Η συζήτηση στην Αριστερά για τον πόλεμο στην Ουκρανία. Μέρος πρώτο: Πόλεμος ιμπεριαλιστικός ή πόλεμος κατακτητικός-αποιοκρατικός από την πλευρά της Ρωσίας;

<strong>Η συζήτηση στην Αριστερά για τον πόλεμο στην Ουκρανία.</strong> Μέρος πρώτο: Πόλεμος ιμπεριαλιστικός ή πόλεμος κατακτητικός-αποιοκρατικός από την πλευρά της Ρωσίας;

Το κείμενο αυτό είναι η πρώτη από τρεις συνέχειες συνολικού κειμένου με θέμα τον χαρακτήρα του πολέμου στην Ουκρανία. Η δεύτερη θα έχει τίτλο «Κριτική στις θέσεις του Ζιλμπέρ Ασκάρ και του Μικαέλ Λεβί» και η τρίτη «Τρία βασικά λάθη στην αντιμετώπιση του πολέμου στην Ουκρανία».

«Ο σοσιαλιστής, ο επαναστάτης, ο προλετάριος, ο διεθνιστής σκέφτεται αλλιώς: Ο αντιδραστικός ή επαναστατικός χαρακτήρας του πολέμου εξαρτιέται όχι από το ποιος επιτέθηκε ούτε σε ποια χώρα βρίσκεται ο ‘‘εχθρός’’, μα από τούτο: ποια τάξη κάνει τον πόλεμο και ποιας πολιτικής είναι προέκταση. Αν ο πόλεμος είναι αντιδραστικός ιμπεριαλιστικός, δηλαδή πόλεμος ανάμεσα σε δύο παγκόσμιες ομάδες της αντιδραστικής, ληστρικής, καταπιεστικής, ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης, τότε ολόκληρη η αστική τάξη (ακόμη και μιας μικρής χώρας) συμμετέχει σ’ αυτή τη ληστεία, και το καθήκον μου, το χρέος μου σαν εκπροσώπου του επαναστατικού προλεταριάτου, είναι να προετοιμάσω την παγκόσμια προλεταριακή επανάσταση. Δεν πρέπει να σκεφτώ από την άποψη της χώρας ‘‘μου’’ (αυτό πρέπει να τ’ αφήσω στον αποβλακωμένο μικροαστό εθνικιστή, που δεν καταλαβαίνει πως είναι ένα παιχνιδάκι στα χέρια της ιμπεριαλιστικής μεγαλοαστικής τάξης), μα απ’ την άποψη της συμμετοχής μου στην προετοιμασία, στην προπαγάνδιση για την επιτάχυνση της προλεταριακής επανάστασης».

Β.Ι. Λένιν, «Η προλεταριακή επανάσταση και ο αποστάτης Κάουτσκι»

Ο πόλεμος είναι ίσως η πιο απαιτητική, η πιο σκληρή, η πιο «ανελέητη» πολιτική δοκιμασία για την Αριστερά. Όχι μόνο γιατί τότε εμφανίζεται στην πιο πλατιά και πιεστική της μορφή η εθνικιστική ιδεολογία σαν υλική δύναμη, αλλά και γιατί τότε εμφανίζεται στην πιο άμεση και απαιτητική της μορφή η ανάγκη για την Αριστερά να αγωνιστεί ενάντια στη «δική της» άρχουσα τάξη, να επιβεβαιώσει στην πράξη και στις πιο δύσκολες συνθήκες ότι το έθνος είναι χωρισμένο σε ανταγωνιστικές τάξεις, κι ότι αυτό δεν παύει να ισχύει στον πόλεμο!

Αυτά ισχύουν απόλυτα στην περίπτωση που στον πόλεμο εμπλέκεται άμεσα η χώρα στην οποία ζούμε. Συχνά όμως, η δοκιμασία του πολέμου αποδεικνύεται δύσκολη για την Αριστερά ακόμη κι όταν η χώρα στην οποία ζούμε δεν εμπλέκεται άμεσα. Ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι ένα ακόμη τέτοιο παράδειγμα.

Πώς καθορίζουμε τον χαρακτήρα ενός πολέμου και τη στάση μας απέναντι σε αυτόν;

Το πρώτο πρόβλημα που συναντάμε στην προσπάθεια να καθορίσουμε μια πολιτική θέση-στάση για τον πόλεμο, είναι αξιολογήσεις ή και εννοιολογήσεις που έχουν περιγραφικό ή και δημοσιογραφικό χαρακτήρα και αξία, αλλά όχι θεωρητική στιβαρότητα. Η Ρωσία διεξάγει -αναμφισβήτητα- έναν «βρόμικο» πόλεμο, με τακτικές πολιορκίας και ισοπέδωσης πόλεων, η Ρωσία είναι αυτή που εισέβαλε και καταλαμβάνει εδάφη μιας άλλης χώρας. Όποιος πολεμά στο έδαφος άλλου, γιατί είναι εισβολέας, βαρύνεται από αυτό και μόνο το γεγονός αναπόφευκτα περισσότερο με «βρόμικες» μεθόδους. Είναι όμως αυτό κριτήριο -και μάλιστα ασφαλές!- για να χαρακτηρίσουμε έναν πόλεμο ιμπεριαλιστικό-αποικιοκρατικό από τη μία μόνο πλευρά; Ο πόλεμος είναι βρόμικος από τη φύση του, αλλά αυτό ποτέ δεν ήταν για την Αριστερά κριτήριο καθορισμού του χαρακτήρα του. Η σφαγή του τουρκικού πληθυσμού μετά την κατάληψη της Τριπολιτσάς ήταν έγκλημα πολέμου, αλλά αυτό καθόλου δεν άλλαζε τον χαρακτήρα της επανάστασης του 1821. Η σφαγή χιλιάδων Βόσνιων μουσουλμάνων στη Σρεμπρένιτσα από τα πρωτοπαλίκαρα του Κάρατζιτς και του Μπλάντιτς ήταν εθνοκάθαρση και έγκλημα πολέμου, αλλά αυτό δεν έκανε τη Σερβία… ιμπεριαλιστική και αποικιοκρατική δύναμη με το ζόρι, όπως δεν την έκανε βεβαίως, πολύ περισσότερο, χώρα που διεξήγαγε… προληπτικό αντιμπεριαλιστικό αγώνα ενάντια στον Δυτικό ιμπεριαλισμό. Το Άουσβιτς αλλά και οι αμερικανικές ατομικές βόμβες στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, τα μεγαλύτερα «στιγμιαία» εγκλήματα πολέμου στην ιστορία της ανθρωπότητας, δεν θα μπορούσαν να είναι -και δεν ήταν- τα κριτήρια για να καθορίσουμε τον χαρακτήρα του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου.      

Ο χαρακτήρας του πολέμου δεν απορρέει επίσης από το ποια χώρα επιτέθηκε πρώτη ή ποιας χώρας ο στρατός εισέβαλε σε ξένα εδάφη – πέρα από το γεγονός ότι αυτός που σήμερα είναι εισβολέας, αύριο μπορεί να ηττηθεί, να υποχωρήσει και να δεχθεί επίθεση μέσα στα δικά του εδάφη.

Ο χαρακτήρας του πολέμου δεν καθορίζεται επίσης από το ποιος επιτίθεται έχοντας σκοπό του την «αλλαγή καθεστώτος». Το 1918 με έναν αδυνηρό συμβιβασμό η κυβέρνηση των Μπολσεβίκων παραχώρησε το 1/3 των ρωσικών εδαφών με τη Συνθήκη του Μπρεστ Λιτόφσκ για να σώσει την Επανάσταση. Δυο χρόνια αργότερα, το καλοκαίρι του 1920, ο Κόκκινος Στρατός, αντεπιτιθέμενος στην πολωνική εισβολή, έφτασε στα πρόθυρα της Βαρσοβίας αποσκοπώντας σαφώς σε αλλαγή καθεστώτος στο πλαίσιο ενός σχεδίου ο επαναστατικός πόλεμος να αποτελέσει καταλύτη για την επίσπευση της ευρωπαϊκής επανάστασης – το σύνθημα ήταν «να ανάψουμε την παγκόσμια πυρκαγιά». Και το 1945 κανείς δεν διανοήθηκε να καταγγείλει τον ρωσικό στρατό ή τον αμερικανικό στρατό γιατί μπήκαν στο Βερολίνο, παρόλο που αμφότεροι αποσκοπούσαν σε «αλλαγή καθεστώτος» στη Γερμανία.

Ούτε ισχύει φυσικά η προσφιλής σε δυνάμεις της Αριστεράς «αρχή» του απαραβίαστου της εδαφικής ακεραιότητας. Αν αυτό αποτελεί κάποιου είδους απαραβίαστη αρχή πολιτικής, τότε οι Κούρδοι δεν «δικαιούνται» να φτιάξουν το δικό τους κράτος, κι οι ρωσόφωνοι της ανατολικής Ουκρανίας δεν έχουν το δικαίωμα της εθνικής αυτοδιάθεσης μέχρι και του κρατικού αποχωρισμού.

Δεν ισχύει, τέλος, το κριτήριο του συσχετισμού δύναμης: η αυθόρμητη τάση ταύτισης με την κατά τεκμήριο ασθενέστερη πλευρά του πολέμου δεν διασφαλίζει καν ότι αυτή θα αποδειχθεί πραγματικά ασθενέστερη στην εξέλιξη των γεγονότων, ιδιαίτερα σε ένα περιβάλλον όπου παρεμβαίνουν πολλοί παράγοντες. Οι ΗΠΑ αποχώρησαν ντροπιαστικά από το Αφγανιστάν. Ανεξάρτητα από το αν έπαιξε καθοριστικό ρόλο σε αυτό μια στρατηγική αναδιάταξης δυνάμεων προς τη Σινική θάλασσα, ήταν φανερό ότι δεν μπορούσαν να κερδίσουν τον πόλεμο στο Αφγανιστάν παρά μόνο να διατηρήσουν -και με μεγάλο κόστος, που στη δεδομένη συγκυρία κρίθηκε ασύμφορο- το φιλοδυτικό καθεστώς. Οι ΗΠΑ είναι πολύ ανώτερες στρατιωτικά της Ρωσίας, αλλά η ρωσική συμμετοχή στον πόλεμο της Συρίας ανέτρεψε τους συσχετισμούς εις βάρος των ΗΠΑ. Η πολιτική και ακόμη περισσότερο ο πόλεμος δεν είναι ποδόσφαιρο για να ταχθούμε με την πλευρά που είναι ή ακόμη χειρότερα που φαίνεται πιο αδύναμη. Στην περίπτωση του πολέμου της Ουκρανίας, οι εξελίξεις δεν τεκμηριώνουν την διαδεδομένη πεποίθηση περί συντριπτικής στρατιωτικής υπεροχής της Ρωσίας, για δε την οικονομική υπεροχή δεν μπορεί να γίνει καν λόγος – επειδή η Ουκρανία δεν είναι «μόνη» αλλά γρανάζι ενός ιμπεριαλιστικού μπλοκ, κι όχι μόνο τώρα, αλλά επί πολλά συναπτά έτη, από το 2014 και ύστερα.

Τρία κριτήρια

Ποιο είναι λοιπόν το κριτήριο ή τα κριτήρια; Για να απαντήσει σε αυτό, ο Λένιν ανέλαβε το έργο να μεταγράψει σε ταξική και διεθνιστική γλώσσα τη θεωρία του πολέμου του Κλαούζεβιτς. Σε συνδυασμό με τη θεωρητική του συνεισφορά στο ζήτημα του δικαιώματος των εθνών στην αυτοδιάθεση και στο ζήτημα του ιμπεριαλισμού, συνέβαλε καθοριστικά στη διαμόρφωση τέτοιων κριτηρίων.  

Πρώτο εξ αυτών και καθοριστικής σημασίας, το «ποια τάξη διεξάγει τον πόλεμο και ποιας πολιτικής είναι προέκταση». Το ποια τάξη διεξάγει τον πόλεμο δεν είναι από μόνο του επαρκές κριτήριο: υπήρξαν πόλεμοι εθνικής αυτοδιάθεσης που διεξήγαγαν αστικές τάξεις και είχαν δίκαιο και απελευθερωτικό χαρακτήρα, αλλά εξίσου πόλεμοι που διεξήγαγαν αστικές τάξεις και είχαν αντιδραστικό ή και ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα. Αν ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα (στρατιωτικά) μέσα, το κρίσιμο ζήτημα είναι ποιας πολιτικής είναι προέκταση ο πόλεμος.

Ένα δεύτερο θεμελιώδες κριτήριο που εισήγαγε ο Λένιν είναι ότι ακόμη και σε δίκαιους πολέμους που διεξάγει η αστική τάξη (παράδειγμα, πόλεμοι εθνικής αυτοδιάθεσης ή αντιαποικιακοί πόλεμοι ή πόλεμοι ενάντια σε ξένη κατοχή όπως στην περίπτωση του Β’ Π.Π.), οι πολιτικοί εκπρόσωποι των εργαζόμενων τάξεων δεν συνάπτουν ανακωχή με την αστική τάξη της χώρας τους, δεν καλλιεργούν ψευδαισθήσεις περί «κοινού εθνικού σκοπού» αλλά αντίθετα αποκαλύπτουν και αναδεικνύουν τους ταξικά ιδιοτελείς σκοπούς της, δεν δικαιολογούν ή παραβλέπουν τα εγκλήματα της δικής τους αστικής τάξης, και έχουν πάντα ως κατεύθυνση τη μετατροπή του πολέμου σε πόλεμο ενάντια στην αστική τάξη της χώρας τους και για την ανατροπή της. Το ΚΚΕ και το ΕΑΜ το ξέχασαν αυτό, και το αποτέλεσμα ήταν η Βάρκιζα. Κάποιοι το ξεχνούν σήμερα με την Ουκρανία…

Τέλος, ένα τρίτο θεμελιώδες κριτήριο, άμεση συνέπεια του προηγούμενου, είναι ο επιμερισμός των καθηκόντων για την Αριστερά στις εμπόλεμες χώρες, τα διαφορετικά συγκεκριμένα καθήκοντα. Για να το πούμε με το παράδειγμα της Ουκρανίας, η Αριστερά της Ουκρανίας οφείλει να έχει μέτωπο με τη δική «της» αστική τάξη: να αποκαλύπτει τους σκοπούς της σε αυτόν τον πόλεμο, τις ευθύνες της όσον αφορά τις πολιτικές των προηγούμενων χρόνων που προέκτασή τους είναι αυτός ο πόλεμος, να αντιμάχεται τα μέτρα πολιτικού αυταρχισμού στη διάρκεια του πολέμου, να υπερασπίζεται το δικαίωμα των κατοίκων των ανατολικών επαρχιών της Ουκρανίας στην αυτοδιάθεση, να καταγγέλλει τα εγκλήματα πολέμου της δικής της αστικής τάξης, να υπερασπίζεται αυτούς που αρνούνται να πολεμήσουν από τις διώξεις˙ κι η Αριστερά της Ρωσίας να καταγγέλλει την εισβολή στην Ουκρανία και τα εγκλήματα του ρωσικού στρατού, να υπονομεύει τη στρατιωτική προσπάθεια, να κηρύσσει την άρνηση συμμετοχής και να υπερασπίζεται τους αρνητές, να παλεύει για τα δημοκρατικά δικαιώματα των εργαζόμενων τάξεων  στη Ρωσία.

Αυτά θα έπρεπε να ισχύουν ακόμη και στη βάση της εκτίμησης ότι ο πόλεμος είναι επιθετικός και άδικος μόνο από την πλευρά της Ρωσίας. Αν όμως ο πόλεμος, όπως θα επιχειρηματολογήσω στη συνέχεια, είναι ιμπεριαλιστικός και άδικος και από τις δύο πλευρές, τότε θα ήταν καθήκον και της ουκρανικής αριστεράς να υπονομεύσει άμεσα την πολεμική «προσπάθεια της χώρας».       

Ποιας πολιτικής είναι προέκταση ο πόλεμος στην Ουκρανία;

Θα θέσουμε ευθύς αμέσως το ερώτημα: μπορεί ένας πόλεμος να χαρακτηριστεί ιμπεριαλιστικός όταν δεν έχουν κηρύξει ευθέως μεταξύ τους τον πόλεμο και δεν επιχειρούν «αυτοπροσώπως» με στρατεύματα η μία εναντίον της άλλης ιμπεριαλιστικές δυνάμεις; Μπορεί ο πόλεμος στην Ουκρανία να είναι ιμπεριαλιστικός χωρίς στρατεύματα του ΝΑΤΟ στην ίδια την Ουκρανία; Όσοι/ες απαντούν όχι, προβάλλουν το εξής επιχείρημα: αν ήταν έτσι, τότε θα έπρεπε να χαρακτηρίσουμε όλους τους πολέμους των τελευταίων δεκαετιών αλλά και πολλούς από αυτούς που θα ακολουθήσουν, αδιακρίτως, ιμπεριαλιστικούς, αφού σε όλους τους πολέμους οι ΗΠΑ παρεμβαίνουν αφότου ξεσπάσουν με διάφορους τρόπους. Πρέπει να παραδεχτούμε ότι, πράγματι, υπάρχει εδώ ο κίνδυνος να απομακρυνθούμε από τη συγκεκριμένη κατανόηση συγκεκριμένων πολέμων ή και να καταργήσουμε εντελώς τη συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης. Υπάρχει όμως ένα συγκεκριμένο κριτήριο: αν ένας πόλεμος ξεσπάει από μια τοπική δυναμική αντιπαράθεσης και οι τρίτοι (οι ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ, η Κίνα, η Ρωσία) επεμβαίνουν αφότου ξεσπάσει και εκ των υστέρων, ή έχουν επιδράσει καταλυτικά στη διαμόρφωση της δυναμικής που προκαλεί τον πόλεμο. Ο πόλεμος της Ουκρανίας ανήκει σε αυτή τη δεύτερη κατηγορία.

Υπάρχει λοιπόν ο κίνδυνος να αγνοήσουμε αλλεπάλληλα επεισόδια ιμπεριαλιστικού πολέμου ταυτίζοντας λανθασμένα τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο με τον παγκόσμιο, και τελικά να «αναγνωρίσουμε» τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο μόνο όταν αυτός γίνει παγκόσμιος ή και πυρηνικός – οπότε μια τέτοια «αναγνώριση» είναι πιθανόν να αποδειχθεί εντελώς άχρηστη…

Ας ξαναπιάσουμε λοιπόν το νήμα των κριτηρίων: Πώς εφαρμόζεται στην περίπτωση της Ουκρανίας το κριτήριο «ποια τάξη διεξάγει τον πόλεμο και ποιας πολιτικής είναι προέκταση»; Ποιας πολιτικής είναι προέκταση ο πόλεμος στην Ουκρανία; Υπάρχουν δύο πιθανές απαντήσεις σε αυτό: Ότι είναι προέκταση της υλοποίησης ενός μονομερούς σχεδίου του ρωσικού ιμπεριαλισμού για δημιουργία του δικού του ιμπέριουμ ή ότι είναι προέκταση του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού για τους ενεργειακούς πόρους και τις σφαίρες επιρροής με καταλυτική εστία την Ουκρανία. Φυσικά, στη δεύτερη περίπτωση ο ιμπεριαλιστικός ανταγωνισμός πρέπει να τεκμαίρεται όχι με μια αφηρημένη γεωπολιτική ανάλυση δημοσιογραφικού τύπου αλλά με συγκεκριμένο, απτό και «ενεργητικό» τρόπο. Ύστερα έρχεται ο ίδιος ο πόλεμος και η συμμετοχή σε αυτόν. Τέλος, η ειρήνη, μετά τον πόλεμο. Κερδισμένοι και χαμένοι, αλλά με βάση τα ταξικά και διεθνιστικά κριτήρια της Αριστεράς.  

Ό,τι προϋπάρχει του πολέμου (η πολιτική που προεκτείνεται σε αυτόν), ο ίδιος ο πόλεμος αλλά και η ειρήνη που ακολουθεί αποτελούν μια δυναμική και αδιάσπαστη ενότητα.     

Ποια είναι λοιπόν τα δεδομένα μιας τέτοιας συγκεκριμένης ανάλυσης της συγκεκριμένης κατάστασης όταν εξετάζουμε τον πόλεμο στην Ουκρανία; Ποιες πολιτικές αναπτύχθηκαν πριν τον πόλεμο και «προεκτάθηκαν» σε αυτόν;

  • Από την πλευρά του δυτικού ιμπεριαλισμού:
    α) Μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, όχι μόνο διατήρηση του ΝΑΤΟ αλλά και συνεχής επέκτασή του κατά «κύματα» προς ανατολάς, που ύστερα από την αλλαγή καθεστώτος στην Ουκρανία το 2014 έφτασε ως τα ρωσικά σύνορα, προετοιμάζοντας την σε «εύθετο χρόνο» είσοδο της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ και τη μεταφορά ακόμη και πυρηνικών όπλων του ΝΑΤΟ στα ρωσικά σύνορα.

β) Τον αδυσώπητο οικονομικό – ενεργειακό πόλεμο με βασικό αντικείμενο την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών της Ευρώπης σε φυσικό αέριο και πετρέλαιο. Οι ΗΠΑ πίεσαν ασφυκτικά την ΕΕ να «παγώσει» τον αγωγό Nord Stream II, που θα μετέφερε αυξημένες ποσότητες ρωσικού φυσικού αερίου στις χώρες της ΕΕ παρακάμπτοντας την Ουκρανία – ιδού ξανά η καταλυτική ουκρανική εστία. Τελικά κατάφεραν να μεταστρέψουν, πιέζοντάς την ασφυκτικά, τη Γερμανία, που τον Ιούλιο του 2021 «έβαλε μπροστά» τη γερμανική αρχή ενέργειας για να παγώσει το έργο – έργο που αποτέλεσε κοινό επιχειρηματικό πρότζεκτ Ρωσίας – Γερμανίας και ήταν έτοιμο, «με το κλειδί στο χέρι». Το «πάγωμα» του Nord Stream II ήταν σημείο καμπής στον οικονομικό πόλεμο και σηματοδοτούσε την επερχόμενη γεωπολιτική στροφή της Ευρώπης αλλά και την «ωρίμανση» των σχεδίων για την είσοδο της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ.

γ) Τον διαρκή εξοπλισμό και εκπαίδευση του ουκρανικού στρατού από το ΝΑΤΟ ύστερα από την «αλλαγή καθεστώτος» του 2014 και μέχρι σήμερα.

δ) Την «υιοθέτηση» της Ουκρανίας και τη συστηματική και βάσει σχεδίου πολιτική, διπλωματική και στρατιωτική της καθοδήγηση από τον δυτικό ιμπεριαλισμό και ιδιαίτερα τις ΗΠΑ, από το 2014 μέχρι σήμερα, αλλά και σήμερα, στη διάρκεια του πολέμου. Ακόμη και το αν θα συνάψει συμφωνία ειρήνης (ειρήνης που βέβαια σε κάθε περίπτωση θα είναι άδικη, ιμπεριαλιστική ειρήνη), δεν θα αποφασιστεί στο Κίεβο αλλά στον Λευκό Οίκο, το αμερικανικό Πεντάγωνο και την έδρα του ΝΑΤΟ.

ε) Τις δυτικές οικονομικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας, που έχουν πρωτοφανή χαρακτήρα και μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις, ξεπερνούν οτιδήποτε ανάλογο ακόμη και στον Πρώτο και τον Δεύτερο παγκόσμιους πολέμους.

Όλα αυτά συνιστούν μια πολιτική εντελώς άμεση, ενεργητική και σε όλα τα μέτωπα, που μύριζε μπαρούτι και ήταν θέμα χρόνου και περιστάσεων να προεκταθεί σε πόλεμο.

  • Από την πλευρά του ρωσικού ιμπεριαλισμού:
    Όχι μόνο απαντώντας στις προκλήσεις του δυτικού ιμπεριαλισμού (η πτωχή πλην τιμία Ρωσία που απλώς αμύνεται στις επιθετικές ενέργειες των Δυτικών) αλλά εκκινώντας από τις δικές της εσωτερικές ανάγκες συγκρότησης ενός ισχυρού κράτους και του δικού της ιμπέριουμ, η ρωσική άρχουσα τάξη άρχισε να «διευθετεί» αναλόγως τα ζητήματα στον άμεσο περίγυρό της ήδη από τη δεκαετία του 1990-2000. Στις αρχές αυτής της τελευταίας δεκαετίας που ισοπέδωσε το Γκρόζνι (όπως τώρα τη Μαριούπολη) στον πόλεμο της Τσετσενίας, το 2008 εισέβαλε και κατατρόπωσε τον γεωργιανό στρατό επιβάλλοντας τη δική της αλλαγή καθεστώτος, το 2014 προσάρτησε την Κριμαία, μόλις πρόσφατα, τον Ιανουάριο του 2021 εισέβαλε στο Καζακστάν για να στηρίξει το δικτατορικό καθεστώς του Ναζαρμπάγεφ κάνοντάς το λίγο περισσότερο «φιλικό» για τα δικά της συμφέροντα. Τα τελευταία χρόνια, αναβαθμίζοντας τις φιλοδοξίες της πάνω στις νέες, αναβαθμισμένες δυνατότητές της, η ιμπεριαλιστική αστική τάξη της Ρωσίας επενέβη στρατιωτικά στη Συρία αλλάζοντας τους συσχετισμούς και τα αποτελέσματα του πολέμου, αλλά και στην Αφρική.

Από την πλευρά της Ρωσίας τον πόλεμο διεξάγει μια άρχουσα τάξη της οποίας η μαφιοζοποίηση ήταν ιδρυτικό χαρακτηριστικό (αφού προέκυψε από μια ταχύτατη διαδικασία «πρωταρχικής συσσώρευσης» μέσα από τη ληστρική ιδιοποίηση της κρατικής περιουσίας από τους ισχυρούς της πρώην σταλινικής γραφειοκρατίας), το δε κράτος συγκροτήθηκε σαν ο «συλλογικός μαφιόζος» που επιβάλλει τη συνοχή στη ρωσική αστική τάξη.

Από την πλευρά της ουκρανικής άρχουσας τάξης: Η ουκρανική αστική τάξη είναι ο ορισμός της ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης μιας αδύναμης χώρας. Ο ορισμός αυτός φαίνεται αντιφατικός, αλλά είναι καθ’ όλα πολιτικά νόμιμος – πέραν του ότι τον εισήγαγε ο Λένιν. (βλέπε εδάφιο στην αρχή του άρθρου) Αναφέρεται σε αστικές τάξεις οι οποίες, παρότι αδύναμες οι ίδιες για να ασκήσουν ιμπεριαλιστική πολιτική επέκτασης, είναι ενταγμένες σε ευρύτερο ιμπεριαλιστικό μπλοκ δυνάμεων αποτελώντας γρανάζι σε μια μεγάλη ιμπεριαλιστική μηχανή.

Η αστική τάξη της Ουκρανίας, από το 2014 και ύστερα, έχει κάνει τα πάντα ώστε να «αξίζει» αυτόν τον ορισμό: Αποδέχεται τον ρόλο του «γραναζιού» με τον πιο ενεργητικό τρόπο, διεκδικώντας να γίνει πλήρης (είσοδος στο ΝΑΤΟ, είσοδος στην ΕΕ)˙ αποδέχεται ειδικότερα τον ρόλο του στρατιωτικού γραναζιού, του προκεχωρημένου στρατιωτικού φυλακίου του ΝΑΤΟ: αποδέχεται -ή και πλειοδοτεί διαρκώς ζητώντας περισσότερα, πριν τον πόλεμο αλλά και στη διάρκειά του- τον εξοπλισμό και την εκπαίδευση από ειδικές δυνάμεις του ΝΑΤΟ, δεν απέρριψε πριν τον πόλεμο ούτε το ενδεχόμενο πυρηνικών όπλων στο έδαφός της, διεξήγαγε με πλήρη δυτική συνδρομή έναν διαρκή πόλεμο στο Ντονμπάς, διεκδίκησε ουσιαστικά τη μετατροπή του παρόντος πολέμου σε πυρηνικό με τα αιτήματα για επιβολή από το ΝΑΤΟ ζώνης απαγόρευσης πτήσεων πάνω από την Ουκρανία και αποστολή στρατευμάτων στο έδαφός της. Διαπραγματεύεται με τη Ρωσία υπό την άμεση καθοδήγηση των Δυτικών – που σημαίνει ότι είναι οι ΗΥΠΑ και το ΝΑΤΟ που θα αποφασίσουν αν και πότε θα τελειώσει αυτός ο πόλεμος.
Ως άρχουσα τάξη προήλθε από την ίδια ακριβώς διαδικασία που την οποία προήλθε και η ρωσική και έχει εξίσου μαφιόζικα χαρακτηριστικά. Η σύνδεσή της με τη δυτική επιχειρηματικότητα τη φέρνει ίσως πιο κοντά στα δυτικά πρότυπα, αλλά δεν την κάνει λιγότερο ληστρική ούτε περισσότερο δημοκρατική. Το μπλοκ εξουσίας που έχει συγκροτήσει είναι μπλοκ εξουσίας που «αντιστοιχεί» σε άρχουσα τάξη που έχει κερδίσει τον εμφύλιο πόλεμο ενάντια στον δικό της εσωτερικό εχθρό. Έχει ισχυρές αναλογίες με το ελληνικό μετεμφυλιακό καθεστώς, με τη συνεργασία και ενσωμάτωση των ταγματασφαλιτών στον «εθνικό στρατό» και τις γιορτές μίσους.

Δεν είναι ιμπεριαλιστικός επειδή δεν μετατρέπεται σε… πυρηνικό;

Ο πόλεμος στην Ουκρανία τα έχει λοιπόν όλα: Μια ιμπεριαλιστική δύναμη, τη Ρωσία, που επιχειρεί με τα όπλα τη διεύρυνση της δικής της ζώνης επιρροής αναδιατυπώνοντας με τους δικούς της όρους το «δόγμα Μονρόε»˙ ένα ιμπεριαλιστικό μπλοκ δυνάμεων (του δυτικού ιμπεριαλισμού και του ΝΑΤΟ) που συμμετέχει άμεσα, ενεργητικά και με όλα τα δυνατά μέσα στον πόλεμο, αποφεύγοντας μόνο την άμεση-μαζική  εμπλοκή δυνάμεών του στο έδαφος της Ουκρανίας (κατά τα άλλα, είναι βέβαιο ότι ειδικές δυνάμεις του ΝΑΤΟ ή χωρών του βρίσκονται στην Ουκρανία κι όχι μόνο για εκπαιδευτικούς σκοπούς)˙ μια ιμπεριαλιστική αστική τάξη, η ουκρανική, που όχι μόνο εντάσσεται σε αυτό το μπλοκ, αλλά διεκδικεί πλειοδοτικά την ανάδειξή της σε επιθετικό γρανάζι του και προκεχωρημένο του φυλάκιο.

Έχει και κάτι ακόμη που αφορά τη μεγάλη εικόνα, κάτι που διαφοροποιεί την τωρινή παγκόσμια συγκυρία από αυτήν της τελευταίας δεκαετίας του προηγούμενου αιώνα και της πρώτης δεκαετίας του νέου: τις τάσεις ανατροπής των συσχετισμών στην κορυφή της ιμπεριαλιστικής πυραμίδας, για πρώτη φορά ύστερα από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, που έχει πυροδοτήσει στα χρόνια ύστερα από την άνοδο του Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ έναν ακήρυκτο παγκόσμιο οικονομικό πόλεμο, που τώρα συνεχίζεται με «πολεμικά» μέσα και στο οικονομικό επίπεδο: οι κυρώσεις ενάντια στη Ρωσία έχουν πολεμικό χαρακτήρα, με την έννοια ότι τέτοιες επιβάλλονται μόνο από εμπόλεμες δυνάμεις σε αντιπάλους τους. Το πάγωμα των συναλλαγματικών διαθεσίμων της Ρωσίας σε δυτικές τράπεζες, η απαγόρευση ακόμη και της αποπληρωμής τόκων και χρεολυσίων με δολάρια από αυτά τα διαθέσιμα προς Δυτικούς κατόχους ομολόγων (!) με στόχο να οδηγηθεί η Ρωσία σε κατάσταση τεχνικής χρεοκοπίας, είναι πρωτοφανή μέτρα και ισοδυναμούν με προληπτική επιβολή πολεμικών αποζημιώσεων σε ηττημένο πριν καν λήξει ο πόλεμος! 

Μπορούμε να δούμε τον πόλεμο στην Ουκρανία σαν «πόλεμο του Πούτιν» ή να τον κατανοήσουμε μέσα από αυτή τη μεγάλη εικόνα, σαν προδρομική έκλυση λάβας από το μεγάλο ηφαίστειο του ακήρυκτου παγκόσμιου πολέμου.

Τι λείπει, για όσους ασπάζονται την άποψη περί «πολέμου του Πούτιν»; Η άμεση εμπλοκή των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στο ίδιο το έδαφος της Ουκρανίας. Ας θέσουμε λοιπόν και το έσχατο ερώτημα: Γιατί δεν εμπλέκονται άμεσα οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ; Οι ίδιες ισχυρίζονται ότι δεν το κάνουν επειδή αυτό θα ισοδυναμούσε με κήρυξη πολέμου στη Ρωσία. Και λοιπόν; Γιατί να το φοβούνται αυτό οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, όταν η Ρωσία τα έχει βρει στρατιωτικά «σκούρα» και χωρίς αυτό; Έχει κανέναν λόγο το ΝΑΤΟ να μη θέλει να συντριβεί στρατιωτικά η Ρωσία όταν όλα όσα κάνει αναδίδουν υστερικού χαρακτήρα αντιρωσισμό; Φυσικά μπορεί να υπάρχουν υπολογισμοί τακτικής με έντονο το στοιχείο της υποκρισίας και του κυνισμού: να τεσταριστεί πρώτα το «γρανάζι» Ουκρανία για να φανούν τα όρια της ρωσικής στρατιωτικής ισχύος κ.λπ. 

Γιατί όμως να ψάχνουμε το ανεξήγητο όταν όλα έχουν ομολογηθεί από τους άμεσα ενδιαφερόμενους, τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ; Αυτό που αποτρέπει τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ από το να επέμβουν άμεσα στην ίδια την Ουκρανία είναι τα ρωσικά πυρηνικά όπλα. Πρέπει σε αυτό το σημείο να αναρωτηθούμε αν πρέπει να προσάψουμε στις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ έλλειμμα «ανθρωπισμού» και «αλληλεγγύης» προς την Ουκρανία ή και… υπερβάλλοντα φόβο για τον πυρηνικό πόλεμο˙ και μήπως πρέπει να ζητήσει η Αριστερά (!!!) να ξεπεράσουν αυτούς τους αδικαιολόγητους φόβους τους και να κηρύξουν τον πόλεμο στη Ρωσία παίζοντας την πυρηνική καταστροφή στα ζάρια. 

Μπορούν όλα τα προηγούμενα να υπαχθούν σε ένα σχήμα περί ρωσικού αποικιοκρατικού πολέμου, άδικου μόνο από τη ρωσική πλευρά; Είναι αυτός ο πόλεμος απλώς προέκταση της ρωσικής ιμπεριαλιστικής πολιτικής; Μπορούν να υπαχθούν σε ένα σχήμα σύγκρουσης εθνικισμών, στο πλαίσιο του οποίου ο ισχυρός εθνικισμός που καταπιέζει, ο ρωσικός, αμφισβητεί το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση του καταπιεζόμενου ουκρανικού εθνικισμού; Είναι αυτός ο πόλεμος προέκταση της αντιπαλότητας δύο εθνικισμών; Μόνο κάνοντας μια γιγάντια, στα όρια της πολιτικής τύφλωσης, αφαίρεση όλων των υπόλοιπων «πραγματολογικών στοιχείων» -πλην της ρωσικής εισβολής και των ιμπεριαλιστικών της στόχων- θα μπορούσαμε να καταλήξουμε σε τέτοια συμπεράσματα.  

Κάνοντας μια τέτοια γιγάντια αφαίρεση και αναγνωρίζοντας, αναπόφευκτα, το δικαίωμα της Ουκρανίας να εξοπλιστεί απέναντι στον εισβολέα (και, ύστερα, ποιοι είμαστε εμείς που θα της υποδείξουμε από πού θα βρει τα όπλα και πόσο «βρόμικα» θα διεξαγάγει τον «δίκαιο» πόλεμό της;..), κάνοντας την ουκρανική σημαία σύμβολο πάλης για την ελευθερία και ανεμίζοντάς την σε στάδια και δρόμους, δαφνοστεφανώνοντας τον Ζελένσκι σαν «ήρωα» και μέσω αυτού την ουκρανική ιμπεριαλιστική αστική τάξη που εκπροσωπεί, απομένει να γίνει άλλη παραχώρηση στον δυτικό ιμπεριαλισμό από μια Αριστερά* που κάνει λάθος; Από μια Αριστερά που παραχωρεί περισσότερη συναίνεση κι από αυτήν που οι ιθύνοντες του δυτικού ιμπεριαλισμού θα ήλπιζαν στα πιο τρελά τους όνειρα;   

*Μιλούμε συγκεκριμένα για την Αριστερά που εκτιμά ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι ιμπεριαλιστικός-κατακτητικός-αποικιοκρατικός μόνο από την πλευρά της Ρωσίας («πόλεμος του Πούτιν» ή η πληγή του «ουκρανικού ζητήματος» που άνοιξε ξανά) και επομένως πολιτεύεται και δρα αναλόγως.

+ posts