μετάφραση του Νίκου Τριμικλινιώτη
Υπό το κράτος του πανικού, υπάρχει μεταστροφή της κοινής γνώμης και της γνώμης του Κοινοβουλίου όσον αφορά την αρχή της ουδετερότητας της χώρας. Ο Jan Nyström εξετάζει την προσπάθεια να διαμορφωθεί μια αντίθεση αρχών στην ένταξη στο ΝΑΤΟ.
Μετάφραση «Stampeded by Russia’s attack», Weekly Worker (https://weeklyworker.co.uk/worker/1397/stampeded-by-russias-attack/ )
Η ιστορική απόφαση της Φιλανδίας να υποβάλει αίτηση για ένταξη στο ΝΑΤΟ μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο σε συνάρτηση με μια δύσκολη σχέση αιώνων με τη Ρωσία, ενώ ταυτόχρονα μας παρέχει ένα παράδειγμα μιας κοινοβουλευτικής Αριστεράς που συνθηκολογεί πλήρως όσον αφορά τις αρχές της και αποδέχεται σχεδόν άκριτα μια ιμπεριαλιστική ατζέντα ως αντίδραση στην υστερία των μέσων ενημέρωσης. Είναι επίσης η ιστορία μιας ελίτ που χρησιμοποιεί τον φόβο και τη σύγχυση που προκάλεσε η δολοφονική επίθεση της Ρωσίας για να εκπληρώσει τα μακροχρόνια σχέδιά της.
Μεγάλο μέρος της δημόσιας συζήτησης για την ένταξη στο ΝΑΤΟ περιστρέφεται γύρω από τη σχέση με τη Ρωσία και τα τραυματικά συναισθήματα υποταγής που τα μέσα ενημέρωσης μετατρέπουν σε ρεβανσιστική επιθετικότητα. Η ένταξη στο ΝΑΤΟ παρουσιάζεται συχνά σαν υλοποίηση της πλήρους εθνικής κυριαρχίας, οπότε, προκειμένου να κατανοήσουμε το υπόβαθρο της απόφασης και τη δημοτικότητά της, θα ήταν χρήσιμο να εξετάσουμε τις εντάσεις που χαρακτήριζαν προηγουμένως τη φιλανδική ουδετερότητα.
Μόλις έγινε φανερό ότι η ναζιστική Γερμανία δεν επρόκειτο να κερδίσει τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η φιλανδική αστική τάξη, μαζί με τους σοσιαλδημοκράτες εν όπλοις αδελφούς της, αναγκάστηκε να αναθεωρήσει τη στάση της απέναντι στη Σοβιετική Ένωση. Οι όροι της ειρήνης σήμαιναν την παραχώρηση της Καρέλια στη νότια Φιλανδία και του Πέτσαμο (Petsamo) και της Σάλλα (Salla) στον βορρά, συν βαριές αποζημιώσεις και τη μίσθωση της Πόρκαλα (Porkkala), κοντά στο Ελσίνκι, ως σοβιετικής στρατιωτικής βάσης (η μίσθωση έληξε το 1956). Παρ’ όλα αυτά, η Φιλανδία διατήρησε την εθνική της κυριαρχία ως καπιταλιστική οικονομία. Η συνθήκη ειρήνης υπαγόρευε επίσης ότι οι φασιστικές οργανώσεις έπρεπε να διαλυθούν και το Κομμουνιστικό Κόμμα για πρώτη φορά νομιμοποιήθηκε.
Ο πιστός στη Μόσχα Λαϊκός Δημοκρατικός Σύνδεσμος, του οποίου ηγούνταν οι κομμουνιστές, έλαβε σχεδόν το ένα τέταρτο των ψήφων στις βουλευτικές εκλογές αμέσως μετά τον πόλεμο, το 1945. Αυτό ήταν σαν την προσευχή του Honkajoki, ενός Φιλανδού στρατιώτη από το σπουδαίο μυθιστόρημα του Väinö Linna για την συνέχιση του πολέμου, με τίτλο «Ο άγνωστος στρατιώτης»: «Και τέλος, μαζί και χωριστά, προστατέψτε αυτούς τους Φιλανδούς κυρίους από το να χάσουν το κεφάλι τους στο καρελιανό πεύκο για δεύτερη φορά. Αμήν». Αυτό έδειχνε ότι το δημοφιλές δεξιό τροπάριο ότι οι Φιλανδοί υπέφεραν αφόρητα από τη φιλική σχέση συνεργασίας με τη Σοβιετική Ένωση δεν αληθεύει. Αντίθετα, αυτή η φιλική σχέση αντανακλούσε τη βούληση της πλειονότητας των φιλειρηνικών εργαζόμενων.
Αλλά δεν ήταν μόνο η Aριστερά, όπως φάνηκε από τη δημοτικότητα της Δεξιάς και του Κέντρου και των δύο ελεύθερα εκλεγμένων ουδετερόφιλων προέδρων: του δεξιού Juho Kusti Paasikivi και του «κεντρώου» Urho Kekkonen. Η «γραμμή Paasikivi-Kekkonen» έγινε συνώνυμο της ειρηνικής συνύπαρξης μιας μικρής καπιταλιστικής χώρας και της γραφειοκρατικής σοσιαλιστικής υπερδύναμης γείτονος.
Σημαντικό μέρος αυτού ήταν το δόγμα της ουδετερότητας, το οποίο κατοχυρώθηκε στη Συνθήκη Φιλίας, Συνεργασίας και Αμοιβαίας Βοήθειας του 1948, η οποία αναγνώριζε την ουδέτερη θέση της Φιλανδίας και το καθήκον της να υπερασπιστεί το φιλανδικό έδαφος έναντι της «Γερμανίας ή των συμμάχων της». Το πρωτόκολλο ανέφερε επίσης ότι η Φιλανδία μπορούσε και έπρεπε να ζητήσει τη Σοβιετική αμυντική βοήθεια, αν χρειαζόταν.
Αυτή η δυσοίωνη παράγραφος χρησιμοποιήθηκε στο εσωτερικό πολιτικό παιχνίδι. Η τήρηση του δόγματος της ουδετερότητας και των καλών σχέσεων με την Ανατολή έγινε προϋπόθεση για την είσοδο στην πολιτική ελίτ. Η πολιτική και οικονομική ισχύς ήταν συνυφασμένη με το εμπόριο με τη Σοβιετική Ένωση, το οποίο αποτέλεσε σημαντικό παράγοντα για την άνοδο του βιοτικού επιπέδου των Φιλανδών μετά τον πόλεμο και πηγή μεγάλου καπιταλιστικού πλούτου. Η δεκαετία του ’70 και του ’80 ήταν η εποχή της «Φιλανδοποίησης» – ο όρος επινοήθηκε από Γερμανούς πολιτικούς επιστήμονες κυρίως για εσωτερική χρήση, αλλά χρησιμοποιήθηκε ευρέως στη Φιλανδία ως υποτιμητικός όρος για την υποκλίσεις στην Ανατολή.
Ωστόσο, η φιλανδική αστική τάξη δεν αισθανόταν ποτέ απόλυτα άνετα με αυτή την ειρηνική συνύπαρξη. Από την άποψή της, ένα από τα αρνητικά χαρακτηριστικά της ήταν ότι η κατατρόπωση της Αριστεράς ήταν πιο δύσκολη: στις ομάδες της εργατικής τάξης έπρεπε να δοθεί κάποιου είδους πολιτικός ρόλος, κάτι που δεν είχαν ποτέ πριν από τον πόλεμο. Ταυτόχρονα, όμως, η ταξική συνείδηση «απορροφάται» από το πνεύμα συναίνεσης του «κράτους πρόνοιας». Ακόμα και η αριστερή διάσπαση από το Κομμουνιστικό Κόμμα της Φιλανδίας ήταν ουσιαστικά συντηρητική: θεωρούσε ότι η ταξική πάλη απεικονιζόταν με τον καλύτερο τρόπο από την ακλόνητη πίστη στη Μόσχα – τη Μόσχα που χρειαζόταν τη Φιλανδία περισσότερο ως ουδέτερη, φιλική, καπιταλιστική χώρα παρά ως χώρα υποψήφια για σοβιετοποίηση.
Ρωσία – Ουκρανία
Στην ακμή της «Φιλανδοποίησης», η χώρα είχε ήδη αρχίσει να κινείται πιο κοντά στη Δύση. Ωστόσο, το 1973 η Φιλανδία υπέγραψε συμφωνία ελεύθερου εμπορίου με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, η οποία λίγα χρόνια αργότερα έγινε μέρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, φυσικά. Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, η φιλελευθεροποίηση της οικονομίας και η πιο ανοιχτή διεκδίκηση της κυριαρχίας επί της εργατικής τάξης ήταν ψηλά στην ατζέντα των Φιλανδών καπιταλιστών.
Αυτό υποβοηθήθηκε από μια βαθιά οικονομική κρίση, η οποία προκλήθηκε εν μέρει από την κατάρρευση της ανάπτυξης που βασιζόταν στο χρέος μετά την απελευθέρωση των χρηματοπιστωτικών αγορών τη δεκαετία του ’80 και εν μέρει από το τέλος της εμπορικής συμφωνίας μεταξύ Φιλανδίας και Σοβιετικής Ένωσης. Η Φιλανδία υπέγραψε συμφωνία «εταιρικής σχέσης για την ειρήνη» με το ΝΑΤΟ το 1994 και εντάχθηκε στην ΕΕ το 1995. Η Φιλανδία αγόρασε επίσης 64 αμερικανικά μαχητικά αεροσκάφη, συνδέοντας περαιτέρω τις αμυντικές ικανότητες με τη δυτική συνεργασία. Το 2002 ο σοσιαλδημοκράτης πρωθυπουργός, Paavo Lipponen, επισκέφθηκε τον George Bush και τον Dick Cheney στην Ουάσιγκτον, όπου εξέφρασε την υποστήριξή του στην εισβολή στο Ιράκ και του υποσχέθηκαν την υποστήριξη των ΗΠΑ για την ένταξη της Φιλανδίας στο ΝΑΤΟ. Ωστόσο, χρειάστηκαν 20 χρόνια για να γίνει πραγματικότητα αυτό το όνειρο της φιλανδικής ελίτ, κυρίως λόγω της σταθερής λαϊκής υποστήριξης της μη συμμαχίας.
Όλα άλλαξαν μετά την επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία. Ο φόβος για μια φαινομενικά ανισόρροπη Ρωσία καταδείχθηκε σε μια δημοσκόπηση αμέσως μετά, η οποία για πρώτη φορά είδε το «ναι στο ΝΑΤΟ» να ξεπερνά το 50%. Έκτοτε υπήρξε αυξανόμενη υποστήριξη για την ένταξη, υποβοηθούμενη από τις φρικιαστικές εικόνες των μέσων ενημέρωσης για τις ρωσικές θηριωδίες – που συνήθως παρουσιάζονται ως κάτι ανήκουστο, σε αντίθεση με την πραγματικότητα του σύγχρονου πολέμου που είναι τόσο οικεία σε εκατομμύρια ανθρώπους στο Αφγανιστάν, την Υεμένη, τη Λιβύη, τη Συρία… Τώρα, φαίνεται ότι η Ρωσία είχε αλλάξει εντελώς, κυβερνάται από έναν τρελό και δεν μπορεί πλέον να την εμπιστευτεί κανείς. Πολιτικοί, ερευνητές και ακτιβιστές που προσπαθούσαν να συζητήσουν την πολυπλοκότητα της κατάστασης και τον ρόλο της επέκτασης του ΝΑΤΟ και των δυτικών συμφερόντων στην Ουκρανία και προς τη Ρωσία επικρίθηκαν σκληρά από φιλελεύθερους ειδήμονες ως «whataboutists» και χρήσιμοι ηλίθιοι, αν όχι ευθέως πουτινιστές ή πληρωμένοι πράκτορες του Κρεμλίνου.
Η επίθεση της Ρωσίας έδωσε στην κυβέρνηση της πρωθυπουργού Sanna Marin έναν λόγο για να κάνει χρήση της λεγόμενης Νατοϊκής επιλογής, που αποτελούσε μέρος του προγράμματός της.[1] Αυτή δήλωνε ότι η κυβέρνηση, αν και εξακολουθούσε να είναι προσηλωμένη στη μη συμμαχία, διατηρούσε το δικαίωμα να επανεκτιμήσει αυτή τη θέση εάν η κατάσταση ασφαλείας άλλαζε ουσιαστικά. Μέχρι πριν από λίγους μήνες μόνο το μικρό Σουηδικό Λαϊκό Κόμμα της Φιλανδίας και το αντιπολιτευόμενο Κόμμα Εθνικού Συνασπισμού είχαν δηλώσει την υποστήριξή τους στο ΝΑΤΟ. Έτσι, στα χαρτιά υπήρχε μια συντριπτική μη συμμαχική πλειοψηφία στο φιλανδικό Κοινοβούλιο. Ακόμη και ο πρόεδρος Sauli Niinistö είχε υποστηρίξει ένα δημοψήφισμα για το ΝΑΤΟ πριν από τη ρωσική εισβολή, αλλά στη συνέχεια το δημοψήφισμα θεωρήθηκε είτε περιττό, καθώς η λαϊκή βούληση υποτίθεται ότι εκδηλωνόταν επαρκώς στις δημοσκοπήσεις, είτε πολύ ευάλωτο σε ρωσική επιρροή.
Έτσι, το κρατικό κατεστημένο έλαβε την απόφαση να επιδιώξει την ένταξη σε μια κατάσταση όπου τα περισσότερα μέλη του Κοινοβουλίου είχαν εκλεγεί είτε ως υποστηρικτές της μη συμμαχίας είτε ως αναποφάσιστοι επί του ζητήματος – και οι πολίτες δεν είχαν την ευκαιρία να εκφράσουν τη γνώμη τους σε δημοψήφισμα. Επιπλέον, η απόφαση ελήφθη βιαστικά κατά τη διάρκεια μιας κρίσης, όταν η ομίχλη του πολέμου κατέστησε αδύνατο για την πλειονότητα να καταλήξει σε μια ισορροπημένη κρίση σχετικά με την πραγματική κατάσταση. Μέσα σε όλο αυτό το χάος και τον πανικό, πρέπει να θυμόμαστε ότι δεν υπήρχε καμία πραγματική «απειλή ασφαλείας» κατά της Φιλανδίας.
Οι Σοσιαλδημοκράτες υπό τον Marin έσπευσαν να υιοθετήσουν την επιλογή του ΝΑΤΟ, η οποία τους έδωσε την ευκαιρία να απορρίψουν τη δέσμευσή τους για μη συμμαχία. «Αριστερές» προσωπικότητες, όπως ο βετεράνος Erkki Tuomioja, άσκησαν κάποια κριτική, αλλά όλοι αυτοί οι ήπια κριτικοί προς το ΝΑΤΟ Σοσιαλδημοκράτες υπέκυψαν τελικά και, στην κοινοβουλευτική ψηφοφορία, η ένταξη στο ΝΑΤΟ υποστηρίχθηκε ομόφωνα από τους Σοσιαλδημοκράτες, εδραιώνοντας πλήρως τη θέση του κόμματος ως ιμπεριαλιστικού κόμματος. Στην Αριστερή Ένωση, από την άλλη πλευρά, η ψήφος ήταν διχασμένη: εννέα υπέρ του ΝΑΤΟ και έξι κατά. Νωρίτερα, το κόμμα είχε αποφασίσει ότι δεν θα αποχωρήσει από την κυβέρνηση Μαρίν για το ΝΑΤΟ, παρόλο που το πρόγραμμά του αναφέρει ότι η Φιλανδία δεν πρέπει να συμμετέχει σε καμία συμμαχία. Αλλά, φυσικά, για τους καιροσκόπους τα προγράμματα δεν αξίζουν το χαρτί στο οποίο είναι τυπωμένα – οι ψήφοι μετράνε, και τα δύο κόμματα έχουν ήδη αποφασίσει να μην αφήσουν τις γενικές εκλογές του 2023 να γίνουν εκλογές για το ΝΑΤΟ.
Η Αριστερά
Το Φιλανδικό Κοινοβούλιο ενέκρινε την αίτηση για το ΝΑΤΟ με 188 ψήφους έναντι 8, οπότε οι έξι της Αριστερής Ένωσης αποτελούσαν ένα σημαντικό μέρος της αντιπολίτευσης (οι άλλοι δύο ήταν στη δεξιά – ο ένας από αυτούς ανήκει στην ανοιχτά πουτινική ακροδεξιά). Θα μπορούσαν αυτοί οι έξι να σχηματίσουν ένα μπλοκ αντιπολίτευσης με αρχές απέναντι στον μιλιταρισμό και τον ιμπεριαλισμό και θα μπορούσε το παράδειγμά τους να οδηγήσει σε μια αντιιμπεριαλιστική αριστερή αναγέννηση;
Δυστυχώς, δεν βλέπω να συμβαίνει κάτι τέτοιο, καθώς αυτοί οι αντίπαλοι του ΝΑΤΟ δεν αμφισβητούν την αστική πολιτική του καθαυτή: Απλώς του προσδίδουν αντίθετες αξίες αλήθειας. Με άλλα λόγια, ενώ οι υποστηρικτές του ΝΑΤΟ ισχυρίζονται ότι η ασφάλεια της Φιλανδίας θα ενισχυθεί με τη συμμετοχή της, οι αντίπαλοί του λένε ότι θα κινδυνεύσει περισσότερο. Δεν υπάρχει τίποτα το σοσιαλιστικό σε αυτό: Όλα αυτά είναι μέρος της αστικής συζήτησης για το τι είναι προς το συμφέρον του έθνους-κράτους – και σίγουρα όχι τι είναι προς το συμφέρον της εργατικής τάξης.
Πέρα από την κοινοβουλευτική Αριστερά, τα δύο μικρά κομμουνιστικά κόμματα της Φιλανδίας, το SKP (Κομμουνιστικό Κόμμα Φιλανδίας) και το KTP (Κομμουνιστικό Εργατικό Κόμμα), συμμετέχουν ενεργά σε μια εκστρατεία «Σταματήστε το ΝΑΤΟ» που προσπαθεί να οργανώσει ευρύτερη αντίσταση, σε στυλ λαϊκού μετώπου. Αν και υπάρχουν πολλά αξιέπαινα σε αυτή την εκστρατεία, υπάρχουν στοιχεία που την καθιστούν προβληματική από μια μαρξιστική οπτική. Η εκστρατεία παραθέτει ως κύρια επιχειρήματά της κατά του ΝΑΤΟ:
- Το ανθρώπινο και οικονομικό κόστος των πολέμων, των όπλων και των στρατιωτικών συμμαχιών.
- Την κακοήθεια του αμερικανικού ιμπεριαλισμού.
- Την απώλεια της ουδετερότητας της Φιλανδίας και του θετικού ρόλου της χώρας για την ειρήνη.
- Την ουδετερότητα μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
- Την έλλειψη εθνικής συναίνεσης για το ΝΑΤΟ.
- Το ότι η ανεξάρτητη άμυνα αποτέλεσε τη ραχοκοκαλιά της στρατιωτικής στρατηγικής.
- Το ότι η Φιλανδία θα γίνει μέρος της πρώτης γραμμής του ΝΑΤΟ κατά της Ρωσίας.
- Το ότι η καθιερωμένη γραμμή εξωτερικής πολιτικής θα άλλαζε, με απρόβλεπτες συνέπειες.[2]
Ενώ αυτές οι ανησυχίες είναι πραγματικές, όταν διατυπώνονται από σοσιαλιστές είναι απογοητευτικές – για να το θέσουμε ήπια. Ποικίλλουν, από τον σοσιαλ-πασιφισμό στην καλύτερή τους εκδοχή έως τον σοσιαλ-πατριωτισμό στη χειρότερη. Επιθυμώντας να χτυπήσουν τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή των αόριστα αριστερών επικριτών του ΝΑΤΟ, οι κομμουνιστές έχουν εγκαταλείψει την ουσία του ζητήματος: τη δέσμευση στην ταξική πάλη και τον αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό. Όταν οι Φιλανδοί σοσιαλδημοκράτες το καλοκαίρι του 1917, όπως τους προέτρεψε η Αλεξάνδρα Κολοντάι, επέλεξαν να ενταχθούν στο κίνημα του Τσίμερβαλντ (Zimmerwald), το έκαναν για να πάρουν θέση ενάντια σε κάθε ιμπεριαλισμό, για την ελευθερία όλων των λαών και για να κρατήσουν το κόμμα τους σταθερά στον δρόμο της αντιιμπεριαλιστικής ταξικής πάλης.
Ωστόσο, για να δοθεί φωνή σε μια εργατική, σοσιαλιστική και αντιιμπεριαλιστική αντιπολίτευση αρχών στο ΝΑΤΟ, δημιουργήθηκε επίσης ένα δίκτυο ακροαριστερών ομάδων. Η Ριζοσπαστική Αριστερά Ενάντια στο ΝΑΤΟ καλωσορίζει όλες τις οργανώσεις που εγκρίνουν τις αρχές της: Αντίθεση στο ΝΑΤΟ στη βάση της ανεξαρτησίας της εργατικής τάξης που βλέπει τη διαρκή ειρήνη υπό τον καπιταλισμό ως αδύνατη και έχει στόχους την επανάσταση και το σοσιαλισμό. Επιπλέον, πρέπει να υπάρχει αντίθεση στο φιλανδικό αστικό κράτος, που σημαίνει ότι πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα για το «καλύτερο για τη Φιλανδία». Είτε είναι υπέρ είτε κατά του ΝΑΤΟ, όσοι βάζουν τη Φιλανδία σε προτεραιότητα είναι απατεώνες, κρύβοντας τις ταξικές αντιθέσεις, που είναι κεντρικές για τους σοσιαλιστές.
Το δίκτυο δεν προσπαθεί να επιβάλει την ενότητα της σκέψης ή της έκφρασης στις συνδεδεμένες οργανώσεις του, αλλά επιδιώκει να διευκολύνει την ενότητα στη δράση ενάντια στο ΝΑΤΟ. Η διαμόρφωση μιας τέτοιας ενότητας δεν είναι εύκολη υπόθεση, καθώς υπάρχουν διαφωνίες σε πολλά θεμελιώδη ζητήματα μεταξύ των συμμετεχόντων, που κυμαίνονται από αναρχικούς μέχρι τροτσκιστές και ανεξάρτητα σκεπτόμενους κομμουνιστές. Θετικά βλέπουν την ανοιχτή συζήτηση και την κριτική ως την κατεύθυνση για την υπέρβαση του σεχταρισμού, την οικοδόμηση μιας πραγματικής σοσιαλιστικής αντιπολίτευσης στο ΝΑΤΟ και τη δημιουργία ενότητας στην επαναστατική αριστερά.
Η διαδικασία του ΝΑΤΟ, η οποία μόλις ξεκίνησε και έχει ήδη θέσει τη Φιλανδία και τη Σουηδία στο επίκεντρο των σημερινών ιμπεριαλιστικών παιχνιδιών εξουσίας, όπως φαίνεται από τις απαιτήσεις της Τουρκίας, θα είναι μια περίοδος καμπής για τη φιλανδική Αριστερά. Ενώ η φιλοϊμπεριαλιστική Αριστερά θα ισχυριστεί ότι είναι δυνατόν να επηρεάσει το ΝΑΤΟ από το εσωτερικό, θα ισχυριστεί επίσης ότι εξακολουθεί να υπερασπίζεται τον αγώνα για κοινωνική δικαιοσύνη για τα λιγότερο προνομιούχα μέλη της κοινωνίας.
Είναι καθήκον των σοσιαλιστών να εκθέσουν αυτή την υποκρισία και να απαιτήσουν μια θέση αρχών ενάντια στον ιμπεριαλισμό και υπέρ της παγκόσμιας προλεταριακής υπόθεσης. Μια Αριστερά που εγκαταλείπει τις αρχές της δεν θα μπορέσει να αγωνιστεί ενάντια στις περικοπές και τις ιδιωτικοποιήσεις που αναμφίβολα θα αντιμετωπίσουν οι Φιλανδοί μετά τις εκλογές του 2023.
Παραπομπές:
- www.swp-berlin.org/publikation/finland-wants-to-use-the-Nato-option.
- www.stopNato.fi/uncategorized/stopNato.
[1] www.swp-berlin.org/publikation/finland-wants-to-use-the-Nato-option.