Του ΚΙΜΠΙ*
Αναδημοσίευση από την Εφημερίδα των Συντακτών 16/5/2021
Τι ταπεινωτική σαρακοτυραννία κι αυτή! Ενώ ο Πιερρακάκης συνομιλεί με τον Μασκ για να στήσουν το δορυφορικό και γαλαξιακό ίντερνετ, ενώ ο Σκρέκας διαχειρίζεται την πράσινη μετάλλαξη και τα μπλε υδρογόνα, ενώ ο Καραμανλής συντονίζει με τον Μητσοτάκη τα μεγάλα έργα κι αποφασίζει πού θα «παρκάρουν» τα δισ. του ΕΣΠΑ, ενώ ο Σταϊκούρας ετοιμάζεται να σερβίρει τη σούπα των 32 δισ. του Ταμείου Ανάκαμψης κι ο Αδωνις υποδέχεται τα επενδυτικά mega deals, αυτός να είναι υποχρεωμένος να διαχειρίζεται εκκρεμότητες προηγούμενων αιώνων. Τύφλα να ‘χουν οι εργοστασιάρχες του Λάνκασιρ, οι ιδιοκτήτες των ανθρακωρυχείων του Νότιγχαμ, οι βυρσοδέψες και οι μεγαλομυλωνάδες της πρωταρχικής συσσώρευσης στη Γηραιά Αλβιόνα, οι καθωσπρέπει βιομήχανοι του αγγλικού καπιταλισμού, που για έναν αιώνα πάλευαν για την «απελευθέρωση της εργασίας», ενάντια στους στενόμυαλους επόπτες εργασίας που φοβούνταν τάχα για τη ζωή των παιδιών στις στενές στοές, για την υγεία των γυναικών στις υφαντικές μηχανές και για την κράση δυνατών ανδρών που άντεχαν δωδεκάωρη βαριά δουλειά χωρίς καμιά βαρυγκώμια. Τι κρίμα για έναν γνήσιο νεοφιλελεύθερο υπουργό, που θα ‘πρεπε να διαχειρίζεται τις προκλήσεις της μετα-εργασίας στην εποχή του μετα-καπιταλισμού και της μετα-οικονομίας, να είναι αναγκασμένος να ασχολείται με τα ταπεινά θέματα της εργάσιμης μέρας και του χρόνου εργασίας!
Μα αυτά δεν υποτίθεται ότι είχαν λυθεί τον 19ο αιώνα; Και μετά, στις αρχές του 20ού, δεν μπήκε ο κ. Τέιλορ στο εργοστάσιο του Φορντ στο Ντιτρόιτ με ένα χρονόμετρο στο χέρι κι έκοψε την εργάσιμη μέρα κάθε εργαζόμενου σε μικρά, απειροελάχιστα κομματάκια, περιόρισε τις κινήσεις των χεριών του σε σύντομες, επαναλαμβανόμενες λούπες, στροφές και δακτυλικές δεξιότητες ώστε μια χαρά να γίνεται η δουλειά στο οκτάωρο, ποιος έχει ανάγκη τις υπερωρίες, τα κλεμμένα ρεπό και την υπερεργασία; Κι έπειτα, όταν ο βιομηχανικός καπιταλισμός άρχισε να ασθμαίνει, όταν ο φορντισμός αποδείχθηκε αντιπαραγωγικός και τα χρονόμετρα του κ. Τέιλορ άρχισαν να παραγκωνίζονται από τους αυτοματισμούς, τα κομπιούτερ και τα ρομπότ, κάποιοι δεν ψέλλισαν κάτι περί «τέλους της εργασίας» (το έχει κάψει, άραγε, αυτό το ενορατικό πόνημα ο Ρίφκιν ή ακόμη το πουλάει;) κι άλλα πολλά περί απελευθέρωσης της παραγωγής και της παραγωγικότητας από τα δεσμά της εργάσιμης μέρας και του ωραρίου, από τον απεγκλωβισμό της εργασίας από τον χώρο και τον χρόνο;
Κι όλες οι φλυαρίες και οι φουτουριστικές φανφάρες για τον εργάτη του μέλλοντος που από μια παραλία στις Σεϋχέλλες, μ’ ένα λάπττοπ στα γόνατα κι ένα παγωμένο κοκτέιλ δίπλα του θα διαχειρίζεται μια ολόκληρη γραμμή παραγωγής, χωρίς να δίνει σημασία στα ρολόγια και στα ωράρια, πού πήγαν; Προφανώς τρέχουν πίσω από τα μηχανάκια των διανομέων της Wolt που χρονομετρούνται, όχι βέβαια με τους ρετρό χρονογράφους του Φρέντερικ Τέιλορ, αλλά με τα κινητά, τα GPS και τους πελάτες που μετρούν και βαθμολογούν την ταχύτητα παράδοσης της παραγγελίας τους.
Τι κρίμα για έναν υπουργό προορισμένο για μεγάλες μεταρρυθμίσεις και απορυθμίσεις της μετα-φορντικής εποχής και της άυλης οικονομίας να είναι υποχρεωμένος να νομοθετεί εκκρεμότητες της βιομηχανικής αρχαιολογίας, να κλείνει τρύπες της καπιταλιστικής προϊστορίας, να μπαίνει με το χρονόμετρο στις γραμμές παραγωγής της εγχώριας επιχειρηματικότητας για να εξασφαλίσει το μικρότερο δυνατό κόστος ωρομισθίου, υπερωρίας, υπερεργασίας, την πιο φτηνή εργάσιμη μέρα για τους επενδυτές της παλαιάς και της νέας οικονομίας. Αλλά τι κρίμα και για τους εργαζόμενους του 21ου αιώνα να ακούνε τον υπουργό Εργασίας ως ιεροκήρυκα της «ελευθερίας» τους στην ατομική διαπραγμάτευση του εργάσιμου χρόνου τους με έναν τρόπο που θυμίζει εφιαλτικά τα φλογερά κηρύγματα των Αγγλων βιομηχάνων του 1840 ενάντια στη «σκλαβιά» του νόμου για την εργάσιμη μέρα και το δεκάωρο.
Τι κρίμα που οι ζοφερές περιγραφές του Μαρξ για τις συγκρούσεις στην Αγγλία του 19ου αιώνα γύρω από την εργάσιμη μέρα και το ωράριο παραμένουν τόσο επίκαιρες. Τι κρίμα που όλη η πολιτική οικονομία μετά το «Κεφάλαιο» παραμένει ακόμη μια θλιβερή, γεμάτη αμφιβολίες και απορίες, υποσημείωσή του.
Θεωρίες για την υπεραξία
Πρέπει να ομολογήσουμε πως από το προτσές παραγωγής ο εργάτης μας βγαίνει διαφορετικός, απ’ ό,τι ήταν όταν μπήκε σ’ αυτό. Στην αγορά, σαν ιδιοκτήτης του εμπορεύματος «εργατική δύναμη» αντίκρισε τους ιδιοκτήτες ενός άλλου εμπορεύματος, αντικρίστηκαν ιδιοκτήτης με ιδιοκτήτη εμπορεύματος. Το συμβόλαιο με το οποίο πούλησε στον κεφαλαιοκράτη την εργατική του δύναμη ήταν, σαν να λέμε όπως ένα κι ένα κάνουν δυο, ότι διαθέτει τον εαυτό του σαν ελεύθερος άνθρωπος. Οταν κλείσει η συναλλαγή ανακαλύπτει ότι «δεν ήταν ελεύθερος άνθρωπος», ότι ο χρόνος για τον οποίο είναι ελεύθερος να πουλάει την εργατική του δύναμη είναι ο χρόνος για τον οποίο είναι αναγκασμένος να την πουλάει, ότι στην πραγματικότητα ο απομυζητής του δεν τον παρατάει «όσο υπάρχουν για εκμετάλλευση ακόμα έστω κι ένας μυς, ένα νεύρο, μια σταγόνα αίματος». Για να προστατευτούν από το «φίδι των βασάνων τους» οι εργάτες είναι υποχρεωμένοι να συνενωθούν και σαν τάξη να πετύχουν με τον αγώνα τους έναν νόμο του κράτους, ένα ανυπέρβλητο πρόσκομμα που να τους εμποδίζει τους ίδιους να πουλάνε με εθελοντικό συμβιβασμό με το κεφάλαιο τον εαυτό τους και το γένος τους στον θάνατο και στη σκλαβιά.
Καρλ Μαρξ, «Το Κεφάλαιο» (τόμος Α’, κεφ. 8, «Η εργάσιμη μέρα»)