Το στοιχείο του ιλίγγου και του πανικού που διαπερνά το σύνολο της σύγχρονης πολιτικής, δείχνει ότι το έδαφος υποχωρεί κάτω από τα πόδια όλου του κόσμου συγχρόνως. Για τους πρώην αποικιοκράτες, αυτός ο πανικός είναι πολύ πιο έντονος, γιατί είναι λιγότερο εξοικειωμένοι. Μέχρι σήμερα το πρόβλημα είχε τεθεί με πολύ οδυνηρό τρόπο στους λαούς οι οποίοι εδώ και τέσσερις αιώνες υφίστανται τις συνέπειες των μεγάλων ανακαλύψεων, των αυτοκρατοριών, της παγκοσμιοποίησης.
Καθοδηγούμενοι από λαϊκιστές πολιτικούς [σ.ε. οι άνθρωποι στις ισχυρότερες χώρες του πλανήτη], θεωρούν ότι η απάντηση είναι να υψώσουν αδιαπέραστα σύνορα για να γλιτώσουν από την «εισβολή». Χωρίς να βλέπουν ότι τα σύνορα σαρώνονται με τις άτυπες υπερεθνικές ροές που αποκαλούμε κλίμα, διάβρωση, ρύπανση, εξάντληση πηγών ενέργειας κ.λπ. Στην πραγματικότητα κανείς σήμερα δε διαθέτει ένα «σπίτι»˙ ούτε η εθνική κυριαρχία ούτε η απομόνωση εντός συνόρων το εξασφαλίζουν.
Ωστόσο, το πρόβλημα παραμένει: η Γη είναι πάρα πολύ στενή και πεπερασμένη για τον κόσμο της παγκοσμιοποίησης, αλλά από την άλλη η παγκοσμιοποίηση είναι υπερβολικά μεγάλη, δυναμική, σύνθετη για να χωρέσει στα όρια της τοπικότητας.
Όταν η παγκοσμιοποίηση έγινε αρνητική, τότε και η έλξη προς το τοπικό έγινε απονενοημένη φυγή. Πρόκειται όμως για ένα αρνητικό τοπικό που υπόσχεται προστασία, ταυτότητα και σιγουριά εντός εθνικών ή εθνοτικών συνόρων. Δεν είναι όμως πλέον ούτε καν αληθοφανές, αφού η επίθεση προς τα δικαιώματα και το περιβάλλον είναι σαρωτική. Και όμως, είναι εξίσου ελκυστικό με την αρνητική παγκοσμιοποίηση όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά.
Η επίκληση της κλιματικής αλλαγής είναι αλά καρτ: την επικαλούνται όταν πλημμυρίζουμε και όταν καιγόμαστε για να της αποδώσουν την ευθύνη, την επικαλούνται για να διευκολύνουν την παράδοση των δημόσιων δασικών εκτάσεων στην ιδιωτική κερδοφορία και την ξεχνούν όταν ανεβαίνουν στο άρμα της νέας μεγάλης ιδέας και υπογράφουν συμβάσεις με πετρελαϊκές και διακρατικούς αγωγούς καυσίμων, όταν είναι να παραχωρήσουν το Ελληνικό για να χτιστούν καζίνο και ουρανοξύστες, όταν είναι να καταστρέψουν τις Σκουριές, να εγκυβωτίσουν τα ρέματα, να χτίσουν τον Ερημίτη, να κάνουν υδροβόρα γήπεδα γκολφ στην Κρήτη κ.λπ. κ.λπ.
Πράγματι, πώς να θεωρήσει κανείς ρεαλιστικά τα σχέδια ανάπτυξης, αξιόπιστα τα τεχνικά συστήματα που δεν υπολόγισαν την ανεπάρκεια των πόρων, την αντοχή, τη διάρκεια και τις αντιστάσεις της γήινης σφαίρας; Είναι ορθολογικό το ιδεώδες ενός πολιτισμού που στερεί από τους γονείς τη δυνατότητα να παραδώσουν έναν κατοικήσιμο κόσμο στα παιδιά τους; Η λέξη ορθολογικότητα έχει καταλήξει να προξενεί συναισθήματα φόβου στους ανθρώπους που βρίσκονται «ξεκρέμαστοι».
Η ταξική οπτική πρέπει να προσαρμοστεί σε οτιδήποτε μπορεί να διευκολύνει τη διατήρηση της ισορροπίας και της ζωής στη Γη. Οι αναζητήσεις αυτές εμφιλοχωρούν παντού: στα ζητήματα του φύλου, φυλής, εκπαίδευσης, διατροφής, εργασίας, τεχνολογικών επιτευγμάτων, θρησκείας, διαχείρισης ελευθέρου χρόνου. Η ουσιαστική μάχη πρέπει να δοθεί για ένα διαφορετικό περιεχόμενο στο σύνολο των ανθρώπινων δραστηριοτήτων που δεν θα έχουν ως στόχο τη διαρκή επιτάχυνσή τους, αλλά τη συμβίωση. Το εγχείρημα είναι δύσκολο αλλά, There Is No Alternative.
Η πανδημία, οι ακραία υψηλές θερμοκρασίες του φετινού καλοκαιριού που άγγιξαν τους 50 0C σε περιοχές όπως ο Καναδάς και η Αλάσκα, οι πλημμύρες που κατέκλυσαν τεράστιες περιοχές της Ινδίας και της Κίνας αλλά και μεγαλουπόλεις της Γερμανίας και της Αυστρίας, οι ανεξέλεγκτες πυρκαγιές, οι εκατόμβες νεκρών και οι μεγάλες καταστροφές, επιβεβαιώνουν ότι έχουμε εισέλθει σε μια περίοδο που η αντίδραση της Γης απέναντι στην επίθεση που δέχεται, είναι εκτός ελέγχου και ενδεχομένως χωρίς επιστροφή.
Οι τρεις όψεις ενός προβλήματος και η πρόκληση πανδημιών
Από τα τέλη του 20ού αιώνα, τρία πλανητικής εμβέλειας προβλήματα ολοένα και διογκώνονται προκαλώντας αλυσιδωτές συνέπειες:
– η περιβαλλοντική υποβάθμιση και η κλιματική αλλαγή,
– η δραματική αύξηση των ανισοτήτων ακόμη και μέσα στο εσωτερικό των πλουσιότερων κρατών και
– η πρωτοφανής προσφυγική-μεταναστευτική κρίση.
Η πρόσφατη πανδημία προκλήθηκε και με τη σειρά της τροφοδοτεί τον ίδιο κύκλο. Η αύξηση πανδημιών -που έχει προαναγγελθεί από ερευνητές και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας εδώ και χρόνια- σχετίζεται ευθέως με παράγοντες όπως η κλιματική αλλαγή, η επέμβαση σε παρθένα οικοσυστήματα, η βιομηχανική εκτροφή ζώων, η αστικοποίηση και η μετανάστευση.
Η υποβάθμιση του περιβάλλοντος και η κλιματική αλλαγή, επηρεάζει σχεδόν κάθε δραστηριότητα: μειώνει την πρόσβαση στο νερό και την τροφή, εκθέτει ανθρώπους και ζώα σε ακραίες συνθήκες και μπορεί να επηρεάσει την διάδοση ασθενειών με πολλούς τρόπους όπως για παράδειγμα μεταβάλλοντας το ρυθμό μεταφοράς ασθενειών από έντομα όπως τα κουνούπια.
Η αύξηση της επαφής των ανθρώπων με τα ζώα, μέσω των βιομηχανικά εκτρεφόμενων ζώων, του εμπορίου άγριων ζώων αλλά και της επέκτασης σε παρθένες περιοχές (είτε λόγω μεγάλων υποδομών, π.χ. φραγμάτων, είτε για εκμετάλλευση π.χ. εξορύξεις, ξυλεία, επέκταση καλλιεργήσιμης γης) όπου ενδημούν ζώα που δεν είχαν έρθει σε επαφή με ανθρώπους, ευνοούν τη μεταφορά ασθενειών από τα άγρια προς τα εκτρεφόμενα και από εκεί προς τους ανθρώπους – είτε και απευθείας. Όταν τα παθογόνα μεταφέρονται από τα ζώα προς τους ανθρώπους, η δυνατότητά τους να μεταδίδονται και η σοβαρότητα της ασθένειας που προκαλούν είναι άγνωστη και συχνά θανάσιμη.
Η αστικοποίηση, η μετανάστευση, ο συνωστισμός στα κέντρα προσφύγων, η ευάλωτη υγεία και οι φτωχές συνθήκες υγιεινής εκατομμυρίων ανθρώπων στις μεγαλουπόλεις δημιουργούν συνθήκες γρηγορότερης διάδοσης.
Χάνοντας το έδαφος κάτω από τα πόδια μας
Η συμφωνία για το κλίμα που υπογράφηκε στο Παρίσι το Δεκέμβρη του 2015, παρότι δεν τηρήθηκε, αποτύπωσε την επίγνωση των κρατών ότι αν συνεχίσουν να κινούνται με τα προβλεπόμενα αναπτυξιακά σχέδια δεν θα υπάρχει πλανήτης για να τα εφαρμόσουν.
Ταυτόχρονα, η αλματώδης αύξηση των μεταναστευτικών ροών είναι το συνδυασμένο αποτέλεσμα των πολέμων, της αποτυχίας του μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης και της κλιματικής αλλαγής. Η αγωνία των ανθρώπων της Δύσης απέναντι στην πρωτοφανή προσφυγική/μεταναστευτική κρίση οφείλεται στο γεγονός ότι πλέον και οι ίδιοι στερούνται εδάφους, κατοικίας, εργασίας, κοινωνικής προστασίας.
Το στοιχείο του ιλίγγου και του πανικού που διαπερνά το σύνολο της σύγχρονης πολιτικής, δείχνει ότι το έδαφος υποχωρεί κάτω από τα πόδια όλου του κόσμου συγχρόνως. Για τους πρώην αποικιοκράτες, αυτός ο πανικός είναι πολύ πιο έντονος, γιατί είναι λιγότερο εξοικειωμένοι. Μέχρι σήμερα το πρόβλημα είχε τεθεί με πολύ οδυνηρό τρόπο στους λαούς οι οποίοι εδώ και τέσσερις αιώνες υφίστανται τις συνέπειες των μεγάλων ανακαλύψεων, των αυτοκρατοριών, της παγκοσμιοποίησης. Παρότι δεν συμμετείχαν εξίσου στις αποφάσεις, οι λαοί των ανεπτυγμένων χωρών συμμερίστηκαν ιδεολογικά και ανέβηκαν μαζί με τις ελίτ στο τρένο της «προόδου» για τους ίδιους και στην ένταση της εκμετάλλευσης για τους άλλους, εκμετάλλευση από την οποία προσπορίστηκαν και συνεχίζουν να προσπορίζονται οφέλη. Ακόμη και σήμερα, η άρνηση των αναπτυγμένων χωρών να περιστείλουν τις δραστηριότητές τους, δεδομένων των επιπτώσεων που προκαλούν στο περιβάλλον και το κλίμα, στην πραγματικότητα ισοδυναμεί με την κατοχή του εδάφους των άλλων κρατών παρά τις χιλιομετρικές αποστάσεις.
Στις ισχυρότερες χώρες του πλανήτη, οι άνθρωποι μπορεί να υποτιμούν ή να αρνούνται τις αλλαγές που συντελούνται, αλλά κατανοούν ότι οι μετανάστες θέτουν σε κίνδυνο τον αγώνα τους για εξασφάλιση. Καθοδηγούμενοι από λαϊκιστές πολιτικούς, θεωρούν ότι η απάντηση είναι να υψώσουν αδιαπέραστα σύνορα για να γλιτώσουν από την «εισβολή». Χωρίς να βλέπουν ότι τα σύνορα σαρώνονται με τις άτυπες υπερεθνικές ροές που αποκαλούμε κλίμα, διάβρωση, ρύπανση, εξάντληση πηγών ενέργειας κ.λπ. Στην πραγματικότητα κανείς σήμερα δε διαθέτει ένα «σπίτι»˙ ούτε η εθνική κυριαρχία ούτε η απομόνωση εντός συνόρων το εξασφαλίζουν.
Παγκοσμιοποίηση ή αναδίπλωση;
Η παγκοσμιοποίηση έχει δύο όψεις: Η μία αφορά την απόκτηση περισσότερων οπτικών, την κατανόηση περισσότερων πολιτισμών, τρόπων ύπαρξης κ.λπ. Η άλλη ομοιογενοποιεί, αντιπροσωπεύει έναν μικρό αριθμό συμφερόντων, με τυποποιημένες συνταγές και προδιαγραφές. Η μία αφορά εμπλουτισμό και διεύρυνση, η άλλη συρρίκνωση και περιορισμό. Όσοι αντιστέκονται στη δεύτερη, την επικρατούσα όψη της παγκοσμιοποίησης, χαρακτηρίζονται αντιδραστικοί, τοπικιστές, παρωχημένοι. Εδώ και δύο αιώνες προοδευτικοί είναι αυτοί που προπορεύονται, που δείχνουν μπροστά. Η προτίμηση για το τοπικό, οι δεσμοί με τη γη και την παράδοση, δεν έχουν την έννοια θετικών συναισθημάτων αλλά της νοσταλγίας για οπισθοδρομικές θέσεις. Όσοι έχουν επωφεληθεί από την παγκοσμιοποίηση δεν ανέχονται όσους επιζητούν στήριγμα, προστασία και ασφάλεια στον τόπο τους, στην ταυτότητά τους. Ενώ είναι δικαιολογημένο, φυσιολογικό και αναπόφευκτο να θέλουμε να διαφυλάξουμε το δικαίωμα του ανήκειν σε μια κοινότητα, ένα περιβάλλον, έναν τρόπο ζωής, ένα επάγγελμα, μια δεξιοτεχνία, ώστε να παραμείνουμε ικανοί να ποικίλλουμε τις δυνατότητές μας. Ωστόσο, το πρόβλημα παραμένει: η Γη είναι πάρα πολύ στενή και πεπερασμένη για τον κόσμο της παγκοσμιοποίησης, αλλά από την άλλη η παγκοσμιοποίηση είναι υπερβολικά μεγάλη, δυναμική, σύνθετη για να χωρέσει στα όρια της τοπικότητας.
Μέχρι σήμερα, όσοι αποδέχονταν το σχέδιο του εκμοντερνισμού, αποδέχονταν το κάλεσμα από το τοπικό στο πλανητικό και από κει προς το άπειρο σύμπαν. Υπήρχε πάντα κάποια αμφιταλάντευση με την ανάγκη να επιστρέψουμε στο παρελθόν των παραδοσιακών βεβαιοτήτων, αλλά σε γενικές γραμμές η πρόοδος προς τα εμπρός δεν αμφισβητούνταν. Αυτοί που διαμαρτύρονταν ήταν οι αυτόχθονες, οι ηττημένοι, οι υπόδουλοι, οι αποκλεισμένοι. Ήταν ενδεχομένως μια βίαιη κατάσταση, αλλά ο κόσμος είχε θέσει έναν σκοπό. Όταν η παγκοσμιοποίηση έγινε αρνητική, τότε και η έλξη προς το τοπικό έγινε απονενοημένη φυγή. Πρόκειται όμως για ένα αρνητικό τοπικό που υπόσχεται προστασία, ταυτότητα και σιγουριά εντός εθνικών ή εθνοτικών συνόρων. Δεν είναι όμως πλέον ούτε καν αληθοφανές, αφού η επίθεση προς τα δικαιώματα και το περιβάλλον είναι σαρωτική. Και όμως, είναι εξίσου ελκυστικό με την αρνητική παγκοσμιοποίηση όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά.
Πραγματικότητα; Όχι, ευχαριστώ.
Για να αναγνωρίσει, να ερμηνεύσει και να αντιμετωπίσει τις απειλές που δημιούργησε, η ανθρωπότητα έχει περισσότερο από κάθε άλλη φορά ανάγκη την επιστήμη, την έρευνα και τις προτάσεις της. Και όμως: ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι στον πλανήτη γίνονται αρνητές όχι μόνο των προτάσεων αλλά και των ίδιων των φαινομένων.
Η άρνηση αυτή δεν συνδέεται μόνο με την γενικευμένη αμφισβήτηση των θεσμών, στην οποία οδήγησαν ολοένα και πιο αναξιόπιστες κυβερνήσεις που εκχωρούν ολοένα και περισσότερο την πολιτική τους δύναμη σε οικονομικές εξουσίες. Καλλιεργήθηκε συστηματικά και συνδέεται με την επίγνωση του πιο ισχυρού τμήματος της ανθρωπότητας, ότι ο πλανήτης δεν επαρκεί και συνεπώς ότι το όραμα της συνεχούς προόδου που θα έφερνε ευημερία, αργά ή γρήγορα θα πάψει να λειτουργεί πειστικά και θα εγκαταλειφθεί. Οι πρώτες προειδοποιήσεις άρχισαν από τη δεκαετία του ’60 και πύκνωσαν δραματικά από τη δεκαετία του ’80, όταν όλο και περισσότεροι άνθρωποι -ακτιβιστές, επιστήμονες, διανοούμενοι, πολιτικά κόμματα κ.λπ.- άρχισαν να καταγράφουν ότι οι σχετικά σταθερές σχέσεις που επί χιλιετίες διατηρούσαμε με τη Γη έχουν διασαλευτεί. Το ζήτημα των ορίων βγήκε στο προσκήνιο, αλλά οι θιασώτες της ανάπτυξης συνέχισαν να τα τεντώνουν. Ωστόσο, οι οικονομικές και πολιτικές εξουσίες όχι μόνο δεν αγνόησαν αλλά κατανόησαν από νωρίς τα σήματα κινδύνου. Προσπάθησαν λοιπόν να διασφαλίσουν αφενός ότι οι ίδιοι θα θιγούν όσο το δυνατό λιγότερο από τη νέα αυτή κατάσταση και αφετέρου ότι ο κόσμος δεν θα μάθαινε ότι είχε εισέλθει στη ζώνη του λυκόφωτος. Δεν πρόκειται απλά για μια ανήθικη επιλογή ή μια προδοσία, αλλά για την εγγενή κινητήρια δύναμη του καπιταλισμού που υπαγορεύει τους κανόνες. Είναι η ίδια η αρχιτεκτονική της οικονομίας της αγοράς που υποχρεώνει το σύστημα να κινείται διαρκώς επιταχυνόμενο και μεγεθυνόμενο αντλώντας υπεραξία από τους ανθρώπους και εξαντλώντας τη φύση με ολοένα και εντονότερους ρυθμούς. Ο φιλελευθερισμός του A. Smith για το αόρατο χέρι της αγοράς που σημαίνει ότι οι ατομικές αποφάσεις τελικά είναι οι καλύτερες για την κοινωνία, δεν μπορεί να εφαρμοστεί ούτε για την ίδια την οικονομία, πόσο μάλλον για την κοινωνική προστασία ή την προστασία της φύσης. Όπως από νωρίς υπέδειξε ο Hardin,[i] όσο συμπεριφερόμαστε σαν (λογικά σκεπτόμενα) ανεξάρτητα άτομα -επιχειρηματίες καταστρέφουμε τη φωλιά μας.[1]
Με την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και τη συμβολική ήττα των οραμάτων χειραφέτησης που ενέπνεαν αντιστάσεις σε όλους τους λαούς του κόσμου, οι τάξεις των κυβερνώντων διεκδίκησαν επιθετικά:
- Να απαλλαγούν από το φορτίο της αλληλεγγύης με την απορρύθμιση εργασιακών σχέσεων, προνοιακών εγγυήσεων κ.λπ.
- Να αντλήσουν περισσότερα και γρηγορότερα για να κατοχυρώσουν την ασφάλειά τους, προκαλώντας έκρηξη ανισοτήτων.
Η στρατηγική της συσκότισης
Η συσκότιση της εκρηκτικής οικολογικής κατάστασης ήταν κομβικής σημασίας, ώστε να μην αμφισβητηθεί η πορεία προς την ανάπτυξη. Για παράδειγμα, μεγάλες πετρελαϊκές δημοσιοποίησαν εξαιρετικά επιστημονικά άρθρα για τους κινδύνους της κλιματικής αλλαγής, ενώ ταυτόχρονα επένδυαν μαζικά στις εξορύξεις πετρελαίου και έκαναν εκστρατεία διάψευσης των ισχυρισμών περί οικολογικής απειλής. Στην Ελλάδα το ζούμε ανάγλυφα τα τελευταία χρόνια: Οι μεγάλες εταιρείες που εκμεταλλεύονται ορυκτά καύσιμα είναι αυτές που τοποθετούν ανεξέλεγκτα ανεμογεννήτριες καταστρέφοντας την ελληνική φύση. Οι ίδιες κυβερνήσεις που προωθούν την αλόγιστη εγκατάσταση ανεμογεννητριών επικαλούμενες την κλιματική αλλαγή, παραχώρησαν το 1/3 της ελληνικής επικράτειας για εξορύξεις υδρογονανθράκων. Η επίκληση της κλιματικής αλλαγής είναι αλά καρτ: την επικαλούνται όταν πλημμυρίζουμε και όταν καιγόμαστε για να της αποδώσουν την ευθύνη, την επικαλούνται για να διευκολύνουν την παράδοση των δημόσιων δασικών εκτάσεων στην ιδιωτική κερδοφορία και την ξεχνούν όταν ανεβαίνουν στο άρμα της νέας μεγάλης ιδέας και υπογράφουν συμβάσεις με πετρελαϊκές και διακρατικούς αγωγούς καυσίμων, όταν είναι να παραχωρήσουν το Ελληνικό για να χτιστούν καζίνο και ουρανοξύστες, όταν είναι να καταστρέψουν τις Σκουριές, να εγκυβωτίσουν τα ρέματα, να χτίσουν τον Ερημίτη, να κάνουν υδροβόρα γήπεδα γκολφ στην Κρήτη κ.λπ. κ.λπ. Στην πραγματικότητα, το αποτέλεσμα είτε επικαλούνται είτε ξεχνούν την κλιματική αλλαγή είναι το ίδιο: περιβαλλοντική καταστροφή και ένταση των ανισοτήτων.
Όλοι αυτοί που επιχειρούν την συσκότιση της δημόσιας συζήτησης κατανόησαν από νωρίς ότι δεν θα έπρεπε πλέον να παριστάνουν ότι μοιράζονται τη γη με τον υπόλοιπο κόσμο. Κατάλαβαν ότι έπρεπε να οικοδομήσουν περιφραγμένες κοινότητες για να σταματήσουν τις επαφές με τις μάζες και κυρίως με τις μάζες που διέσχιζαν σύνορα καθώς εκδιώκονταν από τη γη τους. Αντίστοιχα, οι μη προνομιούχοι κατάλαβαν ότι χρειάζονται και οι ίδιοι περιφραγμένες κοινότητες.
Τα τελευταία 40 χρόνια, οι ισχυροί του κόσμου γκρεμίζουν το όραμα ενός πλανήτη κοινού για όλους. Η υπερπληθώρα πληροφοριών χωρίς αξιολόγηση και ιεράρχηση λειτουργεί υπέρ της συσκότισης, που μπορεί ταυτόχρονα και από πολλά κανάλια να εκπέμπει διαφορετικά μηνύματα. Δισεκατομμύρια δολάρια δαπανήθηκαν για την παραπληροφόρηση, έτσι ώστε οι πολίτες να μην πάρουν σοβαρά το μέγεθος του κινδύνου. Η άρνηση, η αποδοχή των fake news, συνίσταται στο ότι κάποιοι επιλέγουν να εγκαταλείψουν κάθε δεσμό με την αλήθεια που τους τρομοκρατεί και έχουν αποφασίσει να μη πιστεύουν τίποτε. Η συσκότιση αυτή αποτυπώνεται γλαφυρά με την άνοδο ακροδεξιών, λαϊκιστικών και αντιεπιστημονικών κινημάτων, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον Τραμπ, όταν στην πιο προηγμένη επιστημονικά και τεχνολογικά χώρα του πλανήτη επικράτησε ένα ψευδοεπιστημονικό παραλήρημα. Η διάδοση των «εναλλακτικών» θεωριών, το γεγονός ότι ο κόσμος βυθίζεται στους φόβους του, δυσπιστεί, επηρεάζεται από εξόφθαλμα αντιεπιστημονικές θεωρίες ακόμη και σε πείσμα της πασίδηλης πραγματικότητας όπως η άρνηση της πανδημίας και του εμβολιασμού, είναι εξηγήσιμα. Όπως ορθά επισημαίνει ο Latour,[ii] καμία γνώση όσο και αποδεδειγμένη να είναι, δεν μπορεί να σταθεί έξω από ένα κοινό σύστημα αξιών, αξιόπιστους θεσμούς, μια σχετικά αξιοπρεπή δημόσια ζωή και στοιχειωδώς αξιόπιστα μέσα ενημέρωσης.
Ποια επιστήμη;
Το ζήτημα των επιστημών είναι κεντρικό. Ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα, με τις εξεγέρσεις των Λουδιτών στην Αγγλία, οι οπ0ίοι έσπαγαν τις μηχανές που υποκαθιστούσαν εργάτες στις βιομηχανίες, η κατεύθυνση της επιστήμης και της τεχνολογίας μπήκε υπό αμφισβήτηση. Από τις αρχές του 20ού αιώνα, κοινωνικοί μεταρρυθμιστές όπως ο Γκάντι υποστήριξαν ότι μια πιο δίκαιη, ειρηνική κοινωνία απαιτούσε πιο στοχαστικές σχέσεις με τις μηχανές. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 μια σειρά από περιβαλλοντικές απειλές όπως η ασθένεια Minimata (δηλητηρίαση από υδράργυρο) στην Ιαπωνία και οι πυρηνικές δοκιμές, σηματοδότησαν την αυξανόμενη ανησυχία για τις εντεινόμενες ανισορροπίες ισχύος μεταξύ ανθρώπων, εταιρειών και κρατικών θεσμών. Στις επόμενες δεκαετίες, αριστερά, φεμινιστικά, οικολογικά και αντιεξουσιαστικά κινήματα εστίασαν την κριτική τους σε πολλούς αμφιλεγόμενους τομείς εφαρμοσμένης και αναδυόμενης επιστήμης, όπως η γενετική, η κοινωνιοβιολογία, η συμμετοχή επιστημόνων σε στρατιωτική έρευνα και ήρθαν σε αντίθεση με συγκεκριμένες, επικίνδυνες ή δυνητικά επιβλαβείς τεχνολογίες. Ένας επιστημονικός κλάδος, το STS (Sience- Tecnology- Society) αναδύθηκε για να μελετήσει την επίδραση της οικονομίας, της πολιτικής και των κοινωνικών προκαταλήψεων στην επιστημονική έρευνα. Οι ερευνητές του παρακολουθούν κινήματα που κινητοποιούν την επιστημονική γνώση, αμφισβητούν κυρίαρχους τρόπους παραγωγής γνώσης, απαιτούν πιο δημοκρατική διακυβέρνηση.[iii] Η επιστήμη μπήκε στο μικροσκόπιο ώστε να φωτιστούν οι αθέατες πλευρές της και να διακρίνουμε τις κοινωνικές επιρροές σε όλα τα στάδια της έρευνας.
Πράγματι, πώς να θεωρήσει κανείς ρεαλιστικά τα σχέδια ανάπτυξης, αξιόπιστα τα τεχνικά συστήματα που δεν υπολόγισαν την ανεπάρκεια των πόρων, την αντοχή, τη διάρκεια και τις αντιστάσεις της γήινης σφαίρας; Είναι ορθολογικό το ιδεώδες ενός πολιτισμού που στερεί από τους γονείς τη δυνατότητα να παραδώσουν έναν κατοικήσιμο κόσμο στα παιδιά τους; Η λέξη ορθολογικότητα έχει καταλήξει να προξενεί συναισθήματα φόβου στους ανθρώπους που βρίσκονται «ξεκρέμαστοι».
Από την άλλη πλευρά, ας αναρωτηθούμε. Τι θα γνωρίζαμε για τις νέες απειλές χωρίς τη συνδρομή των επιστημών; Αρκεί η διάγνωση ότι η επιστημονική γνώση δεν είναι ουδέτερη, ώστε να αμφισβητηθεί στο σύνολό της; Πώς φτάσαμε από την κριτική της επιστήμης στην άρνησή της;
Τα τελευταία χρόνια, οι επιστήμες έχουν τεθεί στο στόχαστρο των αρνητών, η άρνηση της επιστήμης προσλαμβάνει ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις. Η άρνηση επιστρατεύει κάποια λογικοφανή ή ψευδο-επιστημονικά επιχειρήματα, αλλά στην πραγματικότητα δεν ενδιαφέρεται ούτε για τη λογική ούτε για την επιστήμη. Και είναι βολική για τις εξουσίες και τα συμφέροντά τους. Γιατί αντί να στρέφεται ενάντια στις αιτίες που προκαλούν την οικολογική υποβάθμιση, την μετανάστευση, την πανδημία, την νόσηση, αρνείται τα ίδια τα προβλήματα. Αρνείται την κλιματική αλλαγή, τον εξαναγκασμό των ανθρώπων να ξεριζωθούν, την πανδημία την ίδια, τον εμβολιασμό, τη θεραπεία κ.λπ. Αντί να στρέφεται ενάντια σε όσους κερδοσκοπούν καταστρέφοντας το περιβάλλον, προκαλώντας πείνα, ξηρασίες, πλημμύρες, ένοπλες συγκρούσεις και πολέμους, όσους κερδοσκοπούν με τις πατέντες των εμβολίων και των φαρμάκων, αντί να θέτει επιτακτικά το θέμα του αναπροσανατολισμού, η άρνηση στρέφεται αόριστα και τυφλά κατά πάντων. Διασπά κάθετα τον κόσμο και επηρεάζει κυρίως αυτούς που έχουν κάθε λόγο να αγωνιστούν γιατί υποφέρουν περισσότερο. Προκαλεί φαντασιακούς και υπερφυσικούς φόβους και ωθεί σε αντιδράσεις που δεν έχουν πραγματικό υπόβαθρο, γι’ αυτό και εύκολα καταρρέουν. Εκτονώνει σχετικά ανέξοδα την ανασφάλεια, την πίεση, την ασφυξία, το αδιέξοδο. Ένας κόσμος που κινείται με το θυμικό, χωρίς να πιστεύει σε τίποτε, χωρίς ερμηνευτικά εργαλεία, χωρίς γνώση και χωρίς όραμα, εύκολα χειραγωγείται από λαϊκιστές, γκουρού και «εξοργισμένους», εύκολα μαθαίνει να ακούει όποιον φωνάζει πιο δυνατά, εύκολα διαψεύδεται και εύκολα παραιτείται όταν εγκαταλείπεται στο μέσο του πουθενά, αποθαρρημένος και απελπισμένος… μέχρι την επόμενη φορά.
Οι φυσικές διεργασίες στο προσκήνιο
Όπως προτείνει ο Latour, πρέπει να εφεύρουμε έναν νέο τρόπο αξιοποίησης των επιστημών, πρέπει να είμαστε υλιστές και ορθολογικοί μετατοπίζοντας τις αρχές αυτές σε σωστό έδαφος.
Η οικονομική επιστήμη από το 17ο αιώνα, όταν άρχισε να λαμβάνει υπόψη της τη «φύση», την αντιμετώπιζε ως πηγή πόρων. Σε ό,τι αποκαλούμε σύστημα παραγωγής, ως δρώσες δυνάμεις διακρίναμε τους εργάτες, τους καπιταλιστές, τις κυβερνήσεις, διακρίναμε επίσης τις μηχανές, τα εργοστάσια, τις πόλεις, αλλά όχι τις δυνάμεις της φύσης.
Η θεωρία του James Lovelock[iv] είναι ότι δεν έχουμε από τη μια πλευρά το περιβάλλον και από την άλλη πλευρά ζωντανούς οργανισμούς, αλλά μια αλληλουχία σχέσεων, ρυθμίσεων και διεργασιών. Για παράδειγμα, η σύσταση του αέρα εξαρτάται από τους οργανισμούς, έτσι ώστε η ατμόσφαιρα δεν είναι πια το περιβάλλον μέσα στο οποίο τα όντα βρίσκονται και εξελίσσονται αλλά εν μέρει το αποτέλεσμα της συνδυασμένης δράσης τους. Αν αφαιρέσουμε την πλειονότητα των οργανισμών που παρεμβάλλονται στην αλυσίδα αιτιοτήτων, ο πλανήτης θα απονεκρωθεί.
Για να μελετήσουμε τις γεω-κοινωνικές συγκρούσεις, πρέπει να επεκτείνουμε το εύρος των θετικών επιστημών ώστε να συμπεριλάβει όλες τις δραστηριότητες στην ζώνη από την ατμόσφαιρα μέχρι τα μητρικά πετρώματα της γης, εκεί ακριβώς που εγείρονται αντιδράσεις. Είναι γνωστό ότι κανείς δεν ασχολείται να αμφισβητήσει τις μεθόδους και τα πορίσματα των επιστημών που ασχολούνται με το σύμπαν. Καμιά εταιρεία δεν θα δαπανούσε έστω και ένα ευρώ για να αμφισβητήσει τις «μαύρες τρύπες» αλλά πολλές εταιρείες δαπανούν δισεκατομμύρια στην ψευδο-διαμάχη σχετικά με το κλίμα.
Με άλλα λόγια, η εξύμνηση της προόδου δεν έχει την ίδια έννοια ανάμεσα σε αυτούς που αναγνωρίζουν και ανιχνεύουν τις αντιστάσεις που μπορεί να προβάλλει η γη και σε αυτούς που θεωρούν ότι οι αντιστάσεις δεν υφίστανται ή αν υπάρχουν, μπορούν να υπερνικηθούν. Και στις δύο περιπτώσεις απαιτείται επιστημονική γνώση, αλλά σε άλλη κατεύθυνση.
Η επανάκτηση της εμπιστοσύνης στην επιστημονική γνώση είναι δύσκολη, δεδομένου ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δεν μπορούν να την αξιολογήσουν, αλλά υπάρχουν κάποιες ενδείξεις. Μία απ’ αυτές είναι να μπορεί να διακρίνει κανείς το πεδίο των συμφερόντων γύρω από την προώθηση ενός επιστημονικού πορίσματος ή τη διάψευσή του. Μια άλλη αφορά το γεγονός ότι σε θέματα μείζονος σημασίας για την επιβίωση, όπως οι επιπτώσεις των πυρηνικών δοκιμών, η κλιματική αλλαγή ή η πανδημία, η αλήθεια αργά ή γρήγορα θα γίνει φανερή και η πλειονότητα των ειδικών και των επιστημόνων θα την αποδεχτεί.
Οι νέες κατευθύνσεις και η πολιτική τους έκφραση
Για να μεταβούμε από το ένα σύστημα στο άλλο πρέπει να απαλλαγούμε από την κυριαρχία του οικονομισμού. Όπως έγραφε ο Polanyi,[v] η «κοσμική» θρησκεία της αγοράς δεν ανήκει σε αυτό τον κόσμο, ο υλισμός της είναι ένας άυλος ιδεαλισμός. Οι νέες μορφές σύγκρουσης δεν υποκαθιστούν τις υπάρχουσες, τις οξύνουν. Υπάρχει μια ξεκάθαρη συνθήκη πολέμου, που άλλοι τον αγνοούν εντελώς και άλλοι τον εντοπίζουν παντού.
Ο πολιτισμός μας εκτυλίχθηκε στη διάρκεια μιας γεωλογικής περιόδου που ονομάστηκε Ολόκαινο. Στην εποχή μας, στην οποία ορισμένοι προσδίδουν τον όρο Ανθρωπόκαινο, έχουμε να κάνουμε με μια συνολική ανατροπή. Η οικολογία είναι το πολιτικό ρεύμα που προσπάθησε να αλλάξει την κατεύθυνση. Τις τελευταίες δεκαετίες, τα οικολογικά κινήματα κατόρθωσαν να μεταμορφώσουν τα πάντα σε πεδίο διαμάχης, από την κατανάλωση κρέατος μέχρι το κλίμα. Χάρη στην οικολογία δεν υπάρχει αναπτυξιακό πρόγραμμα ή πρόταση ή έργο που να μην εγείρει αντιδράσεις. Γι’ αυτό και οι δρώντες πολιτικά που δολοφονούνται με τη μεγαλύτερη συχνότητα στον κόσμο είναι οι οικολόγοι ακτιβιστές. Η οικολογία έχει καταφέρει να στρέψει την προσοχή σε ζητήματα που δεν απασχολούσαν τη δημόσια ζωή και να κατακλύσει τον δημόσιο χώρο με καινούριες διακυβεύσεις.
Παρ’ όλα αυτά, η πολιτική οικολογία έχει αποτύχει. Το οικολογικά κόμματα θέλησαν να τοποθετηθούν ανάμεσα είτε να υπερβούν το δίπολο Αριστερά – Δεξιά χωρίς ωστόσο ποτέ να προσδιορίσουν την αφετηρία απ’ όπου θα μπορούσε κανείς να συλλάβει μια τέτοια υπέρβαση.
Οι ταξικές αντιπαραθέσεις έχουν παραμείνει το στοιχείο γύρω από το οποίο οργανώνεται η πολιτική. Από τη δεκαετία του ’50 ως σήμερα, τα πάντα μεταμορφώνονται, οι αγορές αποχαλινώνονται, αλλά συνεχίζουμε να ορίζουμε την προοδευτική ή αντιδραστική πολιτική χωρίς να αμφισβητούμε την πρόοδο και την ανάπτυξη. Από τη μια πλευρά μείζονες μετασχηματισμοί και από την άλλη ακαμψία στις στρατηγικές και τις προσδοκίες που συνδέονταν με τον σοσιαλισμό. Παρότι διαφωνούν μεταξύ τους οι διάφορες εκδοχές Αριστεράς και Δεξιάς συναγωνίζονται για το ποια θα επιδείξει περισσότερη δυνατότητα εκσυγχρονισμού. Ενώ το ζήτημα είναι να προσδιορίσουμε τους ταξικούς αγώνες λαμβάνοντας υπόψη τον νέο υλισμό που επιβάλλεται λόγω της αντίδρασης της γης. Να συναρθρώσουμε τους κοινωνικούς με τους οικολογικούς αγώνες. Να μεταβούμε από μια ανάλυση παραγωγικών συστημάτων σε μια ανάλυση των συστημάτων αναπαραγωγής της ζωής. H αντίθεση ανάμεσα στην προσδοκία της συνεχούς επιτάχυνσης και στην αναζήτηση ενός κατοικήσιμου τόπου για εμάς και τις επόμενες γενιές, πλέον αποτελεί και τη διάκριση μεταξύ των πολιτικά ενεργών. Δυστυχώς, η συντριπτική πλειονότητα υπηρετεί το πρώτο, υποσχόμενη το δεύτερο.
Το μέλλον δεν είναι εύκολο, αλλά είναι ήδη παρόν…
Είναι φανερό ότι ακόμη και σήμερα αυτό που λάμπει, που εντυπωσιάζει και κυριαρχεί είναι η αμέριμνη παγκοσμιοποίηση, η διαρκής πρόοδος που ωστόσο δεν υπάρχει, αφού στερείται υλικής βάσης. Η εθνική, εθνοτική ή τοπική προστασία μοιάζει καθησυχαστική, αλλά ούτε αυτή υπάρχει (για τον ίδιο λόγο). Το καίριο ερώτημα είναι: Πώς θα καταφέρουμε να νιώθουμε ασφαλείς χωρίς να αναδιπλωθούμε στην ταυτότητα και την υπεράσπιση των συνόρων; Μέσω δυο συμπληρωματικών κινήσεων: διεκδικώντας την επικράτειά μας και παγκοσμιοποιούμενοι ταυτόχρονα. Το πάντα επίκαιρο σύνθημα των κινημάτων ενάντια στην νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση: σκέψου παγκόσμια, δράσε τοπικά.
Η ταξική οπτική πρέπει να προσαρμοστεί σε οτιδήποτε μπορεί να διευκολύνει τη διατήρηση της ισορροπίας και της ζωής στη Γη. Οι αναζητήσεις αυτές εμφιλοχωρούν παντού: στα ζητήματα του φύλου, φυλής, εκπαίδευσης, διατροφής, εργασίας, τεχνολογικών επιτευγμάτων, θρησκείας, διαχείρισης ελευθέρου χρόνου. Η ουσιαστική μάχη πρέπει να δοθεί για ένα διαφορετικό περιεχόμενο στο σύνολο των ανθρώπινων δραστηριοτήτων που δεν θα έχουν ως στόχο τη διαρκή επιτάχυνσή τους, αλλά τη συμβίωση.
Το εγχείρημα είναι δύσκολο αλλά, There Is No Alternative.
[1] Όπως λέει ο Ηardin δεν μπορούμε να επαφιόμαστε στην ατομική συνείδηση των ανθρώπων γιατί αργά ή γρήγορα ο καθένας συνειδητοποιεί ότι λαμβάνει δύο αντιθετικά μηνύματα: α. Την ανάγκη να δρα σαν συνειδητός πολίτης β. Την πιθανότητα να δρα σαν ανόητος όταν άλλοι εκμεταλλεύονται/ εξαντλούν τα κοινά.
[i] The tragedy of the commons, Garret Hardin, 1968.
[ii] Που θα προσγειωθούμε; Δοκίμιο πολιτικού προσανατολισμού στο Νέο Κλιματικό Καθεστώς, Bruno Latour, 2017
[iii] STS and Social Movements: Pasts and Futures, των Steve Breyman, Nancy Campbell, Virginia Eubanks, and Abby Kinchy, 2019
[iv] Gaia, a new look at life on earth, James Lovelock, 1979
[v] The grand transformation, Κ. Polanyi, 1945
Δέσποινα Σπανούδη
-
Δέσποινα Σπανούδη#molongui-disabled-link
-
Δέσποινα Σπανούδη#molongui-disabled-link
-
Δέσποινα Σπανούδη#molongui-disabled-link
-
Δέσποινα Σπανούδη#molongui-disabled-link