Η συγκυρία «των Τεμπών» και η επανεμφάνιση των ριζοσπαστικών απαιτήσεων

Η συγκυρία «των Τεμπών» και η επανεμφάνιση των ριζοσπαστικών απαιτήσεων

Στόχοι και μέσα για τον οικολογικό και σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της οικονομίας

Πολύς λόγος τελευταία για τα συλλογικά, τα δημόσια και τα κοινά αγαθά. Όμως κάποια στιγμή χρειάζεται να ξεκαθαρίσουμε τι εννοούμε με το καθένα. Πολύς και δικαιολογημένος λόγος, επίσης, για την ανάγκη επιστροφής στις κρατικοποιήσεις, ενάντια στις καταστροφικές ιδιωτικοποιήσεις. Πολύς λόγος για την ανάγκη ενός νέου δημόσιου τομέα, με νέες ποιοτικές υπηρεσίες και σε αντίθεση με τη χυδαία εμπορευματική λογική του ιδιωτικού τομέα. Ο πολύς λόγος για όλα αυτά είναι κάτι ανέλπιστα ευχάριστο για την περίοδο της γενικής κατήφειας που διανύουμε. Θα πρέπει όμως να ανταποκριθούμε με ιδιαίτερη σοβαρότητα σε αυτήν την ανέλπιστα ευχάριστη κατάσταση και να μην την αφήσουμε να χαθεί μέσα σε μια αίσθηση της καθημερινότητας, ως απλής εναλλαγής γεγονότων.

Η επαναφορά όλων αυτών των κρίσιμων θεμάτων στον δημόσιο διάλογο δεν θα πρέπει να γίνει με καθαρά συνθηματολογικό τρόπο, αν και έχουμε ανάγκη ακόμα και από νέα συνθήματα – τόσο δύσκολη είναι η κατάστασή μας! Και αν ένα πετυχημένο σύνθημα μπορεί να πυροδοτήσει την αλλαγή στη διάθεση κινητοποίησης, μια πετυχημένη στρατηγική εμβάθυνση μπορεί να πυροδοτήσει μια νέα δυναμική αλλαγής παραδείγματος, στη λειτουργία των κοινωνικών και πολιτικών οργανώσεων αλλά και στην ίδια την οργάνωση της οικονομίας. 

1. Τι καινούργιο έφερε η μεγάλη κοινωνική και πολιτική κινητοποίηση «των Τεμπών»;

Πολλοί αναλυτές, πιθανά εντυπωσιασμένοι από το μέγεθος του πλήθους που συμμετείχε, φτάνουν να πουν ότι άλλαξε τον πολιτικό χάρτη της χώρας, που ίσχυε τα τελευταία χρόνια. Ίσως είναι λίγο υπερβολική μια τέτοια διαπίστωση αλλά φαίνεται πραγματικά πως τα μικρά κόμματα της αριστεράς ενισχύονται σημαντικά, όπως όμως και κάποια από τα ακροδεξιά απομεινάρια της ΧΑ. Το κυριότερο βέβαια είναι πως το αφήγημα της ΝΔ, για το επιτελικό κράτος των «αρίστων», υπέστη συντριπτικό χτύπημα που δύσκολα ανασυγκροτείται, όπως ανασυγκροτήθηκε ή παραβλέφθηκε η ταπείνωσή του, στην περίπτωση της κρατικής διαχείρισης των πλημμυρών και των «πρωινών» χιονοπτώσεων, κατά Άδωνι, αλλά ακόμα και στην περίπτωση με την αποκαρδιωτική διαχείριση των μεγάλων πυρκαγιών της Β. Εύβοιας που κατέστρεψαν τα πάντα στο πέρασμά τους. Βέβαια, ούτε το ΠΑΣΟΚ αλλά ούτε και ο ΣΥΡΙΖΑ έμειναν εκτός της κοινωνικής δυσαρέσκειας των μεγάλων κινητοποιήσεων (η Public Issue υπολογίζει ότι 2,5 εκ. κόσμος κινητοποιήθηκε στα πρόσφατα συλλαλητήρια[1]). Ως κόμματα των μνημονίων και ως κόμματα της διαχείρισης, δεν ήταν αμέτοχα των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων και των ευθυνών που συνεπάγονται αυτές, είτε υιοθέτησαν προγραμματικά και ιδεολογικά τις μνημονιακές πολιτικές, πιστεύοντας σε αυτές, έστω και σε πιο ήπιες εκδοχές τους, είτε διατείνονται ότι πιέστηκαν από το διεθνή παράγοντα («με το πιστόλι στο κρόταφο») να εφαρμόσουν τα μνημόνια. Το ΠΑΣΟΚ τα εισήγαγε κιόλας, ας μην το ξεχνάμε. 

Πέρα, όμως, από την όποια αναδιάταξη των κομματικών συσχετισμών και πέρα, ίσως, από την μετάθεση των εκλογών που προκλήθηκε, ας σταθούμε σε κάποια άλλα, ίσως πιο σημαντικά, κατά την άποψή μας, χαρακτηριστικά της επανεμφάνισης της κοινωνικής διαμαρτυρίας, με αφορμή και με αιτία το δυστύχημα – έγκλημα στα Τέμπη. 

Το πρώτο χαρακτηριστικό είναι η ανανέωση του κινηματικού δυναμικού που κατέβηκε στους δρόμους. Ο ηττημένος κινηματικός «χώρος» του 2011 – 2015 συναντήθηκε ξανά, με μια νέα κινηματική λογική που μεταφέρθηκε στο πεδίο του δρόμου, από υποκειμενικότητες ή και από διϋποκειμενικότητες[2] που πολιτικοποιήθηκαν ή υπέστησαν τις συνέπειες των πολιτικών που εφαρμόστηκαν, κατά το διάστημα που ξεκινάει από τα τελευταία χρόνια της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ και φθάνει μέχρι το τέλος της τετραετίας της ΝΔ. Οι νέες υποκειμενικότητες – διϋποκειμενικότητες δεν έχουν ηττηθεί από τα μνημόνια, ούτε έχουν υποστεί τις ταξικές – τεκτονικές κοινωνικές αναδιατάξεις αυτών. Έχουν υποστεί όμως την εσωτερίκευση των μνημονίων, ως πολιτικών «εθνικής ιδιοκτησίας» και όχι ως εξωτερικά επιβαλλόμενων δεσμεύσεων. Έχουν υποστεί τις συνέπειες της πανδημίας, της κλιματικής αλλαγής, της ενεργειακής κρίσης, της ακρίβειας και φυσικά έχουν υποστεί τον αυταρχισμό της πολιτικής του Χρυσοχοϊδη, της Κεραμέως, του Πλεύρη, του θεοδωρικάκου, του Βορίδη και φυσικά τις γελοιότητες του αντιπροέδρου της ΝΔ, την αναξιοπρέπεια και κοροϊδία των διαφόρων market pass, τη «θηριώδη», εξωπραγματική και μηντιακο – κατασκευασμένη αυτοπεποίθηση του πρωθυπουργού, που ηγείται ενός ψευδο-προεδρικού πολιτικού – κομματικού συστήματος, μιας “Mακρονίας” αλά ελληνικά.[3] Αυτή η νέα γενιά από υποκειμενικότητες και διϋποκειμενικότητες, συχνά «overqualified» σε σχέση με τις θέσεις εργασίας που προσφέρει ο παρακμάζων ελληνικός καπιταλισμός, υπομένει αλλά και αντιπαλεύει, στην καθημερινότητα, την εργοδοτική αυθαιρεσία όπως και το micromanagement[4] των μεγαλοστελεχών και CEOs, δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. 

To δεύτερο χαρακτηριστικό του Μαρτίου του 2023 και της κοινωνικής αναστάτωσης που έφερε, είναι η δραστική και πιεστική επαναϊεράρχηση όλων των προκλήσεων και των πολιτικών προτεραιοτήτων της κοινωνίας, μέσα από το συγκλονιστικό σύνθημα «Ζούμε από τύχη». Όλα τα θέματα που παραδοσιακά ευνοούν μια κυβέρνηση (εθνικά ζητήματα, μεταναστευτικό, ασφάλεια, σταθερότητα) μπήκαν σε δεύτερη μοίρα, έναντι των ζητημάτων της λειτουργίας του Δημοσίου, της υγείας, της παιδείας, της διαφθοράς, του περιβάλλοντος και φυσικά της ακρίβειας. 

Η αιφνίδια αλλαγή της συγκυρίας ριζοσπαστικοποίησε μια υποβόσκουσα πολιτική δυσαρέσκεια, που υπήρχε ήδη από την εποχή του τραγικού φιάσκου της δήθεν «επιτυχημένης» αντιμετώπισης της πανδημίας, αλλά δεν μπορούσε να εκφραστεί μέσω ενός συγκεκριμένου πολιτικού και κινηματικού «κώδικα». Αυτή η ριζοσπαστικοποίηση δημιούργησε τους όρους της αντικατάστασης του ηττημένου αντιμνημονιακού αγώνα και της κατήφειας της προηγούμενης πανδημικής φάσης, από νέα αιτήματα υψηλότερων προσδοκιών. 

Ο κινητοποιημένος κόσμος δεν θέλησε απλά την αντικατάσταση της πιο απαράδεκτης κυβέρνησης της μεταπολίτευσης, αλλά έβαλε τα πράγματα προωθητικά. Εξέφρασε μια απαίτηση για έναν άλλο τρόπο δημόσιας παραγωγής υπηρεσιών και αγαθών. Συμπύκνωσε όλη την εμπειρία της πενταετίας, την εμπειρία της υποβάθμισης και του ψευδεπίγραφου του επιτελικού κράτους, της αποδιοργάνωσης της επιτελικότητας του Δημοσίου μπροστά στις φυσικές καταστροφές και την κλιματική κρίση, της άρνησης της υποβάθμισης της παιδείας και της αύξησης της αστυνόμευσης και της καταστολής. Οργίστηκε με το γονάτισμα του εθνικού συστήματος υγείας και της «εσωτερικής» ιδιωτικοποίησής του. Απαίτησε την προστασία από τις αγορές, μέσω της παραγωγής και του επαναπροσδιορισμού των δημόσιων αγαθών και της δημόσιας ιδιοκτησίας που χρειάζεται για κάτι τέτοιο. Διεκδίκησε μια οικονομική και κοινωνική πολιτική, ασπίδα στις κρίσεις και μια νέα μορφή άσκησης της διακυβέρνησης.

2. Η συλλογική εργαζόμενη υποκειμενικότητα είναι η βασική εγγυήτρια της ασφάλειας των παραγωγικών διαδικασιών και το πρώτο θύμα του κύματος των ιδιωτικοποιήσεων. 

Η ανάπτυξη ενός συστήματος μεταφοράς υψηλών ταχυτήτων, όπως είναι ο σιδηρόδρομος, η ασφαλής λειτουργία ενός αεροδρομίου, η λειτουργία ενός νοσοκομείου, η λειτουργία του μετρό, η κατάληξη ποσοτήτων νερού από τις λεκάνες απορροής στη βρύση των καταναλωτών, όλα αυτά μαζί απαιτούν τη συγκρότηση μιας συλλογικής προλεταριακής υποκειμενικότητας (ενός συνδυασμού ειδικοτήτων και ικανοτήτων δηλαδή) ικανής να αντιδρά γρήγορα στο πεδίο της παραγωγής και της διεύθυνσης του μηχανικού – υδραυλικού είτε αυτοματοποιημένου ή ψηφιακού συστήματος και να αντεπεξέρχεται σε επικινδυνότητες και θέματα ασφαλείας. Πρόκειται για μια προλεταριακή – συλλογική υποκειμενικότητα που συσσωρεύει πρακτική πείρα, την συστηματοποιεί και τη μεταφέρει στα νεώτερα και μελλοντικά μέλη της. 

Το τραγικό δυστύχημα-έγκλημα στα Τέμπη είναι η πρώτη ισχυρή ένδειξη-τραγική απόδειξη ότι η παρακμή της δημόσιας περιουσίας και παραγωγής, σε συνδυασμό με την μορφή των ιδιωτικοποιήσεων, τη διάλυση των εργασιακών σχέσεων και τον κατακερματισμό της ιδιοκτησίας επέφεραν μια δραματική διάλυση-αποσυγκρότηση της συλλογικής εργαζόμενης υποκειμενικότητας, με τραγικά αποτελέσματα. Αυτή η αποδιοργάνωση της συλλογικής-συνδυασμένης εργασίας και του φορέα της είναι μια, όχι και τόσο αυτονόητη, συνέπεια του κύματος της διάλυσης και ιδιωτικοποίησης των σιδηροδρόμων, ειδικά από το 2007 και μετά, και θα πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα από τις δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, για τρεις λόγους: 

Πρώτον, γιατί ο ισχυρισμός των νεοφιλελεύθερων ότι για το δυστύχημα φταίνε οι χρόνιες παθογένειες του δημόσιου τομέα δεν ευσταθεί. Οι χρόνιες παθογένειες του δημόσιου τομέα ευθύνονται για άλλα πράγματα και όχι γι’ αυτού του είδους τα δυστυχήματα. Δεν υπάρχει καμία ιστορικότητα λάθους εδώ. Η διάλυση της συλλογικής και συνδυασμένης εργασίας και του φορέα της συμβαίνει τώρα και συμβαίνει για κάποιους πολύ συγκεκριμένους λόγους, που η πραγματικότητα αποκαλύπτει δραματικά και με αιφνίδιο τρόπο. 

Δεύτερον, γιατί χωρίς συγκροτημένη συλλογική εργατική δύναμη δεν υπάρχει εγγυημένη ποιότητα υπηρεσιών και κυρίως εγγυημένη ασφάλεια. Καμία προληπτική πολιτική και κανένας αυστηρός κανονισμός, όση χρησιμότητα και αν έχουν, ακόμα και αν πλαισιώνονται από τα πιο εξεζητημένα μηχανήματα και ψηφιακά μέσα, δεν μπορούν να εγγυηθούν την ποιότητα και την ασφάλεια των υπηρεσιών. 

Το σταθερό (υλικό και άυλο) κεφάλαιο (μηχανήματα, κανονισμοί και νομικά κελύφη ιδιοκτησίας) δεν μπορεί να μεταβιβάσει στο προσφερόμενο προϊόν ή υπηρεσία ιδιότητες όπως είναι η «ποιότητα», η «ασφάλεια» και η «ευθύνη». Μόνο το μεταβλητό κεφάλαιο (εργαζόμενες/οι) μπορεί να μεταβιβάσει τέτοιες ιδιότητες και αυτό γιατί τις διαθέτει στις μορφές συγκρότησής του. 

Τρίτον, γιατί στους χώρους της παραγωγής, μόνο η συγκροτημένη συλλογική εργατική υποκειμενικότητα μπορεί να αμφισβητήσει τη διεύθυνση της παραγωγής από τα αφεντικά και τους μάνατζερ. Η αίσθηση της «ευθύνης», απέναντι στον χρήστη της υπηρεσίας ή ακόμα και στον καταναλωτή του εμπορεύματος, εξελίσσεται παράλληλα με την αυτοπεποίθηση που απορρέει από την ικανότητα διεύθυνσης του παραγωγικού συμπλέγματος, αυτόνομα και ανεξάρτητα από τα αφεντικά. 

3. Για ποιο πράγμα δυσανασχετεί και κινητοποιείται ο κόσμος τελευταία; 

Το τελευταίο διάστημα δεν γνωρίσαμε μόνο τις κινητοποιήσεις για τα «Τέμπη». Είδαμε την πρωτοφανή κινητοποίηση του κόσμου των καλλιτεχνών και την ομαδική παραίτηση των καθηγητών του Εθνικού Θεάτρου, ενάντια στην προσπάθεια υποβάθμισης της αναγνώρισης των καλλιτεχνικών σπουδών. Παρακολουθήσαμε την κοσμοσυρροή στη Θεσσαλονίκη στη συναυλία υποστήριξης του δημόσιου χαρακτήρα του κύκλου του νερού. Γνωρίσαμε την αυθόρμητη στήριξη της διατήρησης των ιστορικών κινηματογραφικών αιθουσών του κέντρου της Αθήνας, ενάντια στις άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες που θέλουν να τις αντικαταστήσουν. Και μαζί με την στήριξη των κινηματογραφικών αιθουσών φάνηκε και ένα «Φτάνει πια!» στην ασταμάτητη επέκταση της τουριστικής βιομηχανίας που εμπορευματοποιεί το ιστορικό κέντρο και διαλύει τις γειτονιές του. Όμως, τις γειτονιές της πόλης τις διαλύει και το Μετρό, όταν η χάραξη γραμμών και η κατασκευή σταθμών γίνεται καταστρέφοντας ιστορικές πλατείες, ενώ η μόνιμη εγκατάσταση αστυνομικών δυνάμεων, υποτίθεται για την προστασία των εργοταξίων, δημιουργούν ιλαροτραγικές σκηνές καθημερινότητας. Δημόσιο αγαθό (Μετρό) εναντίον δημόσιου αγαθού (πλατεία Εξαρχείων).

Τι συμβαίνει λοιπόν αυτήν την περίοδο; Γιατί τέτοια στροφή ευρύτατων εισοδηματικών και ηλικιακών στρωμάτων στα λεγόμενα συλλογικά ή δημόσια αγαθά; Μήπως πρόκειται για στροφή στις δημόσια παραγόμενες υπηρεσίες και άρα υποκρύπτεται και μια συνολική εναντίωση στις ιδιωτικοποιήσεις; Στην πραγματικότητα, εκτιμάμε, πως πρόκειται για μια πιεστική αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων απέναντι σε ένα καταναλωτικό πρότυπο που βρίσκεται υπό κατάρρευση, αν δεν έχει καταρρεύσει ήδη, μπροστά σε μια αδιέξοδη πολύπλευρη κρίση της οικονομίας και του περιβάλλοντος. Πρόκειται για κάτι που υπερβαίνει τα απλά αιτήματα των επανακρατικοποιήσεων και της προάσπισης κάποιων δημόσιων αγαθών. 

Για να προσεγγίσουμε, από μια άλλη λίγο διαφορετική αναλυτική «γωνία», τι ζητάει ο κινητοποιημένος κόσμος αυτήν την περίοδο, θα πρέπει πρώτα να διαχωρίσουμε κάποιες έννοιες. 

Η έννοια του δημόσιου αγαθού, που χρησιμοποιούμε συχνά, είναι μια έννοια της αστικής οικονομικής θεωρίας που δικαιολογεί την κρατική ανάμειξη για ένα πολύ στενό φάσμα αγαθών που κρίνεται ότι έχουν καθαρά δημόσιο χαρακτήρα. Τα δημόσια αγαθά, για την αστική οικονομική θεωρία, δεν μπορεί να τα παραγάγει η αγορά και οι ιδιωτικές επιχειρήσεις διότι είναι μη ανταγωνιστικά και η κατανάλωσή τους γίνεται χωρίς αποκλεισμούς. Η κατανάλωσή τους, από κάποιους χρήστες, δεν περιορίζει την κατανάλωσή τους από κάποιους άλλους χρήστες, όπως γίνεται με τα ιδιωτικά αγαθά (μη ανταγωνιστικότητα). Επίσης, η κατανάλωσή τους δεν μπορεί να αποκλειστεί επειδή κάποιος/α δεν έχει να πληρώσει για την ποσότητα που κατανάλωσε (μη αποκλεισμός). Αν φωτίσω, με δικά μου έξοδα, το πεζοδρόμιο του σπιτιού μου για να βλέπω, αυτό δεν αποκλείει την ωφέλεια να εξαπλωθεί και στον γείτονα που δεν πληρώνει. Η άμυνα, η αστυνομία, ο βραδινός ηλεκτροφωτισμός, η θρησκευτικές ανάγκες, οι πρώτες βοήθειες, οι κεντρικές πλατείες των πόλεων είναι τέτοιας μορφής δημόσια αγαθά. Γι’ αυτά τα δημόσια αγαθά, που οι κλασικές αγορές και οι ιδιωτικές επιχειρήσεις δεν μπορούν να τα παράγουν στις κοινωνικά επιθυμητές ποσότητες, ακόμα και ο νεοφιλελευθερισμός, δέχεται ότι πρέπει να παράγονται από το κράτος. 

Όμως αγαθά όπως οι μεταφορές με τον σιδηρόδρομο, η πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια υγεία, η βασική και η εφαρμοσμένη έρευνα, η στέγαση, η διατροφή στην ευρύτερή της έννοια, ο πολιτισμός, ο κινηματογράφος και το βιβλίο και η εκπαίδευση όλων των βαθμίδων, η ψυχαγωγία και οι διακοπές, το νερό και το ρεύμα, το διαδίκτυο, η ενημέρωση και το φάρμακο, η αποταμίευση και η τραπεζική πίστη, ακόμα και το ίδιο το χρήμα, δεν είναι δημόσια αγαθά με την στενή έννοια όπως παραπάνω, ούτε παράγονται αποκλειστικά από το κράτος. Ταυτόχρονα όμως δεν μπορούν να παραχθούν αποκλειστικά ούτε από την ιδιωτική οικονομία, χωρίς να επέλθει μια ραγδαία πτώση της ποιότητάς τους. Δεν είναι δημόσια αγαθά όπως είναι ένα πάρκο, αλλά δεν είναι και απλά ιδιωτικά αγαθά όπως είναι ένα πακέτο μακαρόνια ή ένα smartphone. Πρόκειται κυρίως για τρεις κατηγορίες προϊόντων και υπηρεσιών: 

α) για «δημόσια» αγαθά με μια ευρύτερη έννοια, στα οποία η ποιότητα και η ποσότητα παροχής τους και κυρίως ο τρόπος διανομής τους έχει μεγάλο κοινωνικό αντίκτυπο (π.χ. ενέργεια, ενημέρωση, μεταφορές), 

β) για καθαρά ιδιωτικά αγαθά με σύνθετες ιδιότητες που η παραγωγή τους συγκεντρώνει ιδιαίτερες κοινωνικές απαιτήσεις (π.χ. η κατοικία και οι υπηρεσίες στέγασης, ο τουρισμός και η ψυχαγωγία, το φάρμακο κ.λπ.) και 

γ) πρόκειται για δημόσια αγαθά και υπηρεσίες που συμπληρώνουν την κατανάλωση ιδιωτικών αγαθών (πχ. η κοινωνική ασφάλιση δίπλα στη κατανάλωση φαρμάκων, η ανάγκη παροχής υπηρεσιών υγιεινής δίπλα από την κατανάλωση υπηρεσιών εστίασης κ.λπ., η ανάγκη ύπαρξης δημόσιων βιβλιοθηκών για τη διάδοση του ιδιωτικού αγαθού που λέγεται βιβλίο, η ανάγκη δωρεάν μεταφορών για ειδικές κατηγορίες πληθυσμού και πρόσβασης σε άγονες γραμμές δίπλα στο ανεπτυγμένο δίκτυο εμπορευματομεταφορών κ.λπ.). 

Για όλη αυτή την ευρεία γκάμα αγαθών και υπηρεσιών, στα οποία θα πρέπει να προσθέσουμε και τα λεγόμενα «κοινά» αγαθά, δηλαδή τα αγαθά όπως οι παραλίες, τα δάση, οι πλουτοπαραγωγικοί πόροι ή οι αρχαιολογικοί χώροι, που ανήκουν σε όλες και όλους και είμαστε συνιδιοκτήτες τους και όχι μόνο καταναλωτές τους ή χρήστες τους, αναπτύχθηκαν προσδοκίες ποιοτικής πρόσβασης στην κατανάλωσή τους. Αποτέλεσαν αντικείμενα διεκδίκησης, ακόμα και αυτά τα αγαθά που παράγονται από ιδιωτικές εταιρείες. Το αίτημα των διαδηλωτών/τριών υπερπήδησε τους φράκτες των ιδιωτικών χώρων παραγωγής. Πέρασε μέσα από τα γραφεία των ιδιωτικών εταιρειών και έβαλε ζητήματα κοινωνικής ρύθμισης και ελέγχου ενός μεγάλου τμήματος της συνολικής παραγωγής. 

4. Έξοδος (Exit) και Διαμαρτυρία (Voice). Μια νέα διαιρετική τομή στον ορίζοντα;

Κατά τον Albert O. Hirschman, όταν σε μια αγορά ή σε μια ολόκληρη οικονομία αντιμετωπίζονται σοβαρά ζητήματα επιδείνωσης της ποιότητας των προϊόντων και των υπηρεσιών, τότε υπάρχουν δύο εναλλακτικές: Η πρώτη είναι η «έξοδος» από το αγαθό που έχει υποστεί τη σημαντική πτώση της ποιότητάς του και η ανακατεύθυνση της καταναλωτικής δαπάνης σε άλλο, παρόμοιο αγαθό. Αυτή η διαδικασία μπορεί να συμβεί σε σχετικά απλά αγαθά και μάλλον είναι υπερβολή να το ονομάσουμε «διαδικασία» όταν πρόκειται περισσότερο για αγοραία αντανακλαστική κίνηση που παρατηρείται σε πλήρως ανταγωνιστικές αγορές απλών προϊόντων, όπως είναι το τυρί ή τα παπούτσια. Όταν όμως το αγαθό ή η υπηρεσία διαθέτει πολυσύνθετες ιδιότητες, όπως π.χ. το ηλεκτρικό ρεύμα που η παραγωγή του συνδέεται με ανελαστικές οικονομικές και πολιτισμικές ανάγκες και η πρωτογενής ενέργεια που χρησιμοποιείται για να παραχθεί τυγχάνει να προέρχεται από χώρα-πηγή με τεράστια πολιτική και γεωστρατηγική σημασία, τότε η «έξοδος» δεν είναι και τόσο αποδοτική. Αν δεν υπάρχει ευχαρίστηση από τις υπηρεσίες στέγης που καταναλώνονται σε μια περιοχή, τότε η μετακίνηση σε άλλη περιοχή και κατοικία δεν είναι και το πιο εύκολο πράγμα στο κόσμο, σήμερα μάλιστα που οι τιμές των ενοικίων είναι στα ύψη. Η Ευρωπαϊκή Ένωση «έφυγε» από την χρήση ρωσικού φυσικού αερίου και τα πράγματα δεν θα είναι καθόλου εύκολα για τα επόμενα χρόνια.

Σε συστήματα, οικονομίες, επιχειρήσεις και αγορές που παρακμάζουν, η «έξοδος» επιτείνει την επιδείνωση. Ο Henri Lefebvre έλεγε, για το δικαίωμα στην πόλη, πως οι αστοί δεν χρησιμοποιούν τον αστικό ιστό. Μετακινούνται διαρκώς από τα σπίτια τους στα γραφεία τους και ταξιδεύουν συνέχεια. Είναι σε μια διαρκή αποχώρηση. Οι αστοί δεν βιώνουν την παρακμή των συστημάτων τους και των οργανώσεών τους. Έχουν ήδη φύγει, πριν αναζητηθούν λύσεις στην πτώση της παρεχόμενης ποιότητας. Εκείνοι και εκείνες που βιώνουν την παρακμή και δεν μπορούν να αποδράσουν είναι οι προλετάριοι/ες που δεν έχουν προλάβει να μεταναστεύσουν. Εκείνοι και εκείνες που χρησιμοποιούν την πόλη και τις υποδομές της καθημερινότητας είναι αυτοί και αυτές που πρέπει να αντιμετωπίσουν την επιδείνωση και που ο μόνος τρόπος να την αντιμετωπίσουν είναι η «φωνή», η διαμαρτυρία, η έκφραση της ενόχλησης ακόμα και η σφοδρή σύγκρουση. 

Ο ελληνικός καπιταλισμός είναι παρακμιακός. Το παραγωγικό σύστημα διαρκώς συρρικνώνεται[5] και πάνω σε αυτόν τον καμβά της υποβάθμισης έρχονται και κάθονται οι διάφορες εκφάνσεις της κρίσης αναπαραγωγής του δυτικού καπιταλισμού, η κλιματική κρίση, ο πόλεμος, η διατροφική κρίση, η καταστροφή του περιβάλλοντος, η δυσλειτουργία των αγορών και βέβαια οι συνέπειες των μνημονιακών πολιτικών της προηγούμενης δεκαετίας. 

Τα «Τέμπη» έρχονται να συμπυκνώσουν όλα αυτά με έναν πρωτόγνωρο τρόπο. Η νεολαία ως ένα μεταβατικό μεικτό κοινωνικό στρώμα και η μισθωτή εργασία συνιστούν τις δύο βασικές κατηγορίες πληθυσμού που αναγκάζονται και χρησιμοποιούν, μαζικά και με εκτεταμένο τρόπο, τις δημόσιες υποδομές και τα δημόσια, ημιδημόσια και σύνθετα αγαθά. Αφού ο μισθός, πλέον, δεν διαθέτει την αγοραστική δύναμη που είχε, η συλλογική κατανάλωση και η όσο το δυνατόν περισσότερη άντληση ποιότητας, ο πολλαπλασιασμός των αξιών χρήσης ακόμα και των ιδιωτικών αγαθών και υπηρεσιών αποτελούν μια ευρηματική διέξοδο. Η νεολαία και η μισθωτή εργασία συναντούν, πρόσωπο με πρόσωπο, την παρακμή και την επιδείνωση των οικονομικών συστημάτων, των παραγωγικών δραστηριοτήτων και των δημόσιων υποδομών. Η «φωνή» τους είναι αυτή που τροφοδοτεί την κοινωνική ένταση των ημερών. Συνιστά όμως αυτή η κοινωνική ένταση νέα διαιρετική τομή (cleavage) που αντικαθιστά την προηγούμενη διαιρετική τομή, αυτή του μνημονίου – αντιμνημονίου; 

Μια διαιρετική τομή δεν είναι απλά μια πολιτική και ιδεολογική διαίρεση, ούτε βέβαια απλά μια διαίρεση που επιμένει στον χρόνο. Περισσότερο πρόκειται για την συνύπαρξη και την αλληλεπίδραση τριών συνθηκών: α) Μιας σαφέστατης ταξικής – ανταγωνιστικής τομής, β) μιας αυτοσυνείδησης της τομής, στο επίπεδο της συλλογικής ταυτότητας, και γ) μιας εκπροσώπησης της τομής διαμέσου ενός τύπου οργάνωσης ή πολλών τύπων οργανώσεων. 

Ενώ λοιπόν τα «Τέμπη» αλλά και όλες οι κινητοποιήσεις της περιόδου δείχνουν ότι υπάρχει μια διαίρεση του πληθυσμού, στη βάση των συνεπειών των νεοφιλελεύθερων πολιτικών που ακολουθήθηκαν την τελευταία 10ετία, η οποία σχηματίζει και μια ανταγωνιστική τομή, δεν υπάρχουν στον βαθμό που θα έπρεπε ούτε το β αλλά ούτε και το γ στοιχείο. Φαίνεται, πως η υπεράσπιση των δημόσιων αγαθών αλλά και τα θέματα ποιότητας της καθημερινότητας, των ιδιωτικοποιήσεων και των επανακρατικοποιήσεων έχουν μια ανταγωνιστική δομή στη λογική τους. Απέχουμε όμως πολύ από την κατασκευή μια συλλογικής ταυτότητας στη βάση αυτών των διαχωρισμών. 

Για να το πούμε αλλιώς, ενώ υπάρχει η συλλογική ταυτότητα του «κέρδους» και της «ανταλλακτικής αξίας», που τα μέλη της (οι αστοί και οι τάξεις στηρίγματα) διεκδικούν και προτάσσουν ένα ολοκληρωτικό πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, δεν υπάρχει η συλλογική ταυτότητα των αξιών χρήσης και η αίσθηση της δύναμης και της αξίας της συλλογικής εργατικής υποκειμενικότητας που θα αμφισβητήσουν και την εργοδοτική πρωτοκαθεδρία και τον «πολιτισμό» της ανταλλακτικής αξίας. Αντίστοιχα, ενώ υπάρχει όλο εκείνο το φάσμα των οργανώσεων που εκπροσωπούν, σε ανώτερο επίπεδο, τις ιδιωτικοποιήσεις, τις αγορές και τα ιδιωτικά αγαθά, δεν υπάρχουν οι αντίστοιχες οργανώσεις που θα εκπροσωπήσουν, προγραμματικά, την οικονομία των αξιών χρήσης και της κοινωνικής ρύθμισης σε οικολογική – σοσιαλιστική βάση. 

Οι συνθήκες μέσα στις οποίες αναπτύσσονται οι κινητοποιήσεις του Μαρτίου μας κάνει να τις χαρακτηρίσουμε με τον όρο «πρόδρομες» κινητοποιήσεις. Το βασικό χαρακτηριστικό τους δεν είναι το ότι είναι τόσο μεγάλες όσο ήταν οι αντιμνημονιακές κινητοποιήσεις ούτε το ότι έχουν ένα «ερεθισμένο από τη πολιτική συγκυρία» θεματικό υλικό που μπορεί να συνεχιστεί στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα και να διατηρήσει μια κοινωνική δυναμική κατάσταση, αν όχι έκρηξη. Το ότι είναι «πρόδρομες» σημαίνει ότι απαντούν σε μια ερώτηση που δεν έχει τεθεί ακόμα, με δραματικούς όρους, και στο ότι συνομιλούν με ένα πολιτικό κενό του παρόντος και του άμεσου μέλλοντος. «Πρόδρομες» κινητοποιήσεις για κάτι που δεν έχει φανεί ακόμα στον άμεσο πολιτικό ορίζοντα. Από αυτήν την άποψη, μοιάζουν περισσότερο με την κοινωνική έκρηξη του Δεκέμβρη του 2008 παρά με τις αντιμνημονιακές κινητοποιήσεις. 

Συνεπώς, το στοίχημα της επόμενης περιόδου ίσως να είναι η αξιοποίηση της ανταγωνιστικής τομής που εμφανίστηκε με τα «Τέμπη» και της όποιας «προδρομικότητας» τη συνόδευσε, με στόχο τη διαμόρφωση μιας νέας διαιρετικής τομής. Η επαναϊεράρχηση των προκλήσεων και των πολιτικών προτεραιοτήτων της κοινωνίας, που επέφεραν οι πρόσφατες κινητοποιήσεις, προσφέρει μια τέτοια ευκαιρία.

5. Φτάνει πια με τις αποτυχίες του καπιταλισμού. Κοστίζουν και φτωχαίνουν ζωές.

Ένας από τους συνήθεις λόγους της Αριστεράς είναι ο λόγος περί «κρίσης» του καπιταλισμού. Χωρίς να υποτιμούμε την αξία αυτού του λόγου και των συνεπαγόμενων αναλύσεων, θα εντοπίσουμε μια έλλειψη προγραμματικής υφής σε όλη αυτήν την «κρισιολογία». Όταν η Αριστερά μιλάει για την κρίση, τις περισσότερες φορές την εννοεί ως μια ευκαιρία εναντίωσης στο καπιταλιστικό σύστημα. Η κρίση είναι ένα αιφνιδιαστικό κενό στη λειτουργία του καπιταλισμού, αλλά και ένα εκτεταμένο πολιτικό και οικονομικό γεγονός που ενέχει ευκαιρίες συνειδητοποίησης, υποτίθεται από την πλευρά των διευθυνόμενων τάξεων, της ιστορικής περατότητας του καπιταλιστικού συστήματος και άρα μιας ευκαιρίας διατύπωσης, από αυτές τις τάξεις και από τα πολιτικά τους υποκείμενα, μιας αντικαπιταλιστικής στρατηγικής εξόδου. 

H πρόσφατη επικράτηση της έννοιας permacrisis, δηλαδή της μονιμοκρίσης, υποδηλώνει μια άλλη, πολύ ανησυχητική πλευρά των κρισιακών φαινομένων. Η καθήλωση των λαϊκών στρωμάτων στην ανέχεια και τη διακινδύνευση είναι μόνιμη, χωρίς δυνατότητα διαφυγής. 

Η κρίση αποτελεί, πλέον, δικαιολογία για τις τάξεις των «αρίστων» να επιδιώκουν παραμονή της οικονομίας σε χαμηλές ταχύτητες με χαμηλές ή καθόλου προσδοκίες των «από κάτω». Η έννοια της «ανθεκτικότητας» ήρθε να αντικαταστήσει την στρατηγική διέξοδο από την κρίση. Οι λαϊκές τάξεις πρέπει να είναι ανθεκτικές στην εκμετάλλευση, για να μπορεί αυτή να αυξάνεται. Οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης, η αντιμετώπιση των ατελειών της αγοράς και οι στρατηγικές εξόδου από την κρίση, που στηρίζονται σε συναινετικές ρυθμίσεις, ενέχουν ηθικούς κινδύνους. Οι υψηλές προσδοκίες αυξάνουν τον κίνδυνο υπερκατανάλωσης των πόρων του οικονομικού συστήματος και άρα της υπερχρηματοδότησής τους, με μεταφορά εισοδήματος από τις ηγέτιδες τάξεις στα λαϊκά στρώματα. 

Χωρίς να χάνουμε από την οπτική μας την μεγάλη εικόνα των πολλών καπιταλιστικών κρίσεων, αλλά και των δύο – τριών εξαιρετικών κρίσεων, που συνέβησαν σε όλη την ιστορία του (1873, 1929, 2007-8), θα πρέπει ταυτόχρονα να συνειδητοποιήσουμε ότι οι επιπτώσεις των μνημονίων στις ζωές των λαϊκών στρωμάτων δεν ήταν επιπτώσεις μιας συστημικής κρίσης, αλλά οι επιπτώσεις μιας πολιτικής επιλογής. Στην καθημερινότητα δεν μας αγγίζει τόσο η συστημικότητα του καπιταλισμού αλλά οι συνήθεις επιλογές της πολιτικής αστικής τάξης, οι επιτυχίες και οι αποτυχίες αυτών των επιλογών και των εφαρμογών τους. Η εμπλοκή με τις αποτυχίες του καπιταλισμού και των πολιτικών του, στην καθημερινότητα, είναι αναγκαστικά η αρχή της προσπάθειας για την κάλυψη του στρατηγικού κενού της Αριστεράς, ακόμα και αν η απόσταση των διαχειριστικών – ήπιων μεταρρυθμιστικών λογικών, από τις επαναστατικές τομές, είναι, στο επίπεδο της καθημερινότητας, αρκετά δυσδιάκριτες. 

α. Η αποτυχία των αγορών και σε τι συνίσταται αυτή
Με τον όρο «αποτυχία» των αγορών, η συστημική οικονομική θεωρία θεωρεί ότι για κάποια αγαθά, όπως είναι τα δημόσια αγαθά, η αγορά αποτυγχάνει στον κατεξοχήν κοινωνικό της ρόλο που είναι ο κατανεμητικός. Ο ρόλος της αγοράς είναι να κατανέμει πόρους και αγαθά με εκείνον τον αποτελεσματικό τρόπο, όπου η ευημερία κάποιων μελών της κοινωνίας αυξάνεται χωρίς να μειώνεται η ευημερία κάποιων άλλων μελών (ο ορισμός της αριστείας κατά Pareto). Για αυτά τα αγαθά και για αυτές τις υπηρεσίες που δεν ισχύει η αρχή της αριστείας, το κράτος, κάτω από ορισμένες τεχνικές προϋποθέσεις, μπορεί να αναλάβει την παραγωγή τους. Σήμερα όμως οι αγορές δεν αποτυγχάνουν μόνο εκεί που μας επισημαίνει η συστημική θεωρία. Αποτυγχάνουν σε τρεις κυρίως τομείς – πεδία, με σοβαρότατες συνέπειες για τις εργαζόμενες τάξεις και τον πλανήτη ολόκληρο: 

Πρώτος τομέας της αποτυχίας των αγορών είναι η ευρεία γκάμα σε προϊόντα και υπηρεσίες που αδυνατούν να κατανεμηθούν αποτελεσματικά και σύμφωνα με τον ορισμό της θεωρίας. Δεν πρόκειται για κάποια λιγοστά δημόσια αγαθά που «μετρώνται στην παλάμη του ενός χεριού». Σήμερα, καμία υπηρεσία της λεγόμενης «κοινής ωφέλειας» (ενέργεια, νερό, ηλεκτρικό, διαδίκτυο, μεταφορές, συλλογή απορριμάτων) δεν μπορεί να κατανεμηθεί αποτελεσματικά. Ούτε όμως και κάποια υπηρεσία βασικής και εφαρμοσμένης έρευνας, εκπαίδευσης, υγείας και στέγασης κατανέμεται αποτελεσματικά. Ταυτόχρονα και όπως δείξαμε και παραπάνω, κανένα σύνθετο αγαθό (αγαθά με αναγνωρισμένες σύνθετες αξίες χρήσης όπως είναι η ανάπαυλα, η αναψυχή, ο τουρισμός, η πολιτιστική παραγωγή, η διατροφή κ.λπ.) δεν μπορεί να κατανεμηθεί αποτελεσματικά και χωρίς να θίγει την αρχή της άριστης κατανομής της ευημερίας κατά Pareto. 

Το δεύτερο πεδίο, στο οποίο αποτυγχάνουν οι αγορές, είναι το πεδίο της κατανομής των πόρων, μεταξύ των πιο παραγωγικών δραστηριοτήτων (η παραγωγικότητα του καπιταλισμού παραμένει στάσιμη εδώ και δεκαετίες και χωρίς καμία τεχνολογική διέξοδο) και κυρίως η ανάγκη για μια γρήγορη, οικολογική και κοινωνικά δίκαιη μετάβαση σε μια άλλη ενεργειακή βάση της οικονομίας και σε ένα άλλο μοντέλο παραγωγής και περιβαλλοντικής ισορροπίας. Συνέπεια αυτής της αποτυχίας είναι ίσως και το γεγονός πως, κατά πάσα πιθανότητα, έχουμε περάσει το σημείο μη επιστροφής και η κλιματική αλλαγή συμβαίνει ήδη και αλληλοεπιδρά με την κοινωνική οργάνωση και την απόδοση του οικονομικού συστήματος. 

Το τρίτο πεδίο «αποτυχίας» των αγορών είναι ταυτόχρονα και μια ειδική «επιτυχία» για τις ηγέτιδες τάξεις του οικονομικού συστήματος που φαίνεται στις τιμές ορισμένων συγκεκριμένων προϊόντων και εμπορευμάτων. Πρόκειται για το πρόβλημα των σχετικών τιμών. Τα τελευταία 20 χρόνια, οι τιμές των υπηρεσιών «κοινής ωφέλειας» έχουν πολλαπλασιαστεί σε σχέση με τους μισθούς, ενώ οι τιμές των τροφίμων και της στέγασης αυξάνονται σίγουρα με ταχύτερους ρυθμούς από τους μισθούς. Αυτό σημαίνει πως οι αγορές συνεχίζουν τον κατανεμητικό τους ρόλο αλλά, πλέον, έχουν αποκτήσει και τον ρόλο της μεταφοράς εισοδημάτων, πόρων και κεφαλαίων σε δραστηριότητες και ιδιοκτήτες συγκεκριμένων τομέων.[6] 

β. Η αποτυχία του επιτελικού κράτους

Έχουμε αναφερθεί και παλιότερα στην ειδική αποτυχία αυτού που ονομάζεται «επιτελικό κράτος».[7] Το σύγχρονο αστικό κράτος δεν θέλει να είναι αναπτυξιακό αλλά επιχειρηματικό και επενδυτικό και επίσης δεν επιδιώκει τόσο την πολιτική της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής όσο τη συνοχή και τον συντονισμό του κυβερνητικού έργου, εντός ενός πρωθυπουργοκεντρικού πολιτικού συστήματος. Ένα κυβερνητικό σύστημα που επιδιώκει μόνο τον συντονισμό και την «ανθεκτικότητα» των διοικητικών διαδικασιών, για την αντιμετώπιση των πολλαπλών κρίσεων που γεννάει η αστάθεια του καπιταλιστικού συστήματος, είναι από την φύση του αυτοαναφορικό και γι’ αυτό αποτυγχάνει όλο και πιο συχνά.

Η δημόσια διοίκηση έχει ατονήσει και εν μέρει αντικατασταθεί από δίκτυα εταιρικής σχέσης (μετακλητοί του ιδιωτικού τομέα, ιδιωτικές εταιρείες – παραχωρησιούχοι, υπεργολάβοι δημοσίων έργων, leasing) ή από αγοραίες διαδικασίες. Στο πλαίσιο αυτό δεν μπορεί να διορθωθεί ένα συστημικό λάθος, όταν η βάση αλληλεπίδρασης των επιπέδων διακυβέρνησης έχει μεταφερθεί, από τις έννοιες της αρμοδιότητας και των στόχων στις έννοιες της συντονισμού και της επιπόλαιας παραγωγής «αποτελεσμάτων». Δεν μπορεί να εξασφαλιστεί η απρόσκοπτη παροχή κοινωφελών υπηρεσιών όταν το πρωτεύων είναι ο συντονισμός ενός δικτύου υπεργολάβων. Και δεν μπορεί να μεταδοθεί μια διοικητική εντολή, μέσω των άπειρων συμβάσεων παραχώρησης, στα σημεία επαφής της κοινωφελούς υπηρεσίας με τον/την χρήστη – πολίτη. 

Στο κεντρικό επίπεδο, το επιτελικό κράτος αποτυγχάνει και επανασυστήνεται διαρκώς, μέσω διαδικασιών απόδοσης προσωπικών ευθυνών. Στο μικροεπίπεδο της κοινωνίας όμως, η συστημική ανικανότητα και η αποσύνθεση μεταφράζονται σε μια ζωή του/της εργαζόμενου/ης που βάλλεται από την κρατική αποτυχία, την ιδιωτική πρωτοβουλία και τις αγορές. Μια ζωή περικυκλωμένη από μια επιβεβλημένη συνθήκη διαρκούς αβεβαιότητας και αποδιοργάνωσης. Μια ζωή ευάλωτη σε αιφνίδια γεγονότα και απρόβλεπτες διαταραχές της αγοράς, από τις συνέπειες της κλιματικής κρίσης, από μια περίεργη παρουσία-απουσία του κράτους που επιβάλλει έναν υποθεσμισμένο τρόπο (ανθεκτικότητα αντί για προστασία) και πλαίσιο ζωής.

γ. Οι αποτυχίες των ιδιωτικοποιήσεων 

Οι πιο γνωστές αποτυχίες των ιδιωτικοποιήσεων στηρίζονται σε μια ειδική «επιτυχία» που έχουν αυτές. Οι ιδιωτικοποιήσεις, με όποια μορφή και αν γίνουν, επιτυγχάνουν κάτι πολύ σοβαρό: Την αύξηση του μεριδίου του ιδιωτικού – καπιταλιστικού τομέα στο καθαρό εθνικό προϊόν μιας οικονομίας και την αντίστοιχη μείωση του δημόσιου τομέα, επιχειρηματικού ή μη. Αυτή η αύξηση του μεριδίου του ιδιωτικού καπιταλιστικού τομέα, στο εθνικό προϊόν, δεν μπορεί να γίνει γενικά και κάθε στιγμή αλλά μόνο κάτω από ειδικές συνθήκες. Αλλά αυτό είναι μια άλλη κουβέντα που πρέπει να γίνει κάποτε. Εδώ ας περιοριστούμε στις συνέπειες που έχει μια επιτυχής, κατά τα άλλα, αύξηση του μεριδίου της ιδιωτικής οικονομίας στο καθαρό εθνικό προϊόν:

i. Αύξηση των τιμολογίων των «κοινωφελών» – ιδιωτικοποιημένων υπηρεσιών. Αυτή η αύξηση έχει δύο συνέπειες: Οι μισθωτοί καταναλωτές επιβαρύνονται με υψηλότερα τιμολόγια για την κοινωφελή υπηρεσία και κατά συνέπεια μειώνεται η αγοραστική δύναμη του μισθού τους και ταυτόχρονα επιβαρύνονται από τις υψηλότερες τιμές όλων των άλλων προϊόντων που αγοράζουν, καθότι οι επιχειρηματίες – παραγωγοί τους μετακυλούν τις αυξήσεις του κόστους παραγωγής που επέφερε η αύξηση της τιμής της κοινωφελούς υπηρεσίας – ενδιάμεσης ροής, το οποίο κόστος επιβαρύνει τους καταναλωτές και σε αρκετές περιπτώσεις μάλιστα προσαυξημένο. Καθίσταται ευνόητο, λοιπόν, ότι οι ιδιωτικοποιήσεις αυξάνουν τα ιδιωτικά κέρδη, αλλά μειώνουν την κοινωνική ευημερία. 

ii. Δραματική πτώση της ποιότητας των παρεχόμενων ιδιωτικών, αλλά και δημόσιων υπηρεσιών
Και αυτό για δύο λόγους:
Πρώτον διότι υπάρχει εσφαλμένη εντύπωση ότι οι ιδιωτικές επιχειρήσεις κάνουν ό,τι επιθυμεί ο πελάτης. Συνήθως, επιλέγουν τον πελάτη αυτές. Έτσι, οι μεταφορικές επιχειρήσεις δεν επιλέγουν τις απομακρυσμένες περιοχές, αλλά και τα ιδιωτικά σχολεία δεν ασχολούνται με «κοστοβόρους» μαθητές και μαθήτριες και δεν προσφέρουν μαθήματα «πολλαπλών» ταχυτήτων για διαφορετικές μαθησιακές ανάγκες. Μα, θα πείτε, τα προσφέρει κάποιο δημόσιο σχολείο; Όχι, ούτε κάποιο δημόσιο σχολείο τα προσφέρει, γιατί δεν μπορεί εντός ενός άκρως ανταγωνιστικού εξεταστικού πλαισίου με έμφαση στην «επίδοση». Δεύτερον διότι δίπλα στις επιλεγμένες, από τις εταιρείες, αγορές λειτουργούν αγορές-κατάλοιπα για όσες και όσους δεν διαθέτουν τα στοιχειώδη μέσα διαβίωσης. Αυτές τις αναλαμβάνει το κράτος. Και βέβαια, πολλές φορές, αυτές οι παρεχόμενες, από το κράτος, υπηρεσίες-κατάλοιπα δεν συνιστούν κοινωνικό δικαίωμα αλλά τιμωρία ή εξευτελισμό.[8] 

iii. Συνήθως δεν μειώνουν το δημόσιο χρέος
Ίσως το μειώνουν βραχυπρόθεσμα και εφόσον πωληθούν στην πραγματική τους αξία. Συνήθως όμως δεν το μειώνουν, καθότι οι κρατικές ιδιοκτησίες πωλούνται σε εξευτελιστικές τιμές. Και πωλούνται σε εξευτελιστικές τιμές ακριβώς για να προωθηθούν οι ιδιωτικοποιήσεις ως πολιτική που αυξάνει το μερίδιο του ιδιωτικού τομέα στο καθαρό εθνικό προϊόν. 

Οι ιδιωτικοποιήσεις, στην περίπτωση των κρατικών επιχειρήσεων που πωλούνται, ακόμα και όταν μειώνουν βραχυπρόθεσμα το έλλειμμα και το χρέος, υπονομεύουν μακροπρόθεσμα τα δημόσια οικονομικά με τον μηδενισμό των ετήσιων μερισμάτων του Δημοσίου από τα κέρδη των κρατικών επιχειρήσεων που κατείχε. Οι ιδιωτικοποιήσεις είναι μια επιτυχημένη πολιτική αύξησης των κερδών και του μεριδίου της ιδιωτικής οικονομίας στο καθαρό εθνικό προϊόν, αλλά αποτυχαίνουν πλήρως στους σκοπούς αύξησης της κοινωνικής ευημερίας – αν είχαν ποτέ τέτοιους σκοπούς. 

iv. Το ζήτημα της διαφθοράς
Κάποιες από τις πιο συνηθισμένες δικαιολογίες των αστών πολιτικών, για να στηρίξουν τις ιδιωτικοποιήσεις, είναι πως αυτές θα αποσυνδέσουν το Δημόσιο από τα πελατειακά δίκτυα και θα το «στειρώσουν» από τη διαφθορά. Στην πραγματικότητα, όμως, οι ιδιωτικοποιήσεις δημιουργούν ιδιαίτερες τάξεις «εθνικών» υπεργολάβων, με περίεργες και μόνιμες δοσοληψίες με το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων. Ακόμα όμως και ο συνήθης μηχανισμός προμηθειών του Δημοσίου μπορεί να δημιουργήσει τέτοιο «πελατολόγιο». 

6. Στοιχεία ενός άλλου σχεδίου για τον δημόσιο τομέα και τον οικολογικό σοσιαλιστικό μετασχηματισμό 

Πώς προχωράμε λοιπόν από δω και πέρα; Τι πρέπει να επιστρέψει στη δημόσια ιδιοκτησία και τι πρέπει να γίνει, για πρώτη φορά ίσως, δημόσια ιδιοκτησία; Με ποια μορφή και με ποιον συνδυασμό πολιτικών; Ποια προβλήματα δεν έχουμε λύσει ακόμα ή αλλιώς πού έπασχαν οι κρατικοποιήσεις των προηγούμενων περιόδων και τι δεν πρέπει να επαναληφθεί; Ποιος ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πού θα απαιτηθεί ρήξη με τις ρυθμίσεις των μνημονίων, τις ευρωπαϊκές και εγχώριες πολιτικές και συμφέροντα; Εδώ δεν θα απαντήσουμε σε όλα τα ερωτήματα. Θα περιοριστούμε σε κάποια πρώτα στοιχεία μιας άλλης στρατηγικής, για την οικονομία και τους βαθμούς ή τις μορφές μιας κρατικής ή κοινωνικής εμπλοκής, με τα πεδία στα οποία αποτυγχάνει ο καπιταλισμός και έχει μεταμορφώσει, πολύ φοβούμαστε καθοριστικά, ο νεοφιλελευθερισμός. 

Επειδή, ακριβώς, το ζήτημα είναι η παρέμβαση σε αυτά τα πεδία των αποτυχιών και των μεταμορφώσεων που έχουν επιφέρει οι εξελίξεις και οι πολιτικές της κεφαλαιακής σχέσης, ο απώτερος στόχος δεν είναι άλλος από τον οικονομικό και κοινωνικό μετασχηματισμό και όχι απλώς κάποιες κρατικοποιήσεις, έστω και κάποιων σημαντικών κοινωνικών αγαθών. Όμως, ο οικονομικός μετασχηματισμός δεν μπορεί να ξεκινήσει, σαν διαδικασία, χωρίς ένα εκτεταμένο πρόγραμμα κρατικοποιήσεων αλλά και άλλων τύπων και μορφών παρεμβάσεων του κράτους στην οικονομία.[9] Ο βαθμός της απαιτούμενης κρατικής και κοινωνικής εμπλοκής, στα ζητήματα του οικονομικού μετασχηματισμού, θα βάλει, αναπόφευκτα και τα πολιτικά καθήκοντα σύγκρουσης (ρήξης) που προκύπτουν, όπως και τα ζητήματα παραγωγικών σχέσεων και που όλα μαζί αποτελούν ένα συνδεόμενο αλλά και σχετικά αυτόνομο κεφάλαιο στρατηγικής και προγραμματικής συζήτησης με ορίζοντα τον οικολογικό σοσιαλισμό.

Η περίοδος της πανδημίας έδειξε, με τον πιο εύγλωττο τρόπο, πως σε καιρούς προσωρινών έκτακτων καταστάσεων, το αστικό κράτος (αυτό έχουμε σήμερα) πρέπει και μπορεί να αναλάβει τον συνολικό έλεγχο των οικονομικών δραστηριοτήτων και να προσφέρει, πολλές φορές το ίδιο και όχι μέσω υπεργολαβιών, μια σειρά από δημόσια αγαθά (υγεία, υποδομές βασικής έρευνας, ευρυζωνικές υπηρεσίες, εκπαίδευση κ.λπ.) αλλά και να μετατρέψει ορισμένα ιδιωτικά αγαθά σε δημόσια και κοινωνικά (ράπιντ τεστ, εμβόλια, υποστηρικτικά φάρμακα, προστατευτικά μέσα). Αν η πανδημία, που ήταν ένα προσωρινό αποδιοργανωτικό γεγονός,[10] κινητοποίησε σε τέτοια έκταση τα δυτικά αστικά κράτη, ώστε αυτά να παρέμβουν σε τέτοιο βαθμό, που σχεδόν θύμισε πολεμική οργάνωση μιας οικονομίας και κινητοποίηση 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, τι θα πρέπει να γίνει όταν η έκτακτη κατάσταση είναι μόνιμη και διαρκής, όπως συμβαίνει με την περίπτωση της κλιματικής κρίσης και της διαρκούς, πολύπλευρης και πολυπαραγοντικής υποβάθμισης του βιοτικού επιπέδου των λαϊκών τάξεων; 

Θα πρέπει να περιμένουμε τον μετασχηματισμό του ίδιου του κράτους, κάτω από το διπλό σφυροκόπημα μιας παράλληλης ταξικής – πολιτικής πάλης και της ανάγκης για διαρκή και μόνιμη κρατική παρέμβαση, με στόχο τη γρήγορη μετάβαση προς ένα σοσιαλιστικό – οικολογικό τρόπο παραγωγής. 

α. Γιατί απαιτείται ένας συνολικός οικονομικός μετασχηματισμός και όχι απλώς κάποιες «κομβικές» κρατικοποιήσεις.
Οι αγορές και οι ιδιωτικές επιχειρήσεις έχουν αναλάβει, στο σύγχρονο νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό, τα ζητήματα της παραγωγής και της κατανομής σχεδόν αποκλειστικά. Οι ιδιωτικοποιήσεις είναι «όχημα» περαιτέρω εμπορευματοποίησης όλων των παραγωγικών δραστηριοτήτων, δηλαδή όχημα εντατικής και εκτατικής επικράτησης του καπιταλιστικού κέρδους, σε κάθε οικονομική δραστηριότητα, ακόμα και στον τομέα των οικονομικών υποδομών, που παλιότερα το κράτος είχε αναλάβει, για λογαριασμό της συνολικής ιδιωτικής οικονομίας βέβαια και λόγω της κλίμακας των επενδύσεων που απαιτούνταν να γίνουν και που δεν αναλάμβανε κανένας ιδιώτης να τις κάνει. Έτσι, λοιπόν, λειτουργεί η σημερινή καπιταλιστική οικονομία· και η νεοφιλελεύθερη ρύθμιση υποστηρίζει ότι οι αγορές, τα σινιάλα των τιμών και η ιδιωτική επιχειρηματικότητα πρέπει να αφεθούν στην απρόσκοπτη λειτουργία τους, χωρίς καμία κρατική παρέμβαση, να προσεγγίσουν τα σημεία της άριστης κοινωνικής ευημερίας. 

Η πανδημία, που προέκυψε αιφνιδιαστικά, αποκάλυψε κάτι που είχε πολλές δεκαετίες να γίνει εμφανώς αντιληπτό, για τη λειτουργία μιας τυπικής καπιταλιστικής οικονομίας. Εκτός του ρυθμού ανάπτυξης και της αύξησης της παραγωγικότητας, απαιτείται επειγόντως και μια εξαιρετικά γρήγορη μετάβαση σε ένα άλλο παραγωγικό και καταναλωτικό πρότυπο και σε μια άλλη οργάνωση της οικονομίας. Η σημερινή μορφή του καπιταλισμού που κυριαρχεί, δεν προσφέρει ούτε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και αύξησης της παραγωγικότητας ούτε και γρήγορες αλλαγές του παραγωγικού προτύπου. 

Όπως έδειξε η πανδημία του κορονοϊού έτσι και οι πολύ πιθανές μελλοντικές πανδημίες που θα προκύψουν, η κλιματική αλλαγή, η διατροφική κρίση, το διογκωμένο πρόβλημα των σχετικών τιμών, η γενική κρίση αναπαραγωγής των κοινωνικών και παραγωγικών σχέσεων, δείχνουν πως πρέπει να μεταβούμε, ταχύτατα, προς μια άλλη οργάνωση της οικονομίας. Δεν εννοούμε ένα ή δύο καλά μεταρρυθμιστικά σχέδια. Εννοούμε ότι χρειάζονται μια σειρά από βαθιές μεταρρυθμίσεις που, όλες μαζί, θα συνιστούν μια ριζοσπαστική τομή στην οργάνωση της οικονομίας. Ακόμα και αν κάποιοι καπιταλιστικοί σχηματισμοί αναγνωρίζουν την αναγκαιότητα αυτής της μετάβασης παραμένουν παντελώς ανίκανοι να πετύχουν τις απαραίτητες ταχύτητες μετάβασης, έχοντας σαν μέθοδο τον μηχανισμό των τιμών, τις ιδιωτικές επενδύσεις και τις ιδιωτικές επιχειρήσεις. 

Μια νέα οργάνωση της οικονομίας απαιτείται, για να απαντηθούν όλες αυτές οι προκλήσεις της ιστορικής περιόδου που διανύουμε. Απαιτούνται πολύ πιο συνειδητοί προγραμματικοί στόχοι και προγραμματισμένες κινητοποιήσεις πόρων προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις, παρά οι συνήθεις αγοραίοι αυτοματισμοί και οι μικροοικονομικοί υπολογισμοί των ιδιωτικών επιχειρήσεων. Για αυτή την νέα οργάνωση της οικονομίας δεν χρειάζονται μόνο κάποιες, κατά τα άλλα απολύτως απαραίτητες, «κομβικές» κρατικοποιήσεις αλλά, πολύ περισσότερο, μια συνολική εμβάπτιση σχεδόν όλων των παραγωγικών μονάδων, ιδιωτικών και κρατικών, στους συνειδητούς στόχους του οικονομικού μετασχηματισμού. Ο γενικός σκοπός δεν είναι να φτάσουμε, κάποτε, σε κάποιους κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς στόχους, αλλά να φτάσουμε σε αυτούς γρήγορα. Οι κινητοποιήσεις των πόρων που απαιτούνται γι’ αυτόν τον σκοπό, δεν μπορούν να επιτευχθούν από μια οικονομία μεμονωμένων παραγωγών και με μόνο κίνητρο το ατομικό κέρδος. Αλλά ούτε και κάποιο δημόσιο αγαθό μπορεί να προσφερθεί απλά, με τεχνικούς και μόνο τρόπους, από κάποια δημόσια και κρατική ή κοινωνικοποιημένη επιχείρηση. Η παραγωγή των δημόσιων αγαθών απαιτεί ολόκληρα συστήματα παραγωγής που όχι μόνο παράγουν τα ίδια τα δημόσια αγαθά αλλά αναπαράγουν και τους όρους της βιωσιμότητάς τους. 

β. Γιατί ένας συνολικός οικονομικός μετασχηματισμός δεν μπορεί να δρομολογηθεί χωρίς εκτεταμένες κρατικοποιήσεις και διευρυμένα δίκτυα νέου τύπου επιχειρηματικότητας
Αν σκοπός του οικονομικού μετασχηματισμού είναι η μετάβαση σε ένα άλλο πρότυπο παραγωγής, με μειωμένες ή εξαλειμμένες εκπομπές άνθρακα, με πρωτοβάθμια υγεία και σύστημα δραστικής αντιμετώπισης των επιδημιών, με δημόσια στεγαστική και κατασκευαστική πολιτική, με την ανάπτυξη ενός άλλου διατροφικού μοντέλου, με την ανάπτυξη υποδομών αντιμετώπισης των ζητημάτων λειψυδρίας, εξοικονόμησης και ποιότητας πόσιμου νερού κ.λπ., τότε θα πρέπει να παραδεχθούν όλοι και όλες πως οι ιδιωτικές τράπεζες και οι ιδιωτικές επιχειρήσεις δεν είναι ικανές και δεν θέλουν κιόλας να αναλάβουν το ρίσκο της επενδυτικής προσπάθειας που απαιτείται. Οι καταστάσεις οικονομικού μετασχηματισμού είναι, ταυτόχρονα, περιβάλλοντα μεγάλης αβεβαιότητας, για τις ιδιωτικές επενδύσεις και πολλές από αυτές ακυρώνονται. 

Την περίοδο μετά την κρίση του 2008 και με την πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης των κεντρικών τραπεζών οι εμπορικές – ιδιωτικές τράπεζες γέμισαν με ρευστότητα. Ωστόσο και παρά το γεγονός αυτό και βέβαια παρά το γεγονός των συσσωρευμένων κερδών των ιδιωτικών επιχειρήσεων, το επίπεδο των ιδιωτικών επενδύσεων δεν είναι αντίστοιχο των αναγκών. Οι ιδιωτικές τράπεζες και οι ιδιωτικές επιχειρήσεις αποφεύγουν το ρίσκο που εμπεριέχουν οι μεγάλης κλίμακας επενδύσεις και ειδικότερα οι επενδύσεις οικονομικού μετασχηματισμού. Το κράτος, οι κρατικοί οργανισμοί, οι κρατικές επιχειρήσεις, τα συνεταιριστικά δίκτυα παραγωγών που επιζητούν εισόδημα – πλεόνασμα και όχι καπιταλιστικά κέρδη, ο δημόσιος χρηματοπιστωτικός τομέας, όλα αυτά μαζί, μπορούν να αποτελέσουν εκείνους τους αποτελεσματικούς φορείς ρίσκου και το απαραίτητο πλαίσιο αποδοχής των πολύ πιθανών αποτυχιών που εμπεριέχει η γρήγορη μετάβαση και που δεν μπορεί να προσφέρει η ιδιωτική οικονομία του ατομικού κέρδους. 

γ. Γιατί μια κρατική επιχείρηση, ακόμα και αν είναι καπιταλιστική και κερδοφόρα, είναι προτιμότερη από μια ιδιωτική επιχείρηση
Γιατί η φύση της κρατικής επιχείρησης είναι διπλή. Μια κρατική επιχείρηση είναι αυτοτελής παραγωγική μονάδα -όπως και οι μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις- αλλά και όργανο της κρατικής πολιτικής. Ως όργανο της κρατικής πολιτικής μπορεί να συμμετάσχει στον γενικότερο οικονομικό σχεδιασμό και να αποτελέσει το βασικό συστατικό της απαραίτητης και ταχύτατης κινητοποίησης πόρων για τους σκοπούς της οικονομίας μετάβασης. 

Ακόμα και αν μια κρατική επιχείρηση λειτουργεί με σχεδόν ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, η πιθανή πλαισίωσή της και από άλλους κοινωνικούς στόχους οδηγεί τους εργαζόμενούς της σε μεγαλύτερους βαθμούς ταξικής αυτοσυνείδησης και με καλύτερους όρους στη συγκρότηση μιας συλλογικής εργατικής οντότητας, με δεξιότητες που μπορούν μακροπρόθεσμα να αμφισβητήσουν τη διαχείριση από την κρατική γραφειοκρατία. 

δ. Γιατί η δημόσια παρέμβαση, με τη μορφή της κρατικής επιχείρησης, δεν επαρκεί
Σημαντικό τμήμα της κοινωνίας θέλει να έχει δημόσια πανεπιστήμια και ακόμα περισσότερος κόσμος θα θέλει το νερό να είναι κοινωνικό αγαθό. Όμως, η κρατική επιχείρηση είναι μια μορφή μονάδας παραγωγής που μπορεί να μην είναι επιθυμητή και να μην μπορεί να παράγει με αποτελεσματικό τρόπο μια κοινωνική υπηρεσία η ένα δημόσιο αγαθό. Ποια ή ποιος θα ήθελε ένα πανεπιστήμιο να είναι μια δημόσια ΑΕ, έστω και 100% στο κράτος; Η ιδέα φαντάζει και είναι απωθητική γιατί ένας εκπαιδευτικός οργανισμός είναι ένας αυτοδιοίκητος χώρος και όχι μια επιχείρηση, έστω και εξ ολοκλήρου κρατική. 

Αλλού, σε άλλους τομείς, όπως είναι η διαχείριση των στερεών αποβλήτων, ίσως χρειάζονται μεγαλύτερες αναπτυξιακές συμπράξεις, μεταξύ δήμων και επιχειρήσεων συγκομιδής ή επεξεργασίας και να μην επαρκεί ένας δημόσιος οργανισμός ή μια δημοτική επιχείρηση μόνο, αλλά να χρειάζονται και τη στήριξη της τοπικής αυτοδιοίκησης. Στην ενέργεια πάλι, εκτός της απαραίτητης δημόσιας ΔΕΗ, μπορεί να αντικατασταθεί το χρηματιστήριο ενέργειας από μια δημόσια οντότητα, η οποία θα αγοράζει ενέργεια από τους συνεταιρισμούς παραγωγών, μέσω μακροπρόθεσμων συμφωνιών ισχύος, επιτρέποντας μια προγραμματισμένη προσέγγιση της ενεργειακής μετάβασης και φθηνές – σταθερές τιμές για τους καταναλωτές. 

Για να αυξηθεί η προσφορά κοινωνικής κατοικίας δεν απαιτούνται μόνο νέα κτήρια αλλά και η μετατροπή του υπάρχοντος κτηριακού αποθέματος σε κοινωνικά ρυθμιζόμενη αγορά. Μπορούμε να φανταστούμε την μετάβαση από τις αγορές κατοικίας και υψηλών ενοικίων σε μια ρυθμιζόμενη περιοχή σταθερών γειτονιών με μακροχρόνιες σχέσεις ενοικιαστή – ιδιοκτήτη, με προσιτά ενοίκια και με ρυθμιζόμενη απομάκρυνση μονάδων από τις ενοικιαζόμενες (κτήρια προς πώληση ή Airbnb) και εισροή νέων μονάδων προς ενοικίαση.

Αντί επιλόγου

Η Public Issue διεξήγαγε μια πολύ σημαντική έρευνα το 2022 και την συμπλήρωσε με χρονοσειρές από το 1998, για τις ιδιωτικοποιήσεις ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΕΥΔΑΠ/ΕΥΔΑΘ. Η σύγκριση δείχνει σημαντική αύξηση των ποσοστών στήριξης των κρατικοποιήσεων, ειδικά στο Νερό αλλά και στη ΔΕΗ,[11] ακόμα όμως και στον ΟΤΕ. Τι να σημαίνει αυτή η στροφή στις κρατικοποιήσεις; Μάλλον πρόκειται για κοινωνική απομάκρυνση από τις ιδιωτικοποιήσεις και μια αναζήτηση προστασίας από τη λειτουργία των αγορών και τις επιπτώσεις της ακρίβειας. Αν σε αυτήν τη διπλή κίνηση –απομάκρυνση από τις ιδιωτικοποιήσεις και επαναπροσέγγιση της δημόσιας περιουσίας και των δημόσιων οργανισμών– προσθέσουμε και την επιθυμία για έλεγχο των τιμών των ειδών του super market ή την μαζική χρήση του Εθνικού Συστήματος Υγείας, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ή, τέλος, τη δυσφορία για τα υψηλά ενοίκια και την απλησίαστη αγορά ενοικιαζόμενων κατοικιών, καταλαβαίνουμε ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια ισχυρή κοινωνική τάση που προϋπήρξε των «Τεμπών» και που μάλλον έχει ριζώσει και για το μέλλον. 

Παράλληλα με τις παραπάνω κινήσεις, η διαφαινόμενη, ασθενική έως ανύπαρκτη, αύξηση των μισθών για τα επόμενα χρόνια και η αδυναμία των «κατακρεουργημένων» συντάξεων να ενισχύσουν την κατανάλωση και την ανάπτυξη, οι υποβαθμισμένες θέσεις εργασίας στην έντονα τριτογενοποιημένη ελληνική οικονομία, ο αποκλεισμός ευρύτατων πληβειακών στρωμάτων από τις αγορές των τουριστικών υπηρεσιών, της ανάπαυλας και της διασκέδασης οδηγούν αναγκαστικά στην άσκηση κοινωνικής πίεσης για έλεγχο των όρων παραγωγής και διάθεσης ακόμα και των αμιγώς ιδιωτικών αγαθών. Αυτή η ταυτόχρονη αναζήτηση προστασίας και ποιότητας συναντιέται με τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης. Και εδώ η λέξη «κλίμα» προσλαμβάνει αυτό που ο Bruno Latour ονομάζει «γενικότερη σημασία της σχέσης των ανθρώπων με τις υλικές συνθήκες ύπαρξής τους».[12] 

Η επανασύσταση της συλλογικής εργαζόμενης οντότητας και η βελτίωση των σχέσεων των ανθρώπων με τις υλικές συνθήκες της ύπαρξής τους σημαίνουν πως κυοφορείται μια έντονη ανάγκη για συλλογική κίνηση των μαζών προς ένα νέο σοσιαλιστικό και οικολογικό πεπρωμένο, όσο βαρύγδουπο και αν ακούγεται αυτό. Καίτοι αυτή η κίνηση φαντάζει χωρίς νόημα, αφού προς το παρόν γίνεται χωρίς πολιτικό φορέα και εκφραστή, παρ’ όλα αυτά δημιουργεί βάσιμες ελπίδες για αιφνίδιους μετασχηματισμούς του κράτους του κόσμου που μας περιβάλλει.

_________________________________

1 https://www.publicissue.gr/mov_mar_23/

2 Διυποκειμενικότητα ή διατομικότητα: Η ταυτόχρονη «παραγωγή» του υποκειμένου και της κοινωνικής πλαισίωσης του. Βλέπε για την έννοια του Ε. Μπαλιμπαρ (https://www.theseis.com/index.php?option=com_content&view=article&id=933:category-933&catid=21&Itemid=113). 

3 Βλ. άρθρο του Σ. Τομπάζου στο Commune: https://commune.org.gr/i-gallia-se-koinoniki-kai-politiki-krisi/  

4 https://www.naftemporiki.gr/finance/986553/to-mikromanatzment-strangalizei-paragogikotita-kai-kainotomia/ 

5 https://commune.org.gr/to-paragogiko-systima-tis-elladas-syrriknonetai/

6 https://stumblingandmumbling.typepad.com/stumbling_and_mumbling/2022/03/inflation-the-real-problem.html

7 https://commune.org.gr/i-elpida-kai-ta-tria-kaka-tis-moiras-mas-to-epiteliko-kratos-oi-agores-kai-i-idiotiki-protovoulia/

8 Κόλιν Κράουτς: Μεταδημοκρατία. Εκδόσεις Εκκρεμές 2006. 

9 Δες τη σχετική πολεμική που έχει ξεκινήσει στις στήλες των αριστερών εντύπων «Ριζοσπάστη» και «Πριν» για την στάση απέναντι στις κρατικοποιήσεις. Ενδεικτικά: 1) https://prin.gr/2023/03/k-k-e/ και 2) https://www.rizospastis.gr/story.do?id=12051480 

10 Robert Boyer. Οι καπιταλισμοί στη δίνη της Πανδημίας. Εκδόσεις Πόλις, 2021

11 https://www.publicissue.gr/privatization2022/

12 Bruno Latour. Που θα προσγειωθούμε; Δοκίμιο πολιτικού προσανατολισμού στο νέο κλιματικό καθεστώς. Εκδόσεις Πόλις 2019

+ posts