Στο βιβλίο του «Η μεγάλη εργασιακή απορρύθμιση. Τα 30+ χρόνια προς το ευέλικτο πρότυπο» (εκδόσεις Τόπος, Αθήνα, 2022) ο καθηγητής Γιάννης Κουζής καταπιάνεται με τις καταιγιστικές παρεμβάσεις που έγιναν στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων τα τελευταία 30 χρόνια. Παρά το γεγονός ότι οι αλλαγές αυτές ακολούθησαν τις εξελίξεις στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο, η ένταση και η επιθετικότητά τους στην Ελλάδα οδήγησαν σε ένα ακραίο εθνικό παράδειγμα απορρύθμισης της αγοράς εργασίας.
Ο συγγραφέας, εκκινώντας από την μεταπολιτευτική περίοδο, επισημαίνει τους αργούς ρυθμούς ανάπτυξης του εργασιακού προτύπου στην Ελλάδα λόγω της καθυστέρησης της οικονομικής ανάπτυξης και των πολιτικών ταραχών που λαμβάνουν χώρα αυτήν την περίοδο. Η αποκατάσταση των θεμελιωδών εργασιακών δικαιωμάτων με την επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων, της ΕΓΣΣΕ, την σταδιακή καθιέρωση του 40ώρου και της πενθήμερης εργασίας αποτελούν σημαντικά επιτεύγματα στο πλαίσιο της φιλελευθεροποίησης που επικρατεί την πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο. Ωστόσο, αυτήν την περίοδο ψηφίζονται και νόμοι που περιστέλλουν τη λειτουργία των συνδικάτων και το δικαίωμα της απεργίας.
Με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην κυβερνητική εξουσία και κυρίως στην πρώτη κυβερνητική του περίοδο (1981-1985), αναβαθμίζονται πρωτίστως τα συλλογικά εργασιακά δικαιώματα. Όμως, την δεκαετία του 1980 καταγράφεται και σημαντική αύξηση της προσωρινής απασχόλησης στην Ελλάδα, ιδίως στον δημόσιο τομέα και «με όρους πολιτικής ομηρίας», με αποτέλεσμα η Ελλάδα να καταγράφει υπερδιπλάσια ποσοστά σε σύγκριση με τα άλλα κράτη-μέλη της ΕΟΚ. Τη δεκαετία του 1980 καταγράφονται επίσης τα πρώτα δείγματα εργασιακής απορρύθμισης, με τη δημιουργία του Εθνικού Συμβουλίου Ανάπτυξης και Παραγωγικότητας, που θέτει ως στόχο την ανταγωνιστικότητα μέσα από τη μισθολογική λιτότητα. Έτσι προωθείται η σύνδεση των μισθών με την παραγωγικότητα, νομοθετούνται πολιτικές ευελιξίας των αμοιβών και δημιουργούνται οργανικές θέσεις μερικής ή περιοδικής απασχόλησης στον δημόσιο τομέα.
Τη δεκαετία του 1990 στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με την υιοθέτηση της Λευκής Βίβλου για την ανάπτυξη, την ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση, δίνονται οι κατευθύνσεις για ριζικές αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις με έμφαση στην απασχολησιμότητα και την ευελιξία, στις αποκρατικοποιήσεις και στην απελευθέρωση των αγορών. Η δεκαετία αυτή χαρακτηρίζεται από τη συστηματική θεσμική ενίσχυση της ευελιξίας της εργασίας αλλά και από παρεμβάσεις στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, όπως, μεταξύ άλλων, ο διαχωρισμός των ασφαλισμένων σε παλαιούς και νέους. Ειδικότερα, την περίοδο του «εκσυγχρονισμού» της ελληνικής οικονομίας (1996-2004), υπό την πρωθυπουργία του Κ. Σημίτη, κυριαρχεί η επέκταση της εργασιακής ευελιξίας και εισάγονται σειρά από νέα μέτρα εργασιακής απορρύθμισης, μέτρα που «διακατέχονται από το νεφελώδες πνεύμα της flexicurity».
Η εικόνα της αγοράς εργασίας, λίγο πριν την οικονομική κρίση του 2009, με τις επί εικοσαετίας ασκούμενες πολιτικές, είναι ήδη ζοφερή. Η ανεργία αγγίζει ήδη τους 470.000, εκ των οποίων οι 194.000 είναι μακροχρόνιοι άνεργοι και μόλις 95.000 επιδοτούνται. Η προσωρινή απασχόληση ανέρχεται σε 355.000, αυξάνεται η μερική απασχόληση (273.000), οι εργαζόμενοι με καθεστώς εργολαβίας (80.000) και οι ψευδοαυταπασχολούμενοι με μπλοκάκι (200.000), ο δε κατώτατος μισθός ανέρχεται στα 740 ευρώ και υπολογίζεται ότι οι μισθωτοί με αμοιβές 650 ευρώ ανέρχονται σε 600.000. Αύξηση εμφανίζει και η ανασφάλιστη και αδήλωτη εργασία. Η εικόνα αυτή στα τέλη του 2008 προμηνύει τις ραγδαίες αλλαγές που θα ακολουθήσουν τα επόμενα χρόνια.
Η μνημονιακή περίοδος (2010-2018), όπως επισημαίνει ο Γ. Κουζής, χαρακτηρίζεται κυριολεκτικά από την ισοπέδωση της εργασίας. Τα καταιγιστικά μέτρα της μνημονιακής περιόδου, η οποία τυπικά διαρκεί εννέα και πλέον χρόνια, αποτέλεσμα των πιέσεων των δανειστών (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο) αλλά και των εγχώριων ισχυρών οικονομικών κύκλων, η ένταση και η κλίμακά τους θα απορρυθμίσουν βίαια την αγορά εργασίας με όρους επαναρρύθμισης του περιεχομένου της εργασίας. Η έναρξη των περιοριστικών μέτρων γίνεται στον δημόσιο τομέα και αφορούν την υποβάθμιση των όρων εργασίας των εργαζομένων. Αφορούν μισθολογικές περικοπές, ανατροπές στις συλλογικές συμβάσεις στα ΝΠΙΔ του Δημοσίου, περιορισμό των προσλήψεων, συρρίκνωση των υπηρεσιών του Δημοσίου, αύξηση του εργάσιμου χρόνου, αυστηροποίηση του πειθαρχικού ελέγχου και ενίσχυση των ευέλικτων μορφών εργασίας. Παράλληλα, δημιουργείται το Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ), για την εξυπηρέτηση των πολιτικών αποκρατικοποίησης. Τα μέτρα αυτά προμηνύουν παρεμβάσεις στον ιδιωτικό τομέα και έχουν στόχο την ευθυγράμμιση των εργασιακών καθεστώτων μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.
Η εφαρμογή τριών μνημονίων -με το τελευταίο να διευθετεί τις εκκρεμότητες της μνημονιακής ατζέντας- και η δέσμευση να διατηρείται η αυξημένη εποπτεία των δανειστών μέχρι το 2059, παγιώνουν το νέο εργασιακό τοπίο. Συνολικά, τα μέτρα αφορούν τη μείωση της προστασίας από τις απολύσεις, την ενίσχυση των ευέλικτων μορφών εργασίας σε βάρος της πλήρους απασχόλησης, την ελαστικοποίηση του χρόνου εργασίας. Περαιτέρω, στοχεύουν στην αποδιάρθρωση του συστήματος συλλογικών διαπραγματεύσεων και του τρόπου διαμόρφωσης των μισθών, ώστε αυτοί να διαμορφώνονται και να ελέγχονται από το κράτος. Στις μνημονιακές πολιτικές εντάσσονται και τα μέτρα για τον περιορισμό της συνδικαλιστικής ελευθερίας.
Συνέπεια της εφαρμογής των μνημονιακών μέτρων είναι η συρρίκνωση της απασχόλησης και η εκτίναξη της ανεργίας στο 28%, καθώς και η δραματική συρρίκνωση των μισθών, η μείωση της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών και ως εκ τούτου η ραγδαία φτωχοποίηση μεγάλου μέρους της μισθωτής εργασίας. Στην αγορά εργασίας επέρχεται η κυριαρχία των ευέλικτων μορφών εργασίας, αλλά και η εκτίναξη της ανασφάλιστης και αδήλωτης εργασίας. Την ίδια περίοδο σημειώνεται έξαρση της μετανάστευσης των νέων ειδικευμένων εργαζομένων, καθώς και η παγίωση μιας νέας εργασιακής κουλτούρας, η οποία απευθύνεται στις νέες γενιές εργαζομένων που εισέρχονται στην αγορά εργασίας χωρίς μνήμη δικαιωμάτων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι την περίοδο αυτή εξαφανίζονται 270.000 μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Οι πολιτικές αυτές θα καταστήσουν την Ελλάδα «ειδική οικονομική ζώνη» φθηνού εργατικού δυναμικού εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εντός του ευρώ.
Με την άνοδο της στην κυβέρνηση, το 2019, η ΝΔ καταργεί και τα ελάχιστα θετικά μέτρα που νομοθέτησε η προηγούμενη κυβέρνηση πριν τις εκλογές. Τα πρώτα «αναπτυξιακά μέτρα» της κυβέρνησης της ΝΔ έχουν στόχο την περαιτέρω αποδιάρθρωση των συλλογικών εργασιακών σχέσεων. Θεσμοθετείται μια σειρά εξαιρέσεων από τις βασικές αρχές των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, η υπεροχή των τοπικών συλλογικών συμβάσεων έναντι των εθνικών κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών συμβάσεων εργασίας καθώς και ασφυκτικοί όροι για τη μονομερή προσφυγή στη διαιτησία. Ταυτόχρονα, καθίσταται υποχρεωτική η εγγραφή των συνδικαλιστικών οργανώσεων στην κρατική ηλεκτρονική πλατφόρμα και καθιερώνεται η προαιρετική ηλεκτρονική ψηφοφορία για τις αποφάσεις των σωματείων. Στο δίκαιο των ατομικών συμβάσεων ενισχύεται η ευέλικτη εργασία ενώ μειώνονται σημαντικά τα πρόστιμα και οι διοικητικές κυρώσεις για όλες τις παραβιάσεις του εργατικού δικαίου.
Η πανδημία COVID-19 θα αποτελέσει άλλοθι για την κυβέρνηση της ΝΔ για την εφαρμογή αυταρχικών νεοφιλελεύθερων πολιτικών, για την περαιτέρω υποβάθμιση των όρων εργασίας. Με το επιχείρημα της διασφάλισης της δημόσιας υγείας, επιβάλλεται ένα εργατικό δίκαιο της πανδημίας και υιοθετούνται μέτρα που στον πυρήνα τους έχουν την ενίσχυση του διευθυντικού δικαιώματος, την επιδοματοποίηση των μισθών αλλά και την περιστολή των δημοκρατικών ελευθεριών. Οι εργοδότες έχουν πλέον το δικαίωμα, μονομερώς, να αξιοποιήσουν αλλά και να χρησιμοποιήσουν συνδυαστικά όλες τις μορφές ευέλικτης εργασίας. Στο πλαίσιο ενός δικαίου εξαίρεσης, εντείνεται ο κρατικός αυταρχισμός, η εργασιακή επισφάλεια, η φτωχοποίηση της εργασίας και η εργοδοτική παραβατικότητα.
H κυβέρνηση της ΝΔ, διά στόματος του υπουργού Εργασίας, αναγγέλλει ένα «νέο εργατικό δίκαιο», το οποίο αποτυπώνεται στον γνωστό νόμο Χατζηδάκη. Πρόκειται για τον πλέον επιθετικό νόμο απέναντι στα συλλογικά δικαιώματα, που επιφέρει την καταστολή του απεργιακού δικαιώματος αλλά και την αποδόμηση της 8ωρης ημερήσιας εργασίας και την υποβάθμιση του ελεγκτικού μηχανισμού του ΣΕΠΕ. Οι παρεμβάσεις που εισάγει στο ατομικό και συλλογικό εργατικό δίκαιο αποτελούν συνέχεια των μνημονιακών «μεταρρυθμίσεων», ωστόσο «προσθέτουν μεγαλύτερη έκταση και βάθος στο πεδίο της συστηματικής εργασιακής απορρύθμισης».
Αντί επιλόγου, ο συγγραφέας παραθέτει σειρά προτάσεων για την ανάσχεση της εργασιακής απορρύθμισης, που αφορούν την ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων, την μείωση του χρόνου εργασίας, τη στήριξη της πλήρους απασχόλησης, την προστασία από τις απολύσεις, την ενίσχυση των συλλογικών δικαιωμάτων και του ρόλου του δημόσιου τομέα και των ελεγκτικών του μηχανισμών. Προτάσεις που απαιτούν την αναγέννηση του συνδικαλιστικού κινήματος, αλλά και έναν κοινωνικοπολιτικό συσχετισμό δυνάμεων που απαιτεί «ρήξεις απέναντι σε μια προδιαγεγραμμένη πορεία χαμηλών προσδοκιών για την κοινωνία».
-
Δώρα Σταθοπούλουhttps://commune.org.gr/author/dorastathopoulou/
-
Δώρα Σταθοπούλουhttps://commune.org.gr/author/dorastathopoulou/
-
Δώρα Σταθοπούλουhttps://commune.org.gr/author/dorastathopoulou/
-
Δώρα Σταθοπούλουhttps://commune.org.gr/author/dorastathopoulou/