Η ενεργειακή κρίση και η «πράσινη» μετάβαση. Ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Μέρος δεύτερο)

<strong>Η ενεργειακή κρίση και η «πράσινη» μετάβαση. Ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Μέρος δεύτερο)</strong>

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία ανατρέπει τις ευρωπαϊκές στρατηγικές

Στο πρώτο μέρος αυτού του σημειώματος υποστηρίχθηκε πως η Ευρωπαϊκή Ένωση και ειδικότερα η Γερμανία, ενώ χρειάζονται το φυσικό αέριο της Ρωσίας, θέλουν ταυτόχρονα είτε να απεξαρτηθούν από αυτό είτε να επιβληθούν στη Ρωσία ως μονοψωνιακή δύναμη. Εδώ και αρκετά χρόνια, μιλούν για «διαφοροποίηση» των ενεργειακών πηγών, ιδρύουν νέες (σποτ) αγορές βραχυχρόνιων συναλλαγών και είναι πρόθυμες να αγοράσουν υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG), έστω και αν αυτό στοιχίζει αρκετά πιο ακριβά από το ρωσικό που έρχεται μέσω αγωγών. Η παρατεταμένη διαλυτική κατάσταση του ουκρανικού κοινωνικού σχηματισμού από το 2014 και μετά, η διαρκής μετάπτωσή του μεταξύ κάποιου είδους failed State και ενός κράτους που χρειάζεται τον Φύλαρχο των Φύλαρχων για να δημιουργήσει κάποιου είδους θεσμική τάξη -που η Ρωσία έχει βρει στο πρόσωπο του Πούτιν, η χρόνια πολιτική και διπλωματική συμπλοκή της Δύσης με την Ρωσία και τώρα, πρωτίστως, η απαράδεκτη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία όχι μόνο δυσκολεύουν ακόμα περισσότερο τις ευρωπαϊκές εμπορικές στρατηγικές, αλλά τις τροποποιούν συνολικά.

Από τις εμπορικές στρατηγικές, στις στρατηγικές βεβιασμένης μετάβασης σε διαφορετική ενεργειακή βάση. Η κατάσταση πριν την επέμβαση της Ρωσίας στην Ουκρανία.

Η Ρωσία ήταν και συνεχίζει να είναι ο μεγαλύτερος προμηθευτής φυσικού αερίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρόλο που η ΕΕ επιδίωξε να μειώσει την εξάρτησή της από τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου μετά την ανατροπή του Γιανουκόβιτς και την εγκαθίδρυση φιλοδυτικού καθεστώτος στην Ουκρανία το 2014. Σήμερα η Ρωσία συνεχίζει να προμηθεύει περίπου το 38% με 40% του φυσικού αερίου που καταναλώνουν οι οικονομίες της ΕΕ.

Όμως η ΕΕ δεν είναι εύκολο να το αντικαταστήσει αυτό το 38 με 40% με αέριο από άλλες πηγές. Για να μπορέσει να αποκρούσει αποτελεσματικά τη ρωσική ενεργειακή «τανάλια», θα πρέπει να επιταχύνει τις διαδικασίες μετάβασης προς μια «απανθρακοποιημένη» οικονομία, και αυτό δεν μπορεί να γίνει με την επιθυμητή ταχύτητα χωρίς την προσαρμογή της ζήτησης στους δραματικούς περιορισμούς της προσφοράς. Είναι χαρακτηριστικό πως από την στιγμή που ξέσπασε η ενεργειακή κρίση από τις αρχές καλοκαιριού του 2021, η ΕΕ δεν πήρε κανένα μέτρο προστασίας των Ευρωπαίων καταναλωτών, εκτός ίσως από το ότι εξέδωσε μια «εργαλειοθήκη» κατευθύνσεων προς τα κράτη-μέλη. Τα κράτη-μέλη αντέδρασαν ξεχωριστά και με μη ενιαίο τρόπο, παίρνοντας διάφορα μέτρα ορισμού πλαφόν, μεταβιβάσεων και φοροελαφρύνσεων ή συνδυασμού αυτών, με αρκετές διαφοροποιήσεις μεταξύ τους. Τα μέτρα αυτά όμως είναι προσωρινά, βραχυπρόθεσμα και ήπια και απλώς προοιωνίζονται μια πιο μακροπρόθεσμη και σταθερή στρατηγική περιορισμού ή προσαρμογής της ζήτησης στην στενότητα της προσφοράς, τόσο στη βιομηχανία όσο και στον οικιακό τομέα και τη μετακίνηση.

Οι περιοριστικοί παράγοντες της πλευράς της προσφοράς περιλαμβάνουν τους παραγωγικούς περιορισμούς της ικανότητας υγροποίησης (δεν είναι τεχνικά δεδομένη η ικανότητα υγροποίησης και ανταπόκρισης στις συνθήκες της ζήτησης), τις υπάρχουσες υποχρεώσεις στην τρέχουσα αγορά LNG, τις εμπορικές ευκαιρίες και δυνατότητες των ευρωπαϊκών χωρών εισαγωγής να εκτρέπουν τις αποστολές από την Ασία ή άλλες κατευθύνσεις προς την Ευρώπη, τη δυνατότητα των χωρών παραγωγής να ενσωματώνουν κόστη από την εκτροπή των αποστολών (θεωρείται κακή συμπεριφορά, αν και αναπόφευκτη, στις διεθνείς αγορές) και τέλος την περιορισμένη δυνατότητα των ευρωπαϊκών χωρών εισαγωγής σε υποδομές hub φυσικού αερίου. Με λίγα λόγια, την ίδια ποσότητα υγροποιημένου αερίου την θέλουν πολύ και η Ευρώπη και η Ασία.

Θα υπάρξουν επομένως σοβαρές επιπτώσεις στις τιμές και δευτερογενείς επιπτώσεις ανταγωνιστικότητας στις φτωχότερες χώρες της ΕΕ και στις χώρες που εξαρτώνται περισσότερο, σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, από το ρωσικό φυσικό αέριο. Η ΕΕ θα πρέπει επομένως να καταφύγει, αναγκαστικά, σε μέτρα εξοικονόμησης και περιορισμού της ζήτησης, τόσο στον τομέα της βιομηχανικής παραγωγής όσο και στους τομείς της μετακίνησης και της αναπαραγωγής (των νοικοκυριών). Αυτό εγείρει ζητήματα συνοχής της ΕΕ, στο τρόπο διαμοιρασμού των επιπτώσεων της ενεργειακής κρίσης. Περιφέρειες με μεγαλύτερη εξάρτηση στο ρωσικό αέριο θα αντιμετωπίσουν μεγαλύτερα προβλήματα.

Προς το παρόν, οι υπάρχουσες τεχνολογίες εξοικονόμησης ενέργειας και ηλεκτρικής μετακίνησης είναι πολύ μακροπρόθεσμης αποδοτικότητας και προσκρούουν στις περιορισμένες δυνατότητες δημόσιων επενδύσεων. Μπορεί να παράγονται ηλεκτροκίνητα αυτοκίνητα, αλλά λείπει ένα εκτεταμένο δίκτυο φόρτισης.

Συνεπώς, μπορεί οι πολύ υψηλές τιμές της ενέργειας να ρίχνουν την αγοραστική δύναμη και να δημιουργούν προβλήματα διαχείρισης της δυσαρέσκειας στο εσωτερικό των κρατών-μελών, αλλά από την πλευρά της συνολικής ευρωπαϊκής στρατηγικής είναι αναγκαίες και επιθυμητές γιατί δίνουν χρόνο στη διαδικασία της ενεργειακής μετάβασης – βέβαια εις βάρος των λαϊκών τάξεων και των πιο φτωχών περιφερειών.

Στο άμεσο μέλλον θα χρειαστεί να ληφθούν δύσκολες και δαπανηρές αποφάσεις για τη διαχείριση της κατάστασης. Αρκετά ευρωπαϊκά think tank έχουν αρχίσει και μιλάνε για την αναγκαιότητα χρήσης ενός νέου «χρυσοπράσινου» δημοσιονομικού κανόνα ή ακόμα και μιας νέας «πράσινης» συνθήκης του Μάαστριχτ, όπου θα ρυθμίζονται ζητήματα ταξινόμησης -δηλαδή τι θεωρείται «πράσινη» τεχνολογία και μορφή ενέργειας και τι όχι-, ζητήματα προγραμματισμού δημόσιων επενδύσεων, ζητήματα αναδιανομής κ.λπ.

Από τις στρατηγικές βεβιασμένης μετάβασης σε διαφορετικό ενεργειακό μείγμα στην ολοκληρωτική αποδιάρθρωση της ευρωπαϊκής ενεργειακής στρατηγικής. Η κατάσταση μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Ο ρόλος του Ιδιωτικού τομέα.

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έγινε σε μια χρονική στιγμή που η ευρωπαϊκή στρατηγική της απεξάρτησης από το ρωσικό φυσικό αέριο δεν έχει ολοκληρωθεί, αλλά μόλις ξεκινήσει. Αυτό το όχι και τόσο αναμενόμενο γεγονός σημαίνει ότι η ΕΕ, μέχρι τον επόμενο χειμώνα του 2022, θα πρέπει να βρει λύση στο πρόβλημα τροφοδοσίας της αλλά και στην αλλαγή του ενεργειακού μείγματος, αν δεν θέλει να παγώσει ο κόσμος της, να συμβούν καταστροφικά blackouts και να μειωθεί δραματικά η βιομηχανική παραγωγή.

Οι κλιμακούμενες κυρώσεις της Δύσης εναντίον της Ρωσίας, ακόμα και με την προσωρινή ή πιο μακροπρόθεσμη εξαίρεση του ενεργειακού τομέα, περιπλέκουν περισσότερο την κατάσταση. Η Ευρωπαϊκή Ένωση υποστηρίζει ότι τα αποθέματά της επαρκούν μέχρι τον χειμώνα του 2022 και αυτό λόγω τριών εξελίξεων, i)της εισαγωγής μεγάλων ποσοτήτων LNG κατά το προηγούμενο διάστημα, ii) της διατήρησης της θερμοκρασίας, στην κεντρική Ευρώπη, σε ανεκτά επίπεδα και πάντως παραπάνω από τον μέσο όρο της τελευταίας πενταετίας και iii) της συνέχισης των προμηθειών ρωσικού φυσικού αερίου με ρυθμό 15 – 20 TWh /εβδομάδα. Εξαιτίας αυτών των λόγων οι αποθηκευτικοί χώροι είναι γεμάτοι κατά 42% ενώ το μέσο ποσοστό της πενταετίας 2015 – 2020, την αντίστοιχη χρονική περίοδο, ήταν 56%.

Όπως καταλαβαίνουμε, πρόκειται για catch 22 κατάσταση, δηλαδή η διαφυγή από τα στρατηγικά διλήμματα είναι ανέφικτη. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει πιαστεί στην μέγγενη της εξάρτησής της από το ρωσικό φυσικό αέριο. Θα πρέπει να συνεχίσει, για μακρύ χρονικό διάστημα, να προμηθεύεται ρωσικό φυσικό αέριο χρηματοδοτώντας την πλουτοκρατία και την πολεμική μηχανή της Ρωσίας. Δεν επιθυμεί όμως αυτό. Αν επιχειρήσει να απεξαρτηθεί ταχύτατα από το ρωσικό αέριο, κατάσταση που την επιβάλλουν οι εξελίξεις της σύγκρουσης «Δύσης»  – Ρωσίας θα πρέπει να βρει τρόπο να προμηθευτεί ανύπαρκτο φυσικό αέριο (με την έννοια ότι δεν έχει παραχθεί ακόμα και δεν πρόκειται να παραχθεί σε υγροποιημένη μορφή το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα), σε πενταπλάσια τιμή από ό,τι το αγόραζε σε ολόκληρη την περίοδο 2012 – 2021.  

Ας υποθέσουμε όμως ότι υπάρχει αυτή η υγροποιημένη ποσότητα και μπορεί να την προμηθευτεί άμεσα – σε πολλαπλάσια, βέβαια, τιμή. Τι θα σήμαινε αυτό για τις βασικότερες οικονομίες της Ευρώπης; Θα σήμαινε αύξηση, άμεση η έμμεση, της τιμής όλων των εμπορευμάτων και άρα σοβαρή πτώση της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας, πιθανή σοβαρή διολίσθηση του ευρώ έναντι του δολαρίου και των άλλων ισχυρών νομισμάτων, έναν συνεχώς ανατροφοδοτούμενο και εισαγόμενο πληθωρισμό ειδικά στις λιγότερο ανταγωνιστικές οικονομίες και στις οικονομίες με μεγάλα εμπορικά ελλείμματα, δραματική αύξηση της απόκλισης των ευρωπαϊκών οικονομιών και τελικά σοβαρή κρίση του ίδιου του ευρώ και ολόκληρου του ευρωσυστήματος.

Βέβαια, τα ίδια ισχύουν και με τις τιμές του πετρελαίου, αν ήθελαν οι Ευρωπαίοι να μετακινηθούν, προσωρινά, στο πετρέλαιο. Δεν γίνεται να αφαιρεθεί έτσι απλά, λόγω κυρώσεων και με ανώδυνο τρόπο, το ρωσικό πετρέλαιο από την παγκόσμια παραγωγή.

Επιπρόσθετα, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε την εξής πραγματικότητα: Ποιοι καλούνται να εισάγουν φυσικό αέριο από την Ρωσία ή από εναλλακτικές πηγές και να το αποθηκεύσουν; Οι ιδιωτικές εταιρίες φυσικά. Οι ιδιωτικές εταιρίες, όμως, λειτουργούν με βάση την μεγιστοποίηση των κερδών και την αποφυγή του ρίσκου. Τι μπορούν να κάνουν όταν η Ρωσία επιδιώκει την πολύ σφικτή αγορά ενέργειας με τις τιμές στα ύψη; Μπορούν να αγοράσουν και να αποθηκεύσουν φυσικό αέριο από άλλη, πολύ ακριβότερη εναλλακτική πηγή; Μπορούν να το κάνουν εύκολα; Δεν είναι βέβαιο, γιατί γνωρίζουν πολύ καλά ότι θα οδηγηθούν στην χρηματοοικονομική κατάρρευση αν αγοράσουν και αποθηκεύσουν, απερίσκεπτα, ακριβό αέριο, και αυτό διότι η Gazprom μπορεί να αλλάξει αιφνιδίως την τακτική της, «πνίγοντας» με φθηνό αέριο τις ευρωπαϊκές αγορές.

Φαίνεται λοιπόν πως ο ιδιωτικός ενεργειακός τομέας είναι αφετηριακά απροστάτευτος απέναντι στη ριζική αλλαγή του γεωπολιτικού πεδίου. Η ταχεία απαγκίστρωση της ΕΕ από το ρωσικό φυσικό αέριο απαιτεί δραστική αλλαγή της ευρωπαϊκής θεσμικής βάσης όλων των οικονομικών πολιτικών, κάτι που δεν έχει συνειδητοποιηθεί ακόμα από τα κέντρα των αποφάσεων. Ακόμα και όταν γίνει συνειδητό, όμως, δεν θα μπορεί να μετατραπεί αυτόματα σε μια συνολική αλλαγή του οικονομικού παραδείγματος.

Πού βαδίζει η ευρωπαϊκή στρατηγική ενεργειακής μετάβασης μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία;

Στο πρώτο μέρος του παρόντος σημειώματος είχε αναφερθεί πως η μακροχρόνια στρατηγική ενεργειακής μετάβασης και «απανθρακοποίησης» της ευρωπαϊκής οικονομίας καθορίζει και τα χαρακτηριστικά της ενεργειακής κρίσης. Η μοναδικότητα της ευρωπαϊκής ενεργειακής κρίσης οφείλεται σε έναν πρωτόγνωρο μηχανισμό αλληλοτροφοδότησης μεταξύ των πολιτικών επιλογών της ενεργειακής μετάβασης, της λειτουργίας και των χαρακτηριστικών των ευρωπαϊκών αγορών ενέργειας, της ίδιας της κλιματικής αλλαγής και των συσσωρευμένων γεωπολιτικών προβλημάτων της περιοχής.

Όλο αυτό το σύμπλεγμα παραγόντων ξεσπάει πάνω στην αναπαραγωγή και την καθημερινότητα των λαϊκών στρωμάτων. Αλλά και η ίδια η αποφασισμένη ενεργειακή μετάβαση, πολύ πριν την εμφάνιση της ενεργειακής κρίσης, επιβαρύνει δυσανάλογα τα εργατικά και λαϊκά εισοδήματα διότι τα συμπιέζει στο εσωτερικό ενός πλέγματος που απαρτίζεται από φόρους, ενεργειακές αγορές και αγορές άνθρακα, από την πλήρως ιδιωτικοποιημένη παραγωγή και διανομή ενέργειας και από τους μηχανισμούς τιμών με βάση το οριακό κόστος.

Η ρωσική επέμβαση στην Ουκρανία, όπως αλλού έτσι και στο ενεργειακό πεδίο, αλλάζει εντελώς τα δεδομένα. Μάλλον, τα έχει ήδη αλλάξει. Ο Φ. Τίμερμανς, αντιπρόεδρος της ΕΕ και αρμόδιος για την «Πράσινη Συμφωνία» αναφερόμενος στα κράτη-μέλη που σχεδίαζαν να απαγκιστρωθούν από τον άνθρακα και τον λιγνίτη και να στραφούν, για ένα μεταβατικό διάστημα, στο φυσικό αέριο και στη συνέχεια στις ΑΠΕ, είπε:  «Αν συνεχίσουν να χρησιμοποιούν τον λιγνίτη για μεγαλύτερο διάστημα, αλλά στη συνέχεια μετακινηθούν αμέσως στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, θα είναι κάτι που μπορεί να βρίσκεται εντός των παραμέτρων που έχουμε ορίσει για την κλιματική μας πολιτική. Πρέπει να απεξαρτηθούμε από το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο της Ρωσίας και πρέπει να το κάνουμε πολύ πιο γρήγορα από ό,τι περιμέναμε».

Η αναφορά του Φ. Τίμερμανς είναι χαρακτηριστική της πλήρους διάσπασης της ευρωπαϊκής στρατηγικής για την ενεργειακή μετάβαση σε δύο, χρονικώς, απροσδιόριστα στάδια. Η κλιματική πολιτική δεν εγκαταλείπεται αλλά μετατίθεται στο αδιόρατο μέλλον. Όταν έρθει αυτή η στιγμή, τα κράτη-μέλη θα πρέπει αστραπιαία να μεταβούν στο απανθρακοποιημένο μοτίβο της οικονομικής λειτουργίας. Για το μεσομακροπρόθεσμο διάστημα η ΕΕ πρέπει να απεξαρτηθεί από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο της Ρωσίας. Μπορεί να ονοματίζεται μεταβατικό αυτό το διάστημα, αλλά στην ουσία δεν είναι. Μεταβατικό ήταν και επικαθοριζόταν, ως τέτοιο, από τον σκοπό της ενεργειακής μετάβασης προς τις ΑΠΕ, πριν την επέμβαση στην Ουκρανία. Τώρα όμως, το μεταβατικό διάστημα της ενεργειακής απεξάρτησης αποχωρίζεται από τον τελικό σκοπό της ενεργειακής μετάβασης και γίνεται αυτόνομος και αυτοδύναμος σκοπός.

Επιπρόσθετα, μαζί με την ενεργειακή στρατηγική έχει διασπαστεί και η επενδυτική στρατηγική. Οι φορείς των επενδύσεων φαίνεται ότι θα χάσουν, αν δεν έχουν χάσει ήδη, το «έδαφος κάτω από τα πόδια τους». Πότε και πού θα επενδύσουν; Θα επενδύσουν σε υποδομές φυσικού αερίου; Θα μπει σε χρήση η πυρηνική ενέργεια; Θα διατηρήσουν τις μονάδες λιγνίτη και για πόσο; Θα συνεχίσουν τις επενδύσεις στις ΑΠΕ; Πώς θα κατανεμηθούν περιφερειακά οι επενδύσεις;

Μέσα σε όλα αυτά, δύο πράγματα είναι σίγουρα: Πρώτον, το περιβάλλον και οι λαϊκές τάξεις είναι οι μεγάλοι χαμένοι από την ενεργειακή κρίση και την πολεμική σύρραξη. Δεύτερον, η ταχεία απεξάρτηση από τις ρωσικές πηγές ενέργειας δεν είναι εφικτή, χωρίς δραματικές προσαρμογές στην πλευρά της ζήτησης, με ό,τι συνέπειες έχει αυτό για την ποιότητα ζωής.

Οι διάφορες μορφές ενέργειας από την μία, όπως και η εργατική δύναμη από την άλλη, αποτελούν τα δύο πιο σημαντικά βασικά εμπορεύματα, δηλαδή, εκείνα τα εμπορεύματα που εισέρχονται στη παραγωγή όλων των παραγόμενων εμπορευμάτων που κυκλοφορούν στις αγορές. Η Ευρωπαϊκή Ένωση με την στρατηγική ενεργειακής μετάβασης που είχε, προσπαθούσε να ελέγχει την ενεργειακή βάση όλων των κρατών-μελών με τέτοιον τρόπο, ώστε να εγκαταλείψουν τον άνθρακα και να αποτρέψουν την κατανομή του ευρωπαϊκού παραγόμενου εισοδήματος προς όφελος των χωρών παραγωγών ενέργειας και φυσικών πόρων. Με τη συνολική στροφή στις ΑΠΕ, αλλά και με την ανάπτυξη της σχετικής τεχνολογίας και τεχνογνωσίας, τα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα ήταν πρωτοπόρα στην τεχνολογία των εναλλακτικών μορφών, θα αποκτούσαν τον πλήρη έλεγχο της δικής τους ενεργειακής βάσης αλλά και τον έλεγχο της ενεργειακής βάσης άλλων κρατών. Οι ΑΠΕ θα αποκτούσαν για την Ευρώπη τον ρόλο που έχουν οι υδρογονάνθρακες για την Ρωσία.

Με τον ρωσική εισβολή στην Ουκρανία η στρατηγική αυτή έχει κοπεί στη μέση και τα δύο μέρη της, η απεξαρτημένη από τις ρωσικές ενεργειακές πηγές τροφοδοσία της ευρωπαϊκής οικονομίας και η απανθρακοποίηση, έχουν αποσυνδεθεί μεταξύ τους. Οι στόχοι για την κλιματική ουδετερότητα απομακρύνονται.

Η οικονομική σύγκρουση των δύο καπιταλισμών,
του δυτικού νεοφιλελεύθερου-καπιταλισμού-χωρίς- αναισθητικό,
με τον ανατολικό καπιταλισμό-της-πολιτικής- ισχύος-και- της-ενδημικής- διαφθοράς, εισέρχεται σε μια πολύ επικίνδυνη φάση και μεταμορφώνεται, απροσδόκητα, σε σφοδρή – πολύνεκρη στρατιωτική σύγκρουση. Ταυτόχρονα και τα δύο διακριτά στρατόπεδα, στο εσωτερικό τους, δεν είναι ενιαία, αυξάνοντας με αυτόν τον τρόπο τη ρευστότητα των γεωπολιτικών εξελίξεων. Τόσο η κλιματική αλλαγή όσο και η κρίση της κοινωνικής αναπαραγωγής θα επιδεινώνονται και θα αλληλοτροφοδοτούνται κάτω από την επίδραση αυτής της σύγκρουσης.

Υπό αυτές τις συνθήκες, μήπως θα έπρεπε να απαιτούμε, όλο και πιο επίμονα, κοινωνικούς μετασχηματισμούς και μοντέλα συν-ανάπτυξης στο ευρασιατικό και όχι μόνο στο ευρωπαϊκό επίπεδο; Με τι δυνάμεις και τι εργαλεία θα το κάνουμε αυτό; Πέρα από τα εύλογα ερωτήματα που πρέπει να τεθούν, το σίγουρο είναι πως η μετάβαση της οικονομίας στην κλιματική ουδετερότητα απαιτεί ανυποχώρητη υπερασπιστική γραμμή. Πρόκειται για ένα κοινωνικό και παραγωγικό πείραμα μετασχηματισμού που αξίζει να υποστηριχθεί από τις πολιτικές δυνάμεις της κοινωνικής απελευθέρωσης και του κομμουνισμού. Η παύση των εχθροπραξιών, η αποχώρηση του ρωσικού στρατού από την Ουκρανία, ο περιορισμός του ΝΑΤΟ, η αποτροπή της στρατιωτικοποίησης της ΕΕ, ο δημοκρατικός-κεντρικός σχεδιασμός της οικονομίας μαζί με ευρύτατα προγράμματα εισοδηματικής αναδιανομής και αναδιανομής πολιτικής ισχύος είναι από τα, εκ των ων ουκ άνευ, της ενεργειακής, παραγωγικής και κοινωνικής μετάβασης. Χωρίς αυτά, οδεύουμε προς τον Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο…