Μετάφραση του Χρήστου Βαλλιάνου.
[…] Από τις τρεις μορφές αναγκαίας εργασίας – συντήρηση των άμεσων παραγωγών, συντήρηση των μη εργαζόμενων μελών της υποτελούς τάξης και διαδικασίες αντικατάστασης γενεών – μόνο η τελευταία απαιτεί, με μια απόλυτη έννοια, την ύπαρξη τουλάχιστον ενός στοιχειώδους κατά φύλα καταμερισμού εργασίας. Οι γυναίκες είναι αυτές που θα κυοφορήσουν και θα προσφέρουν τα παιδιά που πρέπει να γεννηθούν. Επομένως, οι γυναίκες που ανήκουν στην υποτελή τάξη κατέχουν ένα ειδικό ρόλο σε σχέση με τη γενεαλογική αντικατάσταση της εργασιακής δύναμης. Ενώ είναι πιθανό να είναι επίσης άμεσοι παραγωγοί, στη ρίζα της καταπίεσής τους σε μια ταξική κοινωνία βρίσκεται ο διαφοροποιημένος ρόλος τους στην αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης. Αυτό τον διαφοροποιημένο ρόλο μπορούμε να τον προσεγγίσουμε με θεωρητικούς όρους. Οι παράγραφοι που ακολουθούν, που επεξεργάζονται την επιχειρηματολογία που πρώτη ανέπτυξε η Πάντι Κουίκ [Paddy Quick], προσφέρουν ένα τέτοιο θεωρητικό πλαίσιο ως βάση για την ανάλυση της γυναικείας καταπίεσης.[1]
Η επιχειρηματολογία της Κουίκ στηρίζεται στη σχέση μεταξύ τεκνοποίησης και ιδιοποίησης υπερεργασίας σε μια ταξική κοινωνία. Η τεκνοποίηση απειλεί με ελάττωση της συμβολής της γυναίκας της υποτελούς τάξης ως άμεσου παραγωγού και ως συμμέτοχου στην αναγκαία εργασία. Η εγκυμοσύνη και ο θηλασμός συνεπάγονται τουλάχιστον αρκετούς μήνες μειωμένης ικανότητας εργασίας.[2] Επομένως, η τεκνοποίηση παρεμβαίνει σε κάποιο βαθμό στην άμεση ιδιοποίηση υπερεργασίας, ακόμα και όταν η γυναίκα συνεχίζει να συμμετέχει στην παραγωγή υπεραξίας. Επιπλέον, κατά κανόνα η εργασία της εμπλέκεται και στη συντήρηση της εργασιακής δύναμης, και η εγκυμοσύνη και ο θηλασμός ενδέχεται να ελαττώσουν την ικανότητα της γυναίκας προς εργασία και σε αυτό τον τομέα. Επομένως, από μια κοντόφθαλμη οπτική της κυρίαρχης τάξης, η τεκνοποίηση δυνητικά συνεπάγεται μια κοστοβόρα μείωση της ικανότητας της μητέρας προς εργασία, ενώ από την άλλη πλευρά απαιτεί τη συντήρησή της στη διάρκεια της μειωμένης συμβολής της. Θεωρητικά, ένα μέρος της αναγκαίας εργασίας που απαιτείται για τη στήριξή της στη διάρκεια αυτής της περιόδου θα μπορούσε υπό άλλες συνθήκες να αποτελεί μέρος της υπερεργασίας που ιδιοποιείται η κυρίαρχη τάξη. Αυτό σημαίνει ότι κατά κανόνα η αναγκαία εργασία θα πρέπει να αυξηθεί σε ένα βαθμό, προκειμένου να καλύψει τη συντήρησή της στη διάρκεια της τεκνοποίησης, και αντίστοιχα η υπερεργασία να υποστεί μια μείωση. Ταυτόχρονα, η τεκνοποίηση είναι επωφελής για την κυρίαρχη τάξη, καθώς είναι απαραίτητη η αναπλήρωση της εργασιακής δύναμης μέσω της γενεαλογικής αντικατάστασης. Επομένως, από την οπτική της άρχουσας τάξης, υπάρχει μια εν δυνάμει αντίφαση μεταξύ της άμεσης ανάγκης της να ιδιοποιείται υπερεργασία και της μακροπρόθεσμης απαίτησης προκειμένου μια τάξη να ικανοποιεί αυτή την ανάγκη.
Η επιχειρηματολογία που εκτίθεται στην προηγούμενη παράγραφο αναλύει τις δυνητικές συνέπειες ενός εμπειρικού φαινομένου – της ικανότητας των γυναικών να τεκνοποιούν – στις διαδικασίες της ιδιοποίησης υπερεργασίας. Θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι η συζήτηση διεξάγεται στο επίπεδο της θεωρίας και αποκαλύπτει μια αντίφαση. Για να επιλύσει την αντίφαση σε μια πραγματική κοινωνία, η κυρίαρχη τάξη προτιμά τις στρατηγικές εκείνες που μακροπρόθεσμα ελαχιστοποιούν την αναγκαία εργασία ενώ ταυτόχρονα εξασφαλίζουν την αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης. Ο βαθμός στον οποίο επιτυγχάνει στην εφαρμογή τέτοιων στρατηγικών είναι βεβαίως ζήτημα της πάλης των τάξεων.
Ως στοιχείο στην ιστορική επίλυση της αντίφασης, οι σημερινές διευθετήσεις για την αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης συνήθως επωφελούνται από τις σχέσεις μεταξύ γυναικών και ανδρών οι οποίες βασίζονται στη σεξουαλικότητα και τη συγγένεια. Ιστορικά, την ευθύνη για την εξασφάλιση της στήριξης της γυναίκας στη διάρκεια της περιόδου της μειωμένης δραστηριότητάς της που συνδέεται με την τεκνοποίηση, την είχαν διάφοροι ενήλικοι, κατά κανόνα ο βιολογικός πατέρας και οι ομάδα των συγγενών του, ή άνδρες συγγενείς της ίδιας της τεκνοποιούσας γυναίκας. Επομένως, οι άνδρες της υποτελούς τάξης αναλαμβάνουν ένα ειδικό ιστορικό ρόλο σε σχέση με τη γενεαλογική αντικατάσταση της εργασιακής δύναμης: το ρόλο της εξασφάλισης ότι στη διάρκεια της τεκνοποίησης θα παρασχεθούν στις γυναίκες μέσα διαβίωσης.
Τυπικά, οι διαφοροποιημένοι ρόλοι γυναικών και ανδρών στην αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης είναι πεπερασμένης διάρκειας. Εμφανίζονται στο προσκήνιο μόνο στη διάρκεια των πραγματικών μηνών τεκνοποίησης της γυναίκας. Στην πραγματικότητα, οι ρόλοι αυτοί προσλαμβάνουν ειδικές ιστορικές μορφές στο πλαίσιο των ποικίλων ιστορικών δομών που είναι γνωστές ως οικογένεια. Από μια θεωρητική άποψη, οι οικογένειες στις υποτελείς τάξεις είναι δυνατόν να γίνουν αντιληπτές ως κοινωνικές ομάδες σε συγγενική βάση, στα πλαίσια των οποίων οι άντρες έχουν μεγαλύτερη ευθύνη για την προμήθεια των μέσων διαβίωσης στις τεκνοποιούσες γυναίκες στη διάρκεια της μειωμένης τους συμβολής στην εργασία. Ως θεσμοθετημένες δομές στις υπαρκτές ταξικές κοινωνίες, οι οικογένειες των υποτελών τάξεων κατά κανόνα αναδεικνύονται σε μείζονες κοινωνικούς τόπους όπου πραγματοποιείται η συντήρηση όπως επίσης και οι πλευρές εκείνες της αναγκαίας εργασίας που συνδέονται με τη γενεαλογική αντικατάσταση. Εδώ έχουμε λοιπόν μια πηγή του ιστορικού κατά φύλα καταμερισμού εργασίας, ο οποίος αναθέτει στους άνδρες και στις γυναίκες διαφορετικούς ρόλους σε σχέση με την αναγκαία εργασία και την υπερεργασία. Γενικά, οι γυναίκες επωμίζονται μεγαλύτερες ευθύνες απέναντι στα συνεχόμενα καθήκοντα που συνδέονται με την αναγκαία εργασία και ειδικά με την εργασία που συνδέεται με τα παιδιά. Οι άντρες, αντίστοιχα, έχουν μεγαλύτερες ευθύνες απέναντι στην προμήθεια υλικών μέσων διαβίωσης, μια ευθύνη που κατά κανόνα συνοδεύεται από τη δυσανάλογα μεγαλύτερη εμπλοκή τους στην εκτέλεση της υπερεργασίας.
Ενώ όμως οι γυναίκες επωμίζονται μεγαλύτερες ευθύνες απέναντι στα συνεχόμενα καθήκοντα της αναγκαίας εργασίας στις ταξικές κοινωνίες, δεν είναι ακριβές το να πούμε ότι υπάρχει κάποια οικουμενική οικιακή σφαίρα, διακριτή από τον κόσμο της δημόσιας παραγωγής. Στις ταξικές κοινωνίες που βασίζονται στην αγροτική παραγωγή – για παράδειγμα, στη φεουδαρχία – οι εργασιακές διαδικασίες της αναγκαίας εργασίας συχνά ενσωματώνονται με αυτές της παραγωγής του πλεονάσματος.[3] Η ανάπτυξη του καπιταλισμού, όπως δείχνουμε στο κεφ. 11, δημιουργεί ακριβώς μια καθαρή διαχωριστική γραμμή μεταξύ του στίβου στον οποίο εκτελείται η υπερεργασία, και μιας σφαίρας η οποία μπορεί κανονικά να ονομαστεί οικιακή. Οι αναλυτές που μας διαβεβαιώνουν για την οικουμενικότητα κάποιας αμετάβλητης οικιακής σφαίρας, στην πραγματικότητα προβάλλουν στις μη καπιταλιστικές ταξικές κοινωνίες μια διάκριση που αποτελεί παράγωγο των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.
Η ακριβής μορφή με την οποία οι άντρες αποκτούν περισσότερα μέσα διαβίωσης απ’ όσα απαιτούνται για την ατομική τους κατανάλωση ποικίλει από κοινωνία σε κοινωνία, ωστόσο η διευθέτηση κατά κανόνα νομιμοποιείται μέσω της εξουσίας επί των γυναικών και ενισχύεται μέσω θεσμοθετημένων μορφών γυναικείας καταπίεσης. Η κυρίαρχη τάξη, προκειμένου να σταθεροποιήσουν την αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης, αλλά και προκειμένου να συγκρατήσουν την ποσότητα της αναγκαίας εργασίας σε αποδεκτά επίπεδα, ενθαρρύνει τα ανδρικά πρωτεία στους κόλπους της εκμεταλλευόμενης τάξης. Η Κουίκ σκιαγραφεί τη δυναμική:
Κάθε προσπάθεια των γυναικών να ιδιοποιηθούν για τον εαυτό τους περισσότερα απ’ όσα απαιτούνται για τη διαβίωσή τους αποτελεί μια έμμεση διεκδίκηση μέρους της υπεραξίας που ιδιοποιείται η κυρίαρχη τάξη. Μ’ αυτό τον τρόπο, η ανδρική εξουσία επί των γυναικών υποστηρίζεται και μάλιστα ενισχύεται από την κυρίαρχη τάξη. Από την άλλη πλευρά, κάθε προσπάθεια των ανδρών να αποφύγουν τις «ευθύνες» τους απέναντι στην υποστήριξη των γυναικών, συναντάει επίσης αντίσταση, στα πλαίσια ενός συστήματος που στηρίζεται στην ανδρική υπεροχή. Ο έλεγχος από μέρους των ανδρών περισσότερων μέσων διαβίωσης απ’ όσα απαιτούνται για την ατομική τους αναπαραγωγή σε καθημερινή βάση τους «παραχωρείται» μόνο προκειμένου να τους επιτρέψει να συμβάλουν στην αναπαραγωγή της τάξης τους.[4]
Οι στρατηγικές αυτές λειτουργούν για λογαριασμό της κυρίαρχης τάξης, όποια κι αν είναι τα άμεσα πλεονεκτήματα της ανδρικής υπεροχής για τους άντρες.
Η υλική βάση της υποτέλειας των γυναικών στις ταξικές κοινωνίες προέρχεται ακριβώς από το ότι οι άνδρες προσφέρουν στις γυναίκες τα μέσα διαβίωσης στη διάρκεια της περιόδου τεκνοποίησης, και όχι από τον ίδιο τον κατά φύλα καταμερισμό εργασίας. Το γεγονός ότι άνδρες και γυναίκες εμπλέκονται με διαφοροποιημένο τρόπο στην αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης στη διάρκεια της εγκυμοσύνης και του θηλασμού, και συχνά για πολύ μεγαλύτερα διαστήματα, δεν συνιστά κατ’ ανάγκη πηγή καταπίεσης. Καταμερισμός εργασίας υπάρχει σε όλες τις κοινωνίες. Ακόμα και στις πιο εξισωτικές κοινωνίες κυνηγιού και συλλογής καρπών, καθημερινά εκτελείται μια ποικιλία εργασιών, που απαιτεί ένα καταμερισμό εργασίας. Οι διαφορές μεταξύ των ανθρώπων που προκύπτουν από τη βιολογική και την κοινωνική ανάπτυξη χαρακτηρίζουν επίσης κάθε κοινωνία. Κάποια άτομα ενδέχεται να είναι πνευματικά καθυστερημένα ή να έχουν κάποια σωματική αναπηρία. Κάποια μπορεί να είναι ετεροφυλικά, κάποια άλλα ομοφυλοφιλικά. Κάποια μπορεί να παντρεύονται , κάποια άλλα όχι. Και βεβαίως, κάποια μπορεί να είναι άνδρες, κάποια άλλα γυναίκες με ικανότητα τεκνοποίησης. Η κοινωνική σημασία των καταμερισμών εργασίας και των ατομικών διαφορών συγκροτείται στο πλαίσιο της πραγματικής κοινωνίας στην οποία συμμετέχουν. Στις ταξικές κοινωνίες, η ικανότητα τεκνοποίησης των γυναικών δημιουργεί αντιφάσεις από την άποψη της ανάγκης της κυρίαρχης τάξης να ιδιοποιείται υπερεργασία. Η καταπίεση των γυναικών στην υπό εκμετάλλευση τάξη αναπτύσσεται στη διαδικασία της ταξικής πάλης για την επίλυση αυτών των αντιφάσεων.
Οι γυναίκες της κυρίαρχης τάξης είναι επίσης δυνατόν να βρίσκονται σε θέση εξάρτησης από τους άνδρες της τάξης τους. Όταν έχουμε μια τέτοια σχέση εξάρτησης, αυτή σε τελική ανάλυση βασίζεται στον ιδιαίτερο ρόλο τους σε σχέση με τη γενεαλογική αντικατάσταση μεμονωμένων μελών της άρχουσας τάξης. Όπως έχει υποστηριχθεί από τη σοσιαλιστική παράδοση, το ζήτημα εδώ είναι η περιουσία. Αν η περιουσία τύχει να κατέχεται από άντρες και κληροδοτείται σε παιδιά, η γυναικεία καταπίεση γίνεται ένας πρακτικός τρόπος προκειμένου να εξασφαλιστεί η πατρότητα αυτών των παιδιών. Σε μια συγκεκριμένη κοινωνία, οι μοιραζόμενες εμπειρίες και οι πολιτιστικές αντιδράσεις απέναντι στη γυναικεία καταπίεση είναι δυνατόν να παράξουν έναν ορισμένο βαθμό αλληλεγγύης μεταξύ γυναικών και από τις δύο πλευρές του ταξικού διαχωρισμού. Παρ’ όλον ότι αυτή η αλληλεγγύη βασίζεται στην πραγματικότητα και μπορεί να έχει σοβαρή πολιτική σημασία, από μια θεωρητική προοπτική, η κατάσταση των γυναικών στην κυρίαρχη και την υποτελή τάξη είναι θεμελιωδώς διακριτές. Μόνον οι γυναίκες της υποτελούς τάξης συμμετέχουν στη συντήρηση και την αντικατάσταση της απαραίτητης δύναμης που συντηρεί μια ταξική κοινωνία – της εκμεταλλεύσιμης εργασιακής δύναμης.
Θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι η ύπαρξη της καταπίεσης των γυναικών στις ταξικές κοινωνίες είναι ένα ιστορικό φαινόμενο. Μπορεί να αναλυθεί, όπως επιχειρούμε εδώ, με την καθοδήγηση ενός θεωρητικού πλαισίου, ωστόσο το φαινόμενο αυτό δεν συνάγεται θεωρητικά. Η σύγχυση ως προς το χαρακτήρα της γυναικείας καταπίεσης οδήγησε συχνά σε μια μη παραγωγική έρευνα κάποιας έσχατης θεωρητικής αιτίας ή απαρχής της γυναικείας καταπίεσης. Απαρχές βεβαίως υπάρχουν, ωστόσο αυτές είναι ιστορικές, όχι θεωρητικές.[5]
Η επιχειρηματολογία σ’ αυτό το σημείο μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: Οι άνθρωποι έχουν την ικανότητα να παράγουν περισσότερες αξίες χρήσης απ’ όσες χρειάζονται για την άμεση διαβίωσή τους. Σε μια ταξική κοινωνία, το δυναμικό αυτό οργανώνεται προς όφελος μιας κυρίαρχης τάξης, η οποία ιδιοποιείται την υπερεργασία μιας υποτελούς τάξης σύμφωνα με ένα ορισμένο σύνολο ταξικών σχέσεων. Προκειμένου να επιβιώνει αυτή η ταξική κοινωνία, θα πρέπει να υπάρχει πάντα διαθέσιμη εργασιακή δύναμη που θα εκτελεί υπερεργασία. Ωστόσο, οι εργάτες δεν ζουν για πάντα. «Υπόκεινται σε φυσιολογική φθορά και είναι θνητοί, [και] πρέπει να αντικαθίστανται συνεχώς, από μια τουλάχιστον ίσης ποσότητας φρέσκια εργατική δύναμη». Όταν η αντικατάσταση πραγματοποιείται μέσω της γενεαλογικής αναπαραγωγής, εμφανίζεται στο προσκήνιο το γεγονός ότι τα ανθρώπινα όντα διαιρούνται σε δυο διακριτές βιολογικές ομάδες, τους άνδρες και τις γυναίκες. Η κάπως μειωμένη ικανότητα των γυναικών προς εργασία στη διάρκεια της περιόδου τεκνοποίησης δημιουργεί δυνητικά μια αντίφαση για την κυρίαρχη τάξη. Μέσα από την πάλη για την επίλυση αυτής της αντίφασης, αναπτύχθηκε στην πορεία της ιστορίας μια ευρεία γκάμα μορφών αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης. Σε όλες πρακτικά τις περιπτώσεις, οι μορφές αυτές περιλαμβάνουν μια μεγαλύτερη ευθύνη των ανδρών για την προμήθεια υλικών μέσων διαβίωσης, μια μεγαλύτερη ευθύνη των γυναικών για τα συνεχόμενα καθήκοντα της αναγκαίας εργασίας, και θεσμοθετημένες μορφές ανδρικής κυριαρχίας επί των γυναικών. Παρ’ όλον ότι υπάρχουν εξαιρέσεις, οι οποίες είναι μάλιστα δυνατόν να προσφέρουν σημαντικές ιδέες στο ζήτημα της αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης στις ταξικές κοινωνίες, η ιστορική κληρονομιά, όπως και να ‘χει, χαρακτηρίστηκε ως πατριαρχική. Υπ’ αυτή την έννοια, η Τζόαν Κέλλυ έχει δίκιο όταν δηλώνει ότι «η πατριαρχία … βολεύεται μέσα στο σπίτι. Ο τομέας της αρμοδιότητάς της είναι η ιδιωτική οικογενειακή ζωή».[6]
Στις περισσότερες ταξικές κοινωνίες, οι γυναίκες της υποκείμενης σε εκμετάλλευση τάξης συμμετέχουν σε κάποιο βαθμό στην παραγωγή υπεραξίας, όπως επίσης και στην αναγκαία εργασία.[7] Η ιδιαίτερη ευθύνη τους και η υπαγωγή τους στα καθήκοντα της αναγκαίας εργασίας ενδέχεται να έχει συνέπειες για την εργασία που εκτελούν στην περιοχή της παραγωγής υπεραξίας. Για παράδειγμα, η ατομική ευθύνη για την φροντίδα των παιδιών σε μια καπιταλιστική κοινωνία καθιστά τις γυναίκες εξαιρετικά ευάλωτες στις καταπιεστικές συνθήκες της οικιακής εργασίας. Αντίστροφα, η εμπλοκή στην παραγωγή υπεραξίας ενδέχεται να επηρεάσει τις μορφές της αναγκαίας εργασίας των γυναικών. Για παράδειγμα, στις αμερικανικές φυτείες, οι περισσότερες γυναίκες σκλάβες εργάζονταν στις φυτείες του αφέντη, ενώ τα καθήκοντα της ετοιμασίας του φαγητού και της φροντίδας των παιδιών εκτελούνταν συλλογικά από γριές γυναίκες και πολύ μικρά παιδιά.[8] Σε μια ιδιαίτερη συγκυρία της ανάπτυξης μιας δεδομένης ταξικής κοινωνίας, η καταπίεση των γυναικών της υποκείμενης σε εκμετάλλευση τάξης διαμορφώθηκε όχι μόνο από τη σχέση των γυναικών με τη διαδικασία συντήρησης και ανανέωσης της εργασιακής δύναμης, αλλά και από το βαθμό και το χαρακτήρα της συμμετοχής τους στην υπερεργασία.
Η πραγματική μελέτη των μορφών αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης μιας συγκεκριμένης ταξικής κοινωνίας αποτελεί αντικείμενο ιστορικής έρευνας – αλλά και, ειδικά σήμερα, πολιτικής παρέμβασης. Ωστόσο, από το θεωρητικό πλαίσιο που μόλις παρουσιάσαμε μπορούν να συναχθούν ορισμένες τάσεις. Στις περιπτώσεις όπου ελαχιστοποιείται η σημασία της γενεαλογικής αντικατάστασης της εργασιακής δύναμης, ο κατά φύλα καταμερισμός εργασίας και οι οικογενειακοί θεσμοί στην υποκείμενη σε εκμετάλλευση τάξη προβλέπεται να είναι σχετικά ασθενείς. Αν μια άρχουσα τάξη βασίζεται, για παράδειγμα, στην εργασία μεταναστών που προέρχονται έξω από τα σύνορα της κοινωνίας, είναι πιθανό να στεγάσει αυτούς τους εργάτες σε καλυβόσπιτα, να βάλει άντρες και γυναίκες να δουλεύουν σε παρόμοιες δουλειές, να ενθαρρύνει την αντισύλληψη ή τη στείρωση, και να αγνοεί τις συνέπειες της βαριάς εργασίας για τις γυναίκες κατά τους τελευταίους μήνες της εγκυμοσύνης. Κατά κανόνα, το μεγαλύτερο μέρος της ανάγκης μιας κοινωνίας για την αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης προσφέρεται από τη γενεαλογική αντικατάσταση. Στις περιπτώσεις αυτές, μια σοβαρή έλλειψη εργασίας προερχόμενη από πόλεμο, λιμό, ή φυσική καταστροφή, θα τείνει να οξύνει τις αντιφατικές πιέσεις επί των εργαζόμενων γυναικών. Ανάλογα με την ιστορική συγκυρία, είναι δυνατόν να αυξάνεται η σημασία είτε του ρόλου της οικογένειας ως τόπου γενεαλογικής αναπαραγωγής, είτε της συμμετοχής των γυναικών στην υπερεργασία, είτε και των δύο. Στη διάρκεια μιας περιόδου όπου η ανάγκη της άρχουσας τάξης να μεγιστοποιήσει την υπερεργασία υπερισχύει των μακροπρόθεσμων σχεδιασμών, είναι πιθανό να παρακινηθούν όλα τα άτομα της υποκείμενης σε εκμετάλλευση τάξης στην παραγωγή υπεραξίας, προκαλώντας σοβαρή διατάραξη στους θεσμούς της οικογενειακής ζωής και της ανδρικής κυριαρχίας. Αυτό συνέβη στην περίπτωση της υπό εκβιομηχάνιση Αγγλίας κατά τον δέκατο ένατο αιώνα, και θα μπορούσαμε να πούμε ότι κάτι ανάλογο συμβαίνει στην περίπτωση των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών σήμερα.
Οι τάσεις αυτές δεν προχωρούν ανεμπόδιστα. Ενδέχεται οι μετανάστες εργάτες να προβάλουν αντίσταση στην απομόνωσή τους από το συγγενικό τους περιβάλλον. Οι ντόπιοι εργάτες ενδέχεται να είναι αντίθετοι με τη χρησιμοποίηση αλλοδαπής εργασίας. Οι γυναίκες ενδέχεται να αρνούνται να μένουν σπίτι και να γεννούν και να αναθρέφουν παιδιά. Οι άνδρες ενδέχεται να προβάλουν αντίσταση στη συμμετοχή των γυναικών στην εργασιακή δύναμη. Οι εργάτες ενδέχεται να υποστηρίζουν τη νομοθεσία που απαγορεύει την παιδική εργασία. Γυναίκες και άντρες ενδέχεται να οργανωθούν προκειμένου να υπερασπιστούν τις υπάρχουσες μορφές των θεσμών της οικογενειακής ζωής τους. Με δυο λόγια, οι διαδικασίες αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης στις ταξικές κοινωνίες κατά κανόνα συνιστούν ένα σημαντικό πεδίο αγώνων.
[1] Quick 1977. Η Κουίκ, πέρα από την εξέταση της γυναικείας καταπίεσης σε μια ταξική κοινωνία, αναπτύσσει τη διάσταση μεταξύ ταξικών και μη ταξικών κοινωνιών, υποστηρίζοντας ότι «μόνο σε μια ταξική κοινωνία η εμπλοκή των γυναικών στην τεκνοποίηση καταλήγει στην καταπίεσή τους» (σ. 45). Μεταξύ άλλων, κάνει την ριζοσπαστική υπόθεση ότι «”η οικογένεια” …. Είναι όρος εφαρμόσιμος μόνο στις ταξικές κοινωνίες, στις οποίες η παραγωγή (και η αναπαραγωγή) έχουν ένα νόημα διακριτό από την οργάνωση της παραγωγής προς το συμφέρον της κοινωνίας ως σύνολο (δηλ. από τις κομμουνιστικές κοινωνίες, τόσο τις πρωτόγονες, όσο και τις ανεπτυγμένες)» (σ.47).
[2] Για μια συζήτηση της σχέσης μεταξύ βιολογίας, κατά φύλα καταμερισμού της εργασίας και καταπίεσης της γυναίκας, βλ. Barrett 1980, σ. 72-7, 195-9, και Sayers 1982. O Mark Cousins υποστηρίζει ότι η βιλογική διάκριση του φύλου δεν μπορεί να προσεγγιστεί από το μαρξισμό, γιατί «ο καπιταλιστής και ο εργάτης συνιστούν αφηρημένες προσωποποιήσεις [που είναι] αδιάφορες για το πρόβλημα της κατά φύλα διαφοροποίησης». Cousins 1978, σ.63. Αντιθέτως, ο Μαρξ δεν παρέβλεψε το ρόλο της βιολογίας στην κοινωνική αναπαραγωγή. Επέμενε, για παράδειγμα, στο γεγονός ότι η θνητότητα των άμεσων παραγωγών δημιουργεί την ανάγκη της συντήρησης και της αντικατάστασής τους, καθιστώντας μ’ αυτό τον τρόπο το πρόβλημα της αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης κρίσιμο για την κοινωνική αναπαραγωγή μιας ταξικής κοινωνίας. Στην περίπτωση του καπιταλισμού, «η αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης συνιστά ένα ουσιώδες στοιχείο στην αναπαραγωγή του ίδιου του κεφαλαίου». Marx 1971, σ. 575-6. Αν το βιολογικό γεγονός της θνητότητας συνιστά κεντρικό στοιχείο της μαρξιστικής ανάλυσης, για τι να μην συμβαίνει το ίδιο με το βιολογικό γεγονός του κατά φύλα διμορφισμού!
[3] Βλ. για παράδειγμα, Middleton, 1979
[4] Quick 1977, σ. 47.
[5] Για μια συζήτηση της ιστορικής καταγωγής της γυναικείας καταπίεσης , βλ. Alexander 1976, Beneria 1979, Caulfield 1981, Ciancanelli 1980, Deere and Leon de Leal 1981, Godelier 1981, Middleton 1981, Young 1981.
[6] Marx 1971a, 168 και Kelly-Gadol 1975-6, σ. 821.
[7] Αντίστοιχα, οι άντρες συμμετέχουν, σε κάποιο βαθμό, στα άμεσα καθήκοντα της αναγκαίας εργασίας. Είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι τα καθήκοντα προσωπικής συντήρησης (το να πλενόμαστε, να βουρτσίζουμε τα δόντια μας, κοκ.) συνιστούν αναγκαία εργασία, ‘όπως και η εργασία που περιλαμβάνεται στη μετάβαση στο χώρο παραγωγής (έξι μίλια περπάτημα μέχρι το χαλυβουργείο, μετακίνηση από το σπίτι στο γραφείο με το τραίνο, κοκ).
[8] Alexander 1976, Davis 1971.