Νέα στοιχεία για την απαξίωση της εργασίας στην Ελλάδα

Νέα στοιχεία για την απαξίωση της εργασίας στην Ελλάδα

Μια νέα μεταβλητή έχει προστεθεί στα στατιστικά στοιχεία τής Eurostat: Πρόκειται για τον μέσο ακαθάριστο μισθό για εργασία με πλήρες ωράριο στις χώρες τής Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι δηλαδή μια μεταβλητή από την οποία έχει αφαιρεθεί η επίπτωση της μερικής απασχόλησης στους μισθούς. Ο κωδικός της μεταβλητής αυτής είναι nama_10_fte και βρίσκεται στην σελίδα της Eurostat στην διεύθυνση https://ec.europa.eu/eurostat/databrowser/view/nama_10_fte/default/table?lang=en. H μεταβλητή αυτήδεν περιλαμβάνει τις πληρωμές που πραγματοποιούν οι εργοδότες στα ασφαλιστικά ταμεία για λογαριασμό του μισθωτού. 

 

Η αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού στην Ελλάδα ακολούθησε πτωτική πορεία από το 2009 έως σήμερα, όχι μόνο με κυβέρνηση ΝΔ αλλά και με κυβέρνηση Σύριζα. Όπως φαίνεται στο διάγραμμα, η ανάλυση των στοιχείων δεν μας προσφέρει κανένα σημείο ότι η πτώση τείνει να ανακοπεί στο άμεσο μέλλον. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί μόνο εάν αλλάξει ο συσχετισμός δύναμης εργασίας και κεφαλαίου που διαμορφώνει τον μέσο μισθό. 

Αυτά μπορούμε να διαπιστώσουμε με βάση την νέα χρονολογική σειρά για τους μισθούς που δημοσιεύει πλέον η Eurostat. Πρόκειται για τον μέσο ακαθάριστο μισθό για εργασία με πλήρες ωράριο, ο οποίος επομένως δεν επηρεάζεται από την μερική απασχόληση, και ο οποίος δεν περιλαμβάνει τις εργοδοτικές ασφαλιστικές εισφορές. Μπορούμε, έτσι, με τα νέα στοιχεία, να έχουμε μια ακριβέστερη αποτύπωση της αγοραστικής δύναμης του μέσου μισθού. 

Τι δείχνει η ανάλυση των νέων στοιχείων

Η γραφική παράσταση της αγοραστικής ικανότητας του μέσου ακαθάριστου μισθού για εργασία με πλήρες ωράριο (στο εξής, θα αναφέρεται απλώς ως “μέσος πραγματικός μισθός”) φαίνεται στο συνημμένο διάγραμμα. Διακρίνουμε τρεις περιόδους μεταβολών: την περίοδο πριν από την κρίση, από το έτος 2000 έως το 2009, την περίοδο των δύο πρώτων μνημονίων από το έτος 2010 έως το τέλος του 2014, και την περίοδο της υποτιθέμενης ανάκαμψης της οικονομίας, από το 2015 έως σήμερα. Η τρίτη περίοδος περιλαμβάνει τα χρόνια της διακυβέρνησης από τον Σύριζα και εν συνεχεία από την ΝΔ, πλην όμως από την άποψη των μεταβολών των μισθών, που εξετάζουμε εδώ, πρόκειται για ενιαία περίοδο. Ενιαία όμως περίοδο αποτελεί και το σύνολο των ετών 2009-2022. Ας δούμε γιατί.

Η πρώτη περίοδος, 2000 έως 2009, αποτελεί φάση της ανοδικής πορείας της ελληνικής οικονομίας που πραγματοποιήθηκε μετά το 1995, όταν οι αυξήσεις του ΑΕΠ ήταν από τις μεγαλύτερες σε διεθνή σύγκριση, οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου αυξάνονταν με ταχείς ρυθμούς, ο δανεισμός ήταν άφθονος και αύξανε την ιδιωτική κατανάλωση κλπ. Μετά το 2000, η συνεχιζόμενη μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας είχε οδηγήσει και σε χαμηλά ποσοστά ανεργίας που ευνοούσαν τον συσχετισμό δύναμης της εργασίας έναντι του κεφαλαίου, και συνακόλουθα τις αυξήσεις των μισθών. Σε διάστημα μιας πενταετίας (2000-2005), ο μέσος πραγματικός μισθός αυξήθηκε από τις 18,5 χιλιάδες ευρώ στις 22,7 χιλιάδες ετησίως (επίπεδο Α στο διάγραμμα). Αυτό κατέστη δυνατό επειδή εκτός από το χαμηλό ποσοστό ανεργίας που ενισχύει την διαπραγματευτική δύναμη των μισθωτών, υπήρχαν τότε και αυξήσεις της παραγωγικότητας της εργασίας που λειτουργούσαν ως αμυντικό μέσο των επιχειρήσεων επειδή ο μισθός ως κόστος εργασίας για τις επιχειρήσεις εξαρτάται μεν από τον μισθό, εξαρτάται όμως και από την παραγωγικότητα της εργασίας (βλ. “κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος”). 

Η δεύτερη περίοδος, 2010 έως το τέλος του 2014, όταν εφαρμόστηκαν τα δύο πρώτα μνημόνια, αποτελεί την πρώτη φάση της κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού που παραμένει ανοιχτή από το 2009 έως σήμερα. Η κατακόρυφη άνοδος του ποσοστού ανεργίας σε συνδυασμό με τις διαρθρωτικές αλλαγές στην αγορά εργασίας (πέρασμα του κατώτατου μισθού από τις διαπραγματεύσεις εργατικών συνδικάτων και εργοδοτικών οργανώσεων στον μονομερή καθορισμό από το υπουργείο εργασίας, απελευθέρωση των επιχειρήσεων από κανόνες που προστατεύουν την εργασία κλπ) οδήγησαν σε δραματική αποδυνάμωση της διαπραγματευτικής ισχύος των μισθωτών και προκάλεσε κατακόρυφη πτώση του μέσου μισθού από τις 22,7 χιλιάδες ευρώ ετησίως στις 18,1 χιλιάδες (ήτοι μείωση 20,2%) (επίπεδο Β στο διάγραμμα). 

Η τρίτη περίοδος, 2015 έως το τέλος του 2022, αποτελεί την φάση εφαρμογής του τρίτου μνημονίου και εδραίωσης της πολιτικής που επιβλήθηκε με τα τρία μνημόνια συνολικά ως η μόνη δυνατή πολιτική, η οποία επιπλέον ασκείται οικειοθελώς από τις ελληνικές κυβερνήσεις σε διάφορες παραλλαγές με εθνικά χρώματα. Στην διάρκεια της τρίτης περιόδου ο μέσος πραγματικός μισθός μειώθηκε περαιτέρω κατά 8,5% (επίπεδο Δ). 

Τα συμπεράσματα

Διαπίστωση πρώτη: Η απαξίωση της εργασίας στην Ελλάδα είναι ενιαία μακροχρόνια διαδικασία που ήδη έχει εισέλθει στο 14ο έτος της και συνεχίζεται. Πιο συγκεκριμένα, από μακροχρόνια άποψη, θεωρώντας δηλαδή το σύνολο της περιόδου 2010-2022, το συμπέρασμα που επιβάλλεται από την ανάλυση του συνημμένου διαγράμματος είναι ότι υπήρξε ενιαία διαδικασία απαξίωσης της εργασίας, διαδικασία κατά την όποια οι μειώσεις υπερτερούσαν των ελάχιστων περιπτώσεων κατά τις οποίες σημειώθηκαν αυξήσεις. Στην διάρκεια των 13 ετών συνολικά (2010-2022) η αγοραστική δύναμη του μισθού μειώθηκε κατά τα 10 έτη και αυξήθηκε κατά τα τρία (2015, 2017 και 2020). Στα 10 έτη μειώσεων μπορούμε να προσθέσουμε και ως ενδέκατο το 2023, για το οποίο δεν έχουμε στατιστικά στοιχεία αλλά όλοι γνωρίζουμε ότι θα είναι ακόμη ένα έτος μείωσης της αγοραστικής δύναμης των μισθών λόγω του πληθωρισμού και των ανεπαρκών αυξήσεων των ονομαστικών αμοιβών εργασίας.    

Διαπίστωση δεύτερη: Μέχρι το τέλος του 2022, η απαξίωση της εργασίας έχει οδηγήσει την αγοραστική ικανότητα του μέσου μισθού σε επίπεδο χαμηλότερο κατά 27% έναντι της αντίστοιχης ικανότητας κατά το 2009. Αυτό είναι το συνδυασμένο αποτέλεσμα των τριών διαδοχικών μειώσεων: μείωση 20,2% με τα πρώτα δύο μνημόνια, μείωση 4,8% χάρη στην κυβέρνηση Σύριζα και μείωση 3,7% επί Μητσοτάκη (1). Όταν προστεθεί σε αυτά και η μείωση του 2023, η συνολική μείωση της αγοραστικής δύναμης του μέσου μισθού θα έχει υπερβεί το 28%, ίσως και το 29%. Από αυτά προκύπτει επίσης η τρίτη διαπίστωση: Η απαξίωση της εργασίας συνεχίζεται επί 14 έτη ανεξάρτητα από τις κυβερνήσεις της περιόδου 2009-2022. Η κυβέρνηση Σύριζα δεν αποτελεί εξαίρεση. 

Διαπίστωση τέταρτη: Η απαξίωση της εργασίας στην Ελλάδα δεν αποτελεί ιδιαίτερη περίπτωση μιας γενικής απαξίωσης που πραγματοποιείται στον Ευρωπαϊκό Νότο, αλλά αποτελεί μοναδική περίπτωση. Αυτό προκύπτει από την ίδια πηγή στοιχείων που αναφέρεται στην αρχή του άρθρου: στην Ισπανία και την Πορτογαλία, ο μέσος πραγματικός μισθός είναι πλέον υψηλότερος σε σύγκριση με το 2009, ενώ στην Κύπρο είναι μεν χαμηλότερος αλλά η συνολική μείωσή του δεν έχει την δραματική διάσταση που έχει πάρει στην Ελλάδα. 

_________________

(1) (1-0,048)(1-0,037)(1-0,202)=0,731 άρα μείωση 0,731-1 = -0,269 = -26,9%

+ posts