Η αγορά ως υπόδειγμα οργάνωσης της μη οικονομικής ζωής. Μέρος Ι. Η ιδεολογία της αγοράς

Η αγορά, ισχυρίζεται η αστική οικονομική θεωρία, είναι ένας μηχανισμός παραγωγής αλήθειας, με την έννοια ότι μας καθοδηγεί, μάς δείχνει πόση εργασία, πόσες πρώτες ύλες, πόσο κεφάλαιο θα έπρεπε να διαθέσουμε σε κάθε παραγωγική δραστηριότητα ώστε οι παραγωγοί να φέρνουν στην αγορά την ποσότητα που χρειάζονται οι καταναλωτές στις τιμές που αυτοί είναι διατεθειμένοι να καταβάλουν. Αφού έτσι έχουν τα πράγματα, λέει η οικονομική θεωρία, η αγορά πρέπει να μας καθοδηγεί στις αποφάσεις μας σχετικά με την οικονομία, είτε πρόκειται για συλλογικές είτε για ατομικές αποφάσεις. Άρα είναι ένας μηχανισμός ο οποίος πρέπει να αφεθεί στις δικές του λειτουργίες, προφυλαγμένος από τις παρεμβάσεις της κυβέρνησης. Στην αγορά, συνεχίζει η οικονομική θεωρία, διαμορφώνονται κάποιες τιμές οι οποίες είναι φυσικές. Είναι δηλαδή αυτές που πρέπει να ισχύουν, είναι αυτές που απορρέουν με φυσικό τρόπο από τα πράγματα, και επομένως είναι οι σωστές τιμές.

Από πού προκύπτει, όμως, αυτό το αντικειμενικό σύστημα που είναι η αγορά; Σύμφωνα, πάντα, με την κυρίαρχη οικονομική θεωρία, προκύπτει από την επιδίωξη του ατομικού συμφέροντος. Κάθε άτομο επιδιώκει τη μεγιστοποίηση του ατομικού του ιδιαίτερου συμφέροντος, και απ’ αυτό το παιχνίδι προκύπτει, υποτίθεται, το γενικό συμφέρον. Προκύπτει η αγορά, που εξαλείφει τις ανισορροπίες και μας καθοδηγεί σωστά πώς να παράγουμε χωρίς να σπαταλάμε εργασία ή πρώτες ύλες ή εργαλεία, μηχανές, κτήρια και υποδομές, αλλά να τα συνδυάζουμε στις σωστές ποσότητες και τις σωστές τιμές. Πιο αναλυτικά, για την οικονομική θεωρία, το σύστημα στο οποίο ζούμε αποτελείται από άτομα που επιδιώκουν το ατομικό τους συμφέρον, ως καταναλωτές, παραγωγοί, επενδυτές. Κάθε καταναλωτής ξεχωριστά επιδιώκει το δικό του ατομικό συμφέρον μεγιστοποιώντας την ικανο­ποίησή του από την κατανάλωση, και κάθε παραγωγός επιδιώκει το δικό του ατομικό συμφέρον μεγιστοποιώντας τα κέρδη του.

Από αυτά θα πρέπει να συμπεράνουμε, λέει η οικονομική θεωρία, ότι από την επιδίωξη του ατομικού συμφέροντος προκύπτει το γενικό συμφέρον, η μεγιστοποίηση του αθροίσματος των ατομικών συμφερόντων, η οποία εκλαμβάνεται ως μεγιστοποίηση του γενικού συμφέροντος˙ και αυτό είναι το σημείο στο οποίο η οικονομική θεωρία βάζει πόδι μέσα στην πολιτική θεωρία και αποκτάει δικαιώματα επάνω της, διότι αρθρώνει λόγο περί του γενικού συμφέροντος, δηλαδή περί της πολιτικής ηγεμονίας. Εδώ επίσης μπαίνει ορμητικά στην σκηνή και ο νεοφιλελευθερισμός, που είναι τρόπον τινά η πολιτική θεωρία των οικονομικών και η ιδεολογία νομιμοποίησης των κοινωνικών ανισοτήτων.

Από αυτήν την αναπαράσταση της οικονομίας, που προσφέρει η οικονομική θεωρία και πολιτικοποιεί ο νεοφιλελευθερισμός, προκύπτει ότι η κοινωνία δεν υπάρχει, υπάρχουν μόνο τα άτομα, άτομα-κυνηγοί, μοναχικοί, αυθύπαρκτοι και άπληστοι που επιδιώκουν την μεγιστοποίηση του ιδιοτελούς συμφέροντός τους επειδή αυτό υποτίθεται υπαγορεύει η ανθρώπινη φύση˙ homo homini lupus est. Η δε ιστορία, κατά την αντίληψη των νεοφιλελεύθερων προκύπτει από το παιχνίδι της επιδίωξης των ατομικών συμφερόντων ως διαδοχή γεγονότων που παράχθηκαν από αυτό το παιχνίδι εγωισμού και βρίσκονται εγκατεσπαρμένα στην γραμμή του χρόνου˙ όπως σε κάθε ξεχωριστή κινηματογραφική ταινία που αναφέρεται σε παλιά ιστορικά γεγονότα, παρακολουθούμε την νιοστή παραλλαγή της αναπαράστασης της ιστορίας ως κορδόνι γεγονότων που παράγονται από τις προσωπικές επιδιώξεις του ενός ή του άλλου αυτοκράτορα, της συζύγου του, της μοιραίας παλλακίδας ή της καθοδηγητικής μαμάς του.

Αν σκαλίσουμε λίγο ακόμη αυτή την ιδεολογική κατασκευή, βρίσκουμε εκεί την φιλοσοφική αντίληψη σύμφωνα με την οποία υπάρχει μόνο ό,τι μπορούμε να αντιληφθούμε με τις αισθήσεις μας (ή, κατά μία ακραία εκδοχή της, μόνον ό,τι μπορούμε να μετρήσουμε). Τα άτομα είναι οντότητες τις οποίες μπορούμε να δούμε, να αγγίξουμε, να αφουγκραστούμε, να οσφρανθούμε και να γευτούμε, άρα υπάρχουν. Η δε μακροοικονομία και η κοινωνία υπάρχουν ως το συνολικό αποτέλεσμα, ως η συνισταμένη που προκύπτει από την αλληλεπίδραση όλων των ατομικών δράσεων. Πρόκειται για την ακριβώς αντίθετη απόφανση με αυτήν του Μαρξ, ότι δηλαδή «η κοινωνία δεν αποτελείται από άτομα».

Σε αυτήν την μάχη των αναπαραστάσεων της κοινωνικής ζωής, η πίστη ότι «η κοινωνία δεν υπάρχει, υπάρχουν μόνο τα άτομα», έχει το πλεονέκτημα ότι είναι παιδαριώδης, ότι εμφανίζεται δηλαδή ως αυτονόητη επειδή έχει την αμεσότητα της εμπειρίας˙ λέει δηλαδή: εφόσον δεν μπορείς να τηλεφωνήσεις στην κοινωνία, θα πρέπει να συμπεράνεις ότι αυτή δεν υπάρχει. Οι ακραιφνείς οικονομολόγοι, που είναι στα χρόνια του νεοφιλελευθερισμού ό,τι ήταν οι ιερείς για την Εκκλησία στον Μεσαίωνα, και οι νεοφιλελεύθεροι, που είναι οι σταυροφόροι τους, είναι τα παιδιά μιας κατώτερης διάνοιας που δανείστηκε την εξωτερική μορφή επιστημονικής θεωρίας, και συγκρότησε έτσι μια θεωρητική ιδεολογία που προσποιείται ότι είναι επιστήμη επειδή ντύθηκε με τα φορέματά της.

Αυτά όμως αφήνουν αναπάντητο το ερώτημα από πού αντλεί την ισχύ της αυτή η παιδαριώδης ιδεολογία που είναι ο νεοφιλελευθερισμός. Αυτό το ερώτημα δεν αναφέρεται στην ταξική φύση του νεοφιλελευθερισμού, ούτε στα συμφέροντα που συνθέτει για να τα παρουσιάσει ως γενικό συμφέρον, ούτε στις ταξικές συμμαχίες που συγκροτεί, αλλά στα ιδεολογήματα που του προσδίδουν την δυνατότητα να διεκδικεί την εκπροσώπηση του γενικού συμφέροντος. Για να απαντήσουμε σε αυτό, θα πρέπει να στραφούμε στην θεωρία του Αριστοτέλη για την Δικαιοσύνη, της οποίας πρότυπο υπήρξαν, για τον «μεγαλύτερο φιλόσοφο της αρχαιότητας» (Μαρξ), οι ανταλλαγές εμπορευμάτων ίσης αξίας στην αγορά. Αυτή η παρέκβαση είναι αναγκαία, διότι το στοιχείο που δίνει την δυνατότητα στην αστική ιδεολογία (και στην σύγχρονη μορφή της, που είναι ο νεοφιλελευθερισμός) να ηγεμονεύει, να εκπροσωπεί δηλαδή το γενικό συμφέρον, είναι το ιδεολόγημα σύμφωνα με το οποίο οι ανταλλαγές εμπορευμάτων ίσης αξίας στην αγορά, πρώτον, αποτελούν υπόδειγμα απόδοσης δικαιοσύνης και μηχανισμό παραγωγής ισότητας, και δεύτερον, αυτό το υπόδειγμα μπορεί και πρέπει να εξαχθεί σε όλες τις βαθμίδες της κοινωνίας (διότι με βάση αυτό το υπόδειγμα συγκροτείται μια γενική θεωρία της δικαιοσύνης).

Αυτό θα είναι το θέμα του δευτέρου μέρους αυτού του άρθρου στο CommuneOrgGr, που θα μας επιτρέψει, με αναφορά στα Ηθικά Νικομάχεια του Αριστοτέλη, να κατανοήσουμε πώς η αγορά δεν εμφανίζεται μόνο ως μηχανισμός παραγωγής αλήθειας αλλά και ως μηχανισμός παραγωγής δικαιοσύνης. Μόνο έχοντας αμφότερες αυτές τις ιδιότητες, μπορεί η ιδεολογία της αγοράς να διεισδύει σε βαθμίδες της κοινωνίας που της είναι ξένες, εξωτερικές και άσχετες με αυτήν (στο σχολείο, στον αθλητισμό, στην οικογένεια, στις σχέσεις των φύλων κ.λπ.) για να τις ρυθμίσει και να τις κυβερνήσει με τον ίδιο τρόπο, ως προσομοίωση, με την ίδια αρχή απόδοσης δικαιοσύνης και παραγωγής ισότητας που ισχύει στην αγορά των εμπορευμάτων. Αυτό το παιχνίδι προσομοίωσης-ως-αγορά άλλων βαθμίδων της κοινωνίας θα αποτελέσει το τρίτο μέρος του άρθρου.

+ posts