Και ξαφνικά, έχουμε προεκλογική περίοδο με μαζικό κίνημα στον δρόμο και με διάχυτη αντικυβερνητική – αντισυστημική διάθεση. Πάνε πάρα πολλά χρόνια που έχει να συμβεί αυτό. Δεν συνέβη την προεκλογική περίοδο των εκλογών του Ιανουαρίου 2015, καθώς ο κύκλος των μεγάλων κινηματικών γεγονότων είχε κλείσει και βαδίζαμε προς τις εκλογές με όρους παθητικής προσμονής της νίκης του ΣΥΡΙΖΑ. Συνέβη όμως την προεκλογική περίοδο των διπλών εκλογών Μαΐου – Ιουνίου 2012, όταν οι εκλογές του Μαΐου απείχαν μόλις τρεις μήνες από τη μεγάλη διαδήλωση ενάντια στο δεύτερο μνημόνιο στις 22 Φεβρουαρίου του 2012. Έτσι και τώρα: η μεγάλη, πανεθνική κινητοποίηση και απεργία της Τετάρτης 8 Μαρτίου και η συνέχειά της στις 15 Μαρτίου απέχουν λιγότερο από 3 μήνες από τις επερχόμενες εκλογές (τις πρώτες, σε περίπτωση που υπάρξουν και δεύτερες), ενώ είναι βέβαιο ότι θα υπάρξουν και άλλες, έστω μικρότερης κλίμακας, κινηματικές δράσεις – τουλάχιστον στον “ωφέλιμο χρόνο” μέχρι να προκηρυχτούν οι εκλογές.
Τι σηματοδοτεί αυτό το γεγονός για τις πολιτικές και κοινωνικές διεργασίες και τη συγκυρία; Πριν απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, πρέπει να υπογραμμίσουμε μερικές ακόμη αναλογίες των μαζικών κινητοποιήσεων ύστερα από την τραγωδία στα Τέμπη με τις μεγάλες κινητοποιήσεις ενάντια στα μνημόνια, ιδιαίτερα της διετίας 2010-2012.
- Η μαζικότητα: Η μαζικότητα της κινητοποίησης της 8ης Μαρτίου ήταν σαφώς συγκρίσιμη, ως “τάξη μεγέθους”, των μεγάλων κινητοποιήσεων της περιόδου 2010-2012, ενώ η αντίστοιχη της 15ης Μαρτίου ήταν μια λιγότερο μαζική αλλά “μεγάλη” συνέχειά της.
- Ο πανελλαδικός χαρακτήρας: Μαζικές διαδηλώσεις όχι μόνο στα μεγάλα αστικά κέντρα (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα) αλλά και σε δεκάδες κωμοπόλεις σε όλη την Ελλάδα, μερικές από τις οποίες οι μαζικότερες που έγιναν ποτέ.
- Μαζική συμμετοχή της νεολαίας: Ο κινητοποιήσεις είχαν, έτσι, κάτι από τις πλατείες του 2011, με τη φαντασία, τον αυθορμητισμό και τον παλμό που φέρνει στις μαζικές εκδηλώσεις η νεολαία, όταν είναι ευαισθητοποιημένη και οργισμένη.
- Μαζικές αντικυβερνητικές διαθέσεις: Η κυβέρνηση και το πολιτικό σύστημα δεν δοκιμάζονται, σαφώς, από απονομιμοποίηση και κρίση της έκτασης της περιόδου 2010-2012· ωστόσο, η απονομιμοποίηση της κυβέρνησης είναι διάχυτη και διαπερνά πλέον μια μαζική κοινωνική μειοψηφία, ανάλογη αυτής που συγκροτεί το κοινωνικό μπλοκ που εξακολουθεί να τη στηρίζει – και θα τη στηρίξει και στις εκλογές. Με τη μεγάλη διαφορά, πλέον, ότι αυτή η μαζική κοινωνική μειοψηφία της αντικυβερνητικής δυσαρέσκειας εκφράζεται εξίσου μαζικά στον δρόμο και, κυρίως, έχει πάρει -προσωρινά, αλλά είναι γεγονόςε- την πρωτοβουλία των κινήσεων.
- Μαζικές αντισυστημικές διαθέσεις: Οι αντικυβερνητικές διαθέσεις ελάχιστα αποτυπώνονται ως πολιτική συμπάθεια προς τον ΣΥΡΙΖΑ (και γι’ αυτό δεν δημιουργούν καν αξιόλογο εκλογικό ρεύμα υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ, παρόλο που είναι αυτονόητα η πολιτική “πλατφόρμα” που προβάλλει ως εκλογική επιλογή για να φύγει ο Μητσοτάκης. Αντίθετα, μπαίνει κι αυτός στο κάδρο των ευθυνών για τα μνημονιακά έργα της περιόδου διακυβέρνησής του, για την “ξενέρωτη” μη-αντιπολίτευση που ασκεί στην κυβέρνηση Μητσοτάκη και χαίρει… άκρας αναξιοπιστίας. Επίσης, η Αριστερά, παρότι “συμπαθής”, κυρίως για την κινηματική της συνέπεια, δεν φαίνεται να κερδίζει σε αξιόλογη έκταση την πολιτική συμπάθεια των κινητοποιούμενων. Έτσι, η οργή και οι αντικυβερνητικές διαθέσεις είναι γενικώς αντισυστημικές, με τρόπο διάχυτο αλλά και βαρυνόμενο από πολλές συγχύσεις και αντιφατικά στοιχεία. Πρόκειται για την εκδήλωση της σοβούσας κρίσης πολιτικής εκπροσώπησης ύστερα από τη μνημονιακή εξαλλαγή και πολιτική προδοσία του ΣΥΡΙΖΑ τον Ιούλιο του 2015.
- Η επιστροφή της «συλλογικής ευφυΐας»: Η έκφραση μέσα στα εισαγωγικά δεν είναι παρά το ιδεολογικό αποτύπωμα που, έστω πρόσκαιρα, κυριαρχεί, ένα κράμα ιδεών, μια ιδεολογική συνισταμένη που πρόσκαιρα γίνεται κυρίαρχη. Τόσο, ώστε να αναδεικνύει κοινούς τόπους συναντίληψης για τον κόσμο του κινήματος και να υποχρεώνει κόμματα και ΜΜΕ να την αναπαράγουν εν μέρει ή λεκτικά – έστω και με προφανή στόχο να τη διαστρέψουν. Η δημοκρατία, η ιδιωτικοποίηση και οι συνέπειές της, το «ζούμε από τύχη» και η αίσθηση της νεολαίας ότι «μας σκοτώνουν», η αίσθηση των μεγαλύτερων ηλικιών ότι «σ’ αυτή τη χώρα τα παιδιά μας δεν έχουν ζωή» (μεταφορικά, αλλά εν προκειμένω και κυριολεκτικά), η αίσθηση ότι «πρέπει να ψαχτούμε» (με τη γλώσσα της νεολαίας) τι και πώς πρέπει να γίνει για να ξεφύγουμε από τη ζοφερή μας μοίρα, που σε μια αξιόλογη μαζική μειοψηφία δημιουργεί διαθεσιμότητες για προβληματισμό και για μια συζήτηση εν τέλει προγραμματική, η ανυποληψία και ο μαζικός χλευασμός των ΜΜΕ στα κοινωνικά δίκτυα κ.λπ. Αν το καλοσκεφτούμε, αυτή η επιστροφή της «συλλογικής ευφυΐας» και τα συστατικά της παραπέμπουν στις μνήμες της περιόδου 2010-2015, αποδεικνύοντας πως ό,τι σκέπασε η ήττα του 2015 δεν χάθηκε ούτε οριστικά ούτε ολοσχερώς.
Κίνημα διαμαρτυρίας και Αριστερά της διαμαρτυρίας
Τούτων δοθέντων, στην Αριστερά, στερημένοι για μεγάλο διάστημα της αναζωγονητικής δύναμης του παράγοντα μαζικό κίνημα, είναι εύκολο να πιστέψουμε ότι ανοίγεται μπροστά μας η λεωφόρος της μαζικής κινηματικής ανάτασης. Μακριά από μια τέτοια “γκραντιόζα” προσδοκία, θα πρέπει λοιπόν να μιλήσουμε τώρα για τα “αλλά”: για ό,τι δεν συνιστά αναλογία αλλά διαφορά.
- Τότε, το υπόβαθρο της μαζικής κινητοποίησης ήταν μια δομική κρίση του ελληνικού καπιταλισμού και η μνημονιακή της θεραπεία, που με τρόπο άμεσο και ακαριαίο διέκοπτε μια μακρά περίοδο κοινωνικής διαπραγμάτευσης και έκανε την πολιτική ανατροπή το μόνο αποτελεσματικό πολιτικό σχέδιο για την αντιμετώπιση των μνημονίων. Στο πλαίσιο αυτό, ίσχυσε (με τρόπους που απαιτούν πολλούς επιπλέον προσδιορισμούς, αλλά δεν είναι αυτό το κείμενο ο χώρος για να πραγματευτούμε) το «οι από πάνω δεν μπορούν να κυβερνούν όπως πριν, οι από κάτω δεν θέλουν να κυβερνώνται όπως πριν». Το κίνημα του 2010-2012 ενσωμάτωνε τη διακύβευση μιας πολιτικής ανατροπής, που σε κείνες τις συνθήκες θα ήταν μόνο το προοίμιο για βαθιές κοινωνικές και πολιτικές ανατροπές. Σήμερα, η συγκυρία δεν διέπεται από τη διακύβευση της πολιτικής ανατροπής (η πιθανή πολιτική ήττα του Μητσοτάκη δεν συνιστά πολιτική ανατροπή με αυτή την έννοια) και επίσης δεν υπάρχει πολιτική εναλλακτική. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι -και δεν αντιμετωπίζεται- ως πολιτική εναλλακτική, αλλά σαν η μόνη διαθέσιμη και άρα πολιτικά αποτελεσματική πλατφόρμα για την εκλογική ήττα του Μητσοτάκη, και μάλιστα από ένα μόνο τμήμα της μαζικής δυσαρέσκειας και του κινήματος.
- Ανάμεσα στο τότε και το τώρα παρεμβάλλεται η πολιτική ήττα του 2015, της οποίας οι καθοριστικές και αργόσυρτες συνέπειες εκτείνονται χρονικά μέχρι και σήμερα. Το αστικό πολιτικό σύστημα έχει σταθεροποιηθεί, η δομική κρίση του ελληνικού καπιταλισμού έχει αντιμετωπιστεί από την αστική τάξη και τους διεθνείς συμμάχους της και “προστάτες” (οι τράπεζες ξεφορτώθηκαν κάτι λιγότερο από 100 δις. ευρώ προβληματικό ενεργητικό -”κόκκινα” δάνεια με το σχέδιο “Ηρακλής”, το υπερβολικό δημόσιο χρέος είναι “βιώσιμο”, δηλαδή διαχειρίσιμο με όρους διεθνούς επιτήρησης αλλά και διεθνών εγγυήσεων, οι ρυθμοί ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού επανήλθαν σε θετικό έδαφος, τα δε κοινωνικά, ιδεολογικά και πολιτικά αποτυπώματα της ήττας ήταν και εξακολουθούν να είναι σοβαρά (και όχι μόνο για το κίνημα και την Αριστερά). Τα νεοφιλελεύθερα ιδεολογικά στερεότυπα κυριαρχούν και “εμπνέουν” τη στάση ζωής και την καθημερινή πρακτική της κοινωνικής πλειοψηφίας και δημιουργούν “χώρο” μέσα στον οποίο μεγαλώνει η εμβέλεια συντηρητικών, ακροδεξιών ή και φασιστικών ιδεών.
- Η βασική πολιτική συνέπεια της ήττας του 2015 είναι ότι κανείς δεν τολμά να ανοίξει, πολιτικά και προγραμματικά, το ζήτημα της πολιτικής ανατροπής, δηλαδή της ανατροπής του “μετα”-μνημονιακού καθεστώτος ακραίας εκμετάλλευσης της εργασίας και μακροχρόνιας διεθνούς επιτήρησης της ελληνικής χρεοκοπίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει διαγράψει, με τρόπο ολοσχερή και εντυπωσιακό, από τον αντιπολιτευτικό του λόγο οποιαδήποτε αμφισβήτηση των διεθνών “εγγυήσεων” και της ντε φάκτο επιτήρησης της ελληνικής χρεοκοπίας, που ισοδυναμεί με επ’ αόριστον επιβολή δημοσιονομικής λιτότητας μέχρι το 2060 (πρωτογενή πλεονάσματα στο ύψος των ετήσιων δαπανών για τόκους). Τα ίδια ισχύουν για όλους τους καταναγκασμούς που εκπορεύονται από το θεσμικό πλαίσιο της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης, περιλαμβανομένων των δικών του κυβερνητικών πεπραγμένων στο πλαίσιο αυτών των καταναγκασμών. Είναι, ανεπίστρεπτα, κόμμα των “μετα”μνημονιακών εγγυήσεων και των καθεστωτικών πλαισίων. Το ΚΚΕ, που συμμετείχε στις κινητοποιήσεις της περιόδου του αντιμνημονιακού αγώνα αλλά απείχε από τις πολιτικές του διακυβεύσεις, κάνει εξακολουθητικά ακριβώς το ίδιο σε κάθε περίπτωση που εμφανίζεται σοβαρή πολιτική διακύβευση. Έτσι και τώρα: Αρνείται να αρπάξει την ευκαιρία και να θέσει με τη μορφή βασικής πολιτικής αιχμής το ζήτημα που τίθεται από τα πράγματα (την κρατικοποίηση χωρίς αποζημίωση των σιδηροδρόμων) και να διευρύνει την παρέμβαση ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις και υπέρ των κρατικοποιήσεων υπό εργατικό και κοινωνικό έλεγχο των άμεσα κοινωνικού χαρακτήρα τομέων της οικονομίας (υγεία, παιδεία, εκπαίδευση, ύδρευση, μεταφορές), που θα μετέτρεπε την ανιαρή προεκλογική περίοδο σε μια προγραμματική μάχη στο έδαφος των ιδεών της Αριστεράς. Η κριτική του ΚΚΕ στις ιδιωτικοποιήσεις δεν μετατρέπεται σε παρέμβαση στην πολιτική διακύβευση της στιγμής, αλλά για μία ακόμη φορά σε άλλοθι για πολιτική αποχή από τη διακύβευση της συγκυρίας με τη γνωστή μέθοδο της φυγής στην αφηρημένη κριτική του καπιταλισμού (αναφορές στα “κέρδη” γενικώς) και των κομμουνιστικών αξιών. Και όχι μόνο προγραμματικά ή πολιτικά, αλλά και κινηματικά: η συμπεριφορά του στις διεργασίες στους εργατικούς χώρους και στα συνδικάτα βάζει εμπόδια σε οποιοδήποτε σχέδιο άμεσης συνέχειας των κινητοποιήσεων – «επόμενος σταθμός η Πρωτομαγιά», για να επαναληφθεί η παράταξη των κομματικών δυνάμεων στον δρόμο με όλα τους τα σύμβολα. Το ΜΕΡΑ25 χάνει επίσης αυτή την ευκαιρία, λέγοντάς μας τι θα έπρεπε να είχε γίνει αντί για την ιδιωτικοποίηση του ΟΣΕ, αλλά όχι τι πρέπει τώρα να γίνει: «Τι θα μπορούσε να έχει γίνει αντί για την εγκληματική ιδιωτικοποίηση του ΟΣΕ; Μια τέτοια επένδυση μπορούσε να γίνει, διατηρώντας τόσο το “ενιαίο” του ΟΣΕ όσο και τον δημόσιο χαρακτήρα του, με συμφωνία ανάλογη της κινεζικής κυβέρνησης με την ιαπωνική Kawasaki που οδήγησε στην κατασκευή της υπερσύγχρονης γραμμής Πεκίνου-Σανγκάη– το πρώτο βήμα πριν κατασκευαστεί το πιο εντυπωσιακό δημόσιο σύστημα σιδηροδρόμων, μήκους 25 χιλιάδων χιλιομέτρων, στον κόσμο». Η πολιτική στάση του ΜΕΡΑ25 είναι επίσης στάση αποχής από την πραγματική πολιτική διακύβευση της συγκυρίας: αξιοποίηση της τραγωδίας για αντικυβερνητική προπαγάνδα, λόγος ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις που έγιναν ή αυτές που προετοιμάζονται (νερό), αλλά όχι σχέδιο και παρέμβαση για να ανοίξει μια μεγάλη προγραμματική συζήτηση -και να δώσει τον τόνο στην προεκλογική περίοδο- με κέντρο το αίτημα για κρατικοποίηση χωρίς αποζημίωση των σιδηροδρόμων και των τομέων που παρέχουν κοινωνικού χαρακτήρα υπηρεσίες. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν απέφυγε κι αυτή το λάθος να περιοριστεί στον αφηρημένο, επικό αντικαπιταλισμό. Σε ανακοίνωσή της καταλήγει της 24ης Μαρτίου καταλήγει: «Σε όλη την Ευρώπη, η οικονομική κρίση τους (που ήδη γνωρίζει νέους σπασμούς) αλλά και ο πόλεμός τους, σημαίνουν νέες επιθέσεις στην εργατική τάξη αλλά πυροδοτεί και νέους εργατικούς αγώνες και νέες εξεγέρσεις. Το μήνυμα από τη Γαλλία είναι ότι μπορούμε να τους κάνουμε να τρέμουν έναν νέο Μάη του 68 και όπως και τότε έτσι και τώρα να μαζικοποιήσουμε τις ανατρεπτικές δυνάμεις της αριστεράς που μπορούν να πάνε αυτή την εξέγερση μέχρι τέλους. Να συνεχίσουμε κι εδώ και στην Γαλλία και παντού για να ανατραπούν με την δύναμη των αγώνων οι αντιλαϊκές κυβερνήσεις και όλο το αστικό πολιτικό σύστημα, να ανοίξει ο δρόμος για την επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας, για μια κοινωνία που μας αξίζει.» Είναι κι αυτός ένας τρόπος να απέχεις από τις διακυβεύσεις της συγκυρίας: με κάθε αφορμή και σε κάθε συγκυρία, να προπαγανδίζεις την αντικαπιταλιστική ανατροπή παντού.
Έχουμε λοιπόν μια Αριστερά της αφηρημένης προπαγάνδας, της επίκλησης ανατρεπτικών αξιών που παραπέμπουν στο ιστορικό επέκεινα, της αποκάλυψης των αιτιών για ό,τι συμβαίνει και της αξιοποίησης των γεγονότων για να προσποριστεί εκλογικό όφελος· δεν έχουμε όμως μια αριστερά που να προτείνει τι πρέπει να γίνει τώρα, που να αξιοποιεί έτσι τη δύναμη των γεγονότων για να δώσει προγραμματικές και πολιτικές μάχες, που να απαντάει στο ερώτημα ποιος και υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί να υλοποιήσει αυτό που πρέπει να γίνει. Με λίγα λόγια, έχουμε μια αριστερά της πολιτικής διαμαρτυρίας στο τώρα και της ανατροπής όχι στον τωρινό πολιτικό χρόνο αλλά στον ιστορικό χρόνο. Μια αριστερά που, ως τέτοια, δεν συμβάλλει στο να ξεπεραστεί ο χαρακτήρας του κινήματος ως κινήματος διαμαρτυρίας, αλλά, αντίθετα, συμβάλλει στην “επιβεβαίωση” αυτού του του χαρακτήρα. Μια αριστερά της πολιτικής διαμαρτυρίας.
Ο σοσιαλισμός είναι ένα σχέδιο μετάβασης, που εμπνέεται από μια μεταβατική πολιτική στρατηγική. Χωρίς το μεταβατικό στοιχείο, είναι απλώς συνδυασμός κινηματικής διαθεσιμότητας στο σήμερα και παθητικής διακήρυξης αρχών που αναφέρονται σε ένα ιστορικό επέκεινα. Είναι η ντε φάκτο άρνηση να αρπάξεις τις ευκαιρίες και να ηγηθείς στις ανατροπές που είναι κάθε φορά ώριμες, δηλαδή που ένας συνδυασμός γεγονότων τις μετατρέπει σε πραγματικές διακυβεύσεις της συγκυρίας. Είναι στάση πολιτικής αποχής από τις διακυβεύσεις. Από αυτή την άποψη, σύμπασα η Αριστερά αποδεικνύει με την πολιτική της στάση στο ζήτημα της τραγωδίας των Τεμπών ότι κανένα ουσιαστικό δίδαγμα από την εμπειρία 2010-2015 δεν εξήγαγε και ότι έτοιμη να επαναλάβει, με πανομοιότυπο τρόπο, τα ίδια λάθη. Έτσι όμως, η Αριστερά δεν μπορεί να αναδειχθεί σε λύση στο πρόβλημα της πολιτικής εκπροσώπησης των διαθέσεων της εργατικής τάξης και της νεολαίας· απλώς επιβεβαιώνει το πολιτικό της προφίλ, ως δύναμης/δυνάμεων που είναι συμπαθητικές για την αγωνιστική τους διαθεσιμότητα, αλλά ακατάλληλες να έχουν συγκεκριμένο σχέδιο και να ηγηθούν στις κάθε φορά ώριμες πολιτικές μάχες και ανατροπές.
Ο πολιτικός “κύκλος” της ήττας του 2015 κλείνει
Έχοντας μιλήσει για τις αναλογίες αλλά και τις διαφορές με την περίοδο 2010-2012, μπορούμε και πρέπει να θέσουμε το ερώτημα: ο πολιτικός “κύκλος” που άνοιξε με την ήττα του 2015 διαρκεί ή κλείνει; Το μαζικό κίνημα που ξέσπασε ύστερα από την τραγωδία στα Τέμπη και όσα αποκάλυψε ή προκάλεσε, σηματοδοτούν την είσοδο σε μια νέα περίοδο, σε έναν νέο πολιτικό “κύκλο”; Η απάντηση είναι καταρχήν ναι. Όμως αυτό το ναι δεν είναι μονοσήμαντο αλλά αλγεβρικό.
Ναι, κυρίως γιατί αλλάζει μια βασική ορίζουσα της περιόδου της ήττας: η έλλειψη διαθεσιμότητας για μαζική κινητοποίηση. Το μαζικό “κίνημα των Τεμπών” κλείνει μια περίοδο κινηματικής “κατάθλιψης” και χαμηλών πτήσεων του κινήματος και αυτό έχει μια σειρά θετικές παρενέργειες, πολιτικές και ιδεολογικές:
- Το “συγκεντρωτικό” πολιτικό αποτέλεσμα της ήττας του 2015 σε επίπεδο κυβερνητικής και κρατικής διαχείρισης ήταν η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Μια κυβέρνηση με “λυμένα τα χέρια” για να υλοποιήσει πολιτικές με σαρωτικό και ακραία ρεβανσιστικό χαρακτήρα. Για 3,5 χρόνια είχε εμπεδωθεί η αίσθηση ότι η Δεξιά -και μάλιστα μια τέτοια Δεξιά- παίζει χωρίς αντίπαλο. Αυτή η υπέροχη για την αστική τάξη και μοναδική στον τελευταίο σχεδόν μισό αιώνα πολιτική συνθήκη τώρα τραυματίζεται σοβαρά. Όποια κυβέρνηση και αν προκύψει από τις εκλογές, θα είναι λιγότερο ή περισσότερο αδύναμη σε σχέση με την κυβέρνηση Μητσοτάκη, δεν θα διαθέτει αυτό το απόλυτο πλεονέκτημά της.
- Η ίδια η ενοποίηση του μπλοκ της Δεξιάς υπό τον Μητσοτάκη δεν θα είναι εξίσου λειτουργική όπως μέχρι τώρα και φυγόκεντρες τάσεις θα αναπτυχθούν.
- Η ηγεμονία των νεοφιλελεύθερων ιδεών και η συστηματική δεξιά μετατόπιση του ιδεολογικού άξονα, τώρα παύει να είναι αδιατάρακτη. Οι ιδιωτικοποιήσεις παύουν να είναι ελκυστικές ή αποδεκτές από την πλειονότητα της κοινής γνώμης, ενώ το κίνημα της νεολαίας (με σημαντική εδώ τη συμβολή του κινήματος των νέων καλλιτεχνών) γίνεται εργαστήρι αντίπαλων ιδεών, έστω και συγχυσμένων και αντιφατικών.
Τέτοιες μετατοπίσεις δεν ήταν ασφαλώς το ακαριαίο και αυτόματο αποτέλεσμα του “κινήματος των Τεμπών”, αλλά ωρίμαζαν μέσα από τις υπόγειες διαδρομές των αναγκών, της δυσαρέσκειας και της οργής και γονιμοποιήθηκαν από μικρού και μεσαίου βεληνεκούς αντιστάσεις και μάχες την τεκλευταία διετία. Ωστόσο, ήταν το κίνημα των Τεμπών που τις ανέδειξε και τους έδωσε χώρο, δυναμική και μαζική (με όρους μαζικής κοινωνικής μειοψηφίας) κοινωνική επικύρωση.
Η απάντηση στο ερώτημα αν κλείνει ο πολιτικός κύκλος της ήττας του 2015 είναι επίσης ναι, για έναν ακόμη σημαντικό λόγο: για το γεγονός ότι η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ ενάντια στις δυνάμεις της Αριστεράς στη μάχη της ηγεσίας στο αντιμνημονιακό κίνημα την περίοδο 2010-2015 χάνει τώρα τη δυναμική της. Για να εξηγήσουμε τι εννοούμε εδώ, πρέπει να αναφερθούμε επιγραμματικά σε αυτή τη νίκη της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ ενάντια στην εντός και εκτός ΣΥΡΙΖΑ αριστερά. Η αναγνώριση του ΣΥΡΙΖΑ ως πολιτικού εκφραστή και ηγεσίας του αντιμνημονιακού ρεύματος συντελέστηκε στα τέλη της διετίας 2010-2012 και επικυρώθηκε με τη μαζική στροφή της αντιμνημονιακής ψήφου στον ΣΥΡΙΖΑ στις διπλές εκλογές του 2012. Δεν χαρίστηκε στον ΣΥΡΙΖΑ, δεν ήταν κάποιου είδους προδιαγεγραμμένη και αναπόφευκτη εξέλιξη, αλλά κερδήθηκε απ’ αυτόν εξαιτίας των μεγάλων λαθών όλων ανεξαιρέτως των δυνάμεων της Αριστεράς, εκτός αλλά και εντός ΣΥΡΙΖΑ. Τον Ιούλιο του 2015, με τη μνημονιακή στροφή και προδοσία της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, συντελέστηκε μια διπλή ήττα: Αφενός, ήττα του μνημονιακά μεταλλαγμένου ΣΥΡΙΖΑ από την ελληνική αστική τάξη και το διεθνές σύστημα· αφετέρου, ήττα όλων των ρευμάτων της Αριστεράς, εκτός αλλά και εντός ΣΥΡΙΖΑ, από την ηγεσία Τσίπρα. Μόνο ο διπλός χαρακτήρας της ήττας μπορεί να εξηγήσει γιατί, παρά την μνημονιακή “κωλοτούμπα”, ο ΣΥΡΙΖΑ ξανακέρδισε τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 ενώ η Αριστερά ούτε επιβραβεύτηκε εκλογικά ούτε επωφελήθηκε με κάποιον τρόπο πολιτικά, αλλά αποτέλεσε μέρος του προβλήματος της ήττας και μετά το 2015 και μέχρι σήμερα.
Η εκτός ΣΥΡΙΖΑ Αριστερά έχασε από τον ΣΥΡΙΖΑ τη μάχη της ηγεσίας στο αντιμνημονιακό ρεύμα το 2012 και το σύνολο της Αριστεράς, εντός και εκτός ΣΥΡΙΖΑ, ηττήθηκε από την ηγεσία Τσίπρα τον Ιούλιο του 2015 εξαιτίας ενός κοινού λάθους παρά τις διαφορετικές τακτικές επιλογές: εξαιτίας της ανυπαρξίας απάντησης στο “ζήτημα της εξουσίας” με όρους μεταβατικής πολιτικής και στρατηγικής. Οι εκτός ΣΥΡΙΖΑ δυνάμεις της Αριστεράς επειδή δεν αποπειράθηκαν καν να δώσουν μια τέτοια απάντηση· η εντός ΣΥΡΙΖΑ αριστερά γιατί έδωσε μια ρεφορμιστική απάντηση ή ηγεμονεύτηκε απ’ αυτήν.
Οι συνέπειες αυτής της ήττας ήταν αργόσυρτες και καθήλωσαν τις δυνάμεις της Αριστεράς μέχρι και σήμερα. Όμως, τα κεκτημένα της πολιτικής εκπροσώπησης από τον ΣΥΡΙΖΑ του εργατολαϊκού κορμού έχουν εκμετρήσει το ζην. Περισσότερο και από τη μνημονιακή του θητεία στο διάστημα από τον Ιούλιο του 2015 ως τις εκλογές του 2019, αυτό που τον έκανε ακατάλληλο σαν ηγεσία σε οποιονδήποτε αγώνα (τον οποίο εξάλλου καθιστά με όλους τους τρόπους σαφές πως ούτε επιδιώκει ούτε θέλει) είναι η (μη) αντιπολίτευση που (δεν) άσκησε στην κυβέρνηση Μητσοτάκη από τον Ιούλιο του 2019 μέχρι και σήμερα. Η τωρινή του στάση στο ζήτημα της τραγωδίας των Τεμπών επιβεβαιώνει τη συστηματική του μετατόπιση προς τα δεξιά, σε μια διαδικασία διαρκούς σοσιαλδημοκρατικοποίησης και αστικοποίησης. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πλέον μια εναλλακτική εκλογική “πλατφόρμα” που θα ψηφιστεί μαζικά (σε ποια έκταση, θα το δείξουν τα αποτελέσματα των εκλογών) για να φύγει ο Μητσοτάκης: «Ψηφίζουμε τον ψεύτη και αναξιόπιστο για να φύγει το κάθαρμα»! Τα όποια στοιχεία ρεφορμιστικής εκπροσώπησης που διατηρούνται, είναι σε διαρκή αποδυνάμωση, στις δε επερχόμενες εκλογές και ύστερα από αυτές, με την πιθανή εμπλοκή του ΣΥΡΙΖΑ σε κυβερνητικά παιχνίδια ή με την αποτυχία του να το καταφέρει, θα πάψει να υπάρχει και αυτού του είδους η χρησιμότητα.
Το πολιτικό κενό όμως χάσκει και βοά. Και αν δεν καλυφθεί, οι κινηματικές εξάρσεις, ακόμη και όταν είναι σημαντικές ή και μεγαλειώδεις, δεν αρκούν – το αδιέξοδο παραμονεύει. Η νέα, μαζική κινηματική διαθεσιμότητα, η εμφάνιση στο προσκήνιο μιας νεολαίας που το 2015 ήταν σε πολύ μικρή ηλικία για να κυριευτεί επί μακρόν από το πένθος της ήττας, οι πολλαπλές αναζωογονητικές “παρενέργειες” αυτών, είναι καταδικασμένες να παραφθαρούν ή και να υποκύψουν στην ιδεολογική σύγχυση και τις συνέπειες του κενού αριστερής πολιτικής εκπροσώπησης, αν αυτό δεν καλυφθεί ή, έστω, δεν αρχίσει να καλύπτεται.
Έτσι, ο πολιτικός κύκλος του 2015 κλείνει, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ανοίγει η λεωφόρος των μεγάλων επιτυχιών. Το μεγάλο στοίχημα της επόμενης περιόδου, από το οποίο θα κριθούν όλα, είναι τούτο: αν θα εκκινήσουν και θα ευοδωθούν οι διαδικασίες για τη συγκρότηση μαζικής αντικαπιταλιστικής-επαναστατικής αριστεράς, ικανής να επαναφέρει σαν πολιτική διακύβευση το ζήτημα της πολιτικής ανατροπής του “μετα”μνημονιακού καθεστώτος ακραίας εκμετάλλευσης της εργασίας, κοινοβουλευτικής απολυταρχίας και καταστολής, με αντικαπιταλιστική-επαναστατική στρατηγική, αλλά και ικανής ταυτόχρονα να απαντάει με μεταβατική πολιτική αντίληψη και τακτική στις διακυβεύσεις της συγκυρίας και να μην απέχει απ’ αυτές.