Η ηθική του αντι-εμβολιαστή, του μη εμβολιασμένου και του συνοδοιπόρου τους

Η ηθική του αντι-εμβολιαστή, του μη εμβολιασμένου και του συνοδοιπόρου τους

Η αξιακή διαχωριστική γραμμή Δεξιάς και Αριστεράς…

Ο Σπινόζα μας εξηγεί στην Ηθική[1], στο μεγάλο του έργο, ότι η συναίσθηση (που συχνά πολλοί αναφέρουν ως ενσυναίσθηση) είναι το αντικαθρέφτισμα των συναισθημάτων του άλλου στην δική μας συνείδηση· όχι όμως των συναισθημάτων οποιουδήποτε άλλου αλλά μόνο όσων αναγνωρίζουμε ως ομοίους μας: έτσι, η συναίσθηση της θλίψης είναι θλίψη που συνοδεύει την ιδέα των δεινών στα οποία υπόκεινται εκείνοι που αναγνωρίζουμε ως όμοιούς μας. Η δε αλληλεγγύη είναι η πρακτική που απορρέει από την επιθυμία να ευεργετήσουμε αυτόν του οποίου η κατάσταση ενεργοποιεί σε εμάς την συναίσθηση.

Αυτό που διαφοροποιεί την συναίσθηση μεταξύ των ανθρώπων είναι η αναγνώριση των ομοίων: Ένας τυπικός νεοφιλελεύθερος αναγνωρίζει ως ομοίους του τον εαυτό του και την οικογένεια του και διαθέτει συναίσθηση για αυτούς, ο μπάτσος αναγνωρίζει ως ομοίους του τους συναδέλφους του και γίνεται φανατικός διώκτης όσων επιτίθενται σε αυτούς αλλά δεν διαθέτει συναίσθηση για τους πολίτες τους οποίους θα μπορούσε να ξυλοκοπήσει μέχρι θανάτου εάν δεν συναντούσε απαγορεύσεις που τίθενται από τους νόμους, και το ίδιο ισχύει για όλες τις κοινωνικές ομάδες που προσομοιάζουν στο πρότυπο της φυλής (όπως οι φίλαθλοι ποδοσφαιρικών ομάδων που χτυπιούνται αλύπητα σε βίαιες συγκρούσεις). Ακόμη και ο μαγαζάτορας, αυτό το μνημείο ιδιοτέλειας διαθέτει συναίσθηση για τους άλλους επιχειρηματίες, ιδιαίτερα αν δεν είναι ανταγωνιστές του στην αγορά. Ο τυπικός Αριστερός αναγνωρίζει τους ομοίους του στο «έθνος των ανθρώπων» όπως μας ονόμαζε ο Ζαν Ζωρές, ή στις υποτελείς κοινωνικές τάξεις (υπό τον όρο όμως ότι το όραμά του αναφέρεται στο «έθνος των ανθρώπων»).

Αυτό που μας διακρίνει ως αριστερούς, δεν είναι λοιπόν ότι οι άλλοι δεν διαθέτουν συναίσθηση αλλά ότι διαθέτουν συναίσθηση για μικρά σύνολα ανθρώπων (η οικογένειά τους, οι συνάδελφοί τους, η φυλή τους κλπ) που λειτουργούν και ως ομάδες στενών συμφερόντων (πραγματικών ή φαντασιακών) και ως εκ τούτου παραπέμπουν στην ανόθευτη ιδιοτέλεια. Η Δεξιά συνθέτει όλην αυτή την ιδιοτέλεια και την συμπυκνώνει σε μια πολιτική ιδεολογία, που στις ημέρες μας είναι ο θεωρητικός νεοφιλελευθερισμός, μια θεωρία που κατόρθωσε να ξεπλύνει την ιδιοτέλεια από την λάσπη και να την αναδείξει σε καθοδηγητική αρχή σχεδόν όλων των βαθμίδων της κοινωνικής και ιδιωτικής ζωής[2]. Επίσης, ο θεωρητικός νεοφιλελευθερισμός αναβαπτίζει την ιδιοτέλεια ως αξία της Ακροδεξιάς προσφέροντάς της θεωρητική υπόσταση, από τον Κάρλ Σμιτ[3] του 1933 ως την τωρινή σύνθεση του νεοφιλελευθερισμού με την ακροδεξιά. Εξίσου σημαντικό, η κυρίαρχη οικονομική θεωρία, που αποτελεί το ανώτατο στάδιο της αστικής ιδεολογίας, ενδύεται τον μανδύα της επιστήμης και ανακηρύσσει την ιδιοτέλεια σε αρχή που μεγιστοποιεί το κοινωνικό όφελος.

Αυτός είναι ο ιδεολογικός και θεωρητικός πυρήνας της ιδιοτέλειας ως ρυθμιστικής αρχής των περισσοτέρων αν όχι όλων των πλευρών της κοινωνικής ζωής. Σε αυτό το ιδεολογικό πλαίσιο τοποθετούνται οι εκ πεποιθήσεως ανεμβολίαστοι, είτε εκφωνούν συγκροτημένο ιδεολογικό λόγο, είτε ψελίζουν, είτε απλώς ακολουθούν με κραυγές τον ρυθμό που δίνει το τύμπανο της νεοφιλελεύθερης / ακροδεξιάς ιδεολογίας (έτσι κι’αλλιώς η ιδεολογία δεν είναι τόσο για να την εκφωνείς όσο για να την ζεις). Σε αυτό το ιδεολογικό πλαίσιο τοποθετούνται και οι εξ αριστερών συνοδοιπόροι τους στο όνομα των ατομικών δικαιωμάτων. 

Ο ιδεολογικός πυρήνας της άρνησης ή της αμφισβήτησης ή της δυσφήμισης του εμβολιασμού ορίζει μια αξιακή διαχωριστική γραμμή Δεξιάς και Αριστεράς, και όσοι τοποθετούνται ένθεν κακείθεν, με βεβαιότητα μπορούμε να πούμε ότι δεν είναι φίλοι. Όποιος δεν μπορεί να την διακρίνει, μοιραία δεν μπορεί να ξεχωρίσει ποιος είναι εχθρός και ποιος δεν είναι. Όποιος αποφασίσει να πάρει στα σοβαρά έννοιες και λέξεις όπως η συναίσθηση και η αλληλεγγύη, και δεν τις έχει για να κάνει το χόμπυ του, θα καταλάβει αμέσως ότι δεν είναι εφικτό να υπάρξει διάλογος “στους κόλπους του λαού” μεταξύ των ανεμβολίαστων και της Αριστεράς (πολιτικής ή κοινωνικής) διότι οι ανεμβολίαστοι διακατέχονται από τις αξίες του ατομικισμού και του ατομικού συμφέροντος, δεν διαθέτουν κανενός είδους συναίσθηση για τα θύματα του Covid διότι δεν τους αναγνωρίζουν ως ομοίους τους, και για τον λόγο αυτόν είναι ανίκανοι να επιδείξουν αλληλεγγύη προς αυτούς. Αυτά τοποθετούνται στον αντίποδα των αξιών της Αριστεράς, και η πανδημία μάς έδειξε ότι ισχύουν και για πολλούς που ψηφίζουν Αριστερά και οι οποίοι ακόμη φαντασιώνονται ότι εκεί ανήκουν.

… και οι μορφές εμφάνισής της

Οι μορφές εμφάνισης του ιδεολογικού πυρήνα της άρνησης ή της αμφισβήτησης ή της δυσφήμισης του εμβολιασμού δεν είναι λίγες: Πρόκειται για ένα ευρύτατο φάσμα που περιλαμβάνει τουλάχιστον τις εξής μορφές εμφάνισης: Υπάρχει ο ψεκασμένος και γενικώς οι ανορθολογικοί, συνήθως πολιτικά ή απλώς κοινωνικά ακροδεξιοί, θρησκόληπτοι και άλλα αγριολούλουδα του λαού της Δεξιάς, που νομίζουν ότι ο αγιασμός και το νερό του Καματερού είναι ίσης αξίας φάρμακα με την πενικιλλίνη, υπάρχει και ο εκ πεποιθήσεως ανεμβολίαστος που εκλογικεύει την άρνησή του σταχυολογώντας πραγματικά στοιχεία, καταφεύγοντας αν χρειαστεί και στα μεγάλα διεθνή ιατρικά περιοδικά για να αποκόψει όποια πληροφορία βολεύει την άρνησή του· επίσης, είναι αυτός που θα ενσωματώσει στους συλλογισμούς του θραύσματα από θεωρίες που άκουσε εδώ και εκεί (βιοπολιτική, θανατοπολιτική, μεταμοντέρνα κριτική στις επιστήμες κλπ). Μερικές φορές είναι ένας ήρωας του facebook με άφθονα like που τρέφουν την αυτοεκτίμησή του μέχρι του σημείου αυτή να μετασχηματιστεί σε μεγαλομανία. Υπάρχει και ο τρομοκρατημένος ανεμβολίαστος, που φοβάται το εμβόλιο διότι έχει χάσει την εμπιστοσύνη του στις επιστήμες και περιμένει να εμβολιαστούν πρώτα όλοι οι άλλοι να δει τι θα κάνει και εκείνος, ο άμοιρος. Υπάρχει ακόμη και ο αριστερός συνοδοιπόρος των ανεμβολίαστων, χομπίστας του μαρξισμού που συγχέει την θεωρητική πρακτική με την δικολαβία, που αναφέρεται στα ατομικά δικαιώματα, my body my choice, χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι πέρασε η νεοφιλελεύθερη μπάλα ανάμεσα στα πόδια του μαζί με τον Φουκώ, τον Αγκάμπεν και τους ετερόδοξους μεταμοντέρνους διανοούμενους που γέμισαν τα βιβλιοπωλεία μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού· και η δουλειά του έγινε στο τέλος να σχετικοποιεί την ισχύ και την αξία των γνώσεων που οι επιστήμες παράγουν· και αυτό φτιάχνει τον κοινό τόπο συνεννόησης των αριστερών συνοδοιπόρων με τους ψέκες. Ατομικά δικαιώματα και μετα-μοντέρνα αμφισβήτηση των επιστημών δημιουργούν την εκλεκτική συγγένεια των αριστερών συνοδοιπόρων με τους εκ πεποιθήσεως ανεμβολίαστους. Σε μερικές μάλιστα περιπτώσεις, αρκεί μόνη της η προσκόλληση στα ατομικά δικαιώματα. Μοιραία, αφού έτσι έχουν τα πράγματα, οι συνοδοιπόροι διαθέτουν συναίσθηση για τους ανεμβολίαστους, όχι όμως για τα θύματα της επιδημίας (άσε που οι ανεμβολίαστοι ανήκουν κυρίως στις λαϊκές τάξεις, και φαίνεται ότι όποιος ανήκει στις λαϊκές τάξεις αξίζει την συμπάθειά μας άνευ όρων).

Υπάρχουν και μεταβατικές μορφές εμφάνισης του ιδεολογικού πυρήνα της άρνησης του εμβολιασμού, παράδοξα μίγματα, από τα party animals που ανακάλυψαν ξαφνικά τα ατομικά δικαιώματα και τους ανορθολογικούς που αναφέρονται στην βιοπολιτική παραμένοντας ανορθολογικοί, έως μερικούς σώφρονες μεταμοντέρνους Αριστερούς οι οποίοι όμως φρικιάζουν στην ιδέα των άγνωστων ουσιών που θα εκχυθούν από την αποτρόπαια βελόνα του εμβολιαστή.

Ο θάνατος των άλλων

Μας εγκαλούν ότι τους στερούμε το δικαίωμα στην ελεύθερη κυκλοφορία, ότι θέλουμε να καταστείλουμε το δικαίωμά τους στο πάρτυ και στην νυχτερινή έξοδο με την παρέα τους στα εστιατόρια και τις ταβέρνες, ότι θέλουμε να τους επιβάλλουμε τον “μεγάλο εγκλεισμό”, με δυό λόγια ότι καταπατούμε τα ατομικά τους δικαιώματα. Πουθενά όμως μέσα στους ισχυρισμούς είτε των μη εμβολιασμένων είτε των συνοδοιπόρων τους, δεν γίνεται η παραμικρή αναφορά στο αντίτιμο που πρέπει να καταβληθεί από τους άλλους προκειμένου να γίνουν σεβαστά τα ατομικά δικαιώματα των μη εμβολιασμένων· κανείς τους δεν παίρνει υπόψη τούς θανάτους από τον covid-19, αλλιώς θα μιλούσε κιόλας γι’αυτούς· σωπαίνει όμως· πρόκειται για τον θάνατο των άλλων: ο αντιεμβολιαστής όσο και ο μη εμβολιασμένος και ο αριστερός συνοδοιπόρος τους δεν διαθέτουν συναίσθηση για τους ασθενείς και τους νεκρούς, δεν είναι δικοί τους και επομένως η ταλαιπωρία και ο θάνατός των άλλων δεν τους αφορά. Αυτό εξηγεί τις απαιτήσεις τους: όταν ζητούν να εισέρχονται ελεύθερα σε κλειστούς χώρους όπου συναθροίζονται πολλοί, να τους επιτρέπεται να μην φορούν μάσκα, να μην εμβολιάζονται και να απαλλάσσονται από την υποχρέωση να σεβαστούν τα περιοριστικά μέτρα, τότε ζητούν να ασκήσουν τα ατομικά τους δικαιώματα ανεξάρτητα από την ζημιά που ενδέχεται να προκαλέσουν σε άλλους, διότι αυτή η ζημιά δεν είναι δική τους· και δεν είναι δική τους επειδή δεν είναι όσων αναγνωρίζουν ως όμοιούς τους· είναι των άλλων, που δεν είναι οι δικοί τους και για τους οποίους δεν διαθέτουν συναίσθηση. “Να φροντίζεις τον εαυτό σου και τους δικούς σου”[4].

Ο διαφορετικός τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον θάνατο των άλλων είναι αξιακή διαφορά, ιδεολογικό χάσμα, κριτήριο απόλυτου διαχωρισμού μεταξύ εκείνων και ημών, μεταξύ όσων διαθέτουν συναίσθηση για τα θύματα και όσων δεν διαθέτουν· είναι μια ανταγωνιστική αντίθεση, και σαν τέτοια δεν μπορεί να λυθεί με διάλογο, πρέπει να λυθεί με αντιπαράθεση και σύγκρουση. Αυτό δεν σημαίνει ότι πράγματι έτσι θα λυθεί: μια αντίθεση, ακόμη και όταν είναι ανταγωνιστική, όπως εν προκειμένω, δεν οδηγεί μοιραία σε αντιπαράθεση και σύγκρουση, αλλά μπορεί να διευθετείται για όσο καιρό δεν έχει οξυνθεί επαρκώς, με υπεκφυγές, ασάφειες, συμβιβασμούς και χαϊδέματα, ιδιαίτερα στο εσωτερικό των κομμάτων. Πότε θα οξυνθεί η αντίθεση, εξαρτάται από τον μέγιστο αριθμό των θανάτων που η ελληνική κοινωνία και η πολιτική εξουσία “μπορούν να αντέξουν”. Θα χρειάζονταν, άραγε, 20, 25, 30 ή 100 χιλιάδες θάνατοι για να τελειώσει η υπομονή και να εξαντληθεί η ανοχή των εμβολιασμένων έναντι των αντιεμβολιαστών και των μη εμβολιασμένων; Εσείς, στις πόσες χιλιάδες θα αγανακτούσατε;

[1] Spinoza, Ethics, Oxford University Press, 2000. Part three: On the Origin and Nature of the Emotions.

[2] Maurice Godelier, Rationalité et irrationalité en économie, Petite Collection Maspero, 1974. Gary Becker, “Crime and punishment: An economic approach”, σελίδες 13-68 στο The economic dimensions of crime, Palgrave Macmillan.

[3] Carl Schmitt, “Strong State and Sound Economy: An Address to Business Leaders”, περιέχεται ως παράρτημα στο Renato Cristi, Carl Schmitt and Authoritarian Liberalism, University of Wales Press, 1998. Επίσης, στο Gregoire Chamayou (ed.), Du liberalisme autoritaire, Editions la Decouverte, 2020.

[4] Margaret Thatcher, The Downing Street Years, Harper Collins Publishers Ltd, London.