Παρμένη από το περιοδικό Tempest, θα βρείτε παρακάτω τη μεταγραφή μιας ομιλίας με τίτλο « Μαρξισμοί, σοσιαλιστική στρατηγική και κόμμα » του Ζιλμπέρ Ασκάρ, που έγινε στη νοτιο-αφρικανική πρωτοβουλία « Διάλογοι για ένα αντικαπιταλιστικό μέλλον » (Dialogues for an Anti-capitalist Future).
Ο Ζιλμπέρ Ασκάρ αναφέρεται εδώ στις αντιλήψεις για το κόμμα από τον Μαρξ μέχρι τις μέρες μας και στις συνέπειες για τη σημερινή σοσιαλιστική στρατηγική. Αυτή η μεταγραφή έγινε από το περιοδικό Tempest και την επιμελήθηκε, συμπλήρωσε και δημοσίευσε ο Ζιλμπέρ Ασκάρ. Το βίντεο της ομιλίας είναι διαθέσιμο εδώ.
Σας ευχαριστώ που με προσκαλέσατε να πάρω το λόγο σε αυτή τη συνάντηση. Είναι για μένα μια θαυμάσια ευκαιρία για να συζητήσω αυτά τα ζητήματα με τους συντρόφους της Αφρικής, την ήπειρο στην οποία γεννήθηκα και μεγάλωσα ως γέννημα-θρέμμα της Σενεγάλης.
Το θέμα που όρισαν οι οργανωτές είναι αρκετά μεγάλο : « Ο μαρξισμός, η σοσιαλιστική στρατηγική και το κόμμα». Αυτά τα θέματα είναι όλα τους στον ενικό, παρόλο που καλύπτουν πλήθος περιπτώσεων και μεγάλη ποικιλία καταστάσεων. Υπάρχουν πολλοί « μαρξισμοί », όπως το ξέρουν οι πάντες, και ο καθένας τους πιστεύει πως είναι ο μόνος πραγματικός και αυθεντικός. Και υπάρχουν, σίγουρα, πολλές δυνατές σοσιαλιστικές στρατηγικές, μια και φυσιολογικά τις στρατηγικές τις επεξεργαζόμαστε σε συνάρτηση με τις συγκεκριμένες συνθήκες κάθε χώρας. Δεν μπορεί να υπάρξει παγκόσμια σοσιαλιστική στρατηγική που θα ήταν η ίδια παντού και οποτεδήποτε. Θα έλεγα επίσης ότι δεν υπάρχει μια και μοναδική αντίληψη για το κόμμα που θα μπορούσε να ισχύει για κάθε φορά και για κάθε χώρα. Τα στρατηγικά και οργανωτικά ζητήματα πρέπει να συνδέονται με τις τοπικές συνθήκες. Διαφορετικά, το αποτέλεσμα είναι αυτό που ο Λέων Τρότσκι αποκαλούσε δίκαια « γραφειοκρατικά αφηρημένο διεθνισμό », και αυτό αποδεικνύεται πάντα πολύ στείρο. Ας το έχουμε υπόψη μας.
Θα συζητήσω μερικές αντιλήψεις που αναπτύχθηκαν στη διάρκεια της ιστορίας του μαρξισμού μια και η συζήτησή μας εντάσσεται σε ένα μαρξιστικό πλαίσιο. Και θα προσπαθήσω να φτάσω σε ορισμένα συμπεράσματα βγάζοντας διδάγματα από τη μακρά ιστορία του μαρξισμού.
Ο Μαρξ και ο Ένγκελς, το Κομμουνιστικό Μανιφέστο και η Πρώτη Διεθνής
Μπορούμε να εντοπίσουμε τη γέννηση του μαρξισμού ως συνδυασμένου θεωρητικού και πρακτικού προσανατολισμού, στο Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος που κυκλοφόρησε το 1848. Είναι μια μακρά ιστορία που μας υποχρεώνει να στοχαστούμε πάνω στην τεράστια αλλαγή συνθηκών ανάμεσα στον τωρινό μας 21ο αιώνα και στην εποχή στην οποία γεννήθηκε ο μαρξισμός. Ωστόσο, ο Μαρξ και ο Ένγκελς έδειξαν από την αρχή πολύ ευελιξία, αρχής γενομένης από αυτό το ιδρυτικό ντοκουμέντο του μαρξισμού ως πολιτικού κινήματος. Το τμήμα του πάνω στη σχέση των κομμουνιστών με τα άλλα κόμματα της εργατικής τάξης είναι πολύ γνωστό, και αρκετά σημαντικό και ενδιαφέρον επειδή πλαισιώνει το είδος της πολιτικής σκέψης που συνδέεται με την αναδυόμενη μαρξιστική θεωρία, η οποία βρισκόταν ακόμα στην αρχική της φάση. Είναι μια πρόωρη έκφραση της μαρξιστικής προοπτικής, ως τέτοιας, και φυσικά, δεν είναι τέλεια. Όμως, πρόκειται για ένα πολύ σημαντικό ιστορικό ντοκουμέντο για τη σκιαγράφηση μιας νέας παγκόσμιας πολιτικής προοπτικής. Εμπνευσμένο ως πολιτικό « μανιφέστο », είναι πολύ δεμένο με τη δράση.
Σε αυτό, διαβάζουμε τις εξής περίφημες αράδες: « Ποια σχέση τους με τους άλλους προλετάριους στο σύνολό τους, υποστηρίζουν οι κομμουνιστές ; Οι κομμουνιστές δεν σχηματίζουν ένα ξεχωριστό κόμμα αντίθετο στα άλλα κόμματα της εργατικής τάξης ».Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει πως οι κομμουνιστές δεν σχηματίζουν το δικό τους κόμμα, καθώς ο ίδιος ο τίτλος του ντοκουμέντου είναι Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος. Στην πραγματικότητα, η πιο ακριβής μετάφραση του γερμανικού πρωτοτύπου θα ήταν : « Οι κομμουνιστές δεν είναι ένα ιδιαίτερο κόμμα σε σχέση με τα άλλα κόμματα της εργατικής τάξης » (« Die Kommunisten sind keine besondere Partei gegenüber den andern Arbeiterparteien. ») Αυτό που στη πραγματικότητα υπογραμμίζεται εδώ, είναι ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν είναι διαφορετικό από τα άλλα κόμματα της εργατικής τάξης. Όσο για το τι εννοούμε με το “άλλα κόμματα της εργατικής τάξης”, αυτό ξεκαθαρίζεται μερικές αράδες αργότερα, αλλά η ιδέα ότι οι κομμουνιστές δεν τους “αντιτίθενται” εξηγείται αμέσως μετά.
“Αυτοί”, δηλαδή οι κομμουνιστές, “δεν έχουν συμφέροντα ξεχωριστά από εκείνα του προλεταριάτου στο σύνολό του.”Με άλλα λόγια, οι κομμουνιστές δεν σχηματίζουν μια ιδιαίτερη σέχτα που έχει τη δική της ημερήσια διάταξη. Παλεύουν για τα συμφέροντα όλης της προλεταριακής τάξης. Είναι αναπόσπαστο μέρος του προλεταριάτου και αγωνίζονται για τα ταξικά του συμφέροντα, όχι για τα δικά τους συμφέροντα. Πρόκειται, πράγματι, για ένα πολύ σημαντικό ζήτημα επειδή γνωρίζουμε από την ιστορία ότι πολλά κόμματα της εργατικής τάξης έφτασαν να απομακρυνθούν, ως μπλόκ ιδιαίτερων συμφερόντων, από την τάξη στο σύνολό της. Η ιστορία είναι γεμάτη από τέτοιες περιπτώσεις.
Άρα, οι κομμουνιστές δεν έχουν κανένα συμφέρον χωριστό και ξέχωρο από εκείνα του προλεταριάτου στο σύνολό του. Δεν έχουν δικές του σεχταριστικές αρχές, που θα ήταν ξέχωρες από τους πόθους της τάξης. Όμως, τότε τι ξεχωρίζει τους κομμουνιστές; “Ξεχωρίζουν από τα άλλα κόμματα της εργατικής τάξης μόνο για αυτό” -και ακολουθούν δύο σημεία:
1. Από τη διεθνιστική προοπτική ή την κατανόηση ότι, “στους εθνικούς αγώνες των προλετάριων των διαφόρων χωρών, (οι κομμουνιστές) τονίζουν και προβάλλουν τα κοινά συμφέροντα του συνόλου του προλεταριάτου”. Αυτή η ιδέα του προλεταριάτου ως παγκόσμιας τάξης με συμφέροντα ανεξάρτητα από την εθνικότητα (« von der Nationalität unabhängigen Interessen ») αποτελεί ένα χαρακτηριστικό που διακρίνει τους κομμουνιστές στο Μανιφέστο.
2. Από την επιδίωξη του υπέρτατου στόχου της πάλης της εργατικής τάξης, που είναι ο μετασχηματισμός της κοινωνίας και η κατάργηση του καπιταλισμού και της ταξικής διαίρεσης. Στις διάφορες φάσεις της πάλης ενάντια στην αστική τάξη, οι κομμουνιστές εκπροσωπούν αυτή τη μακροπρόθεσμη προοπτική. Έχουν πάντα κατά νου τον υπέρτατο στόχο και ποτέ δεν τον ξεχνούν βουλιάζοντας σε επί μέρους αγώνες ή σε επί μέρους διεκδικήσεις.
Αυτά είναι τα δύο διακριτά χαρακτηριστικά των κομμουνιστών σαν τμήματος της εργατικής τάξης, σαν ομάδας ή κόμματος μέσα στην εργατική τάξη, που αγωνίζεται για τα συμφέροντα όλης της τάξης. Αυτό έχει συνέπειες τόσο πρακτικές όσο και θεωρητικές. Στο πρακτικό επίπεδο, οι κομμουνιστές αποτελούν « το πιο προχωρημένο και το πιο αποφασισμένο τμήμα των εργατικών κομμάτων όλων των χωρών ». Είναι οι πιο αποφασισμένοι στην πολιτική πρακτική καθώς σπρώχνουν πάντα το κίνημα προς τα εμπρός, προς μια πιο έντονη ριζοσπαστικοποίηση. Στο θεωρητικό επίπεδο, χάρη στην αναλυτική τους προοπτική, οι κομμουνιστές έχουν μια πλατιά και συνολική κατανόηση των διαφόρων αγώνων. Αυτός είναι τουλάχιστον ο ρόλος που θέλουν να παίξουν.
« Ο άμεσος στόχος των κομμουνιστών είναι ο ίδιος με εκείνο όλων των άλλων προλεταριακών κομμάτων ». Αυτός ο ανανεούμενος τονισμός των κοινών σημείων είναι σημαντικός, η ιδέα ότι εμείς, οι κομμουνιστές -και είναι ο Μαρξ και ο Ένγκελς που γράφουν εδώ- δεν είμαστε παρά ένα από τα προλεταριακά κόμματα, όχι το μόνο προλεταριακό κόμμα. Το να ισχυρίζεσαι σεχταριστικά ότι αποτελείς το μόνο κόμμα της εργατικής τάξης και ότι κανένα άλλο κόμμα δεν εκπροσωπεί την τάξη δεν είναι σίγουρα η αντίληψη που εκφράζεται εδώ.
Και ποιος είναι ο άμεσος στόχος των κομμουνιστών που συμμερίζονται τα άλλα προλεταριακά κόμμα ; Πρόκειται για μια καλή ένδειξη για το τι εννοούσαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς όταν έκαναν λόγο για άλλα προλεταριακά κόμματα. Αυτός ο στόχος είναι « η διαμόρφωση του προλεταριάτου σε τάξη, η ανατροπή της αστικής κυριαρχίας και η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από το προλεταριάτο ». Αυτοί οι στόχοι ορίζουν αυτό που οι δύο συγγραφείς εννοούσαν μιλώντας για προλεταριακά κόμματα. Και φωτίζουν την αρχική φάση που λέει ότι « οι κομμουνιστές δεν σχηματίζουν ένα χωριστό κόμμα που είναι αντίθετο στα άλλα κόμματα της εργατικής τάξης » (ή ένα ιδιαίτερο κόμμα σε σχέση με τα άλλα). Για κόμματα της εργατικής τάξης, ο Μαρξ και ο Ένγκελς εννοούσαν όλα τα κόμματα που αγωνίζονται για αυτούς τους στόχους : την πολιτική διαμόρφωση της τάξης, την ανατροπή της αστικής κυριαρχίας και την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από το προλεταριάτο.
Πέρα από όλα τούτα, αυτό που δείχνουν καθαρά η πολιτική βιογραφία και τα γραπτά των Μαρξ και Ένγκελς, είναι ότι δεν είχαν καμιά γενική θεωρία του κόμματος, ότι δεν ενδιαφέρονταν να επεξεργαστούν μια γενική θεωρία. Πιστεύω ότι αυτό οφειλόταν στο σημείο με το οποίο άρχισα: ότι το κόμμα είναι ένα εργαλείο για την ταξική πάλη, για την επαναστατική πάλη, και ότι αυτό το εργαλείο πρέπει να προσαρμοστεί σε διαφορετικές συνθήκες. Δεν μπορεί να υπάρξει μια γενική αντίληψη του κόμματος, που ισχύει για όλους τους καιρούς και όλες τις χώρες. Το ταξικό κόμμα δεν είναι μια θρησκευτική σέχτα κατ’εικόνα και ομοίωση του ίδιου προτύπου σε όλο το κόσμο. Είναι ένα εργαλείο δράσης που πρέπει να προσαρμόζεται στις συγκεκριμένες συνθήκες κάθε εποχής και κάθε χώρας.
Αυτή η προσαρμογή στις πραγματικές συνθήκες απαντάται συνεχώς στην πολιτική ιστορία του Μαρξ και του Ένγκελς, από την πρώιμη πολιτική τους στράτευση σε μια ομάδα που γρήγορα βρήκαν υπερβολικά σεχταριστική -μια ομάδα πιο κοντινή στην μπλανκιστική προοπτική- μέχρι το πιο επεξεργασμένο όραμα που εξέφραζαν το 1850 υπό το φως του επαναστατικού κύματος που είδε η Ευρώπη του 1848. Σε ένα φημισμένο κείμενο επικεντρωμένο στη Γερμανία, την Προσφώνηση της Κεντρικής επιτροπής στην Κομμουνιστική Λίγκα, οι δύο φίλοι περιέγραψαν τους κομμουνιστές ως εκείνους που εφαρμόζουν ακριβώς την προσέγγιση που είχαν περιγράψει στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, πασχίζοντας να κάνουν να προχωρήσει η επαναστατική διαδικασία και προτείνοντας την οργάνωση του προλεταριάτου χωριστά από τις άλλες τάξεις.
Για αυτό το σκοπό, καλούσαν να δημιουργηθούν λέσχες εργαζομένων. Είχαν κατά νου το προηγούμενο της Γαλλικής Επανάστασης, στο οποίο οι πολιτικές λέσχες όπως οι Ιακωβίνοι, έπαιζαν ρόλο κλειδί. Πρότειναν το ίδιο πράγμα για τη Γερμανία το 1850, αλλά αυτή τη φορά σαν λέσχες προλεταριακές (δημιουργώντας αυτό που θα αποκαλούσαμε σήμερα μαζικό κόμμα) η τακτική του οποίου θα έπρεπε να είναι να πλειοδοτεί συνεχώς έναντι των αστών ή μικροαστών δημοκρατών. Το προλεταριακό κόμμα θα έπρεπε να το κάνει για να σπρώξει μπροστά την επαναστατική διαδικασία, μετατρέποντάς την σε μια συνεχή διαδικασία: “Διαρκής επανάσταση” είναι ο όρος που χρησιμοποίησαν σε αυτό το περίφημο ντοκουμέντο.
Ο Μαρξ και ο Ένγκελς πέρασαν κατόπιν πολλά χρόνια χωρίς να εμπλακούν τυπικά σε μια πολιτική οργάνωση, μέχρι να ιδρυθεί η Πρώτη Διεθνής το 1864. Ο ρόλος που έβλεπαν να παίζουν εκείνη την εποχή ήταν περισσότερο να δρουν κατευθείαν στο διεθνές επίπεδο, παρά να εμπλακούν σε μια εθνική οργάνωση. Η Πρώτη Διεθνής συσπείρωσε ένα πλατύ φάσμα ρευμάτων. Ήταν το διαμετρικά αντίθετο του μονολιθισμού, περιλαμβάνοντας αυτούς που θα αποκαλούσαμε σήμερα αριστερούς ρεφορμιστές, καθώς και και αναρχικούς, και φυσικά, μαρξιστές. Οι ίδιοι οι αναρχικοί αποτελούνταν κυρίως από δύο διαφορετικά ρεύματα: τους οπαδούς του Γάλλου Προυντόν και τους οπαδούς του Ρώσου Μπακούνιν. Έτσι, μια ποικιλία τάσεων και εργατικών οργανώσεων μπήκαν στην Πρώτη Διεθνή, το επίσημο όνομα της οποίας ήταν “Διεθνής Ένωση Εργατών” στην αρχαϊκή γλώσσα της εποχής.
Κορύφωση της Πρώτης Διεθνούς ήταν η Κομμούνα του Παρισιού. Γιορτάσαμε φέτος τα 150 χρόνια της Κομμούνας του Παρισιού, την εξέγερση των Παρισινών εργαζόμενων, εργατικών και μικροαστικών μαζών, που άρχισε στις 18 Μαρτίου 1871 και τελείωσε μέσα σε αιματηρή καταστολή μετά από περίπου δυόμιση μήνες. Αυτή η τραγική κατάληξη έδωσε τέλος στη Διεθνή μετά από την έντονη αύξηση των φατριαστικών συγκρούσεων, πράγμα που συμβαίνει συχνά σε περιόδους ηττών και υποχώρησης.
Η Δεύτερη Διεθνής, η σοσιαλδημοκρατία,
ο Λένιν και η Λούξεμπουργκ
Η επόμενη φάση ήταν η ανάδειξη της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, που ο Μαρξ κι ο Ένγκελς παρακολούθησαν στενά από την Αγγλία. Ένα από τα φημισμένα κείμενα του Μαρξ είναι η Κριτική του προγράμματος της Γκότα, που είναι ένα σχόλιο στο σχέδιο προγράμματος του Σοσιαλιστικού Εργατικού κόμματος της Γερμανίας πριν από το ιδρυτικό του συνέδριο το 1875.
Αργότερα, μετά το θάνατο του Μαρξ το 1883, ιδρύθηκε η Δεύτερη Διεθνής τη χρονιά της επετείου των πρώτων εκατό ετών της Γαλλικής Επανάστασης το 1889. Ο Ένγκελς ήταν τότε πάντα δραστήριος. Θα πέθαινε έξι χρόνια αργότερα. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς συνέβαλαν λοιπόν σε πολύ διαφορετικά είδη οργανώσεων στη διάρκεια της ζωής τους. Ας δούμε τις Διεθνείς, την πρώτη και τη δεύτερη: Η δεύτερη περιελάμβανε μαζικά εργατικά κόμματα που ήταν πολύ διαφορετικά από τις ομάδες που είχαν εμπλακεί στην πρώτη, και συσπείρωνε ένα πιο περιορισμένο φάσμα πολιτικών απόψεων. Παρόλο που ήταν αρκετά ανοιχτή στη συζήτηση, οι αναρχικοί δεν ήταν καλοδεχούμενοι στις γραμμές της. Η Δεύτερη Διεθνής βασιζόταν στα μαζικά εργατικά κόμματα που είχαν εμπλακεί σε όλο το φάσμα των μορφών της ταξικής πάλης, από το συνδικάτο μέχρι τους εκλογικούς αγώνες, σε αγώνες που είχε γίνει όλο και πιο δυνατό να διεξάγονται νόμιμα στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες στα τέλη του 19ου αιώνα.
Αυτά τα εργατικά κόμματα που εμπλέκονταν στη μαζική πάλη, αναδείχτηκαν στο πλαίσιο μιας κριτικής του μπλανκισμού, ο οποίος συνίσταται στην ιδέα ότι μια μικρή ομάδα φωτισμένων επαναστατών μπορεί να πάρει την εξουσία με τη βία, με ένα πραξικόπημα, και να διαμορφώσει μια νέα συνείδηση στις μάζες μετά από την άνοδό της στην εξουσία. Αυτή η προοπτική, που γεννήθηκε από ένα από τα ριζοσπαστικά ρεύματα που αναπτύχθηκαν μετά τη Γαλλική Επανάσταση, επικρίθηκε έντονα από τον Μαρξ και τον Ένγκελς ως απατηλή και αντίθετη στη βαθιά δημοκρατική αντίληψη που είχαν για την επαναστατική αλλαγή.
Όπως ξέρουμε, από την εποχή του Μαρξ και του Ένγκελς μέχρι τώρα, ο μαρξισμός πέρασε από διάφορες μεταλλαγές, αλλά εκείνη που κυριάρχησε περισσότερο στον 20ο αιώνα ήταν αναμφίβολα το ρωσικό μοντέλο. Πιο συγκεκριμένα, ήταν η παραλλαγή του μαρξισμού που αναπτύχθηκε από τη μπολσεβίκικη φράξια του Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος της Ρωσίας, ενός τμήματος της Δεύτερης Διεθνούς. Μετά τη διάσπαση του κόμματος το 1912, οι δύο πτέρυγες -μπολσεβίκοι και μενσεβίκοι- παρέμειναν συνδεδεμένες με τη Διεθνή, η οποία μπήκε γρήγορα σε κρίση με την έναρξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου το 1914.
Οι ρωσικές συνθήκες ήταν σίγουρα ιδιαίτερες σε σχέση με εκείνες της Γαλλίας ή της Γερμανίας, ή των περισσότερων άλλων χωρών όπου η Διεθνής είχε μεγάλα τμήματα. Την Ρωσία κυβερνούσε ο τσαρισμός, ένα κατασταλτικό Κράτος που δεν επέτρεπε καμιά πολιτική ελευθερία, με εξαίρεση σύντομες περιόδους. Οι Ρώσοι επαναστάτες χρειάστηκε να δουλέψουν τον περισσότερο χρόνο στην παρανομία, να κρύβονται από την πολιτική αστυνομία.
Είναι υπό το φως αυτών των πολύ ιδιαίτερων συνθηκών που πρέπει να δούμε τη γέννηση του λενινισμού σαν θεωρίας του κόμματος. Γεννήθηκε στην αρχή του περασμένου αιώνα, και το πρώτο μεγάλο ντοκουμέντο του ήταν το “Τι να κάνουμε” (1902) του Λένιν. Αυτό το βιβλίο προσέφερε μια αντίληψη της οργάνωσης και της πάλης που ήταν σε μεγάλο βαθμό προϊόν των περιστάσεων που περιέγραψα: το παράνομο κόμμα των επαγγελματιών επαναστατών δρούσε με “συνωμοτικό” τρόπο, πράγμα που ήταν ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορούσαν να δράσουν οι επαναστάτες μέσα στις συνθήκες εκείνης της εποχής στη Ρωσία.
Και όμως, όταν εξετάζουμε την εξέλιξη της σκέψης του Λένιν σε αυτό το ζήτημα, βλέπουμε ότι μετά από την Επανάσταση του 1905, αυτός μετέβαλε την προοπτική του προς μια καλύτερη αξιολόγηση του δυναμικού αυθόρμητης ριζοσπαστικοποίησης των εργατικών μαζών. Ενώ στην αρχή είχε επιμείνει στο γεγονός ότι η αυθόρμητη κλίση των εργαζομένων έπρεπε να μείνει μέσα στα όρια μιας συνδικαλιστικής προοπτικής, αντιλήφθηκε μετά το 1905 ότι οι εργατικές μάζες μπορούσαν, σε κάποιες στιγμές, να είναι πιο επαναστατικές από κάθε άλλη οργάνωση -συμπεριλαμβανομένης και της δικής του!
Ωστόσο, αυτό δεν έλυσε τις διαφορές του 1905 μεταξύ των μενσεβίκων και των μπολσεβίκων στο ζήτημα της αντίληψης του κόμματος: Ποια θα έπρεπε να είναι η τάξη μεγέθους του αριθμού των μελών του κόμματος; Ποιοι θα έπρεπε να είναι οι όροι της ένταξής τους; Θα έπρεπε όλα τα μέλη να μετέχουν πλήρως στις καθημερινές πολιτικές δραστηριότητες, ή θα έπρεπε να περιλαμβάνονται στα μέλη εκείνοι που πληρώνουν τις συνδρομές, όποια κι αν είναι η ενεργός συμμετοχή τους; Αυτή η συζήτηση πήρε φωτιά το 1903. Όμως, όταν το κόμμα διαιρέθηκε μετά από χρόνια, το 1912, η πιο σοβαρή διαφωνία ήταν πολιτική -η στάση απέναντι στη φιλελεύθερη αστική τάξη- και όχι οργανωτική. Αυτό εξηγεί την στάση κάποιου σαν τον Τρότσκι, που ασκούσε σκληρή κριτική στην αντίληψη του κόμματος που εξέφραζε το “Τι να Κάνουμε;”, ενώ παρέμενε πολιτικά πιο κοντά στους μπολσεβίκους. Εξ ου και η συμφιλιωτική θέση του απέναντι στις δύο πτέρυγες μετά το 1912, καθώς συμφωνούσε και διαφωνούσε με κάθε μια από αυτές πάνω σε διαφορετικά ζητήματα.
Στην ίδια περίοδο, η Ρόζα Λούξεμπουργκ ήταν όντως πιο επικριτική από τον Λένιν απέναντι στο γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Ενώ ο Λένιν θεωρούσε αυτό το κόμμα πρότυπο και πηγή έμπνευσης/κλειδί, η Ρόζα ήταν η πιο διάσημη αριστερή επικρίτριά του στην ηγεσία του κόμματος. Και αυτή επίσης ασκούσε κριτική στην αντίληψη του κόμματος του Λένιν, επειδή την διακατείχε βαθιά πίστη στο επαναστατικό δυναμικό των εργατικών μαζών και στην ικανότητά τους να ξεπερνούν την ηγεσία του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος κατά την επαναστατική εποχή.
Αυτή η σύντομη και μόνο μερική επισκόπηση, αρκεί για να δείξει ότι υπήρχε μια πολύπλοκη ποικιλία αντιλήψεων του εργατικού κόμματος και του ρόλου του. Αυτό το γεγονός κάνει ακόμα πιο σημαντικό να λαμβάνονται υπόψη οι διάφορες συνθήκες των διαφόρων χωρών μέσα στις οποίες βρίσκονταν εκείνοι/ες που εξέφραζαν αυτές τις απόψεις. Το μπολσεβίκικο κόμμα μετατράπηκε σε μεγάλο και μαζικό κόμμα το 1917. Στη διάρκεια της ριζοσπασικοποίησης και της επαναστατικής διαδικασίας εκείνη τη χρονιά, το κόμμα κατάκτησε ένα μεγάλο μέρος της ρώσικης εργατικής τάξης καθώς και άλλες συνιστώσες της κοινωνικής βάσης της Ρωσικής Επανάστασης: στρατιώτες, αγρότες και άλλους. Προκειμένου να απορροφήσει την υπό εξέλιξη μαζική ριζοσπαστικοποίηση, το κόμμα άνοιξε πολύ τις γραμμές του. Εδώ βλέπουμε εν δράσει την ευελιξία της οργανωτικής μορφής που είναι αναγκαία για να προσαρμόζεται στις συνθήκες που αλλάζουν.
Η φόρμουλα “δημοκρατικός συγκεντρωτισμός”, που αποδίδεται γενικά στο λενινισμό, στη πραγματικότητα δεν είναι του Λένιν. Συνοψίζει την οργανωτική λειτουργία της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, δείχνοντας το συνδυασμό της δημοκρατίας στη συζήτηση με το συγκεντρωτισμό στη δράση. Δεν προοριζόταν να εμποδίσει τη συζήτηση. Αντίθετα, αυτό που τονιζόταν ήταν το δημοκρατικό μισό της φράσης. Ακόμα και στις δύσκολες συνθήκες της τσαρικής Ρωσίας, υπήρχαν πάντα πολλές συζητήσεις, ανοιχτές διαφωνίες και δημιουργία οργανωμένων φραξιών μέσα σε κάθε πτέρυγα του Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού κόμματος της Ρωσίας. Οι συζητήσεις ήταν ανοιχτές στη Ρωσία ακόμα και όταν άλλαξαν οι συνθήκες το 1917.
Δεν ήταν παρά αργότερα -το 1921, στο πλαίσιο των δύσκολων συνθηκών του εμφυλίου πολέμου- που απαγορεύθηκαν οι φράξιες στο Κομμουνιστικό κόμμα (τον κληρονόμο της μπολσεβίκικης πτέρυγας του Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού κόμματος της Ρωσίας), μια απόφαση που αποδείχθηκε ότι ήταν μοιραίο λάθος. Δεν έλυσε κανένα πρόβλημα, αλλά χρησιμοποιήθηκε από μια φράξια του κόμματος, μια ομάδα μέσα στην ηγεσία, για να πάρει τον έλεγχο του κόμματος και να ξεφορτωθεί κάθε αντιπολίτευση. Αυτή ήταν η αρχή της σταλινικής μετάλλαξης.
Το 1924, ο Στάλιν όρισε ξανά το λενινισμό και τον ενέταξε σε ένα σύνολο δογμάτων. Αυτό περιλάμβανε μια πολύ συγκεντρωτική και αντιδημοκρατική αντίληψη του κόμματος: λατρεία του κόμματος και της ηγεσίας του, σιδηρά πειθαρχία, απαγόρευση των φραξιών και, κατά συνέπεια, της οργανωμένης συζήτησης μέσα στο κόμμα. Εδώ διακηρύσσεται η αντίληψη του κόμματος ως εργαλείου της “δικτατορίας του προλεταριάτου”, ένα σημείο ξένο όχι μόνο στον Μαρξ και στον Ένγκελς, αλλά ακόμα και σε ένα βιβλίο όπως το “Το Κράτος και η Επανάσταση” του Λένιν (1917), στο οποίο το κόμμα ούτε καν αναφέρεται στον ορισμό αυτής της δικτατορίας (αυτό είναι, κατά κάποιο τρόπο, όντως ένα πρόβλημα, επειδή το βιβλίο θα έπρεπε να συζητήσει τα δικαιώματα και το ρόλο των κομμάτων μετά την επανάσταση). Όμως, το σημείο κλειδί είναι ότι αυτή η ιδέα -ότι το κόμμα ενσαρκώνει τη δικτατορία του προλεταριάτου- έχει γίνει και αυτή τμήμα εκείνου που βασικά εθεωρείτο λενινισμός σε εκείνη την εποχή.
Γκράμσι, Πόλεμος θέσεων και κινήσεων
Με τον ίδιο τρόπο που αναπτύχθηκαν διάφορες μεταλλαγές του μαρξισμού, υπήρξαν και διάφοροι λενινισμοί: εκείνος των σταλινικών, που μόλις περιέγραψα, και άλλοι λενινισμοί, ειδικά μεταξύ των ομάδων που αυτοαποκαλούνται τροτσκιστικές. Ορισμένες από αυτές ήταν στη πραγματικότητα πολύ κοντινές στη σταλινική εκδοχή. Από την άλλη, βρίσκουμε κάποιον σαν τον Ερνέστ Μαντέλ, ένα Βέλγο μαρξιστή, ο λενινισμός του οποίου είναι αρκετά κοντά στην προοπτική της Ρόζας Λούξεμπουργκ.
Ένας πολύ ενδιαφέρον στοχασμός που αναπτύχθηκε μετά τη Ρώσικη Επανάσταση είναι εκείνος του Αντόνιο Γκράμσι, του περίφημου Ιταλού μαρξιστή. Εξετάζοντας τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην Ευρώπη, υπογράμμισε τη διαφορά των συνθηκών της Ρωσίας από εκείνες της δυτικής Ευρώπης. Επιστρέφουμε εδώ, για μια ακόμα φορά, στην αφετηρία μας: στις περιστάσεις, στη συγκεκριμένη κατάσταση κάθε χώρας και περιοχής. Στη δυτική Ευρώπη, η φιλελεύθερη δημοκρατία πήγαινε μαζί με την αστική “ηγεμονία”. Η αστική τάξη, για να κυβερνήσει, δεν βασιζόταν μόνο στη βία, αλλά και στη συναίνεση μιας λαϊκής πλειοψηφίας.
Αυτή η μείζων διαφορά πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, αντί να αντιγράφεται απλώς η ρωσική εμπειρία. Στις τυπικές δυτικές συνθήκες, το εργατικό κόμμα πρέπει να προσπαθήσει να δημιουργήσει μια κοντρα-ηγεμονία, δηλαδή να κερδίσει την υποστήριξη της πλειοψηφίας σε ρήξη με την αστική ιδεολογική κυριαρχία. Πρέπει να διεξαγάγει ένα πόλεμο θέσεων μέσα στις φιλελεύθερες δημοκρατικές συνθήκες που επιτρέπουν στο κόμμα να κατακτήσει θέσεις μέσα στο ίδιο το αστικό Κράτος μέσω των εκλογών. Αυτός ο πόλεμος θέσεων είναι μια εισαγωγή στο πόλεμο κινήσεων, μια διάκριση δανεισμένη από τη στρατιωτική στρατηγική. Σε ένα πόλεμο θέσεων, μια στρατιωτική δύναμη οχυρώνεται πίσω από θέσεις και προπύργια, ενώ σε ένα πόλεμο κινήσεων, τα στρατεύματα μπαίνουν σε κίνηση για να κατακτήσουν το έδαφος του εχθρού και να συντρίψουν την ένοπλη δύναμή του. Έτσι, στις τυπικές δυτικές συνθήκες, το εργατικό κόμμα θα έπρεπε να διεξαγάγει ένα παρατεταμένο πόλεμο θέσεων ενώ ταυτόχρονα είναι έτοιμο να περάσει σε ένα πόλεμο κινήσεων, αν και όταν αυτό απαιτείται.
Μια υλιστική αντίληψη του κόμματος, το Διαδίκτυο
Ας μου επιτρέψετε να προσθέσω σε όλα τούτα αυτό που θα αποκαλούσα μια υλιστική αντίληψη του κόμματος. Για τους μαρξιστές, η αφετηρία της αξιολόγησης των κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών είναι ο ιστορικός υλισμός: οι μορφές οργάνωσης μιας δοσμένης κοινωνίας έχουν την τάση να αντιστοιχούν στα τεχνολογικά της μέσα. Αυτό το αξίωμα μπορεί να επεκταθεί σε όλες τις μορφές οργάνωσης: φυσιολογικά, αυτές προσαρμόζονται στις υλικές συνθήκες. Πράγματι, αυτό ισχύει στις μορφές διαχείρισης των καπιταλιστικών επιχειρήσεων. Το ίδιο συμβαίνει με την επαναστατική οργάνωση: το είδος και η μορφή της εξαρτώνται πολύ από τα μέσα που χρησιμοποιεί για να παράξει τον τύπο της, που ορίζονται με τη σειρά τους από τη διαθέσιμη τεχνολογία και τις πολιτικές ελευθερίες. Έτσι, αν ένα κόμμα βασίζεται κυρίως στην παράνομη τυπογραφία, πρόκειται σίγουρα για μια συνωμοτική οργάνωση που χρειάζεται ένα υψηλό βαθμό συγκεντροποίησης και μυστικότητας. Αν μπορεί να τυπώνει τον τύπο της ανοιχτά και νόμιμα, μπορεί να είναι μια οργάνωση ανοιχτή και δημοκρατική (αν είναι συνωμοτική με δική της επιλογή, και όχι από ανάγκη, είναι γενικά περισσότερο μια σέχτα παρά ένα κόμμα). Αυτό μας φέρνει στο Διαδίκτυο ως μείζονα τεχνολογική επανάσταση στην επικοινωνία. Η πεποίθηση ότι αυτή η τεχνολογική αλλαγή δεν πρέπει να επηρεάσει την αντίληψη του κόμματος αποτελεί το αναμφίβολο σημάδι ότι αυτό το κόμμα έχει γίνει μια δογματική οργάνωση θρησκευτικού τύπου.
Στις μέρες μας, όλες οι μορφές οργάνωσης επηρεάζονται πολύ από την ύπαρξη του Ίντερνετ. Είναι για αυτό που η δικτύωση έχει γίνει μια μορφή οργάνωσης πολύ πιο διαδεδομένη από όσο ήταν ποτέ άλλοτε στο παρελθόν. Η δικτύωση που έγινε δυνατή από τα εικονικά δίκτυα, όπως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μπορεί επίσης να διευκολύνει τη δημιουργία φυσικών δικτύων. Χάρη στο Διαδίκτυο, είναι δυνατός ένας πολύ πιο δημοκρατικός τρόπος λειτουργίας, τόσο στη μοίρασμα της πληροφόρησης όσο και στη λήψη των αποφάσεων. Δεν χρειάζεται να φέρνετε τους ανθρώπους από πολύ μεγάλες αποστάσεις για να συναντηθούν κάθε φορά που χρειάζεστε να οργανώσετε μια δημοκρατική συζήτηση και να πάρετε αποφάσεις.
Οι δυνατότητες του Διαδικτύου είναι τεράστιες, και δεν είμαστε παρά στην αρχή της χρησιμοποίησης του. Τρέφει τη μεγάλη αντιπάθεια για το συγκεντρωτισμό και τη λατρεία των ηγεσιών που τρέφει και η νέα γενιά. Πιστεύω πως είναι μάλλον ένδειξη υγείας ότι υπάρχει μια τέτοια αντιπάθεια στη νέα γενιά, σε σχέση με τα πρότυπα που κυριαρχούσαν στον 20ο αιώνα.
Η δικτύωση είναι στην ημερήσια διάταξη. Αυτό άρχισε πολύ γρήγορα με τους Ζαπατίστας που πρότειναν αυτό το είδος οργάνωσης στη δεκαετία του 1990. Μια μεγάλη σημερινή περίπτωση είναι το Black Lives Matter (BLM). Αυτό το κίνημα άρχισε πριν μερικά χρόνια, κυρίως με τη μορφή ενός δικτύου γύρω από μια πλατφόρμα στο Διαδίκτυο και ένα σύνολο συμφωνημένων αρχών. Τα τοπικά τμήματα δεν στρατεύονται παρά πάνω στις γενικές αρχές του κινήματος, που δεν έχει κεντρική δομή: μόνον ένα οριζόντιο δίκτυο χωρίς διευθυντικό κέντρο, χωρίς ιεραρχία, χωρίς κάθετες δομές. Είναι πράγματι ένα προϊόν της εποχής μας που δεν θα ήταν δυνατό σε τέτοια κλίμακα πριν από τη σύγχρονη τεχνολογία. Πρόκειται για μια καλή περίπτωση υλιστικής κατανόησης της οργάνωσης.
Η δικτύωση είναι επίσης ενεργή σε ένα άλλο πρόσφατο μείζον γεγονός, που συνέβη στην αφρικανική ήπειρο, στο Σουδάν. Η σουδανική επανάσταση που άρχισε το Δεκέμβρη του 2018 είδε να δημιουργούνται επιτροπές αντίστασης, που είναι τοπικά τμήματα δραστήρια κυρίως σε γειτονιές πόλεων, με την κάθε μια από αυτές να έχει εκατοντάδες μέλη, κυρίως νέους/ες. Σε κάθε μεγάλη αστική ζώνη, υπάρχουν δεκάδες επιτροπές αυτού του είδους, η κάθε μια με εκατοντάδες πολίτες που συμμετέχουν. Δεκάδες χιλιάδες άτομα είναι οργανωμένα με αυτό το τρόπο στις αστικές ζώνες-κλειδιά. Λειτουργούν ακριβώς ως BLM: κοινές αρχές, κοινοί στόχοι, όχι κεντρική ηγεσία, έντονη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Ωστόσο, δεν έχουν εμπνευστεί από το BLM. Είναι μάλλον προϊόν της εποχής, ένα προϊόν της αντιπάθειας που αναφέραμε για τις συγκεντρωτικές εμπειρίες του παρελθόντος και τα θλιβερά τους αποτελέσματα, σε συνδυασμό με τη νέα τεχνολογία.
Όμως, αυτό δεν ακυρώνει την ανάγκη της πολιτικής οργάνωσης ατόμων που μοιράζονται τις ίδιες ιδέες, ατόμων που, όπως οι κομμουνιστές του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, μοιράζονται ιδιαίτερες απόψεις και θέλουν να τις προβάλλουν. Ωστόσο, ο ποιοτικά υψηλότερος βαθμός οργανωτικής δημοκρατίας που επιτρέπει η σύγχρονη τεχνολογία εφαρμόζεται επίσης και σε αυτά τα κόμματα με τέτοιες ιδέες.
Οι επαναστάτες μαρξιστές θα έπρεπε να στοχεύσουν να οικοδομήσουν ένα μαζικό κόμμα της εργατικής τάξης και ενδεχομένως να το διευθύνουν -αν και όταν κατορθώσουν να πείσουν την πλειοψηφία με τις απόψεις τους. Είναι και για αυτό που θα έπρεπε να ενταχθούν στα μαζικά και αντικαπιταλιστικά κόμματα της εργατικής τάξης όταν αυτά υπάρχουν, ή να συμβάλουν στην οικοδόμησή τους. Δεν είναι οικοδομώντας ένα αυτοανακηρυγμένο “πρωτοποριακό κόμμα” και στρατολογώντας ένα προς ένα τα μέλη στις γραμμές του που οικοδομείται ένα μαζικό κόμμα. Δεν γίνεται με αυτό το τρόπο. Επιπλέον, ο σοσιαλισμός μπορεί να υπάρχει μόνον όταν είναι δημοκρατικός. Είναι κοινότυπο να το λέμε, αλλά αυτό σημαίνει πως δεν μπορείς να αλλάξεις την κοινωνία προς το καλύτερο χωρίς μια κοινωνική πλειοψηφία που υποστηρίζει αυτή την αλλαγή. Διαφορετικά, όπως το έχει δείξει η ιστορία τόσο τραγικά, καταλήγεις παράγοντας αυταρχισμό και δικτατορία. Και αυτό έχει τεράστιο τίμημα.
Για να καταλήξω, το σημείο κλειδί που παρουσίασα στην αρχή είναι ότι ο τύπος οργάνωσης εξαρτάται από τις συγκεκριμένες συνθήκες του τόπου όπου αυτή πρέπει να οικοδομηθεί. Ο χρόνος και ο τόπος είναι αποφασιστικής σημασίας, επιπλέον της τεχνολογικής διάστασης. Είναι πολύ σημαντικό να αποφύγουμε να πέσουμε στο σεχταρισμό των αυτοανακηρυγμένων “πρωτοποριακών κομμάτων”. Η πρωτοπορία είναι κάτι που πρέπει να κατακτηθεί στην πράξη, και δεν διακηρύσσεται. Για να είστε πραγματικά μια πρωτοπορία, πρέπει να αναγνωριστείτε ως τέτοια από τις μάζες.
Η τελευταία λέξη μου αφορά την ανάγκη της δημοκρατικής εγρήγορσης ενάντια στις διαβρωτικές συνέπειες των αστικών θεσμών και των γραφειοκρατικών τάσεων. Όχι όλες οι χώρες του κόσμου, αλλά οι περισσότερες από αυτές, δεν είναι χώρες όπου είναι σήμερα δυνατό να εμπλακείς στον πόλεμο θέσεων που περιέγραψε ο Γκράμσι, που περιλαμβάνει την πάλη μέσα στους εκλεγόμενους θεσμούς του αστικού Κράτους. Αυτό πρέπει, φυσικά, να συνδυάζεται με την πάλη έξω από αυτούς, μέσω των συνδικάτων και των διαφόρων μορφών της ταξικής πάλης, όπως των απεργιών, των καθιστικών διαμαρτυριών, των καταλήψεων, των διαδηλώσεων, κλπ.
Στη διάρκεια του πολέμου θέσεων, οι επαναστάτες έχουν να αντιμετωπίσουν τις διαβρωτικές συνέπειες των αστικών θεσμών, επειδή εκλεγμένα στελέχη τους μπορεί να επηρεαστούν από τη διαβρωτική δύναμη του καπιταλισμού. Μπορούμε να πούμε το ίδιο για τη διαβρωτική δύναμη της γραφειοκρατίας, που είναι παρούσα μέσα στα συνδικάτα και στους άλλους θεσμούς της εργατικής τάξης. Οι επαναστάτες πρέπει να παραμείνουν σε εγρήγορση απέναντι σε αυτούς τους αναπόφευκτους κινδύνους και να σκεφτούν νέους τρόπους για να εμποδίσουν να υπερισχύσουν αυτές οι διαβρωτικές συνέπειες. Είναι και αυτό ένα στοιχείο κλειδί των διδαγμάτων της ιστορίας που δεν πρέπει να ξεχνάμε .
* Ο Ζιλμπέρ Ασκάρ (Gilbert Achcar) μεγάλωσε στο Λίβανο και έζησε και δίδαξε στο Παρίσι, στο Βερολίνο και στο Λονδίνο. Είναι σήμερα καθηγητής μελετών της ανάπτυξης και διεθνών σχέσεων στο SOAS, Πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Μερικά από τα πολλά βιβλία του, μεταφρασμένα σε δεκάδες γλώσσες, είναι: The Clash of Barbarisms (2002, 2006); Perilous Power: The Middle East and US Foreign Policy, που συνέγραψε με τον Νοάμ Τσόμσκι (2007); Les Arabes et l’Holocauste : la guerre arabo-israélienne des récits (2010) ; Marxisme, orientalisme, cosmopolitisme (2013); The People Want: A Radical Exploration of the Arab Uprising (2013); et Symptômes morbides : rechute dans le soulèvement arabe (2016).
Στα ελληνικά, κυκλοφορούν τα εξής: “Σύγκρουση Βαρβαροτήτων– Η δημιουργία της νέας τάξης πραγμάτων», “Επικίνδυνη Δύναμη – Η Μέση Ανατολή και η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ – Συζήτηση για την τρομοκρατία, την δημοκρατία , τον πόλεμο και την δικαιοσύνη», από κοινού με τον Νοάμ Τσόμσκι, «Η Επίθεση των 33 Ημερών – Ο πόλεμος ου Ισραήλ κατά της Χεζμπολά στον Λίβανο, και οι συνέπειές του». Όλα στις εκδόσεις Πολύτροπον.
Μετάφραση και επιμέλεια: Γιώργος Μητραλιάς
Πηγή: www.contra-xreos.gr