Η κρίση πολιτικής ηγεμονίας και o νεοφασιστικός κίνδυνος στην Γαλλία

Η κρίση πολιτικής ηγεμονίας και o νεοφασιστικός κίνδυνος στην Γαλλία

(1) Βλέπε https://www.lemonde.fr/resultats-elections/

 

 

(2) Βλέπε https://www.letemps.ch/opinions/debats/va-france

Σε συνθήκες σχετικής καθήλωσης της παραγωγικότητας της εργασίας, όπου ο μόνος τρόπος αποκατάστασης του ποσοστού κέρδους και συντήρησής του σε ψηλά επίπεδα είναι η ακραία εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης, ο οικονομικός νεοφιλελευθερισμός οδηγεί στον πολιτικό αντιφιλελευθερισμό και το αυταρχικό κράτος. 

Σε χώρες της νότιας Ευρώπης, όπως π.χ. στην Ελλάδα, η αντιπροσωπευτική δημοκρατία και ο κοινοβουλευτισμός φαίνεται να υπονομεύονται κυρίως από ξένες δυνάμεις. Τα μνημόνια και γενικότερα οι δεσμεύσεις απέναντι στους δανειστές υπαγορεύουν νόμους κεντρικής σημασίας για τον πολίτη, που το εθνικό κοινοβούλιο, σε μια αποικία χρέους, δεν έχει παρά να επικυρώσει χωρίς καν να τους έχει διαβάσει. Το προεδρικό διάταγμα κανονικοποιείται  ως μέθοδος επιβολής, ενώ η κοινοβουλευτική παλαιά κανονικότητα διατηρείται στα λιγότερο σημαντικά ή επουσιώδη επίδικα και λειτουργεί ως φύλο συκής για τη φιλελεύθερη δημοκρατία. Ενώ το εργατικό κεκτημένο διαβρώνεται συνεχώς, τα συμβολικά δικαιώματα, πιο συγκεκριμένα αυτά που δεν έχουν οικονομικό κόστος, κερδίζουν έδαφος. 

Ωστόσο, η φιλελεύθερη δημοκρατία δεν υπονομεύεται μόνο στην ευρωπαϊκή περιφέρεια, αλλά και στις ευρωπαϊκές μητροπόλεις. Η Γαλλία του Ε. Μακρόν είναι ένα κλασσικό παράδειγμα. 

Καταρχήν ο Μακρόν κυβερνά με προεδρικά διατάγματα, και συγκεκριμένα με την επίκληση του άρθρου 49.3 του συντάγματος. Κανένα μνημόνιο δεν του το επιβάλλει και καμιά ξένη δύναμη, ούτε η Ε.Ε., δεν θα μπορούσε να το κάνει. H νέα κυβέρνηση του Μακρόν, με πρωθυπουργό την Ελίσαμπεθ Μπορν από τις 22 Μάϊου 2022, χρησιμοποίησε το 49.3 ήδη 12 φορές. Στην περίπτωση της λεγόμενης συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης, που στο άρθρο 7 περιλαμβάνει την αύξηση του ηλικιακού ορίου συνταξιοδότησης για δύο χρόνια, και στην οποία αντιτίθεται το 70% του γενικού πληθυσμού και το 90% του ενεργού πληθυσμού, η κυβέρνηση Μακρόν επιβλήθηκε (προσωρινά;) δια του άρθρου 49.3.

Στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών στις 10 Απριλίου του 2022, ο Μακρόν εξασφάλισε από 48.747.876 εγγεγραμμένους ψηφοφόρους μόλις 9.768.058 (27,85% αυτών που ψήφισαν) έναντι 8.133.828  που εξασφάλισε η Μαρίν Λεπέν του νεοφασιστικού κόμματος και 7. 712. 520 ο ηγέτης της Ανυπότακτης Αριστεράς Ζαν Λυκ Μελανσόν. Με άλλα λόγια, ο Μακρόν εξασφάλισε μόλις ένα στους πέντε ψηφοφόρους. Επικράτησε της Λεπέν στο δεύτερο γύρο των εκλογών στις 22/4/2022 με  18.768.639 ψήφους (58,55% αυτών που ψήφισαν), στις οποίες περιλαμβάνονται βεβαίως και οι αριστερές ψήφοι, αφού η αριστερά καταψήφισε τον νεοφασισμό. 

Στον πρώτο γύρο των βουλευτικών εκλογών (12 Ιουνίου 2022) και αφού με πρωτοβουλία της Ανυπόταχτης Αριστεράς συγκροτήθηκε η Νέα Κοινωνική και Οικολογική Αριστερά με την συμμετοχή του ΚΚΓ, του Σοσιαλιστικού Κόμματος και των Οικολόγων, η αριστερά κέρδισε την πρώτη θέση με 26,26% έναντι 25,80% του Μαζί (δηλαδή του κόμματος του Μακρόν) (1). Στο δεύτερο γύρο των βουλευτικών εκλογών (19/06/22), Ο Μακρόν κατάφερε να κερδίσει μόνο τη σχετική πλειοψηφία των εδρών, με τη στήριξη της παραδοσιακής δεξιάς και του κόμματος της Λεπέν σε όλες τις περιφέρειες που οι υποψήφιοι τους αποκλείστηκαν από τον δεύτερο γύρο (σε κάθε εκλογική περιφέρεια μόνο οι δύο πρώτοι υποψήφιοι περνούν στο δεύτερο γύρο για να εκλεγεί μόνο ένας). 

Με αυτή την ισχνή πολιτική νομιμοποίηση, ο Μακρόν είχε να αντιμετωπίσει, μόλις ανανεώθηκε η προεδρική του θητεία, και ένα τεράστιο εργατικό κίνημα που επιχείρησε να αποτρέψει την υιοθέτηση της συνταξιοδοτικής αντιμεταρρύθμισης. Τα συνδικάτα, από τα πιο αριστερά και μαχητικά (CGT, SUD) μέχρι τα πιο ρεφορμιστικά (SFDT) και συντηρητικά (FO)  συνασπίστηκαν ενάντια στην αντιμεταρρύθμιση και συντόνισαν τις κινητοποιήσεις τους. Στις διαδηλώσεις που επαναλαμβάνονταν σε εβδομαδιαία βάση για πολλούς μήνες συμμετείχαν πολλά εκατομμύρια εργατών με αποκορύφωμα τη διαδήλωση της 7ης Μαρτίου με μαζική συμμετοχή και φοιτητών και μαθητών, στην οποία οι διαδηλωτές έφθασαν τα 3,5 εκατομμύρια.  Από την 7η Μαρίου το κίνημα μπήκε σε νέα φάση, όχι μόνο λόγω της μαζική συμμετοχής φοιτητών και μαθητών, αλλά και γιατί οι απεργίες από μονοήμερες (την μέρα της εκάστοτε κινητοποίησης) μετατράπηκαν σε «ανανεούμενες» (οι εργατικές συνελεύσεις μπορούν να ανανεώνουν την απεργία αν το αποφασίσουν χωρίς να ισχύει ο κανόνας της προειδοποίησης της εργοδοσίας πέντε μέρες νωρίτερα). Ο δεδηλωμένος στόχος των ανανεούμενων απεργιών ήταν η παράλυση της οικονομίας μέχρι ο Μακρόν να αποσύρει το συνταξιοδοτικό νομοσχέδιο. 

Βέβαια, ο Μακρόν άντεξε. Πέρασε το νομοσχέδιο του με το άρθρο 49.3 και, με τη συνδρομή του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος της παραδοσιακής δεξιάς, εξασφάλισε ισχνή πλειοψηφία (μόλις 9 ψήφων σε ένα κοινοβούλιο με 577 βουλευτές) στη πρόταση μομφής που ακολούθησε με σκοπό να ρίξει την κυβέρνηση. Η διάβρωση της αγοραστικής δύναμης λόγω του πληθωρισμού ήταν ένας από του παράγοντες που συνέβαλαν στην αποτυχία των απεργιακών κοινοποιήσεων να αποτρέψει την υιοθέτηση του συνταξιοδοτικού νομοσχεδίου. 

Με τη συμβολή των κυρίαρχων ΜΜΕ και την άγρια καταστολή, ο Μακρόν άντεξε και την εξέγερση των νέων μετά την εν ψυχρώ δολοφονία του δεκαεπτάχρονου Nahel Merzouk, στις 27/6/2023,  από αστυνομικό: Το θύμα δεν συμμορφώθηκε αμέσως στις υποδείξεις του αστυνομικού μετά από τροχαία παράβαση. Ο αστυνομικός πυροβόλησε και σκότωσε τον Nahel (μεταναστευτικής καταγωγής) χωρίς λόγο, αφού το αυτοκίνητο του νεαρού είχε ήδη ακινητοποιηθεί. 

Η  συνταγή του Μακρόν σε θέματα οικονομικής πολιτικής είναι απλή. Επιχειρεί να αντιμετωπίσει τη λιτότητα με μεγαλύτερη λιτότητα και φορολογικά δώρα στο κεφάλαιο. Το συνταξιοδοτικό νομοσχέδιο δεν αποτελεί εξαίρεση σε αυτό τον κανόνα. Η καταστροφολογία σχετικά με το αναλογιστικό ισοζύγιο του ταμείου συντάξεων, μια καταστροφολογία που το Συνταξιοδοτικό Συμβούλιο της Γαλλίας ουδέποτε συμμερίστηκε, βασίστηκε σε ένα ενδεχόμενο (μικρό) έλλειμμα βραχείας διάρκειας (για κάποια χρόνια). Αυτό το έλλειμμα ωστόσο, αν και εφόσον πράγματι προέκυπτε, δεν θα ήταν άσχετο με τη μείωση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων και σε νευραλγικούς τομείς όπως τα νοσοκομεία, καθώς και με τη καθήλωση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων παρά την επανεμφάνιση του πληθωρισμού. Η δημοσιονομική λιτότητα αυτού του τύπου οδηγεί σε αισθητή μείωση των εισφορών των δημοσίων υπαλλήλων στο συνταξιοδοτικό ταμείο, που είναι πλεονασματικές ως προς το κόστος του ταμείου για τις συντάξεις τους. 

Στις συνθήκες διογκούμενης πολιτικής απονομιμοποίησης του καθεστώτος Μακρόν, ο αυταρχισμός και το κατασταλτικό κράτος κερδίζουν συνεχώς έδαφος. Ο κοινωνιολόγος Jean-François Bayart, πανεπιστημιακός καθηγητής στη Γενεύη, γράφει για τον Μακρόν: «Ασκεί εξουσία σαν ένα ανώριμο παιδί, με ναρκισσιστικό και αλαζονικό τρόπο που κωφεύει στη φωνή του άλλου, με τρόπο μάλλον ανεπαρκή ιδιαίτερα στο διπλωματικό επίπεδο, και με ιδιοτροπίες που ανάγονται σε νόμους περιφρονώντας τόσο το Νόμο όσο και τις διεθνείς πραγματικότητες» (2).  Ενώ ζήτησε δημόσια μια «ιερή συμμαχία» κρατών κατά της Χαμάς και αδυνατώντας να διευκρινίζει τι ακριβώς εννοεί, το υπουργείο εξωτερικών της Γαλλίας επιχείρησε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις διαψεύδοντας την ίδια τη δήλωση με διατυπώσεις του τύπου «μα δεν είπε ακριβώς έτσι», «δεν εννοούσε αυτό», χωρίς ποτέ να διευκρινιστεί τι ακριβώς εννοούσε. Ο Μακρόν παρακάμπτει μόνιμα το υπουργείο εξωτερικών για να βασιστεί σε εξωθεσμικές επιτροπές συμβούλων. Στις πλείστες των περιπτώσεων το υπουργείο τρέχει πίσω από τις διπλωματικές του γκάφες που διαδέχονται η μια την άλλη.  

 Όπως και το 2018 με το κίνημα των κίτρινων γιλέκων και τώρα, ο Μακρόν απαντά στη λαϊκή οργή με τη συρρίκνωση των συνταγματικών ελευθεριών σχετικά με τις διαδηλώσεις, με την αστυνομική βία, με τη χρήση οπλισμού καταστολής στρατιωτικής προέλευσης που προκαλεί μόνιμες βλάβες, ακόμη και ακρωτηριασμούς. Αυτού του τύπου η καταστολή προκάλεσε την καταδίκη της Γαλλίας όχι μόνο από οργανώσεις υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, το Συμβούλιο της Ευρώπης και τον ΟΗΕ. Αυτή τη στιγμή όλες οι διαδηλώσεις αλληλεγγύης στο παλαιστινιακό λαό που σφαγιάζεται θεωρούνται παράνομες και όταν είναι δυνατό καταστέλλονται. 

Ο Μακρόν κήρυξε  παράνομη την αγροτο-οικολογική  ομοσπονδία οργανώσεων Soulèvement de la terre, στην οποία συμμετέχουν και προσωπικότητες γνωστές σε όλη τη Γαλλία, όπως ο ανθρωπολόγος Philippe Descola, ο φιλόσοφος Baptiste Morizot και ο μυθιστοριογράφος Alain Damasio. Ο Μακρόν τα έβαλε ακόμη και με τη Ligue des Droits de l’Homme (Σύνδεσμος Ανθρωπίνων δικαιωμάτων) που γεννήθηκε με την υπόθεση Dreyfus και ταυτίζεται με την ίδια τη δημοκρατική ιδέα της Γαλλικής Επανάστασης. Μόνο το κατοχικό καθεστώς του Pétain τόλμησε να αγγίξει στο παρελθόν αυτή την οργάνωση.

Πόση πολιτική νομιμοποίηση απομένει σε ένα καθεστώς που ο πρόεδρος και οι υπουργοί του τυγχάνουν «θερμής» υποδοχής με κατσαρόλες και κουτάλες της σούπας; Πόση πολιτική αξιοπιστία απομένει σε ένα καθεστώς που επιχείρησε να απαγορεύσει την κατσαρόλα και την κουτάλα στις διαδηλώσεις βάσει του αντιτρομοκρατικού νόμου;  

Το «ακραίο κέντρο» και η άκρα δεξιά τείνουν στη Γαλλία να συμπεριφέρονται σαν συγκοινωνούντα δοχεία. Ο υπουργός εσωτερικών του Μακρόν, ο Gerald Darmanin που μάλιστα προαλείφεται να διεκδικήσει την προεδρία στις επόμενες προεδρικές εκλογές στη θέση του Μακρόν (που δεν δικαιούται τρίτη θητεία), βρίσκει τις αντιμεταναστευτικές θέσεις της Μαρίν Λεπέν «πολύ ήπιες», όπως της είπε σε τηλεοπτική αντιπαράθεση. Πέραν από τα αντισημιτικά του δημοσιεύματα κατηγορείται από δύο γυναίκες (συνεντεύξεις των οποίων είναι διαθέσιμες στο διαδίκτυο) για βιασμό.

Όσοι στην Ελλάδα κατακεραυνώνουν τον Ορμπάν και τον Ερντογάν χαρακτηρίζοντάς τους «αντιδημοκράτες» άλλα υμνούν τον Μακρόν, καλά θα έκαναν να είναι κάπως πιο προσεκτικοί. Εκτός βέβαια κι αν η δημοκρατικότητα κρίνεται αποκλειστικά με γνώμονα το «εθνικό συμφέρον»: Με αυτό τον γνώμονα ακόμη και το απαρτχάιντ του Ισραήλ μπορεί να θεωρηθεί δημοκρατικό κράτος, ενώ η γενοκτονία πόλεμος στην τρομοκρατία. 

Η όξυνση της ταξικής πάλης, μια αναπόφευκτη όξυνση στο σημερινό συγκείμενο, δεν μετουσιώνεται αυτόματα σε μια άνοδο των αριστερών δυνάμεων στο πολιτικό επίπεδο. Η πολιτική δεν είναι και ποτέ δεν ήταν πιστός καθρέφτης των κοινωνικών εξελίξεων. Η νεοφασιστική δεξιά ήταν παθητικός θεατής των κινητοποιήσεων του συνδικαλιστικού κινήματος για το θέμα των συντάξεων. Κατ’ ακρίβεια δεν μπορούσε να συμμετάσχει σε αυτές: Αφενός τα συνδικάτα δεν της επέτρεπαν τη συμμετοχή, αφετέρου η δεδηλωμένη θέση των συνδικάτων ήταν η μη διάκριση μεταξύ Γάλλων και μεταναστών. Αν και στο κοινοβούλιο οι ακροδεξιοί βουλευτές δεν είχαν σαφή γραμμή σε κάθε επιμέρους ζήτημα του νομοσχεδίου για τις συντάξεις και πολύ συχνά διαφωνούσαν μεταξύ τους, το κόμμα της Λεπέν τοποθετήθηκε κατά του νομοσχεδίου. Η κοινή γνώμη στη Γαλλία καταγράφει τη νεοφασιστική δεξιά στους αντίπαλους του νομοσχεδίου, έστω και αν η στάση της περιείχε και μεγάλο βαθμό δημαγωγίας με στόχο το εκλογικό όφελος. 

Μετά την εξάντληση του συνδικαλιστικού κινήματος και την κάμψη των κινητοποιήσεων κατά του νομοσχεδίου, στο χώρο της ενωμένης αριστεράς, τα πράγματα δεν είναι ιδιαίτερα ρόδινα. Δύο πράγματα λειτούργησαν με διχαστικό τρόπο: Η στάση απέναντι στην νεανική εξέγερση του πρεκαριατού και απέναντι στη Χαμάς.  

Η δολοφονία του Nahel Merzouk πυροδότησε μια νεανική εξέγερση στο Παρίσι και τα προάστεια κυρίως, αλλά και στην υπόλοιπη Γαλλία. Οι ομοιότητες αυτής της εξέγερσης με την εξέγερση της ελληνικής νεολαίας το Δεκέμβριο του 2008 είναι πολλές. Και οι δύο εκδηλώθηκαν ως αυθόρμητες αντιδράσεις στην αστυνομική βία και αυθαιρεσία.  Στην Αθήνα δολοφονήθηκε ο Αλέξης Γρηγορόπουλος, στο Παρίσι ο Nahel Merzouk και οι δύο από αστυνομικούς. Και στις δύο περιπτώσεις η κοινωνική κατάσταση των νέων είναι πανομοιότυπη: άτομα με ευέλικτη απασχόληση σε συνθήκες υπερεκμετάλλευσης, άτομα χωρίς δουλεία, χωρίς επαγγελματική και κοινωνική προοπτική. Και στις δύο περιπτώσεις οι εξεγέρσεις άσκησαν βία, που δεν στόχευε πάντα τους δυνάστες και τα σύμβολά τους. 

Η Ανυπόταχτη Γαλλία στάθηκε σαφώς δίπλα στους εξεγερμένους. Ο Μελανσόν εξηγούσε τις κοινωνικές ρίζες του φαινομένου αφενός και αφετέρου καλούσε τους νέους να μην στρέφουν τα πυρά τους ενάντια στον ίδιο τους τον εαυτό, δηλαδή τα σχολεία τους ή τις βιβλιοθήκες. Η υπόλοιπη κοινοβουλευτική αριστερά, αμήχανη μπροστά στην εξέγερση και την τροπή που πήρε, καταδίκαζε αόριστα «τη βία απ’ όπου και αν προέρχεται» συμμορφούμενη έτσι με τις υποδείξεις της κυβέρνησης και της νεοφασιστικής δεξιάς που αναπαρήγαγαν εν χορώ τα καθεστωτικά ΜΜΕ. 

Το σύστημα περιθωριοποιεί, μειώνει, εξαθλιώνει και εξευτελίζει, εν ολίγοις δημιουργεί τη σύγχρονη «φυλή των βαρβάρων» και μετά κατακεραυνώνει τους «βαρβάρους» που το ίδιο δημιούργησε στο όνομα του πολιτισμού.

 Όπως ακριβώς και το Ισραήλ. Υπονομεύει τη λύση δύο κρατών με τον εποικισμό των εδαφών που σύμφωνα με τις συμφωνίες του Όσλο θα έπρεπε να επιστραφούν στους Παλαιστίνιους, υψώνει τα τείχη του απαρτχάιντ ενάντια σε αυτούς, τους μεταχειρίζεται από το 1948 ωσάν να ήταν ζώα, ενισχύει τη Χαμάς για να υπονομεύσει την κοσμική αντίσταση, και τώρα επικαλείται το δικαίωμα αυτοάμυνάς του απέναντι στους «τζιχαντιστές τρομοκράτες» για να προβεί σε μια γενοκτονική εθνοκάθαρση.

Η γαλλική αριστερά, πλην της Ανυπότακτης Γαλλίας και της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, έπεσε και σε αυτήν την παγίδα: «Καταδικάζετε τη Χαμάς ως τρομοκρατική οργάνωση ή μήπως είστε και εσείς αντισημίτες;» Αυτό το γελοίο και στερεότυπο ερώτημα σε διάφορες παραλλαγές που θέτει η κυβέρνηση και τα καθεστωτικά ΜΜΕ επαναλαμβάνεται με απίστευτη συχνότητα.  «Ναι, καταδικάζουμε, αλλά….» είναι η απάντηση· έστω και αν μετά το «αλλά» κανείς δεν ακούει τίποτα. Βέβαια, όσο και να καταδικάσει κανείς δεν απαλλάσσεται από την κατηγορία του αντισημιτισμού. Όχι μόνο η χρήση λέξεων όπως «απαρτχάιντ», «σιωνισμός», «γενοκτονία», «εθνοκάθαρση» συνιστούν αντισημιτικό έγκλημα, αλλά και λέξεις τόσο συνηθισμένες όπως «συγκέντρωση» ή «στρατόπεδο» ανεξαρτήτως συμφραζομένων. «Μου λένε», ανάφερε ο Μελανσόν, «ότι η λέξη ‘στρατόπεδο’ είναι αντισημιτική συνδήλωση. Γιατί όχι το άρθρο που συνήθως προηγείται: το ‘το’;»   

Ο Χίτλερ και οι Ναζιστές χρησιμοποιούσαν τη σύνθετη λέξη «Εβραιομπολσεβίκος» για να χαρακτηρίσουν τον εχθρό. Ο Μακρόν, η κεντρώα ακροδεξιά του, η δεξιά και η νεοναζιστική δεξιά στη Γαλλία χρησιμοποιούν τον όρο «Ισλαμοαριστεριστής». Προφανώς, ο «Εβραιομπολσεβίκος» των ημερών μας είναι ο «Ισλαμοαριστεριστής».   

Ο Μακρόν και τα καθεστωτικά ΜΜΕ, αναγνωρίζοντας στην Ανυπότακτη Γαλλία τον πραγματικό πολιτικό εχθρό, επιχειρούν τώρα να την αποβάλουν συμβολικά από το χώρο του δημοκρατικού τόξου, ενώ το κόμμα της Λεπέν, με την ανοχή του ακραίου κέντρου, πιέζει για να κανονικοποιειθεί εντελώς μπαίνοντας σε αυτό.

Για πρώτη φορά στη Γαλλία, η Λεπέν και το νεοφασιστικό της κόμμα έχουν σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας στις επόμενες προεδρικές εκλογές. Η πολιτική κατάρρευση του ακραίου κέντρου και της παραδοσιακής δεξιάς την ευνοεί για την ώρα, όπως την ευνοούν και οι αυταρχικές νομοθεσίες και πρακτικές του Μακρόν που κανονικοποιούν το πολιτικό της πρόγραμμα.   

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, στον χώρο της αριστεράς τείνουν να διαμορφωθούν δύο πολιτικές γραμμές. Από τη μια η Ανυπόταχτη Γαλλία και η εξωκοινοβουλευτική αριστερά με πολιτικό προσανατολισμό τη ρήξη με το σύστημα διεισδύοντας πιο πολύ στα εργατικά στρώματα και συνοικίες, ελπίζοντας να αποκομίσουν και εκλογικό όφελος από την αποχή, και από την άλλη όλες οι άλλες συνιστώσες της Ενωμένης Αριστεράς που με ένα ήπιο και συναινετικό λόγο ελπίζουν να αποκομίσουν εκλογικό όφελος προσελκύοντας το κέντρο. Αυτές οι συνιστώσες δεν καταλάβαν ακόμη ότι η εποχή της συναίνεσης πέρασε ανεπιστρεπτί. Συναίνεση με ποιον σε κοινωνικό επίπεδο; Συναίνεση με ποιο πρόγραμμα και στόχους; Όπως και στη περίπτωση της Ελλάδας, σε συνθήκες ακραίων κοινωνικών αντιθέσεων η πολιτική της συναίνεσης και του συμβιβασμού οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην ήττα και τον εξευτελισμό. 

Ο κοσμοπολιτισμός των αγορών, η παγκοσμιοποίηση δηλαδή, δημιουργεί εξατομικευμένα άτομα και διαλυμένους κοινωνικούς ιστούς, άτομα που αναζητούν διέξοδο. Τα κράτη του δυτικού καπιταλιστικού κόσμου υπονομεύουν όλο και περισσότερο κάθε ορθολογικό αξιακό υπόβαθρο. Ο νεοφασισμός είναι η αναζήτηση νοήματος σε αυτόν τον κόσμο της αποσύνθεσης με αφηγήματα εξιδανίκευσης του παλαιού κόσμου των εθνικών κρατών και της εθνικής ομοιογένειας. Αντιτάσσει στην ιδέα της προόδου, που κατάντησε συνώνυμη με την κοινωνική καταστροφή, ένα μυθικά ανακατασκευασμένο παρελθόν. Δεν υπόσχεται μόνο μια καλύτερη υλική ζωή. Υπόσχεται κοινωνικό νόημα. Γι’ αυτό τον λόγο είναι τόσο επικίνδυνος. 

Ωστόσο, η μοίρα δεν υπάρχει. Τίποτα δεν είναι αναπόφευκτο. Η λύση όμως δεν είναι ο συμβιβασμός με το πνεύμα των καιρών, ούτε η (κακή) αριθμητική των μερίδων του εκλογικού σώματος, ούτε η καθώς πρέπει εικόνα για να μην απωθηθούν οι μεσαίοι και οι κεντρώοι. Ποιοι μεσαίοι; Τα μεσαία στρώματα έχουν προ πολλού εκλείψει; Φρόντισε ο νεοφιλελευθερισμός γι’ αυτό. Χωρίς στρατηγικό σχέδιο ταξικής ρήξης με το σύστημα και τις οργανωτικές δομές που του αντιστοιχούν, ο νεοφασιστικός κίνδυνος όλο και θα μεγαλώνει. Όπως έλεγε η  Marguerite Duras μια ηθική αξία, που είναι ταυτόχρονα και στρατηγικό σχέδιο, υπερέχει και συμπεριλαμβάνει όλες τις άλλες: η πάλη των τάξεων. 

Παρά τις εντάσεις στο χώρο της ενωμένης αριστεράς, τα πράγματα δεν έχουν κριθεί ακόμη. Η πρόσφατη απόρριψη του ρατσιστικού μεταναστευτικού νομοσχεδίου της κυβέρνησης από τη βουλή (με τη ψήφο και της νεοφασιστικής δεξιάς αφού, σύμφωνα με την τελευταία, το νομοσχέδιο δεν είναι αρκούντος ρατσιστικό) δημιουργεί ένα λιγότερο αρνητικό κλίμα στο χώρο της αριστεράς. Η συζήτηση θα συνεχιστεί με ορίζοντα τις προεδρικές εκλογές. Οι πιθανότητες επιτυχίας της στις επόμενες προεδρικές εκλογές θα εξαρτηθούν σε μεγάλο βαθμό από την έκβαση αυτής της συζήτησης.

+ posts