Η ρατσιστική βία και τα πογκρόμ στην Χλώρακα και Λεμεσό: Μια θεώρηση της βίας και της αντιμετώπισης της

Η ρατσιστική βία και τα πογκρόμ στην Χλώρακα και Λεμεσό: Μια θεώρηση της βίας και της αντιμετώπισης της

Στο κείμενο μου αυτό εξετάζω πώς, πότε και γιατί φτάσαμε στα πογκρόμ στη Χλώρακα (28 και 29 Αυγούστου 2023) και στη Λεμεσό (1 Σεπτεμβρίου 2023), πώς αυτό πόλωσε την κοινωνία, πώς ενεργοποίησε νέες ταυτότητες και συγκρούσεις, και ποιός ήταν ο ρόλος του κράτους. Αναλύω την εκρηκτική και σοβαρή κατάσταση μετά τις βίαιες ρατσιστικές επιθέσεις στη Χλώρακα και τη Λεμεσό μετά από έρευνα πεδίου που διενεργήσαμε επί τόπου που καταδεικνύει ότι ήταν ήδη προβλέψιμο ότι θα φτάναμε εκεί αν δε λαμβάνονταν μέτρα. Η επιτόπια έρευνά μας καταδεικνύει ότι το πογκρόμ  ήταν καλά σχεδιασμένο κι εκτελέστηκε βάσει σχεδίου, στοχευμένα ενάντια στους Σύρους που είναι πλήρως ενταγμένοι στην κοινωνία. Ποια μέτρα θα έπρεπε να είχαν ληφθεί; Τι μέτρα μπορούν να ληφθούν σήμερα για την αποκλιμάκωση της έντασης; Τι θα γίνει με τη διασπορά ψευδών ή διογκωμένων/διαστρεβλωμένων ειδήσεων στα ΜΜΕ και τα ΜΚΔ που ρίχνουν λάδι στη φωτιά; Πως θα καταπολεμηθεί ο νεοφασισμός και ο ρατσισμός που φαίνεται να ενδυναμώνεται στις μέρες μας; Επιχειρώ να απαντήσω στα πιο πάνω ερωτήματα και να σκιαγραφήσω το προφίλ της εποχής που ζούμε, σε Κύπρο, Ελλάδα και σε άλλες χώρες, με την άνοδο της ακροδεξιάς και τη στοχοποίηση των «άλλων», των «ξένων». Επιχειρώ να θέσω ορισμένα μείζονα ερωτήματα και να συμβάλω στη συζήτηση για ένα μείζον ζήτημα για τη δημοκρατία και τον πολιτικό πολιτισμό στη χώρα μας. 

Ασφαλώς, υπάρχει το ευρύτερο πλαίσιο που τροφοδοτεί ως παράγοντας γένεσης και ανάπτυξης την φυλετική-εθνικιστική βία που μιμείται και γιγαντώνει με όσα συμβαίνουν διεθνώς, και ιδίως στη περιοχή μας. Ιδιαίτερα ευνοϊκός παράγοντας για την ανάπτυξη της βίας στην Κύπρο είναι η άνοδος της ακροδεξιάς κι αντιμεταστευτικής  βίας στην Ελλάδα, ενώ πηγάζει και από το ιστορικό πλαίσιο και τις ιστορικές παρακαταθήκες βίας σε μια χώρα όπου εμπεδώνεται η διχοτόμηση και  πολώνεται η κοινωνία, αναπτύσσεται ο ακροδεξιός και αντιμεταναστευτικός ρατσισμός, αλλά και αντιστάσεις κι αναχώματα. Υπάρχει επίσης  ένα ευρύτερο κλίμα κοινωνικής κι εργασιακής ανασφάλειας και πίεσης, διάδοση ψευδών εντυπώσεων σχετικά με την μετανάστευση, το άσυλο, την γκετοποίηση, το στεγαστικό, την οργάνωση και την αναπαραγωγή του εγκλήματος και το οικονομικό και κοινωνικό υπόβαθρό του κτλ.

Από το 2020, παρακολουθούμε την κατάσταση και έχουμε πραγματοποιήσει αρκετές επιτόπιες επισκέψεις στο χωριό Χλώρακα στην επαρχία Πάφου. To 2021, ο τότε Υπουργός Εσωτερικών εξέδωσε ένα πρωτοφανές και κατά τη γνώμη μου αντισυνταγματικό και παράνομο διάταγμα που απαγορεύει την παραμονή άλλων αιτούντων άσυλο στο χωριό με την αιτιολογία ότι υπονομεύεται η «δημογραφική ισορροπία» του χωριού. Στις 29 Αυγούστου 2023 συνεχίσαμε αυτή την επιτόπια έρευνα στο χωριό Χλώρακας, μετά τις επιθέσεις της 27ης και 28ης Αυγούστου. Πήραμε συνεντεύξεις και μιλήσαμε με πολλά άτομα από την Πάφο, και ειδικά στο χωριό Χλώρακα – συνολικά μιλήσαμε με πάνω από 25 άτομα, μεταξύ των οποίων ήταν θύματα, γείτονες και παρευρισκόμενοι, Σύροι και Κύπριοι. Επιπλέον, δεδομένου ότι είδαμε ακόμη πιο σοβαρές ρατσιστικές επιθέσεις στη Λεμεσό την 1η Σεπτεμβρίου 2023, πραγματοποιήσαμε επίσης έρευνα που αφορά αυτά τα γεγονότα που πρέπει να θεωρηθούν ως συνέχεια των φυλετικών επιθέσεων στη Χλώρακα. Επιπλέον, επισκεφτήκαμε την Χλώρακα στις 6 Σεπτεμβρίου 2023.   

Τα γεγονότα στη Χλώρακα και τη Λεμεσό έχουν σοκάρει πολλούς. Ωστόσο, αυτά δεν ήταν απρόβλεπτα σαν να ήταν κεραυνός εν αιθρία. Τόσο οι επιθέσεις στη Χλώρακα όσο και φυλετικές επιθέσεις στη Λεμεσό, δικαίως αναφέρονται ως πογκρόμ, όπως θα εξηγήσω. Επίσης, όσα συνέβησαν πρέπει να γίνουν κατανοητά στο ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο της Κύπρου, χώρας με μακρά εθνοτική διένεξη, όπου η βία του παρελθόντος επενεργεί και δημιουργεί εικόνες και κινδύνους και ευρύτερες συνέπειες στη διαιρεμένη χώρα.

Οι Ρατσιστικές Επιθέσεις: Τα γεγονότα και τα τεκμήρια για τη Χλώρακα

Πότε έλαβε χώρα το πογκρόμ; Μετά την απογραφή που διενεργήθηκε με εντολή της Κυβέρνησης, είχε ολοκληρωθεί η μετεγκατάσταση πολλών οικογενειών αιτούντων ασύλου που ζούσαν σε άθλιες συνθήκες στο συγκρότημα του St. Nicholas (ιδιοκτησίας μιας εταιρείας που βρισκόταν σε πτώχευση). Τη στιγμή, δηλαδή, που έγιναν οι επιθέσεις, οι επιτιθέμενοι αισθάνονταν ότι είχαν θεσμική κάλυψη και γνωρίζοντας ότι η μεγάλη πλειονότητα που έμεναν εκεί  είχαν ήδη φύγει..

  • Μιλήσαμε με περισσότερους από 25 ανθρώπους, Σύρους και Κύπριους, αυτόπτες μάρτυρες επιτόπου, που μας έδειξαν άφθονο βιντεοσκοπημένο υλικό σχετικά με όσα συνέβησαν. Τα στοιχεία αυτά μπορεί εύκολα να τα συλλέξει η αστυνομία.
  • Ένας αυτόπτης μάρτυρας μάς είπε ότι μόλις τελείωσε η συνάντηση μεταξύ των Σύρων και της Υπουργού Δικαιοσύνης, η αστυνομία προέτρεψε τους Σύρους να περάσουν από άλλο δρόμο, επειδή «ο κοινοτάρχης και οι άνθρωποί του» τους περίμεναν σε αυτόν το δρόμο και ήταν καλύτερα να τους αποφύγουν. 
  • Αφού έφυγαν οι Σύροι, συγκεντρώθηκαν διάφοροι άνθρωποι από διάφορες περιοχές, μάθαμε ότι ακροδεξιοί εξτρεμιστές και νεοναζί ήρθαν από άλλες επαρχίες και πραγματοποίησαν τις επιθέσεις της δεύτερης ημέρας των πογκρόμ. Έκαψαν το αυτοκίνητο του Σύρου που έκανε δηλώσεις. Στη συνέχεια η αστυνομία τον συνέλαβε και είπε ότι του έκαναν “Narcotest” (το τεστ ήταν θετικό) και ότι βρήκαν ένα μαχαίρι στο αυτοκίνητό του. Συνελήφθη ο Σύρος διότι εκκρεμούσε ήδη ένταλμα, όπως λέχθηκε αργότερα από την Αστυνομία. Στη συνέχεια τα διάφορα κανάλια και ΜΜΕ άρχισαν να τον βαφτίζουν «εκπρόσωπο της Συρίας». ΜΜΕ και ΜΚΔ διέδιδαν ψευδώς ότι είναι «πράκτορας» και ότι δήθεν εκπαιδεύτηκε από τον τουρκικό στρατό σε μεθόδους «ειδικού πολέμου» κλπ.   
  • . Τα σπίτια ήταν σημαδεμένα εξωτερικά, έχουμε φωτογραφίες από το συγκεκριμένο σύμβολο (Τεκμήρια 3, 4 και 5).
  • Οι μαρτυρίες των ίδιων των θυμάτων, καθώς και των γειτόνων και των κατοίκων δείχνουν ότι επρόκειτο για μια οργανωμένη κατάσταση και ισχυρίζονται ότι είχαν κατευθυνθεί από την τοπική κοινοτική αρχή. Μάλιστα, σε περιστατικά, όπως μας είπαν τα θύματα, η αστυνομία βρισκόταν ακριβώς δίπλα και δεν έκανε τίποτα για να εμποδίσει. Ούτε ήρθαν εκ των υστέρων για να συλλέξουν ως αποδεικτικό υλικό κρίσιμων μαρτύρων, π.χ. σπρέι, σιδερογροθιές, ρόπαλα κ.λπ. που χρησιμοποιούσαν οι μασκοφόροι. Αυτόπτης μάρτυρας αναφέρει ότι η ακροδεξιά ομάδα μπήκε στην αυλή του και από την αποθήκη  άρπαξε  σούβλες, σκεπάρνι, εργαλεία κήπου για να τα χρησιμοποιήσει στις επιθέσεις, και τα οποία άφησαν όταν η αστυνομία έφτασε εκεί. Δε λήφθηκε μαρτυρία από τον μάρτυρα αυτό.  Η αστυνομία οφείλει να προσφέρει το πλαίσιο για να μπορέσουν τα άτομα αυτά να καταθέσουν υπό καθεστώς ανωνυμίας/προστασίας έναντι αντιποίνων και εκδικητικών διώξεων, είτε αστικών είτε ποινικών. 
  • Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των περίοικων, το εστιατόριο ROSE του οποίου  έσπασαν το παράθυρο  δεν είχε κανένα πρόβλημα με γείτονες, ενώ πολλές φορές ο κοινοτάρχης του είχε πει πως πρέπει να φύγει και ότι δεν ήθελε Άραβες. Λειτουργός από το Τμήμα Υγείας που επισκέφτηκε το εστιατόριο για έλεγχο επίσης φέρεται να του είπε «θέλουμε τους ξένους έξω από την περιοχή». 
  • Σύμφωνα με τους περίοικους, ο κοινοτάρχης, που κυκλοφορεί με μαυροντυμένους σωματοφύλακες,  δηλώνει ανοιχτά στους Σύρους ότι δεν τους θέλει στη Χλώρακα. Υπάρχουν πολλές μαρτυρίες και μαγνητοσκοπημένο υλικό ότι ο κοινοτάρχης, όπως και ο υπεύθυνος τύπου του ΕΛΑΜ ότι ήταν παρόν κι ότι είχαν ρόλο στα επεισόδια.  Υπάρχει κλίμα φόβου και πολλά θύματα δεν ξέρουν τι να κάνουν. 
  • Πολλοί κάτοικοι του χωριού μετά τα επεισόδια αισθάνονται αγανακτισμένοι για την ακροδεξιά βία. Mιλήσαμε πολλούς κατοίκους, κυρίως ελληνοκύπριους, οι οποίοι είναι οργισμένοι για την κατάσταση που δημιουργήθηκε, θεωρώντας υπεύθυνους τον κοινοτάρχη και την ακροδεξιά.
  • Στη δε Λεμεσό πραγματοποιήθηκαν δύο μαζικές αντιρατσιστικές-αντιφασιστικές εκδηλώσεις. Είναι για όλους πλέον ξεκάθαρο ότι με τα πογκρόμ  στο κέντρο της πόλης, τις επιθέσεις κατά μεταναστών, τουριστών, ακόμα και Κυπρίων, οι νεοναζιστικές κι ακροδεξιές ομάδες έχουν πλέον απαξιωθεί διότι ξεπέρασαν το όριο κοινωνικής-ηθικής αποδοχής. 
  •  pastedGraphic.png

Σπρέι πιπεριού που βρέθηκε στον τόπο των επιθέσεων μέσα στο σπίτι που δέχθηκε την επίθεση. Τέτοια βρέθηκαν πεταμένα στη σκηνή της επίθεσης στο σπίτι Σύρων. Η αστυνομία βρήκε αυτά τα σπρέι και δεν τα συνέλεξε ως αποδεικτικά στοιχεία. 

  pastedGraphic_1.png

Τεκμήριο 2: Ξύλινο ρόπαλο του μπέιζμπολ και μεταλλικό κοντάρ:

Βρέθηκαν πεταμένα στον τόπο του εγκλήματος. Χρησιμοποιήθηκαν από τους δράστες ως όπλα για να προκαλέσουν τραυματισμούς σε ανθρώπους και υλικές ζημιές. Tα συγκεκριμένα αντικείμενα τα περισυλλέξαμε και τα παραδώσαμε στην αστυνομία. 

pastedGraphic_2.png

Φωτογραφίες από το σπίτι όπου βρέθηκε το σπρέι, η σιδεροσωλήνα και το ρόπαλο που είχε δεχθεί επίθεση τη πρώτη μέρα του πογκρόμ 

pastedGraphic_3.png

Μπλε σήμανση ετικέτα γκράφιτι ως στόχος επίθεσης

οΑυτές οι σημάνσεις βρέθηκαν σε διάφορα σπίτια λίγο πριν τις επιθεσεις. 

pastedGraphic_4.png

Μπλε ετικέτα-σήμανση γκράφιτι

pastedGraphic_5.png

Τεκμήριο 5: Μπλε σήμανση γκράφιτι ως στόχος για επίθεση 

Άλλη μια ετικέτα που αφέθηκε σε ακίνητο στη Χλώρακα-Η «σήμανση» των ακινήτων δείχνει ότι οι επιθέσεις ήταν σχεδιασμένες και οργανωμένες.

Ιστορικά προηγούμενα και μια πρώτη θεώρηση των πογκρόμ στη Χλώρακα και Λεμεσό: Πως συνδέεται με την εθνοτική βία του παρελθόντος; 

Το πρώτο ζήτημα που πρέπει να εξετάσουμε είναι η σχέση εθνικισμού και ρατσισμού στο κυπριακό πλαίσιο που αποτελεί το αναγκαίο υπόβαθρο για τη σχέση της εθνοτικής με τη φυλετική βία.

Συχνά αντιτίθεται ο «γνήσιος πατριωτισμός» κόντρα στον εθνοσοβινιστικό όπως κάνει ο Άντερσον στο κλασικό του έργο για τον εθνικισμό: θεωρεί τον πατριωτισμό (τον οποίο βλέπει ως την «καλοήθη» πλευρά του εθνικισμού) ως έννοια αντίθετη με τον ρατσισμό (την κακοήθη πλευρά του). O Nairn προσομοιάζει τον εθνικισμό με το δικέφαλο γίγαντα Ιανό, ενώ άλλοι μελετητές διαχωρίζουν ανάμεσα στο «φιλελεύθερο» και τον «ανελεύθερο» εθνικισμό. Σίγουρα, όλοι οι σοβαροί μελετητές διαχωρίζουν τους εθνικισμούς, ανάμεσα σε αυτούς των ισχυρών (κατακτητών-καταπιεστών, αποικιοκρατών, ιμπεριαλιστών) από αυτών των εξουσιαζόμενων και υποτελών εθνών που αντιστέκονται – δεν μπορεί να είναι το ίδιο. Εξ ου και οφείλουμε να αποφεύγουμε την ισοπέδωση. 

Ζήτημα ωστόσο προκύπτει σχεδόν σε όλες τις μετα-αποικιακές κοινωνίες, μετά την νίκη των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων, διότι έχουν μπροστά τους διλήμματα ως προς τα όρια ή τα σύνορα του έθνους, ιδιαίτερα όταν τα κράτη που προκύπτουν είναι πολυεθνοτικά ή όταν έχουν μεταναστευτικές κοινότητες.  Όλοι οι σοβαρά μελετητές αναγνωρίζουν ότι ο εθνικισμός και ο ρατσισμός είναι έννοιες με κάποια σημαντική σχέση. Η πιο πειστική προσέγγιση στο ζήτημα προσφέρεται από τον Etienne Balibar, ο οποίος έχει ως αφετηρία ανάλυσης τη διαπίστωση ότι «στην πραγματικότητα ο ρατσιστικός και ο εθνικιστικός λόγος δεν απέχουν πολύ μεταξύ τους» (Balibar, 1991: 60). Αυτή η δομική προσέγγιση αναπτύσσεται από μια σειρά μελετητές οι οποίοι μας δίνουν τις δυνατότητες να κατανοήσουμε την πολυπλοκότητα του φαινομένου. Σαφώς υπάρχει ιστορική σύνδεση αναφερόμενη σε «κύκλο αμοιβαιότητας εθνικισμού και ρατσισμού» όπου «ο ρατσισμός εκκρίνεται ασταμάτητα από τον εθνικισμό όχι μόνο προς τα έξω αλλά και προς τα μέσα». Κι έτσι «ο εθνικισμός εκκρίνεται από το ρατσισμό, με την έννοια ότι δεν θα μπορούσε να συγκροτηθεί ως ιδεολογία ενός “νέου” έθνους αν ο ανεπίσημος εθνικισμός στον οποίο αντιδρά δεν ήταν βαθύτατα ρατσιστικός» (Balibar, 1991, σελ. 86). Καταλήγει ότι, ακόμη και σε περιπτώσεις αντίστασης προς ένα αποικιοκρατικό και ιμπεριαλιστικό ρατσισμό, «ο ρατσισμός δεν είναι έκφραση του εθνικισμού αλλά συμπλήρωμά του»: Εσωτερικό συμπλήρωμα, αναγκαίο πάντοτε για τη συγκρότηση του εθνικισμού και ωστόσο πάντοτε ανεπαρκές στο να ολοκληρώσει το σχέδιο του, όπως άλλωστε ο εθνικισμός είναι αναγκαία πλην όμως όχι ικανή συνθήκη προκειμένου να “εθνοποιηθεί” η κοινωνία (Balibar, 1991, σελ. 87). Αυτό διαφαίνεται ξεκάθαρα στη περίπτωση των πογκρόμ, όπως αναφέρομαι συγκεκριμένα στο τελευταίο υποκεφάλαιο με τίτλο, « Η αντιρατσιστική απάντηση στην εποχή των τεράτων».

Το κοινωνικό γίγνεσθαι συναρθρώνεται από πολύπλοκες σχέσεις. Σημαντική συνεισφορά σε θεωρητικό και πολιτικό επίπεδο αποτελεί η προσέγγιση που βασίζεται σε μια «τρι-αξονική υποδομή» (τάξη, φυλή-εθνότητα, φύλο), όπου τα συστατικά μέρη αποτελούν διαστάσεις του κοινωνικού. Παρ’ όλη τη σχετική αυτονομία τους, συναρθρώνονται και συνδέονται διαλεκτικά, δημιουργώντας έτσι πολλαπλές βαθμίδες ηγεμονίας και υποτέλειας ανάλογα με τους συνδυασμούς και ρόλους των συλλογικών παραγόντων.  Αυτό συμβαίνει γιατί «ο ρατσισμός δεν βασίζεται μόνο (στην ιδέα) της φυλής αλλά στη χρήση της κατηγορίας της εθνοτικής ομάδας γενικότερα ως ουσιώδους δομικής πρώτης ύλης» ως ένα μηχανισμό που τον καθιστά ισχυρή μέθοδο αποκλεισμού. Παράλληλα ο «ρατσισμός», παρ’ όλες τις ιστορικές του ρίζες, μεταβάλλεται συστηματικά, αναφορικά με το περιεχόμενο και το νόημα, ως συνέπεια «σύγχρονων ενδογενών πολιτικοοικονομικών δυνάμεων που συνδέονται με ιδέες και μορφές ρατσισμού . Πρόκειται για μια εξαιρετικά πολύπλοκη, αντιφατική και ρευστή διαδικασία αναπαραγωγής των κοινωνικών σχέσεων σε μια πολυδιάστατη μήτρα, η οποία αναπτύσσει δομές που αναπαράγουν συνεχώς, ενώ παράλληλα μεταβάλλουν, τις σχέσεις ηγεμονίας σε ένα κοινωνικό σχηματισμό. Οι Φλόγα Ανθία και  Nira Yuval-Davis στο έργο τους για τα «ρατσιστικοποιημένα σύνορα» ή «φυλετικοποιημένη μεθόριο» εύστοχα θέτουν το ζήτημα των ορίων:  Όπου και όποτε υπάρχει ένας κοινωνικός μηχανισμός καθορισμού συνόρων ανάμεσα στους «εντός» και τους «εκτός», δηλαδή στην ίδια τη διαδικασία συμμετοχής/ένταξης και αποκλεισμού, έχουμε την ανάπτυξη της διαδικασίας διακρίσεων, αν η διάκριση βασίζεται σε οποιοδήποτε παράγοντα  που σχετίζεται με αυτό που αποκαλούν «άξονα του έθνους». «Άξονα του έθνους» αποτελούν κοινωνικές κατασκευές κατηγοριών σαν δομική πρώτη ύλη όπως η «φυλή», η εθνοτική καταγωγή, η κουλτούρα, η γλώσσα, η θρησκεία ή άλλο κληρονομικό ή επίκτητο στοιχείο στη βάση του οποίου μπορεί κάποιος να αποκλειστεί από το «ανήκειν» στο έθνος/λαό, οπότε έχουμε την απαρχή της ρατσιστικής διαδικασίας. Ωστόσο, η προκατάληψη από μόνη της, όσο κατακριτέα, στενόμυαλη, κι απαράδεκτη κι αν είναι, δεν αρκεί: Για να έχουμε «ρατσισμό», απαιτείται κάποια δυνατότητα «εφαρμογής», κάποια «πρακτική», δηλαδή μια μορφή άσκησης κάποιας εξουσίας (όχι μόνο κρατικής αλλά και κοινωνικής εξουσίας). Εξού και οι αναφορές σε τρεις τουλάχιστον μορφές ρατσισμού:

  • Διαπροσωπικός/διυποκειμενικός  (σχέσεις ανάμεσα σε άτομα).
  • Ιδεολογικός (ρατσισμός σε επίπεδο ιδεών για την ταξινόμηση,  ιεράρχηση πληθυσμών κλπ.).
  • Συστημικός-θεσμικός  (αναφέρεται σε θεσμούς, δομές και πολιτικές που αναπαράγουν τον ρατσισμό, όχι κατ’ ανάγκη ηθελημένο τρόπο).
  • Για να κατανοήσουμε λοιπόν τις ρατσιστικές επιθέσεις και τα πογκρόμ στη Χλώρακα και Λεμεσό, οφείλουμε να εξετάσουμε τα ιστορικά προηγούμενα βέβαια στη Κύπρο. Κι αυτό μας πάει πίσω στην στη περίοδο της αποικιοκρατίας (1956-59) και την περίοδο μετά την ανεξαρτησία 1960-1974. Η συγκρότηση του Κυπριακού κράτους ήρθε μετά την αποικιοκρατία κι ήταν αποτέλεσμα μιας επώδυνης και συγκρουσιακής ιστορίας που τελικά μας οδήγησε στη ντε φάκτο διχοτόμηση. Καθώς φθίνει η προοπτική λύσης του Κυπριακού, ιδίως η τελευταία αποτυχία στο Γκαν Μοντανά το 2017, αναπτύσσονται διάφορα ιδεολογικά φαινόμενα και πολώσεις, η λεγόμενη «κανονικοποίηση της διχοτόμησης» οδηγεί επίσης σε νέες πολώσεις και όλο και πιο ακραίες προσεγγίσεις, όπως οι ακροδεξιές και νεοναζιστικές οργανώσεις που συνομιλούν και επηρεάζονται και από ρατσιστικές οργανώσεις και τάσεις στην Ευρώπη και άλλου.  

Είναι σε αυτό πλαίσιο που ο δεξιός τ/κύπριος ηγέτης, Ερσίν Τατάρ, συνέδεσε το ζήτημα με την ιστορία και την ασφάλεια των τ/κυπρίων σε περίπτωση λύσης του Κυπριακού – τόσο στο μυαλό του ακροδεξιού ρατσιστή και του τ/κύπριου εθνικιστή ο Σύρος μετανάστης ή πρόσφυγας που είναι εξάλλου μουσουλμάνος, προφανώς αντιπροσωπεύει τον τ/κύπριο στο πνεύμα της εθνικιστικής αφήγησης του κόσμου και της ιδεολογικής-ιστορικής μνησικακίας:  «Τη στιγμή που ο τουρκικός στρατός αποσυρθεί από το νησί, στόχος ρατσιστικών επιθέσεων θα είναι οι Τουρκοκύπριοι. Κανείς δεν πρέπει να το αμφισβητήσει αυτό. Αυτό είναι το συμπέρασμα που θα βγάλουμε από το περιστατικό στη Λεμεσό.»

Οι δε ε/κύπριοι ακροδεξιοί, από τους νεοναζί μέχρι τους ακραιφνείς εθνικιστές που είναι αποφασισμένοι  να πολεμήσουν πάση θυσία την προοπτική λύσης στο συμφωνημένο πλαίσιο της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας θεωρούν τους πρόσφυγες και μετανάστες ως «τρίτο Αττίλα»: με πρώτο και χειρότερο τον τέως υπουργό εσωτερικών, Νίκο Νουρή, που θεωρεί ότι η Τουρκία εφαρμόζει το σατανικό σχέδιο εισβολής με υβριδικό πόλεμο, μάλιστα θεωρεί τους μετανάστες «ένα χειρότερο και πιο επικίνδυνο Αττίλα».  Επανέλαβε τα ίδια σε εμπρηστικό άρθρο του την πρώτη μέρα των πογκρόμ στη Χλώρακα, όπου συνέδεσε την παρουσία μεταναστών εκεί με πρόσφατες βίαιες επιθέσεις ενάντια σε ΟΗΕδες στο μεικτό χωριό στη Πύλα. Τελευταία, τέτοιες «γεωπολιτικές» αναλύσεις πλημύρισαν τα ΜΜΕ και στα ΜΚΔ. Αμέσως δε μετά τις επιθέσεις η καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς, Μαίρη Μπόση, η οποία προφανώς δεν έχει ιδέα τι έγινε και τί συμβαίνει (αμφιβάλλω αν ξέρει που βρίσκεται η Χλώρακα) έσπευσε να συνδέσει τη Χλώρακα με τον Έβρο σε μια κλασική παρέμβαση ασφαλειοποίησης που διασπείρει φόβο: «Όσον αφορά τον Έβρο αλλά και τη Χλώρακα, δεν μπορεί να είναι αποδεκτή  για την ασφάλεια ενός κράτους η ανεξέλεγκτη και πολύ περισσότερο η μαζική είσοδος μεταναστών, καθώς -θεωρητικά τουλάχιστον- τα σύνορα φυλάσσονται».

Η δε εποχή μετά το 1974 διαφέρει ριζικά, εφόσον υπάρχει ντε φάκτο διχοτόμηση και οι πληθυσμοί πλέον έχουν βίαια διαχωριστεί. Μόνο μερικές εκατοντάδες ζουν στην «αντίπερα» πλευρά, υπό συνθήκες πού συγκεκριμένες και με επιτήρηση του ΟΗΕ. 

Η εκρήξεις εθνοτικής βίας 1956-1974

Ας δούμε την προ-1974 περίοδο. Μέχρι το 1956, ενώ υπάρχουν διάφορες εξεγέρσεις,  δεν παρατηρούνται στιγμές μαζικής εθνοτικής βίας εκτός από την μαζική δολοφονία του κλήρου το 1821, η οποία ωστόσο, μελετητές επιμένουν ότι είχε τον χαρακτήρα σύγκρουσης της Οθωμανικής με την Χριστιανική ελίτ των δύο μιλλέτ. Υπάρχουν στοιχεία της σύγκρουσης κι αντιπαράθεσης ανάμεσα σε Χριστιανικό και Μουσουλμανικό πληθυσμό που πηγάζει από την ιεραρχία στην οικονομική, πολιτική και κοινωνική θέση, τα υλικά συμφέροντα, τις ταξικές και κοινωνικές συγκρούσεις,  όπως καταδεικνύει ο Αντώνης Χατζηκυριάκου: Εκεί ενυπάρχουν και εθνικά-εθνοτικά στοιχεία και συγκρούσεις, αλλά το πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο είναι πολύ διαφορετικό από αυτό που προέκυψε με την κατάκτηση της χώρας από τη Βρετανική αυτοκρατορία.  Δεν πρόκειται ούτε για «προαιώνια πάθη» ή «αγεφύρωτα εθνοτικά μίση και διαφορές», ούτε και έχουν θρησκευτικό ή πολιτισμικό υπόβαθρο, παρά το ότι η θρησκεία χρησιμοποιείται ως μέσο σε διάφορες φάσεις και συγκυρίες για οργάνωση κ.ά.. Μέχρι τη δεκαετία του 1950 αναπτύσσεται και κλιμακώνεται η σύγκρουση των δύο εθνικισμών-σοβινισμών που θέλουν να κυριαρχήσουν. Κι ασφαλώς, το βασικό υπόβαθρο είναι η ενθάρρυνση των Βρετανών αποικιοκρατών που ωθούν την μια κοινότητα απέναντι στην άλλη στη πολιτική οργάνωση των πραγμάτων για να εδραιώσουν την αποικιακή τους κυριαρχία στο νησί. Αυτό είναι ξεκάθαρο όπως καταδεικνύουν όλες οι σοβαρές έρευνες για τη Κύπρο.

Σοβαροί κοινωνιολόγοι και πολιτικοί επιστήμονες έχουν εδώ και χρόνια καταρρίψει ευρέως διαδεδομένες αιτιώδεις αντιλήψεις, όπως τις εξής: Πρώτο, ότι η συλλογική βία είναι προϊόν των «καθυστερημένων πολιτισμών» του τρίτου κόσμου και δεύτερο, ότι μπορεί να εξηγηθεί απλοϊκά και παραπλανητικά με όρους προβληματικών ατόμων (με αποκλίνουσα συμπεριφορά) που λειτουργούν υπό συνθήκες χαμηλού κοινωνικού ελέγχου. Αντιθέτως, οι διάφορες εκφάνσεις συλλογικής βίας ακολουθούν συγκεκριμένες πολιτικές και κοινωνικές συμπεριφορές ανάλογα με τις συνθήκες, ανεξαρτήτων ερμηνειών ως προς τα κίνητρα που ωθούν του θύτες (ιδέες/ιδεολογίες, συμπεριφορές ή κοινωνικές σχέσεις/διαδράσεις Στη περίπτωση της Χλώρακας βλέπουμε τους θύτες να προέρχονται από τις πολιτικές ιδεολογικές ομάδες της ε/κυπριακής ακροδεξιάς που παρουσιάζουν το στοιχείο της συνέχειας με τις παρακρατικές ε/κυπριακές οργανώσεις που δρούσαν προ του 1974. Επίσης,  όσον αφορά τη συμπεριφορά τους φαίνονται να μιμούνται το νεοφασιστικό «Χρυσαυγήτικο» παράδειγμα. Τέλος, υπάρχουν συγκεκριμένα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα που εξυπηρετούνται με το να εκδιώξουν τους ενταγμένους Σύρους που διαμένουν στο χωριό. Επίσης, φαίνεται ότι η βία ξεσπά σε συγκεκριμένες στιγμές και υπακούει σε κανόνες χρονικότητας, εξ ου και ο Κόλινς τονίζει: «Η βία δεν εξαρτάται μόνο από μακροχρόνιες συνθήκες υποβάθρου, αλλά και από χρονικά μοτίβα που καθορίζουν πότε και αν ξεσπά, πόσο διαρκεί και πόσο σοβαρή είναι. Οι εξελίξεις στην τεχνολογία καταγραφής, συμπεριλαμβανομένων των βιντεοκάμερων και των CCTV, κατέστησαν δυνατό τον εντοπισμό σημείων καμπής και ακολουθιών σε μικροεπίπεδο.»  

Σύμφωνα με τον Michael Mann, μελετητή των γενοκτονιών του 20ου αιώνα στο έργο του, Η Σκοτεινή Πλευρά της Δημοκρατίας, υπάρχει μια «περιοχή», μια κατάσταση πραγμάτων, που ονομάζει «επικίνδυνη ζώνη» για «εθνοτικό ξεκαθάρισμα». Η κατάσταση στην Κύπρο βρισκόταν εντός της ζώνης αυτής, κι είχαμε πολιτικές ενδοκοινοτικές και διακοινοτικές δολοφονίες. Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις ήταν μαζικές, και υπήρξαν πογκρόμ και εθνοτική βία, γι’ αυτό και βρίσκουμε τους ομαδικούς τάφους και ταυτοποιούμε επιτέλους τα οστά των αγνοουμένων και άρχισε να γίνεται κτήμα η «ηθική της συμφιλίωσης». Ωστόσο, δεν είχαμε γενοκτονίες, όπως είδαμε αλλού. Εξάλλου σε ελάχιστες περιπτώσεις είδαμε στη Κύπρο γείτονες στο ίδιο χωριό να αλληλοσφάζονται. Η «διαλεκτική της μισαλλοδοξίας», όπως την αποκάλεσε ο Κιτρομηλίδης , εντός και μεταξύ των δύο κοινοτήτων ήταν το κύριο χαρακτηριστικό της πολιτικής ζωής στην Κύπρο.  Δεν επέτρεψε στους Κύπριους να συζητήσουν και να δουν τις πιθανές εναλλακτικές λύσεις της αντιπαράθεσης, στην «προδιαγραμμένη καθορισμένη πορεία προς την καταστροφή, όπως η δημιουργία μιας κυπριακής συνείδησης, πέρα και πάνω από τις στενές φυλετικές ή εθνοθρησκευτικές και γλωσσικές-πολιτιστικές ταυτότητες/συνειδήσεις τους.

Ωστόσο, οφείλουμε να μελετήσουμε τη βία αυτή. Αυτός που έχει ασχοληθεί σοβαρά με την εθνοτική βία είναι ο Νιαζί Κιζιλγιουρέκ. Από τον Μανν ο Κιζιλγιουρέκ αντλεί την ιδέα για τις καταστάσεις που δημιουργούν τις συνθήκες για «φονική εθνοκάθαρση» όπου δύο «θεμελιακοί παράμετροι συμβάλλουν στην εμβάθυνση της εθνοτικής σύγκρουσης και αμφότερες ισχύουν σε μεγάλο βαθμό στη κυπριακή περίπτωση: Πρώτο, η αδύνατη ομάδα  με τη στήριξη της μητέρας πατρίδας  επιλέγει να μην υποταχθεί και να αντισταθεί. Δεύτερο, παράλληλα η ισχυρή ομάδα, θεωρώντας ότι διαθέτει συντριπτική στρατιωτική ανωτερότητα και ιδεολογική νομιμοποίησή, πιστεύει ότι μπορεί να πετύχει το στόχο της χωρίς φυσικές ή ηθικές απώλειες. Κι έτσι οι τ/κύπριοι με τη βοήθεια της μητέρας πατρίδας πίστευαν ότι μπορούσαν να διαιρέσουν τη χώρα και οι ε/κύπριοι  θεωρούσαν ότι είχαν κάθε «νόμιμο» δικαίωμα να καθορίσουν το μέλλον  του νησιού κατά το δοκούν και ότι διέθεταν την απαραίτητη ισχύ για το πετύχουν. 

Το θεωρητικό σχήμα του Κιζιλγιουρέκ επιχειρεί να κατανοήσει το ρόλου του φόβου, μίσους και απέχθειας,  αντλώντας από τον Πέτερσον που μελέτησε την κατάσταση στην Ανατολική Ευρώπη του εικοστού αιώνα, για να αναπτύξει τη κεντρική του ιδέα ότι η βία είναι συνυφασμένη με την μνησικακία. Η μνησικακία για τον Πέτερσον είναι «μια συναισθηματική κατάσταση  που συνδέεται ευθέως με το πολιτικός στάτους μιας ομάδας».

Ας δούμε τις ιστορικές φάσεις ή κύκλους της βίας: 

  • Η πρώτη φάση είναι η εθνοτική βία που ο Γρίβας εισάγει μέσα από την ΕΟΚΑ ως πολιτική βία το 1956, στη οποία αντιδρούν οι τ/κύπριοι εθνικιστές της ΤΜΤ.  Έχουμε αρχικά σποραδική βία 1956-57 και κορύφωση τον Ιούνιο-Ιούλιο του 1958. Σπίτια δέχονται επιθέσεις, εμπρησμοί σε χώρους εργασίας, βία με ρόπαλα, βέργες, μαχαίρια και λοστούς (σελ. xviii).
  • Φάση Δεύτερη: 1963-1964 που μειώνεται το 1965-66, ενώ ξεσπά το 1967.
  • Φάση Τρίτη:  Γενικευμένη βία με πραξικόπημα και την εισβολή
  • Η βία προ του 1974 διαφέρει από ό,τι συνέβη μετά διότι πρόκειται για ένα πολύ διαφορετικό ιστορικό πλαίσιο πολιτικής εθνοτικής βίας, όπου είχαμε εθνοτικές συγκρούσεις από κρατικές και παρακρατικές ομάδες. Εδώ έχουμε να κάνουμε με εθνοτική πολιτική βία οργανωμένη από την ΕΟΚΑ και τη ΤΜΤ, αλλά και εμπλοκή ομάδων άλλων – Σαμψών, Λυσσαρίδη, σχέδιο ΑΚΡΙΤΑΣ, και εμπλοκή της Αθήνας και της Άγκυρας, της Ουάσιγκτον κτλ.

Η φυλετική βία μετά το 1974

Το πογκρόμ του 2023 αποτελούν πρωτοφανή περιστατικά μαζικής και οργανωμένης φυλετικής βίας.  Η έρευνα μας καταδεικνύει ότι οργανώθηκε με προφανή συντονισμό, ή τουλάχιστον ανοχή/κάλυψη από τοπικούς άρχοντες, με την ανοχή της αστυνομίας που δεν προστάτευσε τα θύματα από τους μασκοφόρους εγκληματίες πίσω από τους οποίους υπάρχουν ακροδεξιές και νεοναζιστικές οργανώσεις. Υπό αυτή την έννοια μπορούν να συγκριθούν με την οργάνωση της εθνοτικής βίας προ του 1974. Υπάρχουν ωστόσο και διαφορές. Επίσης είναι σημαντικό να αναφέρουμε δύο άλλες σημαντικά περαστικά μαζικής εθνοφυλετικής βίας στη Κύπρο που συνέβησαν μετά το 1974, αλλά και να συνδεθεί με τα περιστατικά ρατσιστικής βίας ενάντια σε μετανάστες από το 1990 και μετά. Το πρώτο περιστακό μαζικής βίας έγινε κυρίως στη Λεμεσό (κυρίως) το 1985 και δεύτερο εικοσιπέντε χρόνια αργότερα στη Λάρνακα, στις Φοινικούδες το 2010. 

Τα δύο συμβάντα μετά το 1974 συμβαίνουν σε ένα πολιτικό-κοινωνικό πλαίσιο μιας διαιρεμένης χώρας. Το περιστατικό τη δεκαετία του 1980 ανήκει σε μια διαφορετική εποχή, καθώς εδώ δεν υπήρχαν φυλετικά πολιτικά οργανωμένες ομάδες της ακροδεξιάς, ούτε και ΜΚΔ. Ωστόσο, τα ΜΜΕ, τότε οι πλείστες εφημερίδες πάλι έριχναν λάδι στη φωτιά.  Η δεκαετία του 1980 ήταν περίοδος κατά την οποία το νότιο τμήμα που έλεγχε η Κυπριακή Δημοκρατία είχε ραγδαία οικονομική μεγέθυνση.  Το πρώτο κύμα αλλοδαπών, κυρίως εύπορων ανθρώπων αραβικής καταγωγής που έφευγαν από τους πολέμους που μαίνονταν τότε στη Μέση Ανατολή (Λίβανος, Κουβέιτ, Ιράκ). Η συμβολή αυτής της ομάδας στην οικονομία αναγνωρίστηκε και αξιοποιήθηκε από την αρχή, εξ ου και οι εκφάνσεις  ρατσισμού και διακρίσεων ήταν περιορισμένες και δεν έπαιρναν δημοσιότητα. Ωστόσο, το 1984-1985 σημειώθηκε το πρώτο μεγάλο περιστατικό μαζικής βίας μετά το 1974. Σε αντίποινα για έναν υποτιθέμενο βιασμό μιας Ελληνοκύπριας από άτομα αραβικής καταγωγής, σημειώθηκε μαζική επίθεση στην τουριστική περιοχή της Λεμεσού που στρεφόταν εναντίον όλων των ατόμων που φαινοτυπικά έμοιαζαν να είναι αραβικής καταγωγής που βρίσκονταν στους δρόμους.  Τα μέσα ενημέρωσης αντιμετώπισαν αρνητικά τις φυλετικές επιθέσεις, τις οποίες όμως απλώς παρουσίασαν ως «βανδαλισμό», εστιάζοντας στο γεγονός ότι τέτοια περιστατικά δημιουργούσαν κακή εικόνα για την Κύπρο στο εξωτερικό – άλλωστε οι Λιβανέζοι που κατέφυγαν στην Κύπρο ήταν εύποροι. Το κοινό με τις σημερινές επιθέσεις είναι ότι αυτές, τουλάχιστον στη Χλώρακα επικεντρώθηκαν ενάντια σε άτομα Αραβικής καταγωγής, αλλά αυτό δεν συμβαίνει στη Λεμεσό. Εν πάση περιπτώσει, η Κύπρος της δεκαετίας του 1980 είναι πολύ διαφορετική σε σχέση με την δεκαετία του 2023. 

Οι ρατσιστικές επιθέσεις με τη μορφή πογκρόμ στη Χλώρακα και τη Λεμεσό το 2023 διαφέρουν από αυτές του 2010, καθώς το πολιτικό πλαίσιο στην Κύπρο και στον πλανήτη έχει μετασχηματιστεί, και το τοπίο των μέσων ενημέρωσης με τη μαζικοποίηση και την επέκταση της επιρροής των μέσων κοινωνικής δικτύωσης έχει αλλάξει ριζικά την κατάσταση, ιδιαίτερα μετά την πανδημία Covid-19. 

Ταξικές διαστάσεις 

Υπάρχουν σαφέστατα ταξικές διαστάσεις. Αν δούμε μόνο τη δομή της εργατικής τάξης στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας θα κατανοήσουμε τι εννοούμε. Εξάλλου, δεν μπορούμε εδώ να μη κατανοούμε το μείζονα ρόλο που έχει η ταξική διάσταση των πράγματων σε σχέση με το μίσος απέναντι στους μετανάστες εργάτες, κι όχι γενικά εναντίον όλων των μεταναστών. Δεν υπάρχει το ίδιο μίσος για τους πλούσιους Ρώσους, Κινέζους ή Άραβες που ζουν σε πολυτελείς κατοικίες και έχουν εκτοξεύσεις τις τιμές των ακινήτων στα ύψη.

Σύμφωνα με τα στοιχεία των Κοινωνικών Ασφαλίσεων ο συνολικός αριθμός των εργαζομένων είναι 555.830 εκ των οποίων οι 195.825 είναι ξένοι (αλλοδαποί και κοινοτικοί). Πρέπει ωστόσο να επικεντρωθούμε αποκλειστικά στους μισθωτούς που είναι 430,000 περίπου. Επίσης, από τους μισθωτούς πρέπει να αφαιρέσουμε από εκεί τους διευθυντές, επιστάτες, άλλους επαγγελματίες που είναι μέρος της εργοδοσίας κτλ., ανάμεσα στους οποίους υπάρχουν 10,000- 15,000  αλλοδαποί που εργοδοτούνται με αυτό το στάτους. Αυτοί δεν ανήκουν στην εργατική τάξη και πρέπει να αφαιρεθούν από τον αριθμό των μεταναστών εργατών. Επιπλέον, υπάρχουν οι εργάτες της αδήλωτης εργασίας σε μια χώρα όπου η άτυπη οικονομία ή παραοικονομία οικονομία υπολογίζεται από 25% του ΑΕΠ κι ένα ποσοστό περίπου 15% των εργαζομένων: Η μαζική πλειοψηφία είναι μετανάστες, ας πούμε 70% εφόσον, το υπουργείο εργασίας θεωρεί ότι  55% των κοινοτικών απασχολείται στην άτυπη εργασία, ενώ τα ποσοστά στους μετανάστες από τρίτες χώρες στους τομείς αυτούς είναι πάνω από 80%, δηλαδή περίπου 42,000 από τους συνολικά 60,000 εργάτες στην άτυπη εργασία. Επομένως, αν τα λάβουμε αυτά υπόψη  οι μετανάστες είναι περίπου η μισή εργατική τάξη (πέραν του 48%). Αν πάρουμε δε τις χαμηλότερες θέσεις στην  εργατική ιεραρχία, οι μετανάστες αποτελούν τη μαζική πλειοψηφία, ενώ νευραλγικοί τομείς αποτελούνται αποκλειστικά από μετανάστες. 

Πρόκειται για ένα σύστημα καπιταλιστικής συσσώρευσης που οικοδομήθηκε στην βάση της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης των μεταναστών εργατών που επέτρεψε την επέκταση του «Κυπριακού καθεστώτος» εξαίρεσης στην οικονομία. Από το 1989, όταν επιτράπηκε η εισαγωγή μεταναστών εργατών στη Κύπρο,  το μοντέλο ανάπτυξης στήθηκε στη βάση της καπιταλιστικής συσσώρευσης με την εργασία των μεταναστών εργατών με αποτέλεσμα να υπολογίζεται σε 54% της οικονομικής μεγέθυνσης (1990-2005)  προ της ένταξης στην ΕΕ, σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου Κύπρου. 

Συγκρίσεις

Τα πογκρόμ του 2023 έχουν περισσότερες ομοιότητες και είναι συγκρίσιμα  με τα γεγονότα του 2010 που ήταν επισης υποκινούμενα, οργανωμένα και εκτελεσμένα από ακροδεξιές ομάδες εναντίον μεταναστών και αντιρατσιστών, όπως και μια σειρά ρατσιστικών βίαιων επιθέσεων που μελετήθηκαν και αναφέρθηκαν στην Κύπρο μετά την ένταξη στην ΕΕ. Ο ρόλος των ακροδεξιών πολιτικών συνεργατών ήταν καθοριστικός, και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης υπήρξαν καταλυτικά στη διαστρέβλωση και την ενίσχυση συχνά ψευδών ειδήσεων που τροφοδοτούσαν την αντι-μεταναστευτική και ξενοφοβική υστερία: τα γεγονότα του 2010, παρόμοια με τις ρατσιστικές ταραχές του 2023, ήταν μια κορύφωση που ακολουθούσε τη μορφή ενός κλασικού φαινομένου καλλιέργειας και διόγκωσης φυλετικού «ηθικού πανικού», όπως περιγράφεται από τον Stuart Hall και τους συνεργάτες του στο «Αστυνόμευση της κρίσης: Η ληστεία στο δρόμο (Mugging), ο νόμος και η τάξη».Επιπλέον στα επεισόδια στη Χλώρακα και τη Λεμεσό σαφώς υπήρξε οργάνωση και εκτέλεση βάσει σχεδίου. Ενώ αυτός είναι σημαντικός παράγοντας, αυτό που ακριβως συνέβη δεν ήταν απλώς ακόμα ένας «ηθικός πανικός» ως τυχαίο γεγονός που πήρε διαστάσεις, όπως μπορεί να ερμηνευτεί το κλασικό έργο του Στάνλεϊ Κοέν λόγω του συνδυασμού παραγόντων που διογκώνουν και διαστρεβλώνουν συμβάντα. Σύμφωνα με το σχήμα του Κόεν, οι παράγοντες αυτοί είναι τα  ΜΜΕ, οι «εργολάβοι της ηθικής», οι διάφορες μορφές επίσημους κοινωνικού ελέγχου και η ίδια η κοινωνία, όταν εμφανίζονται τα φαινόμενα αυτά: «Οι κοινωνίες φαίνεται να υπόκεινται κάθε τόσο σε περιόδους ηθικών πανικών. Μια κατάσταση, ένα περιστατικό, ένα άτομο ή ομάδα ατόμων αναδύεται και προσδιορίζεται ως απειλή στο κοινωνικό συμφέρον και τις αξίες της.»

Τα ευρήματά από την δική μας έρευνα καταδεικνύουν ότι οι φυλετικές επιθέσεις στη Χλώρακα και τη Λεμεσό (δώσαμε περίληψή στη αρχή του κειμένου) δεν έχουν καμία σχέση με όσα παραπλανητικά αναπαράγονται από τα ΜΜΕ. Ας δούμε τις καθεστωτικές/δεξιές «ερμηνείες» που αναπτύχθηκαν που είτε μειώνουν και υποτιμούν τη σημασία των φυλετικών επιθέσεων, είτε επιχειρούν να τις δικαιολογήσουν:

  • Μια άκυρη ερμηνεία αναφέρεται σε  δήθεν «αυθόρμητη αντίδραση της τοπικής κοινωνίας» που υποτίθεται ότι πηγάζει από τον «φόβο των μαζικών μεταναστευτικών ροών». Η ερμηνεία αυτή, αποπειράται να παρουσιάσει ως δήθεν «φυσιολογική» την αντίδραση των νεοναζί/ακροδεξιών και ρατσιστών σε αυτό που αναφέρει ως «το πρόβλημα του μεταναστευτικού». Είναι θέμα «χουλιγκανισμού» και «παραβατικότητάς», όπως γράφει ο πρόεδρος του ΔΣ του Κυπριακού Πρακτορείου Ειδήσεων να αναφέρεται σε «ταραξίες» 
  • Αμέσως έσπευσαν να αρνηθούν ότι πρόκειται περί πογκρόμ, όπως ο Κυβερνητικός εκπρόσωπος κι άλλοι, αρνούμενοι να κατονομάσουν την επίθεση ως οργανωμένη ρατσιστική βία με τη μορφή στοχευμένων επιθέσεων κατά καταστημάτων και σπιτιών μεταναστών. Κι ενώ έχουν διαπραχθεί σωρεία σοβαρών εγκληματικών πράξεων, αναφέρονται περί «βίαιων και απαράδεκτων βανδαλισμών θρασύδειλων κουκουλοφόρων». 
  • Έσπευσαν διάφοροι που εδώ και δεκαετίες τώρα επαναλαμβάνουν εαυτόν, ότι τα περιστατικά αποτελούν απλώς «κορυφή του παγόβουνου»  και προειδοποιούν «άλλα δεινά»   που έρχονται λόγω της υποτιθέμενης «εγκληματικότητας» των Σύρων – σε μια ρητορική που αντιγράφει το ρατσιστικό λόγο του παλαιού Βρετανού Συντηρητικού πολιτικού, Ένοχ Πάουελ όταν εκστόμιζε βιτριολικό του λόγο για «ποταμούς αίματος» που θα έρθουν από την παρουσία μεταναστών.  
  • Το άλλο, το οποίο πλασάρεται από τους πολιτικούς ως δήθεν απλό θέμα «νόμου και τάξης» και «πάταξης της ανομίας» και «καταδίκης της βίας από όπου κι αν προέρχεται», παρότι, όπως λένε, δήθεν «κατανοούν τις ανησυχίες των κατοίκων», αλλά καταδικάζουν όσους «παίρνουν τη βία στα χέρια τους».  
  • Τέτοιες απεικονίσεις είναι παραπλανητικές και αποσπούν την προσοχή της κοινής γνώμης από τα αίτια των φυλετικών επιθέσεων , επειδή δεν θέλουν να αναγνωρίσουν αυτό που είναι προφανές: πότε, πώς και γιατί συνέβη το πογκρόμ στη Χλώρακα. Τα πογκρόμ είναι φαινόμενα γνωστά από τον Μεσαίωνα, αλλά και προηγουμένως υπάρχουν μαρτυρίες.  Το πογκρόμ είναι μια βίαιη ταραχή που υποκινείται με σκοπό τη σφαγή ή την εκδίωξη μιας εθνικής ή θρησκευτικής ομάδας. 

pastedGraphic_6.png 

Λεηλασία της Judengasse, εβραϊκού γκέτο στη Φρανκφούρτη, στις 22 Αυγούστου 1614

Η επί τόπου έρευνα μας καταδεικνύει ότι πρόκειται περί οργανωμένης φυλετικής βίας που απλώς δημιούργησε και έχτισε πάνω στο κλασσικό ηθικό πανικό του Κοέν. Είναι φανερό, όπως εξηγώ και στο τελευταίο υποκεφάλαιο, ότι δημιουργήθηκε μεν τεχνητά ένας ηθικός πανικός αλλά ο υποτιθέμενος κίνδυνος μετατοπίστηκε (ίσως λόγω της έκτασης των επιθέσεων και των πρώτων αντιδράσεων εναντίον) από τους μετανάστες προς την Τουρκία και τους τ/κυπρίους. 

Η ρατσιστική βία στην εποχή της τερατογένεσης ως σύμπτωμα μιας βαθιάς κρίσης

Μόλις ξέσπασαν τα επεισόδια στη Χλώρακα ορισμένοι «πολιτικοί αναλυτές» έσπευσαν να μιλήσουν για «Τρίτο Αττίλα»  που δήθεν «μας στήνει παγίδα» με «υβριδικό πόλεμο» από μουσουλμάνους που στέλνει η Τουρκία. Μιμούνται τα ίδια παραμύθια που σέρβιραν εδώ και καιρό σε Κύπρο, Ελλάδα με συγκρίσεις για τον Έβρο κι αλλού.  Ωστόσο, οι παίκτες εδώ είναι πολιτικοί που παίζουν ακριβώς τον ρόλο που ο Κόεν ονομάζει «εργολάβοι της ηθικής», «τιμητές», και εκτοξεύουν ρατσιστικό λόγο ρητορικής μίσους που δημιουργεί εμπρηστικό κλίμα. Έτσι, οι ακροδεξιοί και νεοναζί αισθάνονται ότι έχουν επίσημη, ή  τουλάχιστον ημιεπίσημη κάλυψη. Στο Φιλελεύθερο, τη κεντροδεξιά εφημερίδα του κατεστημένου, τη μέρα που αρχίζουν τα πογκρόμ Χλώρακα, ο τέως υπουργός εσωτερικών, ως «εργολάβος της ηθικής» και «τιμητής», δημοσιεύει το  εμπρηστικό άρθρο με τίτλο «Από τη Πύλα στη Χλώρακα». Εκεί συνδέει τις κατοχικές προκλήσεις στη Πύλα, όπου οι κατοχικές δυνάμεις που ήθελαν να ανοίξουν ένα δρόμο στη νεκρή ζώνη στο μεικτό χωριό Πύλα που τελεί υπό την επιτήρηση του ΟΗΕ και επιτέθηκαν σε ΟΗΕδες τραυματίζοντας κάποιους σοβαρά, με τη παρουσία μεταναστών και προσφύγων στη Χλώρακα που απεικονίζονται ως μέρος σατανικού σχεδίου της Τουρκίας. Μέχρι πρότινος ήταν υπουργός εσωτερικών μιας διεφθαρμένης κυβέρνησής που αντιμετώπιζε μια βαθιά κρίση – αυτός είχε εκδώσει μάλιστα το απαράδεκτο διάταγμα του 2020 που ανέφερα.  Ως επίδοξος υπερ-δήμαρχος Λευκωσίας, και δεδομένου ότι βρίσκεται πίσω στις εσωκομματικές δημοσκοπήσεις αναζητεί ακροδεξιές εφεδρείες με τη ίδια ρητορική και πολιτική που εφάρμοσε όταν ήταν υπουργός. Πως να το πετύχει ένας τέως που δήλωνε θαυμαστής του Σαλβίνι;  Επιχειρεί τη «δοκιμασμένη»  φόρμουλα που τον εκτόξευσε κι αναρριχήθηκε ως έτσι, βρέθηκε υπουργός από το τίποτε: Από φαρμακοποιός στη πόλη έγινε τοπικός άρχοντας στην τοπική αυτοδιοίκηση, ως παραγοντίσκος που «φρόντιζε» ημετέρους στην πρωτεύουσας κι από κει έγινε βουλευτής με τον ίδιο τρόπο, ως πολιτικάντης πελατειακών σχέσεων παλιάς κοπής.  Υπογράφει λοιπόν ως «Τέως Υπουργός Εσωτερικών», αρχίζει το παραλήρημα του με την εξής ατάκα: «Εάν κάποιος δεν εθελοτυφλεί, οι εθνικοί κίνδυνοι που η πατρίδα μας αντιμετωπίζει συνοψίζονται από την μια στην τουρκική απειλή και κατοχή και από την άλλη στην ραγδαία αύξηση της παράνομης μετανάστευσης.» Μέσα από την  ήδη επικίνδυνη κατάσταση στη πράσινη γραμμή που εκφράζει μια ευρύτερη γεωπολιτική κρίση με τον Ερτογάν να κάνει επίδειξη δύναμης κι όχι μόνο στον χαμένο στο διάστημα Χριστοδουλίδη, αλλά στην διεθνή κοινότητα, ο τέως επενδύει στην ενίσχυση του φόβου και ρατσιστικής υστερίας στη χώρα: Συνδέοντας την Πύλα με τη Χλώρακα επεκτείνει περαιτέρω και συναρθρώνει περιπλέκοντας το Κυπριακό με το μεταναστευτικό και την ασφάλεια, και μπουρδουκλώνοντας ιδεολογικά τον εθνικισμό με ένα νοσηρό ρατσισμό. Πρόκειται περί εργαλειοποίησης και ασφαλειοποίησης του μεταναστευτικού/προσφυγικού που δημιουργεί τρομερές πολιτικές και κοινωνικές συνέπειες. 

Σε τοπικό επίπεδο ο Κοινοτάρχης και η ομάδα του ΔΗΣΥ εντείνουν την πολεμική ρητορική τους. Επικαλούνται ψευδώς την «μαζική εγκατάσταση νεαρών φανατικών ισλαμιστών στη Χλώρακα» και στην Πάφο κατέρχονται τους τελευταίους μήνες επιχειρώντας να δικαιολογήσουν τη βία και τα πογκρόμ.

Ο δε κυβερνητικός εκπρόσωπος δήλωσε ότι «δεν ήταν πογκρόμ, ούτε υπάρχουν πολιτικές ευθύνες» (Καθημερινή 3/9/2023). Τα ίδια εξάλλου έλεγε λίγες μέρες προηγουμένως ο αναπληρωτής του Βίκτωρας Παπαδόπουλος που μάλιστα αρνείτο ότι υπήρξε καν βία. Η δε υπουργός δικαιοσύνης επιχείρησε να παρουσιάσει μιας παραπλανητική εικόνα ότι ελέγχει τη κατάσταση κι ότι ήξερε από την αρχή τί γινόταν, αλλά σήμερα το όνομα της είναι ανάμεσα σε αυτά που φαίνεται ότι θα τύχουν ανασχηματισμού, μετά την αποτυχία της. Κι όμως, τα πράγματα μετά από τέσσερεις μέρες φυλετικών επιθέσεων μιλούν από μόνα τους με στοχευμένους εμπρησμούς, μαχαιρώματα και επιθέσεις με λοστούς και ρόπαλα εναντίον ατόμων και περιουσιών,  λεηλασίες και βίαιες εισόδους σε σπίτια. 

Αν δεν ληφθούν σοβαρά θεσμικά μέτρα, και δεν δημιουργηθεί μαζικό ανάχωμα, τότε αυτά θα συνεχιστούν, και μάλλον θα οξυνθούν το επόμενο διάστημα, ακριβώς επειδή οι νεοναζί και οι ρατσιστές αισθάνονται ότι έχουν θεσμική κάλυψη κι ατιμωρησία.

Η αντιρατσιστική απάντηση στην εποχή των τεράτων 

Η γνωστή ρήση του Αντόνιο Γκράμσι έχει ειπωθεί πολλές φορές. «Η κρίση συνίσταται ακριβώς στο γεγονός ότι το παλιό πεθαίνει και το νέο δεν μπορεί να γεννηθεί- σε αυτό το μεσοδιάστημα εμφανίζεται μια μεγάλη ποικιλία νοσηρών συμπτωμάτων». Λιγότερο γνωστή αλλά εξίσου επίκαιρη ρήση του Stuart Hall που ανέλυσε τί συνέβαινε προς το τέλος της δεκαετίας του 1970 κι αρχές του 1980 με την άνοδο της «νέας δεξιάς», νεοναζιστικών και ακροδεξιών πολιτικών και κινήσεων, αλλά κυρίως ο νέος αυταρχισμός των κρατών. Εύστοχα  επέμενε τότε,  «Η λεγόμενη  “στροφή προς τα δεξιά” δεν είναι αντανάκλαση της κρίσης: είναι η ίδια μια απάντηση στην κρίση». Η «αστυνόμευση» λοιπόν της κρίσης δεν είναι μια «φυσική» αντανάκλαση αλλά μια πολιτική επιλογή, μια σαφής αυταρχική κι επικίνδυνη πολεμική επιλογή. 

 Εξ ου και στο παραλήρημα του του Νουρή τελειώνει με την σύνδεση Πύλας και Χλώρακας (που αυτό προβοκατόρικα ανάπλασε με το γνωστό φυλετικό διάταγμά του): «Τόσο στην Πύλα όσο και στην Χλώρακα, το διακύβευμα είναι εξαιρετικά σημαντικό για τα συμφέροντα της χώρας και ο πήχης ψήλωσε για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ο οποίος πρέπει να επιδείξει ψηλές αλτικές ικανότητες». Το ίδιο κάνουν και οι «πολιτικοί αναλυτές» της ακροδεξιάς: Ανακυκλώνουν όλο το ρατσιστικό μένος που εκπέμπουν οι Τραμπ, Μόντι, Μπολσονάρο, Ορμπαν, Μελόνι, Σαλβίνι και το κάθε ακροδεξιό νοσηρό σύμπτωμα της εποχής των τεράτων.         

Στην ανατολική Μεσόγειο ζούμε με συγκεκριμένο και όλο και πιο εντεινόμενο τρόπο αυτό που μετατρέπεται σε μείζον πολιτικό ζήτημα στην Ευρώπη και πέραν αυτής. Τις τελευταίες δεκαετίες το καθεστώς των ευρωπαϊκών συνόρων έχει γίνει αντικείμενο μιας αυξανόμενης σύνδεσης με την έννοια της ασφάλειας: είναι μέρος μιας ρατσιστικής αστυνόμευσης που προωθεί ο νέο-αυταρχικός λαϊκισμός που ωθεί περίστερο στην καταστολή κα τη βία ως δήθεν διέξοδο από την κρίση. 

Ενώ υπήρχε ευθύς εξαρχής, από τις αρχές του 1990 στην αντιμεταναστευτική ρητορική μια τάση να συνδέει το μεταναστευτικό ως «κίνδυνο» για το Κυπριακό, αυτό δεν ήταν κυρίαρχο, αλλά υπόβοσκε ως δευτερεύον επιχείρημα, κυρίως στους πιο ακραιφνείς εθνικιστές. Στελέχη  του δεξιού συνδικάτου ΣΕΚ επανειλημμένα κινδυνολογούσαν για τη δημιουργία «μιας τρίτης μειονότητας», πέραν των Τουρκοκύπριων και τους εποίκους που εγκαθιστά στη χώρα η Τουρκία. Αναφέρονταν σε μια Αφρό-Ασιατική «μειονότητα» και σε άλλους αλλοδαπούς, η ύπαρξη των οποίων μπορεί να έχει επικίνδυνες συνέπειες σε μια χώρα που αντιμετωπίζει το πρόβλημα της εισβολής, της απασχόλησης και της αλλαγής του δημογραφικού της χαρακτήρα. Κάποια υπουργεία και ΜΜΕ κατά καιρούς ύψωναν τους τόνους στην αντιμεταναστευτική ρητορική τους, αλλά κυριαρχούσε μια αμφισημία. Παρά τα ξεσπάσματα αυτού του τύπου και τις υπερβολές των ΜΜΕ, σε κυβερνητικό επίπεδο, υπήρχε μεν καταστολή με «επιχειρήσεις ΣΚΟΥΠΑ», ωστόσο υπάρχει μια ανοχή επειδή υπάρχει οικονομική ανάγκη για εργασιακή δύναμη. 

Με αυτή την έννοια, μπορούμε να δούμε ότι υπάρχουν στοιχεία συνέχειας του εθνοφυλετικού λόγου που τροφοδοτεί τη ρατσιστική βία, η οποία έχει ιστορικό βάθος. Ωστόσο, η ρατσιστική βία αποτελεί ποιοτικά ένα σημείο καμπής: Δεν είναι μια αυτόματη κι απλή συνέχεια του εθνοφυλετικού λόγου. Έχει δίκιο ο Φανόν που επιμένει ότι η βία παίρνει πολλές μορφές, εφόσον αποτελούν μέρος της ίδιας ιδεολογίας και πρακτικής. Ως γνωστό η βία δεν μπορεί να περιοριστεί στην φυσική βία αλλά καλύπτει συμπεριφορές, μορφές και πρακτικές όπως η ψυχολογική και συμβολική βία μέχρι τις ρατσιστικές επιθέσεις. 

Είναι τα τελευταία 20 χρόνια που διάφορα περιστατικά βίας είδαν το φως της δημοσιότητας, παρά το γεγονός ότι δεν είναι και τόσο «νέα» φαινόμενα.  Δεν έχουμε συγκριτικά στοιχεία για να εξετάσουμε ακριβώς τις τάσεις τα τελευταία χρόνια, ωστόσο η μορφή και η ένταση των τελευταίων περιστατικών, τουλάχιστον από τότε που άρχισαν να λειτουργούν κινήματα και ερευνητικοί φορείς που μελετούν το φαινόμενο, δείχνει ότι τα φαινόμενα αυτά γίνονται σοβαρότερα. Διαθέτουμε μετρήσιμα στοιχεία βασιζόμενα σε έρευνες που καταδεικνύουν το εύρος και βάθος του προβλήματος του ρατσισμού από το 2001 μέχρι το 2009.  Μπορούμε να ισχυριστούμε με εγκυρότητα ότι παρατηρούνται πολώσεις και τάσεις στο ποσοστό που κατέγραψε η έρευνα των Χαράκη, Σήτα και άλλων, όπως «ρατσιστικές προδιαθέσεις» ή «διαθέσεις». Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, όπως φαίνεται από το πιο κάτω σχήμα το 10% των μαθητών έχει «έντονες ρατσιστικές προδιαθέσεις», το 70% βρίσκεται στο ενδιάμεσο και 20% «έντονες αντι-ρατσιστικές προδιαθέσεις». Στο βαθμό που αυτό μας λέει κάτι, υπάρχει χώρος, ή καλύτερα έδαφος τόσο για ρατσισμό, όσο και για αντιρατσισμό (βλ. σχήμα πιο κάτω).