Σεραφείμ Σεφεριάδης: Λαϊκισμός, Δημοκρατία, Αριστερά. Η πρόκληση της Μεθόδου. Μέρος ΙΙ

Σεραφείμ Σεφεριάδης: Λαϊκισμός, Δημοκρατία, Αριστερά.     Η πρόκληση της Μεθόδου. Μέρος ΙΙ

 

 

 

 

 

Η «συμπεριληπτικότητα» διαφέρει ως προς την «πολυσυλλεκτικότητα», διότι η πρώτη συγκροτεί σε σώμα διαφορετικές αφετηρίες και ιδιαίτερες ευαισθησίες, ενώ η δεύτερη απλώς τις αθροίζει. Η πρώτη χαρακτηρίζεται από σαφώς διατυπωμένη ταξική μονομέρεια, ενώ η δεύτερη προσφέρει «υπηρεσίες» σε ένα πλήθος ειδικών συμφερόντων που παραμένουν ετερόκλητα και συχνά αντιφατικά, με αποτέλεσμα η «υπηρεσία» στη μια ομάδα ειδικών συμφερόντων να υπονομεύει την «υπηρεσία» στην άλλη. Εν ολίγοις, στην «πολυσυλλεκτικότητα» το στίγμα της καθολικότητας ασθμαίνει, με αποτέλεσμα η πολιτική να διολισθαίνει στη διαχείριση.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η πρόσφατη ελληνική ιστορία ρίχνει φως στη φθίνουσα πορεία της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, ιδιαίτερα σε χώρες όπως η Γαλλία, η Γερμανία και η Μ. Βρετανία. Αν η ψήφος σημαίνει αλλαγή κυβέρνησης χωρίς εναλλακτική πολιτική ,γιατί ο ψηφοφόρος του κόμματος των εργαζομένων να κάνει τον κόπο να ψηφίσει; Να γιατί το ποσοστό αποχής είναι κατά κανόνα ψηλότερο στις εργατικές πόλεις και συνοικίες.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Όταν η ταξική αντιπαράθεση και πάλη υποταχθεί στις επιταγές του εμπορευματικού παγκοσμιοποιημένου φονταμενταλισμού, οι ιδεολογικές αντιπαραθέσεις και η ίδια η γλώσσα αλλοιώνονται για να χωρέσουν στο σκηνικό της ΤΙΝΑ. Ο μισθωτός εργάτης μετατρέπεται σε «απλό άνθρωπο», η ταξική πάλη σε «εθνικό διχασμό», ο καπιταλισμός σε «οικονομία της ελεύθερης αγοράς», η αντίσταση σε «λαϊκισμό» και, εν τέλει, η καγκελάριος Μέρκελ σε προσγειωμένη και ορθολογίστρια πολιτικό με την οποία ο κάθε αριστερός ηγέτης μπορεί να συναγελάζεται και να την αποκαλεί Άνγκελα.

εκδόσεις Τόπος, Αθήνα, 2021.

Δεύτερο μέρος

Στο δεύτερο -και εξίσου ενδιαφέρον- μέρος του βιβλίου του, ο Σεραφείμ Σεφεριάδης καταπιάνεται με το θεωρητικό μοντέλο του κόμματος καρτέλ, για να το αποδομήσει με τον ίδιο συστηματικό και εναργή τρόπο όπως και τις «λαϊκιστικές σπουδές» στο πρώτο μέρος του βιβλίου.

Η εκρηκτική εκλογική άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ μέχρι την κατάληψη της κυβερνητικής εξουσίας, όπως και η ταχεία διαδικασία καρτελοποίησής του, ιδιαίτερα μετά την συνθηκολόγησή του το καλοκαίρι του 2015, αποτελούν μια αδιαμφισβήτητη εμπειρική διάψευση της θεωρίας του κόμματος καρτέλ.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, από το 2004 που ιδρύθηκε επίσημα μέχρι και την εκλογική νίκη του 2015 που του επέτρεψε να σχηματίσει κυβέρνηση, έκανε ακριβώς το αντίθετο από αυτό που οι θεωρητικοί του κόμματος καρτέλ, ιδιαίτερα οι Richard Katz και Peter Mair, θεώρησαν αναγκαία προϋπόθεση για τη δημιουργία και συντήρηση ενός μαζικού κόμματος.

Ο ΣΥΡΙΖΑ μαζικοποιήθηκε σε μια περίοδο κατά την οποία δεν έδινε καθόλου την εικόνα ότι λειτουργεί σαν πολυσυλλεκτικό κόμμα προώθησης ειδικών κοινωνικών συμφερόντων, αλλά σαν συμπεριληπτικό πολιτικό υποκείμενο που εξέφραζε μονομερή ταξικά συμφέροντα και επιδιώξεις. Η «συμπεριληπτικότητα» διαφέρει ως προς την «πολυσυλλεκτικότητα», διότι η πρώτη συγκροτεί σε σώμα διαφορετικές αφετηρίες και ιδιαίτερες ευαισθησίες, ενώ η δεύτερη απλώς τις αθροίζει. Η πρώτη χαρακτηρίζεται από σαφώς διατυπωμένη ταξική μονομέρεια, ενώ η δεύτερη προσφέρει «υπηρεσίες» σε ένα πλήθος ειδικών συμφερόντων που παραμένουν ετερόκλητα και συχνά αντιφατικά, με αποτέλεσμα η «υπηρεσία» στη μια ομάδα ειδικών συμφερόντων να υπονομεύει την «υπηρεσία» στην άλλη. Εν ολίγοις, στην «πολυσυλλεκτικότητα» το στίγμα της καθολικότητας ασθμαίνει, με αποτέλεσμα η πολιτική να διολισθαίνει στη διαχείριση. Η «συμπεριληπτικότητα» δεν καταργεί τις ομάδες «ειδικών συμφερόντων». Η καθολικότητα, όμως, είναι η έκφρασή της ταυτότητάς τους παρά τις διαφορές τους. Είναι δηλαδή το πολιτικό νήμα που τις συγκροτεί σε υποκείμενο. 

Ο ΣΥΡΙΖΑ μαζικοποιήθηκε επειδή διατύπωσε ριζοσπαστικό λόγο ικανό να συμπεριλάβει το κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης, το κίνημα του «πρεκαριάτου» που κορυφώθηκε το 2008, το γυναικείο κίνημα, το απεργιακό κύμα του οργανωμένου εργατικού κινήματος, το κίνημα κατά των μνημονίων και των αγανακτισμένων της κάτω πλατείας. Μαζικοποιήθηκε επειδή έδωσε την εντύπωση ότι υιοθετεί πολιτική και πρακτικές που οδηγούν σε εναλλακτική απάντηση στην κρίση πέραν των ορίων που θα μπορούσαν να ανεχτούν οι θεσμοί και η άρχουσα τάξη.

Η συνθηκολόγηση άνευ όρων το καλοκαίρι του 2015 και η συνεπακόλουθη καρτελοποίησή του είχαν αποτέλεσμα μια πορεία συρρίκνωσης της εκλογικής βάσης του ΣΥΡΙΖΑ, ιδιαίτερα όταν την μετρά κανείς σε ψήφους και όχι σε ποσοστά (λόγω της μεγάλης αύξησης της αποχής).

Η πρόσφατη ελληνική ιστορία ρίχνει φως στη φθίνουσα πορεία της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, ιδιαίτερα σε χώρες όπως η Γαλλία, η Γερμανία και η Μ. Βρετανία. Αν η ψήφος σημαίνει αλλαγή κυβέρνησης χωρίς εναλλακτική πολιτική ,γιατί ο ψηφοφόρος του κόμματος των εργαζομένων να κάνει τον κόπο να ψηφίσει; Να γιατί το ποσοστό αποχής είναι κατά κανόνα ψηλότερο στις εργατικές πόλεις και συνοικίες.

Η πρόσφατη ελληνική ιστορία δεν αφήνει πολλά περιθώρια επιβίωσης της θεωρητικής ερμηνείας του κόμματος καρτέλ, τουλάχιστον όπως αυτή διατυπώνεται  από τους κύριους εκφραστές της. Ο Σεφεριάδης αποδομεί την κάθε ρητή ή υπόρρητη παραδοχή της.

Σύμφωνα με το μοντέλο του κόμματος καρτέλ, η ανάγκη για αλληλεγγύη και μαζικό κόμμα υποχωρεί λόγω του κράτους πρόνοιας. Ωστόσο, τα γεγονότα του Μάη του 1968 εκτυλίχθηκαν όταν το κράτος πρόνοιας ήταν ακόμη στο απόγειό του, πράγμα που δείχνει ότι παρά το κράτος πρόνοιας έμεναν πολλά ακόμη να γίνουν. Πέραν τούτου, το κράτος πρόνοιας αποδομείται μεθοδικά τα τελευταία 40 χρόνια και σε πολλές χώρες δεν έμεινε πια παρά μια μακρινή ανάμνησή του. Οι εισοδηματικές και κοινωνικές ανισότητες ποτέ δεν ήταν τόσο ακραίες όσο σήμερα.

Σύμφωνα με το μοντέλο, στο παρελθόν τα μαζικά κόμματα της Αριστεράς στρατολογούσαν τα μέλη τους και αντλούσαν υποστήριξη από μια αδιαφοροποίητη λαϊκή «κοινότητα», η οποία δεν υπάρχει πια. Με άλλα λόγια, η σύγχρονη υποχώρηση της πολιτικής προς όφελος της διαχείρισης αντανακλά μια κοινωνική αλλαγή. Αυτή η αντίληψη, ωστόσο, είναι βαθιά ανιστόρητη. Ούτε η άρχουσα αστική τάξη ούτε η υποτελής εργατική τάξη υπήρξαν ποτέ λίγο ή πολύ συνειδητά πολιτικά υποκείμενα που παρήγαγε κάποιος «αυθόρμητος» κοινωνικός εξελικτισμός. Όπως και το εθνικό κράτος, υπήρξαν πολιτικές «κατασκευές» και όχι μηχανικές αντανακλάσεις μιας κοινωνικής πραγματικότητας. Η σχέση του πολιτικού με το κοινωνικό είναι σχέση αμφίδρομη και όχι μονόδρομη. Το πολιτικό δεν αντανακλά το κοινωνικό σαν πιστός καθρέφτης, αλλά κατατείνει να το συμπυκνώσει με τρόπο συμβολικό, σύνθετο και ετεροχρονισμένο. Το πολιτικό είναι τα όνειρα και οι εφιάλτες της κοινωνικής πραγματικότητας που επιδρούν στην τελευταία και επηρεάζουν την εξέλιξή της. Εν ολίγοις, αν η πολιτική συνείδηση υποχωρεί και το υποκείμενο αποσυγκροτείται, οι αιτίες αυτής της εξέλιξης δεν προκύπτουν από την κοινωνική πραγματικότητα, αλλά πρέπει να αναζητηθούν στο ίδιο το πεδίο της πολιτικής.

Βάσει του μοντέλου, στο βαθμό που τα κόμματα επιχειρούν να εκπροσωπήσουν ομάδες ειδικών συμφερόντων με τρόπο αθροιστικό, και συνεπώς υποχωρούν προγραμματικά ευθύς εξαρχής για να τις συμβιβάσουν φαινομενικά, όταν ασκούν την κυβερνητική εξουσία ωθούνται σε μια ακόμη πιο έντονη τροχιά προσαρμογής. Ωστόσο, στην περίπτωση της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ που είναι εμβληματική, αυτή η τροχιά προσαρμογής δεν προέκυψε από κάποιες φυγόκεντρες τάσεις στο κόμμα ενόψει της πιθανότητας ή της προοπτικής ρήξης με τους θεσμούς κατά την περίοδο του δημοψηφίσματος, αλλά από την υιοθέτηση του δόγματος ΤΙΝΑ από τον πρωθυπουργό και κάποιους στενούς συνεργάτες του. Αντίθετα, μετά από τον θρίαμβο του 61,3% του Όχι στο δημοψήφισμα, οι φυγόκεντρες τάσεις στο κόμμα προέκυψαν από το ίδιο το δόγμα ΤΙΝΑ και την συνεπακόλουθη «κωλοτούμπα».

Για να διατυπώσουμε πιο απλά το όλο σκεπτικό, σύμφωνα με το μοντέλο του κόμματος καρτέλ, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα όφειλε να συνθηκολογήσει επειδή η πιθανότητα ή η προοπτική ρήξης θα τις αποστερούσε την στήριξη της πιο συντηρητικής βάσης των υποστηρικτών της. Κάτι τέτοιο δεν προκύπτει όμως από τα πραγματικά δεδομένα. Ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε το δημοψήφισμα με ανέλπιστα ψηλό ποσοστό. Η «κωλοτούμπα» δεν αποκρυσταλλώνει καμιά αρνητική για το ΣΥΡΙΖΑ εξέλιξη της εκλογικής του βάσης, καμιά νέα κοινωνική πραγματικότητα, κανένα ασυμβίβαστο ανάμεσα στις ομάδες «ειδικών συμφερόντων» που εκπροσωπούσε. Αντανακλά μόνο την αναποφασιστικότητα και τη δειλία της «υψηλής ηγεσίας», που δεν κατάλαβε ποτέ ότι οι κοινωνικές ρήξεις πάντα περιέχουν κάποιο βαθμό διακινδύνευσης. «Ρήξεις» που ωριμάζουν στο δένδρο της ιστορίας την «κατάλληλη» εποχή, όπως τα μήλα στη μηλιά το φθινόπωρο, δεν είναι ρήξεις αλλά ομαλές και προβλέψιμες εξελίξεις. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο η πολιτική είναι «πολεμική τέχνη», θέλει δηλαδή υπολογισμό, προετοιμασία, οργάνωση, φαντασία, αποφασιστικότητα και στρατηγική. Η πρόθεση ρήξης του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ευθύς εξαρχής δεδομένη. Η «υψηλή ηγεσία» του δεν είχε την ίδια πρόθεση, όπως δείχνει και το γεγονός ότι την κρίσιμη στιγμή υιοθέτησε «επίσημα» την πολιτική της παλιάς ανανεωτικής τάσης του, που είχε εγκαταλείψει (έντιμα) το κόμμα για να ιδρύσει ένα νέο (τη ΔΗΜΑΡ) πολύ πριν το 2015. 

Σύμφωνα με το μοντέλο του κόμματος καρτέλ, οι ιδεολογικές μάχες εξασθενούν και παλιοί πολιτικοί αντίπαλοι συνεργάζονται μεταξύ τους. Αυτή η «πολιτική» όμως, που καταντά συμπαιγνία προσχηματικών πολιτικών αντιπάλων, δεν είναι πολιτική. Είναι μια κατάντια που αλλοιώνει το νόημα της πολιτικής και την καθιστά «διαχείριση». Όταν η ταξική αντιπαράθεση και πάλη υποταχθεί στις επιταγές του εμπορευματικού παγκοσμιοποιημένου φονταμενταλισμού, οι ιδεολογικές αντιπαραθέσεις και η ίδια η γλώσσα αλλοιώνονται για να χωρέσουν στο σκηνικό της ΤΙΝΑ. Ο μισθωτός εργάτης μετατρέπεται σε «απλό άνθρωπο», η ταξική πάλη σε «εθνικό διχασμό», ο καπιταλισμός σε «οικονομία της ελεύθερης αγοράς», η αντίσταση σε «λαϊκισμό» και, εν τέλει, η καγκελάριος Μέρκελ σε προσγειωμένη και ορθολογίστρια πολιτικό με την οποία ο κάθε αριστερός ηγέτης μπορεί να συναγελάζεται και να την αποκαλεί Άνγκελα.

Η φθίνουσα συμμετοχή των κομματικών μελών στη ζωή και τη χρηματοδότηση των κομμάτων, που σωστά διαπιστώνουν οι θεωρητικοί του κόμματος καρτέλ και που οδηγεί στην οικονομική εξάρτηση από το κράτος, δεν είναι η αιτία της καρτελοποίησης αλλά το θλιβερό αποτέλεσμά της. Ο  Bernie Sanders κατάφερε να συγκεντρώσει πολύ μεγαλύτερα ποσά από μικρές εισφορές για την προεκλογική του εκστρατεία από ό,τι ο Donald Trump από τους δισεκατομμυριούχους χρηματοδότες της δικής του. Για να επιστρέψουμε στο παράδειγμα του ΣΥΡΙΖΑ, ποιο κομματικό μέλος είναι πρόθυμο να χρηματοδοτεί έναν «επιτυχημένο σαραντάρη» που, με τη σημαία του ΣΥΡΙΖΑ αλλά με την πολιτική της ΔΗΜΑΡ, έγινε πρωθυπουργός για να χαριεντίζεται στα σαλόνια της Angela, της Christine και του Mario;

Εν κατακλείδι, θα έλεγα ότι η αυτή η παρουσίαση του βιβλίου του Σεφεριάδη δεν χαρακτηρίζεται από κριτικό πνεύμα απέναντι στη βασική επιχειρηματολογία του συγγραφέα για ένα απλό λόγο: Συμφωνώ όχι μόνο με το πνεύμα των επιχειρημάτων αλλά και με την λεπτομέρειά τους. Ο Σεφεριάδης εντοπίζει με ακρίβεια, ενάργεια και εντέλεια τα προβλήματα, τα τυφλά σημεία, τα ψευδή αυτονόητα, τις συχνά ανομολόγητες και ταυτόχρονα αβάσιμες παραδοχές και, εν τέλει, την επιστημονική ένδεια τόσο των κυρίαρχων εννοιολογήσεων του «λαϊκισμού» όσο και της «καρτελοποίησης». Το βιβλίο του είναι ένα κάλεσμα για μια αλλαγή πλεύσης σε σημαντικούς τομείς της πολιτικής επιστήμης και τον αναπροσανατολισμό της έρευνας σε πιο ουσιαστικά και γόνιμα νερά.

Η μόνη ένσταση που θα μπορούσα να διατυπώσω στην επιχειρηματολογία του σχετίζεται με την προσπάθεια αναδιατύπωσης της έννοιας του «λαϊκισμού» ως «ψευδούς επίκλησης του λαϊκού». Η ένσταση δεν συνίσταται στην ουσία του επιχειρήματος, αλλά στο γεγονός ότι η ψευδής επίκληση του λαϊκού είναι μια μόνιμη και διαχρονική στάση, ένα μόνιμο και διαχρονικό αφηγηματικό μοτίβο στον καπιταλισμό, τουλάχιστον από την καθιέρωση της καθολικής ψήφου των ανδρών (αρχής γενομένης περί τα μέσα του 19ου αιώνα). Τα κόμματα της άρχουσας τάξης θα ήταν υπ’ αυτή την έννοια εξ’ ορισμού «λαϊκιστικά», αφού κυβερνούν στο όνομα μιας λαϊκής πλειοψηφίας προς όφελος μιας προνομιούχας μειοψηφίας. Τα ρεφορμιστικά κόμματα της εργατικής τάξης θα ήταν επίσης «λαϊκιστικά», αφού τα προγράμματά τους, ιδιαίτερα σε μια εποχή που η μόνη υπαρκτή «μεταρρύθμιση» είναι η αντιδραστική κατάργηση μιας παλαιότερης μεταρρύθμισης, δεν υπηρετούν πραγματικά τα λαϊκά συμφέροντα.

Θα μπορούσε να πει κανείς ότι στην «ψευδή συνείδηση», που έλκει την καταγωγή της από τον «φετιχισμό του εμπορεύματος» στον Μαρξ, στην πολιτική αντιστοιχεί ο «λαϊκισμός» ως ψευδής επίκληση του λαϊκού. Ωστόσο, ο όρος «λαϊκισμός» είναι πλέον τόσο «απαλλοτριωμένος» από τις κυρίαρχες χρήσεις του, που διερωτάται κανείς αν αξίζει να δοθεί μια μάχη για τη διάσωσή του. Ο όρος «ψευδο-λαϊκή πολιτική», ή ακόμη και ο όρος «ψευδο-λαϊκή τέχνη» για να χαρακτηρίσει μελοδραματικές και ευτελείς αναπαραστάσεις του λαϊκού στη ζωγραφική, την στιχουργία, τη μουσική ή τον κινηματογράφο, είναι όροι που δεν επιδέχονται καμιάς παρερμηνείας και, συνεπώς, αποφεύγεται ο κίνδυνος να διαταραχθούν οι εννοιολογικές διακρίσεις και ισορροπίες εντός του γνωστικού πεδίου. 

Υπάρχουν κάποιες εναλλακτικές ιδέες περί «λαϊκισμού» (στον Άγγελο Ελεφάντη, τη Nadia Urbinati, τον ίδιο τον Σεραφείμ Σεφεριάδη και άλλους, ακόμη και στην «στρατηγική σχολή»), που διαμορφώθηκαν κυρίως στο πλαίσιο των κριτικών των κυρίαρχων αντιλήψεων, οι οποίες αξίζει πράγματι να διασωθούν. Όμως, δεν είναι κατά την άποψη μου αναγκαίο αυτή η διάσωση να γίνει κάτω από τη σημαία του ίδιου όρου.

+ posts