Ο «αριστερός» ανορθολογισμός στα χρόνια της πανδημίας

Ο «αριστερός» ανορθολογισμός στα χρόνια της πανδημίας

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ως αποτέλεσμα, τα βασικά μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση για την αναπαραγωγή του συστήματος, για να μην διαλυθεί στα εξ ων συνετέθη, δηλαδή η καραντίνα, η μάσκα και το εμβόλιο, θεωρήθηκαν «στρατηγικές του κεφαλαίου» για την καθυπόταξη των ήδη διάσπαρτων, έκπνεων και λιγοστών δυνάμεων των υποτελών κοινωνικών τάξεων, ως εάν να μην αρκούσαν τα χτυπήματα από την προδοσία της κυβέρνησης του Σύριζα και το μένος από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, και να χρειαζόταν επιπλέον μια «στρατηγική του κεφαλαίου» για να πειθαρχήσουν, επιτέλους, οι ασθενικές δυνάμεις των υποτελών (και όλα αυτά με πολύ μεγάλο κόστος για το κεφάλαιο).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Απέναντι στον αντιφατικό λόγο της εξουσίας, ο αντίλογος της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, αποκομμένος από την μαρξιστική θεωρία του κράτους και γι’ αυτό ανίκανος να κατανοήσει την διπλή λειτουργία του, στράφηκε στην αναζήτηση της «κρυμμένης αλήθειας», των «πραγματικών προθέσεων», και εν τέλει της συνομωσίας, αναγκαστικά χωρίς πλέον σχέση με το κριτήριο της πρακτικής, δηλαδή με την απαίτηση η πραγματικότητα να μην διαψεύδει τους ισχυρισμούς μας ώστε αυτοί να επικυρωθούν ως ορθοί.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο ανορθολογισμός, λοιπόν, είναι η απελευθέρωση από τα δεσμά των κριτηρίων που χρησιμοποιεί ο ορθολογισμός για να κρίνει εάν μια απόφανση είναι ορθή ή εσφαλμένη˙ αποτελεί το σημείο εκκίνησης ενός καταιγισμού σοφισμάτων, πλαστών ή ανύπαρκτων στατιστικών στοιχείων (ή ακόμα και υπαρκτών στατιστικών στοιχείων που χρησιμοποιούνται για άστοχες συγκρίσεις), ανυπόστατων συμπερασμάτων, αφορισμών και ηθικών κρίσεων αλλά και θεωρητικών συλλογισμών που γλιστράνε παράνομα σε θεωρητικά κείμενα.

Η πανδημία ανέδειξε, μεταξύ άλλων, και τούτη την θλιβερή αλήθεια: Στον ανορθολογισμό δεν προσχωρούν πλέον μόνο οι ακροδεξιοί, οι θρησκόληπτοι και οι παρόμοιοι, αλλά και μια καθόλου ευκαταφρόνητη μερίδα της Αριστεράς˙ όχι με τον ίδιο χονδροειδή και βάρβαρο τρόπο των δεξιών, αλλά με έναν πιο αξιοπρεπή τρόπο, που μερικές φορές φτάνει στην ανοησία με τόση εμβρίθεια που ο ανορθολογισμός και οι θεωρίες συνωμοσίας καθίσταται δυσδιάκριτες. Είναι προφανές ότι αυτό το φαινόμενο αποσύνθεσης δεν είναι δυνατό να το αγνοήσουμε˙ όχι μόνο επειδή είναι η πρώτη φορά από τότε που θυμόμαστε τον κόσμο κατά την οποία ένα τμήμα της Αριστεράς προσχωρεί στον ανορθολογισμό˙ αλλά επίσης επειδή το φαινόμενο αυτό ενδέχεται να σηματοδοτεί ένα σημείο μη επιστροφής πέραν του οποίου το εν λόγω τμήμα της Αριστεράς θα έχει αλλάξει οριστικά ιδεολογικό, και σε βάθος χρόνου πολιτικό, προσανατολισμό.

Από τις κραυγαλέες «αριστερές» θεωρίες συνωμοσίας που βρίθουν στα κοινωνικά δίκτυα, έως τις πιο περισπούδαστες, που αναφέρονται στο έργο του Μισέλ Φουκώ και του Τζόρτζο Αγκάμπεν, αντιμετωπίζουμε ιδεολογήματα και θεωρίες ανθεκτικές στην οποιαδήποτε κριτική. Η ανθεκτικότητά τους οφείλεται πιθανότατα στο γεγονός ότι το φαινόμενο είναι πολυπαραγοντικό˙ προκύπτει δηλαδή από μια ιστορική συγκυρία κατά την οποία συγκλίνουν πολλοί παράγοντες που ευνοούν την ανάπτυξή του. Ας ξεκινήσουμε, σε αυτό το άρθρο, με τον πρώτο (και ίσως τον σημαντικότερο) από αυτούς τους παράγοντες: την διάρρηξη της σχέσης ενός μεγάλου τμήματος της  Αριστεράς με την μαρξιστική θεωρία του κράτους.

Οι δύο λειτουργίες του αστικού κράτους

Το αστικό κράτος έχει δύο διακριτές λειτουργίες: Η μία πλευρά είναι η ενίσχυση και η οργάνωση της αξιοποίησης του κεφαλαίου, δηλαδή της εκμετάλλευσης της εργασίας και της παραγωγής κέρδους. Αυτή είναι η πρώτη λειτουργία του αστικού κράτους, αλλά υπάρχει και μια δεύτερη, η οποία είναι η οργάνωση της αναπαραγωγής του συστήματος, δηλαδή της συνοχής του, η διατήρηση των συστατικών στοιχείων του, των επιχειρήσεων, του εργατικού δυναμικού, των θεσμών που συμβάλλουν στην αναπαραγωγή των κοινωνικών ταξικών σχέσεων, όπως το εκπαιδευτικό σύστημα, το οικογενειακό δίκαιο κλπ˙ είναι επίσης η αναπαραγωγή των σχέσεων που συνδέουν τα στοιχεία του συστήματος μεταξύ τους, με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, το δικαστικό σύστημα κλπ. Πρόκειται επομένως για αναπαραγωγή του συστήματος έτσι ώστε την επόμενη ημέρα οι κυρίαρχοι να είναι ακόμα κυρίαρχοι και οι υποτελείς να είναι ακόμα υποτελείς. Αυτά τα δύο καθήκοντα της εξουσίας, δηλαδή να φροντίζει ώστε να συγκεντρώνονται οι υλικοί και ιδεολογικοί όροι τόσο της αξιοποίησης του κεφαλαίου όσο και της αναπαραγωγής του κεφαλαίου είναι ιστορικά καθήκοντα, έχουν δηλαδή την προέλευσή τους στον τρόπο με τον οποίο είναι χτισμένο το σύστημα, έχουν αντικειμενικό και αναγκαίο χαρακτήρα, δεν εξαρτώνται από την βούληση κανενός.

Ένα πρόβλημα ωστόσο δημιουργείται από το γεγονός ότι στα λιγοστά θραύσματα μαρξιστικής θεωρίας που έχουν απομείνει στην συλλογική μνήμη της Αριστεράς, δεν περιλαμβάνεται αυτή η θεωρία για τις δύο λειτουργίες του αστικού κράτους, και περίπου όλοι νομίζουν πως αυτό έχει μία και μοναδική λειτουργία, δηλαδή να διευκολύνει και να προωθεί την αξιοποίηση του κεφαλαίου, την κερδοφορία των επιχειρήσεων – και το πράγμα τελειώνει εκεί. Ωστόσο, στη μαρξιστική θεωρητική παράδοση, το αστικό κράτος δεν έχει μόνον αυτή την λειτουργία: έχει και το ιστορικό καθήκον να διασφαλίζει τους όρους της αναπαραγωγής του συστήματος, της αναπαραγωγής του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, δηλαδή τους υλικούς και θεσμικούς όρους για να παρουσιάζονται στο διηνεκές στην αγορά εργασίας οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις ως αγοραστές των εργασιακών μας ικανοτήτων, οι δε κάτοχοι αυτών των ικανοτήτων να παρουσιάζονται στο διηνεκές στην αγορά εργασίας ως οι αντίστοιχοι πωλητές, ως μισθωτοί, κατά κανόνα υπό το κράτος της ωμής υλικής ανάγκης.

Έχοντας στο μυαλό την αντίληψη πως το αστικό κράτος έχει ως μοναδική λειτουργία του την προώθηση της αξιοποίησης του κεφαλαίου και την μεγιστοποίηση των κερδών του, πολύ εύκολα γλιστράει κάποιος στην ευκολία να τοποθετείται μονίμως στον αντίποδα των αποφάσεων της κυβέρνησης και των άλλων βαθμίδων της κρατικής εξουσίας˙ διότι εάν το αστικό κράτος εκπροσωπεί αποκλειστικά και μονίμως το άμεσο συμφέρον του κεφαλαίου, και είναι επομένως ένα εργαλείο στα χέρια της κυρίαρχης αστικής τάξης, δεν έχει κάποιος παρά να καταλαμβάνει την συμμετρικά αντίθετη θέση έναντι της κυβέρνησης και του κράτους ώστε να είναι αριστερός – γιατί όχι και επαναστάτης. Από το σημείο αυτό και μετά, ούτε θεωρία χρειάζεται ούτε συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης, δηλαδή της συγκυρίας˙ είναι όλα λυμένα. Άσπρο απέναντι στο μαύρο, μαύρο απέναντι στο άσπρο. Αυτή είναι η κατάσταση ενός μεγάλου μέρους του λαού της Αριστεράς σήμερα.

Η διολίσθηση στον ανορθολογισμό

Αυτή είναι η κατάσταση μιας μεγάλης μερίδας του λαού της Αριστεράς, και είναι η πανδημία που έφερε στο φως την έκταση του προβλήματος˙ διότι η κυβέρνηση ήταν καταδικασμένη, στην διάρκεια της πανδημίας, να συμβιβάζει αντιφατικούς στόχους˙ από την μια μεριά τις ανάγκες της αξιοποίησης του κεφαλαίου και από την άλλη της αναπαραγωγής του συστήματος. Οδηγήθηκε, έτσι, η κυβέρνηση σε μια σειρά μέτρων καταφανώς αντιφατικών ή αντικρουόμενων, των οποίων η φύση και η σκοπιμότητα δεν μπορούσε να γίνει κατανοητή από πολλές δυνάμεις του λαού της Αριστεράς επειδή ακριβώς αυτή η τελευταία δεν κατανοεί, πλέον, τις δύο λειτουργίες του αστικού κράτους. Μοιραία, σειρά κυβερνητικών μέτρων θεωρήθηκαν προϊόν καθαρής υποκρισίας και επιστρατεύθηκαν οι θεωρίες συνωμοσίας και βιοπολιτικής προκειμένου να καλυφθεί το ερμηνευτικό κενό που έχει αφήσει πίσω της η διάρρηξη των σχέσεων της Αριστεράς με την μαρξιστική θεωρία του κράτους αναφορικά με τις δύο λειτουργίες του.

Ως αποτέλεσμα, τα βασικά μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση για την αναπαραγωγή του συστήματος, για να μην διαλυθεί στα εξ ων συνετέθη, δηλαδή η καραντίνα, η μάσκα και το εμβόλιο, θεωρήθηκαν «στρατηγικές του κεφαλαίου» για την καθυπόταξη των ήδη διάσπαρτων, έκπνεων και λιγοστών δυνάμεων των υποτελών κοινωνικών τάξεων, ως εάν να μην αρκούσαν τα χτυπήματα από την προδοσία της κυβέρνησης του Σύριζα και το μένος από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, και να χρειαζόταν επιπλέον μια «στρατηγική του κεφαλαίου» για να πειθαρχήσουν, επιτέλους, οι ασθενικές δυνάμεις των υποτελών (και όλα αυτά με πολύ μεγάλο κόστος για το κεφάλαιο).

Απέναντι στον αντιφατικό λόγο της εξουσίας, ο αντίλογος της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, αποκομμένος από την μαρξιστική θεωρία του κράτους και γι’ αυτό ανίκανος να κατανοήσει την διπλή λειτουργία του, στράφηκε στην αναζήτηση της «κρυμμένης αλήθειας», των «πραγματικών προθέσεων», και εν τέλει της συνωμοσίας, αναγκαστικά χωρίς πλέον σχέση με το κριτήριο της πρακτικής, δηλαδή με την απαίτηση η πραγματικότητα να μην διαψεύδει τους ισχυρισμούς μας ώστε αυτοί να επικυρωθούν ως ορθοί. Αυτή δε η διάρρηξη των σχέσεων ενός μεγάλου τμήματος της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς με το κριτήριο της πρακτικής, έχει ανοίξει για τα καλά τον δρόμο στον ανορθολογισμό, που οδηγεί μακριά από την ιστορική τροχιά της Αριστεράς σε όλες τις μορφές της και τις παραλλαγές της.

Ο ανορθολογισμός ήταν πάντοτε στο απέναντι στρατόπεδο, δεν ήταν στο δικό μας. Τώρα, είναι εδώ, σε εμάς, στις συζητήσεις στους κόλπους της Αριστεράς, όπου για πολλούς όλοι οι ισχυρισμοί ισχύουν ή δεν ισχύουν χωρίς λογικό έλεγχο και χωρίς το κριτήριο της πρακτικής.

Ας δούμε, όμως, αναλυτικότερα πώς δουλεύει ο ανορθολογισμός.

Πώς δουλεύει o ανορθολογισμός

Τα κριτήρια του ορθολογισμού για να δεχθούμε μιαν απόφανση ως ορθή είναι δύο: Πρώτον, η απόφανση δεν πρέπει να παραβιάζει τους κανόνες της Λογικής, και δεύτερον, να μην διαψεύδεται από το κριτήριο της πρακτικής (δηλαδή από όσα όντως συμβαίνουν στην πραγματικότητα). Όταν μια απόφανση δεν αντιβαίνει σε αυτά τα δύο κριτήρια δύναται να επικυρωθεί κοινωνικά ως ορθή, όχι ως ατομική υπόθεση (όπου ο καθένας μπορεί να πιστεύει ό,τι θέλει) αλλά κοινωνικά (δηλαδή να εγκρίνεται από τους άλλους).

Ο ανορθολογισμός, λοιπόν, είναι η απελευθέρωση από τα δεσμά των κριτηρίων που χρησιμοποιεί ο ορθολογισμός για να κρίνει εάν μια απόφανση είναι ορθή ή εσφαλμένη˙ αποτελεί το σημείο εκκίνησης ενός καταιγισμού σοφισμάτων, πλαστών ή ανύπαρκτων στατιστικών στοιχείων (ή ακόμα και υπαρκτών στατιστικών στοιχείων που χρησιμοποιούνται για άστοχες συγκρίσεις), ανυπόστατων συμπερασμάτων, αφορισμών και ηθικών κρίσεων αλλά και θεωρητικών συλλογισμών που γλιστράνε παράνομα σε θεωρητικά κείμενα. Όλα αυτά μαζί, ατάκτως ριγμένα στον σωρό, σχηματίζουν μια ανορθολογική αντίληψη για τα πράγματα, εν προκειμένω για την πανδημία. Παραδόξως, και δυστυχώς για εμάς, η κοινωνική επικύρωση των ιδιωτικών συλλογισμών, ισχυρισμών, επιχειρημάτων, δεν προκύπτει μόνο με βάση τα κριτήρια του ορθολογισμού αλλά και με έναν δεύτερο τρόπο, που είναι απλώς η αναγνώριση των ομοίων μας: εάν δηλαδή διατυπώνουμε έναν ισχυρισμό που γίνεται αποδεκτός και από άλλους, όσο και αν αυτός δεν αντέχει στην δοκιμασία των κανόνων της Λογικής και του κριτηρίου της πρακτικής, τότε μπορεί να επικυρωθεί κοινωνικά, αν μη τι άλλο στο εσωτερικό μιας πολιτικής ή κοινωνικής ομάδας. Όσο μάλιστα πληθύνονται όσοι πιστεύουν σε μια δοξασία, τόσο πιο γρήγορα αυτή διαδίδεται με την απαίτηση να εμφανίζεται ωσάν η αλήθεια. Αυτή η ψευδο-επικύρωση από την άποψη της λογικής, αλλά πολύ πραγματική επικύρωση από την άποψη των πρακτικών συνεπειών της, μετατρέπει την ανορθολογική αντίληψη για τον κόσμο σε μαζική ιδεολογία, και αν προσφέρονται οι αντικειμενικές συνθήκες, την μετατρέπει σε δημαγωγία και σε υλική δύναμη.

Αυτή είναι η διαδικασία που έχει φέρει στο αφρό των ημερών τον ανορθολογισμό ενός τμήματος του λαού της Αριστεράς. Σε μια παρακμιακή πορεία, οι αριστεροί αρνητές της πραγματικότητας της πανδημίας έχουν απορρίψει τα μαθηματικά που χρησιμοποιεί η επιδημιολογία, έχουν διαβάσει επιλεκτικά και έχουν κακοποιήσει τα στατιστικά στοιχεία, έχουν αναπτύξει «δικές τους» μεθόδους στατιστικής ανάλυσης, καταλαβαίνουν όπως θέλουν τα συμπεράσματα των επιστημονικών μελετών, περιφρονούν τις φυσικές επιστήμες ως εάν να ήταν οι υπηρέτες και οι υπηρέτριες της εξουσίας, θεωρούν ότι η πανδημία του κορωνοϊού είναι συγκρίσιμη με τις επιδημίες της γρίπης, υποστηρίζουν ότι υπάρχει «στρατηγική της καραντίνας», ότι καλό είναι να αποφεύγουμε τα εμβόλια διότι είναι πιθανότατα επιβλαβή, και θεωρούν μάλιστα ότι ο χυλός αυτός δοξασιών αποτελεί αριστερή παρέμβαση στη συγκυρία.