Το γεγονός ότι η καθεστωτική οικονομική σκέψη δεν έχει θεωρία των κρίσεων και, ως εκ τούτου, αδυνατεί να κατανοήσει την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-2008 και την ύφεση του 2009, είναι αδιαμφισβήτητο. Άλλωστε, το παραδέχεται και η ίδια. Ο Alan Greenspan π.χ., επικεφαλής της Federal Reserve κατά τα κρίσιμα χρόνια πριν την κρίση του 2007-2008 και από τους πλέον διακεκριμένους γκουρού του νεοφιλελευθερισμού, στην κατάθεσή του ενώπιον της Επιτροπής Εποπτείας και Κυβερνητικής Μεταρρύθμισης της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ (23/10/2008) ανέφερε: «Έχω μια ιδεολογία. Φρονώ πως η ελεύθερη ανταγωνιστική αγορά είναι μακράν ο καλύτερος τρόπος οργάνωσης της οικονομίας. Δοκιμάσαμε τη ρύθμιση, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν λειτούργησε εποικοδομητικά. […] Ανακάλυψα ένα σφάλμα στο μοντέλο που θεωρούσα ότι αποτελεί τη δομή η οποία καθορίζει πως λειτουργεί ο κόσμος. […] Όσοι από εμάς είχαμε υπολογίσει στο ίδιο συμφέρον των χρηματοπιστωτικών οργανισμών να προστατέψουν την καθαρή θέση των μετόχων τους, εμού συμπεριλαμβανομένου, είμαστε τόσο σοκαρισμένοι, που ακόμη δυσκολευόμαστε να πιστέψουμε αυτό που έγινε» (1).
Η κατανόηση των καπιταλιστικών κρίσεων γενικά και της κρίσης του νεοφιλελεύθερου σχήματος αναπαραγωγής ιδιαίτερα περνά μέσα από το έργο του Μαρξ, κυρίως μέσα από το Κεφάλαιο. Κι’ αυτό όχι γιατί θα βρει κανείς μια συστηματική παρουσίαση της θεωρίας των κρίσεων στον Μαρξ, αλλά γιατί η οικονομική κρίση, ως δυνατότητα τουλάχιστον, είναι πανταχού παρούσα σε όλο το εννοιολογικό σύστημα που ανέπτυξε προκειμένου να αναλύσει κριτικά το καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής: στην έννοια του εμπορεύματος και του κεφαλαίου, της αξίας και της τιμής, στην παραγωγική διαδικασία, στη διαδικασία κυκλοφορίας και τη διαδικασία αναπαραγωγής του κεφαλαίου.
Αυτός είναι ο λόγος που η θεωρία των κρίσεων στον Μαρξ δεν εξαντλείται στην ιστορική εμπειρία των κρίσεων που ο ίδιος ο Μαρξ είχε υπόψη. Με άλλα λόγια, παραμένει απολύτως επίκαιρη.
Σήμερα, κάτω από τον όρο «κρίση», οι μαρξιστές καταλαβαίνουν τόσο τις «περιοδικές κρίσεις» που είναι ένα συνηθισμένο φαινόμενο το οποίο εμφανίζεται σε σχετικά τακτά χρονικά διαστήματα, όσο και τις «δομικές κρίσεις» που πολλοί ταυτίζουν με τα «μακροχρόνια κύματα συρρίκνωσης» της οικονομίας (χαμηλοί ρυθμοί επενδύσεων και μεγέθυνσης του ΑΕΠ), κατά τη διάρκεια των οποίων οι περίοδοι ανάκαμψης και μεγέθυνσης είναι πιο ασθενείς ενώ οι περιοδικές κρίσεις πιο οξείες.
Ο ίδιος ο Μαρξ ασχολήθηκε διεξοδικά μόνο με τις περιοδικές κρίσεις, αφού ο προβληματισμός περί μακρών οικονομικών κυμάτων, που προϋποθέτει μια σχετικά μακρά καπιταλιστική ιστορία, είναι πολύ μεταγενέστερός του. Ο Μαρξ αναλύει τις κρίσεις στο πλαίσιο του «βιομηχανικού κύκλου» της εποχής του: του κύκλου που ο Joseph Schumpeter ονόμαζε «κύκλο Juglar», του κύκλου δηλαδή βραχείας διάρκειας, που διαχώριζε από τον κύκλο μακράς διάρκειας «Kondratieff».
Ο Μαρξ μιλά για ένα δεκαετή βιομηχανικό κύκλο κατά τον οποίο οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου δεν είναι ομοιόμορφα κατανεμημένες, αλλά συγκεντρωμένες στον χρόνο, με αποτέλεσμα η οικονομική δραστηριότητα να παρουσιάζει έντονες διακυμάνσεις κατά τη διάρκειά του.
Ο Μαρξ χρησιμοποιεί ουσιαστικά τον ταξικό ανταγωνισμό για να ερμηνεύσει τις διάφορες φάσεις του κύκλου: Πολύ επιγραμματικά, κατά την περίοδο της ανάκαμψης από την περιοδική κρίση, επειδή οι μισθοί είναι ιδιαίτερα χαμηλοί, πράγμα που επιδρά θετικά στο ποσοστό κέρδους, οι επιχειρήσεις τείνουν να επενδύουν ιδιαίτερα σε κυκλοφορούν κεφάλαιο και να απορροφούν μέρος του «εργατικού υπερπληθυσμού», πράγμα που τονώνει τη ζήτηση. Ταυτόχρονα όμως, η μείωση της ανεργίας αυξάνει τη διαπραγματευτική ισχύ των μισθωτών και οδηγεί σε αντικατάσταση μέρους της εργασίας με πάγιο κεφάλαιο. Έτσι προκύπτει μια φάση μεγάλων επενδύσεων παγίου κεφαλαίου, μια φάση δηλαδή μεγάλης οικονομικής μεγέθυνσης και εν τέλει «υπερθέρμανσης της οικονομίας», που υπονομεύει τη μεγέθυνση διότι οδηγεί σε υπερπαραγωγή εμπορευματικών αξιών που δεν βρίσκουν αντίστοιχη ενεργό ζήτηση στην αγορά. Η πτώση της κερδοφορίας που προκύπτει με αυτόν τον τρόπο, οδηγεί στην περιοδική κρίση και την ανεργία, η οποία υπονομεύει τους μισθούς και αυξάνει την κερδοφορία του κεφαλαίου – για να αρχίσει ο βιομηχανικός κύκλος από την αρχή. Εν ολίγοις, ο ταξικός ανταγωνισμός, μέσω της επίδρασής του στο ποσοστό κέρδους, δίνει ρυθμό στον βιομηχανικό κύκλο, ο οποίος χαρακτηρίζεται από διαφορετικές φάσεις: κρίση, ανάκαμψη, υπερθέρμανση κ.λπ. (2).
Αν και ο Μαρξ δεν ασχολήθηκε με τα μακροχρόνια κύματα συρρίκνωσης, η εννοιολογική του ανάπτυξη περιέχει διάσπαρτα αναλύσεις που συμβάλουν στην κατανόησή τους. Ο δεύτερος τόμος του Κεφαλαίου, που παραδόξως ελάχιστα εξετάζεται από τη σχετική βιβλιογραφία, ιδιαίτερα το πρώτο και το τελευταίο μέρος του, είναι κεντρικής σημασίας στην ανάλυση των δομικών κρίσεων. Πολλοί μαρξιστές αναλυτές περνούν απευθείας από τον πρώτο στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου, αφήνοντας ανεκμετάλλευτο τον δεύτερο τόμο που έχει ως αντικείμενο την κυκλοφορία του κεφαλαίου. Το αποτέλεσμα είναι να καταλήγουν σε μια μονο-αιτιακή ερμηνεία των κρίσεων, που επιχειρεί να αποδώσει κάθε κρίση στην πτώση του ποσοστού κέρδους. Ωστόσο, σε μερικές περιπτώσεις (κρίση του 1929 και του 2007-2008) η πτώση του ποσοστού κέρδους είναι μάλλον επίπτωση της κρίσης παρά αιτία της.
Ρυθμοί του κεφαλαίου και κρίση ως αρρυθμία
Στο πρώτο μέρος του δεύτερου τόμου του Κεφαλαίου, ο Μαρξ παρουσιάζει και αναλύει αυτό που ονομάζει «βιομηχανικό κεφάλαιο» ως την συνύπαρξη και ταυτόχρονη εξέλιξη τριών ζωτικών κεφαλαιοκρατικών διαδικασιών ή κύκλων. Πρόκειται για τους κύκλους του κεφαλαίου-χρήματος, του παραγωγικού κεφαλαίου και του κεφαλαίου εμπορεύματος (3).
Αξίζει να σημειωθεί ότι η έκφραση «βιομηχανικό κεφάλαιο» δεν παραπέμπει στη βιομηχανία με την στενή έννοια του όρου, δηλαδή στο καπιταλιστικό εργοστάσιο, αλλά σε κάθε παραγωγική διαδικασία που στοχεύει στη δημιουργία και ιδιοποίηση του «βιομηχανικού κέρδους», δηλαδή της υπεραξίας. Συνεπώς, το βιομηχανικό κεφάλαιο περιλαμβάνει και παραγωγικούς τομείς που οι στατιστικές αρχές κατατάσσουν στον τομέα των «υπηρεσιών»: Το κεφάλαιο που επενδύεται στις τουριστικές υπηρεσίες π.χ. είναι σύμφωνα με την ορολογία του Μαρξ «βιομηχανικό κεφάλαιο».
Οι τρεις κύκλοι του βιομηχανικού κεφαλαίου παραπέμπουν στους τρεις θεμελιώδεις ρυθμούς της καπιταλιστικής παραγωγής: τον ρυθμό αξιοποίησης της αξίας, τον ρυθμό συσσώρευσης της αξίας και τον ρυθμό πραγματοποίησης της αξίας.
Ι. Κύκλος του Κεφαλαίου-Χρήματος
Συμβολισμός του Μαρξ: Χ-Ε…Π…Ε’-Χ’
Εναλλακτικός συμβολισμός: Χ(Π)… Π(Ε’)… Ε’(Χ’)
Το χρήμα (Χ) μετατρέπεται σε παραγωγικό κεφάλαιο (Π) διαμέσου της αγοράς των εμπορευμάτων που του αντιστοιχούν (υλικών μέσων παραγωγής και εργατικής δύναμης). Η κατανάλωση του παραγωγικού κεφαλαίου (Π) έχει αποτέλεσμα την παραγωγή εμπορευμάτων μεγαλύτερης αξίας (Ε’) από τα αγορασθέντα, καθότι περιλαμβάνουν και την υπεραξία. Όταν αυτά πουληθούν, μετατρέπονται σε χρήμα μεγαλύτερης αξίας (Χ’) από το προκαταβεβλημένο. Συνεπώς: Χ’ πλην Χ = βιομηχανικό κέρδος ή Υπεραξία. Βεβαίως, σε αυτόν τον κύκλο -όπως και στους επόμενους- ο Μαρξ θεωρεί αρχικά, για να απλοποιήσει την παρουσίασή του, ότι κάθε φάση του κύκλου ολοκληρώνεται πριν αρχίσει η επόμενη, ενώ στην πραγματικότητα οι τρεις φάσεις εκτυλίσσονται ταυτόχρονα. Οι παύλες στην συμβολική περιγραφή της διαδικασίας παραπέμπουν στις πράξεις της απλής κυκλοφορίας των εμπορευμάτων (αγοράζω ή πουλώ), ενώ οι τρεις τελείες παραπέμπουν στη διακοπή της απλής κυκλοφορίας και την έναρξη ή λήξη της παραγωγικής διαδικασίας.
Σύμφωνα με τον Μαρξ, αυτός ο κύκλος παραπέμπει στην ιδιότητα του κεφαλαίου να πολλαπλασιάζεται διαμέσου της παραγωγικής διαδικασίας και της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης που πραγματοποιείται σ’ αυτήν. Επειδή η ποσοτική διαφορά ανάμεσα στο αρχικό Χ και το τελικό Χ’ περιλαμβάνει το σύνολο της υπεραξίας ή του «βιομηχανικού κέρδους», ο συγκεκριμένος κύκλος παραπέμπει στον ρυθμό αξιοποίησης της αξίας.
ΙΙ. Κύκλος του Παραγωγικού Κεφαλαίου
Συμβολισμός του Μαρξ: Π…Ε’ – Χ’ – Ε(’)…Π(’)
Εναλλακτικός συμβολισμός: Π(Ε’)… Ε’(Χ’) – Χ(’)(Π(’))
Το παραγωγικό κεφάλαιο μετατρέπεται σε εμπορεύματα μεγαλύτερης αξίας από την αξία των μέσων παραγωγής, διότι τα εμπορεύματα περιλαμβάνουν την υπεραξία. Ένα μέρος της υπεραξίας διαρρέει όμως υποχρεωτικά από τον κύκλο, αφού καταναλώνεται ιδιωτικά από τον κεφαλαιοκράτη. Σε περίπτωση απλής αναπαραγωγής του κεφαλαίου, το χρήμα (Χ) που θα αγοράσει τα εμπορεύματα (Ε) τα οποία είναι αναγκαία για την νέα παραγωγή (το τελικό Π) δεν περιέχουν υπεραξία, αφού αυτή καταναλώνεται εξολοκλήρου ιδιωτικά. Μόνο σε περίπτωση διευρυμένης αναπαραγωγής χρειάζονται απόστροφοι στο Ε(’) και Π(’), οι οποίες τίθενται εντός παρενθέσεως για δύο λόγους: Πρώτον, διότι ισχύουν μόνο σε περίπτωση διευρυμένης αναπαραγωγής και δεύτερον διότι η υπεραξία στην οποία παραπέμπουν είναι υποχρεωτικά ένα μέρος της συνολικά παραχθείσας υπεραξίας που εμπεριέχεται στο Ε’. Με άλλους όρους, Π(’) πλην Π = Συνολική Υπεραξία πλην Ιδιωτικά Καταναλωθείσα Υπεραξία από τον καπιταλιστή. Συνεπώς, αυτός ο κύκλος δεν παραπέμπει στον ρυθμό αξιοποίησης του κεφαλαίου αλλά στον ρυθμό συσσώρευσης της αξίας, δηλαδή στον ρυθμό αύξησης του παραγωγικού κεφαλαίου ή της επένδυσης.
ΙΙΙ. Κύκλος του Κεφαλαίου-Εμπορεύματος
Συμβολισμός του Μαρξ: Ε’-Χ’-Ε(’)…Π(’)… Ε(’)’
Εναλλακτικός Συμβολισμός: Ε’(Χ’) – Χ(’)(Π(’))…Π(’)(Ε(’)’)
Σ’ αυτόν τον κύκλο, η όλη διαδικασία αρχίζει από την κοινωνική αναγνώριση της αξίας που εμπεριέχεται στο αρχικό εμπόρευμα. Είναι γι’ αυτό που ο Μαρξ θεωρεί ότι αυτή η διαδικασία παραπέμπει στον ρυθμό πραγματοποίησης της αξίας. Σε συνθήκες απλής αναπαραγωγής του κεφαλαίου, οι απόστροφοι εντός παρενθέσεως δεν χρειάζονται, σύμφωνα με το ίδιο σκεπτικό που αναπτύχθηκε πιο πάνω σχετικά με τον κύκλο του παραγωγικού κεφαλαίου. Σε περίπτωση διευρυμένης αναπαραγωγής, οι δύο απόστροφοι στο τελικό εμπόρευμα δηλώνουν ότι η αξία του, εμπλουτισμένη με την υπεραξία της παραγωγικής διαδικασίας που προηγείται, είναι μεγαλύτερη και από αυτήν του αρχικού εμπορεύματος και από την αξία των εμπορευμάτων που αγοράζονται για να χρησιμεύσουν ως μέσα παραγωγής.
Το βιομηχανικό κεφάλαιο εμφανίζεται λοιπόν στον Μαρξ ως η οργάνωση τριών θεμελιωδών οικονομικών ρυθμών: των ρυθμών αξιοποίησης, συσσώρευσης και πραγματοποίησης της αξίας.
Αυτοί οι ρυθμοί είναι βεβαίως αλληλεξαρτώμενοι. Η ομαλή οικονομική ανάπτυξη προϋποθέτει ότι συμπεριφέρονται με τρόπο που να προκύπτει μια σχετική «αρμονία» (όπως και στη μουσική). Αν ο ρυθμός αξιοποίησης της αξίας είναι υπερβολικά ταχύς (άρα το ποσοστό κέρδους πολύ υψηλό) σε σχέση με τον ρυθμό πραγματοποίησης της αξίας, όπως π.χ. στην κρίση του 1929, δηλαδή η παραχθείσα υπεραξία δεν μετατρέπεται σε χρήμα με την αναμενόμενη ταχύτητα, ο πρώτος επιβραδύνεται συμπαρασύροντας και τον ρυθμό συσσώρευσης. Η πτώση του ποσοστού του κέρδους είναι σ’ αυτή την περίπτωση αποτέλεσμα και όχι αιτία της κρίσης (4).
Αν λοιπόν η καπιταλιστική ανάπτυξη παραπέμπει σε μια «αρμονία» ρυθμών, η οικονομική κρίση δεν είναι παρά η εκδήλωση μιας οικονομικής «παραφωνίας» ή «αρρυθμίας», η οποία μπορεί να προέλθει από μια συγκυριακή αυτονόμηση οποιουδήποτε από τους τρεις θεμελιώδεις οικονομικούς ρυθμούς σε σχέση με τους άλλους δύο.
Ο εναλλακτικός συμβολισμός των τριών κύκλων, που είναι λιγότερο περιγραφικός διότι δίνει έμφαση στις λειτουργικές μορφές του κεφαλαίου (αυτές που βρίσκονται εκτός παρενθέσεων) είναι χρήσιμος στην ακριβή κατανόηση του πιο κάτω αποσπάσματος του δεύτερου τόμου του Κεφαλαίου:
«Αποτελεί απαραίτητο όρο για το συνολικό προτσές παραγωγής, ιδίως για το κοινωνικό κεφάλαιο, να είναι ταυτόχρονα και προτσές αναπαραγωγής, επομένως και κύκλιση του καθενός από τα στοιχεία του. Έτσι κάθε λειτουργική μορφή διανύει ταυτόχρονα με τις άλλες και τη δική της κύκλιση, παρά το γεγονός ότι κάθε φορά παρίσταται με τη μορφή αυτή ένα άλλο μέρος του κεφαλαίου. Ένα μέρος του κεφαλαίου, ένα μέρος όμως που πάντα αλλάζει, που διαρκώς αναπαράγεται, υπάρχει με την μορφή εμπορευματικού κεφαλαίου που μετατρέπεται σε χρήμα· ένα άλλο μέρος υπάρχει με την μορφή χρηματικού κεφαλαίου, που μετατρέπεται σε παραγωγικό κεφάλαιο· ένα τρίτο μέρος υπάρχει με την μορφή παραγωγικού κεφαλαίου που μετατρέπεται σε εμπορευματικό κεφάλαιο. Η διαρκής ύπαρξη και των τριών μορφών γίνεται δυνατή χάρη στην κύκλιση του συνολικού κεφαλαίου, που περνά ακριβώς από αυτές τις τρεις φάσεις» (5).
Το βιομηχανικό κεφάλαιο, λοιπόν, «αυτή η αφαίρεση in actu» όπως γράφει ο Μαρξ (6), είναι μια συνεχής διαδικασία κατά την οποία οι λειτουργικές του μορφές εκδηλώνονται ως «ρευστές μορφές που η σύγχρονη ύπαρξή τους γίνεται δυνατή χάρη στη διαδοχή τους» (7). Η χρονική ακολουθία των μορφών δημιουργεί συνεχώς μια νέα ταυτόχρονη συνύπαρξη ανάμεσα στις τρεις λειτουργικές μορφές. Η ασυμβατότητα στους τρεις βασικούς ρυθμούς του κεφαλαίου σε περιόδους κρίσεων εκδηλώνεται ως ποσοτική δυσαναλογία ανάμεσα στα τρία μέρη της αξίας που συνυπάρχουν ταυτόχρονα.
Με άλλα λόγια, κάποιες ποσοτικές αναλογίες ανάμεσα στο χρήμα, το εμπόρευμα και το κεφάλαιο στην παραγωγική του φάση πρέπει να ισχύουν για να λειτουργεί ομαλά ο κύκλος της καπιταλιστικής αναπαραγωγής. Ποιες όμως; Ο Μαρξ, στο τελευταίο μέρος του δεύτερου τόμου απαντά με γενικό και έμμεσο τρόπο σ’ αυτό το ερώτημα.
Η βασική ιδέα είναι η εξής: Oι ποσοτικές σχέσεις ανάμεσα στις λειτουργικές μορφές του κεφαλαίου είναι ισορροπημένες όταν εξασφαλίζεται η διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Προκειμένου να εξασφαλίζεται η τελευταία, δεν επαρκεί μόνο μια ικανοποιητική κερδοφορία του κεφαλαίου. Πρέπει επίσης ο καταμερισμός της εργασίας και της επένδυσης ανάμεσα στους διάφορους παραγωγικούς τομείς να αντιστοιχεί με την κατανομή των εισοδημάτων ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις. Η κίνηση του κεφαλαίου από τον έναν παραγωγικό τομέα στον άλλο, που καθορίζει τον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας και της επένδυσης, εξαρτάται από τις συνθήκες του ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού και τείνει να διαμορφώσει ένα μέσο ποσοστό κέρδους. Η κατανομή των εισοδημάτων όμως εξαρτάται από τους συσχετισμούς δύναμης ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις (8).
Αυτή η ετερογενής εξάρτηση προσφοράς εμπορευμάτων (καταμερισμός εργασίας και επένδυσης) και ζήτησης (ταξική κατανομή εισοδημάτων) μπορεί να οδηγήσει σε κρίση του σχήματος αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Αν π.χ. ο καταμερισμός εργασίας οδηγήσει σε παραγωγή εμπορευμάτων που απευθύνονται στην κατανάλωση της εργατικής τάξης (Ε’) ενώ ο μισθός υπολείπεται αυτής της αξίας, το Ε’ δεν μπορεί να μεταμορφωθεί σε Χ’: το σχήμα αναπαραγωγής βρίσκεται σε κρίση. Πρόκειται για κρίση υπερσυσσώρευσης αξίας και όχι για κρίση «υποκατανάλωσης».
Όλες οι κλασικές καπιταλιστικές κρίσεις, είτε προέρχονται από επιβράδυνση του ρυθμού αξιοποίησης της αξίας είτε προέρχονται από επιβράδυνση του ρυθμού πραγματοποίησης της αξίας, είναι κρίσεις υπερσυσσώρευσης.
Η επιβράδυνση του ποσοστού αξιοποίησης της αξίας ισοδυναμεί με τη πτώση του ποσοστού κέρδους μιας χρονικής περιόδου. Το ετήσιο ποσοστό κέρδους ισούται με την παραχθείσα υπεραξία (Υ) κατά τη διάρκεια του έτους στο προκαταβληθέν κεφάλαιο, που χωρίζεται σε δύο μέρη: τα υλικά μέσα παραγωγής ή το σταθερό κεφάλαιο σε αξία (Σ) και την εργατική δύναμη ή το μεταβλητό κεφάλαιο επίσης σε αξία (Μ) (9): Στην περίπτωση της επιβράδυνσης του ρυθμού αξιοποίησης της αξίας, η κρίση υπερσυσσώρευσης εμφανίζεται ως «υπερβολή» της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου (Σταθερό Κεφάλαιο διά Μεταβλητό Κεφάλαιο ή Σ/Μ) σε σχέση με το ποσοστό εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης (Υπεραξία διά Μεταβλητό Κεφάλαιο ή Υ/Μ), που οδηγεί σε πτώση του ποσοστού κέρδους. Στη περίπτωση της επιβράδυνσης του ρυθμού πραγματοποίησης της αξίας, η κρίση εμφανίζεται ως «υπερβολή» της παραχθείσας εμπορευματικής αξίας σε σχέση με το χρήμα που της αντιστοιχεί. Η υπεραξία δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί πλήρως, με αποτέλεσμα να προκύψει, ως συνέπεια της αρχικής αιτίας της κρίσης, και η επιβράδυνση του ρυθμού αξιοποίησης της αξίας.
Από την κρίση του κεϊνσιανού σχήματος
αναπαραγωγής, στην κρίση του νεοφιλελεύθερου
Η κεϊνσιανή (μεταπολεμική) περίοδος χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερα υψηλή ετήσια αύξηση της παραγωγικότητας βασισμένη στη φορντικού- τεηλορικού τύπου οργάνωση της εργασίας, που η τελειοποίηση και επέκτασή της από κλάδο σε κλάδο έφτασε στα όριά της μέσα στη δεκαετία του 1970. Στην ανοδική της φάση, η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας επέτρεπε τη διατήρηση υψηλής κερδοφορίας παρά την αύξηση των πραγματικών μισθών, τη διεύρυνση του δημόσιου αγαθού (δημόσια υγεία, δημόσια παιδεία κ.λπ.) και τη συγκρότηση του κράτους πρόνοιας.
Η επιβράδυνση της προόδου της παραγωγικότητας της εργασίας, που παρατηρήθηκε από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 στον ανεπτυγμένο κόσμο, οδήγησε σε δυσανάλογη αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου σε σχέση με το ποσοστό εκμετάλλευσης και οδήγησε στην πτώση του ποσοστού του κέρδους. Το κεϊνσιανό σχήμα αναπαραγωγής είχε καταστεί δυσλειτουργικό για το κεφάλαιο. Η δεκαετία του 1970 εγκαινίασε ένα μακροχρόνιο «καθοδικό» κύμα (10).
Σε αυτή τη συγκυρία της κρίσης του κεϊνσιανού σχήματος αναπαραγωγής, μια ανυπόληπτη ιδεολογία χωρίς καμιά επίδραση στο πανεπιστήμιο ή στις κυβερνητικές οικονομικές πολιτικές ανασύρθηκε από τα αζήτητα: ο νεοφιλελευθερισμός (11). Στόχος των νεοφιλελεύθερων πολιτικών ήταν η αποκατάσταση του κέρδους μέσω της αλλαγής του συσχετισμού δύναμης ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις με τη διατήρηση του ψηλού ποσοστού ανεργίας, την επίθεση στο συνδικαλιστικό κίνημα, τις ευέλικτες μορφές εργασίας, την απορρύθμιση των αγορών, την «χρηματιστικοποίηση» και την «παγκοσμιοποίηση».
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, η απορρύθμιση των αγορών ευνόησε τη διακίνηση κεφαλαίων σε παγκόσμια κλίμακα, με αποτέλεσμα την όξυνση του καπιταλιστικού ανταγωνισμού σε παγκόσμια κλίμακα. Ήδη μέσα στη δεκαετία του 1980, οι εξαγορές και συγχωνεύσεις επιχειρήσεων και η διαμόρφωση διεθνών ολιγοπωλίων (12), που επέτρεψαν οικονομίες κλίμακας, συνέβαλαν στην ανάκαμψη της κερδοφορίας του κεφαλαίου.
Βάσει των επίσημων στατιστικών δεδομένων που παρουσιάζονται στο στατιστικό παράρτημα, είναι δυνατόν να κωδικοποιήσουμε τα κύρια γνωρίσματα της νεοφιλελεύθερης περιόδου ως προς την προσφορά εμπορευμάτων:
Ι. Η παραγωγικότητα της εργασίας αυξάνεται με πολύ πιο αργό ρυθμό συγκριτικά με την ανοδική φάση της κεϊνσιανής περιόδου.
ΙΙ. Η παραγωγικότητα της εργασίας, ωστόσο, αυξάνεται κατά κανόνα ταχύτερα από τον μισθό, με αποτέλεσμα το ποσοστό εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης (Υ/Μ) να αυξάνεται (διαγράμματα, 1, 2 και 3).
ΙΙΙ. Το ποσοστό του βιομηχανικού κέρδους ανακάμπτει προοδευτικά, γιατί η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου (Σ/Μ) δεν εξουδετερώνει την αύξηση του ποσοστού υπεραξίας (Υ/Μ).
IV. Ωστόσο, το ποσοστό συσσώρευσης του κεφαλαίου (του παγίου κεφαλαίου που είναι εύκολα προσβάσιμο στην επίσημη στατιστική και που αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος του συνολικού κεφαλαίου) δεν ακολουθεί πιστά την αύξηση του ποσοστού του κέρδους, με αποτέλεσμα να δημιουργείται διευρυνόμενη απόκλιση ανάμεσα στα δύο ποσοστά (διαγράμματα 4, 5 και 6). Αυτή η απόκλιση επιβεβαιώνεται και από την αυξητική τάση του λόγου Υπεραξίας/Συσσώρευσης: ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος της υπεραξίας δεν επενδύεται παραγωγικά ή, ακριβέστερα, δεν επενδύεται σε πάγιο κεφάλαιο (διάγραμμα 7).
Από το σημείο IV προκύπτει όμως ένα ερώτημα: Αν ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος της υπεραξίας ή του βιομηχανικού κέρδους δεν επανεπενδύεται στην παραγωγή, πού καταλήγει;
Επενδύεται μήπως στο χρηματιστήριο υπό μορφή μετοχών ή στο τραπεζικό σύστημα υπό μορφή τοκοφόρων λογαριασμών; Η απάντηση είναι αρνητική, γιατί ο τελικός προορισμός της υπεραξίας είναι ή η επένδυση σε υλικό κεφάλαιο ή η κατανάλωση εμπορευμάτων.
Το κεφάλαιο-χρήμα, είτε είναι τοκοφόρο κεφάλαιο είτε είναι μετοχικό κεφάλαιο, εμφανίζεται βέβαια ως μια αυτόνομη μορφή στα χέρια του καπιταλιστή ιδιοκτήτη του, χωρίς όμως να απελευθερώνεται πραγματικά από τους κύκλους του βιομηχανικού κεφαλαίου. Στα μάτια του ιδιοκτήτη του εμφανίζεται ως μια απλή διαδικασία χ-χ’, όπου το αρχικό χρήμα (χ) πολλαπλασιάζεται (χ’) χωρίς τη διαμεσολάβηση κάποιας παραγωγικής διαδικασίας. Ωστόσο, όταν η τράπεζα δανείζει το χ του τοκοφόρου λογαριασμού στο βιομηχανικό κεφάλαιο, τότε το χ μετατρέπεται σε μέρος του Χ στη διαδικασία του βιομηχανικού κεφαλαίου-χρήματος: Χ-Ε…Π…Ε’-Χ’. Το ίδιο ισχύει για το μετοχικό κεφάλαιο μιας παραγωγικής μονάδας, αφού η μετοχή είναι τίτλος ιδιοκτησίας μέρους της επενδυμένης αξίας στην παραγωγή, δηλαδή και πάλι του αρχικού Χ. Είναι γι’ αυτό που το βιομηχανικό κέρδος ή η υπεραξία (Χ’ πλην Χ) στον Μαρξ δεν περιλαμβάνει μόνο το κέρδος της επιχείρησης, αλλά και τον τόκο και το μέρισμα. Η υπεραξία φορά πολλαπλές μάσκες στον χορό των εμπορευμάτων: κέρδος της επιχείρησης, τόκος, μέρισμα – άλλες που δεν είναι της ώρας να αναλύσουμε, όπως το εμπορικό κέρδος ή ακόμη η γαιοπρόσοδος.
Τα χρήματα που «μπαίνουν» στο χρηματιστήριο (αγορά μετοχών) «βγαίνουν» την ίδια στιγμή (πώληση μετοχών) και όποια κατάθεση αποφέρει τόκο αντιστοιχεί με μια επένδυση (ή κατανάλωση) που πληρώνει τόκο.
Η υπεραξία που παράγεται αλλά δεν επενδύεται στον ανεπτυγμένο κόσμο δεν καταλήγει ούτε στις αναδυόμενες αγορές. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι υπάρχει ροή υπεραξίας από τις ανεπτυγμένες χώρες στις αναδυόμενες αγορές και στον υπόλοιπο κόσμο γενικότερα. Δεν υπάρχει όμως καθαρή εκροή, αφού τα κεφάλαια που ρέουν από τον υπόλοιπο κόσμο στον ανεπτυγμένο κόσμο, υπό μορφή κυρίως συναλλαγματικών αποθεμάτων και εξυπηρέτησης παλαιότερου δημόσιου και ιδιωτικού χρέους, είναι περισσότερα. Αυτό φαίνεται και από τις τρέχουσες συναλλαγές των τριών πόλων (διάγραμμα 8), που συνολικά είναι αρνητικές, αφού η οικονομία των ΗΠΑ δημιουργεί μεγαλύτερα ελλείμματα απ’ ό,τι η Ιαπωνία πλεονάσματα, αν όχι με σχετικούς όρους (σε ποσοστά επί του ΑΕΠ τους), σίγουρα με απόλυτους όρους, δηλαδή σε δολάρια (η μακροοικονομική ισορροπία απαιτεί καθαρή εισροή κεφαλαίων όταν οι τρέχουσες συναλλαγές είναι αρνητικές). Η κεντρική τράπεζα της Κίνας π.χ. αγοράζει με το εθνικό της νόμισμα τα συναλλαγματικά πλεονάσματα που προκύπτουν από το εξαγωγικό εμπόριο της χώρας για να κρατήσει χαμηλά τη συναλλαγματική αξία του εθνικού της νομίσματος. Το συναλλαγματικό απόθεμα που συντηρεί κατά αυτόν τον τρόπο, επενδύεται κυρίως στις ΗΠΑ.
Η απάντηση στο αρχικό μας ερώτημα σχετίζεται με δύο άλλα γνωρίσματα του νεοφιλελεύθερου σχήματος αναπαραγωγής που αφορούν στην ενεργό ζήτηση:
Ι. Η ιδιωτική κατανάλωση φαίνεται να αποδεσμεύεται σχετικά από τον πραγματικό μισθό. Η απόκλιση ανάμεσα στο ποσοστό κέρδους και στο ποσοστό συσσώρευσης συνοδεύεται από μια απόκλιση ανάμεσα στην ιδιωτική κατανάλωση και το μερίδιο του μισθού στο ΑΕΠ (διαγράμματα 9, 10 και 11). Ο λόγος Ιδιωτική Κατανάλωση/Μερίδιο του Μισθού (διάγραμμα 12) αυξάνεται όπως και ο λόγος Υπεραξία/Συσσώρευση
ΙΙ. Το χρέος των νοικοκυριών ως προς το διαθέσιμό εισόδημά τους παρουσιάζει αυξητική τάση (διαγράμματα 13, 14 και 15).
Η κύρια αιτία σχετικής αυτονόμησης της ιδιωτικής κατανάλωσης ως προς το μερίδιο του μισθού στο ΑΕΠ οφείλεται στην κατανάλωση με δανεικά, που αντανακλάται στην αύξηση του χρέους των νοικοκυριών μέχρι την χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-2008.
Τα χρηματοπιστωτικά παράγωγα έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην αύξηση του χρέους του νοικοκυριών: Η ομαδοποίηση ποσοστών διαφορετικών δανείων και η δημιουργία αντίστοιχων τίτλων διαπραγματεύσιμων στην αγορά δημιούργησε την ψευδαίσθηση ότι ο αρχικός δανειστής (η επενδυτική τράπεζα κυρίως) είναι σε θέση να ξεφορτωθεί τον κίνδυνο που ελλοχεύει στα δάνεια, αφού μπορεί να τα πουλήσει υπό μορφή τίτλων.
Εδώ όμως φανερώνονται και τα όρια του μεθοδολογικού ατομικισμού. Όταν μια επενδυτική τράπεζα των ΗΠΑ π.χ. μετατρέπει τα δάνειά της σε χρηματιστικά παράγωγα τα οποία αγοράζει ένα κερδοσκοπικό ταμείο για να δημιουργήσει με τη σειρά του άλλα παράγωγα, βασισμένα στα πρώτα, προκειμένου να τα πουλήσει σε μια γερμανική, γαλλική ή βρετανική τράπεζα, ο κίνδυνος δεν εξαφανίζεται ως διά μαγείας. Αντιθέτως: η ψευδαίσθηση της εξαφάνισής του συντείνει στον πολλαπλασιασμό του και ταυτόχρονα τον μετατρέπει από ιδιωτικό σε συστημικό και από εθνικό σε παγκόσμιο.
Αυτός ο πολλαπλασιασμός κινδύνων οδήγησε στην τεράστια φούσκα των παράγωγων χρηματοπιστωτικών τίτλων που έσκασε το καλοκαίρι του 2007, τερματίζοντας έτσι το ανοδικό κύμα της νεοφιλελεύθερης περιόδου.
Ποιος ήταν ο ρόλος του κεφαλαίου-χρήματος ως φαινομενικά αυτόνομου κεφαλαίου κατά τη νεοφιλελεύθερη περίοδο;
Πρώτον, διαμέσου της αυξημένης κινητικότητας του χρηματικού κεφαλαίου σε εθνική και παγκόσμια κλίμακα και του οξύτερου ανταγωνισμού που προέκυψε, καθηλώθηκε σχετικά ο μισθός προς όφελος του κέρδους. Το χρηματικό κεφάλαιο κινείται προς τις δραστηριότητες με το μεγαλύτερο κέρδος, επιβάλλοντας έτσι μια «παραγωγική πειθαρχία» που απαιτεί υψηλά ποσοστά κέρδους. Το γεγονός αυτό συρρίκνωσε τις δραστηριότητες που θεωρούνται «απλώς» ικανοποιητικά επικερδείς και άφησε ανικανοποίητες τις κοινωνικές ανάγκες που εξελίχθηκαν καθ’ όλη την μεταπολεμική περίοδο προς τον τομέα των υπηρεσιών (υγεία, παιδεία κ.λπ.), δηλαδή προς έναν τομέα χαμηλών προσδοκιών ως προς την πρόοδο της παραγωγικότητας και άρα του κέρδους.
Δεύτερον, αντιμετώπισε την αρνητική επίδραση που θα είχε η μείωση του μισθού ως ποσοστού του ΑΕΠ στην ιδιωτική κατανάλωση με την αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης των νοικοκυριών, τα οποία μπόρεσαν να επωφεληθούν από το αυξημένο μερίδιο τόκων και μερισμάτων στο βιομηχανικό κέρδος, καθώς και με την αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωση της μισθωτής εργασίας που βασίστηκε στον δανεισμό (13). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, με τη σχετική υπέρβαση του προβλήματος της «πραγματοποίησης της αξίας» που ο ίδιος ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός δημιούργησε και διαχειρίστηκε, οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου και το ΑΕΠ συνέχισαν να αυξάνονται, αν και με ρυθμούς πολύ χαμηλότερους σε σχέση με τη μεταπολεμική περίοδο.
Η υπερχρέωση των νοικοκυριών ισοδυναμεί με ενεργοποίηση της μελλοντικής ζήτησης στον παρόντα χρόνο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, όμως, η επιτάχυνση της διαδικασίας πραγματοποίησης της αξίας δεν μπορεί να διαιωνίζεται, διότι βασίζεται σε ένα όλο και μεγαλύτερο χρέος, που από ένα σημείο και πέρα δημιουργεί πλασματικές αξίες, δηλαδή δικαιώματα πάνω στον μελλοντικό μισθό που δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθούν. Να γιατί η κρίση εκδηλώθηκε αρχικά ως κρίση χρηματοπιστωτικής φύσης (2007-2008) πριν εκδηλωθεί ως παγκόσμια ύφεση. Η κρίση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού είναι η κρίση της οικονομικής αποικιοκρατίας του παρόντος στο μέλλον, και η απαξίωση των πλασματικών αξιών είναι το αίτημα ελευθερίας του μέλλοντος στο παρόν.
Στην Ε.Ε. και ιδιαίτερα στην Ευρωζώνη, αυτή η μεταφορά πόρων μέσω δανεισμού, πέραν από την ταξική της διάσταση, περιπλέκεται και με μια εθνική διάσταση. Τα κράτη του ευρωπαϊκού Βορρά της ζώνης δανείζουν, ενώ τα κράτη του ευρωπαϊκού Νότου δανείζονται. Το ευρώ έπαιξε καθοριστικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία. Αφού σε συνθήκες ενιαίου ονομαστικού επιτοκίου στην Ευρωζώνη, το πραγματικό επιτόκιο ήταν πολύ πιο ευνοϊκό και ιδιαίτερα χαμηλό στις χώρες της νότιας Ευρώπης (λόγω πιο ψηλού πληθωρισμού), ο ιδιωτικός δανεισμός αυξήθηκε ραγδαία στις τελευταίες μέχρι το 2008. Τα αυξανόμενα ελλείμματα στις τρέχουσες συναλλαγές τους δεν απασχολούσαν τους δανειστές, αφού οι χώρες της νότιας Ευρώπης (και η Ιρλανδία) δεν έχουν εθνικό νόμισμα για να το υποτιμήσουν. Το πρόβλημα για τους δανειστές προέκυψε με την κρίση, όταν πλέον η επιβίωση του ευρώ είχε τεθεί εν αμφιβόλω. Οι δανειστές αίφνης άρχισαν να απαιτούν ψηλά επιτόκια «ενσωματώνοντας» σε αυτά μια αναθεωρημένη εκτίμηση κινδύνου, τόσο όσον αφορά στο ιδιωτικό χρέος όσο και στο δημόσιο.
Άλλωστε, το ιδιωτικό και το δημόσιο χρέος είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Ακόμη και στην Ελλάδα, όπου το δημόσιο χρέος ήταν το 2008 αρκετά ψηλό, αν και σταθερό από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 ως ποσοστό του ΑΕΠ (γύρω στο 100%), η «κρίση δημόσιου χρέους» εκδηλώνεται όταν το κράτος επιχειρεί να διασώσει το τραπεζικό σύστημα που καταρρέει κάτω από το βάρος των αυξανόμενων μη εξυπηρετούμενων δανείων. Πρώτα χρηματοδοτείται το τραπεζικό σύστημα με το ομόλογο Αλογοσκούφη, και μετά ο καθεστωτικός Τύπος στην Ελλάδα και διεθνώς ανακαλύπτει τα «θανάσιμα αμαρτήματα» του ελληνικού δημοσίου.
Σύμφωνα με τον επικρατούντα μύθο, η Ιρλανδία, χώρα της οποίας το δημόσιο χρέος ήταν εξαιρετικά χαμηλό πριν την κρίση (πολύ κάτω από το σχετικό κριτήριο του 60% του Μάαστριχτ), είχε να αντιμετωπίσει κρίση ιδιωτικού χρέους, ενώ η Ελλάδα κρίση δημόσιου χρέους. Ωστόσο, η Ιρλανδία είδε το δημόσιο χρέος της να εκτινάσσεται στα ύψη μέσα στην κρίση. Δέχτηκε τα μνημόνια, γιατί δεν μπορούσε να το αναχρηματοδοτεί για να αντιμετωπίσει την τραπεζική της κρίση, όπως ακριβώς και η Ελλάδα. Και στις δύο περιπτώσεις, η κρίση του ιδιωτικού χρέους προηγείται της κρίσης του δημόσιου χρέους. Η φύση της κρίσης είναι η ίδια.
Διαχείριση της κρίσης, νέα κρίση
και καπιταλισμός έκτακτης ανάγκης
Πότε αλήθεια τελειώνει η κρίση που άρχισε το 2007-2008; Αν επικεντρωθούμε στη χρηματοπιστωτική της διάσταση και την ύφεση που προκάλεσε, θα λέγαμε ότι τελειώνει το 2010 στις ΗΠΑ και το 2014 στην Ευρώπη, εφόσον ξεπεράστηκε η ύφεση του 2012-2013 και σταθεροποιήθηκε το ευρώ. Το ίδιο και στην Ιαπωνία: Από το 2014 σταθεροποιείται το ΑΕΠ στην θετική κλίμακα και ο ρυθμός συσσώρευσης επίσης επιστρέφει στη θετική κλίμακα μετά από μακρά περίοδο απο-επένδυσης.
Αν όμως επικεντρωθούμε στο νεοφιλελεύθερο σχήμα αναπαραγωγής του κεφαλαίου, θα λέγαμε ότι η κρίση δεν ξεπεράστηκε ποτέ: Παρά το γεγονός ότι η κερδοφορία ανακάμπτει εις βάρος του μισθού, η παραγωγικότητα, η επένδυση και το ΑΕΠ αυξάνονται πλέον με πολύ πιο αργό ρυθμό απ’ ό,τι κατά την ανοδική φάση της νεοφιλελεύθερης περιόδου. Το γεγονός ότι μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση ο δανεισμός των νοικοκυριών έγινε πολύ πιο επιφυλακτικός, καθιστά τον ρυθμό πραγματοποίησης της αξίας πιο αργό και τις επενδύσεις σε πάγιο κεφάλαιο ακόμη πιο φειδωλές.
Αυτές οι κακές επιδόσεις της οικονομίας θα ήταν βέβαια πολύ χειρότερες χωρίς μια κυριολεκτικά πρωτοφανή νομισματική πολιτική. Οι κεντρικές τράπεζες του αναπτυγμένου κόσμου, αποκλίνοντας από τη νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία, επιδόθηκαν στον πειραματισμό μιας «ποσοτικής χαλάρωσης» τεράστιας κλίμακας. Μόνο οι τρεις ισχυρότερες (η FED, η ΕΚΤ και η Τράπεζα της Ιαπωνίας) αύξησαν το ενεργητικό τους κατά 10 τρισ. δολάρια μεταξύ 2007 και 2017 (14), αγοράζοντας τίτλους του δημόσιου χρέους κυρίως, αλλά και ιδιωτικούς τίτλους, περιλαμβανόμενων «τοξικών» χρηματιστικών παραγώγων.
Η «ποσοτική χαλάρωση» με την αγορά δημόσιων τίτλων των κεντρικών τραπεζών από τις ιδιωτικές τράπεζες έχει στόχο να κρατήσει χαμηλά τα επιτόκια στο κυρίαρχο χρέος, επιτρέποντας έτσι στις κυβερνήσεις να διαχειριστούν την κρίση του τραπεζικού συστήματος και, ως ένα βαθμό, τις κοινωνικές συνέπειες της κρίσεις.
Οι κεντρικές τράπεζες, αγοράζοντας δημόσιους τίτλους αυξάνουν το ενεργητικό τους ανάλογα με την αξία των τίτλων και αντίστοιχα το παθητικό τους, που παίρνει τη μορφή πλεονάζουσας ρευστότητας των ιδιωτικών τραπεζών (πέραν της υποχρεωτικής ρευστότητας που οφείλουν να διατηρούν στην κεντρική τράπεζα) κατατεθειμένης στους λογαριασμούς τους στην κεντρική τράπεζα. Το ύψος των τόκων που η κεντρική τράπεζα πρέπει να πληρώνει στις ιδιωτικές τράπεζες εξαρτάται από το επιτόκιο αναφοράς της, που καθορίζει και το επιτόκιο στην πλεονάζουσα ρευστότητα. Συνεπώς, το κόστος του δημόσιου χρέους μειώνεται αισθητά στο βαθμό που τα επιτόκια αναφοράς είναι χαμηλά. Αντί η κυβέρνηση να προσφέρει ψηλό επιτόκιο για να δελεάσει τις αγορές δημόσιων τίτλων, το κράτος με την ευρεία του έννοια (που περιλαμβάνει και την κεντρική τράπεζα) επιβαρύνεται μόνο με το επιτόκιο στην πλεονάζουσα ρευστότητα που καθορίζεται πολιτικά από την κεντρική του τράπεζα.
Ωστόσο, η «ποσοτική χαλάρωση» πήρε τέτοιες διαστάσεις, που τα πραγματικά επιτόκια αναφοράς πέρασαν στην αρνητική κλίμακα και στους τρεις βασικούς πόλους των ανεπτυγμένων οικονομιών (πολύ νωρίς στις ΗΠΑ, αργότερα στην Ευρώπη). Αυτή όμως η πολιτική έχει παρενέργειες και δεν μπορεί να διαιωνίζεται.
Το αρνητικό πραγματικό επιτόκιο αναφοράς δημιουργεί συνθήκες υπερ-ρευστότητας στην οικονομία με πολλές παρενέργειες, μεταξύ των οποίων:
Ι. Επειδή οι καταθέσεις των ιδιωτικών τραπεζών στις κεντρικές τράπεζες έχουν κόστος, οι ιδιωτικές τράπεζες, αντί να επιδιώκουν να αυξήσουν τις καταθέσεις που τους εμπιστεύονται οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, τις μεταχειρίζονται σαν κόστος. Το αρνητικό επιτόκιο αναφοράς υπονομεύει την κλασική τραπεζική λειτουργία, που συνίσταται στην προσέλκυση επιπλέον καταθέσεων και την παραχώρηση επιπλέον δανείων. Οι ιδιωτικές τράπεζες, προκειμένου να ανταποκριθούν στους μετόχους τους που διψούν για τα μερίσματά τους, ωθούνται στην κερδοσκοπία.
ΙΙ. Με τον ίδιο τρόπο που μειώνεται η απόδοση των δημόσιων τίτλων ενώ αυξάνεται η αξία αγοράς τους, μειώνεται η απόδοση των μετοχών ενώ αυξάνεται η ονομαστική (πλασματική) τους αξία στα χρηματιστήρια.
ΙΙΙ. Η φούσκα των χρηματιστηρίων συνοδεύεται για άλλη μια φορά από τη φούσκα των ακινήτων, ιδιαίτερα στις μεγάλες ευρωπαϊκές και αμερικανικές πόλεις.
IV. Τα ταμεία σύνταξης, που υποχρεώνονται νομικά να επενδύουν μέρος του ενεργητικού τους σε δημόσιους τίτλους, χάνουν χρήματα και υποχρεώνονται να αυξάνουν τις συνδρομές για να μην μειώσουν τις συντάξεις.
Η υπερ-ρευστότητα της οικονομίας, όταν διαρκέσει πολύ, προκαλεί τη λεγόμενη παγίδα ρευστότητας. Οι κεντρικές τράπεζες, που σηκώνουν τα χέρια ψηλά γιατί δεν κατάφεραν να βάλουν ξανά την οικονομία σε τροχιά ικανοποιητικών ρυθμών ανάπτυξης παρά την πρωτοφανή επεκτατική νομισματική πολιτική τους, εγκλωβίστηκαν ήδη πριν τον κορωνοϊό στην «παγίδα ρευστότητας»: Οποιαδήποτε προσπάθεια επιστροφής στη νομισματική κανονικότητα ενέχει τον κίνδυνο κατάρρευσης των ιδιωτικών και δημόσιων τίτλων, δηλαδή τον κίνδυνο μιας νέας χρηματοπιστωτικής κρίσης και κρίσης δημόσιου χρέους.
Η κρίση της covid-19, ενδογενής καπιταλιστική κρίση
της μακράς ιστορικής διάρκειας
Είναι σ’ αυτό το ιστορικό συγκείμενο που ξέσπασε η υγειονομική κρίση, προσθέτοντας στο ήδη δυσλειτουργικό σχήμα αναπαραγωγής του κεφαλαίου μια νέα βαρύνουσα διάσταση.
Στο οικονομικό επίπεδο, η κρίση του κορωνοϊού σίγουρα δεν είναι μια κλασική οικονομική κρίση, δηλαδή μια κρίση που προκύπτει από τον αποσυντονισμό των τριών θεμελιωδών ρυθμών της καπιταλιστικής οικονομίας. Ωστόσο, είναι μια καπιταλιστική κρίση, δηλαδή μια κρίση ενδογενής στο σύστημα. Πιο συγκεκριμένα, είναι μια κρίση της πολύ μακράς ιστορικής διάρκειας: Η καπιταλιστική υπερεκμετάλλευση της φύσης για πολλές δεκαετίες αν όχι για αιώνες δημιούργησε συνθήκες υπερπαραγωγής και υπερδιάδοσης επιθετικών ιών. Η υπερθέρμανση της ατμόσφαιρας και η αποδάσωση δημιουργούν υποχρεωτικά μεταναστευτικά ρεύματα άγριων ειδών, των οποίων οι βιότοποι συρρικνώνονται, με αποτέλεσμα η επαφή τους να καθίσταται πολύ συχνότερη. Η επέκταση των αγροτοδιατροφικών μονάδων βιομηχανικής κλίμακας σε συνορεύουσες περιοχές με αυτούς τους βιότοπους εκθέτουν τα ζώα της κτηνοτροφίας και τους ανθρώπους που τα διαχειρίζονται στη διαταραγμένη άγρια ζωή. Σε αυτές τις συνθήκες, προκύπτουν και διαδίδονται άγνωστοι ιοί, παλαιοί και νέοι, δημιουργώντας πανδημίες σε όλο και πιο σύντομα χρονικά διαστήματα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι σε όλο τον 20ό αιώνα υπήρξαν 3 σημαντικές πανδημίες: η ισπανική γρίπη του 1919, η ασιατική γρίπη του 1957 και το HIV/AIDS του 1981. Η τρέχουσα πανδημία, Covid-19, είναι η πέμπτη του 21ου αιώνα, ο οποίος έχει διανύσει μόλις το ένα πέμπτο του. Προηγήθηκαν οι πανδημίες SARS 2003, νόσου των πτηνών 2003-2004, ιού γρίπης AΗΙΝΙ 2009 και EMBOLA 2014.
Η ακραία φτώχεια σε αναπτυσσόμενες χώρες, οι πρωτοφανείς κοινωνικές ανισότητες ακόμη και στον ανεπτυγμένο κόσμο, καθώς και η αποδόμηση των συστημάτων υγείας στον τελευταίο καθιστούν την έγκαιρη και αποτελεσματική αντιμετώπιση των πανδημιών αδύνατη.
Τα κράτη αντέδρασαν στην πανδημία με την επιβολή κατάστασης «έκτακτης ανάγκης», τόσο όσον αφορά στις δημοκρατικές ελευθερίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα όσο και όσον αφορά στην οικονομία.
Τα περιοριστικά μέτρα έφθασαν μέχρι το σημείο του κατ’ οίκο περιορισμού, της απαγόρευσης των διαδηλώσεων και της λογοκρισίας ακόμη και σε σελίδες κοινωνικής δικτύωσης.
Τα οικονομικά μέτρα στήριξης της οικονομίας, που μπήκε στον πάγο λόγω των περιοριστικών μέτρων, ήταν πρωτοφανή. Η Ε.Ε., αν και μετά από πολλούς δισταγμούς, χρονοβόρες διαδικασίες και εσωτερικές τριβές, αποδέχτηκε ακόμα και την αμοιβαιοποίηση ενός νέου δημόσιου χρέους εκατοντάδων δισ. ευρώ στο πλαίσιο του «πακέτου» 750 δισ. ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης (Recovery Fund), πράγμα που απέρριπτε κατηγορηματικά στο πλαίσιο διαχείρισης της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2007-2008 και των υφέσεων που αυτή προκάλεσε.
Για άλλη μια φορά, ωστόσο, η δημοσιονομική απόκλιση από την νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία στοχεύει στην επιβίωση του νεοφιλελεύθερου σχήματος αναπαραγωγής και όχι στην αντικατάστασή του.
Παρά τα πρόσφατα επεκτατικά δημοσιονομικά οικονομικά μέτρα που θα αυξήσουν κατακόρυφα το ήδη αυξημένο δημόσιο χρέος, λόγω της διαχείρισης της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2007-2008 και των συνεπειών της στην «πραγματική οικονομία» (διαγράμματα 16 και 17), η ύφεση το 2020 θα είναι υπερδιπλάσια της ύφεσης του 2009 στα πιο πολλά ανεπτυγμένα κράτη και σε μερικές περιπτώσεις διψήφια.
Είναι επίσης βέβαιο ότι κάθε προσπάθεια ή σκέψη για προοδευτική μείωση της «ποσοτικής χαλάρωσης» πέρασε ήδη στις ελληνικές καλένδες. Εν ολίγοις, ο νεοφιλελευθερισμός ως ιδεολογική δοξασία που κηρύττει τη δυνατότητα αυτορρύθμισης των αγορών και την ευημερία που υποτίθεται ότι το ανεξέλεγκτο εμπόρευμα επιφέρει, αντικαταστάθηκε από μια εκδοχή «εκλεκτικού» νεοφιλελευθερισμού που περιορίζεται στην απροκάλυπτη υπεράσπιση των κυρίαρχων τάξεων εις βάρος των υποτελών, χωρίς καν το φύλο συκής μιας υποτιθέμενης οικονομικής θεωρίας που του πρόσφερε πολιτική νομιμοποίηση.
Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης ή το καθεστώς εξαίρεσης που επικαλέστηκε το κράτος για να αντιμετωπίσει την υγειονομική κρίση είναι βέβαια, ως ένα βαθμό, πολιτικά νομιμοποιημένη. Είναι αλήθεια π.χ. ότι ο περιορισμός της διακίνησης ήταν ένα αναπόφευκτο μέτρο, το οποίο, άλλωστε, είχε δυσμενείς επιπτώσεις και στην παραγωγή αξίας και υπεραξίας και όχι μόνο στην εργατική τάξη.
Ωστόσο, μέσα στην επόμενη δεκαετία τα κράτη θα επιχειρήσουν να μειώσουν το δημόσιο χρέος τους διαμέσου αυστηρών δημοσιονομικών περικοπών. Με άλλα λόγια, οι οικονομικές προοπτικές είναι ιδιαίτερα δυσοίωνες. Η παρούσα κρίση προστίθεται σε ένα ήδη δυσλειτουργικό σχήμα αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Σε συνθήκες οικονομικού αδιεξόδου, ανεργίας (διάγραμμα 18), μερικής απασχόλησης, διαιωνιζόμενης κοινωνικής κρίσης και πολιτικής απονομιμοποίησης των κυβερνώντων ελίτ, δεν υπάρχει άλλος δρόμος για το κεφάλαιο από την καταστολή. Ο καπιταλισμός της δεκαετίας που μπαίνει θα είναι ένας κατασταλτικός καπιταλισμός με στοιχεία καθεστώτος εξαίρεσης.
Στην Ελλάδα, και γενικότερα στις χώρες που επηρεάστηκαν πιο πολύ από την χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-2008 και τις μακροχρόνιες επιπτώσεις της στην πραγματική οικονομία, αντί να νομοθετεί το Κοινοβούλιο νομοθετούσε η τρόικα, ενώ οι κατασταλτικοί μηχανισμοί ενισχύθηκαν τη δεκαετία του 2010. Ήδη, βλέπουμε να κλιμακώνονται μέτρα καθεστώτων εξαίρεσης και στις πιο ισχυρές χώρες της Ευρώπης, όπως π.χ. στη Γαλλία: Οι περικοπές δημοκρατικών κεκτημένων της κυβέρνησης Μακρόν προς όφελος των δυνάμεων καταστολής οδήγησαν σε νέα έξαρση της κοινωνικής σύγκρουσης που εκτυλίσσεται τις μέρες που ολοκληρώνεται αυτό το άρθρο.
*********
Στο όνομα μιας αμφιλεγόμενης και προβληματικής μαρξιστικής ορθοδοξίας, κάποιοι συγγραφείς επιμένουν σε μια ερμηνεία της κρίσης του νεοφιλελεύθερου σχήματος αναπαραγωγής στη βάση της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους, ακόμη και όταν παραδέχονται ότι το ποσοστό κέρδους αυξάνεται, παρά κάποιες διακυμάνσεις, από τις αρχές της δεκαετίας του 1980.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της ομάδας συγγραφέων είναι ο Michael Roberts. Οι περισσότεροι αναγνώστες του δεν έχουν καν παρατηρήσει ότι ο συγκεκριμένος συγγραφέας, παρά το γεγονός ότι ερμηνεύει κάθε κρίση βάσει της πτώσης του ποσοστού του κέρδους, παραδόξως δεν αρνείται το γεγονός ότι από το 1980 το ποσοστό κέρδους παρουσιάζει αυξητική τάση. Μιλώντας για τις οικονομίες του G7, αναφέρει ότι «κατά τη νεοφιλελεύθερη περίοδο [δηλαδή από τις αρχές της δεκαετίας του 1980], όταν αυξήθηκε η κερδοφορία, η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου έπεσε ελαφρά, ενώ η υπεραξία αυξήθηκε σημαντικά» (15).
Αν όμως έτσι έχουν τα πράγματα, όπως ορθά αναφέρει ο Roberts, δεν μπορεί να παραβλέψει ή να υποβαθμίσει κανείς σχεδόν τρεις δεκαετίες (από το 1980 μέχρι το 2007-2008) ανοδικής τάσης του ποσοστού του κέρδους για να ερμηνεύσει την κρίση του νεοφιλελεύθερου σχήματος αναπαραγωγής. Χρειάζεται να αναθεωρήσει το θεωρητικό του υπόβαθρο μετακινούμενος από μια μονο-αιτιακή σε μια πολυ-αιτιακή ερμηνεία των καπιταλιστικών κρίσεων.
Βέβαια η κρίση ή το καθοδικό κύμα της δεκαετίας του 1970 δεν είναι άσχετο με το καθοδικό κύμα από το 2008. Ο νεοφιλελευθερισμός είναι η απάντηση στην πτώση του κέρδους μέσα στη δεκαετία του 1970. Η ιστορική κρίση από το 2008 είναι η κρίση της απάντησης του κεφαλαίου στην κρίση της δεκαετίας του 1970. Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές το μόνο που κατάφεραν είναι να μετατρέψουν ένα καθοδικό κύμα οφειλόμενο στην πτώση του ποσοστού του κέρδους σε ένα ακόμη ισχυρότερο καθοδικό κύμα οφειλόμενο στη δομική επιβράδυνση των κοινωνικών δυνατοτήτων πραγματοποίησης της αξίας.
Αυτό σημαίνει ότι μια εκ των άνω προσπάθεια ανακατανομής εισοδημάτων προς όφελος των εργαζόμενων τάξεων δεν είναι απλώς πολιτικά αδιανόητη για τα καπιταλιστικά κράτη, λόγω έλλειψης παγκόσμιου ηγεμονικού σχεδιασμού. Μια τέτοια προσπάθεια θα μπορούσε να βελτιώσει κάπως τις οικονομικές επιδόσεις μόνο ακροβατώντας στο λεπτό και ταλαντευόμενο σχοινί ανάμεσα σε μια κρίση κερδοφορίας και μια κρίση πραγματοποίησης. Άλλωστε, υπάρχει ένα ιστορικό παράδειγμα: το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990 στις ΗΠΑ, που αποτελεί μια άτυπη παρένθεση κατά τη νεοφιλελεύθερη περίοδο. Αυτή την πενταετία στις ΗΠΑ, ο μισθός αυξάνεται ταχύτερα από την παραγωγικότητα, οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου είναι ιδιαίτερα αυξημένες, ο λόγος Υπεραξίας/Συσσώρευσης παρουσιάζει κάμψη και τα ποσοστά μεγέθυνσης του ΑΕΠ θυμίζουν τις παλιές καλές εποχές της μεταπολεμικής περιόδου. Όμως, αυτή η χρυσή πενταετία είχε για τον καπιταλισμό το μεγάλο μειονέκτημα να επιδρά αρνητικά στη κερδοφορία. Με τις πρώτες ενδείξεις της πτώσης της κερδοφορίας, οι ΗΠΑ επέστρεψαν στη νεοφιλελεύθερη «κανονικότητα».
Το πρόβλημα δεν λύνεται ούτε με μια ανακατανομή των κεφαλαιοκρατικών εισοδημάτων προς όφελος του παραγωγικού κεφαλαίου και εις βάρος των εισοδημάτων του κεφαλαίου-χρήματος ως φαινομενικά αυτόνομης οντότητας. Το κεφάλαιο-χρήμα δεν παράγει ούτε αξία ούτε κέρδος. Η κερδοσκοπία αποφέρει τόσα κέρδη όσα και ζημιές γιατί συνίσταται σε ένα παιγνίδι μηδενικού αθροίσματος, όπως πολύ καλά γνώριζε ο Rudolf Hilferding (16). Τα εισοδήματα του κεφαλαίου-χρήματος (μερίσματα, τόκοι κ.λπ.) είναι δευτερογενή εισοδήματα που αποτελούν μέρος του συνολικού βιομηχανικού κέρδους (και, σε κάποιες ειδικές περιπτώσεις, του μισθού).
Ο λόγος που τα εισοδήματα του κεφαλαίου-χρήματος αυξάνονται ως ποσοστό του βιομηχανικού κέρδους είναι γιατί το βιομηχανικό κέρδος δεν έχει νέες επενδυτικές ευκαιρίες που να υπόσχονται υψηλή κερδοφορία, γεγονός που σχετίζεται με τη δομική ποσοστιαία αύξηση της κοινωνικής ανάγκης για υπηρεσίες (υγεία, παιδεία, διαχείριση του ελεύθερου χρόνου, διαχείριση της φύσης) στις οποίες η παραγωγικότητα αυξάνεται με αργό ρυθμό σε σχέση με αυτό της βιομηχανίας (17).
Η αύξηση των εισοδημάτων του κεφαλαίου-χρήματος είναι σύμπτωμα μιας βαθύτερης καπιταλιστικής αντίθεσης, δεν είναι η αιτία των χαμηλών επιδόσεων της καπιταλιστικής οικονομίας. Οι καπιταλιστές στον τομέα της παραγωγής «χρηματιστικοποιούν» μέρος του βιομηχανικού τους κέρδους αγοράζοντας π.χ. μετοχές ο ένας από τον άλλο και επενδύοντας στον χρηματοπιστωτικό τομέα (τράπεζες, επενδυτικά ταμεία κ.λπ.), την ίδια στιγμή που ο τελευταίος επενδύει στην παραγωγή.
Παραγωγικό κεφάλαιο και κεφάλαιο-χρήμα παραπέμπουν περισσότερο σε μια εννοιολογική παρά σε μια πραγματολογική διαφοροποίηση. Ο ίδιος καπιταλιστής που εποπτεύει μια μερικώς ιδιόκτητη παραγωγική διαδικασία είναι και κάτοχος κεφαλαίου-χρήματος επενδυμένου σε άλλες παραγωγικές διαδικασίες, σε τράπεζες, σε επενδυτικά και κερδοσκοπικά ταμεία κ.λπ. Όταν ο Hilferding εισήγαγε τον όρο «χρηματιστικό κεφάλαιο» (Finanzkapital) και όχι κεφάλαιο-χρήμα (Geldkapital) που είναι όρος του Μαρξ, ήταν για σκοπούς εννοιολόγησης της συγχώνευσης του γερμανικού παραγωγικού κεφαλαίου και των γερμανικών τραπεζών. Σήμερα έχουμε να κάνουμε με μια διαδικασία συγχώνευσης του παραγωγικού κεφαλαίου με ένα πολυσχιδές κεφάλαιο-χρήμα σε παγκόσμια κλίμακα, δηλαδή με ένα παγκοσμιοποιημένο χρηματιστικό κεφάλαιο νέου τύπου.
Αυτό το παγκοσμιοποιημένο χρηματιστικό κεφάλαιο καθιστά τον ενδο-ιμπεριαλιστικό πόλεμο τύπου πρώτου ή δεύτερου παγκόσμιου πολέμου ένα πολύ απομακρυσμένο αν όχι αδύνατο ενδεχόμενο. Αυτό το κεφάλαιο, όμως, διατυπώνει εκ νέου χωρίς να ακυρώνει τους εθνικούς ανταγωνισμούς, διότι συναρθρώνεται με ένα παγκόσμιο πολιτικό σύστημα συγκροτημένο στη βάση της εθνικής-κρατικής κυριαρχίας, και λειτουργεί ως κανονιστικό πλαίσιο μονόδρομων εθνικών οικονομικών πολιτικών. Ελλείψει πολιτικού ηγεμονικού σχεδίου που να εκπηγάζει από μια πολυεθνική συναίνεση, η μόνη προοπτική του παγκοσμιοποιημένου χρηματιστικού κεφαλαίου είναι η ανταγωνιστική λιτότητα που θα οξύνει την ταξική πάλη.
Η κρίση του νεοφιλελεύθερου σχήματος αναπαραγωγής του κεφαλαίου είναι ταυτόχρονα και κρίση κοινωνικής αναπαραγωγής, που το κεφάλαιο δεν μπορεί να διαχειριστεί χωρίς αναβάθμιση των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους και χωρίς ανοικτή βία.
Συνεπώς, το καθεστώς εξαίρεσης του κορωνοϊού δεν πρόκειται να εξαφανιστεί μαζί με την υγειονομική κρίση. Θα αφήσει το αποτύπωμά του για να διαχειριστεί την κοινωνική κρίση.
Αυτός ο κατασταλτικός ή «μεταδημοκρατικός» ή «εμπόλεμος» καπιταλισμός των δημοκρατικών περικοπών δεν αντιμετωπίζεται μόνο με κινηματικές «οριζοντιότητες», «διαδικτυακά» κινήματα και πολιτική εκπροσώπηση χαλαρών οργανωτικών αρχών.
Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία δεν υποχωρεί υπέρ μιας «συμμετοχικής δημοκρατίας» όπως την φανταζόταν κάποτε ο Jürgen Habermas, αλλά υπέρ μιας κολοβής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας με αυξανόμενα στοιχεία καθεστώτων εξαίρεσης, που υπαγορεύουν νέες μορφές δράσης και πολιτικής εκπροσώπησης των υποτελών τάξεων ή, μάλλον, παλιές και ξεχασμένες μορφές που καθίστανται και πάλι επίκαιρες, αν όχι ως προς την συγκεκριμένη τους ιστορική υλοποίηση, σίγουρα ως προς τη φιλοσοφία τους.
======================================================
Στατιστικό Παράρτημα
Η πηγή όλων των διαγραμμάτων, πλην των διαγραμμάτων 13, 14 και 15 είναι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (ιστοσελίδα AMECO). Κάποιες μεταβλητές υπολογίζονται από τον συγγραφέα βάσει των δεδομένων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Τα δεδομένα από το 2018 αποτελούν εκτιμήσεις ή προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που δεν λαμβάνουν υπόψη τις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας.
Η πηγή των διαγραμμάτων 13, 14 και 15 είναι ο ΟΟΣΑ.
Διαγ. 1. ΗΠΑ: Παραγωγικότητα της Εργασίας και Πραγματικός Μισθός
Διαγ. 2. ΕΕ-15: Παραγωγικότητα της Εργασίας και Πραγματικός Μισθός
Διαγ. 3. Ιαπωνία: Παραγωγικότητα της Εργασίας και Πραγματικός Μισθός
Στα διαγράμματα 4, 5 και 6, το ποσοστό κέρδους υπολογίζεται με δείκτη το 100 το 2010. Το ποσοστό συσσώρευσης παραπέμπει στο ποσοστό ετήσιας αύξησης παγίου κεφαλαίου.
Διαγ. 4. ΗΠΑ: Ποσoστό Κέρδους (δεξιά κλίμακα), Ποσοστό Συσσώρευσης και Μεγέθυνση του ΑΕΠ
Διάγραμμα 5. ΕΕ-15: Ποσοστό Κέρδους, Ποσοστό Συσσώρευσης και Μεγέθυνση του ΑΕΠ
Διάγραμμα 6. Ιαπωνία: Ποσοστό Κέρδους, Ποσοστό Συσσώρευσης και Μεγέθυνση του ΑΕΠ
Στο διάγραμμα 7, χρησιμοποιείται το «καθαρό λειτουργικό πλεόνασμα» στο σύνολο της οικονομίας, που είναι μια συγγενική έννοια της υπεραξίας. Η συσσώρευση παραπέμπει στην «καθαρή επένδυση παγίου κεφαλαίου».
Διάγραμμα 7. Λόγος Υπεραξίας/Συσσώρευσης (Ιαπωνία 2007-2020 δεξιά κλίμακα)
Διάγραμμα 8. Τρέχουσες Συναλλαγές
Διάγραμμα 9. ΗΠΑ: Μερίδιο του Μισθού και Ιδιωτική Κατανάλωση στο ΑΕΠ
Διάγραμμα 10. ΕΕ-15: Μερίδιο του Μισθού και Ιδιωτική Κατανάλωση στο ΑΕΠ
Διάγραμμα 11. Ιαπωνία: Μερίδιο του Μισθού και Ιδιωτική Κατανάλωση στο ΑΕΠ
Διάγραμμα 12. Λόγος Ιδ. Κατανάλωση/Μερίδιο Μισθού
Διάγραμμα 13. Χρέος των Νοικοκυριών (δεξιά κλίμακα) και Αποταμίευση στις ΗΠΑ (% του διαθέσιμου εισοδήματος)
Διάγραμμα 14. Χρέος των Νοικοκυριών σε κάποιες Ευρ. Χώρες (αριστερή κλίμακα) και Αποταμίευση στην Ευρωζώνη (% διαθέσιμου εισοδήματος)
Διάγραμμα 15. Ιαπωνία: Χρέος των Νοικοκυριών (δεξιά κλίμακα) και Αποταμίευση (% του διαθέσιμου εισοδήματος)
Διάγραμμα 16. Δημόσιο Χρέος (% του ΑΕΠ)
Διάγραμμα 17. Δημοσιονομικά Υπόλοιπα (% του ΑΕΠ)
Διάγραμμα 18. Ποσοστά Ανεργίας
*****
(1) Committee on Oversight and Government Reform, 2008-October-23, The Financial Crisis and the Role of Federal Regulators, https://www.gpo.gov/fdsys/pkg/CHRG-110hhrg55764/html/CHRG-110hhrg55764.htm.
(2) Μαρξ Καρλ, 2016, Το Κεφάλαιο. Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, Τόμος 1, Εκ. ΚΨΜ, Αθήνα.
(3) Tombazos Stavros, 2014, Time in Marx. The Categories of Time in Marx’s Capital. Leiden, Boston: Brill Academic Publisher.
(4) Οι Gérard Duménil και Dominique Lévy, στο The Crisis of Neoliberalism, Harvard University Press, 2011, επιχειρηματολογούν υπέρ της άποψης ότι η κρίση του 1929 και η παρούσα κρίση δεν μπορούν να αποδοθούν στην πτώση του ποσοστού του κέρδους.
(5) Μαρξ Καρλ, 1978, Το Κεφάλαιο. Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, Τόμος 2, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, σ. 102.
(6) Στο ίδιο, σ. 103.
(7) Στο ίδιο, σ. 102.
(8) Τομπάζος Σταύρος, 2018, Παγκόσμια Κρίση (2007-2017) και Σχήματα Αναπαραγωγής του Κεφαλαίου, Εκ. Τόπος, Αθήνα.
(9) Μαρξ Καρλ, 1978, Το Κεφάλαιο. Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, Τόμος 3, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα.
(10) Mandel Ernest, 1982, La crise 1974-1982: les faits, leur interprétation marxiste. Paris: Flammarion.
Mandel, Ernest, 1995. Long Waves of Capitalist Development: A Marxist Interpretation. London, New York: Verso.
(11) Dixon Keith, 2000, Die Evangelisten des Marktes: Die britischen Intellektuellen und der Thatcherismus. Konstanz: UVK-Uni-Verlag. Στην ελληνική έκδοση Οι Ευαγγελιστές της Αγοράς, εκδόσεις Αγώνας.
(12) Chesnais François, 2016, Finance Capital Today. Corporations and Banks in the Lasting Global Slump. Leiden-Boston: Brill Academic Publisher.
(13) Lapavitsas Kostas, 2013, Profiting without Producing. How Finance Exploits Us All. London: Verso.
(14) Bank for International Settlements, 2017, 87th Annual Report, 1st April 2016- 31th Mars 2017. Basel, https://www.bis.org/publ/arpdf/ar2017e.pdf.
(15) Roberts Michael, 2016, The Long Depression: How it Happened, what it Happened and What Happens Next. Chicago: Haymarket Books, pp. 223-224.
(16) Hilferding Rudolf, 1981, Finance capital: A study of the latest phase of capitalist development. London, Boston and Henley: Routledge & Kegan Paul (αρχική έκδοση 1910).
(17) Husson Michel, 2008, Un pur capitalisme. Lausanne : Éd. Page deux.