(Μέρος τρίτο του συνολικού κειμένου με τον γενικό τίτλο «Η κοινωνική αναπαραγωγή στον Μαρξ και η συγκυρία»)
Η επιτυχία του κεφαλαίου στην προσπάθειά του να αυξήσει την υπεραξία εις βάρος της αξίας της εργατικής δύναμης μπορεί να μετατρέψει μια κρίση που συνδέεται με την πτώση του ποσοστού κέρδους (οι κρίσεις της δεκαετίας του 1970) σε κρίση που συνδέεται με το πρόβλημα της πραγματοποίησης. Οι κακές επιδόσεις της οικονομίας από τη «μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση» (ΜΧΚ) του 2008 και μετά συνδέονται με το πρόβλημα της πραγματοποίησης. Η ΜΧΚ είναι η κρίση της καπιταλιστικής απάντησης στις κρίσεις της δεκαετίας του 1970, που εγκαινίασαν ένα μακρύ καθοδικό κύμα.
Η εξάντληση του ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας λόγω της κρίσης της «επιστημονικής οργάνωσης της εργασίας» οδήγησε σε αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου και σε πτώση του ποσοστού κέρδους στη δεκαετία του 1970. Στο πλαίσιο του «φορντιστικού» τρόπου ρύθμισης, η πτώση του ποσοστού κέρδους ήταν η αιτία του πληθωρισμού, καθώς οι καπιταλιστές προσπαθούσαν να αυξήσουν το περιθώριο κέρδους τους αυξάνοντας τις τιμές πώλησης των εμπορευμάτων. Οι λεγόμενες αντιπληθωριστικές πολιτικές της νεοφιλελεύθερης περιόδου αποσκοπούσαν στην αποκατάσταση του ποσοστού κέρδους σε βάρος της εργασίας. Η απελευθέρωση των αγορών και η παγκοσμιοποίηση του κεφαλαίου, μέσω του αυξανόμενου ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού σε παγκόσμια κλίμακα, οδήγησαν σε μισθολογική πειθαρχία που σταδιακά αποκατέστησε το ποσοστό κέρδους.
Βεβαίως, ορισμένοι μαρξιστές συγγραφείς αμφισβητούν τις επίσημες στατιστικές για την εξέλιξη του ποσοστού κέρδους. Ωστόσο, όποια και αν είναι η γνώμη του καθενός για την εξέλιξη του ποσοστού κέρδους από τη δεκαετία του 1980 και μετά, κανείς δεν αμφισβήτησε το γεγονός ότι ένα μειούμενο μέρος της υπεραξίας επενδύεται σε πάγιο κεφάλαιο. Ο λόγος υπεραξίας/συσσώρευσης αυξάνεται. Ο ρυθμός συσσώρευσης γίνεται λιγότερο ευαίσθητος ως προς το ποσοστό κέρδους. Αυτή η παρατήρηση αποτελεί το κλειδί για την κατανόηση της ΠΧΚ και της κρίσης του νεοφιλελεύθερου συστήματος αναπαραγωγής από τότε.
Από τη δεκαετία του 1980, η παραγωγικότητα της εργασίας αυξάνεται με πολύ χαμηλότερο ρυθμό από ό,τι στη μεταπολεμική φάση ανάπτυξης. Ωστόσο, αυξάνεται με υψηλότερο ρυθμό από τους πραγματικούς μισθούς. Ως αποτέλεσμα, το ποσοστό εκμετάλλευσης (η υπεραξία επί της αξίας της εργατικής δύναμης) αυξάνεται. Καθώς όλο και λιγότερη υπεραξία επενδύεται σε πάγιο κεφάλαιο, ένα μέρος της παραμένει διαθέσιμο για χρηματοοικονομικές επενδύσεις.
Οι χρηματοοικονομικές επενδύσεις, ωστόσο, δεν μπορούν να είναι ο τελικός προορισμός της υπεραξίας που δεν επενδύεται παραγωγικά. Το χρηματικό κεφάλαιο, ως κεφάλαιο φαινομενικά αυτόνομο από το βιομηχανικό κεφάλαιο, ο αδιαμεσολάβητος κύκλος Χ…Χ’, είναι για τον Μαρξ μόνο η πιο ακραία μυστικοποίηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Στην πραγματικότητα, το χρηματικό κεφάλαιο πολλαπλασιάζεται μόνο επειδή συμμετέχει στους κύκλους του βιομηχανικού κεφαλαίου. Όταν ένας καπιταλιστής αγοράζει, για παράδειγμα, μια μετοχή ενός άλλου καπιταλιστή στην πρωτογενή αγορά, τα χρήματά του θα επενδυθούν παραγωγικά από τον καπιταλιστή που του πούλησε τη μετοχή. Γι’ αυτό το λόγο το μέρισμα, όπως και ο τόκος (εκτός οι τόκοι για καταναλωτικά δάνεια των μισθωτών) και τα εμπορικά κέρδη, είναι μέρος του βιομηχανικού κέρδους. Ο βιομήχανος παραχωρεί μέρος της υπεραξίας του στον έμπορο, καθώς ο τελευταίος επιτρέπει τη συντόμευση της περιόδου κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, ενώ το φαινομενικά αυτόνομο χρηματικό κεφάλαιο επιτρέπει τη διεύρυνση των αναπαραγωγικών κύκλων.
Γι’ αυτό, για τον Μαρξ, η κερδοσκοπία στις δευτερογενείς αγορές (αγορά και πώληση μετοχών και τίτλων γενικότερα) είναι ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος: το κέρδος του ενός είναι η ζημία του άλλου.
Η «χρηματιστικοποίηση» της οικονομίας δεν είναι η αιτία των χαμηλών παραγωγικών επενδύσεων. Είναι η συνέπειά τους. Επειδή ο βιομήχανος επενδύει ένα μειούμενο μέρος της υπεραξίας του στη βιομηχανία του, αγοράζει τίτλους κάθε είδους και όχι το αντίστροφο. Πίσω από τη χρηματιστικοποίηση κρύβεται η έλλειψη επενδυτικών ευκαιριών σε νέους κλάδους που υπόσχονται υψηλό ποσοστό κέρδους.
Κατά τη διάρκεια της νεοφιλελεύθερης εποχής, το κεφάλαιο-χρήμα έπαιξε διπλό ρόλο. Η επιταχυνόμενη μετακίνηση του χρηματικού κεφαλαίου από τον ένα κλάδο στον άλλο και από τη μια χώρα στην άλλη επέβαλε, μέσω του οξύτερου ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού, μια μισθολογική πειθαρχία που οδήγησε σε αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης. Ταυτόχρονα, ελλείψει νέων ευκαιριών για κερδοφόρες παραγωγικές επενδύσεις, το κεφάλαιο-χρήμα επέτρεψε την επένδυση μέρους της υπεραξίας στη διαδικασία αναπαραγωγής της ίδιας της εργατικής δύναμης.
Ο πολλαπλασιασμός των χρηματοοικονομικών παραγώγων πριν από την ΜΧΚ συνοδεύτηκε τόσο από τη ραγδαία αύξηση του χρέους των νοικοκυριών όσο και από το μερίδιο των μη τραπεζικών πιστώσεων στο σύνολο των πιστώσεων προς τον μη χρηματοπιστωτικό ιδιωτικό τομέα: Ενώ οι τραπεζικές πιστώσεις το 2008 περιορίστηκαν στο 60% του ΑΕΠ στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι συνολικές πιστώσεις προσέγγισαν το 175%. Στην Ευρωζώνη, το 2008, οι τραπεζικές πιστώσεις κυμάνθηκαν γύρω στο 105% του ΑΕΠ, ενώ οι συνολικές πιστώσεις ήταν γύρω στο 160% .[1] Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η αναλογία ιδιωτικής κατανάλωσης (ως ποσοστό του ΑΕΠ)/μερίδιο μισθών στο ΑΕΠ αυξάνεται στον ανεπτυγμένο κόσμο καθ’ όλη τη διάρκεια της νεοφιλελεύθερης περιόδου. Η υπεραξία που δεν επενδύεται στην παραγωγή εμπορευμάτων επενδύεται στην αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης.
Ωστόσο, ένα τέτοιο μοντέλο καπιταλιστικής αναπαραγωγής είναι βιώσιμο μόνο για περιορισμένο χρονικό διάστημα, καθώς βασίζεται σε μια αδιάκοπη αύξηση του χρέους. Μόλις τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αρχίσουν να πολλαπλασιάζονται, το πλασματικό κεφάλαιο (ιδίως οι αξίες που επενδύονται σε πολλά χρηματοοικονομικά παράγωγα και στη διαδικασία αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης γενικότερα) απαξιώνεται ή κινδυνεύει να απαξιωθεί απότομα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η κρίση του νεοφιλελεύθερου συστήματος αναπαραγωγής εκδηλώθηκε αρχικά ως μια μεγάλη κρίση του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Μετά τη ΜΧΚ, η οικονομία του ανεπτυγμένου κόσμου δεν επέστρεψε ποτέ στους ρυθμούς συσσώρευσης και ανάπτυξης της προηγούμενης περιόδου. Η δεκαετία του 2010 ήταν μια περίοδος, αν όχι στασιμότητας, τότε ελάχιστα διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Σε μια κατάσταση οιονεί στασιμότητας της παραγωγικότητας της εργασίας, ο ρυθμός συσσώρευσης κυμάνθηκε γύρω στο 2% στις ΗΠΑ, στο 1% στην Ευρωζώνη και στο 0,5% στην Ιαπωνία.
Παρά μια κυριολεκτικά πρωτοφανή ποσοτική χαλάρωση (ΠΧ), η τραπεζική πίστωση μειώνεται στις ΗΠΑ και την Ευρωζώνη, ενώ το χρέος των νοικοκυριών παρουσιάζει ελαφρώς πτωτική τάση. Μετά τη ΜΧΚ, οι κεντρικές τράπεζες δεν καταπολεμούν πλέον τον πληθωρισμό, αλλά τον αποπληθωρισμό. Ο αποπληθωρισμός αποτελεί πολύ σοβαρότερο πρόβλημα για την οικονομία για διάφορους λόγους, όπως η μείωση των περιθωρίων κέρδους των επιχειρήσεων και η επιμήκυνση του χρόνου που απαιτείται για την αγορά των μέσων παραγωγής: Αν τα ίδια μέσα παραγωγής μπορούν να αγοραστούν σε καλύτερη τιμή αργότερα, γιατί να τα αγοράσει κανείς αμέσως;
Η ΠΧ συνίσταται στην αγορά δημόσιων και ιδιωτικών τίτλων στις δευτερογενείς αγορές από τις κεντρικές τράπεζες. Η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ (FED), η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και η Τράπεζα της Ιαπωνίας έχουν αυξήσει το ενεργητικό τους κατά 19,3 τρισεκατομμύρια δολάρια μεταξύ 2008 και 2020. Αυτή η δημιουργία χρήματος εμφανίζεται στο παθητικό τους ως πλεονάζοντα αποθεματικά στη διάθεση των ιδιωτικών εμπορικών τράπεζων από τις οποίες αγοράζουν τους τίτλους.
Η ΠΧ επέτρεψε την πτώση των επιτοκίων του δημόσιου χρέους. Ως εκ τούτου, διευκόλυνε τη διαχείριση της κρίσης από τις κυβερνήσεις. Το επιτόκιο του δημόσιου χρέους που αγοράζουν οι κεντρικές τράπεζες γίνεται το επιτόκιο των πλεοναζόντων αποθεματικών που διατηρούν οι εμπορικές τράπεζες στην κεντρική τους τράπεζα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το επιτόκιο της ΕΚΤ επί των πλεοναζόντων αποθεματικών είναι αρνητικό από το 2014 (σήμερα -0,5%).
Οι εμπορικές τράπεζες «κολυμπούν» στη ρευστότητα, ενώ οι τραπεζικές πιστώσεις συρρικνώνονται. Γιατί; Διότι το πρόβλημα της οικονομίας δεν είναι πρόβλημα ρευστότητας, αλλά μάλλον πρόβλημα έλλειψης επενδυτικών ευκαιριών και άνισης κατανομής του εισοδήματος που δεν επιτρέπει την ταχεία πραγματοποίηση της αξίας.
Η ΠΧ διευκολύνει τον δανεισμό και τη διαχείριση της κρίσης από τις κυβερνήσεις. Μπορεί να απέτρεψε τον αποπληθωρισμό, αλλά είχε επίσης μια σειρά από παρενέργειες. Η σημαντικότερη παρενέργεια είναι η δημιουργία ακόμη μεγαλύτερου πλασματικού κεφαλαίου από ό,τι κατά τη δεκαετία του 2000. Η τιμή των δημόσιων και ιδιωτικών τίτλων αυξάνεται, ενώ η απόδοσή τους μειώνεται. Στη δεκαετία του 2010, ο δείκτης Dow Jones, για παράδειγμα, αυξήθηκε με ετήσιο ρυθμό περίπου 17%, ενώ το ΑΕΠ των ΗΠΑ αυξήθηκε με ρυθμό μικρότερο από 2,5%. Οι κεντρικές τράπεζες δεν συμμετέχουν μόνο στην αγορά δημόσιων και ιδιωτικών τίτλων, αλλά και οι εταιρείες συχνά αγοράζουν πίσω τις δικές τους μετοχές, συμβάλλοντας έτσι σε μια αύξηση των χρηματιστηριακών αξιών που δεν έχει καμιά σχέση με την πραγματική οικονομία. Οι τράπεζες που πρέπει να πληρώσουν για τα πλεονάζοντα αποθεματικά τους λόγω των αρνητικών επιτοκίων, ενώ η ζήτηση για τραπεζική πίστωση μειώνεται, μπορούν να αγοράσουν τίτλους κάθε είδους με το πάτημα ενός κουμπιού: Πιστώνουν το λογαριασμό του πωλητή του τίτλου με ένα ποσό που αντιστοιχεί στην τιμή αγοράς. Εάν αυτό σημαίνει για την εμπορική τράπεζα που αγοράζει τον τίτλο με μεταφορά αποθεματικών από το λογαριασμό της στην κεντρική τράπεζα στο λογαριασμό μιας άλλης εμπορικής τράπεζας, τότε τόσο το καλύτερο για την πρώτη (απαλλάσσεται από ένα κόστος).
Η οικονομική κρίση του covid-19 είναι μια πολύ ιδιαίτερη κρίση. Εγγράφεται στη μακρά διάρκεια της καπιταλιστικής αναπαραγωγής. Είναι η «απάντηση» της φύσης στην υπερεκμετάλλευσή της για πολλές συνεχόμενες δεκαετίες: υπερθέρμανση του πλανήτη, αποψίλωση των δασών, μεγάλες αγροτικές επιχειρήσεις κοντά στην άγρια ζωή που συγκεντρώνεται σε όλο και μικρότερους χώρους.[2] Οι κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν αυτή την κρίση με τον ίδιο τρόπο: δημόσια ελλείμματα, δημόσιο χρέος και, πάνω απ’ όλα, μια νέα ΠΧ, η οποία είναι πολύ πιο μαζική από εκείνη για την αντιμετώπιση της ΜΧΚ.[3]
Η μείωση του δανεισμού των νοικοκυριών στη δεκαετία του 2010, που επιβραδύνει τον ρυθμό πραγματοποίησης, είναι ένας από τους παράγοντες που εξηγούν τις χαμηλές επιδόσεις της οικονομίας. Μετά από πολλές δεκαετίες μισθολογικής λιτότητας και πρωτοφανούς αύξησης των κοινωνικών ανισοτήτων, η περίοδος μετά τη ΜΧΚ είναι μια περίοδος κρίσης του νεοφιλελεύθερου συστήματος αναπαραγωγής και, ταυτόχρονα, μια ανοιχτή κρίση στην αναπαραγωγή της εργατική δύναμης, που επιδεινώνεται από την πανδημική ύφεση.
Οι πληθωριστικές τάσεις που παρουσιάστηκαν πρόσφατα στο πλαίσιο της πανδημικής κρίσης οφείλονται σε ένα εισαγόμενο πληθωρισμό στον ανεπτυγμένο κόσμο που σχετίζεται με τη διαταραχή στις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες και τις συγκυριακές ανισορροπίες προσφοράς και ζήτησης. Βέβαια, ο πληθωρισμός σε εισαγόμενα εμπορεύματα και ιδιαίτερα στις πρώτες ύλες έχει πληθωριστικές επιπτώσεις και στα εμπορεύματα εγχώριας παραγωγής, υπονομεύοντας έτσι ακόμη περισσότερο το εργατικό εισόδημα.
Ελλείψει ενός παγκόσμιου ηγεμονικού σχεδίου, οι εθνικές ελίτ θα επιχειρήσουν μια σταδιακή επιστροφή στην «κανονικότητα» μέσω νέων πολιτικών λιτότητας. Η αμοιβαιοποίηση μέρους του δημόσιου χρέους και τα υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα στην Ευρώπη δεν θα διαρκέσουν. Με το πρώτο σημάδι επιστροφής σε μια αναιμική ανάπτυξη, η πίεση για επιστροφή στην κυρίαρχη ορθοδοξία θα αυξηθεί. Ήδη, πολλαπλασιάζονται οι φωνές καθεστωτικών οικονομολόγων στην Γερμανία που φθάνουν στο σημείο να απειλούν ότι η χώρα τους «μπορεί να ζήσει και χωρίς το ευρώ».
Περιττό να σημειώσουμε ότι η μείωση της ΠΧ δεν είναι εύκολη υπόθεση. Μετά από μια τόσο μεγάλη εισροή ρευστότητας στην οικονομία για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, δεν μπορεί να αποκλειστεί μια νέα χρηματοπιστωτική κρίση μεγάλων διαστάσεων. Η μείωση της ΠΧ θα έχει αποτέλεσμα υψηλότερα επιτόκια για το δημόσιο χρέος και μείωση της αξίας των κρατικών τίτλων στις δευτερογενείς αγορές. Η αύξηση των μερισμάτων, ως αποτέλεσμα των υψηλότερων τραπεζικών επιτοκίων, θα έχει το ίδιο αποτέλεσμα στην αξία των μετοχών στις δευτερογενείς αγορές. Σε συνθήκες όπου η οικονομία πέφτει σε μια «παγίδα ρευστότητας», οι κεντρικές τράπεζες βρίσκονται αντιμέτωπες με ένα δύσκολο δίλημμα: Αν συνεχίσουν την ποσοτική χαλάρωση, οι στρεβλές επιπτώσεις της θα γίνονται όλο και πιο σοβαρές. Αν τη σταματήσουν, κινδυνεύουν να προκαλέσουν μια νέα χρηματοπιστωτική κρίση. Ως εκ τούτου, θα προσπαθήσουν να την μειώσουν πολύ αργά και σταδιακά. Ακόμη και αν καταφέρουν να ελέγξουν αυτή τη μείωση, η κρίση της κοινωνικής αναπαραγωγής θα επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο.
Ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός βρίσκεται οριστικά σε αδιέξοδο. Η αναπαραγωγή του κεφαλαίου ισοδυναμεί με μια κλιμακούμενη κρίση κοινωνικής αναπαραγωγής, επειδή οι αποτελεσματικές πολιτικές για την αντιμετώπιση του προβλήματος της πραγματοποίησης της αξίας μπορεί να οδηγήσουν σε αλλαγή της ισορροπίας δυνάμεων μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας υπέρ της εργασίας και, συνεπώς, να προκαλέσουν πτώση του ποσοστού κέρδους.
Καθώς οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές μετέτρεψαν μια κρίση που σχετιζόταν με την πτώση του ποσοστού κέρδους σε κρίση που σχετιζόταν με το πρόβλημα της πραγματοποίησης, οι νέες οικονομικές πολιτικές μπορούν να μετατρέψουν και πάλι την τρέχουσα κρίση σε κρίση του ποσοστού κέρδους. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τα κράτη προτιμούν σήμερα τη χρήση ενός αντισυμβατικού αλλά αναποτελεσματικού νομισματικού όπλου (ΠΧ) αντί μιας πολιτικής μεγάλων δημόσιων επενδύσεων.
Η νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ εφαρμόζει-ανακοινώνει βέβαια προγράμματα πιο δραστήριας δημοσιονομικής πολιτικής, προγράμματα όμως αρκετά προσεκτικά για να μην αλλάξουν ριζικά τους συσχετισμούς δύναμης ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία. Αξίζει να αναφερθεί ότι ούτε αυτά τα μετριοπαθή προγράμματα εξασφαλίζουν συναίνεση των δυνάμεων του κεφαλαίου σε διεθνή κλίμακα.
Η καπιταλιστική απάντηση στην κρίση της κοινωνικής αναπαραγωγής και στα κινήματα διαμαρτυρίας που αυτή γεννά, θα είναι αυτή ενός όλο και λιγότερο δημοκρατικού και όλο και περισσότερο νεο-αυταρχικού κράτους. Η νέα «κανονικότητα» κινδυνεύει να είναι αυτή των καθεστώτων εξαίρεσης. Το κεφάλαιο συμπεριφέρεται σαν ένας απειλούμενος οργανισμός: Δεν υπάρχει κανένα δημοκρατικό αυτονόητο γι’ αυτό, καμιά οικολογική ή κοινωνική «κόκκινη γραμμή».
Η κρίση κοινωνικής αναπαραγωγής αντανακλάται ακόμη και στις δημογραφικές προβλέψεις-προβολές. Η μείωση του πληθυσμού και η γήρανσή του απειλεί ό,τι απέμεινε από τα συστήματα αναδιανεμητικής σύνταξης και δημόσιας υγείας. Η μετανάστευση είναι συνεπώς μονόδρομος. Ωστόσο, η μετανάστευση δεν επηρεάζει τις ευρωπαϊκές χώρες με τον ίδιο τρόπο. Η Ελλάδα π.χ. δεν περιορίζεται στην εισαγωγή εργατικού δυναμικού. Εξάγει εργατικό δυναμικό υψηλού μορφωτικού επιπέδου και εργασιακής ειδίκευσης στα πιο ανεπτυγμένα κράτη της Ευρώπης, συμβάλλοντας έτσι σε μια ευρωπαϊκή οικονομική ανάπτυξη όλο και πιο συνδυασμένη και όλο και πιο άνιση. Ο εγκλωβισμός των λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών της Ευρώπης σε οπισθοδρομικές ειδικεύσεις χαμηλής προστιθέμενης αξίας αντανακλάται και στο εργατικό δυναμικό τους.
Βέβαια, ο επίσημος λόγος αλλάζει ανάλογα με τις πολιτικές συμμαχίες που κυβερνούν. Η ενίσχυση διεθνών κέντρων λήψης αποφάσεων εις βάρος των εθνικών κυβερνήσεων, της εκτελεστικής εξουσίας εις βάρος της κοινοβουλευτικής και ο εκτοπισμός σημαντικής μερίδας των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων στον κόσμο των «αοράτων» (στο Παρίσι π.χ. τα εργατικά στρώματα «εξορίστηκαν» και «γκετοποιήθηκαν» στα υποβαθμισμένα προάστια) είναι δυνατό να συνδυαστούν με την «ανοχή» του διαφορετικού (σεξουαλικές προτιμήσεις ή ταυτότητες πέραν των κυρίαρχων και καθιερωμένων π.χ.), την «ευαισθησία» σε θέματα ισότητας φύλων, τον ανέξοδο «κοσμοπολιτισμό». Το ουσιαστικό έλλειμμα αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και στοιχειώδους κοινωνικής δικαιοσύνης υποκαθίσταται από μια συμβολική «πολιτισμική ελευθερία», αναγνώριση «ατομικών δικαιωμάτων» και οικολογική φλυαρία χωρίς περιεχόμενο, τις οποίες υιοθετεί πλέον σε μεγάλο βαθμό ακόμη και η φασιστοειδής δεξιά, ιδιαίτερα όταν αποδίδουν εκλογικά και δεν αφορούν τον πυρήνα της ρατσιστικής της ιδεολογίας.
Η πιο πάνω κριτική του καθεστωτικού λόγου σε κάποιες χώρες του ανεπτυγμένου κόσμου δεν στοχεύει με κανένα τρόπο στην υποβάθμιση διεκδικήσεων πέραν των κλασικών εργατικών διεκδικήσεων, αλλά στο να δείξει την ικανότητα προσαρμογής του συστήματος όσο η προσαρμογή αυτή είναι σχετικά ανέξοδη ή αμιγώς συμβολική, όσο δηλαδή δεν αλλοιώνει καθοριστικά τους όρους αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης εις βάρος του κεφαλαίου.
Η απουσία αξιόπιστου ηγεμονικού σχεδίου των αρχουσών τάξεων δημιουργεί ένα χαοτικό σύστημα παγκόσμιας διακυβέρνησης, όπου ακόμη και αναγκαίες πολιτικές ενέργειες για ομαλότερη αναπαραγωγή του κεφαλαίου δεν πραγματοποιούνται. Παρά το χαμηλό κόστος του εμβολίου κατά του κορωνοϊού και των επιπτώσεων του τελευταίου στην οικονομία, οι κυβερνήσεις των ισχυρών καπιταλιστικών κρατών δεν κατάφεραν καν να διαμορφώσουν ενιαία πολιτική στο θέμα της πατέντας και της παραγωγής του εμβολίου με σκοπό τον μαζικό εμβολιασμό των πληθυσμών των αναπτυσσόμενων χωρών.
Ο νεοφιλελευθερισμός κατέστησε πιο εκρηκτική μια κλασική αντίθεση του καπιταλιστικού συστήματος: την αντίθεση ανάμεσα στο έθνος-κράτος ως τον κατεξοχήν χώρο της πολιτικής και την τάση παγκοσμιοποίησης του κεφαλαίου.
Στην περίπτωση της διαχείρισης της πανδημίας αυτή η αντίθεση εκδηλώνεται ως προβληματική συνάρθρωση διεθνικών παραγωγικών και εμπορικών δικτύων και εθνικών συνόρων. Τα αμυντικά οχυρά υπό μορφή συνοριακών ελέγχων ενδεχόμενων κρουσμάτων δεν άντεξαν ούτε στιγμή στην επέλαση των διάφορων μεταλλάξεων του κορωνοϊού. Μεταξύ άλλων, ο γερασμένος καπιταλισμός πάσχει από «αρθρίτιδα».
Το συγκριτικό πλεονέκτημα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών απέναντι στις πιο παρεμβατικές οικονομικές πολιτικές του ανοδικού μεταπολεμικού κύματος ήταν ότι ο νεοφιλελευθερισμός μπορούσε να εφαρμοστεί μονομερώς σε εθνικό επίπεδο. Η χώρα που περιορίζει την εσωτερική της ζήτηση λόγω μείωσης των μισθών επωφελείται από τη ζήτηση άλλων χωρών που προσαρμόστηκαν λιγότερο καλά στις νεοφιλελεύθερες επιταγές. Το ίδιο ισχύει για τον δημόσιο δανεισμό. Η χώρα με ισορροπημένους κρατικούς προϋπολογισμούς δανείζεται με χαμηλότερο επιτόκιο σε σχέση με τη χώρα που δημιουργεί δημοσιονομικά ελλείμματα.
Αυτό το σύστημα οξυμένου ανταγωνισμού που οδήγησε σε μια «κούρσα» οπισθοδρόμησης του κοινωνικού κεκτημένου έφθασε όμως στα όριά του το 2008. Και πάλι με έναν χαοτικό τρόπο, το μόνο που κατάφεραν να κάνουν τα κράτη είναι να συντονιστούν εν τέλει σε επίπεδο νομισματικής πολιτικής, χωρίς την οποία οι φυγόκεντρες δυνάμεις της παγκόσμιας οικονομίας θα είχαν καταστροφικές επιπτώσεις στο κεφάλαιο. Η ΕΚΤ ευθυγράμμισε την νομισματική της πολιτική με αυτή άλλων μεγάλων Κεντρικών Τραπεζών (ιδιαίτερα της FED) την υστάτη, όταν η Ευρωζώνη είχε ήδη φθάσει στο χείλος της καταστροφής τέσσερα χρόνια μετά την ΜΧΚ.
Η ΠΧ συντήρησε τη νεοφιλελεύθερη κατάσταση πραγμάτων, χωρίς όμως να βάλει τάξη σε αυτήν. Η νεοφιλελεύθερη τάξη είναι μια χαοτική τάξη όπου το αναπάντεχο παραμονεύει, γιατί μικρές συγκυριακές αλλαγές, ακόμη και τυχαία συμβάντα, μπορούν να έχουν καθοριστικές επιπτώσεις.
Είναι στο πλαίσιο αυτής της χαοτικής τάξης που πρέπει να τοποθετήσει κανείς την περίοδο 2010-2015 στην Ελλάδα. Η Ελλάδα ήταν ο ασθενής κρίκος μιας διεθνούς αλυσίδας. Η είσοδος του παραδοσιακού εργατικού κινήματος στην πολιτική αρένα, ο ηγεμονικός του ρόλος σε ένα ευρύτερο κίνημα διαμαρτυρίας πολλαπλών ευαισθησιών-αφετηριών και οι εξελίξεις που προκάλεσε στην πολιτική σκηνή[4] δείχνουν ότι ένα εγχείρημα κοινωνικού μετασχηματισμού μπορεί να προκύψει απρόσμενα και να έχει αίσιο ή καταστροφικό τέλος ανάλογα με τη στρατηγική της πολιτικής του εκπροσώπησης.
Αν όμως, όπως σε κάθε χαοτική διαδικασία, το αναπάντεχο ελλοχεύει και σε αυτό το χαοτικό σύστημα, το πολιτικό σχήμα αξιοποίησής του κτίζεται πέτρα την πέτρα βάσει «αρχιτεκτονικού» σχεδίου, ακριβώς όπως και τα οδοφράγματα του August Blanqui. Οι «αόρατοι» δεν αρκεί να γίνουν περιστασιακά ορατοί με κάποιο γιλέκο, κίτρινο ή κόκκινο, για να αλλάξουν τα πράγματα. Δεν αρκεί να βαδίζουν σε κεντρικό δρόμο. Χρειάζονται οδικό χάρτη, δρομολόγιο και προορισμό.
[1] Bank for International Settlements, Quarterly Review, December 2020, Basel, 2020.
[2] Malm Andreas, Corona, Climate, Chronic Emergency, Verso, London – New York, 2020.
[3] Bank for International Settlements, Annual Economic Report 2020, Basel, 2020.
[4] Σερντεδάκις Νίκος, Τομπάζος Σταύρος (Επ.), Όψεις της Ελληνικής Κρίσης. Συγκρουσιακός κύκλος διαμαρτυρίας και θεσμικές εκβάσεις, Gutenberg, Αθήνα, 2018.