Η συζήτηση για τη φύση του σοβιετικού κοινωνικού σχηματισμού

<strong>Η συζήτηση για τη φύση του σοβιετικού κοινωνικού σχηματισμού</strong>

Η εξέλιξη της Σοβιετικής Ένωσης από μια ασταθή και αντιφατική πολιτική εξουσία στα πρώτα της βήματα, σε μια πολιτικοστρατιωτική υπερδύναμη στη δεκαετία του 1960 και η αντίστροφη πορεία προς την παρακμή και την κατάρρευση που ακολούθησε, αποτέλεσαν μια πρόκληση για όλους τους ατομικούς ερευνητές και τα συλλογικά υποκείμενα που αναφέρονταν στο μαρξισμό. Πολύ περιγραφικά (για μια αναλυτική παρουσίαση βλ. Παπαφωτίου 2014), θα λέγαμε ότι όλες οι αναλύσεις που διατυπώθηκαν για τον χαρακτήρα των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής που αντανακλάται στον σοβιετικό κοινωνικό σχηματισμό στο σύνολό του, μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε τέσσερεις βασικές ομάδες, καθώς εκφράζουν τέσσερις διακριτές αντιλήψεις ή θεωρίες:

α. Η θεωρία του σοσιαλιστικού τρόπου παραγωγής

Η θεωρία αυτή, που υποστηρίζεται από τους εκπροσώπους της σταλινικής μαρξιστικής παράδοσης, θεμελιώνεται στην άποψη ότι ο καπιταλισμός στην ΕΣΣΔ καταργήθηκε μαζί την ιδιωτική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Ο σοσιαλιστικός χαρακτήρας του νέου τρόπου παραγωγής και οργάνωσης της οικονομίας προκύπτει από τη φύση του κράτους (που είναι προφανώς σοσιαλιστικό, αφού την πολιτική εξουσία ασκεί η εργατική τάξη μέσω του εκπροσώπου της, του Κομμουνιστικού Κόμματος), την κυριαρχία της κρατικής-σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας επί των μέσων παραγωγής, και την εφαρμογή των αρχών του σχεδιασμού (της σοσιαλιστικής οργάνωσης) της οικονομίας. Η θεωρία αυτή είναι αυτάρκης, έχει δηλαδή τη δομή ενός δόγματος: κάθε δυσκολία ή πρόβλημα που ανακύπτει στην πορεία μπορεί και οφείλει να αντιμετωπίζεται στο εσωτερικό της, χωρίς να θέτει υπό αμφισβήτηση τα πιο πάνω αξιώματα.

β. Η θεωρία του «εκφυλισμένου» ή γραφειοκρατικοποιημένου εργατικού κράτους

Η θεωρία αυτή, που προτάθηκε από τον Τρότσκι και τη θεωρητική παράδοση που αναφέρεται σ’ αυτόν, υποστηρίζει ότι η Σοβιετική Ένωση της σταλινικής και της μετασταλινικής περιόδου είναι ένα εκφυλισμένο και γραφειοκρατικοποιημένο εργατικό κράτος. Βασική αιτία αυτής της παρακμής είναι η αρχικά καθυστερημένη οικονομία της χώρας και η καθυστέρηση της παγκόσμιας επανάστασης. Η γραφειοκρατία που ελέγχει το Κόμμα και τον κρατικό μηχανισμό δεν συνιστά ιδιαίτερη τάξη. Αντίθετα, είναι υποχρεωμένη να υπερασπίζεται τις κατακτήσεις της Επανάστασης και συγκεκριμένα τον σοσιαλιστικό χαρακτήρα της οργάνωσης της οικονομίας, που τον εγγυώνται η εθνικοποίηση των μέσων παραγωγής και ο κρατικός σχεδιασμός. Κατά συνέπεια, και τα εργατικά κινήματα οφείλουν να υπερασπίζονται τη Σοβιετική Ένωση απέναντι στις ιμπεριαλιστικές απειλές, στην προοπτική μιας πολιτικής (και όχι κοινωνικής) επανάστασης που θα εκδιώξει τη γραφειοκρατία και θα ολοκληρώσει τη σοσιαλιστική μετάβαση.

γ. Η θεωρία του «ιδιαίτερου (ιστορικά πρωτότυπου) τρόπου παραγωγής»

Ουσιαστικά, δεν πρόκειται για μια ενιαία θεωρία, αλλά για διάφορες θεωρητικές προσεγγίσεις, που έχουν υποστηριχθεί αρχικά από τον Ιταλό μαρξιστή Μπρούνο Ρίτσι (Rizzi 1976) και στη συνέχεια κυρίως από αντιφρονούντες διανοούμενους του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού (Μίλοβαν Τζίλας [Djilas (1982)], Γιάτσεκ Κουρόν, τη σχολή της Βουδαπέστης με τους Φέρεντς Φέχερ, Ίστβαν Μέσαρος, κ.ά., τον Ρούντολφ Μπάρο [Bahro 2011] κ.α. και οι οποίες συγκλίνουν στις εξής θέσεις: Η Σοβιετική Ένωση (και οι χώρες δορυφόροι της) δεν είναι ούτε καπιταλιστικές, ούτε σοσιαλιστικές, ούτε κοινωνίες σε μετάβαση, αλλά κοινωνίες εκμεταλλευτικές και ανελεύθερες, στις οποίες η κρατική ιδιοκτησία αποτελεί τη συλλογική ιδιοκτησία μιας «sui generis» κυρίαρχης τάξης. Δεδομένου ότι από τις κοινωνίες αυτές έχουν εκλείψει οι τυπικοί καπιταλιστές – ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής, η ταξική κυριαρχία και εκμετάλλευση που ασκείται από αυτή την τάξη δεν έχει τα χαρακτηριστικά της τυπικής καπιταλιστικής κυριαρχίας και εκμετάλλευσης. Με δυο λόγια, πρόκειται για ένα νέο τρόπο παραγωγής και οργάνωσης της κοινωνίας, βαθιά αντιφατικό, που ωστόσο, μια μεγάλη μερίδα αυτών των θεωρητικών θεωρεί ότι αντιπροσωπεύει ένα υποχρεωτικό στάδιο στην ιστορική πορεία των οικονομικά καθυστερημένων χωρών.

δ. Η θεωρία του κρατικού καπιταλισμού

Στη θεωρία αυτή συγκλίνουν επίσης αναλύσεις με πολύ διαφορετικές αφετηρίες και επιμέρους συμπεράσματα, ξεκινώντας από τον Βρετανό ακτιβιστή και πολιτικό Τόνοι Κλιφ (Cliff 1974) περνώντας στους Κινέζους ηγέτες του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος της δεκαετίας 1965-1975, μέχρι τον Σάρλ Μπετελέμ (ενδεικτικά: Bettelheim 1972 και Bettelheim & Chavance 1979) και την ομάδα των συνεργατών του. Οι αναλύσεις αυτές συμφωνούν στη διαπίστωση ότι μετά από μια ορισμένη περίοδο έντονων ταξικών συγκρούσεων, η κρατική γραφειοκρατία και οι διευθυντές των κρατικών επιχειρήσεων της Σοβιετικής Ένωσης αποκτούν τα χαρακτηριστικά μιας κρατικής αστικής τάξης, ενώ παράλληλα οι σχέσεις που κυριαρχούν στους κόλπους της σοβιετικής οικονομίας είναι οι σχέσεις της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Από την άλλη μεριά, οι υποστηρικτές αυτής της θεωρίας εμφανίζονται διχασμένοι σε βασικά θέματα, όπως π.χ. ποια είναι η ιστορική στιγμή στην οποία εκδηλώνεται η κρίσιμη ανατροπή των ταξικών συσχετισμών υπέρ της κρατικής αστικής τάξης, ή ακόμα, ποιες είναι οι διαφοροποιήσεις που εισάγονται στην καπιταλιστική λειτουργία της σοβιετικής οικονομίας από τον έντονο παρεμβατισμό της πολιτικής βαθμίδας μέσω του κεντρικού σχεδιασμού, από την τροποποίηση του ρόλου του χρήματος, την τροποποίηση της μορφής του ανταγωνισμού μεταξύ των ατομικών κεφαλαίων, κλπ.

O θεωρητικός διάλογος μεταξύ εκπροσώπων των θεωριών αυτών – και ειδικά μεταξύ των υποστηρικτών της τρίτης και της τέταρτης ομάδας θεωριών – αγγίζει τελικά το κρίσιμο θεωρητικό ερώτημα που αφορά τα δομικά χαρακτηριστικά του ίδιου του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, στο οποίο οι θεωρητικοί που αναφέρονται στο Κεφάλαιο του Μαρξ δεν φαίνεται να συμφωνούν. Με μια ισοδύναμη διατύπωση, η απάντηση σχετικά με τη φύση του σοβιετικού οικονομικοκοινωνικού συστήματος εξαρτάται πάντα από την αντίληψή μας για τον πυρήνα των σχέσεων που συνθέτουν την καπιταλιστική οργάνωση μιας οικονομικής δομής.

[Εν κατακλείδι] μπορούμε να πούμε ότι η περιγραφή των βασικών χαρακτηριστικών και των αντιφάσεων που χαρακτηρίζουν τη λειτουργία του σοβιετικού οικονομικού συστήματος συνολικά, συγκλίνει κατ’ αρχάς με τις εκτιμήσεις της θεωρίας του κρατικού καπιταλισμού, ειδικά με την εκδοχή που πρότεινε η σχολή του Μπετελέμ, σύμφωνα με την οποία ο κρατικός καπιταλισμός της ΕΣΣΔ θεμελιώνεται στο διπλό διαχωρισμό που συγκροτεί τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής: το χωρισμό μεταξύ εργαζόμενων και μέσων παραγωγής, που μεταφράζεται στη μισθωτή σχέση εργασίας, και τον αμοιβαίο χωρισμό των επιχειρήσεων, που εκφράζεται από το γεγονός ότι τα παραγόμενα προϊόντα παίρνουν τη μορφή εμπορευμάτων (Bettelheim 1972).

Αξίζει να σημειωθεί ότι μελετητές που επηρεάζονταν από τον Μπετελέμ και τις θέσεις και τις πρακτικές της Κινεζικής Πολιτιστικής Επανάστασης, προχώρησαν την κριτική τους στο σοβιετικό καθεστώς πέραν της κριτικής που είχαν ασκήσει τα στελέχη της «Σαγκάης»:

«Οι “τέσσερις”, όπως και ο ίδιος ο Μάο, επιχείρησαν να αναστοχαστούν την πραγματικότητα της “οικοδόμησης του σοσιαλισμού”, και να αναλογιστούν τις αντιφάσεις μεταξύ της θεωρίας – που σε μεγάλο βαθμό μας έχουν κληρονομήσει τα “Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ” του 1952, και το “Εγχειρίδιο Πολιτικής Οικονομίας” της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ του 1954 – και της πρακτικής, της πραγματικής σημασίας των μετασχηματισμών που συντελέστηκαν στην Κίνα. Ωστόσο, αυτός ο αναστοχασμός παρέμεινε περιορισμένος, γιατί οι “τέσσερις”, όπως και ο Μάο, δεν άγγιξαν τους δύο πυλώνες της σοβιετικής θεωρίας: την ταύτιση της νομικής ιδιοκτησίας με την πραγματική ιδιοκτησία, και τη θέση ότι η εργασιακή δύναμη δεν αποτελεί πλέον εμπόρευμα. Έτσι λοιπόν, η μαοϊκή ανάλυση απέτυχε – κάτι που είναι προφανές σήμερα – γιατί δεν μπόρεσε να υπερβεί μια εσωτερική κριτική, μια “εξ αριστερών” ερμηνεία της (σταλινικής) σοβιετικής θεωρίας του σοσιαλισμού, δεν μπόρεσε τελικά να εγκαταλείψει το μυστικοποιημένο έδαφος της ιδεολογίας του κρατικού καπιταλισμού» (Tissier 1979).

Ωστόσο, όπως έχει επισημανθεί και από προηγούμενες θεωρητικές αναπτύξεις που έχουν παρουσιαστεί από τις στήλες των Θέσεων [1], η θεωρητική προσέγγιση του κρατικού καπιταλισμού θα πρέπει να εμπλουτιστεί περαιτέρω με την επισήμανση ότι η μορφή του σοβιετικού κρατικού καπιταλισμού εισάγει κάποιες ενδιαφέρουσες (από θεωρητική άποψη) και πάντως σημαντικές τροποποιήσεις, που αγγίζουν τον πυρήνα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής όπως αυτός εμφανίστηκε ιστορικά. Οι τροποποιήσεις αυτές αναφέρονται:

α) στον ρόλο του χρήματος, που στο πλαίσιο της σοβιετικής οικονομίας αποκτά ένα «παθητικό» χαρακτήρα,

β) στις μορφές ανταγωνισμού μεταξύ των ατομικών κεφαλαίων, που πλέον παύουν να ανταγωνίζονται για την κυριαρχία τους στην αγορά, αλλά (με πολύ ηπιότερες μορφές, είναι αλήθεια) ανταγωνίζονται για το μοίρασμα των κρατικών κονδυλίων για επενδύσεις, μέσα παραγωγής, κλπ.

γ) στη σχεδόν πλήρη απουσία του χρηματοπιστωτικού τομέα, ο οποίος στις ιστορικές μορφές καπιταλιστικών οικονομιών, μέσω των διαφόρων μορφών ποσοτικής εκτίμησης και διαχείρισης του κινδύνου, και των προσίδιων τρόπων χρηματοδότησης, είχε πάντα και έχει ένα κεντρικό ρόλο στην οργάνωση της καπιταλιστικής κυριαρχίας και αποτελούσε αναγκαία προϋπόθεσή της [2].

Εύκολα μπορούμε να καταλάβουμε ότι οι τρεις αυτές τροποποιήσεις του πυρήνα του ιστορικού καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής συνδέονται τόσο στενά μεταξύ τους ώστε καθεμιά απ’ αυτές δεν μπορεί να υπάρξει ανεξάρτητα από τις άλλες δυο.

————————————-

[1] «Η αμηχανία, μπροστά στις πρόσφατες εξελίξεις, των απόψεων αυτών, που θεωρούσαν τις ανατολικοευρωπαϊκές χώρες καπιταλιστικές, προφανώς οφείλεται από τη μια στις πολιτικές αλλαγές στην Κίνα (με την ήττα των μαοϊκών απόψεων στο ΚΚΚ) και από την άλλη στο ίδιο το γεγονός της κατάρρευσης των (θεωρούμενων ως καπιταλιστικών) καθεστώτων. Γιατί πραγματικά, αν η παλινόρθωση του καπιταλισμού είχε ήδη συντελεσθεί με τόσο αθόρυβο και αθέατο – δια γυμνού, τουλάχιστον, οφθαλμού – τρόπο (π.χ. μετά το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ το 1956, όπως ισχυρίζοντανοι κινέζοι κομμουνιστές), τότε ποια είναι η σημασία των σημερινών τόσο ηχηρών μετασχηματισμών; Ποιο καθεστώς κατέρρευσε τελικά στην Ανατολική Ευρώπη και από ποιο καθεστώς αντικαθίσταται;» (Μηλιός 1990)

[…] οι θέσεις του Μπετελέμ, και πολύ περισσότερο των Κινέζων κομμουνιστών που ηγήθηκαν της Πολιτιστικής Επανάστασης, δεν αποτελούν μια ολοκληρωμένη και “οριστική” ανάλυση των ταξικών σχέσεων εξουσίας στις χώρες του “υπαρκτού σοσιαλισμού”. Εντούτοις, αποτελούν αναμφίβολα την “αφετηρία” για την όποια τέτοια ανάλυση: καταδείχνουν ότι η μοναδική δυνατότητα να αναλυθούν επιστημονικά οι κοινωνικές σχέσεις (ακόμα και) στις κοινωνίες του “υπαρκτού σοσιαλισμού” είναι να γίνουν αντιληπτές ως σχέσεις ανταγωνιστικών τάξεων, ότι η ιστορία των κοινωνιών αυτών εξακολουθεί να είναι το “αποτέλεσμα της πάλης των τάξεων”» (Μηλιός και Κυπριανίδης 1988). 

[2]  «Ο σύγχρονος καπιταλισμός (ο όρος νεοφιλελευθερισμός είναι υπερβολικά περιοριστικός και δεν καλύπτει όλες τις πλευρές του) αποτελεί μια ανασύνθεση ή αναμόρφωση των σχέσεων μεταξύ καπιταλιστικών κρατών (ως άνισων κρίκων στο πλαίσιο της παγκόσμιας ιμπεριαλιστικής αλυσίδας), των ατομικών κεφαλαίων (που συγκροτούνται ως τέτοια μόνο σε σχέση με ένα ιδιαίτερο κοινωνικό κεφάλαιο), και των φιλελευθεροποιημένων χρηματοπιστωτικών αγορών. Η ανασύνθεση αυτή προϋποθέτει την κατάλληλη αναμόρφωση όλων των εμπλεκόμενων συνιστωσών, κατά τρόπο ο οποίος εξασφαλίζει την αναπαραγωγή του κυρίαρχου (νεοφιλελεύθερου) καπιταλιστικού υποδείγματος. Από αυτή την άποψη, ο σύγχρονος καπιταλισμός περιλαμβάνει μια ιστορικά συγκεκριμένη μορφή οργάνωσης της καπιταλιστικής εξουσίας σε παγκόσμια κλίμακα, όπου η κυβερνησιμότητα μέσω των χρηματοπιστωτικών αγορών αποκτά ιδιαιτέρως κρίσιμο ρόλο» (Σωτηρόπουλος, Μηλιός και Λαπατσιώρας 2019).

Βιβλιογραφία

Bahro, Rudolf (2011), The alternative in the eastern Europe, Verso Books, London.

Bettelheim, Charles (1972), Μορφές ιδιοκτησίας στο μεταβατικό στάδιο προς το σοσιαλισμό, Εκδ. Ράππα, Αθήνα.

____  and Chavance Bernard (1979), Le stalinisme en tant qu’idéologie du capitalisme d’Etat, Les            Temps Modernes, no 394.

Cliff, Tony (1974), State Capitalism in Russia, Pluto Press, London.

Djilas, Milovan (1982 [1957]), The new class: an analysis of the communist system, Mariner Books, Massachusetts Boston.

Rizzi, Bruno (1976 [1939]), La bureaucratisation du monde, I: Collectivisme démocratique, Champ Libre, Paris.

Tissier, Patrick (1979), Chine, l’impossible rupture avec le stalinisme, Les Temps Modernes, no. 394.

Μηλιός, Γιάννης (1990), Κρατικός σχεδιασμός και επιχείρηση στην ΕΣΣΔ, Θέσεις, τ. 30.

Μηλιός, Γιάννης και Τάσος Κυπριανίδης (1988), Η «περεστρόικα», ο μαρξισμός και η Αριστερά, Θέσεις, τ. 23.

Παπαφωτίου, Δημήτρης (2014), Μαρξισμός και Σοβιετική Ένωση, Θέσεις, τ. 127.

Σωτηρόπουλος, Δημήτρης, Γιάννης Μηλιός και Σπύρος Λαπατσιώρας (2019), Το χρηματοπιστωτικό σύστημα στο σύγχρονο καπιταλισμό, Angelus Novus, Αθήνα.

+ posts