Πριν λίγες ημέρες πέθανε ένας πολύ σημαντικός σύγχρονος φιλόσοφος, κοινωνιολόγος και μελετητής της επιστήμης, ο Μπρούνο Λατούρ, σε ηλικία 75 ετών. Ο Λατούρ απέδιδε κεντρικό ρόλο στην οικολογία και μάλιστα στα τελευταία του βιβλία είχε αναπτύξει την ιδέα ότι η οικολογία είναι «η νέα ταξική πάλη».
Το 2017 έγραψε το «Πού θα προσγειωθούμε; Δοκίμιο πολιτικού προσανατολισμού στο Νέο Κλιματικό Καθεστώς», ένα βιβλίο περισσότερο πολιτικής οικολογίας και λιγότερο ακαδημαϊκό, με το οποίο προσέγγισε ένα ευρύτερο κοινό.
Σε αυτό ο Latour καταγράφει και ομαδοποιεί τις μεγάλες σύγχρονες προκλήσεις προσπαθώντας να προσανατολίσει την πολιτική και την επιστήμη με γνώμονα το νέο κλιματικό καθεστώς. Προκειμένου να συμβεί αυτό, ισχυρίζεται, πρέπει πρώτα να απαλλαγούμε από τη βασική παραδοχή ότι η «φύση» μπορεί να υποστηρίζει αέναα τις ανθρώπινες δραστηριότητες, πάνω στην οποία στηρίχθηκαν τόσο η Αριστερά όσο και η Δεξιά, και να αναγνωρίσουμε ότι μέσα στο πεδίο της ταξικής αντιπαράθεσης έχει εισέλθει με σφοδρότητα ο παράγοντας περιβάλλον. Παρότι όμως το περιβάλλον απασχολεί περισσότερο τους φτωχότερους και τους ανέστιους, ωστόσο διατρέχει και τους πάλαι ποτέ προνομιούχους λαούς της παραδοσιακής «Δύσης» (ΗΠΑ και ΕΕ). Οι τελευταίοι -κάτω από την προπαγάνδα των ελίτ που, για να αποκρύψουν το μέγεθος του προβλήματος, καλλιέργησαν συνειδητά την παραπληροφόρηση- αναγνωρίζουν ως κύριο πρόβλημα μόνο τις μεταναστευτικές ροές και ως άμυνα για την ανασφάλεια που αισθάνονται υιοθετούν την άρνηση της πραγματικότητας.
Αν μέχρι εδώ όλα τα παραπάνω είναι γνωστά και έχουν ειπωθεί, μια διαφορά είναι ότι ο Latour αποδίδει μονοσήμαντα στις κρίσιμες περιβαλλοντικές συνθήκες τόσο τις μεταναστευτικές ροές όσο και την αύξηση των ανισοτήτων, θεωρώντας αμφότερα ως αποτελέσματα της επίγνωσης των ελίτ ότι η γη πλέον αντιδρά βίαια και δεν υπάρχει κατοικήσιμο έδαφος για όλους. Θεωρεί δηλαδή ότι πρόκειται για μια στρατηγική και μακροπρόθεσμη επιλογή της παγκόσμιας «εξουσίας» και όχι για στρατηγικές επιμέρους εταιρικών συμφερόντων (π.χ. των πετρελαϊκών) και πολιτικών ομαδοποιήσεων (π.χ. ακροδεξιών, αρνητών κ.λπ.).
Αξίζει να σημειωθεί ότι παρότι το βιβλίο γράφτηκε πριν από την περίοδο της πανδημίας, εξηγεί σε μεγάλο βαθμό το φαινόμενο των αρνητών της επιστήμης και της σύνδεσής τους με την ακροδεξιά.
Κατά τον Latour, το βασικό δίπολο στην κοινωνική πραγματικότητα είναι η σύγκρουση ανάμεσα στον «εκμοντερνισμό» του πλανήτη που προωθεί την αρνητική πλευρά της παγκοσμιοποίησης και στην αναδίπλωση και επιστροφή στον εθνικισμό-εθνοτισμό και τα κλειστά σύνορα. Η ουσιαστική μάχη πρέπει να δοθεί για ένα διαφορετικό περιεχόμενο στο σύνολο των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, που δεν θα έχουν ως στόχο τη διαρκή επιτάχυνσή τους, αλλά τη συμβίωση. Σε αυτή την κατεύθυνση ο Latour διαπιστώνει ότι δυστυχώς η πολιτική οικολογία δεν συναντήθηκε με τον σοσιαλισμό στο πεδίο των κεντρικών πολιτικών υποκειμένων, αλλά παραλείπει να αναφερθεί στα αριστερά και οικολογικά ρεύματα που συναντήθηκαν και εξακολουθούν να συναντιούνται στα κινήματα αντι-παγκοσμιοποίησης και τα κλιματικά κινήματα.
Στην κατεύθυνση της αλλαγής πορείας, ο συγγραφέας θεωρεί κεντρικό τον ρόλο της επιστήμης και την ανάγκη ριζικού αναπροσανατολισμού της, ώστε να συλλάβει τη φύση ως διαδικασία και αλληλεπίδραση και όχι διακρίνοντας το περιβάλλον από τα έμβια όντα. Η άποψη να «εμπλουτίσουμε» την επιστήμη με παραδοσιακές δεξιότητες και ευαισθησίες, οι οποίες λοιδορήθηκαν από την υλιστική, ορθολογική και εκμοντερνιστική προσέγγιση της επιστήμης, παραμένει γοητευτική αν και μετέωρη ως προς την εφαρμοσιμότητά της. Επίσης μετέωρη παραμένει και η προτροπή να διακρίνουμε τις σχέσεις και όντα που μας είναι απαραίτητα και συνεπώς άξια διάσωσης.
Τέλος, στην προσπάθειά του να δει έναν νέο δρόμο, ο Latour υποδεικνύει την Ε.Ε. ως προνομιακό τόπο απ’ όπου θα μπορούσε να ξεκινήσει μια προσπάθεια εναλλακτικής επιστημονικής, πολιτικής και κοινωνικής προσέγγισης της πορείας της ανθρωπότητας. Παραγνωρίζει ωστόσο, ίσως και συνειδητά, το γεγονός ότι εντός της Ε.Ε. τα ισχυρότερα κράτη επιβάλλουν τους κανόνες συντρίβοντας τα περιφερειακά κράτη όπως π.χ. την Ελλάδα, ότι μέχρι τώρα ο βασικός ρόλος της Ε.Ε. δεν ήταν ενοποιητικός αλλά όξυνε τις αποκλίσεις. Τα επιχειρήματα που επιστρατεύει, μοιάζει να προέρχονται από αυτό που εξαγγελλόταν ως ευρωπαϊκή στρατηγική τα προηγούμενα χρόνια, πριν ακόμη και από την τελευταία διεύρυνση, όταν ήταν κεντρικές οι κατευθύνσεις της σύγκλισης, της αλληλεγγύης, της δημοκρατικής αποκέντρωσης και της Ευρώπης των Περιφερειών.
Παραγνωρίζει τη δυναμική και την αρχιτεκτονική του καπιταλισμού και της οικονομίας της αγοράς, δηλαδή ότι η παραγωγή υπεραξίας τόσο από τους ανθρώπους όσο και από τη φύση, και ο ανταγωνισμός, υποχρεώνουν το σύστημα να κινείται διαρκώς επιταχυνόμενο και μεγεθυνόμενο και ότι το «κίνητρο» των ελίτ δεν είναι μόνο μια ανήθικη επιλογή, αλλά μια εγγενής κινητήρια δύναμη. Αναγνωρίζει την ύπαρξη μιας «νέας εξουσίας» την αντίδραση της φύσης και προσδοκά την «θεσμοθέτησή» της, χωρίς να προτείνει το πώς θα μπορούσε να αποκτήσει θεσμική έκφραση.
Ο Latour στο συγκεκριμένο έργο, μέσα από την έκφραση της αγωνίας για τα αδιέξοδα της ανθρωπότητας, επιχειρεί να προσδώσει μεγαλύτερη έμφαση στο κρίσιμο θέμα της σύνδεσης ανάμεσα στην ανάπτυξη και τα οικολογικά όρια και να ανιχνεύσει ποιες και με ποιον τρόπο θα είναι οι δρώσες δυνάμεις, τα δρώντα υποκείμενα, οι δρώντες θεσμοί, με ποιες συμμαχίες και σε ποιους τόπους, που θα αναλάβουν το εγχείρημα να αλλάξουν την πορεία της ανθρώπινης ιστορίας που οδεύει στην εξαφάνιση.
Δέσποινα Σπανούδη
-
Δέσποινα Σπανούδη#molongui-disabled-link
-
Δέσποινα Σπανούδη#molongui-disabled-link
-
Δέσποινα Σπανούδη#molongui-disabled-link
-
Δέσποινα Σπανούδη#molongui-disabled-link