Ο πόλεμος στην Ουκρανία ως σύγκρουση μεταξύ δύο αντίπαλων εθνικών κρατών

<strong>Ο πόλεμος στην Ουκρανία ως σύγκρουση μεταξύ δύο αντίπαλων εθνικών κρατών</strong>
  1. Ο πόλεμος ως παραβίαση των κανόνων του διεθνούς δικαίου

Ο πόλεμος που μαίνεται στα ουκρανικά εδάφη από τις 24 Φεβρουαρίου μπορεί να ιδωθεί με περισσότερους από έναν τρόπους:

Μπορεί να ιδωθεί κατ’ αρχάς ως βάναυση και εν πολλοίς απρόκλητη παραβίαση του διεθνούς δικαίου από τη μεριά της Ρωσίας, εις βάρος της ανεξαρτησίας και της ακεραιότητας της γειτονικής Ουκρανίας, μέσω μιας στρατιωτικής εισβολής, η αιτιολόγηση της οποίας δεν αντέχει σε καμιά σοβαρή κριτική, και η οποία (εισβολή) έχει κοστίσει μέχρι τώρα τη ζωή χιλιάδων αθώων αμάχων αλλά και στρατιωτικών, έχει οδηγήσει στη δημιουργία τεράστιου προσφυγικού κύματος που θίγει πάνω από το ένα δέκατο του πληθυσμού της χώρας, έχει καταστρέψει μεγάλο μέρος του παραγωγικού και πολεοδομικού ιστού και των υποδομών της χώρας και, πολύ φυσικά, βαρύνεται με καταγγελίες για τη διάπραξη εγκλημάτων πολέμου που επισύρουν ποινικές ευθύνες για τους πολιτικούς και στρατιωτικούς ηγέτες της επιχείρησης.

Η προσέγγιση αυτή, που αποδίδει τις ευθύνες της σύρραξης αποκλειστικά ή σε συντριπτικό βαθμό στη ρωσική πλευρά, καταλήγει στο πολύ συγκεκριμένο αίτημα της άμεσης απόσυρσης των δυνάμεων της εισβολής από το ουκρανικό έδαφος ως μοναδικής προϋπόθεσης για την κατάπαυση των εχθροπραξιών και την επάνοδο στο προηγούμενο καθεστώς, ή έστω σ’ αυτό που θα προκύψει από τις όποιες νέες διαπραγματεύσεις.

Είναι γεγονός ότι η προσέγγιση αυτή έχει πολλές αδυναμίες, όχι μόνο γιατί είναι συχνά υποκριτική, αφού αυτή που την προβάλλει πρωτίστως είναι η «διεθνής (δυτική) κοινότητα» η οποία συμβαίνει να είναι αυτή που έχει καταρρακώσει το διεθνές δίκαιο κατ’ επανάληψη στο παρελθόν, αλλά και στις μέρες μας. Μια τέτοια νομικίστικη προσέγγιση τείνει να απολυτοποιεί την αξία του διεθνούς δικαίου, αποκρύβοντας το γεγονός ότι αυτό είναι ένα ολόκληρο πλέγμα ρυθμίσεων που αποσκοπεί στη διατήρηση του υπάρχοντος ιμπεριαλιστικού status quo.

Πέραν αυτού, δεν έχει καμιά απολύτως ειρηνευτική αξία, αδιαφορεί για το πολιτικό-ταξικό περιεχόμενο μιας πολεμικής επιχείρησης (εμπέδωση μιας δεδομένης ταξικής κυριαρχίας στο εσωτερικό της επιτιθέμενης χώρας, ή και επέκτασή της πέραν των συνόρων της), αφήνοντας να πλανάται η ιδέα ότι οι πολεμικές επιχειρήσεις στις μέρες μας προκύπτουν από τις διαταραγμένες προσωπικότητες των ηγετών κάποιων αυταρχικών καθεστώτων.

Ωστόσο, η προσέγγιση αυτή διαθέτει ένα σαφές πλεονέκτημα που δεν πρέπει να παραγνωρίζεται: αναγνωρίζει μια εμπειρικά δεδομένη πραγματικότητα (ο επιτιθέμενος-θύτης, ο αμυνόμενος-θύμα) και γι’ αυτό ακριβώς συντάσσεται με ένα διάχυτο περί δικαίου αίσθημα που τείνει να καταδικάζει αυτόν που «άρχισε πρώτος».

  1. Ο πόλεμος ως σύγκρουση μεταξύ δυο αντίπαλων εθνικών κρατών και δυο αντίπαλων εθνικισμών

Αν έχουμε κάποιες ερμηνευτικές αξιώσεις σε σχέση με τον πόλεμο της Ουκρανίας, θα πρέπει να μετακινηθούμε από την προσκόλληση στο διεθνές δίκαιο και τις σιωπηρές παραδοχές του. Εν προκειμένω, το διαθέσιμο εμπειρικό υλικό μάς δείχνει κάποιες κατευθύνσεις για την κατανόηση της σύγκρουσης: Έχουμε μπροστά μας μια πολεμική σύγκρουση μεταξύ δυο κυρίαρχων κρατών, κατά την οποία η μεγάλη πλειονότητα των πολιτών των εμπολέμων όχι μόνο στοιχίζεται και στηρίζει τις επιλογές των αντίστοιχων κυβερνήσεων[1] (τουλάχιστον μέχρι στιγμής), αλλά και (κυρίως στην περίπτωση της αμυνόμενης Ουκρανίας) ήδη από την εποχή του Μαϊντάν, της επίθεσης στο κτήριο των Συνδικάτων στην Οδησσό και του εμφυλίου στο Ντονμπάς από το 2014, κινητοποιείται και οργανώνεται σε παραστρατιωτικές ή άλλες ομάδες που χαρακτηρίζονται από ακραία βίαιη και ανεξέλεγκτη από τις κυβερνητικές αρχές δράση. Έχουμε δηλ. την είσοδο των μαζών στο προσκήνιο της Ιστορίας, μαζών που λειτουργούν υπό το καθεστώς αισθημάτων «φιλοπατρίας» που φτάνει συχνά στην αυτοθυσία, αλλά και εθνικού μίσους απέναντι στον «εχθρό», και το στοιχείο αυτό μας οδηγεί πολύ μακριά τόσο από την υπόθεση του διαταραγμένου ηγέτη Πούτιν, όσο και από αυτήν του Ζελένσκι-ενεργούμενου των δυτικών ηγεσιών, που δήθεν ενεργούν ερήμην των λαών τους.

Έχουμε λοιπόν μια απτή εκδήλωση της πολιτικοποίησης των μαζών μέσω μιας συγκεκριμένης ιδεολογίας, αυτής του εθνικισμού, που στην περίπτωση των κρατών που προέκυψαν από τη διάλυση της ΕΣΣΔ φαίνεται να παίρνει ανεξέλεγκτες διαστάσεις και μορφές, αλλά καθόλου πρωτόγνωρες, αν αναλογιστεί κανείς την ιστορία της διαμόρφωσης των σύγχρονων εθνών μετά την γαλλική (και την ελληνική) επανάσταση.

Βεβαίως, τα αισθήματα «φιλοπατρίας» και μίσους απέναντι στον «εχθρό» από τα οποία κινούνται οι πολιτικοποιημένες μάζες και στις δυο πλευρές της σύγκρουσης δεν οδηγούν αυτόματα σε πολεμική αναμέτρηση. Η πολεμική αναμέτρηση εγγράφεται ωστόσο στην ημερήσια διάταξη από τη στιγμή που η διαδικασία αυτή και η συνεπακόλουθη συσπείρωση των μαζών γύρω από την εθνική τους κυβέρνηση διαπλέκεται με την εγγενή τάση επέκτασης των εθνικών συνόρων και του χώρου δραστηριοποίησης και κερδοφορίας του  εθνικού κεφαλαίου, που χαρακτηρίζει τα σύγχρονα καπιταλιστικά κράτη.[2] Με τη διευκρίνιση ότι ο εθνικισμός είναι σύνθετη πραγματικότητα που ενσωματώνει τις λαϊκές δοξασίες περί της πατρίδας και των εχθρών της σε μια αφήγηση που παρουσιάζει τα στρατηγικά συμφέροντα και τις επιδιώξεις της κυρίαρχης τάξης σαν ιστορικά δικαιωμένα αιτήματα,[3] μπορούμε να πούμε ότι στο έδαφος της Ουκρανίας σήμερα συγκρούονται κατ’ αρχάς δυο αντίπαλα κυρίαρχα καπιταλιστικά κράτη, οι πολιτικές εξουσίες των οποίων είναι μεν αυταρχικές και διεφθαρμένες, διαθέτουν ωστόσο ισχυρό λαϊκό έρεισμα, και δυο αντίπαλοι εθνικισμοί.

Η πραγματικότητα της σύγκρουσης είναι βεβαίως πολύ πιο σύνθετη, καθώς σ’ αυτήν εμπλέκεται το ΝΑΤΟ και η Δύση συνολικά από τη μεριά της Ουκρανίας μέσω μιας πολύπλευρης στήριξης, ενώ και από την πλευρά της Ρωσίας εμπλέκεται μια πολύ πιο χαλαρή συμμαχία με την Κίνα και άλλες μικρότερες χώρες που προσφέρουν τη διακριτική στήριξή τους. Ο πόλεμος της Ουκρανίας είναι σε μεγάλο βαθμό και «πόλεμος μέσω αντιπροσώπων». Αν όμως συμβαίνει κάτι τέτοιο, αυτό δεν έγινε σε αντίθεση με τη βούληση των εμπολέμων, και ειδικότερα της Ουκρανίας: Η αποστολή ΝΑΤΟϊκού οπλισμού, εκπαιδευτών του ουκρανικού στρατού, και η εμπλοκή υψηλόβαθμων δυτικών στρατιωτικών συμβούλων και μυστικών υπηρεσιών πραγματοποιήθηκε με την κοινή συναίνεση των δύο πλευρών, που προφανώς έκριναν ότι αυτό εξυπηρετεί από κοινού τα συμφέροντά τους.

Η Ουκρανία δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να θεωρηθεί μια μπανανία ή προτεκτοράτο του ΝΑΤΟ, και η σύμπλευση του Ζελένσκι με τη Δύση δεν τον καθιστά πιόνι της. Αντίθετα, οι κινήσεις του δείχνουν ότι είναι απρόβλεπτος, μη ελέγξιμος και γι’ αυτό και εξαιρετικά επικίνδυνος. Προφανώς, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το ΝΑΤΟ σε δεδομένες στιγμές θα άσκησε ασφυκτικές πιέσεις στην κυβέρνηση του Κιέβου με σκοπό την ευθυγράμμισή της με τις ΝΑΤΟϊκές πολιτικές, όμως και πάλι, αυτό δεν σημαίνει ότι στο Κίεβο κυβερνούν αχυράνθρωποι της Ουάσιγκτον: Οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ έχουν την άνεση να ασκούν πιέσεις σε όλες τις χώρες του πλανήτη, ακόμα και στους ισχυρότερους συμμάχους τους.

Αλλά, ας επανέλθουμε στο θέμα της σύγκρουσης των αντίπαλων εθνικισμών. Αυτό που έχει σημασία να τονιστεί εδώ είναι το γεγονός ότι ο εθνικισμός μέσω του οποίου συγκροτούνται τα σύγχρονα έθνη ως διακριτές ιστορικές ενότητες είναι πάντα επιθετικός και υπ’ αυτή την έννοια είναι εμφανής και στους δυο εμπολέμους: τόσο στην περίπτωση της Ρωσίας, όπου αναβιώνει ο ρωσικός μεγαλοϊδεατισμός των τσάρων, και η οποία έχει δώσει επανειλημμένα δείγματα της επεκτατικής πολιτικής διεύρυνσης της επιρροής της και των ίδιων των συνόρων της, όσο και στην περίπτωση της νεοσύστατης Ουκρανίας, η οποία όπως κάθε εθνικό κράτος, επιδιώκει την μέγιστη δυνατή εθνική ομογενοποίηση στο εσωτερικό της, με τη ρατσιστική περιθωριοποίηση, αν όχι την κονιορτοποίηση κάθε άλλης εθνοτικής ή γλωσσικής μειονότητας – πόσο μάλλον όταν η εθνοτική ή γλωσσική αυτή μειονότητα ελέγχεται ή έχει δώσει δείγματα προδοτικής συνεργασίας με την υπ’ αριθμόν ένα εχθρική δύναμη.[4]

Από αυτή την άποψη, μπορούμε να βρούμε στην πρόσφατη ελληνική ιστορία δυο ενδιαφέρουσες ιστορικές αναλογίες με τα όσα διαμείβονται στην Ουκρανία τα τελευταία οκτώ χρόνια: Οι διώξεις των ρωσόφωνων μειονοτήτων στις επαρχίες του Ντονέτσκ και του Λουχάνσκ μετά το 2015 που εξαπολύθηκαν από την κυβέρνηση Ποροσένκο, διώξεις που πήραν γρήγορα τη μορφή μιας τοπικής εμφύλιας διαμάχης, αποτελούν μια ίσως πιο αιματηρή παραλλαγή των αντίστοιχων διώξεων της σλαβομακεδονικής μειονότητας και της επιχείρησης βίαιης εξάλειψης της μακεδονικής διαλέκτου στην περιοχή της Δ. Μακεδονίας κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, όσο και κυρίως αμέσως μετά τον ελληνικό εμφύλιο[5]. Αντίστοιχα, η πρόσφατη στρατιωτική εισβολή της Ρωσίας στα ουκρανικά εδάφη έχει το ιστορικό της ανάλογο στην εκστρατεία του ελληνικού κράτους για την απελευθέρωση του αλύτρωτου Ελληνισμού της Μικράς Ασίας το 1919-22, ουσιαστικά για την προσάρτηση κρίσιμων εδαφών της καταρρέουσας τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την ένταξή τους στο πεδίο δραστηριοποίησης του ελληνικού κεφαλαίου. Είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό ότι και τα δυο αυτά ιστορικά ανάλογα επενδύθηκαν με μια επιχειρηματολογία παρόμοια με αυτή των ουκρανικών αρχών το 2014-5, και αυτή της Ρωσίας το 2022.

Η προσέγγιση που σκιαγραφήσαμε στα προηγούμενα πιστεύω ότι δεν πρέπει να ιδωθεί σε αντιπαράθεση με την πρώτη, την καθαρά νομική, αλλά μάλλον ως κρίσιμο συμπλήρωμά της. Η ύπαρξη μιας επιτιθέμενης πλευράς, που ειδικά τις πρώτες εβδομάδες του πολέμου σκόρπισε τον όλεθρο σε όλη την έκταση του αντιπάλου της, δεν πρέπει να απομακρύνεται από το κάδρο της κριτικής μας. Και υπ’ αυτή την έννοια δεν είναι δυνατόν να κρατιούνται ίσες αποστάσεις μεταξύ των εμπολέμων. Τα αιτήματα στα οποία οδηγεί μια τέτοια σύνθετη προσέγγιση υπερβαίνουν αυτά της άμεσης κατάπαυσης του πυρός και της απόσυρσης των ξένων στρατιωτικών δυνάμεων: τα αιτήματα του έμπρακτου σεβασμού της διεθνούς νομιμότητας πρέπει να συνοδεύονται από το αίτημα της αναγνώρισης του δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού και αυτοδιάθεσης των εθνοτικών μειονοτήτων, ένα αίτημα που δυστυχώς κανένα από τα δύο εμπλεκόμενα μέρη δεν φαίνεται να είναι διατεθειμένο να σεβαστεί. Η απουσία ενός ισχυρού κινήματος διεκδίκησης δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων και των βασικών συλλογικών δικαιωμάτων και εγγυήσεων που αφορούν τις μειονότητες είναι κάτι παραπάνω από αισθητή τόσο στην Ουκρανία όσο και στη Ρωσία.

  1. Και η πρόσληψή του από την ελληνική Αριστερά

Το καταρχήν παράδοξο είναι ότι η προσέγγιση της πολεμικής σύγκρουσης της Ουκρανίας ως σύγκρουσης δυο αντίπαλων κρατών και δυο αντίπαλων εθνικισμών, ή έστω μιας σύγκρουσης που έχει και αυτή τη διάσταση, δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στον κόσμο της ελληνικής Αριστεράς, και αυτό παρά το ότι γενικά αναγνωρίζεται ότι οι εθνικοί αγώνες (ΕΑΜ, κυπριακός αγώνας κ.λπ.) δεν πρέπει ποτέ να παραγνωρίζονται ή «να χαρίζονται στον αντίπαλο». Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι και στην περίπτωση των πολέμων της πρώην Γιουγκοσλαβίας, οι συγκρούσεις π.χ. μεταξύ Σέρβων και Κροατών, ή Σέρβων και Βόσνιων, χαρακτηρίζονταν από την Αριστερά είτε σαν εμφύλιος πόλεμος (σαν να μην επρόκειτο για προδήλως διακριτά έθνη) είτε σαν συνωμοσιολογικός  δάκτυλος των ιμπεριαλιστών που «σπείρουν τη διχόνοια μεταξύ των λαών».

Μάλιστα, στον κόσμο της ελληνικής Αριστεράς (πλην ελάχιστων εξαιρέσεων) εκφράζεται ικανοποίηση για το γεγονός ότι η εισβολή της Ρωσίας καταδικάστηκε περίπου ομόθυμα, με παράλληλη καταδίκη της ανάμειξης του δυτικού ιμπεριαλισμού, ενώ χαρακτηρίζεται ιδιαίτερα θετική η στάση του ΚΚΕ που για πρώτη (;) φορά κάνει την… υπέρβαση, παίρνοντας σαφείς αποστάσεις από τη Ρωσία, συμμετέχοντας σε πορεία διαμαρτυρίας στην πρεσβεία της κ.λπ.

Αρκούν αυτά τα ολίγα ώστε να αισθανόμαστε ικανοποιημένοι με τα αντανακλαστικά της ελληνικής Αριστεράς απέναντι σε μια τόσο σοβαρή κρίση; Φοβάμαι πως όχι. Η άποψή μου είναι ότι το ευρύτατα αποδεκτό αριστερό σύνθημα «Ένας είναι ο εχθρός – ο ιμπεριαλισμός» (όπου ιμπεριαλισμός εννοείται κατά βάση ο αμερικανικός), σύνθημα απολύτως κατανοητό στις συνθήκες της Μεταπολίτευσης, που δονούσε τις καρδιές τόσων γενεών αριστερών πολιτών επί ολόκληρες δεκαετίες, με βάση το οποίο για κάθε παγκόσμια κρίση το πρώτιστο καθήκον ήταν η καταγγελία των ευθυνών των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, έχει προ πολλού κλείσει τον κύκλο του. Ούτε η κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ εν μια νυκτί, και η ανάδυση, στα ερείπιά του, αυταρχικών και ακραία νεοφιλελεύθερων καθεστώτων ούτε βεβαίως η πολιτεία της Ρωσίας μετά το 1991, με τις διαδοχικές αιματηρές επεμβάσεις σε Οσετία, Αμπχαζία, αλλά και στην αυτόνομη περιοχή της Τσετσενίας, τη Λιβύη, τη Συρία, το Ντονμπάς, την Κριμαία, μέχρι την κυοφορούμενη σήμερα επέμβαση στην Υπερδνειστερία, ούτε βεβαίως ο διαμελισμός της Γιουγκοσλαβίας στα εξ ων συνετέθη, μπορούν να ερμηνευτούν με βάση τις μηχανορραφίες της Ουάσιγκτον.

Οι μηχανορραφίες στις οποίες εξειδικεύεται ο δυτικός ιμπεριαλισμός, και οι οποίες έχουν οδηγήσει στην εγκαθίδρυση δεκάδων φιλοδυτικών δικτατοριών ανά τον κόσμο, μπορούν να αξιοποιούν προς το συμφέρον τους τις εθνικιστικές συγκρούσεις που ευδοκιμούν στο έδαφος του πρώην υπαρκτού, ωστόσο δεν είναι δυνατόν να τις δημιουργήσουν εκ του μηδενός.

Από την άλλη, ούτε η καταγγελία του αυταρχικού καθεστώτος που αναδύθηκε από τα ερείπια της ΕΣΣΔ ως ενός αστικού κράτους επικεφαλής ενός εκ των «δυο ιμπεριαλιστικών στρατοπέδων» (ΚΚΕ) είναι ικανοποιητική. Όχι μόνο γιατί ειδικά η Αριστερά που μέχρι το 1989 μιλούσε για τα επιτεύγματα του «σοσιαλιστικού στρατοπέδου» οφείλει να αναστοχαστεί τη στάση της και να εξηγήσει πώς η κατάρρευση του 1989 οδήγησε στις τερατογενέσεις που γνωρίσαμε, αλλά και για πολλούς άλλους λόγους.

Δεν είναι δυνατόν π.χ. από τη μια να καταδικάζεται ο Πούτιν και από την άλλη να μένει στο απυρόβλητο το ΚΚ της Ρωσικής Ομοσπονδίας, που λίγες μέρες πριν από τη ρωσική εισβολή καλούσε τη ρωσική κυβέρνηση να αναγνωρίσει την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας των «Λαϊκών Δημοκρατιών» του Ντονμπάς, στην ηγεσία των οποίων βρίσκονται Ρώσοι αξιωματούχοι έμπιστοι του Ρώσου προέδρου, και το οποίο έχει διακηρύξει ως επίσημη ιδεολογία του τον «εθνομπολσεβικισμό».

Ούτε είναι δυνατόν να καταδικάζουμε τον Πούτιν (όσο τον καταδικάζουμε…) και ταυτόχρονα να εστιάζουμε όλα τα βέλη της κριτικής μας αποκλειστικά σε μια μονότονη αναπαραγωγή όσων καταγγέλλονται σχετικά με τη ναζιστική δράση του τάγματος Αζοφ, αδιαφορώντας για το εξίσου πλούσιο βιογραφικό των αντίστοιχων ρωσικών παραστρατιωτικών ομάδων, δικαιώνοντας πρακτικά την ίδια την επέμβαση, ή συμψηφίζοντάς την με τη δράση κάποιων παρακρατικών ή εγκληματικών ομάδων.[6] Και δεν είναι δυνατόν να «ξεμπερδεύουμε» με το χαρακτηρισμό της ρωσικής εισβολής ως  «απαράδεκτης» και να μην βρίσκουμε να πούμε μια κουβέντα για την ισοπέδωση ολόκληρων πόλεων από τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς, κατά το πρότυπο της ισοπέδωσης της Γκουέρνικα από τα γερμανικοϊταλικά βομβαρδιστικά πριν από 85 χρόνια.

Βεβαίως, μπορούμε να σκεφτούμε ότι μια τέτοια έμμεσα απολογητική στάση μπορεί να είναι εν μέρει κατανοητή: η τεράστια προπαγανδιστική μηχανή που έχει τεθεί σε κίνηση από το στρατόπεδο των δυτικών υποστηρικτών της ουκρανικής κυβέρνησης, με την προκλητικότητα και την υποκρισία της, είναι μέχρις ενός σημείου φυσικό να κινητοποιεί τα αμυντικά αντανακλαστικά των απλών αριστερών πολιτών που δεν τρέφουν αυταπάτες για τον «ελεύθερο κόσμο» και την ανανέωση της ψυχροπολεμικής ρητορείας από τον Μπάιντεν και το σινάφι του. Ωστόσο, αν έχουμε πάρει στα σοβαρά την ανάγκη να αναδειχθεί η Αριστερά ηγεμονική δύναμη στην κοινωνία, η ιδιότυπη ασυλία της οποίας χαίρει η σημερινή Ρωσία, αλλά η ακόμα μεγαλύτερη του σοβιετικού (σταλινικού) καθεστώτος που κληρονόμησε, θα πρέπει κάποτε να τερματιστεί. Η αναμέτρηση με τα μεγάλα πολιτικά προβλήματα που τίθενται επί τάπητος για μια ακόμα φορά από την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία είναι και επίκαιρη και επιτακτική.[7]


Παραπομπές:

[1] Είναι χαρακτηριστικό ότι στις εικόνες της ρωσικής τηλεόρασης ειδικά τις πρώτες μέρες της εισβολής, μπορούσε να δει κανείς ένα μεγάλο αριθμό ΙΧ να κυκλοφορεί στις μεγάλες λεωφόρους της Μόσχας στολισμένα με σημαιάκια που έφεραν το γνωστό διακριτικό σύμβολο Ζ. Εξ ίσου μεγάλος αριθμός από τέτοια σημαιάκια διακρινόταν και στα μπαλκόνια των σπιτιών. Οι θαρραλέες ομάδες Ρώσων πολιτών που διαδηλώνουν τα αντιπολεμικά τους αισθήματα ρισκάροντας μερικά χρόνια φυλακής είναι δυστυχώς πολύ μειοψηφικές. Από την άλλη, η δημοφιλία του «γελωτοποιού» Ζελένσκι έχει εκτιναχθεί στα ύψη.

[2] Η αδιάρρηκτη σχέση μεταξύ εθνικού κράτους και πολέμου έχει διερευνηθεί αναλυτικά από τους Δ. Δημούλη και Χ. Γιαννούλη στο Έθνη, Τάξεις, πολιτική, αναφορά στις μαρξιστικές επεξεργασίες για το πόλεμο, μέρη Α, Β, Γ, Θέσεις, τ. 38-40, Αθήνα, 1995. Βλ. ιδιαίτερα κεφ. 7: Η μαρξιστική θεωρία για το έθνος, τ. 39, απ’ όπου και τα εξής αποσπάσματα: «Η σύνδεση του έθνους με τον πόλεμο είναι προφανής λόγω της ανέκαθεν ισχυρής και πλέον απόλυτα κυρίαρχης εθνικής μορφής των πολέμων, από την οποία προκύπτει ότι η ερμηνεία του εθνικού φαινομένου συμβάλλει στην ανάλυση των αιτίων πολέμου και την επεξεργασία στρατηγικών απέναντί του. [….] Αν όμως το έθνος αποτελεί τον ορίζοντα του πολέμου (την αφορμή του), η ουσιαστική σύνδεση βρίσκεται στην ειδική αποτελεσματικότητα του έθνους για τη δημιουργία δυο στρατοπέδων που έχουν την απαραίτητη συνοχή για την επιτυχή διεξαγωγή πολέμου. Μόνο με αναφορά στην παραχθείσα εθνική ενότητα είναι δυνατόν να επιτευχθεί η «συγκόλληση» κοινωνιών ανταγωνισμού απέναντι σ’ ένα εχθρό, του οποίου η απειλή δίνει απόλυτη προτεραιότητα στο «υπέρ πάντων η πατρίς» καλύπτοντας με την ενοποιητική δύναμη των εθνικών δεσμών τις κοινωνικές διαφορές». http://www.theseis.com/index.php?option=com_content&view=article&id=376:category-376&catid=77&Itemid=105

[3] «… ο εθνικισμός, η εθνική συνείδηση, έχει περιεχόμενο πολιτικό, δεν είναι κατά κύριο λόγο ούτε η «κοινή γλώσσα», ούτε η «κοινή παιδεία» (και ο «κοινός πολιτισμός»). Είναι η εθνική πολιτικοποίηση των μαζών: είναι η απαίτηση των μαζών στο κράτος (ή για το κράτος, όταν αυτό δεν υπάρχει), απαίτηση προς το εσωτερικό της κρατικής επικράτειας (αφενός για πολιτικά δικαιώματα και αφετέρου για εθνική «σαφήνεια» και «καθαρότητα»), και απαίτηση προς το εξωτερικό του (για την επέκταση της επιρροής του κράτους και τη «διόρθωση» των συνόρων του). Και αυτή η εθνική στράτευση των μαζών εκφράζει την ιστορικά νέα, «μοντέρνα» μορφή υπαγωγής τους (των κυριαρχούμενων τάξεων) στο κεφάλαιο, καθώς μόνιμος στόχος της είναι να εντάσσει τους ταξικούς ανταγωνισμούς στην «εθνική ενότητα», ενώ ταυτόχρονα εμβαπτίζει στη λαϊκή υποστήριξη και ισχυροποιεί τις επεκτατικές-ιμπεριαλιστικές κρατικές στρατηγικές» Γ. Μηλιός, 1821, Ιχνηλατώντας το Έθνος, το Κράτος και τη Μεγάλη Ιδέα.

[4] Πρβλ. τη γνωστή αναφορά του Ν. Πουλαντζά στη διπλή τάση ελευθερίας και ολοκληρωτισμού που χαρακτηρίζει το σύγχρονο εθνικό κράτος. Αν η τάση ελευθερίας είναι η απόδοση πολιτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών στους πολίτες του, η τάση ολοκληρωτισμού είναι κατά τον Πουλατζά η «ιστορικοποίηση ενός εδάφους και η εδαφικοποίηση μιας ιστορίας». Το κάθε έθνος «κατασκευάζει» πάντα μια «εθνική ιστορία», που είναι η «ιστορία» της αιώνιας εθνικής υπόστασής του επί του εδάφους που κατέχει ή διεκδικεί. Η κατασκευασμένη εθνική ιστορία δηλώνει ότι στο «εθνικό» έδαφος ζούσε «ανέκαθεν» ένας πληθυσμός που ανήκε στο συγκεκριμένο έθνος ή προετοίμαζε τη διαμόρφωσή του, «οι πρόγονοί μας», έτσι που το έδαφος να είναι αιωνίως εθνικό, με αποτέλεσμα να μην νοείται η διεκδίκηση «ούτε σπιθαμής» αυτού του εδάφους από άλλες εθνικές ομάδες. Αυτό το έδαφος και οι οποιοιδήποτε πληθυσμοί σε αυτό το έδαφος πρέπει να ομογενοποιηθούν εθνικά ή να ζήσουν ως κυριαρχούμενη μειονότητα. Με άλλα λόγια, για τους «αλλοεθνείς» είναι αδιανόητο να υπάρξουν ανεξάρτητα από το κυρίαρχο έθνος, με την έννοια του να διεκδικήσουν οτιδήποτε από το εθνικό έδαφος. Η τάση εθνοποίησης, δηλαδή, εμπεριέχει αναγκαστικά τον ολοκληρωτισμό της ομογενοποίησης, εξάλειψης ή πολιτικής περιθωριοποίησης της οποιαδήποτε εθνικής διαφορετικότητας, και είναι θέμα συσχετισμού δύναμης το πόσο βίαια αυτή η τάση εκδηλώνεται κάθε φορά.

[5] Για την αποφυγή των όποιων παρεξηγήσεων, ας τονίσουμε ότι, σε αντίθεση με τη διαφαινόμενη βούληση των ρωσόφωνων μειονοτήτων του Ντονμπάς για ένωση με τη «μητέρα Ρωσία» οι Έλληνες Σλαβομακεδόνες ούτε υποκινήθηκαν από τρίτα κράτη ούτε επεδίωξαν την προσάρτησή των εδαφών τους σε τρίτο κράτος.

[6] Ειδικά εκείνοι οι αριστεροί που εξειδικεύονται στην αποκάλυψη του αμαρτωλού παρελθόντος των ναζιστικών ομάδων της Ουκρανίας καλό θα ήταν να αφιερώσουν λίγο χρόνο στην ερμηνεία του πώς αυτά τα άνθη του κακού ευδοκιμούν ακριβώς στον μέχρι πρότινος σοσιαλιστικό παράδεισο…

[7] Από αυτή την άποψη, θεωρώ εξαιρετικά χρήσιμο το άρθρο του Τ. Κωστόπουλου, Ο «εξορκιστής» και τα δυτικά δαιμόνια (Εφ.Συν. 3/4/2022, https://www.efsyn.gr/themata/kryfa-hartia/338209_o-exorkistis-kai-ta-dytika-daimonia) το οποίο δεν περιορίζεται στην αποδόμηση της ρωσικής προπαγάνδας σε σχέση με τον πόλεμο, αλλά προχωρά σε κάτι που πριν από λίγα χρόνια θα θεωρούνταν ιεροσυλία: στην ανίχνευση των εκλεκτικών συγγενειών μεταξύ του σημερινού αυταρχικού καθεστώτος που παγιώθηκε με τον Πούτιν, του προηγούμενου σοβιετικού – σταλινικού καθεστώτος αλλά και κάποιας τσαρικής – εθνικιστικής κληρονομιάς που διατηρήθηκε κατά τη σταλινική περίοδο και γνωρίζει σήμερα μια νέα άνθιση…

+ posts