Η επισιτιστική κρίση είναι παγκόσμια και ήρθε για να μείνει

<strong>Η επισιτιστική κρίση είναι παγκόσμια και ήρθε για να μείνει</strong>

(αναδημοσίευση από την Εφημερίδα των Συντακτών)

Οι όροι «αγροδιατροφική κρίση» και «επισιτιστική κρίση» δεν χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά ύστερα από το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία. Το 2011 μια οξύτατη τέτοια κρίση στη Βόρεια Αφρική και τη Μ. Ανατολή, περιοχές όπου το ψωμί είναι η βάση της διατροφής του πληθυσμού, πυροδότησε την Αραβική Άνοιξη, ανατροπές καθεστώτων και μεγάλες γεωπολιτικές ανακατατάξεις. Το 2021 το φάντασμα της επισιτιστικής κρίσης επανήλθε, αυτή τη φορά όχι μόνο για τον Τρίτο Κόσμο, αλλά εξίσου και για τον Δεύτερο και τον Πρώτο, εξαιτίας του συνδυασμού δυο βασικών αιτιών: αφενός λόγω της διαταραχής στις εφοδιαστικές αλυσίδες τη στιγμή που το άνοιγμα των οικονομιών ύστερα από τα λοκντάουν αύξησε απότομα την παγκόσμια ζήτηση σε όλες τις κατηγορίες προϊόντων˙ αφετέρου λόγω μείωσης της παραγωγής δημητριακών σε περιοχές του βόρειου ημισφαιρίου (ΗΠΑ και Ευρώπη) λόγω ακραίων καιρικών φαινομένων (ξηρασία και τυφώνες, εξάντληση των αποθεμάτων νερού, ραγδαία μείωση των σμηνών μελισσών που επιτελούν την αναντικατάστατη διαδικασία της επικονίασης κ.λπ.), τα οποία οφείλονται σε μια άλλη κρίση που εξελίσσεται παράλληλα: την κλιματική. Και ενώ βάσει των επίσημων προβλέψεων -που προϊόντων των ετών καθίστανται συνώνυμες της αναξιοπιστίας- αναμενόταν η επιστροφή στην πολυπόθητη κανονικότητα, ο πόλεμος την Ουκρανία ανατροφοδοτεί όλες τις αιτίες και επεκτείνει την κρίση στο απροσδιόριστο μεσοπρόθεσμο μέλλον.

Για να ολοκληρώσουμε τη γενική εικόνα, πρέπει να μιλήσουμε και για έναν άλλο κρίσιμο παράγοντα που, ενώ φαίνεται μη σχετιζόμενος, εμπλέκεται όλο και πιο καθοριστικά: την ενεργειακή κρίση! Πρώτον, γιατί οι μονάδες ορυκτής ενέργειας που απαιτούνται για να παραχθεί μία μονάδα διατροφικής ενέργειας αυξάνονται διαρκώς (η αναλογία είναι ήδη 3/1!) και, δεύτερον, γιατί στις διαταραγμένες εφοδιαστικές αλυσίδες «πέφτουν κορμιά» για την εξασφάλιση κοντέινερ και πλοίων μεταφοράς για πάσης φύσεως εμπορεύματα – και εύκολα μπορούμε να φανταστούμε ότι το σιτάρι και το καλαμπόκι για τους πεινασμένους του Τρίτου Κόσμου δεν θα είναι η πρώτη προτεραιότητα…

Η απλή, αδρή περιγραφή των αιτιών κάνει φανερό πως η επισιτιστική κρίση είναι πλέον παγκόσμια και έχει δομικό χαρακτήρα: ανεξάρτητα από πρόσκαιρες υφέσεις, η τάση θα είναι να εμπεδώνεται και να ενισχύεται. Ο μόνος τρόπος να αποφευχθεί μια τέτοια δυστοπική προοπτική για την ανθρωπότητα είναι να αναστραφεί η κλιματική κρίση, που με τη σειρά της προϋποθέτει την ταχύτατη απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα. Και είναι εδώ ακριβώς που ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει μεσοπρόθεσμα δυσμενείς επιπτώσεις: αντί για απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, έχουμε γενική (επί)στροφή στα ορυκτά καύσιμα! Πάνω από τα πεδία των μαχών ακούγεται η τρομερή κραυγή «περισσότερο κάρβουνο» ως τα πέρατα του πλανήτη…

 Οι συνέπειες του πολέμου στον εφοδιασμό

Με βάση τα στοιχεία του FAO (Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ), η Ουκρανία και η Ρωσία αντιπροσωπεύουν πάνω από το 1/3 των εξαγωγών σιτηρών παγκοσμίως. Η Ρωσία είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας σιταριού στον κόσμο, ενώ η Ουκρανία ο πέμπτος μεγαλύτερος. Ρωσία και Ουκρανία αντιπροσωπεύουν το 19% της παγκόσμιας προσφοράς κριθαριού, το 14% του σιταριού και το 4% του αραβοσίτου, το 52% των παγκόσμιων εξαγωγών ηλιελαίου, ενώ είναι και οι κύριοι προμηθευτές ελαιοκράμβης. Η Ρωσία είναι επίσης κύριος παραγωγός και προμηθευτής λιπασμάτων στον κόσμο.

Τούτων δοθέντων το πρόβλημα είναι διπλό: Για την Ουκρανία είναι αμφίβολο αν θα καταφέρει σε σχετικά ικανοποιητικό βαθμό να προστατεύσει από τη φθορά τα αποθέματα σιτηρών της και να τα διοχετεύσει στη διεθνή αγορά, αλλά ακόμη περισσότερο να πραγματοποιήσει τη σπορά και τη συγκομιδή της νέας περιόδου. Η σπορά αρχίζει σε μερικές βδομάδες και η συγκομιδή γίνεται στις αρχές μέχρι τα μέσα καλοκαιριού. Κάθε μέρα παράτασης του πολέμου είναι και ένα πλήγμα στην παγκόσμια διατροφική «ασφάλεια».

Για τη Ρωσία, από την άλλη πλευρά, το ζήτημα είναι οι κυρώσεις (ή και «αυτοκυρώσεις») της Δύσης, που σημαίνει ότι υπάρχει πρόβλημα απαγορεύσεων στην εξαγωγή των ρωσικών δημητριακών. Στο σημείο αυτό λάμπει η υποκρισία των Δυτικών που, στο όνομα της «μη χρηματοδότησης του πολέμου του Πούτιν», στην πραγματικότητα εκδικούνται περίπου 50 χώρες (ανάμεσά τους και ευρωπαϊκές, κυρίως όμως της Ασίας, της Β. Αφρικής και της Μ. Ανατολής) οι οποίες εξαρτώνται κατά 30% και πλέον από τα ρωσικά και ουκρανικά σιτηρά. Ειδικά οι περιορισμοί στις ρωσικές εξαγωγές θα πλήξουν χώρες της Ευρώπης και της κεντρικής Ασίας που βασίζονται σε ποσοστό πάνω από 50% για τις προμήθειες λιπασμάτων (που θα επηρεάσουν τη φετινή ή και την επόμενη σοδειά).

Τα προβλήματα στην πηγή συμπληρώνουν τα προβλήματα στον εφοδιασμό. Η Ουκρανία είναι ήδη αποκομμένη από τη Μαύρη Θάλασσα και με την πιθανολογούμενη πτώση της Μαριούπολης αποκόπτεται και από την Αζοφική. Απομένουν έτσι μόνο οι χερσαίες οδοί μεταφοράς, σε συνθήκες που ο σιδηρόδρομος και οι αυτοκινητόδρομοι ελάχιστα μπορούν να αναπληρώσουν την απώλεια των θαλάσσιων μεταφορών. Όσο για τη Ρωσία, αυτή θα πρέπει να αναζητήσει δικές της «οδούς» και μέσα μεταφοράς…

Επί προεδρίας Ζελένσκι καταργήθηκε το μορατόριουμ που εμπόδιζε τη μεταβίβαση δημόσιας γης σε ιδιώτες. Αυτή η απελευθέρωση είχε προκαλέσει διαδηλώσεις διαμαρτυρίας των μικροκαλλιεργητών τα προηγούμενα χρόνια. Επέτρεψε όμως τη συγκέντρωση της αγροτικής γης και τη δημιουργία ή και προσέλκυση μεγάλων εταιρειών και τραπεζικών κεφαλαίων. Ο «επισιτιστικός ανταγωνισμός» ανέδειξε τις Ρωσία και Ουκρανία σε παγκόσμιες υπερδυνάμεις του χώρου. Ήρθε όμως τώρα η στιγμή που αυτό τροφοδοτεί την παγκόσμια επισιτιστική κρίση.

 Το «ψωμάκι των λαών» ακριβαίνει πολύ…

Η εξέλιξη του Δείκτη Τιμών Τροφίμων του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας (FAO) του ΟΗΕ είναι εντελώς εύγλωττη και τα συμπεράσματα σαφή:

■ Η πρώτη επισιτιστική κρίση του 21ου αιώνα ξεκίνησε με την οικονομική κρίση του 2008 και κορυφώθηκε το 2011. Εδώ αποκαλύπτεται η συνάφεια της επισιτιστικής κρίσης με την οικονομική κρίση.

■ Η δεύτερη επισιτιστική κρίση ξέσπασε το 2021 και, με κριτήριο τον Δείκτη Τιμών Τροφίμων του FAO, είχε ξεπεράσει ήδη από τον Νοέμβριο του 2021 σε ένταση την κρίση του 2011. Εδώ είχαμε τον συνδυασμό οικονομικής κρίσης και κρίσης των εφοδιαστικών αλυσίδων (κατ’ ουσίαν της «παγκοσμιοποίησης»).

■ Η τρίτη εκκινεί τώρα, από τον Φεβρουάριο του 2022, και έχει όλον τον χρόνο μπροστά της για να ξεδιπλωθεί ανάλογα και με τις εξελίξεις στα πολεμικά και γεωπολιτικά μέτωπα – που πάντως θα καταφέρουν ακόμη ισχυρότερα πλήγματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες και την παγκοσμιοποίηση και θα οδηγήσουν σε ισχυρή οικονομική επιβράδυνση, αν όχι και ύφεση…

■ Ανεξάρτητα από τις εξάρσεις των κρίσεων, βιώνουμε μια μόνιμη και διαρκώς επιδεινούμενη επισιτιστική κρίση, που οφείλεται στην σταδιακή ένταση των συνεπειών της κλιματικής κρίσης στη γεωργική παραγωγή. Ο Δείκτης Τιμών Τροφίμων του FAO βρίσκεται σε μόνιμη βάση από 25 έως 65 εκατοστιαίες μονάδες πάνω από τα επίπεδα του 2004!

■ Κάθε νέα επισιτιστική κρίση ενσωματώνει τις αιτίες των προηγούμενων και ταυτόχρονα εμπλουτίζεται από νέες.

Ποιες είναι οι συνέπειες και τι μπορούμε να αναμένουμε; Κατά τη λαϊκή έκφραση, «θα πούμε το ψωμί ψωμάκι». Και όπως πάντα, τα κατεξοχήν θύματα θα είναι οι αδύναμες στα πεδία των μαχών της «παγκοσμιοποίησης», του πολέμου των αποθεμάτων και της πρόσβασης στις εφοδιαστικές αλυσίδες χώρες και περιοχές, αλλά και οι χώρες (όπως και η Ελλάδα) όπου οι πολιτικές ηγεσίες εγκατέλειψαν και μάλιστα χλεύασαν τις πολιτικές διατροφικής επάρκειας πιστεύοντας ιδεοληπτικά ότι αυτή θα καλύπτεται σε κάθε περίπτωση -και μάλιστα φτηνά- από τη διεθνή αγορά.

Ιδιαίτερα θύματα της επισιτιστικής κρίσης αναμένεται να είναι τα εκατοντάδες εκατομμύρια των ανθρώπων που η επιβίωσή τους εξαρτάται από το Παγκόσμιο Επισιτιστικό Πρόγραμμα του ΟΗΕ. Υπό κανονικές συνθήκες ο ΟΗΕ είναι αξιόπιστος προμηθευτής στην παγκόσμια αγορά δημητριακών, αλλά σε συνθήκες που «πέφτουν κορμιά» για τη δημιουργία αποθεμάτων και για την πρόσβαση-έλεγχο των εφοδιαστικών αλυσίδων δεν περισσεύουν οι ευαισθησίες για τα θύματα της ακραίας φτώχειας…

Ο χρηματιστηριακός τζόγος που ελέγχει την πείνα μας

Η εκτόξευση των τιμών των τροφίμων και η επισιτιστική κρίση που τροφοδοτεί δεν οφείλονται μόνο στην εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και την τεράστια τρύπα που έχει δημιουργηθεί στην παγκόσμια προσφορά. Ο πόλεμος, η διατάραξη των εξαγωγών και των εμπορικών δρόμων, οι οικονομικές κυρώσεις δεν αποτελούν τη μοναδική αιτία. Πίσω από τις τιμές-ρεκόρ υπάρχει και η κερδοσκοπία.

Τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης σε βασικά γεωργικά προϊόντα που καθορίζουν τις τιμές χρησιμοποιήθηκαν εδώ και αιώνες, βοηθώντας τους αγρότες να αντισταθμίσουν κινδύνους όπως ο απρόβλεπτος καιρός για τις καλλιέργειές τους. Στις συμβάσεις αυτές υπήρχε πάντα μια μέτρια και ως έναν βαθμό καλοδεχούμενη κερδοσκοπία που παραδοσιακά λειτουργούσε ως εξής: ένας αγρότης Χ προκειμένου να προστατευτεί από τους κινδύνους συμφωνούσε να πουλήσει τη σοδειά του πριν από τη συγκομιδή στον έμπορο Y. Η σύμβαση αυτή του εξασφάλιζε μια τιμή για τη σοδειά του και του επέτρεπε να προγραμματίζει και να επενδύει στην καλλιέργειά του.

Παράλληλα επέτρεπε στον έμπορο Y να εξάγει κέρδος από τις διαφορές των τιμών. Σε μια κακή χρονιά ο αγρότης Χ μπορούσε έτσι αντί ζημιάς να έχει μια καλή απόδοση, ενώ σε μια πολύ καλή χρονιά ο έμπορος κέρδιζε ακόμη περισσότερα. Όσο αυτή η διαδικασία ρυθμιζόταν αυστηρά, το σύστημα λειτουργούσε αρκετά καλά και οι τιμές των τροφίμων διαμορφώνονταν βάσει της πραγματικής προσφοράς και ζήτησης ενός προϊόντος.

Όλα άλλαξαν όμως στα μέσα της δεκαετίας του 1990, όταν το ισχυρό λόμπι των επενδυτικών τραπεζών, των hedge funds και πολιτικών που ασπάζονταν τον οικονομικό φιλελευθερισμό σε ΗΠΑ και Βρετανία επέβαλε την απορρύθμιση. Οι κανονισμοί στις αγορές εμπορευμάτων καταργήθηκαν και τα προθεσμιακά συμβόλαια αγοράς και πώλησης αγροτικών προϊόντων-τροφίμων μετατράπηκαν σε χρηματοοικονομικά παράγωγα τα οποία μπορούσαν να αγοραστούν και να πωληθούν από traders που δεν είχαν καμία σχέση με την αγροτική παραγωγή.

Γεννήθηκε έτσι μια νέα αγορά χρηματιστικής κερδοσκοπίας που δεν είχε καμία σχέση με την πραγματική. Τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης του σιταριού του καλαμποκιού, του καφέ, της ζάχαρης ή του κρέατος μεταβλήθηκαν σε αντικείμενο του χρηματιστηριακού τζόγου, επενδυτικών στρατηγικών και κερδοσκοπίας όπως ακριβώς οι μετοχές.

Στα επόμενα χρόνια τράπεζες, επενδυτικά funds, συνταξιοδοτικά ταμεία και πάσης φύσης εταιρείες του σκιώδους τραπεζικού συστήματος μπούκαραν στα Χρηματιστήρια Εμπορευμάτων αναζητώντας καλύτερες αποδόσεις στα κεφάλαιά τους. Η ροή αυτή εντάθηκε μετά το 2006, όταν τα πρώτα σύννεφα άρχισαν να σκεπάζουν την αμερικανική αγορά στεγαστικών δανείων και οι επενδυτές του χρηματοπιστωτικού τομέα έψαξαν νέες αγορές για να αντλήσουν κέρδη.

Το μερίδιο των κερδοσκόπων που δεν είχαν καμία σχέση με τη γεωργία στην αγορά προθεσμιακών συμβολαίων βασικών τροφίμων, όπως το σιτάρι, εκτοξεύτηκε από το 12% πριν από το 1996 σε πάνω από 60% στα μέσα της δεκαετίας του 2000. Κορυφαίες επενδυτικές τράπεζες, όπως οι Goldman Sachs, JPMorgan, Deutsche Bank, είχαν υπό τον έλεγχό τους το μεγαλύτερο μέρος των συναλλαγών. Η εισβολή του χρηματοπιστωτικού τομέα οδήγησε σε εκτόξευση των τιμών των τροφίμων και σε δύο παγκόσμιες κρίσεις το 2007-2008 και το 2010-2012.

Εκτός από το φούσκωμα στις αγορές παραγώγων βασικών προϊόντων, παρατηρήθηκε μάλιστα από το 2007 και σημαντική αύξηση (της τάξης του 30%) των συναλλαγών επί παραγώγων στην εξωχρηματιστηριακή (OTC-Over the Counter) αγορά, που είναι λιγότερο διαφανείς από τις συναλλαγές σε βασικά γεωργικά προϊόντα. Η μαζική εισροή των κερδοσκοπικών κεφαλαίων οδήγησε σε ακραίες διακυμάνσεις των τιμών. Από το τέλος του 2006 έως τον Μάρτιο του 2008 -σε διάστημα μόλις 15 μηνών-ο Δείκτης Τιμών Τροφίμων του Παγκόσμιου Οργανισμού Τροφίμων αυξήθηκε κατά 71%, ενώ μετά τον Ιούλιο του 2008 υποχώρησε μέσα σε λίγους μήνες στα επίπεδα του 2006. Η αύξηση των τιμών ήταν πιο δραματική σε ρύζι και δημητριακά, που εκτοξεύτηκαν έως και 126% ψηλότερα, συντελώντας στη διολίσθηση 120 εκατομμυρίων ανθρώπων κάτω από το όριο της φτώχειας και σε επισιτιστική κρίση η οποία οδήγησε σε κοινωνικές αναταραχές.

Η τρέχουσα άνοδος βασικών τροφίμων θυμίζει αρκετά αυτήν την εποχή. Παρά την πανδημία του κορονοϊού, τις καραντίνες και το πάγωμα της οικονομίας για μεγάλα διαστήματα, είχαμε υπερδιπλασιασμό της τιμής του σιταριού, της σόγιας, του καλαμποκιού, του καφέ, της ελαιοκράμβης, τριπλασιασμό αυτής του φοινικέλαιου, άνοδο της ζάχαρης κατά 80%, του γάλατος πάνω από 70%, του ρυζιού κατά 40%. Η άνοδος αυτή καταγράφεται σε μια περίοδο συνεχούς ανόδου στα χρηματιστήρια σε επίπεδα κορεσμού και υποδεικνύει ότι τα «χρυσά παιδιά» του έξυπνου χρήματος είναι ξανά εδώ.

+ posts
Μπάμπης Μιχάλης
+ posts