Αν όμως το κεφάλαιο συμπεριφέρεται σαν υποκείμενο με την πιο κυριολεκτική έννοια της λέξης, αν δηλαδή συμπεριφέρεται σαν ζωντανός οργανισμός, δεν είναι περίεργο ότι ο άνθρωπος μετατρέπεται σε αντικείμενό του και τυγχάνει μεταχείρισης σαν να ήταν πράγμα. […] Πρόκειται δηλαδή για ένα εργαλειακό ορθολογισμό πολύ ιδιαίτερο, του οποίου το υποκείμενο δεν είναι ο άνθρωπος αλλά η αυτονομημένη κοινωνική του σχέση που εκδηλώνεται ως διαδικασία επίτευξης ενός και μοναδικού σκοπού: της υπεραξίας ή του κέρδους.
Όπως ο πιστός υποστασιοποιεί το αποκύημα της φαντασίας του και υποφέρει υπηρετώντας ακατανόητους θεούς («άγνωστοι αι βουλαί του Κυρίου»), η Ιστορία παρήγαγε κοινωνικούς νόμους που εμφανίζονται σαν φυσικοί νόμοι τους οποίους κανείς δεν μπορεί να παραβεί ατιμώρητα. Η κοινωνική σύμβαση, προϊόν της ανθρώπινης ιστορίας, διεκδικεί (με επιτυχία) την καθολικότητα του νόμου της βαρύτητας, που ο άνθρωπος ούτε δημιούργησε ούτε είναι σε θέση να αλλάξει.
Η κοινωνική ζωή υφίσταται του ρυθμούς αναπαραγωγής του κεφαλαίου και πληρώνει το τίμημά τους. Αυτοί οι ρυθμοί, συγκεκριμένα ο ρυθμός αξιοποίησης, συσσώρευσης και πραγματοποίησης της αξίας που περιγράφουν οι διαδικασίες του κεφαλαίου-χρήματος, του παραγωγικού κεφαλαίου και του κεφαλαίου-εμπορεύματος αντίστοιχα, τείνουν όμως να αποσυντονίζονται. Προκαλούν δηλαδή κρίσεις, κατά τη διάρκεια των οποίων το κοινωνικό τίμημα που απαιτείται από το κεφάλαιο είναι μεγαλύτερο απ’ αυτό των περιόδων μεγέθυνσης.
Το κεφάλαιο είναι η λογική αρχή μιας συγκεκριμένης οργάνωσης κοινωνικών ρυθμών και χρονικοτήτων που όταν αποσυντονίζονται δημιουργούν κρίσεις κοινωνικής αναπαραγωγής. Οι μεγάλες ή οι δομικές κρίσεις είναι οι στιγμές κατά τις οποίες η πραγματικότητα ή η αντικειμενικότητα του κεφαλαίου, δηλαδή η κοινωνική αποτύπωσή του, αποκλίνει από την λογική αρχή του. Η ενδεχόμενη υπέρβαση τέτοιων κρίσεων και το ανοδικό κύμα που ακολουθεί βασίζεται σε ένα νέο σύμφωνο ειρήνης που το κεφάλαιο συνάπτει με τον εαυτό του. […] Περιλαμβάνει ένα σύνολο κανόνων, εσωτερικευμένων κοινωνικών αντανακλαστικών και συμπεριφορών που εξασφαλίζουν μια παράταση ζωής στο κεφάλαιο και χρησιμεύουν στην περιοδολόγηση του συστήματος: κεϊνσιανισμός, νεοφιλελευθερισμός κ.λπ.
Είναι, βέβαια, δυνατό να παρουσιάσει κανείς την καπιταλιστική αναπαραγωγή από διαφορετικές ή ιδιαίτερες οπτικές γωνίες: η αναπαραγωγή των σχημάτων αναπαραγωγής του κεφαλαίου· η αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης· ή, ακόμη, η αναπαραγωγή της ψευδούς συνείδησης και της ιδεολογίας.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, αν κάποιος θέλει να επικεντρωθεί σε μια από αυτές τις πτυχές της κοινωνικής αναπαραγωγής, θα διαπιστώσει ότι η ανάλυση του Μαρξ παραμένει σε γενικό επίπεδο. Αναλύοντας την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, για παράδειγμα, ο Μαρξ δεν ασχολείται σε βάθος με την ανισότητα των φύλων και τον ιδιαίτερο ρόλο της γυναίκας στην κοινωνική αναπαραγωγή· τα σχήματα αναπαραγωγής δεν λαμβάνουν υπόψη το εξωτερικό εμπόριο ή το χρέος· η ιδεολογική αναπαραγωγή δεν λαμβάνει υπόψη τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους που παίζουν καθοριστικό ρόλο σ’ αυτήν.
Ωστόσο, το έργο του Μαρξ, και ιδίως το Κεφάλαιο, στοχεύει στην κατανόηση της ίδιας της λογικής της καπιταλιστικής κοινωνίας: των γενικών της νόμων. Ο Μαρξ μας προσφέρει μια γενική ερμηνεία του καπιταλιστικού κόσμου που εξακολουθεί να είναι επίκαιρη, και το έργο του είναι αρκετά ολοκληρωμένο για να επικρίνει πολλούς από τους σύγχρονους επικριτές του. Η ίδια η έννοια της καπιταλιστικής αναπαραγωγής δεν αποκλείει την αλλαγή ή την ιστορική εξέλιξη, αλλά μάλλον στοχεύει στον προσδιορισμό των σταθερών αυτής της αλλαγής, δηλαδή των κανόνων που την διέπουν και την προσανατολίζουν.
Για τον Μαρξ, το κεφάλαιο είναι η κοινωνική σχέση που υποτάσσει τον άνθρωπο προκειμένου να επιβληθεί ως το μόνο αυτόνομο και ανεξάρτητο υποκείμενο. Είναι η αρχή που οργανώνει τη ζωή στην κοινωνία έτσι ώστε αυτή η αρχή να μπορεί να αναπαράγεται η ίδια. Η αναπαραγωγή του κεφαλαίου είναι, ωστόσο, ένα αντιφατικό φαινόμενο. Η δυνατότητα της κρίσης είναι πανταχού παρούσα στα αναπαραγωγικά κυκλώματα του κεφαλαίου. Η θεωρία των κρίσεων του Μαρξ μάς επιτρέπει να κατανοήσουμε τη σημερινή κατάσταση, η οποία είναι μια ολοένα και πιο σοβαρή κρίση κοινωνικής αναπαραγωγής.
Το κεφάλαιο ως αυτο-αναπαραγόμενο υποκείμενο
Ήδη στις Grundrisse, ο Μαρξ σημειώνει ότι η απλή κυκλοφορία των εμπορευμάτων, πουλώ για να αγοράσω ή Εμπόρευμα-Χρήμα-Εμπόρευμα (Ε-Χ-Ε) είναι μια διαδικασία που δεν φέρει μέσα της την αρχή της αναπαραγωγής της. Η συντήρησή της απαιτεί την συνεχή τροφοδότησή της από την παραγωγική διαδικασία, με τον ίδιο τρόπο που η φωτιά απαιτεί την τροφοδότησή της με καύσιμη ύλη που δεν δημιουργεί η ίδια.
Το κεφάλαιο, αντίθετα, είναι μια αυτο-αναπαραγωγική διαδικασία, αφού περιλαμβάνει όχι μόνο της δύο πράξεις της απλής κυκλοφορίας, αγοράζω και πουλώ ή Χ-Ε και Ε-Χ, αλλά και την παραγωγή εμπορευμάτων. Το κεφάλαιο εμφανίζεται σαν μια διαρκής και παράλληλη κίνηση των τριών λειτουργικών μορφών του (κεφάλαιο-χρήμα, παραγωγικό κεφάλαιο και κεφάλαιο-εμπόρευμα) που συνίσταται στην μεταμόρφωση της μιας μορφής σε μια άλλη:
«Αποτελεί απαραίτητο όρο για το συνολικό προτσές παραγωγής, ιδίως για το κοινωνικό κεφάλαιο, να είναι ταυτόχρονα και προτσές αναπαραγωγής, επομένως και κύκληση του καθενός από τα στοιχεία του. Έτσι κάθε λειτουργική μορφή διανύει ταυτόχρονα με τις άλλες και τη δική της κύκληση, παρά το γεγονός ότι κάθε φορά παρασταίνεται με τη μορφή αυτή ένα άλλο μέρος του κεφαλαίου. Ένα μέρος του κεφαλαίου, ένα μέρος όμως που πάντα αλλάζει, που διαρκώς αναπαράγεται, υπάρχει με την μορφή εμπορευματικού κεφαλαίου που μετατρέπεται σε χρήμα [Ε(Χ)]· ένα άλλο μέρος υπάρχει με την μορφή χρηματικού κεφαλαίου, που μετατρέπεται σε παραγωγικό κεφάλαιο [Χ(Π)]· ένα τρίτο μέρος υπάρχει με την μορφή παραγωγικού κεφαλαίου που μετατρέπεται σε εμπορευματικό κεφάλαιο [Π(Ε)]. Η διαρκής ύπαρξη και των τριών μορφών γίνεται δυνατή χάρη στην κύκληση του συνολικού κεφαλαίου που περνά ακριβώς από αυτές τις τρεις φάσεις».[1]
Αφού οι τρεις λειτουργικές μορφές του κεφαλαίου που συνυπάρχουν είναι ρευστές, βρίσκονται δηλαδή σε μια ταυτόχρονη διαδικασία μεταμόρφωσης, προκύπτει ένα σύστημα που περιλαμβάνει τρείς επιμέρους διαδικασίες (η υπεραξία, που απουσιάζει στο πιο πάνω απόσπασμα του Μαρξ, θα εισαχθεί σε αυτό το σύστημα λίγο πιο κάτω):
- Χ-Π-Ε
- Π-Ε-Χ
- Ε-Χ-Π
Αφού το χρήμα είναι το καθολικό ισοδύναμο της αξίας των εμπορευμάτων (Καθολικό), τα εμπορεύματα διαφέρουν το ένα από το άλλο λόγω της ιδιαίτερης αξίας χρήσης τους (Ιδιαίτερο) και η παραγωγική διαδικασία στον κοινωνικό σχηματισμό αποτελείται από ένα σύνολο παραγωγικών μονάδων (Ενικό), δεν έχουμε εδώ να κάνουμε με μια οποιαδήποτε δομή, αλλά με την συλλογιστική δομή όπως αυτή εμφανίζεται στην λογική της έννοιας στον Χέγκελ.
Το κράτος στον Χέγκελ π.χ. παραπέμπει σε μια τριάδα συλλογισμών, που περιλαμβάνουν τους ίδιους τρεις όρους ή προσδιορισμούς, δηλαδή τη στιγμή της καθολικότητας (Κ), της ιδιαιτερότητας (Ι) και της ενικότητας (Ε). Η βασική ιδέα στον Χέγκελ είναι απλή: Δεν είναι δυνατό να κατανοήσει κανείς την έννοια «κράτος» ανεξάρτητα από το άτομο και την «αστική κοινωνία». Η καθολικότητα (ο νόμος που ισχύει για όλους, η κυβέρνηση κ.λπ.) είναι κενή περιεχομένου όταν την εξετάζει κανείς σαν αυτόνομη οντότητα, δηλαδή ανεξάρτητα από την σχέση της με το άτομο και την αστική κοινωνία. Το καθολικό, το ιδιαίτερο και το ενικό, δηλαδή το κράτος, η αστική κοινωνία και το άτομο, αποκτούν νόημα μόνο μέσω της σχέσης και της αλληλεξάρτησής τους, όταν δηλαδή καθεμιά από αυτές τις τρεις στιγμές διαμεσολαβεί τις δύο άλλες. Το άτομο «συνδέεται» με το κράτος μέσω της ιδιαίτερης ένταξής του στην αστική κοινωνία (Ε-Ι-Κ), συνδέει όμως και το ίδιο το κράτος με την αστική κοινωνία αφού, επιδιώκοντας την ικανοποίηση των ιδιαίτερων φυσικών και πνευματικών του αναγκών στην αστική κοινωνία, δίνει απτό περιεχόμενο στην καθολική αρχή (Κ-Ε-Ι). Το κράτος, τέλος, διαμεσολαβεί την αστική κοινωνία και το άτομο εποπτεύοντας και διασφαλίζοντας την έννομη λειτουργία της πρώτης, παρεμβαίνοντας διορθωτικά στην αστική κοινωνία κ.λπ. για να εξασφαλίσει έτσι την πολιτική του νομιμοποίηση από τα άτομα (Ι-Κ-Ε). «Καθένας από αυτούς τους προσδιορισμούς, που η διαμεσολάβηση συνδέει με το άλλο άκρο, συνδέεται εκεί με τον εαυτό του, δηλαδή παράγεται, και αυτή η παραγωγή είναι αυτοσυντήρηση. Είναι μόνο μέσω αυτής της φύσης της σύνδεσης, μέσω αυτής της τριάδας συλλογισμών των ίδιων [τριών] όρων που ένα ‘Ολο κατανοείται πραγματικά στην οργάνωσή του».[2]
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το κεφάλαιο, ως έλλογη πραγματικότητα, συγκροτείται ως μια τριάδα συλλογισμών όπως και το κράτος στο Χέγκελ. Άλλωστε, ο Μαρξ δεν το κρύβει:
«Σε μια κριτική για τον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου, ο κ. Dühring παρατηρεί ότι, με τη ζηλωτική μου αφοσίωση στο σχήμα της εγελιανής λογικής, ανακαλύπτω ακόμη και στη μορφή της κυκλοφορίας [του κεφαλαίου] τα εγελιανά σχήματα του συλλογισμού. Οι σχέσεις μου με τον Χέγκελ είναι πολύ απλές. Είμαι μαθητής του Χέγκελ, και η αλαζονική και άσκοπη φλυαρία των επιγόνων που νομίζουν ότι έχουν θάψει αυτόν τον επιφανή στοχαστή μού φαίνεται εντελώς γελοία. Ωστόσο, πήρα την ελευθερία να υιοθετήσω απέναντι στον δάσκαλό μου μια κριτική στάση, να απαλλάξω τη διαλεκτική του από τον μυστικισμό της και να την υποβάλω έτσι σε μια βαθιά αλλαγή».[3]
Ωστόσο, η αναπαραγωγή του κεφαλαίου διαφέρει από την αναπαραγωγή του κράτους: Η τελευταία είναι αυτοσυντήρηση, ενώ η αναπαραγωγή του κεφαλαίου είναι επίσης πολλαπλασιασμός, δηλαδή παραγωγή υπεραξίας. Το κεφάλαιο βρίσκεται σε ένα υψηλότερο λογικό επίπεδο από αυτό του κράτους, που εξετάζεται από τον Χέγκελ στο πλαίσιο της εννοιολογικής λογικής των μηχανικών συστημάτων. Το κεφάλαιο δεν είναι ένα μηχανικό σύστημα, αλλά μάλλον ένα οργανικό σύστημα.
Κάθε ζωντανός οργανισμός εμφανίζεται στον Χέγκελ ως διαδικασία αναπαραγωγής διαμέσου τριών επιμέρους «ενεργητικών συλλογισμών» ή «διαδικασιών»:
Το έμβιο ον χαρακτηρίζεται από την ιδιότητά του να συντηρείται σε ατομικό επίπεδο μέσω της συνέργειας των ζωτικών του λειτουργιών· από την ιδιότητά του να αφομοιώνει στοιχεία από τον περιβάλλοντα χώρο (τον οποίο βρίσκει έτοιμο ή διαμορφώνει) για να τον χρησιμοποιήσει σαν «καύσιμη ύλη» (αναπνέει, τρέφεται κ.λπ.)· και από την ιδιότητά του να πολλαπλασιάζεται, ώστε να διαρκεί ως γένος.
Ακριβώς οι ίδιες ιδιότητες χαρακτηρίζουν και το κεφάλαιο. Η διαδικασία του παραγωγικού κεφαλαίου, Π(Ε’)… Ε’(Χ’) – Χ(’)(Π(’)), παραπέμπει στη διαδικασία αναπαραγωγής της παραγωγικής μονάδας, που είναι και η διαδικασία μεγέθυνσής της ή η διαδικασία παραγωγικής συσσώρευσης (κάθε οργανισμός συντηρείται, αλλά και αναπτύσσεται ως άτομο). Η υπεραξία συμβολίζεται με την απόστροφο, ενώ η απόστροφος σε παρένθεση συμβολίζει το μέρος της υπεραξίας που συσσωρεύεται παραγωγικά εφόσον αφαιρεθεί από το σύνολο της υπεραξίας το μέρος της υπεραξίας που «δραπετεύει» από τη διαδικασία για να καταναλωθεί ιδιωτικά από τον καπιταλιστή. Αν θεωρήσει κανείς ευκόλως εννοούμενες τις εντός παραθέσεως μορφές που καταδεικνύουν την κατάληξη των εκτός παρενθέσεων ενεργητικών μορφών, τότε θα έχουμε Π… Ε’– Χ(’).
Η διαδικασία του κεφαλαίου εμπορεύματος, Ε’(Χ’) – Χ(’)(Π(’))…Π(’)(Ε(’)’) ή Ε’– Χ(’)…Π(’) παραπέμπει σύμφωνα με τον Μαρξ στη διαδικασία πραγματοποίησης της αξίας (αναγνώρισής της από την κοινωνία) ή στη διαδικασία αφομοίωσης των κοινωνικών αναγκών που καλύπτονται από αγοραστική δύναμη (το κεφάλαιο αγνοεί τις ανάγκες χωρίς χρηματικό αντίκρισμα).
Τέλος, η διαδικασία του κεφαλαίου-χρήματος, Χ(Π)… Π(Ε’)… Ε’(Χ’) ή Χ… Π… Ε’, παραπέμπει στην ιδιότητα του κεφαλαίου να πολλαπλασιάζεται, αφού το Χ’ περιλαμβάνει το σύνολο της υπεραξίας. Πρόκειται εδώ για τη διαδικασία αξιοποίησης της αξίας. Βέβαια, το κεφάλαιο δεν «τεκνοποιεί» όπως οι έμβιοι οργανισμοί. Όπως σημειώνει ο Μαρξ, η παραγωγή υπεραξίας μοιάζει περισσότερο με «θεογένεση»: Η αξία ως κεφάλαιο ξεχωρίζει «τον εαυτό της σαν αξία από τον εαυτό της σαν υπεραξία, όπως ο θεός πατέρας ξεχωρίζει τον εαυτό του από το εαυτό υιό, και έχουν και οι δύο την ίδια ηλικία και αποτελούν στην πραγματικότητα μόνο ένα πρόσωπο, γιατί μόνο χάρη στην υπεραξία των 10 λιρ. στ. γίνονται κεφάλαιο οι προκαταβεβλημένες 100 λιρ. στ., και μόλις γίνουν κεφάλαιο, μόλις δημιουργηθεί ο υιός και με τον υιό ο πατέρας, ξαναεξαφανίζεται η διαφορά τους και είναι οι δύο ένα όν: 110 λιρ. στ.».[4]
Πέραν από την σκωπτική διάθεση που διακρίνει κανείς στο πιο πάνω απόσπασμα, το κεφάλαιο είναι ένας προ-υπάρχων σκοπός, που όχι απλώς επιβεβαιώνεται αλλά και παράγεται από το αποτέλεσμά του. Κάθε τελεολογική διαδικασία προϋποθέτει το αποτέλεσμά της και ολοκληρώνεται σ’ αυτό. Άρα, οφείλει σ’ αυτό την παραγωγή της. Αλλιώς, δεν θα είχαμε να κάνουμε με μια εντελή διαδικασία, αλλά μόνο με μια πρόθεση στερούμενη απτού αποτελέσματος. Στο λογικό πλαίσιο της τελεολογίας, η φυσική αναπαραγωγή του είδους κάθε έμβιου όντος, η μυθολογία της θείας γένεσης και η αναπαραγωγή της κοινωνικής σχέσης «κεφάλαιο» διαφέρουν μόνο ως προς τις «τεχνικές λεπτομέρειές» τους.
Αν όμως το κεφάλαιο συμπεριφέρεται σαν υποκείμενο με την πιο κυριολεκτική έννοια της λέξης, αν δηλαδή συμπεριφέρεται σαν ζωντανός οργανισμός, δεν είναι περίεργο ότι ο άνθρωπος μετατρέπεται σε αντικείμενό του και τυγχάνει μεταχείρισης σαν να ήταν πράγμα. Η νεωτερικότητα είναι η εποχή του εργαλειακού ορθολογισμού λέει ο Weber. O Adorno και ο Horkheimer, όμως, ανιχνεύουν πειστικά τον ίδιο εργαλειακό ορθολογισμό στον Οδυσσέα, δηλαδή στην εποχή του Ομήρου. Η καπιταλιστική νεωτερικότητα είναι η μετατροπή του ελεύθερου ανθρώπου (αυτού δηλαδή που δεν αποτελεί ιδιοκτησία κάποιου άλλου ανθρώπου) σε πράγμα. Πρόκειται δηλαδή για ένα εργαλειακό ορθολογισμό πολύ ιδιαίτερο, του οποίου το υποκείμενο δεν είναι ο άνθρωπος αλλά η αυτονομημένη κοινωνική του σχέση που εκδηλώνεται ως διαδικασία επίτευξης ενός και μοναδικού σκοπού: της υπεραξίας ή του κέρδους.
Όπως ο πιστός υποστασιοποιεί το αποκύημα της φαντασίας του και υποφέρει υπηρετώντας ακατανόητους θεούς («άγνωστοι αι βουλαί του Κυρίου»), η Ιστορία παρήγαγε κοινωνικούς νόμους που εμφανίζονται σαν φυσικοί νόμοι τους οποίους κανείς δεν μπορεί να παραβεί ατιμώρητα. Η κοινωνική σύμβαση, προϊόν της ανθρώπινης ιστορίας, διεκδικεί (με επιτυχία) την καθολικότητα του νόμου της βαρύτητας, που ο άνθρωπος ούτε δημιούργησε ούτε είναι σε θέση να αλλάξει.
Η «ιδέα» στον Χέγκελ, που είναι το υπέρτατο στάδιο της «Υποκειμενικής Λογικής», είναι η ενότητα σκέψης και αντικειμενικής (υλικής) πραγματικότητας. Το πρώτο κεφάλαιο της «ιδέας» στην Επιστήμη της Λογικής είναι αφιερωμένο στον ζωντανό οργανισμό ή την «άμεση ιδέα». Γιατί ο ζωντανός οργανισμός είναι «άμεση ιδέα»; Διότι ο ζωντανός οργανισμός ως συνείδηση (σκέψη) αναγνωρίζει εαυτό ως ταυτότητα σε όλες τις αντικειμενικές ή σωματικές εκδοχές του στον χώρο και τον χρόνο. Το υποκείμενο (σκέψη, συνείδηση) είναι αδιαχώριστο από την αντικειμενική του πλευρά (από το σώμα του).
Το κεφάλαιο διαφέρει από την «άμεση ιδέα» μόνο ως προ το ότι δεν είναι «άμεσο»: Δεν είναι προϊόν της φύσης όπως το έμβιο όν (πρωταρχική ή στοιχειώδης μορφή ενότητας υποκειμένου-αντικειμένου), αλλά προϊόν της ανθρώπινης δραστηριότητας που ονομάζουμε «Ιστορία».
Το κεφάλαιο είναι η ιδέα του σύγχρονου κόσμου. Με πολύ απλά λόγια: Το κεφάλαιο δεν είναι μόνο μηχανήματα και εργατική δύναμη, δεν είναι μόνο σχέση εκμετάλλευσης ούτε μόνο η γενικευμένη αλληλεξάρτηση των εμπορευματικών παραγωγών που συνδέονται μεταξύ τους μέσω της ανταλλακτικής αξίας των εμπορευμάτων τους. Είναι βέβαια όλα αυτά, όμως ταυτόχρονα είναι η αρχή που διέπει την λειτουργία της καπιταλιστικής κοινωνίας· είναι δηλαδή η πανταχού παρούσα και τα πάντα πληρούσα λογική της.
Ο Μαρξ δεν χρησιμοποιεί τον όρο «ιδέα» για το κεφάλαιο, χρησιμοποιεί όμως τον όρο «αφαίρεση in actu». Αφαιρέσεις κάνει ωστόσο μόνο η σκέψη και, όπως και να μεταφράσει κανείς τον λατινικό όρο «in actu», πραγματικό ή «ενεργητικό», το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: Το κεφάλαιο είναι μια αφαίρεση όχι του φιλόσοφου, αλλά της σκεπτόμενης πραγματικότητας, ή της πραγματικότητας που είναι συμβατή ή σύμφωνη με την έννοιά της, δηλαδή με την λογική αρχή που την ορίζει. Αυτήν ακριβώς την κατάσταση πραγμάτων ονομάζει ο Χέγκελ «ιδέα». Συνεπώς, «αφαίρεση in actu», «πραγματική αφαίρεση» και «ιδέα» είναι ισοδύναμοι λεκτικοί προσδιορισμοί. Σημαίνουν το ίδιο πράγμα.
Το κεφάλαιο καθορίζει την κοινωνική ζωή επειδή την οργανώνει σε καθημερινή βάση υποτάσσοντάς την στην λογική της δικής του αναπαραγωγής. Η κοινωνική ζωή υφίσταται του ρυθμούς αναπαραγωγής του κεφαλαίου και πληρώνει το τίμημά τους. Αυτοί οι ρυθμοί, συγκεκριμένα ο ρυθμός αξιοποίησης, συσσώρευσης και πραγματοποίησης της αξίας που περιγράφουν οι διαδικασίες του κεφαλαίου-χρήματος, του παραγωγικού κεφαλαίου και του κεφαλαίου-εμπορεύματος αντίστοιχα, τείνουν όμως να αποσυντονίζονται. Προκαλούν δηλαδή κρίσεις, κατά τη διάρκεια των οποίων το κοινωνικό τίμημα που απαιτείται από το κεφάλαιο είναι μεγαλύτερο απ’ αυτό των περιόδων μεγέθυνσης.
Το κεφάλαιο είναι η λογική αρχή μιας συγκεκριμένης οργάνωσης κοινωνικών ρυθμών και χρονικοτήτων που όταν αποσυντονίζονται δημιουργούν κρίσεις κοινωνικής αναπαραγωγής. Οι μεγάλες ή οι δομικές κρίσεις είναι οι στιγμές κατά τις οποίες η πραγματικότητα ή η αντικειμενικότητα του κεφαλαίου, δηλαδή η κοινωνική αποτύπωσή του, αποκλίνει από την λογική αρχή του. Η ενδεχόμενη υπέρβαση τέτοιων κρίσεων και το ανοδικό κύμα που ακολουθεί βασίζεται σε ένα νέο σύμφωνο ειρήνης που το κεφάλαιο συνάπτει με τον εαυτό του. Η σχολή της ρύθμισης στην Γαλλία ονομάζει αυτό το σύμφωνο «τρόπο ρύθμισης». Περιλαμβάνει ένα σύνολο κανόνων, εσωτερικευμένων κοινωνικών αντανακλαστικών και συμπεριφορών που εξασφαλίζουν μια παράταση ζωής στο κεφάλαιο και χρησιμεύουν στην περιοδολόγηση του συστήματος: κεϊνσιανισμός, νεοφιλελευθερισμός κ.λπ.
[1] Μαρξ Καρλ, 1978, Το Κεφάλαιο. Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, Τόμος 2, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, σ. 102.
[2] G.W.F Hegel, Enzyklopädie der philosophischen Wissenschaften im Grundrisse, Erster Teil: Die Wissenschaft der Logik, Werke 8, Suhrkamp, Frankfurt am Main, 1986, §.198, s. 356.
[3] Marx, K. 1968. Œuvres Economie, Tome 2, Gallimard, Paris 1968, p. 528. Αυτό το απόσπασμα του χειρόγραφου του δεύτερου τόμου του Κεφαλαίου, δεν υπάρχει στην γερμανική του έκδοση που επεξεργάστηκε ο Ένγκελς. Υπάρχει μόνο στα γαλλικά, στην μετάφραση του χειρόγραφου από τον Maximilian Rubel.
[4] Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, Τόμος 1, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1968, σ. 168.