Η ενεργειακή κρίση και η “πράσινη” μετάβαση. Ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (μέρος πρώτο)

Η ενεργειακή κρίση και η  “πράσινη” μετάβαση.                    Ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (μέρος πρώτο)

Ενεργειακή κρίση! Μια κρίση κατεξοχήν ευρωπαϊκή. 

Στην Ευρωπαϊκή ήπειρο η ενεργειακή κρίση εκδηλώνεται με μοναδικό, σφοδρό και μακροχρόνιο τρόπο. Η μοναδικότητα της ευρωπαϊκής ενεργειακής κρίσης οφείλεται σε έναν πρωτόγνωρο μηχανισμό αλληλοτροφοδότησης μεταξύ των πολιτικών επιλογών της ενεργειακής μετάβασης, της λειτουργίας και των χαρακτηριστικών των ευρωπαϊκών αγορών ενέργειας, της ίδιας της κλιματικής αλλαγής και των συσσωρευμένων γεωπολιτικών προβλημάτων της περιοχής. Όλοι αυτοί οι παράγοντες και η αλληλοτροφοδότηση τους φαίνεται ότι θα διαρκέσουν πολύ. Η ενέργεια, κατά πάσα πιθανότητα, θα παραμείνει πανάκριβη για τα επόμενα χρόνια.

Ενώ η μεγαλύτερη κρίση της μεταφορντικής και πλανητικής ηγεμονίας του νεοφιλελευθερισμού ξέσπασε αρχικά, το 2007 – 2008, στις ΗΠΑ, στο κέντρο δηλαδή του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού και κατόπιν εξαπλώθηκε σε όλα τα ανεπτυγμένα κράτη, στην περίπτωση της σύγχρονης ενεργειακής κρίσης φαίνεται πως η Ευρώπη και ειδικότερα η Ευρωπαϊκή Ένωση θα είναι το επίκεντρο της. Αμέσως μετά, θα ακολουθήσουν οι άλλοι καπιταλιστικοί και βιομηχανικοί πόλοι, ανάλογα και με τις εξελίξεις σε πολλά μέτωπα της οικονομίας, της πολιτικής και της γεωπολιτικής. Ταραχές και εξεγερσιακά φαινόμενα, με αφορμή ή με αιτία πλευρές της πολυσύνθετης ενεργειακής κρίσης, έχουν προηγηθεί για σχεδόν μια πενταετία στο εσωτερικό της Ευρώπης (βλ «πράσινα γιλέκα» στη Γαλλία, ταραχές στα Βαλκάνια και στη Βουλγαρία κλπ) αρκετά πριν ξεσπάσουν οι πρόσφατες αποσταθεροποιητικές καταστάσεις στο Καζακστάν.

Θα θυμόμαστε όμως ότι και στην Ελλάδα των μνημονίων, εκεί γύρω στα 2011 – 2012, το κόστος της ενέργειας εκτοξεύτηκε και οι ανάγκες για θέρμανση και για διάφορες ενδοοικογενειακές δραστηριότητες αναπαραγωγής (ψήσιμο φαγητού, σίδερο, ζεστό νερό για μπάνιο κλπ) όπως και η μετακίνηση με ιδιωτικά μέσα μεταφοράς δύσκολα καλύφτηκαν και όταν καλύφτηκαν αυτό έγινε με μεγάλο περιβαλλοντικό κόστος και κυρίως με καταβαράθρωση του κοινωνικού status ευρύτατων κοινωνικών στρωμάτων.

Σήμερα, 10 χρόνια μετά την εμφάνιση μιας εκτεταμένης ενεργειακής φτώχειας στη Ελλάδα και 4 χρόνια μετά την εμφάνιση των «κίτρινων γιλέκων» στη Γαλλία και των αρχικών διαμαρτυριών για την τιμή των καυσίμων και του φόρου επί των πετρελαιοειδών, η ενεργειακή κρίση εξαπλώνεται σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και σε κάθε μια κοινωνία ξεχωριστά.

Αυτήν την φορά σχετίζεται περισσότερο με την κλιματική αλλαγή και κυρίως με το συνολικό μοντέλο μετάβασης της ευρωπαϊκής οικονομίας προς «καθαρές» μορφές ενέργειας και στην λεγόμενη «απανθρακοποίηση» των δραστηριοτήτων. Η Πανδημία και το αναγκαστικό σταμάτημα της παραγωγής, το 2020 και κατά το πρώτο μισό του 2021 και η απότομη ενεργοποίηση της ευρωπαϊκής οικονομίας, κατά το δεύτερο μισό του 2021, αποσυντόνισαν τις πλευρές της προσφοράς και της ζήτησης στην ενεργειακή αγορά και κυρίως ενεργοποίησαν μια προϋπάρχουσα κρισιακή δομή που συνδέεται με τις ευρωπαϊκές πολιτικές απανθρακοποίησης και κλιματικής ουδετερότητας.  

Γιατί όμως η Ευρώπη και η Ευρωπαϊκή Ένωση, κατά πάσα πιθανότητα, θα αποτελέσουν το βασικό επίκεντρο της ενεργειακής κρίσης του πλανήτη και γιατί αυτή η ενεργειακή κρίση θα είναι διαρκώς παρούσα κατά τις επόμενες δεκαετίες; 

Οι αιτίες της πρόσφατης ενεργειακής κρίσης, η «ειδική» πρωτοκαθεδρία της Ευρώπης και η ενεργειακή μετάβαση προς την κλιματική ουδετερότητα.

  1. H Ευρωπαϊκή ένωση, εδώ και δεκαετίες, αποτελεί την ηγέτιδα δύναμη στην υπόθεση της κλιματικής αλλαγής καθώς και στις διαδικασίες της ενεργειακής μετάβασης και απανθρακοποίησης. Χωρίς υπερβολή, είναι η καπιταλιστική ολοκλήρωση που πιο πολύ από κάθε άλλο καπιταλιστικό πόλο του πλανήτη έχει αντιληφθεί στρατηγικά και σχεδιαστικά καθώς και σε επίπεδο πολιτικών διακηρύξεων και δεσμευτικών ρυθμιστικών παρεμβάσεων, ότι οι σχέσεις των ανθρώπων με τις κλιματικές και υλικές συνθήκες της ύπαρξης τους έχουν ήδη αλλάξει σημαντικά και πως στο ορατό μέλλον θα ανατραπούν περαιτέρω και χωρίς σημείο επιστροφής. Είναι εκείνη η ομοσπονδία κρατών που έχει κατανοήσει πως τα αναπτυξιακά σχέδια όλων των μεγάλων οικονομιών του κόσμου δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν ταυτόχρονα, χωρίς την καταστροφή του πλανήτη. Όμως, η σχεδιαζόμενη ενεργειακή μετάβαση της ευρωπαϊκής οικονομίας έχει αφεθεί στον ιδιωτικό τομέα, τις αγορές και στους μηχανισμούς των τιμών. Αυτή είναι και μια πρώτη αντίφαση της ευρωπαϊκής «πράσινης» στρατηγικής. Μια δεύτερη αντίφαση είναι πως οι ευρωπαϊκές στρατηγικές ενεργειακής μετάβασης συναντιόνται και αλληλοαναιρούνται με τις μόνιμες πολιτικές δημοσιονομικών «εξορθολογισμών» και λιτότητας που ακολουθούνται αλλά και από τις πολύ διαφορετικές δημοσιονομικές δυνατότητες μεταξύ των κρατών – μελών. Η νεοφιλελεύθερη διαχείριση της ενεργειακής μετάβασης φέρνει τους μηχανισμούς μετάβασης, τις μεθόδους τιμολόγησης και τα υπάρχοντα ενεργειακά συστήματα σε αντιπαράθεση με τις ανάγκες των λαϊκών και προλεταριακών τάξεων.  

  2. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν εξαναγκάζει τα κράτη-μέλη να ακολουθούν νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Αντιθέτως, τα στηρίζει και τα συντονίζει ως νεοφιλελεύθερα κράτη (τα ίδια είναι ήδη, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, νεοφιλελεύθερα κράτη πολύ πριν τις ευρωπαϊκές πολιτικές) και ως ομοσπονδία εκτελεστικών κρατών. Η ομοσπονδία αυτή εμπεριέχει εκτελεστικά κράτη μέλη που εφαρμόζουν στην επικράτεια τους το ευρώ, ως κοινό νόμισμα, υλοποιώντας μια σωρεία σταθερών, μόνιμων και αδιαμφισβήτητων οικονομικών ταξικών πολιτικών. Κατά αναλογία της εφαρμογής του ευρώ εφαρμόζεται και η στρατηγική της ενεργειακής μετάβασης, από κάθε κράτος–μέλος, μαζί και ξεχωριστά. Δεν είναι μόνο η Ελλάδα που εγκαταλείπει τον λιγνίτη, είναι και πολλά άλλα κράτη που εγκαταλείπουν το φυσικό αέριο, κλείνοντας πηγάδια άντλησης, ή όσους πυρηνικούς σταθμούς έχουν φτάσει στο όριο των προδιαγραφών τους, δηλαδή, στη συνεχόμενη πεντηκονταετή λειτουργία τους. Στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λοιπόν, η εφαρμογή της αδιαμφισβήτητα απαραίτητης, για τον πλανήτη, ενεργειακής μετάβασης γίνεται όπως ακριβώς γίνεται και με την εφαρμογή του ευρώ, δηλαδή με κοινό και συντονισμένο τρόπο και, ως επί των πλείστων, κατά των άμεσων συμφερόντων και αναγκών αναπαραγωγής των ευρωπαϊκών λαϊκών τάξεων. 

  3. Στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης ενεργειακής μετάβασης η δραστική μείωση των εκπομπών άνθρακα είναι ένα αγαθό που πρέπει να ανταλλαχθεί με άλλα αγαθά. Από την άποψη του νεοφιλελευθερισμού, λοιπόν, το κεντρικό ερώτημα είναι ποια είναι η κατάλληλη αντιστάθμιση (σε χρήμα βέβαια που αντιπροσωπεύει αγαθά που ανταλλάσονται) μεταξύ των ποσοτικών και ποιοτικών χαρακτηριστικών της τρέχουσας κατανάλωσης και της μελλοντικής απαλλαγής από τον άνθρακα. Στο πλαίσιο αυτών των πολιτικών η πιο γρήγορη και εντατική απανθρακοποίηση θα είναι δυσανάλογα πιο δαπανηρή από την πιο αργή και περισσότερο ισορροπημένη απανθρακοποίηση. Αυτό επιπρόσθετα σημαίνει ότι οι χώρες (όπως είναι οι ευρωπαϊκές) που κινούνται πιο εντατικά προς την απαλλαγή από τις σχετικές εκπομπές αερίων, θα υποστούν δυσανάλογο κόστος ενώ αυτές που θα ακολουθήσουν θα είναι free-riders, δηλαδή «τζαμπατζήδες». Γιαυτό και οι επιχειρήσεις που ασχολούνται με την ενεργειακή μετάβαση στη Ευρώπη ζητούν την αμέριστη δημόσια χρηματική ή δημοσιονομική υποστήριξη αλλά όχι τη δημόσια παραγωγική παρέμβαση. 

  4. Σε μεγάλο βαθμό, η ίδια η πολιτική της ενεργειακής μετάβασης ωθεί προς τα πάνω τις ευρωπαϊκές τιμές ενέργειας. Η Ευρώπη έχει ένα σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων για να τιμολογεί τον άνθρακα και παράλληλα χρησιμοποιεί το φυσικό αέριο ως μεταβατικό καύσιμο. Οι πρόσφατες τιμές των δικαιωμάτων εκπομπών άνθρακα στην ΕΕ έχουν φτάσει σε επίπεδα ρεκόρ, λόγω των ευρωπαϊκών «μεταρρυθμίσεων» για τη μείωση του αριθμού των αδειών και προβλέπεται ότι θα συνεχίσουν να αυξάνονται για το επόμενο διάστημα. Οι υψηλότερες τιμές αδειών άνθρακα (λόγω της μείωσης της ποσότητας) ώθησαν τη ζήτηση και τις τιμές του φυσικού αερίου υψηλότερα. Όμως, καθώς οι τιμές του φυσικού αερίου αυξήθηκαν πολύ περισσότερο από όσο ήταν αναμενόμενο (λόγω ενός συνδυασμού καιρικών φαινομένων και γεωπολιτικών εξελίξεων) έδωσαν κίνητρο για την επιστροφή στην χρήση του άνθρακα, παρά την προηγηθείσα  αύξηση των τιμών των αδειών ρύπων και αυτό με τη σειρά του αύξησε ακόμα παραπάνω τις τιμές των ρύπων. Έτσι, η τιμή των αδειών αυξάνεται διαρκώς δημιουργώντας, ως αποτέλεσμα, έναν φαύλο κύκλο αυξήσεων στις τιμές των ρύπων και του φυσικού αερίου που ωθεί προς τα πάνω το κόστος του ενεργειακού μείγματος (ΑΠΕ, πυρηνική, ορυκτά, φυσικό αέριο) και άρα τις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας. 

  5. Ταυτόχρονα με το χρηματιστήριο ρύπων λειτουργεί και ο μηχανισμός διαμόρφωσης της χονδρεμπορικής τιμής της ενέργειας. Ας δούμε εδώ πώς διαμορφώνεται αυτή η τιμή:
    Ο υφιστάμενος τρόπος υπολογισμού του χονδρεμπορικού κόστους βασίζεται στη λεγόμενη οριακή τιμή ή τιμή εκκαθάρισης, βάσει του οποίου η χονδρεμπορική τιμή προκύπτει από την ακριβότερη «μονάδα» ηλεκτροπαραγωγής που γίνεται αποδεκτή μέσα στην ημέρα, για να καλυφθεί η καθημερινή ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας (βλ. στο διάγραμμα). Κατά την περίοδο αυτή, οι μονάδες ηλεκτροπαραγωγής που δουλεύουν με φυσικό αέριο έχουν το υψηλότερο κόστος λειτουργίας. Αυτό στην πράξη σημαίνει πως η τιμή ηλεκτρικής ενέργειας καθορίζεται από τις συγκεκριμένες μονάδες ηλεκτρικής ενέργειας που παράγουν χρησιμοποιώντας φυσικό αέριο ή την όποια ακριβότερη πηγή ενέργειας. Αυτήν την περίοδο οι μεγάλοι κερδισμένοι (έχει και αυτό την σημασία του) είναι οι μονάδες ηλεκτροπαραγωγής που χρησιμοποιούν πυρηνική ενέργεια και παράγουν πιο φθηνά από τις άλλες.

Οι ευρωπαϊκές εμπορικές στρατηγικές και η κλιματική και γεωπολιτική συγκυρία.

Στην προηγούμενη ενότητα εντοπίσαμε τους σημαντικότερους ενδογενείς παράγοντες που προσδιορίζουν την σφοδρή ενεργειακή κρίση που αντιμετωπίζουμε. Οι παράγοντες αυτοί χαρακτηρίζονται ενδογενείς διότι είναι συστημικά στοιχεία αρχών και εργαλείων της ίδιας της ευρωπαϊκής στρατηγικής για την ενεργειακή μετάβαση, προς τους στόχους 2030 και 2050 των συμφωνιών για την κλιματική ουδετερότητα.

Κατά αντίστοιχο τρόπο, οι εμπορικές πρακτικές, τα κλιματολογικά στοιχεία και οι γεωπολιτικές εντάσεις είναι «εξωτερικοί» παράγοντες του προσδιορισμού της ενεργειακής κρίσης. Μπορεί να υφίστανται, μπορεί και να μην υφίστανται, αλλά όταν υφίστανται είναι το ίδιο δραστικοί με τους συστημικούς και ενδογενείς παράγοντες και σε μεγάλο βαθμό τους τροφοδοτούν.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση και ειδικότερα η Γερμανία, ενώ χρειάζονται το φυσικό αέριο της Ρωσίας, θέλουν ταυτόχρονα είτε να απεξαρτηθούν από αυτό είτε να επιβληθούν στη Ρωσία, ως μονοψωνιακή δύναμη. Για αυτό, εδώ και αρκετά χρόνια, μιλούν για «διαφοροποίηση» των ενεργειακών πηγών, ιδρύουν νέες σποτ αγορές βραχυχρονίων συναλλαγών (ημερήσιες της μετρητοίς αγορές) διαπραγμάτευσης και είναι πρόθυμοι να αγοράσουν υγροποιημένο φυσικό αέριο, έστω και αν αυτό στοιχίζει αρκετά πιο ακριβά από το ρωσικό. Από την άλλη, η Ρωσία μεταφέρει το αέριο της με αγωγούς, μια μέθοδο πολύ πιο φθηνή από την, δια θαλάσσης, μέθοδο μεταφοράς του υγροποιημένου αερίου. Για αυτό το λόγο προτιμάει μακροχρόνια συμβόλαια αγοράς ακριβώς γιατί έτσι έχει εξασφαλισμένα έσοδα.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση χρησιμοποιεί το φυσικό αέριο (αλλά και την πυρηνική ενέργεια), ως μεταβατικό καύσιμο, για να καλύψει το κενό που αφήνει ο άνθρακας, κατά την επιχειρούμενη  προσέγγιση των στόχων της ουδετερότητας.

Τα τελευταία χρόνια προμηθεύεται, από τη βραχυχρόνια αγορά σποτ, το φυσικό αέριο και εφόσον δεν καλύπτεται η ζήτηση αγοράζει το ρωσικό μέσω αγωγών.  Η Ευρωπαϊκή Ένωση συντονίζει τα κράτη μέλη στην προσπάθεια τους να απομακρυνθούν από τον άνθρακα και τα ορυκτά καύσιμα και τα πιέζει πολιτικά να μην συνάπτουν μακροχρόνιες συμβάσεις με τη Ρωσία αλλά να προμηθεύονται το φυσικό αέριο από τη βραχυχρόνια αγορά. Το βάθεμα αυτής της στρατηγικής προμηθειών είναι κάτι που οι Ρώσοι δεν επιθυμούν και γιατί πιέζονται εμπορικά, από την μονοψωνιακή δύναμη της ΕΕ και γιατί δεν έχουν εξασφαλισμένα και μακροπρόθεσμα έσοδα αλλά εξαρτώνται από την μεταβλητότητα της προσφοράς και της ζήτησης. Είναι λογικό να αντιδράσουν και να εκμεταλλευτούν, στρατηγικά, κάθε γεωπολιτική ένταση, κάθε έκτακτο καιρικό φαινόμενο και κάθε κρίση εφοδιασμού.

Οι αγορές ενέργειας δεν είναι ξένες με τις περιοδικές κρίσεις εφοδιασμού, αλλά αυτή την περίοδο θα πρέπει να δώσουμε έμφαση σε δύο νέους παράγοντες που τροφοδοτούν τις «φυσικές» περιοδικές κρίσεις των αγορών: Πρώτον, την κλιματική αλλαγή, που ήδη συμβαίνει και επενεργεί με τα ενεργειακά συστήματα και δεύτερον, τις ευρωπαϊκές πολιτικές για την ενεργειακή μετάβαση (που συμπεριλαμβάνουν και πλήθος εμπορικών πολιτικών). Ήταν σχεδόν βέβαιο πως η Ευρώπη θα αντιμετώπιζε πρόβλημα εφοδιασμού καθώς θα έβγαινε από τα οικονομικά lockdown. Η δυναμική της ευρωπαϊκής ενεργειακής αγοράς που προκαλεί τις σημερινές ανισορροπίες προσφοράς και ζήτησης υπάρχει εδώ και αρκετό καιρό. Με τον ίδιο τρόπο που οι πλημμύρες, η ξηρασία και οι πυρκαγιές υπάρχουν εδώ και πολύ καιρό αλλά τώρα εντείνονται από τις κλιματικές επιπτώσεις, έτσι και οι δυνάμεις της αγοράς που υπήρχαν εδώ και καιρό υπερχρεώνονται από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής αλλά και από τις ευρωπαϊκές πολιτικές ενεργειακής μετάβασης να παρουσιάσουν μια ανεπανάληπτη μεταβλητότητα, εις βάρος των κάθε λογής καταναλωτών της ενέργειας.  

Η κλιματική αλλαγή επιφέρει ακραίες θερμοκρασίες, θερμότερα καλοκαίρια, θερμότερους αλλά και υπερβολικά παγωμένους χειμώνες. Η κλιματική αλλαγή επιδεινώνει τις ξηρασίες, οι οποίες περιορίζουν την υδροηλεκτρική ενέργεια αλλά κυρίως καθιστά εξαιρετικά «στοχαστικά» τα ενεργειακά συστήματα που στηρίζονται στις ΑΠΕ. Από την άλλη πλευρά, οι ίδιες οι ευρωπαϊκές πολιτικές για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής φαίνεται ότι οδηγούν σε αστάθεια τις τιμές του άνθρακα και του φυσικού αερίου, οι οποίες, με τη σειρά τους, τροφοδοτούν την μεταβλητότητα των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας. Η αβεβαιότητα σχετικά με τον ρυθμό της ενεργειακής μετάβασης μπορεί να οδηγήσει σε περιοδικές ελλείψεις στην προσφορά.

Εάν οι κλιματικές πολιτικές ουδετερότητας περιορίσουν την παραδοσιακή υποδομή ορυκτών καυσίμων, προτού ξεδιπλωθούν οι εναλλακτικές λύσεις εάν, δηλαδή,  η προσφορά ορυκτών καυσίμων περιοριστεί ταχύτερα από τον ρυθμό με τον οποίο μειώνεται η ζήτηση ορυκτών καυσίμων, οι ελλείψεις μπορεί να οδηγήσουν σε υπερβολική – παραλυτική αύξηση των τιμών και επιδείνωση των συσσωρευμένων γεωπολιτικών κινδύνων.

Στην Ευρωπαϊκή ήπειρο η ενεργειακή κρίση εκδηλώνεται με μοναδικό, σφοδρό και μακροχρόνιο τρόπο. Η μοναδικότητα της ευρωπαϊκής ενεργειακής κρίσης οφείλεται σε έναν πρωτόγνωρο μηχανισμό αλληλοτροφοδότησης μεταξύ των πολιτικών επιλογών της ενεργειακής μετάβασης, της λειτουργίας και των χαρακτηριστικών των ευρωπαϊκών αγορών ενέργειας, της ίδιας της κλιματικής αλλαγής και των συσσωρευμένων γεωπολιτικών προβλημάτων της περιοχής. Όλοι αυτοί οι παράγοντες και η αλληλοτροφοδότηση τους φαίνεται ότι θα διαρκέσουν πολύ. Η ενέργεια, κατά πάσα πιθανότητα, θα παραμείνει πανάκριβη για τα επόμενα χρόνια.

Στο επόμενο και δεύτερο μέρος αυτού του σημειώματος θα εξετάσουμε τις επιπτώσεις των ευρωπαϊκών πολιτικών ενεργειακής μετάβασης πάνω στα λαϊκά στρώματα και τάξεις των ευρωπαϊκών χωρών αλλά και στην υποδαύλιση ενός ενεργειακού και πολιτικού σοβινισμού. Υπάρχει αριστερός τρόπος ενεργειακής μετάβασης και αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής; Μπορεί να γίνει αυτή η ιστορικών διαστάσεων μετάβαση και εγκατάλειψη του άνθρακα χωρίς να στηρίζεται, με ουσιαστικό τρόπο και στις ανάγκες των υποτελών και μισθοσυντήρητων τάξεων;