Σε μια εποχή που πλήθος αιτημάτων, αδιαφοροποίητα και ανιεράρχητα, συγκροτούν, κατά την αντίληψη μιας κυριαρχούσας, ρητά ή άρρητα, τάσης «μεταμαρξισμού», τον «τρόπο» της ριζοσπαστικής πολιτικής μέσω διαρκών και εναλλασσόμενων συναρθρώσεων «λόγου», η επιμονή σε ένα «θεμέλιο» πολιτικής παρέμβασης, γύρω από το οποίο θα πρέπει να συναρθρώνονται τα πολλαπλά, όντως, αιτήματα και οι ποικίλες εγκλήσεις, είναι κομβικής σημασίας.
Τη στιγμή που ο αντίπαλος παίρνει τα πάντα, ο λόγος της κοινοβουλευτικής Αριστεράς είναι, εν πολλοίς, μια ψοφοδεής υπεράσπιση του ήδη υπάρχοντος, το οποίο δεν είναι παρά η προηγούμενη κατάκτηση των νεοφιλελεύθερων κανίβαλων και των τάξεων που εκπροσωπούν.
Τι να κάνουμε, λοιπόν; Απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών, που έλεγε ο Μαρξ. Τίποτε λιγότερο δεν μπορεί να είναι η απάντηση απέναντι στον καπιταλισμό της καταστροφής. Δεν υπάρχει μη αντικαπιταλιστική απάντηση μεσοχρόνια: κομμουνισμός ή βαρβαρότητα είναι το δίλημμα. Το γυμνό δίλημμα, που πρέπει να προεξάρχει στον δημόσιο λόγο της Αριστεράς.
Η αποδοχή, λοιπόν, του νεοφιλελεύθερου καπιταλιστικού φαντασιακού -και όχι ο «ρεαλισμός»- είναι που κάνει μια κάποια Αριστερά να μην διαμορφώνει την πολιτική της βάσει των παραπάνω. Ενώ, η «αντίθετή» της, διαπιστώνοντας παντού αδιέξοδους και παραπλανητικούς ρεφορμισμούς, τα αποφεύγει εξίσου παραπέμποντας σε «ορίζοντες», κομμουνιστικούς μεν, αλλά διαρκώς μετατοπιζόμενους στο μέλλον.
Πριν από ένα μήνα περίπου, η Αλεξάντρια Οκάζιο Κόρτεζ, από την αριστερή πτέρυγα των Δημοκρατικών στις ΗΠΑ, εμφανίστηκε, ως γνωστόν, σε μια εκδήλωση, με ακριβή είσοδο, φορώντας ένα λευκό φουστάνι-πανό, με το σύνθημα tax the rich να καλύπτει το πίσω μέρος του.
Ιδεοτυπικός, πραγματικά, αμερικανισμός. Μόνο εκεί γίνονται αυτά τα χολiγουντιανά.
Η συζήτηση, ωστόσο, γρήγορα ξέφυγε από το event και το πόσο συνάδει μια ριζοσπαστική στάση με παρόμοιες ακτιβιστικές (!) επιλογές και πέρασε στην ουσία του θέματος, κατά πόσο, δηλαδή, η πρόταξη διανεμητικών και αναδιανεμητικών στόχων είναι ο ορθός τρόπος για μια ριζοσπαστική πολιτική.
Διάβασα πολλούς να ισχυρίζονται πως η «μόδα» να προτάσσονται οι ανισότητες, όταν αποτυπώνεται η σημερινή κατάσταση του κόσμου, «μόδα», μάλιστα, που εκπορεύεται όλο και περισσότερο από καθεστωτικότατους κύκλους -από τον Γκέιτς μέχρι τον Σβαμπ του Νταβός, π.χ.- είναι εξαιρετικά παραπειστική στο μέτρο που, αναδεικνύοντας κάποια από τα συμπτώματα, απομακρύνει την προσοχή από τις αιτίες. Στην καλύτερη εκδοχή, πρόκειται για μια αδιέξοδη ρεφορμιστική ατζέντα, για ένα μεταρρυθμισμό, που όμως δεν μπορεί να προσφέρει καμιά πραγματική μεταρρύθμιση. Στη χειρότερη, πρόκειται για εξαπάτηση. Με άλλα λόγια, τα ζητήματα διανομής και αναδιανομής, όντας αληθινά επιλύσιμα μόνο μέσω ενός ριζικού κοινωνικού μετασχηματισμού, δεν μπορεί να προτάσσονται στο πλαίσιο ενός μεταβατικού προγράμματος – είναι, εξάλλου, πολύ «συνδικαλιστικά».
Διαφωνώ πλήρως. Πράγμα που σημαίνει πως, κατά τη γνώμη μου, θα πρέπει αυτά κατεξοχήν να προβάλλονται.
Σε μια εποχή που πλήθος αιτημάτων, αδιαφοροποίητα και ανιεράρχητα, συγκροτούν, κατά την αντίληψη μιας κυριαρχούσας, ρητά ή άρρητα, τάσης «μεταμαρξισμού», τον «τρόπο» της ριζοσπαστικής πολιτικής μέσω διαρκών και εναλλασσόμενων συναρθρώσεων «λόγου», η επιμονή σε ένα «θεμέλιο» πολιτικής παρέμβασης, γύρω από το οποίο θα πρέπει να συναρθρώνονται τα πολλαπλά, όντως, αιτήματα και οι ποικίλες εγκλήσεις, είναι κομβικής σημασίας.
Νομίζω, λοιπόν, πως τα ζητήματα διανομής και αναδιανομής, πλούτου και φτώχειας, φορολογίας και μεταβιβάσεων συγκροτούν το αποτελεσματικότερο «σημείο διαραφής» -για να χρησιμοποιήσω τον «μεταμαρξιστικό» όρο- οποιουδήποτε ηγεμονικού σχεδίου των κατώτερων τάξεων.
Οι αριθμοί βοούν. Δεν χρειάζεται να προσφύγουμε σε ριζοσπάστες ερευνητές.
Ο σοσιαλδημοκράτης παλιάς κοπής Τομά Πικετί μας θυμίζει πως, παραδείγματος χάρη, στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ το 10% του πληθυσμού κατέχει ποσοστά από 60 έως 70% της περιουσίας -και μαζί με το αμέσως παρακάτω 35% του πληθυσμού, το 95% της περιουσίας-, με αποτέλεσμα να απομένει για την πλειονότητα του κόσμου της εργασίας, της επισφάλειας και της ανεργίας ποσοστό λιγότερο του 5%. Επιπλέον, επισημαίνει πως αντίστοιχη και διαρκώς επιδεινούμενη είναι η κατάσταση σε ό,τι αφορά το εισόδημα, στο μέτρο που τα τελευταία σαράντα χρόνια το σύνολο της αύξησης του προϊόντος πηγαίνει στα χρηματοκιβώτια των πλούσιων και ανώτερων μεσαίων, ενώ οι φτωχοί μένουν, στην καλύτερη περίπτωση, σε στάσιμη κατάσταση.
Και μόνο με την εμφάνιση αυτών των στοιχείων δεν θα έπρεπε το πρώτο σύνθημα να αφορά τη δραστική φορολόγηση του πλούτου;
Ειδικά για την Ελλάδα, οι εξελίξεις μέσα στην κρίση βοούν ακόμη περισσότερο.
Σε ό,τι αφορά τον πλούτο οι αριθμοί προσομοιάζουν με τα γενικά στοιχεία που παρουσιάζει ο Πικετί.
Σε ό,τι αφορά τα εισοδήματα, μεταξύ 2008 και 2018, έχουμε μείωση 23% των χαμηλών, 11% των μεσαίων και 6,6% των υψηλών.
Σε ό,τι αφορά τη φορολόγηση -που ο ΣΥΡΙΖΑ «συζητάει» τις «κατηγορίες» της Δεξιάς περί γδαρσίματος των μεσαίων- στην ίδια περίοδο, τα χαμηλά στρώματα είδαν τη συμμετοχή τους στα έσοδα του φόρου εισοδήματος να αυξάνεται κατά 152%, ενώ τα μεσαία κατά 5,3%, μόλις. Αν προσθέσουμε και την ταξική επίπτωση του ΦΠΑ και της φοροδιαφυγής-φοροκλοπής, όπως και τη βάρβαρη απίσχναση του κοινωνικών υπηρεσιών, δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία πως ολόκληρο σχεδόν το «μάρμαρο» το πλήρωσε το κάτω 60% της εισοδηματικής διανομής.
Το «να πληρώσουν οι πλούσιοι», λοιπόν, αυταπόδεικτα προσφέρεται ως κεντρικό νήμα μιας ριζοσπαστικής πολιτικής παρέμβασης.
Γιατί ο στόχος δεν μπορεί παρά να είναι η έκφραση της πλειοψηφικής κοινωνικά εργατικής τάξης, με πρώτο μέλημα την ενδυνάμωση της ταξικής της αυτονομίας. Και αυτή η έκφραση απαιτεί μια ταχεία, εκτεταμένη και εύληπτη ριζοσπαστικοποίηση του λόγου της Αριστεράς.
Δεν χρειάζεται να επισημάνω, νομίζω, πόσο πίσω από τις απαιτήσεις της εποχής βρίσκεται η Αριστερά, εγχώρια και διεθνής, μετριοπαθής και ριζοσπαστική (περίεργος προσδιορισμός, πια). Η καθυστέρησή της -με όλες τις συνδηλώσεις της λέξης- είναι πρόδηλη και καταθλιπτική.
Η άμεση πολιτική έκφανση αυτής της συνθήκης, ιδίως για τη σχετικά «μαζική» Αριστερά, εκδηλώνεται στην αδυναμία της να προτείνει ένα πρόγραμμα πέρα από την καλύτερη (;) διαχείριση του υπάρχοντος. Στην πραγματικότητα, η πολιτική της ορατής Αριστεράς, αυτής που έχει μια κάποια επαφή με επαρκή ποσοτικά «κοινά», είναι μια πολιτική ηπιότερης εκδοχής όσων ήδη υλοποιούνται.
«Ηπιότερος» νεοφιλελευθερισμός, «ηπιότερη» εκμετάλλευση, «ηπιότερη» κατασπατάληση των φυσικών πόρων, «ηπιότερη» περιβαλλοντική καταστροφή… Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, πως ένα σημαντικό τμήμα της έχει αρχίσει να ενσωματώνει στον λόγο του και την νεοφυή απαίτηση της «ανθεκτικότητας».
Ας πάρουμε, για παράδειγμα, το θέμα των ανισοτήτων. Ενημερωνόμαστε, κατά καιρούς, πόσο βασικός «πυλώνας» της αριστερής πολιτικής είναι οι ανισότητες. Πόσο απαράδεκτη είναι η εξέλιξή τους. Πόσο επιτακτική είναι η ανάγκη αντιμετώπισής τους.
Και μετά;
Στην καλύτερη περίπτωση, έχουμε καλύτερες (;) φορολογικές εκδοχές των «βέλτιστων ευρωπαϊκών πρακτικών», στη χειρότερη γενικότητες περί προοδευτικότητας, που ποτέ δεν προσδιορίζεται στοιχειωδώς ποσοτικά. Τη στιγμή που ο αντίπαλος παίρνει τα πάντα, ο λόγος της κοινοβουλευτικής Αριστεράς είναι, εν πολλοίς, μια ψοφοδεής υπεράσπιση του ήδη υπάρχοντος, το οποίο δεν είναι παρά η προηγούμενη κατάκτηση των νεοφιλελεύθερων κανίβαλων και των τάξεων που εκπροσωπούν.
Τι να κάνουμε, λοιπόν; Απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών, που έλεγε ο Μαρξ. Τίποτε λιγότερο δεν μπορεί να είναι η απάντηση απέναντι στον καπιταλισμό της καταστροφής. Δεν υπάρχει μη αντικαπιταλιστική απάντηση μεσοχρόνια: κομμουνισμός ή βαρβαρότητα είναι το δίλημμα. Το γυμνό δίλημμα, που πρέπει να προεξάρχει στον δημόσιο λόγο της Αριστεράς.
Δεν είναι αρκετά ρεαλιστικό, θα πει κάποιος νουνεχής της «μαζικής» Αριστεράς. Γι’ αυτό, ίσως, σε ολόκληρο το πρόγραμμα -ή προ-πρόγραμμα- του ΣΥΡΙΖΑ, παραδείγματος χάρη, δεν υπάρχει ούτε μια φορά η λέξη εκμετάλλευση -για να θυμηθώ την καίρια επισήμανση του Ηλία Ιωακείμογλου σχετικά με τις λέξεις.
Ας πάμε, λοιπόν, στα ρεαλιστικά, αυτά που ήδη έχουν συμβεί επί καπιταλισμού.
Στη «χρυσή» μεταπολεμική εποχή του συστήματος, οι ανώτεροι φορολογικοί συντελεστές εισοδήματος στις ΗΠΑ έφτασαν μέχρι το 90%, με μέση τιμή άνω του 80%. Σε Γαλλία και Γερμανία άγγιξαν το 70%, ενώ στη Βρετανία, τη δεκαετία του ’70, προσέγγισαν το 98%.
Την ίδια περίοδο, οι φόροι περιουσίας και κληρονομιάς κινήθηκαν, επίσης, σε αστρονομικά, από τη σημερινή, ακόμη και την «αριστερή», οπτική, επίπεδα. Φόροι κληρονομιάς στους πλούσιους άνω του 70% ήταν κανονικότητα.
Η αποδοχή, λοιπόν, του νεοφιλελεύθερου καπιταλιστικού φαντασιακού -και όχι ο «ρεαλισμός»- είναι που κάνει μια κάποια Αριστερά να μην διαμορφώνει την πολιτική της βάσει των παραπάνω. Ενώ, η «αντίθετή» της, διαπιστώνοντας παντού αδιέξοδους και παραπλανητικούς ρεφορμισμούς, τα αποφεύγει εξίσου παραπέμποντας σε «ορίζοντες», κομμουνιστικούς μεν, αλλά διαρκώς μετατοπιζόμενους στο μέλλον.
-
Χρήστος Λάσκοςhttps://commune.org.gr/author/christoslaskos/
-
Χρήστος Λάσκοςhttps://commune.org.gr/author/christoslaskos/