μαζευτούνε ν’ αποτελέσουνε 2 ιδιαίτερα Κράτη, ν’ αποτελέσουνε μια ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία, μια ενιαία και ανεξάρτητη Θράκη… Έτσι μονάχα θα σωθούν οι Μακεδόνες και Θράκες εργάτες και χωρικοί από το άγριο ξεσπίτωμα που τους κάνουν οι Έλληνες, οι Σέρβοι, οι Βούλγαροι και οι Τούρκοι πλουτοκράτες… (φωτογραφική αναπαραγωγή στο Δάγκας/Λεοντιάδης 1997: 75).

Κορωνίδα όλων υπήρξε, βέβαια, η ανάδειξη της «Θρακικής» εθνότητας ‒στοιχείο που πρόσθεσε σύγχυση επιτείνοντας το έωλο του όλου σχεδιασμού.

Οι αρνητικές συνέπειες της μακεδονικής πολιτικής υπήρξαν πολλές και διαφορετικές. Ίσως η πιο σημαντική ήταν η δημιουργία ενός κυριολεκτικά αδιαπέραστου τοίχους μεταξύ ΚΚΕ και προσφυγικών και άλλων νέων μικροϊδιοκτητών της υπαίθρου στις Νέες Χώρες τουλάχιστον μέχρι τις αρχές της δεκαετίας το 1930 ‒μια επίπτωση που η σημασία της δύσκολα μπορεί να υπερεκτιμηθεί. Πρόκειται επίσης για μια από τις ειρωνείες της Ιστορίας: πως ό,τι έδωσε η ηγεσία των Παλαιών Πολεμιστών στις προσφυγικές μάζες με το ένα χέρι (τη μαχητική παρέμβαση της ΟΠΠ), το πήρε πίσω με το άλλο (τη Μακεδονική πολιτική). Αντίστοιχα σοβαρές υπήρξαν, όμως, οι επιπτώσεις και στο καθαρά συνδικαλιστικό πεδίο. Ίσως δεν είναι υπερβολικό να υποστηριχτεί ότι, δημιουργώντας ένα χάσμα με το προσφυγικό στοιχείο, η μακεδονική πολιτική του ΚΚΕ καταδίκασε όχι μόνο το ίδιο αλλά και το αριστερό συνδικαλιστικό κίνημα στο σύνολό του σε παρατεταμένη απομόνωση που, όπως αναφέρθηκε, δεν έμελλε να ξεπεραστεί παρά μόνο κατά τη δεκαετία του 1930. Τις ίδιες διαπιστώσεις έκανε και ο ίδιος ο Παντελής Πουλιόπουλος σε επιστολή του προς την ΚΕ του ΚΚΕ (με ημερομηνία 10 Σεπτεμβρίου 1926), που αξίζει να παρατεθεί εκτενώς:

Η πολιτική μας πάνω στο εθνικό ζήτημα στη Μακεδονία και Θράκη αποδείχτηκε ολοφάνερα από τα πράγματα εσφαλμένη κι έφερε ως ένα σημείο καταστρεπτικά, μπορούμε να πούμε, αποτελέσματα για τον επαναστατικό αγώνα του ελληνικού προλεταριάτου […] Η πολιτική μας εκείνη (και εννοώ εδώ όχι την ορθή πολιτική της υπερασπίσεως του δικαιώματος της πλήρους αυτοδιαθέσεως των καταπιεζόμενων εθνοτήτων μέχρι και τον αποχωρισμό των, εάν και όπου οι ίδιες εκφράσουν μια τέτοια θέληση…) χρεοκόπησε και δεν μπορούσε παρά να χρεοκοπήσει στην Ελλάδα, γιατί ήταν απαύγασμα όχι απλώς εσφαλμένης εκτίμησης του πραγματικού συσχετισμού των δυνάμεων μέσα στη χώρα μας, αλλά ενός καθαρού επαναστατικού ρομαντισμού. Τα πράγματα φωνάζουν δυνατά, ότι … [δεν δόθηκε η] πραγματική κατάσταση της χώρας μας και του κινήματός μας, ειδικά της ελληνικής Μακεδονίας και Θράκης επί τη βάσει της οποίας επιμένουν να καθορισθή η πολιτική του ΚΚΕ πάνω στο εθνικό. Ούτε την έλλειψη κινήματος εθνοεπαναστατικών μαζών στην Ελλάδα ετόνισαν όσο έπρεπε, ούτε την τεράστια μεταβολή που επήλθε με την προσφυγική συσσώρευση, ούτε τον βεβαιότατο κίνδυνο που διέτρεχε το ΚΚΕ να μην κατανοηθούν και να παρεξηγηθούν τέτοια συνθήματα από τις μάζες […] Καμμία θετική δράση δεν έγινε από το Κόμμα για την πραγματική υπεράσπιση των γλωσσικών, εκπαιδευτικών κ.λπ. γενικά πολιτιστικών ελευθεριών των μειονοτήτων μέσα στη χώρα. Καμμία ορθή διεθνιστική διαπαιδαγώγηση των εργατικών μαζών. Διότι τα συνθήματα «Ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία», «Ενιαία και ανεξάρτητη Θράκη» μόνο σύγχυση μπορούσαν να προκαλέσουν και καμμία διεθνιστική διαφώτιση. Η πρώτη φορά που δινόταν στο κόμμα η ευκαιρία να αναπτύξη το διεθνιστικό πνεύμα μέσα στην Ελλάδα, τα συνθήματά μας στάθηκαν τόσο άτυχα ώστε άφηναν να δημιουργήται η τρομερή παρεξήγηση ότι επαναστατικός διεθνισμός δεν είναι άλλο τίποτε παρά συμμαχία με τους Βούλγαρους κομιτατζήδες. Του κάκου προσπαθήσαμε […] να διαλύσουμε τη σύγχυση […] Από τ’ άλλο μέρος, η πολιτική μας πάνω στο εθνικό ανέκοψε κατά ένα μεγάλο μέρος το ρεύμα συμπαθείας των μαζών προς το κόμμα που υπήρχε πριν από το Έκτακτο Συνέδριο. Τούτο αληθεύει πρωτίστως για τις προσφυγικές μάζες της Μακεδονίας και Θράκης. Θα χρειασθή μεγάλος αγώνας για να διαλυθούν οι δυσπιστίες που γεννήθηκαν προς το κόμμα. Απομάκρυνε τα πάσχοντα μικροαστικά στρώματα από το κόμμα, γιατί άστοχα ζήτησε να κλονίσει τις εθνικιστικές τους προλήψεις. Δεν «δημιούργησε» βέβαια το φασισμό στην Ελλάδα, όπως υποστήριξε στο Συνέδριο ο σύντροφος Κορδάτος. Μα έδωσε στην αντίδραση τεράστια όπλα, για να χτυπήσει το κόμμα ανάμεσα στις καθυστερημένες μάζες και ασφαλώς σε μερικά μέρη υποβοήθησε αντικειμενικά τις προσπάθειες της ελληνικής μπουρζουαζίας για την καλλιέργεια και έξαψη των εθνικιστικών προλήψεων και για την οργάνωση φασιστικών ομάδων. Συνέβαλε κατά ένα μεγάλο μέρος στην ήττα μας στο επαγγελματικό. Έφερε χωρίς λόγο μεγάλες δυσχέρειες στις συνδικαλιστικές εργασίες των συντρόφων της Μακεδονίας και Θράκης και υπήρξε «ένας από τους βασικότερους λόγους της διαρροής των εργατικών σωματείων εκεί πάνω» (είναι τα ίδια λόγια ενός από τους πιο παλαιμάχους αγωνιστές μας στο επαγγελματικό, του συντρόφου Χατζησταύρου). Ασφαλώς δεν είναι η αιτία των διώξεων. Μα θα εθελοτυφλούσαμε αν δεν παραδεχόμασταν ότι, χωρίς τα εσφαλμένα πάνω στο εθνικό συνθήματά μας, ούτε η αντίδραση θα είχε τόσο νωρίς αρχίσει, ούτε την έκταση εκείνη θάχε πάρει, μια και πολλά στελέχη του Κόμματος θα μπορούσαν να μην αποσπασθούν τόσο εύκολα από τις μάζες […] Η πολιτική εκείνη έκανε να ξεσπάση κατά τρόπο εξαρθρωτικό μια εσωτερική κρίση στο Κόμμα. Συνδυασμένη με την ανεπάρκεια της δυνάμεως της ΚΕ και τα σφάλματα πάνω στην εφαρμογή τους, έκανε ώστε να παραμεληθή η οργανωτική εργασία και έτσι το Κόμμα να βρεθή για μια στιγμή σε κατάσταση […] ελεεινή […] Τέλος απείλησε για μια περίοδο την τέλεια εξουθένωση του κύρους του Κόμματος μέσα στις ήδη κατακτημένες μάζες (Πουλιόπουλος προς ΚΕ του ΚΚΕ, 10 Σεπτεμβρίου 1926, Αρχείο ΚΚΕ [αταξινόμητο] –εμφάσεις στο πρωτότυπο).

«Λαϊκή Δημοκρατία» και καπνεργατική ήττα (1925-26)

Λιγότερο προφανής, αλλά όχι λιγότερο σοβαρή επίπτωση της Μακεδονικής αποτυχίας ήταν ότι στοίχησε στο ΚΚΕ την προικισμένη ηγεσία των Πουλιόπουλου-Μάξιμου, που συνελήφθη και οδηγήθηκε σε δίκη επί εσχάτη προδοσία. Μαζί τους πιάστηκε και σημαντικός αριθμός συνδικαλιστών και κομματικών στελεχών, με αποτέλεσμα η νέα προσωρινή ηγεσία των Χαϊτά-Ευτυχιάδη να βρεθεί αντιμέτωπη με μια κατάσταση που θύμιζε έντονα ό,τι επικρατούσε στο κόμμα το διάστημα λίγο πριν τη μικρασιατική καταστροφή: επίταση των διώξεων, απειλές, στελεχική αποψίλωση. Δεν πρέπει να αποτελεί έκπληξη ότι η αντίδραση και αυτής της ηγεσίας υπήρξε παρόμοια «νομοταγής» (και παρόμοια ατελέσφορη).

Παρότι η νέα πολιτική δεν απέκτησε ποτέ απτή ρηματική διατύπωση (εξέλιξη αναμφίβολα συνεπικουρούμενη από το γεγονός ότι μεταξύ Νοεμβρίου 1924 και Σεπτεμβρίου 1926 δεν υπήρξε σύγκληση συνεδρίου), οι πολιτικές παρεμβάσεις του κόμματος άρχισαν de facto να διολισθαίνουν προς μιαν ασαφή ιδέα «αριστερής λαϊκής δημοκρατίας», στην οποία οι δημοκρατικοί (βενιζελικοί) αξιωματικοί του στρατεύματος θα διαδραμάτιζαν ενεργό «προοδευτικό» ρόλο. Η αστική τάξη της χώρας παρέμενε αντιδραστική, όμως, για κάποιο θεωρητικά αδιευκρίνιστο λόγο, αυτό δεν ίσχυε για ορισμένους αξιωματικούς του στρατού. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε πρώτο χρόνο (και μέχρι τα τέλη περίπου του 1925) είχαν αναπτυχθεί αυταπάτες ακόμα και για τις προοπτικές του καθεστώτος Πάγκαλου (της επονομαζόμενης μικροαστικής «τρίτης καταστάσεως») ‒καθώς ο τελευταίος ήρθε στην εξουσία ασκώντας ιδιαίτερα σφοδρή κριτική στις κατασταλτικές «αντιλαϊκές» πρακτικές της κυβέρνησης Μιχαλακοπούλου, την οποία και είχε ανατρέψει.

Είναι γεγονός πως για ένα διάστημα η νέα τάση συνυπήρχε ανάμικτη με τα παλιά ενιαιομετωπικά στοιχεία. Στο συνδικαλιστικό πεδίο, για παράδειγμα, το κόμμα αναγνώρισε ρητά τη διαφορά μεταξύ κίτρινων-εργοδοτικών και ρεφορμιστικών σωματείων, αποφάσισε διακοπή της οργανικής σχέσης με τη ΓΣΕΕ και προσπάθησε να έρθει σε επαφή με προσφυγικές οργανώσεις, κυρίως στη βόρειο Ελλάδα. Καθώς όμως οι κινήσεις αυτές δεν αρκούσαν για να αντιστρέψουν το έντονα αρνητικό κλίμα (και την κρατική κατασταλτικότητα), σταδιακά εγκαταλείφθηκαν στον βωμό ενός νέου εγχειρήματος συνδιαλλαγής. Στο πλαίσιο αυτό, επιχειρήθηκαν συμμαχίες με κρατικοδίαιτα συνδικάτα, ενώ οι κομματικοί συνδικαλιστές ενθαρρύνθηκαν να περιορίσουν τις μαχητικές δράσεις υπέρ της διερεύνησης της «συναινετικής οδού». Όταν τον Ιούλιο του 1925 ο Πάγκαλος ήρε τον νόμο περί της απαγόρευσης εξαγωγής ανεπεξέργαστων καπνών (κάτι που καταδίκασε τον καπνεργατικό κλάδο σε σταδιακή αποψίλωση και προοπτικά σε αφανισμό), η Καπνεργατική Ομοσπονδία Ελλάδος (ΚΟΕ) βρέθηκε ανίκανη και ανέτοιμη να αντιδράσει. Όπως ήταν φυσικό, μια παρατεταμένη διεκδικητική ύφεση ξεκίνησε το 1925, ενώ το 1926 αποτελεί το έτος-ναδίρ της μεσοπολεμικής διεκδικητικής μαχητικότητας.10 (Seferiades 1998)

Όταν η πρακτική του καθεστώτος του διέλυσε τις όποιες αυταπάτες είχαν αναπτυχθεί στον Πάγκαλο (ειδικά μετά την επιβολή δικτατορίας την 4η Ιανουαρίου 1926), το κόμμα φάνηκε να μεταθέτει ελπίδες και προσδοκίες στον Κονδύλη. Ο μεταβατικός γραμματέας Ελευθέριος Σταυρίδης καλωσόρισε το πραξικόπημα του Αυγούστου του 1926 που ανέτρεψε τον Πάγκαλο, και σε κύριο άρθρο του στον Ριζοσπάστη προσέφερε βοήθεια στον Κονδύλη στην προσπάθεια του τελευταίου να καταπνίξει τις αντιδράσεις των εξίσου αυταρχικών ανταγωνιστών του, όπως ο στρατηγός Δερτιλής.

Για τα περισσότερο ενεργά κομματικά μέλη και συνδικαλιστές, η συνδιαλλαγή με τον Κονδύλη φάνταζε ακατανόητη. Συμπυκνώνοντας γλαφυρά το δημοκρατικό έλλειμμα του ελληνικού φιλελευθερισμού, ο Κονδύλης είχε διακριθεί όχι ως πρωτοπόρος μεταρρυθμιστής αλλά ως ιδρυτής των πρωτο-φασιστικών Ταγμάτων Κυνηγών (1924) με δράσεις που ως βασικό «θήραμά» τους είχαν αριστερούς καπνεργάτες. Όμως, αναδρομικά, δεν είναι διόλου βέβαιο ότι η κομματική ηγεσία είχε την εποπτεία (και πολύ περισσότερο τον έλεγχο) των αποτελεσμάτων που είχαν οι επιμέρους δράσεις της. Όπως είχε συμβεί και το 1922, οι κινήσεις των ηγετικών στελεχών αντανακλούσαν περισσότερο απώλεια σθένους και προσανατολισμού παρά συνειδητή στρατηγική επιλογή. Οι επιπτώσεις για το κόμμα και το συνδικαλιστικό κίνημα ήταν σε κάθε περίπτωση ορατές και οδυνηρές, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις όπως εκείνη των καπνεργατών. Η ουσιώδης παρανόηση του καθεστώτος Παγκάλου αναισθητοποίησε το ΚΚΕ και την ΚΟΕ την κρίσιμη στιγμή της άρσης του νόμου που απαγόρευε την εξαγωγή ανεπεξέργαστων καπνών, και ‒ως αποτέλεσμα‒ η κλαδική διεκδικητικότητα των καπνεργατών για τα έτη 1925 και 1926 υπέστη πραγματική καθίζηση. Η καπνεργατική ήττα, ως αδυναμία αξιόπιστης απάντησης στην «καπνεμπορική επίθεση», υπονόμευσε περαιτέρω το κύρος του κόμματος. Αν δεν μπορούσαν να αμυνθούν οι καπνεργάτες, ο πιο συμπαγής, πολιτικοποιημένος και πολυπληθής εργατικός κλάδος, τότε ποιος αλήθεια κλάδος θα μπορούσε;

Όμως το πρόβλημα της πολιτικής αναξιοπιστίας ήταν ευρύτερο ‒τείνοντας να δημιουργήσει τη γενική αίσθηση ότι η ηγεσία του ΚΚΕ δεν ήταν σε θέση ούτε μαχητικές δράσεις να καθοδηγήσει ούτε και να έχει σταθερές και συνεκτικές θέσεις αναφορικά με το ποιος πολιτικός χώρος ή φορέας ήταν τελικά προοδευτικός και ποιος όχι. Το επόμενο διάστημα το κόμμα έμελλε να μετακινηθεί στον απόλυτο αντίποδα, τόσο ως προς τη μέθοδο εκπόνησης πολιτικής όσο και ως προς το περιεχόμενό της. Η τακτική της Τρίτης Περιόδου, που υιοθετήθηκε το 1928, έδωσε με την εύληπτη και απλοϊκή απολυτότητά της την εντύπωση πως κάθε αίσθηση αμφιβολίας ανήκε οριστικά στο παρελθόν. Σύντομα αποκαλύφθηκε όμως ότι το φάρμακο ήταν πολύ χειρότερο από την αρρώστια.

«Τρίτη Περίοδος» και οργανωτική αποσάθρωση (1928-35)

Δεν υπάρχει συγκυρία πιο επικίνδυνη από ’κείνη που αντιμετωπίζει κάποιος που, με τα φώτα σβηστά, σηκώνει το πόδι του για ν’ ανέβει όταν τα σκαλοπάτια μπροστά του κατεβαίνουν. Πτώσεις, τραυματισμοί και εξαρθρώσεις είναι αναπόφευκτες… (Trotsky 1974: 88-9)

Προσπαθώντας να ανανήψει από τις ανεπίγνωστες επιλογές που είχαν οδηγήσει σε καταστροφή στην Κίνα, στα Βαλκάνια και αλλού, η σταλινοποιημένη Comintern επέβαλε στροφή πολιτικής στο 6ο συνέδριό της, οι εργασίες το οποίου έγιναν στη Μόσχα μεταξύ της 17ης Ιουλίου και της 1ης Σεπτεμβρίου του 1928 (το πρώτο μετά το 1924 και προτελευταίο της Τρίτης Διεθνούς). Ο καπιταλισμός, υποστήριζε η νέα άποψη, είχε περάσει από δυο «περιόδους» μετά την Οκτωβριανή επανάσταση: η πρώτη ήταν επαναστατική και είχε διαρκέσει μέχρι το 1923· η δεύτερη, μεταξύ 1924 και 1928, ήταν μια περίοδος σταδιακής και μερικής σταθεροποίησης. Τέλος, η «Τρίτη περίοδος», στην οποία το παγκόσμιο σύστημα μόλις έμπαινε, επρόκειτο να είναι μια περίοδος αλλεπάλληλων κρίσεων, ιμπεριαλιστικών πολέμων και κοινωνικών επαναστάσεων που θα οδηγούσε στην οριστική κατάρρευση του καπιταλισμού. Το ζήτημα της κατάληψης της εξουσίας έμπαινε συνεπώς επιτακτικά στην ημερήσια διάταξη. Τακτική συνέπεια της «τριτοπεριοδικής» στρατηγικής σύλληψης ήταν ότι τα κομμουνιστικά κόμματα όφειλαν να συντρίψουν όλες τις άλλες τάσεις στο εσωτερικό του εργατικού κινήματος και να καταλάβουν την ηγεσία. Η ώρα του διαλόγου και της πολιτικής αντιπαράθεσης είχε περάσει· τώρα ήταν η ώρα της δράσης. Στο έντονα φορτισμένο αυτό πλαίσιο, ο σταλινισμός διέδωσε το μνημειωδώς αμετροεπές επιχείρημα ότι «η σοσιαλδημοκρατία είναι η μετριοπαθής πτέρυγα του φασισμού […] Αυτές οι δυο οργανώσεις δεν αποκλείουν αλλά συμπληρώνουν αλλήλους. Δεν συνιστούν αντίποδες, αλλά δίδυμα». Τα πλέον καταστρεπτικά αποτελέσματα του τριτοπεριοδισμού φάνηκαν στη Γερμανία, όπου ο παρατεταμένος εμφύλιος πόλεμος στο εσωτερικό του εργατικού κινήματος επέτρεψε τη σχετικά εύκολη επικράτηση του ναζισμού. Όμως και στην Ελλάδα οι επιπτώσεις του δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητες.

Κατά τρόπο ειρωνικό, ο τριτοπεριοδισμός ήρθε σε μια χρονική συγκυρία όπου το ΚΚΕ βρισκόταν αντιμέτωπο με συνθήκες γενικά παρόμοιες αυτών που τα δυτικοευρωπαϊκά κόμματα αντιμετώπιζαν το 1921/22 (όταν η άμεσα μεταπολεμική επαναστατική έξαρση είχε αρχίσει να υποχωρεί). Παρότι τα κομμουνιστικά συνδικάτα εξακολουθούσαν να διατηρούν τις θέσεις τους στον ‒πάντα επισφαλή‒ εσωτερικό θεσμικό χώρο του εργατικού κινήματος, ένας συνασπισμός ρεφορμιστών και κρατικοδίαιτων, «κίτρινων» απειλούσε να τα εκτοπίσει (όπως είχε ήδη γίνει στην ηγεσία της ΓΣΕΕ στο 3ο συνέδριο του 1926). Ήταν, με άλλα λόγια, μια συγκυρία που απαιτούσε, όπως και πριν, ενιαιομετωπικές δράσεις: αν οι κομμουνιστές ήθελαν να προστατευτούν από την κρατική-εργοδοτική ενδοθεσμική επίθεση, χρειαζόταν, πριν από οτιδήποτε άλλο, τη δυνατότητα να έρχονται σε άμεσα επαφή με τη βάση των ρεφορμιστικών (ενδεχομένως και κάποιων «κίτρινων») σωματείων. Όμως οι αρχές της Τρίτης Περιόδου υποχρέωναν τους κομμουνιστές να επιτίθενται εναντίον των ρεφορμιστικών οργανώσεων με ακραία συνθήματα και, αν οι συνθήκες το επέτρεπαν, με γυμνές γροθιές.

Ακόμα χειρότερα, οι απεργίες εξαγγέλλονταν απροετοίμαστα, πρόχειρα και ανεύθυνα, «πάνω απ’ τα κεφάλια» της ρεφορμιστικής ηγεσίας σύμφωνα με μια προσφιλή κομμουνιστική έκφραση. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι οι εκβάσεις των περισσότερων ήταν οικτρές αποτυχίες, που όμως το κόμμα επέμενε να περιγράφει σαν λαμπρές νίκες. Σταδιακά χάθηκε κάθε αίσθηση μέτρου, προοπτικής και αναλογίας, καθώς τα «μαζικά πολιτικά συλλαλητήρια» (υποτιθέμενες τελικές πρόβες για την «επαναστατική κατάληψη της εξουσίας») τιμούσαν με την παρουσία τους μόνο λίγες εκατοντάδες. Το ιλαροτραγικό φαινόμενο επέτεινε την καθίζηση της κομμουνιστικής επιρροής, έτεινε όμως παράλληλα να επιδεινώσει και το γενικό πρόβλημα της χαμηλής πυκνότητας του ελληνικού συνδικαλισμού ‒αφού η έξω από κάθε λογική λυσσώδης αντιπαράθεση ρεφορμιστών-κομμουνιστών (ειδικά μετά την ίδρυση της Ενωτικής ΓΣΕΕ το Φεβρουάριο του 1929) έκανε μεγάλο αριθμό εργατών να εγκαταλείψουν τα συνδικάτα (ο αριθμός συνδικαλισμένων ανεξαρτήτως παράταξης σημείωσε δραματική πτώση) και πολλά υποψήφια μέλη να τα παρακάμψουν. Όπως έγραψε ο Λιάκος (1993: 145),

[τ]α συνδικάτα δεν γνώριζαν τα μέλη τους και οι διοικήσεις τους λειτουργούσαν ως κομματικές οργανώσεις ερήμην των μαζών. Τις απεργίες και τις εργατικές κινητοποιήσεις όχι μόνο δεν μπορούσαν να τις οργανώσουν αλλά ούτε καν να τις προβλέψουν· τις πληροφορούνταν από τον Τύπο.

Στο παραδοσιακά υψηλό κόστος συμμετοχής στα συνδικάτα που οι κρατικές παρεμβάσεις και η περιοριστική νομοθεσία είχαν δημιουργήσει στους Έλληνες εργαζόμενους (βλ. το επόμενο κεφάλαιο) τα συνδικάτα πρόσφεραν ελάχιστο θετικό αντιστάθμισμα. Οι ρεφορμιστές υπόσχονταν μεταρρυθμίσεις μέσα από νομότυπες διεκδικητικές πρακτικές, όμως μεταρρυθμίσεις δεν έρχονταν (Μαυρέας 1994, Ψαλίδας 1989). Και οι κομμουνιστές προφήτευαν επανάσταση, όμως δεν ήταν ικανοί ούτε τους εαυτούς τους να προστατέψουν από την κρατική κατασταλτική επέλαση του Ιδιώνυμου (ούτε, βέβαια, και να καθοδηγήσουν τους συνδικαλιστικούς αγώνες). Δεν αποτελεί έκπληξη ότι το οργανωμένο εργατικό κίνημα βρέθηκε στο χείλος της απόλυτης καθίζησης.

Τα αδιέξοδα του «τριτοπεριοδισμού» οδήγησαν το ΚΚΕ σε νέα παρατεταμένη εσωτερική κρίση, που τερματίστηκε μόνο με την ανοιχτή επέμβαση της Comintern που επέβαλε την ηγεσία Ζαχαριάδη, στα τέλη του 1931. Η ηγεσία αλλάχτηκε, όμως η πολιτική παρέμεινε αμετάβλητη ‒παρότι οι σοσιαλιστές του Δημήτρη Στρατή είχαν, από το 1930, διακόψει τη συμμαχία τους με τις κρατικοδίαιτες παρατάξεις των Καλομοίρη και Δημητράτου, και διερευνούσαν την πιθανότητα μετωπικών συνεργασιών με τους κομμουνιστές εναντίον της εντεινόμενης κρατικής καταστολής και του χαμηλού βιοτικού επιπέδου. Ένα πιθανό Ενιαίο Μέτωπο τη στιγμή εκείνη θα είχε ενδεχομένως αντιστρέψει την οργανωτική αποσάθρωση και θα προσέδιδε στο εργατικό διεκδικητικό κίνημα συνολικά μια νέα δυναμική. Όμως οι κομμουνιστές έστρεψαν αλλού το βλέμμα και το οργανωτικό χάσμα στο εσωτερικό του εργατικού κινήματος διευρύνθηκε.

Αυτή η οργανωτική αποσάθρωση βοηθά να εξηγηθεί και γιατί το εργατικό κίνημα βρέθηκε ‒για άλλη μια φορά‒ ανίκανο να παρέμβει στη διαμόρφωση της κεντρικής πολιτικής σκηνής, κατά τη διάρκεια της βαθιάς πολιτικής κρίσης και του νέου διχασμού της περιόδου 1933-35. Τα ανεπίλυτα κοινωνικά προβλήματα και η αλόγιστη κρατική καταστολή, όμως, έτειναν να συντηρούν μια μοριακή διαδικασία λαϊκής ριζοσπαστικοποίησης, πέρα και πάνω από κομματικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις (και, όχι σπάνια, σε πείσμα τους). O νέος διεκδικητικός κύκλος που ξεκίνησε μετά το 1932 άσκησε σημαντικές πιέσεις στα στελέχη του KKE να αναθεωρήσουν την σεχταριστική τους προσέγγιση ‒σε μια περίοδο που τα αδιέξοδα της Τρίτης Περιόδου είχαν γίνει πρόδηλα ακόμα για τη σταλινική Comintern (κυρίως μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, το 1933). Η τελευταία στρατηγική στροφή ‒στα «Λαϊκά Μέτωπα»‒ αποτελεί και τον τελευταίο σταθμό της μακροσκοπικής μας περιήγησης.

Λαϊκά μέτωπα και περιστολή της διεκδικητικής έκρηξης (1936)

Περικυκλωμένος από φασιστικά και ακροδεξιά καθεστώτα, τα υπερεπαναστατικά συνθήματα του Στάλιν κυριολεκτικά εξαϋλώθηκαν. Επιδέξια ξεχνώντας ότι ο καπιταλισμός βρισκόταν στην «τρίτη περίοδό» του, η γραφειοκρατία της Comintern άρχισε να αναζητά στηρίγματα στις δυτικές δυνάμεις. Δεν παρέλκει όμως εδώ να επισημανθεί (και να τονιστεί) πως η νέα στροφή δεν ήταν «αντιφασισμός» όπως το θέλησε η μεταπολεμική κομματική ιστοριογραφία (π.χ. Σαρλής 1975) και οι ένθεν και ένθεν μυθώδεις αναπαραστάσεις. Με τη σύναψη του συμφώνου Μολότοφ-Ρίμπεντροπ τον Σεπτέμβριο του 1939, τα κομμουνιστικά κόμματα σταμάτησαν την κριτική προς τον Ναζισμό. Όπως επισήμανε ο McKenzie (1964: 170),

αν κάποιος περιόριζε τη διερεύνησή του για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στα κύρια άρθρα της Komunistichkeskii Internatsional, πολύ δύσκολα θα έβγαζε το συμπέρασμα ότι υπήρχε κάποιο κράτος που λεγόταν Γερμανία, και ότι ήταν με διαφορά ο ισχυρότερος εκ των δυο επιτιθέμενων.

Αυτό άλλαξε μόνο μετά τον Ιούνιο του 1941, όταν ο εκδηλώθηκε η χιτλερική επίθεση στην ΕΣΣΔ.

Σε κάθε περίπτωση, και όπως ήταν αναμενόμενο, τα κομμουνιστικά κόμματα, όπου υπήρχαν, άρχισαν να περικόπτουν το πρόγραμμά τους αναζητώντας προγραμματικές (αντί για απλώς τακτικές) συμμαχίες με «προοδευτικά» αστικά κόμματα, στο πλαίσιο μιας πολιτικής που αποκλήθηκε «Λαϊκό Μέτωπο». Επιδιώχθηκαν βέβαια και συμμαχίες με σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Όμως σε αντίθεση με ό,τι ίσχυε στην τακτική του Ενιαίου Μετώπου (με την οποία τα Λαϊκά Μέτωπα πάρα πολύ συχνά στην ιστοριογραφία συγχέονται), ο κύριος στόχος δεν ήταν η προσέλκυση ρεφορμιστών εργατών στις επαναστατικές ιδέες, αλλά η κατάδειξη (στις ελίτ) του ότι ο κομμουνισμός δεν αποτελούσε πλέον απειλή γι’ αυτές. Αν οι διεκδικήσεις και οι συλλογικές δράσεις των μαζικών φορέων απειλούσαν να ξεφύγουν από τον έλεγχο, τότε η κινηματική συγκρουσιακότητα έπρεπε να περισταλεί ούτως ώστε να περισωθεί η νέα εικόνα αυτής της ιδιότυπης κομμουνιστικής νομιμοφροσύνης. Αν η εμμονή την περίοδο 1928-32 ήταν η επίθεση ενάντια σε όλους τους μη κομμουνιστές σαν φασίστες, η νέα ιλιγγιωδώς διαφορετική ιδεοληψία ήταν η «αποφυγή προκλήσεων» ώστε να αποφευχθεί η αλλοτρίωση της «προοδευτικής αστικής τάξης».

Οι πλήρεις συνέπειες της ελληνικής εκδοχής του Λαϊκού Μετώπου (ως άτυπης συμμαχίας μεταξύ ΚΚΕ και Κόμματος Φιλελευθέρων ‒ΚΦ) δεν έμελλε να αποκαλυφθούν μέχρι τη μεγάλη σύγκρουση του Μαΐου του 1936 μεταξύ του εργατικού κινήματος και του μεταξικού μηχανισμού ασφαλείας. Στις πρώτες φάσεις του όμως (καθ’ όλο το 1935 και τους πρώτους μήνες του 1936), το Λαϊκό Μέτωπο λειτούργησε λίγο-πολύ όπως το Ενιαίο: η απάλειψη της τριτοπεριοδικής ρητορείας ήταν προφανής, κι αυτό έτεινε να γεφυρώσει τεχνητές περιχαρακώσεις στο εσωτερικό του εργατικού κινήματος, απελευθέρωσε διεκδικητική ενεργητικότητα, και έδωσε στο οργανωμένο κίνημα νέα ώθηση (βλ. Σωμερίτης 1978). Εξίσου σημαντική όμως ήταν και η άλλη όψη της πολιτικής, η περίεργη προσέγγιση ΚΚΕ και ΚΦ.

Η διαδικασία ξεκίνησε μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου του 1936, όταν το ΚΚΕ («Παλλαϊκό Μέτωπο») αναδείχθηκε ρυθμιστής των εξελίξεων, καθώς καμία από τις δυο μεγάλες πολιτικές παρατάξεις, η Φιλελεύθερη και η Αντιβενιζελική, δεν επέτυχαν να κερδίσουν κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Αυτό δεν προβάλλεται τόσο στην ιστοριογραφία, όμως το ΚΚΕ πρώτα διερεύνησε την πιθανότητα σύναψης συμφωνίας με το αντιβενιζελικό Λαϊκό Κόμμα (ΛΚ), κάτι που μεταξύ άλλων καταδεικνύει και τη θεωρητική ασάφεια μεταξύ «προοδευτικών» και «αντιδραστικών» αστικών πολιτικών σχηματισμών: το ΚΚΕ ήταν έτοιμο να έλθει σε συμφωνία και με τις δύο παρατάξεις. Οι συνομιλίες με το ΛΚ ναυάγησαν, και το κόμμα στράφηκε στη συνέχεια στους Φιλελεύθερους. Στο πλαίσιο αυτό ήταν που είχαμε και την σύναψη του γνωστού συμφώνου Σοφούλη-Σκλάβαινα. Προέβλεπε την κατάργηση του Ιδιώνυμου, την απελευθέρωση των κομμουνιστών πολιτικών κρατουμένων και σειρά από φιλολαϊκά μέτρα γενικού χαρακτήρα, σε αντάλλαγμα προς τα οποία το ΚΚΕ αναλάμβανε να υποστηρίξει μια μελλοντική φιλελεύθερη κυβέρνηση.

Το Κόμμα Φιλελευθέρων (ΚΦ) δεν σχημάτισε κυβέρνηση και έτσι δεν είναι δυνατόν να γνωρίζει κανείς αν οι Φιλελεύθεροι είχαν πράγματι πρόθεση να τηρήσουν τις δεσμεύσεις τους. Υπάρχουν όμως σοβαρές ενδείξεις περί του αντιθέτου. Σε συνέντευξη που παραχώρησε στην εφημερίδα Ελευθέρα Γνώμη της Θεσσαλονίκης λίγο μετά τις αιματηρές μέρες του Μαΐου, ο Σοφούλης τόνιζε:

Το συμφωνητικό Σοφούλη-Σκλάβαινα ουδέποτε εκ των προτέρων το αναγνώρισα. Το δε Κόμμα των Φιλελευθέρων δύναμαι να σας διαβεβαιώσω ότι δεν δεσμεύεται εξ αυτού […]Το Ιδιώνυμον […] δια το οποίον τόσος γίνεται θόρυβος φρονούμεν ότι δεν πρέπει να καταργηθή […] Αλλά να εφαρμόζεται μόνον δια τον σκοπόν τον οποίον έγινε. Κατά των κομμουνιστών δηλαδή […] Είμεθα πρόθυμοι να συνεννοηθώμεν και να συνεργασθώμεν με οιονδήποτε αστικό κόμμα εάν τούτο επίβαλλε το συμφέρον του έθνους. Δεν είμεθα πρόθυμοι να συνεργασθώμεν μόνον με τους καθ’ οιονδήποτε τρόπο επιδιώκοντας την ανατροπήν του κοινωνικού καθεστώτος.

Λίγο νωρίτερα, τον Απρίλιο, ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου είχε κι αυτός απ’ την πλευρά του τονίσει αυτό που ορισμένοι παρατηρητές θεωρούσαν αυτονόητο:

Το γεγονός ότι ένα αστικόν κόμμα συνάπτει συμφωνίαν με ένα άλλο επαναστατικόν σημαίνει ότι το αστικόν αποβλέπει εις το πώς θα σταθεροποιηθεί και όχι εις το πώς θα ανατραπεί το αστικόν καθεστώς… (Εφημερίς των Βαλκανίων 24 Απριλίου 1936)

Ο Σοφούλης βέβαια δεν έμελλε να σχηματίσει κυβέρνηση (εκλέχτηκε μόνο πρόεδρος της Βουλής τον Μάρτιο, με κομμουνιστική ψήφο) καθώς ο βασιλιάς πρώτα αρνήθηκε να του δώσει την εντολή και στη συνέχεια, στις 13 Απριλίου, διόρισε πρωθυπουργό τον Μεταξά. Αυτό προφανώς αποδέσμευε το ΚΚΕ από τις συμβατικές υποχρεώσεις του, όμως η «νομιμότητα» και οι δράσεις «εντός των πλαισίων του αστικού καθεστώτος» δεν έπρεπε να παραβιάζονται ώστε να μην αλλοτριωθεί το ΚΦ και το υπόλοιπο «προοδευτικό τμήμα» του αστικού πολιτικού κόσμου ‒όπως εξήγησε ο Σκλάβαινας σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε στις 28 Μαΐου (Εφημερίς των Βαλκανίων 29 Μαΐου 1936).

Η εξέγερση του Μαΐου του 1936 εναντίον της εντεινόμενης καταστολής και του χαμηλού βιοτικού επιπέδου παραμέρισε τις βασικές συνιστώσες του Συμφώνου. Εκόν-άκον το ΚΚΕ βρέθηκε στην ηγεσία μιας κυριολεκτικά ανεπανάληπτης διεκδικητικής έκρηξης, η οποία κατά τις κρίσιμες ημέρες του Μαΐου απέκτησε χαρακτηριστικά πολιτική χροιά. Πλειάδα δημοσιευμάτων και ανακοινώσεων στον Τύπο πρωτοβάθμιων σωματείων, επαγγελματικών ομοσπονδιών και εργατικών κέντρων (καθώς και υλικό στα αρχεία της Πανελλαδικής Καπνεργατικής Ομοσπονδίας) δείχνουν πως η μεγάλη πλειονότητα των περίπου 500.000 εργατών (και καταστηματαρχών) που συμμετείχαν στην εθνική-γενική απεργία της 13ης Μαΐου θεωρούσαν την κινητοποίηση αυτή ως το πρώτο βήμα σε μια σειρά συγκρουσιακών δράσεων που θα κατέτειναν στην ανατροπή της κυβέρνησης Μεταξά. Το βασικό σύνθημα (και περιεχόμενο) της απεργίας ήταν ακριβώς αυτό: «Κάτω ο Μεταξάς»! (Κουζινόπουλος 1981:66-74; Λιναρδάτος 1988: 220). Το αν το εργατικό κίνημα θα μπορούσε να πετύχει στον στόχο αυτό είναι, βέβαια, άδηλο. Σαφές (και ασφαλώς ιδιαίτερα σημαντικό) είναι όμως ότι κάτω από την ηγεσία του λαϊκομετωπικού ΚΚΕ, το εγχείρημα ούτε καν επιχειρήθηκε.

Απορροφημένη από την έγνοια της μη αποξένωσης των νέων φιλελεύθερων συμμάχων της, η ηγεσία του ΚΚΕ συμφώνησε να θέσει υπό τη δικαιοδοσία τους την Κεντρική Απεργιακή Επιτροπή (ΚΑΕ), το συντονιστικό όργανο που αναδύθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 9 Μαΐου, να αποσύρει όλα τα πολιτικά συνθήματα (συμπεριλαμβανομένου και του «Κάτω ο Μεταξάς») από τον κατάλογο αιτημάτων της και να πάρει ενεργά μέτρα για τον γρήγορο τερματισμό όλων των απεργιακών κινητοποιήσεων. Όπως ήταν φυσικό, αυτό προκάλεσε στους απεργούς αρχικά έκπληξη και στη συνέχεια θυμό. Το παρακάτω τηλεγράφημα του «Κεντρικού Γραφείου της Επιτροπής Αγώνος Σερρών και Περιφερείας» προς την Εκτελεστική Επιτροπή της Πανελλαδικής Καπνεργατικής Ομοσπονδίας (ΠΚΟ) είναι ενδεικτικό του γενικότερου κλίματος:

Αγαπητοί Συνάδελφοι,

Σήμερον λάβαμαι [sic] ένα τηλεγράφημα υπογεγραμμένο από τον Θέο και τον Καλομοίρη [γραμματείς, αντίστοιχα, της ΕΓΣΕΕ και ΓΣΕΕ] που μας γνώριζε ότι επήλθε συμφωνία επί των οικονομικών αιτημάτων και ότι την Πέμπτη [18 Μαΐου] θα πρέπει να λυθεί η Απεργία…Συνάδελφοι αν όντως η λύσις αυτή είναι σωστή…είναι άνω ποταμό…Η λύσις αυτή δεν είναι σωστή. Απεργία με τέτοια συνοχή και ενθουσιασμό που για πρώτη φορά γράφτηκε στην ιστορία του κινήματός μας η λύσις είναι μηδαμινή. Πάντως…επιφυλασόμεθα με την Σύγκλησιν του Εθνικού Συμβουλίου το οποίον επιβάλετα μέχρι τέλος Μαΐου να…συγκλιθεί για να γίνει ο έλεγχος επί των πεπραγμένων. Απαντήσατέ μας αν αληθεύουν αυτά γιατί μας φαίνεται σαν ψέματα… 

Για το Γραφείο

Ε. Δρακόπουλος (Αρχείο Π.Κ.Ο.)

Όταν οι διαδηλωτές φώναζαν «Κάτω ο Μεταξάς» στις 13 Μαΐου, η απόφαση είχε ήδη παρθεί εναντίον της συνέχισης των απεργιών και άλλων κινητοποιήσεων.

Από την πλευρά τους, οι Φιλελεύθεροι βουλευτές Θεσσαλονίκης τόνιζαν ό,τι το ΚΚΕ επιχειρούσε να αποκρύψει (από τα μέλη του). Αποκρούοντας τις κατηγορίες που το ΛΚ διατύπωνε περί «Βενιζελοκομμουνισμού», εξηγούσαν ότι η σχέση τους με την ΚΑΕ βασιζόταν στην «διευκρίνησιν ότι ταύτης δεν μετείχεν το ‘Παλλαϊκόν Μέτωπον’ ως πολιτική οργάνωσις» και ότι ο ρόλος που διαδραμάτισαν ήταν «εν γνώσει και επιγνώσει της κυβερνήσεως». Δεν παρέλειπαν τέλος να υπογραμμίσουν ότι ήταν υπερήφανοι και είχαν «την υπερήφανον συναίσθησιν ότι προσέφεραν και εις την περίστασιν αυτήν, γενικωτάτας υπηρεσίας προς τον τόπον, αλλά και προς το Αστικόν Καθεστώς ιδιαιτέρως». Χαρακτηριστικά εύγλωττος (και αποκαλυπτικός) ήταν ο γιατρός και βουλευτής Μισιρλόγλου (ιδιοκτήτης ομώνυμης κλινικής στη Θεσσαλονίκη):

[Ε]άν δεν εθρηνίσαμεν και νέας εκατόμβες θυμάτων, εάν δεν εκλονίσθη συθέμελα το κοινωνικόν καθεστώς και εάν δεν περιήλθε εις δεινή θέσιν η κυβέρνησις Μεταξά, τούτο οφείλεται εις την ενεργό παρέμβασιν των Φιλελευθέρων πολιτευτών. Είναι φυσικόν εις παρομοίας περιστάσεις τα ανατρεπτικά στοιχεία να θέλουν να επωφεληθούν των τοιούτων αναστατώσεων. Οι φιλελεύθεροι πολιτευταί κατόρθωσαν να αναλάβουν εκ των χωρών των ανατρεπτικών αυτών στοιχείων την κατεύθυνσιν του απεργιακού αγώνος, να αποσκορακίσουν πάσαν άλλην πολιτικού περιεχομένου αξίωσιν και να εντοπίσουν τον αγώνα μόνον επί των καθαρώς οικονομικών απαιτήσεων αι οποίαι αποδεκταί κατ’ αρχήν γενόμεναι ετερμάτισαν την κοινωνική αυτήν αναστάτωσιν…[Η] προσπάθειά των [των πολιτευτών] αυτή […] έσωσε την κατάστασιν […] (Εφημερίς των Βαλκανίων , 14 Μαΐου 1936)

Όμως ότι οι Φιλελεύθεροι θα ενδιαφέρονταν περισσότερο να περιορίσουν τις εργατικές κινητοποιήσεις απ’ ό,τι να ανακόψουν το δρόμο του Μεταξά δεν θα έπρεπε να προκαλεί έκπληξη. Όπως και οι Ιταλοί ομοϊδεάτες τους το 1922, δεν ήταν λίγοι εκείνοι μεταξύ τους που πίστευαν πως ο αυταρχισμός, αν όχι η πλέον ενδεδειγμένη, δεν ήταν σε καμία περίπτωση κακή λύση για τη χώρα. Η μεγάλη πλειονότητα των βουλευτών του ΚΦ (όπως και του ΛΚ) είχαν άλλωστε μόλις δώσει ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση Μεταξά. Και σε κάθε περίπτωση, οποιαδήποτε έκβαση θα ήταν προτιμότερη από το ενδεχόμενο ενός επιτιθέμενου διεκδικητικού κινήματος (που θα είχε μάλιστα στο ενεργητικό του μια επιτυχία κατά του Μεταξά). Παρότι άριστοι γνώστες των συνεχιζόμενων πολιτικο-οργανωτικών προβλημάτων του εργατικού κινήματος, οι Φιλελεύθεροι δεν είχαν πάψει να προβληματίζονται από την απρόβλεπτη και εκρηκτική δυναμική του και την χαρακτηριστική αποτυχία του Ιδιώνυμου να την απονεκρώσει.

Όπως ήταν φυσικό, η αποψίλωση των απεργιακών δράσεων από το πολιτικό τους περιεχόμενο οδήγησε σε απότομη και βαθιά διεκδικητική ύφεση. Αν και σε πολλές περιπτώσεις οι απεργίες συνεχίστηκαν, η νέα εμμονή του ΚΚΕ στην τήρηση της «έννομης τάξης» απέτρεψε την εμφάνιση κάποιας νέας αναζωπύρωσης. Όπως ήταν επίσης αναμενόμενο, εντάθηκε υπέρμετρα και η κρατική καταστολή. Σύμφωνα με μαρτυρίες καπνεργατικών στελεχών, ένα «κύμα τρομοκρατίας» ξέσπασε μετά τη 13η Μαΐου με συλλήψεις, ξυλοδαρμούς και δικαστικές αποφάσεις που διέλυαν πρωτοβάθμια σωματεία (π.χ. το σωματείο Θεσσαλονίκης διαλύθηκε με την απόφαση 529/28 Ιουνίου 1936 του Πρωτοδικείου, ενώ τα σωματεία Ξάνθης και Δράμας διαλύθηκαν στις 16 Ιουλίου). Αποκαλυπτική της κατάστασης μετά τη λύση της απεργίας και την επιστροφή των καπνεργατών είναι η παρακάτω αναφορά από το σωματείο Πειραιά «Αγάπη» (4 Ιουλίου 1936) [έχουν διορθωθεί τα ορθογραφικά λάθη]:

Συνάδελφοι εδώ εις τον Πειραιά τελευταίως άρχισε εναντίον μας μια πρωτοφανής τρομοκρατία […] Ζητούμε άδεια για Συνελεύσεις και μας την απορρίπτουν οι Καπνέμποροι μαζί με την Αστυνομία και την ασφάλεια –κάθε Σάββατο, το πήραν επάγγελμα, οργανώνουν ομαδικές εξορμήσεις σε όλα τα καπνομάγαζα. Το περασμένο Σάββατο με την εξόρμηση που έκαμαν λιγοθύμησαν περί 40 –μια δε την πήγαμε αναίσθητη στον Ευαγγελισμό και άλλη μια έγκυος την τυλίξαμε στις λινάτσες και την πήγαμε με αιμορραγία στο σπίτι της, και αυτό το Σάββατο τα ίδια έγιναν […]

Ο γραμματέας

Ν. Χαραλάμπους (Αρχείο Π.Κ.Ο.)

Όπως και το 1922 (όταν το ΣΕΚΕ είχε επιχειρήσει την πρώτη «νομιμόφρονα στροφή» του), ο λαϊκομετωπισμός διακήρυττε την ανάγκη του αυστηρού περιορισμού (και, εν ανάγκη, περιστολής) των διεκδικητικών δράσεων στο πλαίσιο της υφιστάμενης νομιμότητας. Δεκάδες εκκλήσεις τοπικών καπνεργατικών σωματείων που ζητούσαν από την κομμουνιστική ηγεσία το γρήγορο κάλεσμα μιας νέας απεργίας, έπαιρναν τη στερεότυπη απάντηση ότι οι εργάτες είχαν κερδίσει ικανοποίηση των αιτημάτων τους, άρα λόγος για νέα απεργιακή κινητοποίηση δεν υπήρχε. Κατά σατανική ειρωνία επρόκειτο για αξιολόγηση της πραγματικής κατάστασης παρόμοια αυτής που γινόταν κατά το διάστημα της Τρίτης Περιόδου. Τότε το κόμμα παρουσίαζε τα ιλαροτραγικά «μαζικά συλλαλητήρια» ως λαμπρές εργατικές επιτυχίες, υποτίθεται για να τονώσει το αγωνιστικό ηθικό ανύπαρκτων μαζών. Τώρα, που οι μάζες είχαν πραγματική υπόσταση και ζητούσαν συντονισμένες δράσεις ώστε να αποτρέψουν μια ιστορική ήττα, το κόμμα εξηγούσε ότι ανάγκη για τέτοιες δράσεις δεν υπήρχε αφού μια «λαμπρή νίκη» είχε ήδη κερδηθεί.

Βαφτίζοντας την ήττα «νίκη», είχε, βέβαια, τα όριά του. Καθώς με την πάροδο του χρόνου οι κομματικές αναλύσεις έπαψαν να πείθουν ακόμα και τα στελέχη που ήταν επιφορτισμένα με την εκλαΐκευση και διάδοσή τους, το κόμμα βρέθηκε υποχρεωμένο να επανεξετάσει την πιθανότητα μιας πιο έντονης αντίδρασης. Τονίστηκε όμως προς όλες τις κατευθύνσεις πως, καθώς το κόμμα είχε δεσμευτεί να ακολουθεί μια αποκλειστικά «κοινοβουλευτική τακτική», ό,τι και αν επιχειρούνταν έπρεπε να βρίσκεται στο πλαίσιο της υφιστάμενης κολοβής «νομιμότητας». Διατυπώθηκε ακόμα η ευχή να παραιτηθεί ο Μεταξάς και η απίστευτα αισιόδοξη έκκληση προς το ΚΦ να αποσύρει την κοινοβουλευτική του στήριξη. Λίγοι πρέπει να εξεπλάγησαν ότι δεν συνέβησαν ούτε το ένα ούτε το άλλο.

Περί τα τέλη Ιουλίου, όταν είχε πλέον καταστεί πασίδηλο ότι η δικτατορία ήταν προ των πυλών, το ΚΚΕ κάλεσε μια νέα εθνική-γενική απεργία για την 5η Αυγούστου. Όμως η κίνηση δεν σηματοδοτούσε αλλαγή τακτικής. Η απεργία κλήθηκε καθυστερημένα, ήταν απροετοίμαστη (πολλά τηλεγραφήματα στο αρχείο της ΠΚΟ αποκαλύπτουν την έντονη ανησυχία των τοπικών συνδικαλιστών για την αποτελεσματικότητα της κομματικής οργανωτικής κινητοποίησης) και εν τέλει δεν έγινε ποτέ. Όπως είναι γνωστό, ο Μεταξάς επέβαλε τη δικτατορία του την προηγούμενη.

Όπως τονίστηκε και στην αρχή, σκοπός αυτής της μακροσκοπικής περιήγησης δεν είναι βέβαια η αφηγηματική πληρότητα ‒είναι σαφές πως πρόκειται για ένα σχεδίασμα αφήγησης, μια σύνοψη από ένα σχετικά υψηλό επίπεδο αφαίρεσης. Όμως αυτό κάθε άλλο παρά εγγενή αδυναμία αποτελεί ‒οι μακροσκοπικές απεικονίσεις αποτελούν κατεξοχήν ενασχόληση των κοινωνικών επιστημών και αποτελούν τη μεγαλύτερη γνωστική συνεισφορά τους. Από μια πιο ειδική θεωρητική σκοπιά, σκοπός του κεφαλαίου είναι η κατάδειξη της αποφασιστικού ρόλου που η πολιτική του ΣΕΚΕ/ΚΚΕ διαδραμάτισε στην εξέλιξη του εργατικού κινήματος κατά την περίοδο 1918-1936. Εξαιτίας σειράς δομικών παραγόντων, το ελληνικό διεκδικητικό κίνημα χαρακτηριζόταν από προδιάθεση για συγκρουσιακή δράση συνδυαστικά με την ελλιπή θεσμοθέτηση. Όμως η επίδραση των δομικών παραγόντων μεταδίδεται (και στην πορεία μετασχηματίζεται) μέσω της παρέμβασης δρώντων κινηματικών υποκειμένων. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι εξελίξεις θα ήταν διαφορετικές αν η πολιτική της εργατικής ηγεσίας ήταν διαφορετική. Με την εξαίρεση της χαρακτηριστικά σύντομης διετίας 1923-24, όταν ακολουθήθηκε μια ευέλικτη πολιτική Ενιαίου Μετώπου, υποστηρίχθηκε πως οι βασικές πολιτικές επιλογές της κομμουνιστικής κομματικής ηγεσίας δεν βοήθησαν το εργατικό κίνημα να αντιμετωπίσει (πολλώ δε μάλλον να επιλύσει) τις εγγενείς οργανωτικές του ανεπάρκειες και να διαδραματίσει έναν πιο αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση της εθνικής πολιτικής σκηνής.

**Ο Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης είναι Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Life Member στο Πανεπιστήμιο του Cambridge (CLH) και Διευθυντής του Εργαστηρίου Συγκρουσιακής Πολιτικής (https://lcp.panteion.gr/)

Βιβλιογραφία

Αρχειακές πηγές

• Pubic Record Office/Foreign Office (Embassy and Consular Archives, Greece; General Correspondence: Political, Central, Greece), Kew Gardens, London, (PRO/FO).

• State Department National Archives, Washington, DC., (SDNA)

• Αρχείο Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας (K.K.E -αταξινόμητο)

• Αρχείο Μεταξά, Γενικά, Αρχεία του Κράτους (ΑΜ/ΓΑΚ)

• Αρχείο Πανελλαδικής Καπνεργατικής Ομοσπονδίας (Π.Κ.Ο)

Εφημερίδες

• Εφημερίς των Βαλκανίων

• Ριζοσπάστης

Βιβλία και άρθρα

Γεωργιάδου-Κτασουλάκη, Α. (1984) Η πρώτη συνδιάσκεψη του ΣΕΚΕ(Κ), Φεβρουάριος 1922. Τι οδήγησε σ’ αυτή, αποφάσεις. Αθήνα: χ.ε.

Carr, Ε. Η. (1973) A History of Soviet Russia: Socialism in One Country, 1924-26, Λονδίνο: Pelican.

Δάγκας, Α., Γ. Λεοντιάδης (1997) Κομιντέρν και Μακεδονικό ζήτημα. Το ελληνικό παρασκήνιο, 1924, Αθήνα: Τροχαλία.

Δαφνής, Γ. (1961) Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων (2 τόμοι), Αθήνα: Ίκαρος.

Drachkovitch, M. M., B. Lazitch (1966) ‘The Communist International’ στο Drachkovitch, M. M. (επιμ.), The Revolutionary Internationals, 1864-1943, Stanford: Stanford University Press/Hoover Institution in War, Revolution and Peace, σ. 159-202.

Ελεφάντης, Α. (1976) Η επαγγελία της αδύνατης επανάστασης: ΚΚΕ και αστισμός στο μεσοπόλεμο, Αθήνα: Ολκός.

Ηλιού, Φ. (2004) Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος: η εμπλοκή του ΚΚΕ, Αθήνα: Θεμέλιο/ΑΣΚΙ.

Jelavich B. (1983) History of the Balkans; Twentieth Century, New York: Cambridge University Press.

Καλύβας, Σ. (2004) «Η επιλογή της βίαιης ρήξης», Το Βήμα, Νέες Εποχές, 5 Δεκεμβρίου.

Κατσούλης, Γ. (1976) Ιστορία του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας (7 τόμοι), Αθήνα: Νέα Σύνορα.

ΚΚΕ (1974/75) Επίσημα κείμενα (1918-40, 4 τόμοι), Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.

ΚΚΕ (1991) Το τρίτο έκτακτο συνέδριο του ΣΕΚΕ(Κ) (26 Νοέμβρη – 3 Δεκέμβρη 1924). Σταθμός στην ιστορία του ΚΚΕ. Πρακτικά, Αθήνα: Έκδοση του Ιστορικού Τμήματος της ΚΕ του ΚΚΕ.

Κουζινόπουλος, Σ. (1981) Ο ηρωικός Μάης της Θεσσαλονίκης το 1936. Χρονικό, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.

Κουτσούκαλης, Α. (1979) Η πρώτη δεκαετία του ΚΚΕ, 1918-1928, Αθήνα: Γνώση.

Κουτσούκαλης, Α. (1984) Η δεύτερη δεκαετία του ΚΚΕ, 1928-1933, Αθήνα: Γνώση.

Λιάκος, Α. (1993), Εργασία και πολιτική στην Ελλάδα του μεσοπολέμου. Το Διεθνές Γραφείο Εργασίας και η ανάδυση των κοινωνικών θεσμών, Αθήνα: ΕΜΝΕ.

Λιναρδάτος Σ. (1988) Πώς φτάσαμε στην 4η Αυγούστου, Αθήνα: Θεμέλιο.

Μαυρέας, Κ. (1994) «Όψεις της εκπροσώπησης εργατικών συμφερόντων στην Ελλά-δα του μεσοπολέμου· η περίπτωση της ‘παράταξης Στρατή’», Θέσεις 49, Οκτώβριος-Δεκέμβριος, σ. 101-22.

Mavrogordatos G. Th. (1983) Stillborn republic: social coalitions and party strategies in Greece, 1922-1936, Berkeley: University of California Press.

McDermot, K., J. Agnew (1996) The Comintern: A History of International Com-munism from Lenin to Stalin, Basingstoke/Λονδίνο: Macmillan.

McKenzie, K. E. (1964) Comintern and World Revolution, 1928-1943: The Shaping of Doctrine, Λονδίνο/Νέα Υόρκη: Columbia University Press.

Παπαπαναγιώτου, Α. (1992) Το Μακεδονικό ζήτημα και το βαλκανικό κομμουνιστικό κίνημα 1918-1939, Αθήνα: Θεμέλιο.

Πουλιόπουλος, Π/. (2004) /19241) Τι ζητούν οι παλαιοί πολεμιστές και τα θύματα στρατού: γενικές προγραμματικές θέσεις ψηφισμένες από το συνέδριο της 6 Μαΐου 1924 (http://www.marxists.org/ellinika/archive/pouliop/works/war/)

Σαρλής, Δ. (1975) Η πολιτική του ΚΚΕ στον αγώνα κατά του μοναρχοφασισμού, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.

Seferiades, S. (1998) Working-Class Movements (1780s-1930s): A European Macro-Historical Analytical Framework and a Greek Case Study, PhD Dissertation, Columbia University.

Seferiades, S. (1999) 36.‘Small Rural Ownership, Subsistence Agriculture and Peasant Protest in Interwar Greece: the Agrarian Question Recast’, Journal of Modern Greek Studies, τομ. 17, τχ. 2, Οκτώβριος, σσ. 277-323.

Σωμερίτης, Σ. (1978) Η μεγάλη καμπή του σοσιαλισμού, 1932-1935, Αθήνα: Παπαζήσης.

Trotsky, L. (1974) The 3rd International After Lenin, Λονδίνο: New Park Publications Ltd.

Ψαλίδας, Γ. (1989) «Για τη συγκρότηση του σοσιαλιστικού κόμματος της Ελλάδος», Ιστορικά, 6: 11, Δεκέμβριος, σ. 361-380

____________

1 Παρουσιάζονται βέβαια πολλές και διάφορες προφάσεις που όλες κατατείνουν στην υποβάθμιση της σημασίας των πολιτικών αποφάσεων και άλλων επίσημων κειμένων. Δεν είναι της παρούσης μια πλήρης διερεύνηση-ανασκευή των απόψεων αυτών (που ανθούν ιδιαίτερα στα χρόνια της συνδυασμένης «αποδομιστικής» επίθεσης μεταμοντέρνων και μεθοδολογικών ατομιστών). Θα αρκεστώ σε μια μόνο αυτονόητη επισήμανση: το ότι τα πολιτικά κείμενα (και οι επίσημες κομματικές θέσεις) δεν αρκούν για πλήρεις ερμηνείες της πολιτικής συμπεριφοράς στο ατομικό επίπεδο, δεν σημαίνει ότι δεν ασκούν εξαιρετικά σημαντική επίδραση. Σε κάθε περίπτωση, η συστηματική μελέτη τους είναι απαραίτητη.

2 Από την πολλαπλώς μακρινή  δεκαετία του 1970, βλ., πάντως, τα εν πολλοίς ‒περισσότερο ή λιγότερο‒ απολογητικά: Σαρλής (1975), Κατσούλης (1976), έργο επτάτομο, που καλύπτει την περίοδο μέχρι και το 1968, και Κουτσούκαλης (1979, 1984). Κλασική έργο για μια ολόκληρη περίοδο παρέμενε η ερμηνεία του Άγγελου Ελεφάντη (1976).

3 Όπως αναφερόταν σε ανακοίνωση του Ιουλίου του 1923, «οι αγρόται δεν θα δουν ποτέ δικά τους καταδικά τους τα χωράφια που καλλιεργούν αυτοί και τα θερίζουν για να παίρνουν τον καρπό τ’ αφεντικά…Μόνον άμα οι αγρότες ξυπνήσουν, χειραφετηθούν, [και] κινηθούν…μόνον τότε θα λυθεί οριστικά το αγροτικό» (ΚΚΕ/1 1974: 311).

4 Στην Κεντρική Επιτροπή συμμετείχαν οι Γ. Γεωργιάδης, Γ. Πατσόπουλος, Α. Σίδερης, Γ. Κορδάτος, Γ. Παπανικολάου, Ι. Λαγουδάκης, Μ. Σιδέρης. Για τη συνδιάσκεψη, βλ. και το κείμενο της κόρης του Γεωργιάδη, Α. Γεωργιάδου-Κατσουλάκη (1984).

5 Εύλογο είναι ωστόσο  να θεωρηθεί ότι αποτελούσαν απόρροια της εφήμερης επικράτησης των «ρεφορμιστικών» τάσεων που ‒μαζί με τις «επαναστατικές»‒ συνυπήρχαν στο εσωτερικό του ΣΕΚΕ ήδη από την ίδρυση του κόμματος το 1918.

6 Πρέπει και πάλι ωστόσο να τονιστεί ότι, στο πλαίσιο της μακροσκοπικής αποτύπωσης που επιχειρείται, οι ερμηνείες αυτές αποτελούν υποθέσεις εργασίας που η επικύρωσή τους απαιτεί περαιτέρω έρευνα.

7 Αυτό που εντυπωσιάζει είναι πως εκείνοι που κυρίως ενέχονταν στο «ξεσπίτωμα» (οι Μικρασιάτες πρόσφυγες) θα ήταν, κατά πάσα πιθανότητα, και οι βασικοί υποψήφιοι αναγνώστες της προκήρυξης.

8 Στις εργασίες της Ευρείας Εκτελεστικής Επιτροπής που συγκαλέστηκε το καλοκαίρι του 1925, τονίστηκε, για παράδειγμα, ότι το κόμμα όφειλε «ν’ αντιμετωπίσει τις επιθέσεις των φασιστικών και αυτόχρημα χαφιεδικών στοιχείων πάνω στη βάση της  ενότητας των επαγγελματικών σωματείων» (ΚΚΕ/2 1974: 72).

9 Το εγχείρημα απέδωσε ιδιαίτερα στη Θεσσαλονίκη, όπου το ΚΚΕ ήρθε σε επαφή με την Ανωτάτη Επιτροπή Προσφύγων. Απόρροια αυτών των ζυμώσεων ήταν και η εκλογή του Μηνά Πατρίκιου ως δημάρχου Θεσσαλονίκης τον Οκτώβριο του 1925. 

10 Το 1925 η καπνεργατική διεκδικητικότητα ήταν έτσι το 42,4% του μέσου μεσοπολεμικού όρου, ενώ το 1926 κατέρρευσε κυριολεκτικά στο 22,1% (Seferiades 1998).

11 Φυσικά, οι απώτερες καταβολές της ανάδυσης της «Τρίτης Περιόδου» πρέπει να αναζητηθούν κυρίως (αν όχι αποκλειστικά) σε διαμάχες στο εσωτερικό του ΚΚΣΕ. Η ιστοριογραφία είναι ογκώδης και η συζήτηση σε εξέλιξη. Στις μέρες μας έχουν πάντως πλήρως ανασκευαστεί παλαιότερες –εν τέλει ιδεολογικές- αποδόσεις της αντιπαράθεσης ως σύγκρουσης μεταξύ ενός «αριστερού» Στάλιν και ενός «δεξιού» Bukharin. Για μια σύνοψη, βλ. McDermott/Agnew (1996: 90-8).

12 Πρόκειται για διατυπώσεις του Στάλιν σε άρθρο του Οκτωβρίου του 1924 στην επιθεώρηση International Press Correspondence, που όμως απηχεί πλήρως το πνεύμα της συνθηματολογίας των κομμουνιστικών κομμάτων, ιδιαίτερα μετά το 6ο Συνέδριο. Για την κλασική ανάλυση της περιόδου αυτής, βλ. Carr (1973).

13 Πρόκειται για πραγματικότητα που ελάχιστα μόνο απαλυνόταν από τη συμπληρωματική (αλλά λογικά ανακόλουθη) τακτική του «Ενιαίου Μετώπου από τα Κάτω»: εκκλήσεις σε μέλη των ρεφορμιστικών οργανώσεων, που όμως θα έπρεπε να θεωρούν τις ηγεσίες τους φασιστικές –ένα γνήσιο μνημείο παραλογισμού.

14 Ήταν φράση που χρησιμοποιήθηκε στην αποτυχημένη γενική-κλαδική απεργία της Καπνεργατικής Ομοσπονδίας του 1928 (βλ. Ριζοσπάστης 19 Ιουνίου 1928).

15 Αδυναμία ‒και κάποτε άρνηση‒ κατανόησης αυτής της συστατικής διάστασης του λαϊκομετωπισμού κάνει νεότερους μελετητές της μεταπολεμικής-εμφυλιακής περιόδου όπως ο Καλύβας (2004) να λοιδορούν τη εικόνα «μιας σταλινικής πολιτικής οργάνωσης που προήγαγε με αλτρουισμό τη φιλελεύθερη κοινοβουλευτική ομαλότητα». Αν όμως παρακάμψουμε το σαρκαστικό ύφος του Καλύβα, ακριβώς περί αυτού πρόκειται: ο εκφετιχισμός τους αστικού κοινοβουλευτισμού συνιστά την πραγματική ειδοποιό διαφορά του λαϊκομετωπισμού. Αυτό βέβαια καθόλου δεν σημαίνει ότι ο σταλινισμός είχε μετατραπεί σε πιετισμό: όπως δείχνει και η εμπειρία του ισπανικού εμφυλίου, οι αντιφρονούντες εξακολουθούσαν να εξοντώνονται, όμως όχι προς όφελος της «βίαιης κατάληψης της εξουσίας», αλλά για το ακριβώς αντίθετο.

16 Ο Σοφούλης διαδέχθηκε τον Βενιζέλο στην ηγεσία του ΚΦ, ενώ ο Σκλάβαινας ήταν κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΚΚΕ. Ο γενικός χαρακτήρας και το περιεχόμενο του Συμφώνου συνήθως εκλαμβάνονται ονομαστικά. Παραθέτοντας συναφή ανάλυση του κομματικού απολογητή Δ. Σαρλή, ο Mavrogordatos (1983: 347-48) υποστήριξε ότι το Σύμφωνο «άσκησε ευεργετική επίδραση στην ανάπτυξη του κομμουνιστικού και εν γένει λαϊκού κινήματος, έσπασε τον πάγο της κομμουνιστικής φοβίας και συνέβαλε στην ανάπτυξη ενός κεντροαριστερού ρεύματος που ευνοούσε της συνεργασία με το ΚΚΕ». Κάποια από τα παραπάνω αναμφισβήτητα ισχύουν, όμως κάποιος δεν μπορεί παρά να αναρωτηθεί: με τόσες ευμενείς προϋποθέσεις γιατί τα αποτελέσματα ήταν τόσο πενιχρά; (Εκτός και αν το πεδίο αξιολόγησης των αποτελεσμάτων του Συμφώνου μετατεθεί στα χρόνια της Κατοχής, που όμως θα αποτελούσε αναλυτική ακροβασία και περίπτωση λογικού ignoratio elenchi. Βλ. Ηλιού 2004.)

17 Εξέχον θύμα της τρέχουσας ιστοριογραφικής προδιάθεσης, το μέγεθος της διεκδικητικής έκρηξης του 1936 έχει καταστεί στις μέρες μας μέγεθος παντελώς απροσπέλαστο (βλ., όμως, Δαφνής 1974/2: 422-27, Λιναρδάτος 1988: 207, 209-20, Κουζινόπουλος 1981). Χωρίς να είναι δυνατόν να επιχειρηθεί αντιμετώπιση του προβλήματος εδώ, αρκεί απλώς να αναφερθεί ότι τον χρόνο αυτό ξέσπασαν 6 εθνικές-κλαδικές απεργίες, 17 τοπικές-γενικές, και η μοναδική εθνική-γενική απεργία της μεσοπολεμικής περιόδου (τη 13η Μαΐου). Συναφώς, η εργατική μαχητικότητα που επιδείχτηκε τους πρώτους οκτώ μήνες του 1936 ήταν περίπου τετραπλάσια του μέσου όρου της περιόδου 1919-1935 (Seferiades 1998). 

18 Η κομβική σημασία της ΚΑΕ δύσκολα μπορεί να υπερτιμηθεί. Σύμφωνα με την κλασική αφήγηση του Δαφνή (1974/2: 425-26), «Την νύκτα της 9ης προς την 10ην Μαΐου, ούτε ο Γενικός Διοικητής, ούτε ο Σωματάρχης, ούτε καμία άλλη αρχή ημπορούσε να ασκήση εξουσία […] Ήτο εκτός πάσης αμφιβολίας, ότι ο λαός της Θεσσαλονίκης ήτο κύριος της καταστάσεως».

19 Είναι άλλωστε γνωστή η επιστολή Βενιζέλου προς τον Λουκά Ρούφο 9 μόλις μέρες πριν τον θάνατό του (με ημερομηνία 9 Μαρτίου 1936) στην οποία εκφράζει τον ενθουσιασμό του για την απόφαση του βασιλιά να αναθέσει το υπουργείο Στρατιωτικών στον Μεταξά (στο Αρχείο Μεταξά, Φάκελος 1).

Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης
+ posts