Με το κεφάλι ψηλά. Η μάχη των συντάξεων

<strong>Με το κεφάλι ψηλά</strong>.  Η μάχη των συντάξεων

Αυτοί οι διαδηλωτές του Γενάρη 2023 , τόσο πολυάριθμοι που πάσχισαν μέχρι να βγουν από την πλατεία  Ρεπουμπλίκ, με έκαναν να σκεφτώ, για μια ακόμα φορά τους στίχους του Ελυάρ: «Ήταν μόλις λίγοι / Σε όλη τη γη / Ο καθένας νόμιζε ότι ήταν μόνος του / Ξαφνικά, έγιναν ένα πλήθος». 

Τα μεγάλα κοινωνικά κινήματα δεν αρκούνται ποτέ στο να προωθούν αιτήματα. Δημιουργούν συλλογικές φιλοδοξίες για αλλαγή της ζωής, αιχμαλωτίζουν όσους συμμετέχουν σ’ αυτά και τους μεταμορφώνουν. Αυτή ακριβώς είναι η εμπειρία που βίωσε η συγγραφέας Αννί Ερνώ και μας μεταφέρει με το άρθρο της. 

Όπως συμβαίνει συχνά, δεν είχαμε προβλέψει τις εξελίξεις. Ο Ζακ Σιράκ είχε μόλις βγει νικητής από τις Προεδρικές εκλογές, καταδικάζοντας τον «κοινωνικό διχασμό». Εκπροσωπούσε μια λαϊκή δεξιά, που τουλάχιστον ενδιαφερόταν για τη λαϊκή εκλογική της βάση. Σε αντίθεση με το πρόγραμμα για τις συντάξεις της σημερινής εξουσίας, αυτό του 1995 σχετικά με την κοινωνική ασφάλιση, η εξίσωση του δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα, όσον αφορά τις συντάξεις γήρατος, όπως και οι άλλες διατάξεις της μεταρρύθμισης, δεν είχαν διόλου αναγγελθεί, δεν είχαν προετοιμαστεί μέσα από δημόσιο διάλογο. Το Νοέμβριο του 1995 το σχέδιο αυτό μας έπεσε στο κεφάλι και χρειαστήκαμε κάποιο χρόνο μέχρι να καταλάβουμε τι διακυβεύεται. Υπήρχε όμως αυτή η αλαζονεία του Αλαίν Ζιπέ, του Πρωθυπουργού και αρχιτέκτονα αυτού του προγράμματος, ενός ανθρώπου που νόμιζε ότι γνωρίζει καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον, και έδινε στον ακροατή του την ταπεινωτική αίσθηση ότι ανήκει στις εμφανώς ηλίθιες μάζες. Νομίζω ότι αρχικά, ο κόσμος εναντιώθηκε σ’ αυτήν ακριβώς την αλαζονεία, που τον έκανε να αισθανθεί ότι θα έπρεπε να ξεσηκωθεί και πάλι. 

Η πρώτη μεγάλη μέρα απεργιών ενάντια στο πρόγραμμα Ζιπέ, και αρχή μιας κινητοποίησης που αγκάλιασε όλους τους τομείς του δημοσίου ήταν η 24η Νοεμβρίου. Δεν λειτουργούσαν ούτε τρένα, ούτε μετρό, ούτε ταχυδρομεία, ούτε σχολεία. Έκανε πολύ κρύο. Θυμάμαι ότι βίωνα ένα συναρπαστικό αίσθημα αβεβαιότητας, ότι ζούσα αυτές τις σπάνιες στιγμές στις οποίες γράφεται η ιστορία, γιατί, επιτέλους, οι άνθρωποι του μόχθου γίνονται οι πρωταγωνιστές της. Νομίζω ότι δεν ήμουν η μόνη που επί μια βδομάδα, σκεφτόμουν ότι βρισκόμασταν σε μια προεπαναστατική εποχή. Σε αντίθεση με τον Μάη του ’68, η απεργία είχε την υποστήριξη του συνόλου του πληθυσμού. Οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα, που δεν απεργούσαν, έλεγαν σ’ αυτούς του δημόσιου τομέα: «Απεργείτε για μας, για λογαριασμό μας».  Βγαίναμε απότομα από τη στενωπό των χρόνων μετά το 1983, της εποχής όπου είχε διατυμπανιστεί παντού το τέλος της πολιτικής. Διεκδικώντας τα δικαιώματά τους, οι σιδηροδρομικοί, οι υπάλληλοι της EDF [Electricité de France] και οι ταχυδρομικοί αντιτάσσονταν στην αναπόδραστη κυριαρχία της οικονομίας, αμφισβητούσαν την παγκόσμια τάξη. 

Δεν ξέρω αν ακούσαμε τότε το σύνθημα «ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός», που χρησιμοποιήθηκε στο Φόρουμ του Πόρτο Αλλέγκρε και στους δρόμους του Σιάτλ και της Γένοβας λίγο αργότερα. Ωστόσο, εκείνες ακριβώς τις μέρες του Δεκεμβρίου του 1995 δημιουργήθηκε στη Γαλλία η συνείδηση ότι οι ζωές των ανθρώπων κατευθύνονται από τις αγορές, τη διεθνοποίηση των ανταλλαγών, την οικοδόμηση μιας φιλελεύθερης Ευρώπης. Εκείνες ακριβώς τις μέρες αρχίσαμε να συνδέουμε την οικοδόμηση της Ευρώπης με την κατεδάφιση των κοινωνικών δικαιωμάτων, ή μάλλον, αρχίσαμε να καταδικάζουμε τις μεταρρυθμίσεις ως αντίστοιχες παραχωρήσεις στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή των Βρυξελλών. Μαζί με πολλούς άλλους, το 1992 είχα ψηφίσει «όχι» στο δημοψήφισμα του Μάαστριχτ. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση που υποστήριζε ο Φρανσουά Μιττεράν, με ό,τι αυτή συνεπαγόταν – ο ανταγωνισμός, η διάλυση των δημόσιων υπηρεσιών – ,  είχε εγκριθεί με μια οριακή διαφορά. 

Από τους σοσιαλιστές στην εξουσία περιμέναμε ότι, όπως μας είχαν υποσχεθεί, η ζωή θα άλλαζε. Το 1981 υπήρξαν πολλά σημαντικά κοινωνικά μέτρα, όπως η πέμπτη εβδομάδα άδειας μετ’ αποδοχών, και η σύνταξη στα 60 χρόνια. Στη συνέχεια, με τη «στροφή στην πειθαρχία» , που στην πραγματικότητα ήταν στροφή στο φιλελευθερισμό, βρεθήκαμε πολύ μακριά από το Λαϊκό Μέτωπο του 1936 στο οποίο είχαμε ελπίσει. Η αναπόφευκτη ρήξη μου με αυτή την αριστερά ήρθε με τον πόλεμο του Κόλπου το 1991, το παγερό πομπώδες ύφος του Μιττεράν – «το λόγο έχουν τα όπλα» – , την εμπλοκή της Γαλλίας στο πλευρό των Αμερικανών, τις χιλιάδες νεκρούς από τους βομβαρδισμούς της Βαγδάτης και τον ενθουσιασμό των μέσων ενημέρωσης για την επιχείρηση «Καταιγίδα της ερήμου».

H αριστερά της αποκήρυξης, οι αρχισυντάκτες, οι εμπειρογνώμονες, όλοι αυτοί κινητοποιήθηκαν για τον Ζιπέ. Το σχέδιό του βρήκε πρόθυμη υποστήριξη από τους οπαδούς του Μ. Ροκάρ. Η Νικόλ Νοτά έφτασε μέχρι του σημείου να ζητήσει από την Κυβέρνηση να εξασφαλίσει ένα ελάχιστο επίπεδο υπηρεσιών στις δημόσιες μεταφορές (γιουχαΐστηκε από τους αγωνιστές της CFDT στη διαδήλωση της 24ης Νοεμβρίου). Όλα τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης, συμπεριλαμβανομένων αυτών του δημόσιου τομέα, όπως για παράδειγμα το France Inter, τάχθηκαν υπέρ των κυβερνητικών μέτρων.

Σ’ αυτήν ακριβώς τη στιγμή εμφανίστηκε ένα σχίσμα στους κόλπους της αριστερής διανόησης. Ένα τμήμα της είχε υπογράψει μια δημόσια έκκληση υπέρ της μεταρρύθμισης. Μεταξύ αυτών ήταν ο  φιλόσοφος Πολ Ρικέρ, ο κοινωνιολόγος Αλαίν Τουραίν, ο Πιέρ Ροζανβαλλόν, και οι Ζοέλ Ρομάν και Ολιβιέ Μονζέν, της συντακτικής ομάδας  του Esprit, που την εποχή εκείνη ασκούσε ακόμα σημαντική επιρροή. Ενώ θαύμαζα το έργο του Ρικέρ, ένιωσα έκπληξη και οργή διαβάζοντας ότι ουσιαστικά από τη μια μεριά υπήρχε μια ελίτ που διέθετε «μια ορθολογιστική κατανόηση του κόσμου», και από την άλλη η μεγάλη μάζα των ανθρώπων που ακολουθούν τα πάθη τους, το θυμό ή την επιθυμία. Και, όπως είπε ο Πιέρ Μπουρντιέ στους αγωνιζόμενους σιδηροδρομικούς σε μια τρομερή και αλησμόνητη ομιλία του στο σταθμό της Λυών, από την οποία πιστεύω ότι δεν θα είχαμε να αλλάξουμε πολλά το 2023: «Αυτή η αντίθεση μεταξύ του μακροπρόθεσμου οράματος της φωτισμένης “ελίτ” και των κοντόφθαλμων παρορμήσεων του λαού ή των εκπροσώπων του είναι χαρακτηριστική της αντιδραστικής σκέψης όλων των εποχών και όλων των χωρών».

O Πιέρ Μπουρντιέ ήταν ένα από τα κύρια πρόσωπα της άλλης δημόσιας έκκλησης διανοουμένων, αυτής που υποστήριζε τους απεργούς. Την υπέγραψα γιατί προφανώς ήμουν με αυτή την πλευρά. Ήταν για μένα μια ευκαιρία να εμπλακώ στο πλευρό ενός ανθρώπου που ήταν καθοριστικός για την πνευματική μου χειραφέτηση και το μέλλον μου ως συγγραφέα.  Η ανάγνωση των Κληρονόμων το 1971 ήταν αυτή που με έκανε να αισθανθώ ότι μπορούσα να γράψω τις Άδειες Ντουλάπες, που δημοσιεύτηκαν το 1974. Από τότε, συνέχισα να τον διαβάζω, με τη Διάκριση, την Κρατική Ευγένεια,  και το βιβλίο που αποτελεί ταυτόχρονα πίνακα και ανάλυση της γαλλικής κοινωνίας, που εκδόθηκε δυο χρόνια πριν από το σχέδιο Ζιπέ, Η Αθλιότητα του κόσμου. Η πολιτική εμπλοκή του Μπουρντιέ στην απεργία είχε για μένα μια αξία υποχρέωσης ως συγγραφέα, να μην μείνω θεατής της δημόσιας ζωής. Το να βλέπω αυτόν τον κοινωνιολόγο με τη διεθνή αναγνώριση να εμπλέκεται στην κοινωνική σύγκρουση, και να τον ακούω  ήταν μια τεράστια χαρά, μια απελευθέρωση. Μας έκανε να υψώνουμε το ανάστημά μας, όταν ο Ζιπέ και οι άλλοι ήθελαν να μας κάνουν να υποκύψουμε. 

Μια πράξη μνήμης

Το κοινό χαρακτηριστικό των σκληρών και μακροχρόνιων απεργιών είναι ότι θραύουν τη συνηθισμένη πορεία της καθημερινότητας. Η ιδιαιτερότητα των απεργιών του 1995 ήταν ότι ένα μέρος του πληθυσμού εξακολουθούσε να οφείλει να έρχεται στο εργοστάσιο ή στο γραφείο χωρίς κανένα άλλο μέσο μεταφοράς πέρα από το αυτοκίνητο. Υπήρξε πολλή αλληλεγγύη, πολλή επινοητικότητα. Αυτοσχεδιάζαμε με τη συλλογική χρήση του ΙΧ. Οι πωλήσεις ποδηλάτων εκτοξεύτηκαν. Θυμάμαι ότι ο γιος μου προκειμένου να πάει από το Παρίσι στη δουλειά του στα προάστια, χρειάστηκε να αγοράσει ένα ποδήλατο βουνού, και ότι στο πολυκατάστημα που πήγε, το προωθούσε εμπορικά ο ίδιος ο Πουλιντόρ! Όλοι ωστόσο κάναμε πολύ περπάτημα, με συνωστισμό, σε πεζοδρόμια που συνήθως είναι άδεια, όπως αυτά μεταξύ της συνοικίας Λα Ντεφάνς και της λεωφόρου Γκραντ Αρμέ, στη γέφυρα Νεϊγύ. Έκανε παγωνιά και χιόνιζε. Στα Χρόνια, περιέγραψα αυτές τις χειμερινές πορείες ως μια πράξη μνήμης. Όταν οι άνθρωποι διέσχιζαν τις πόλεις χωρίς λεωφορεία ή μετρό, αποτυπωνόταν στα σώματά τους μια μυθολογία, αυτή των μεγάλων απεργιών, τις οποίες είχαμε ακουστά, χωρίς να την έχουμε γνωρίσει υποχρεωτικά.

Θυμάμαι το παράξενο συναίσθημα από την ανάγνωση της Λε Μοντ, το βράδυ, που προερχόταν από μια τόσο χλωμή περιγραφή των γεγονότων, αυτό το συναίσθημα από το οποίο ξεκινούν όλες οι κοινωνικές ανατροπές. Γενικά, οι εφημερίδες και τα ραδιόφωνα έσφυζαν από editorials που διεκδικούσαν το μονοπώλιο της λογικής, γεμάτα μίσος για τους αγωνιζόμενους μισθωτούς.  Λίγα χρόνια αργότερα, θα χαιρόμουν ιδιαίτερα με τη δημιουργία της PLPL, «της εφημερίδας που δαγκώνει και εξαφανίζεται».

Σ’ αυτή την ΄τόσο άμεση και τόσο ισχυρή κινητοποίηση ενάντια στα κυβερνητικά σχέδια, πολύ σημαντικός ήταν ο ρόλος δυο συνδικαλιστικών ηγετών. Αυτοί ήταν ο Μαρκ Μπλοντέλ της Force Ouvriere, και ο Μπερνάρ Τιμπό  της CGT. Σημαντική ήταν επίσης και η συμβολή των διαφωνούντων της CFDT, που δημιούργησαν την SUD [Αλληλέγγυοι, Ενωτικοί, Δημοκράτες], η οποία μετά το 1995 επιβλήθηκε ως μια από τις μεγαλύτερες συνιστώσες των εργατικών αγώνων. Ωστόσο, η κινητοποίηση αυτή δεν μπορεί να γίνει κατανοητή αν δεν κατανοήσουμε το έντονο σοκ που προκάλεσε το σχέδιο Ζιπέ στη γαλλική κοινωνία. Το σχέδιο αυτό έθετε υπό αμφισβήτηση την Κοινωνική Ασφάλιση, μια κατάκτηση της Απελευθέρωσης, τις συντάξεις, πράγματα δηλ. θεμελιώδη, ακόμα και υπαρξιακά. 

Μικρή σημασία έχει το γεγονός ότι η μεταρρύθμιση στόχευε  τους δημόσιους υπαλλήλους και τους μισθωτούς των δημόσιων επιχειρήσεων. Ο κόσμος αντιλαμβανόταν ότι το κράτος, με την επίθεσή του στους εργαζόμενους των δημόσιων υπηρεσιών, έπληττε έμμεσα τον τρόπο ζωής του συνόλου των εργαζόμενων, και σήμερα μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι στα είκοσι χρόνια  που ακολούθησαν αυτό ακριβώς συνέβη. Οι διαδηλωτές του 1995 το είχαν συνειδητοποιήσει πολύ καλά, όταν φώναζαν «Όλοι μαζί!» για να υπερασπιστούν τα «κοινωνικά κεκτημένα» – έκφραση που νομίζω ότι σε μεγάλο βαθμό καθιερώθηκε εκείνη την εποχή. 

Σήμερα την ακούμε πολύ λιγότερο. Οι δεκαετίες οικονομικού φιλελευθερισμού που ακολούθησαν κατέστησαν αυτή την έκφραση σχεδόν επαίσχυντη, ένοχη. Έχει χρησιμοποιηθεί κάθε μέσο προκειμένου να αφαιρεθεί αυτή η έννοια από τα κεφάλια μας και τη ζωή μας, ενώ την ίδια στιγμή, τα κεκτημένα των πλουσιότερων θεωρούνται νόμιμα. Η νόμιμη ηλικία συνταξιοδότησης έχει καταστεί μια μεταβλητή ρύθμισης οικονομικών συμφερόντων. Και αυτό ακριβώς διακυβεύεται σήμερα: η συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι το κράτος έχει όλα τα δικαιώματα επί της ζωής των πολιτών και μπορεί να αναβάλει κατά βούληση τη στιγμή που θα είμαστε επιτέλους σε θέση να απολαύσουμε την ύπαρξή μας. Η μεταρρύθμιση που επιχειρεί ο Μακρόν πλήττει ακριβώς την ελπίδα της ξεκούρασης, της ελευθερίας, της ευχαρίστησης.   Εξ ου και η αντίθεση όλων των ενεργών κατηγοριών του πληθυσμού, νέων και λιγότερο νέων. Από την άλλη πλευρά, είναι βέβαιο ότι ο Πρόεδρος μπορεί να υπολογίζει στη στήριξη των εύπορων συνταξιούχων –  που αποτέλεσαν εξ αρχής την εκλογική του πελατεία – σε μια μεταρρύθμιση που δεν πρόκειται να επηρεάσει καθόλου τη ζωή τους. 

Από το 1995 παραμένει κυρίως η ανάμνηση της τελευταίας νικηφόρας συνδικαλιστικής κινητοποίησης. Η μάλλον, νικηφόρας κατά το ήμισυ. Αν η Κυβέρνηση Ζιπέ εγκατέλειψε την εξίσωση των συντάξεων του δημόσιου τομέα, κατόρθωσε ωστόσο να περάσει την άλλη πτυχή του σχεδίου, που ήταν τα μέτρα του ελέγχου της Κοινωνικής ασφάλισης. Το σημαντικό είναι ότι δεν καταφέραμε να αλλάξουμε τις επερχόμενες εξελίξεις. Παρά τους τόσους αγώνες στα νοσοκομεία, τα σχολεία, το πανεπιστήμιο, μετά από είκοσι πέντε χρόνια αχαλίνωτου φιλελευθερισμού, ζούμε σε μια χώρα όπου οι δημόσιες υπηρεσίες (σχολείο, πανεπιστήμιο, νοσοκομείο) είναι διαλυμένες.

Η χωρίς προηγούμενο αγανάκτηση του κόσμου της μισθωτής εργασίας, που δεν αντέχει άλλο την επισφάλεια των (ολιγόμηνων) συμβάσεων  και τον παραλογισμό της εργασίας, είναι πανθομολογούμενη. Κανείς δεν μπορεί να δηλώνει απογοητευμένος από μια νεολαία που μπόρεσε κάποια στιγμή να μπλοκάρει τα λύκεια και τα πανεπιστήμια ενάντια στην εμπορευματοποίηση της εκπαίδευσης, και η οποία αγωνίζεται παντού απέναντι στα μεγάλα προγράμματα μηδενικής χρησιμότητας, ή για την κλιματική αλλαγή. Από το 2017 με το #MeToo, ο φεμινισμός έχει ανακτήσει μια εξαιρετική δύναμη. Κυρίως όμως, η περιφρόνηση που βίωσαν οι λαϊκές τάξεις, οι άνθρωποι που αποκαλώ η φυλή μου (και  για λογαριασμό της οποίας έχω κατηγορηθεί ότι θέλω να εκδικηθώ…) ήταν τόσο μεγάλη, ώστε όποια και αν είναι η έκβαση των σημερινών αγώνων, ένας άλλος άνεμος οργής θα ξεσπάσει και πάλι.

«Ο καθένας νόμιζε ότι ήταν μόνος του»

Είχαμε ήδη αυτή την εξαιρετική κινητοποίηση της 19ης Ιανουαρίου. Πόση χαρά νιώθεις όταν εκείνο το πρωινό, ανοίγεις το ραδιόφωνο και ακούς την αδιάκοπη μουσική των ημερών της απεργίας αντί για τις λιγότερο ή περισσότερο ύπουλες ερωτήσεις των πρωινών παρουσιαστών, όταν ακούς τραγούδια αντί των χρονικών της καταστροφής. Και πραγματικά συγκλονίστηκα το βράδυ όταν έμαθα ότι περισσότεροι από δυο εκατομμύρια πολίτες συμμετείχαν στις πορείες σε όλη τη Γαλλία , προκειμένου να διαδηλώσουν την αντίθεσή τους στο κυβερνητικό σχέδιο.

Παρ’ όλες τις ήττες μας, ακόμα κι αν η ανάμνηση του χειμώνα του 1995 με τις κρύες νύχτες του μου φαίνεται καμιά φορά να σβήνει σαν μακρινό όνειρο, αυτοί οι διαδηλωτές του Γενάρη 2023 , τόσο πολυάριθμοι που πάσχισαν μέχρι να βγουν από την πλατεία  Ρεπουμπλίκ, με έκαναν να σκεφτώ, για μια ακόμα φορά τους στίχους του Ελυάρ: «Ήταν μόλις λίγοι / Σε όλη τη γη / Ο καθένας νόμιζε ότι ήταν μόνος του / Ξαφνικά, έγιναν ένα πλήθος». Θα ήθελα να τους ευχαριστήσω. Ας μην σκύψουμε άλλο το κεφάλι.

(Από την Monde Diplomatique)