Όχι στην υποχρεωτική συνεπιμέλεια*

Όχι στην υποχρεωτική συνεπιμέλεια*

Οι θέσεις της Εναλλακτικής Παρέμβασης Δικηγόρων-Δικηγορικής Ανατροπής για το σ/ν του υπουργείου Δικαιοσύνης «Μεταρρυθμίσεις αναφορικά με τις σχέσεις γονέων και τέκνων και άλλα ζητήματα οικογενειακού δικαίου» έχουν εισφερθεί και στην διαβούλευση επί του σχεδίου και εν πολλοίς αποτελούν τον πυρήνα της εισήγησής μου:

Η επικοινωνιακή προώθηση του νομοσχεδίου από το υπουργείο

Το νομοσχέδιο αναμόρφωσης του οικογενειακού δικαίου που φέρνει προς ψήφιση το Υπουργείο είχε ως προπομπό δημοσιεύματα πανομοιότυπου περιεχομένου, τα οποία διατράνωναν με έπαρση ότι προωθούνται καινοτόμες ρυθμίσεις που συνίσταντο στην πρόθεση επιβολής με οριζόντιο τρόπο της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας, εισάγοντας την έννοια της γονεϊκής αποξένωσης (όρος αμφισβητούμενης επιστημονικής σημασίας και τεκμηρίωσης στην ψυχολογική επιστήμη) ως ενός από τα τεκμήρια κακής άσκησης της γονικής μέριμνας, με κατανομή του χρόνου που περνά το παιδί ισομερώς και στους δύο γονείς και με υποχρεωτική προσφυγή σε διαμεσολάβηση. Αυτές οι δήθεν καινοτόμες αλλαγές είχαν ως υπόβαθρο το αφήγημα (που δεν υποστηρίχθηκε από καμία σχετική έρευνα στην ελληνική πραγματικότητα και κανένα στοιχείο από τις ελληνικές δικαστικές αρχές) ότι η δικαστηριακή πρακτική προωθεί ανισότιμη μεταχείριση των πατέρων κατά την ρύθμιση της επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων στην περίπτωση διάσπασης της συμβίωσής τους. Με κυβερνητική ευθύνη δημιουργήθηκαν συνθήκες πόλωσης που κάθε άλλο παρά έχουν ως επίκεντρο, επίδικο και επιδιωκόμενο, το συμφέρον του παιδιού. Έτσι η επιχειρούμενη νομοθετική αλλαγή έχει λάβει τον χαρακτήρα ρεβανσισμού «πατέρων» έναντι δήθεν «προνομιούχων μέχρι σήμερα μητέρων», στο όνομα του συμφέροντος του παιδιού που παραμένει ως άλλοθι στο επίκεντρο μιας στρεβλά παρουσιαζόμενης ως «διαμάχης μεταξύ των δύο φύλων».

Ουδεμιά διαβούλευση προηγήθηκε με τη Γενική Γραμματεία (Δημογραφικής και Οικογενειακής Πολιτικής και) Ισότητας των Φύλων ούτε με κοινωνικές υπηρεσίες στις οποίες ανατίθεται η κοινωνική έρευνα από τους-τις εισαγγελείς ανηλίκων. Ουδέποτε δόθηκε στη δημοσιότητα το πόρισμα της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής που είχε συσταθεί γι΄αυτό το σκοπό και που από τις τοποθετήσεις των μελών της προκύπτει ότι απέχει σε πολλά σημεία του από το σχέδιο νόμου.

Ποιες είναι οι βασικές αλλαγές

που εισάγει το σχέδιο νόμου;

Το τελικό κείμενο του σχεδίου νόμου που τέθηκε σε διαβούλευση και που εν συνεχεία με μικρές αλλαγές κατατέθηκε στη Βουλή, απέκλινε από τις παραπάνω «διαρροές», προσπαθώντας προφανώς να συγκεράσει ένα «παρασκηνιακό παζάρεμα» με τους υπερασπιστές της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας και την αποφυγή εξόφθαλμων ρυθμίσεων που αντιβαίνουν στη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού.  Η παράκαμψη της διαδικασίας Κωδίκων του Κανονισμού της Βουλής, η οποία επιτάσσει την υιοθέτηση ή μη (χωρίς δυνατότητα παρέμβασης) του πορίσματος της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής που συστήνεται προς τούτο τον σκοπό, οδήγησε ουσιαστικά στην άνευ συνοχής και τεκμηρίωσης παρέμβαση του Υπουργείου Δικαιοσύνης επί του πορίσματος, με αποτέλεσμα το τελικό κείμενο του σχεδίου νόμου να πάσχει από ασυνέχειες και νομοτεχνικά προβλήματα.

Οι βασικές αλλαγές που εισάγει το νομοσχέδιο είναι οι ακόλουθες: το συμφέρον του τέκνου (ά. 1511 του Αστικού Κώδικα) ορίζεται πλέον με βάση τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των γονέων ως προς αυτό («ουσιαστική συμμετοχή και των δύο γονέων στην ανατροφή και φροντίδα του… αποτροπή διάρρηξης των σχέσεών του με καθένα από αυτούς»). Η γονική μέριμνα ασκείται «εξίσου» (α. 1513 ΑΚ), κάτι που καταλείπει περιθώριο ερμηνείας ως ισόχρονης και εναλλασσόμενης διαμονής.  Καθιερώνεται «τεκμήριο επικοινωνίας» με τον γονέα με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο στο ένα τρίτο του «συνολικού χρόνου» (α. 1520 ΑΚ). Η κακή άσκηση της επιμέλειας, οριζόμενη με πολύ ευρύ τρόπο, μπορεί να σημάνει την αφαίρεση της γονικής μέριμνας από τον γονέα (α. 1532ΑΚ).

Οι διατάξεις αυτές είναι βαθύτατα προβληματικές. Συγχέουν την μέριμνα (που σύμφωνα με την παρούσα νομοθετική και νομολογιακή πρακτική ασκείται από αμφότερους τους γονείς) με την επιμέλεια, με αποτέλεσμα να επέρχεται κίνδυνος απώλειας της μέριμνας στο όνομα δήθεν της ισότιμης άσκησής της. Η γονική μέριμνα είναι το βασικό καθήκον των γονέων που δεν μπορεί να είναι απεμπολείται ούτε να διατίθεται από εκείνους (όπως αφήνει περιθώριο η προωθούμενη τροποποίηση στο άρθρο περί συναινετικού διαζυγίου). Είναι επίσης ασυνεπές προς τον διακηρυγμένο σκοπό του υπουργείου για την ενεργή παρουσία των γονέων στη ζωή του παιδιού τους να προβλέπονται οι τρόποι έκπτωσης από τη γονική μέριμνα, σε μια τιμωρητικού χαρακτήρα διάταξη που είναι σε βάρος του παιδιού: Η υπαίτια μη καταβολή διατροφής για παράδειγμα ή η παραβίαση δικαστικής απόφασης θα θέτει πλέον σε κίνδυνο να στερηθεί το παιδί την ίδια την παρουσία του γονέα του στη ζωή του.

Οι «τιμωρητικές» διατάξεις για τους γονείς που είτε δεν κάνουν χρήση του δικαιώματος επικοινωνίας, δεν καταβάλλουν υπαιτίως τη διατροφή του τέκνου ή η «διατάραξη της συναισθηματικής σχέσης» με την οικογένεια του έτερου γονέα (και πώς θα πιθανολογείται αυτό;) προβλέπεται ότι μπορεί να επισύρουν την απώλεια της γονικής μέριμνας, δηλαδή το να καταστεί ένα παιδί «ορφανό».

Καθιερώνουν τεκμήρια, όπως το δικαίωμα επικοινωνίας με φυσική παρουσία κατά το ένα τρίτο του χρόνου, που αφενός είναι αόριστα (ποιός είναι ο συνολικός χρόνος στη ζωή ενός παιδιού; Το 24ωρο;) και που θα «δέσουν τα χέρια» του δικαστή στην προσπάθειά του να προβεί σε εξατομικευμένη κρίση ανάλογα με τα συγκεκριμένα περιστατικά της υπόθεσης που δικάζει (δηλαδή την ηλικία του παιδιού, τις ανάγκες του, αλλά και την άποψή του), αφήνοντας ελάχιστο περιθώριο απόκλισης με ειδική αιτιολογία και κατ’ εξαίρεση.

Η υποχρέωση δε καταβολής διατροφής, σχετικοποιείται, καθώς στις περιπτώσεις που η πραγματικότητα της «εναλλασσόμενης διαμονής» θα είναι εικονική και που στην πράξη το παιδί θα έχει μία κατοικία και ένα κύριο πρόσωπο φροντίδας, θα καλείται ο γονέας που ασκεί εν τοις πράγμασι την επιμέλεια (ή κατά τον καινοφανή όρο που εισάγει το σχέδιο νόμου, ο γονέας με τον οποίο διαμένει το τέκνο, ωσάν να πρόκειται για μια απλή συγκατοίκηση) να πρέπει να αποδείξει την παράλειψη ανάληψης των υποχρεώσεων από πλευράς του έτερου γονέα, για να διεκδικήσει την αποκλειστική επιμέλεια και αντίστοιχα υψηλότερη συμβολή του έτερου γονέα στις ανάγκες διατροφής του τέκνου.

Η πρόβλεψη δυνατότητας παραπομπής σε διαμεσολάβηση με δικαστική απόφαση, υποβάλλει τους γονείς σε δυσβάσταχτα κόστη. Από θέση αρχής είμαστε αντίθετοι/ες στον θεσμό της υποχρεωτικής (δια νόμου ή δια δικαστικής απόφασης) διαμεσολάβησης, η οποία συνιστά απεμπόληση του καθήκοντος δικαστικής προστασίας, ιδιωτικοποίηση της δικαιοσύνης και επιβάρυνσης των διαδίκων. Εξυπηρετεί μόνο την αδυναμία στελέχωσης των δικαστηρίων. Μια δυσερμήνευτη έκπληξη αποτελεί η προσθήκη στο σχέδιο που κατατέθηκε στη Βουλή της υποχρεωτικότητας της διαμεσολάβησης (πρόταση τροποποίησης άρ. 1514 παρ. 2). Είναι καταφανής η αντίθεσή της στη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης βέβαια (άρ. 48 παρ. 1), που ρητά προβλέπει την υποχρέωση των κρατών να απαγορεύσουν την υποχρεωτική διαμεσολάβηση σε περιπτώσεις άσκησης ενδοοικογενειακής βίας. Θα αποτύχει όπως και όλες οι προηγούμενες προσπάθειες, αυτή τη φορά όμως σε βάρος των παιδιών.

Το σημαντικότερο, οι διατάξεις αυτές πλήττουν την παιδοκεντρική αντίληψη του οικογενειακού δικαίου, που θα έπρεπε να είναι κυρίαρχη κατά τη ρύθμιση των ζητημάτων που γεννώνται από τη διάσταση ή τη λύση του γάμου. Αντίθετα, το παιδί καθίσταται αντικείμενο και οι ανάγκες του υποτάσσονται στις διαθέσεις γονέων που αντιδικούν και που είναι γνωστό από την καθημερινή πρακτική ότι τείνουν να εργαλειοποιούν το παιδί. Είναι χαρακτηριστικό αυτής της γονεοκεντρικής αντίληψης ότι το νομοσχέδιο θωράκιζε το τεκμήριο επικοινωνίας ακόμα και για τον γονέα που έχει καταδικαστεί για ενδοοικογενειακή βία, κατ΄αρχήν μέχρι να καταστεί η δικαστική απόφαση αμετάκλητη. Το Υπουργείο παρουσιάζει ως «βελτίωση» την αλλαγή στο σχέδιο που κατέθεσε στη Βουλή της απαίτησης για αμετάκλητη απόφαση με την απαίτηση πλέον για «οριστική» απόφαση. Τι σημαίνει όμως αυτό; Για τις υποθέσεις όπου δεν εφαρμόζεται η αυτόφωρη διαδικασία, σημαίνει πάροδο τριετίας κατ’ ελάχιστο για να δικαστούν σε πρώτο βαθμό. Προφανώς το Υπουργείο θεωρεί βέλτιον το ενδεχόμενο έκθεσης του παιδιού στην κακοποιητική συμπεριφορά του θύτη ενδοοικογενειακής βίας επί τρία έτη σε σχέση με την έκθεσή του σε κίνδυνο επί οκτώ έτη. Υπάρχει επίσης το επιχείρημα ότι το άρθρο κάνει ενδεικτική απαρίθμηση των τεκμηρίων κακής άσκησης της επιμέλειας, αναφέροντας τη λέξη «ιδίως». Προφανώς και ο/η δικαστής μπορεί να παρεκκλίνει, αλλά η απαρίθμηση, ακόμα και ενδεικτική, δίνει σαφείς κατευθύνσεις και ειδικό βάρος στα αναφερόμενα τεκμήρια. Αυτό σημαίνει ότι η ειδική αιτιολογία του/της δικαστή για να παρεκκλίνει από τα εισαγόμενα τεκμήρια (δεχόμενος/η π.χ. ότι η υποβολή μήνυσης για ενδοοικογενειακή βία και η ιατροδικαστική βεβαίωση αποτελούν επαρκή μέσα απόδειξης της διάπραξης ενδοοικογενειακής βίας) θα ελέγχεται από ανώτερο δικαστήριο υπό το φως των -έστω και ενδεικτικά- απαριθμώμενων τεκμηρίων.

Ποιο είναι το διεθνές και το ενωσιακό νομικό πλαίσιο;

Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ρυθμίζει μόνο τις πτυχές του οικογενειακού δικαίου που έχουν διασυνοριακή διάσταση ή διασυνοριακές επιπτώσεις (βλ. και άρθρο 81 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης- ΣΛΕΕ). Αυτό σημαίνει ότι ρυθμίσεις που αφορούν το οικογενειακό δίκαιο στις λοιπές περιπτώσεις τελούν υπό την αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών.

Θυμίζουμε ότι σε ό,τι αφορά τις διεθνείς συμβάσεις, η χώρα υποχρεούται να συμμορφώνεται τόσο σε επίπεδο νομοθέτησης, όσο και σε επίπεδο εφαρμογής της νομοθεσίας:

Ειδικότερα, στο άρ. 19 της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού (κυρώθηκε με τον Ν. 2101/1992) θεσπίζεται υποχρέωση προστασίας του παιδιού από κάθε μορφή βίας όσο βρίσκεται υπό την επιμέλεια των γονέων του ή του ενός από τους δύο. Η εισαγωγή τεκμηρίου για την παραδοχή κακής άσκησης της γονικής μέριμνας ιδίως στην περίπτωση οριστικής καταδίκης του κακοποιητή γονέα (βλ. προωθούμενη αλλαγή στο άρθρο 1532 Α.Κ.), παρότι καταλείπει περιθώριο παρέκκλισης από αυτό που υπονοεί ως κανόνα (δηλαδή τον περιορισμό ή την αφαίρεση της γονικής μέριμνας σε αυτή την εξαιρετική περίπτωση) είναι προβληματική στο βαθμό που ακριβώς υπονοεί την κατ΄αρχήν αποδοχή της απόλαυσης από τον μη καταδικασμένο γονέα της γονικής μέριμνας, όπως ρυθμίζεται από τον Αστικό Κώδικα. Είναι βέβαιο, ότι η Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Παιδιού θα επισημάνει αυτές τις ρυθμίσεις ως αντικείμενες στην οικεία Σύμβαση.

Η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της Βίας κατά των γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας, γνωστή ως Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης (κυρωθείσα με το Ν. 4531/2018), επιτάσσει (άρ. 31) τη λήψη υπόψη των περιστατικών βίας κατά τη ρύθμιση της επιμέλειας και του δικαιώματος επικοινωνίας και τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των θυμάτων ή των παιδιών κατά την άσκηση των παραπάνω δικαιωμάτων. Είναι επίσης βέβαιο ότι η GREVIO (επιτροπή εμπειρογνωμόνων που επιτηρεί την εφαρμογή της ως άνω Σύμβασης) θα επισημάνει τις προωθούμενες ως άνω ρυθμίσεις ως αντικείμενες στο άρθρο 31 της Σύμβασης. Σημειώνω ότι το ερωτηματολόγιο της Επιτροπής GREVIO προς τις ελληνικές αρχές θέτει το εξής ερώτημα: Ε. Please detail the procedures in place to ensure that: 1. incidents of violence against women are taken into account in the determination of custody and visitation rights of children (Article 31, paragraph 1) as a superseding concern; 2. women victims and their children remain safe from any further harm in the exercise of any visitation or custody rights (Article 31, paragraph 2).

(https://rm.coe.int/CoERMPublicCommonSearchServices/DisplayDCTMContent?documentId=09000016805c95b0 )

Στο επιχείρημα περί σεβασμού του τεκμηρίου αθωότητας, έχει απαντήσει το Συμβούλιο της Ευρώπης: «Η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης δεν θέτει υπό αμφισβήτηση τα πλεονεκτήματα της κοινής επιμέλειας, αλλά στόχο έχει να διασφαλίσει ότι η επαφή με παιδιά δεν θέτει σε κίνδυνο τα δικαιώματα και την ασφάλεια των θυμάτων και των παιδιών. Πραγματική απειλή για τις οικογένειες αποτελεί η ίδια η βία και όχι τα μέτρα που αποσκοπούν στην προστασία και την υποστήριξη των θυμάτων.» πηγή: Η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη και Καταπολέμηση της Βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας (Σύμβαση Κωνσταντινούπολης): Ερωτήσεις και Απαντήσεις https://rm.coe.int/prems-039019-grc-2574-brochure-questions-istanbul-convention-web-16×16/1680944850

Όπως προαναφέρθηκε επίσης, ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της διαμεσολάβησης (πρόταση τροποποίησης άρ. 1514 παρ. 2 του σχεδίου που κατατέθηκε στη Βουλή) τελεί σε καταφανή αντίθεση με το άρ. 48 παρ. 1 της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης, που ρητά προβλέπει την υποχρέωση των κρατών να απαγορεύσουν την υποχρεωτική διαμεσολάβηση σε περιπτώσεις άσκησης ενδοοικογενειακής βίας.

Τέλος και εν όψει της 8ης περιοδικής έκθεσης CEDAW (επιτροπή που επιτηρεί την εφαρμογή της Σύμβασης εξάλειψης κάθε μορφής διακρίσεως κατά των γυναικών που επικύρωσε και η Ελλάδα με το Ν.1342/1983), η ελληνική πολιτεία έχει ήδη ερωτηθεί για αλλαγές στο οικογενειακό δίκαιο ώστε να καταλαμβάνονται και τα ομόφυλα ζευγάρια.

https://docstore.ohchr.org/SelfServices/FilesHandler.ashx?enc=6QkG1d%2fPPRiCAqhKb7yhsldCrOlUTvLRFDjh6%2fx1pWCHzDt3qiNcHWArvLRSWrKj2MOjRxso0lYUMpDaAZEdJwsH4LJYcgotudrfqaY0PO7qWFLirM4AE9bGt4AUWc%2bv

Γιατί δεν είναι άσχετη με το ζήτημα η έμφυλη διάσταση;

Ο διακηρυγμένος σκοπός της επίτευξης της ισότητας των δύο φύλων και της εξάλειψης των έμφυλων διακρίσεων σε σχέση με την κατασκευή των ρόλων και την άσκηση των καθηκόντων τους ως γονέων, δεν είναι δυνατό να επιτευχθεί «εν κενώ» και με μία νομοθετική μεταρρύθμιση, όσο παιδευτικό χαρακτήρα και εάν έχει ένα νομοθέτημα. Πόρρω απέχει η ελληνική πραγματικότητα από την ανατροπή του στερεοτύπου της μητέρας ως προσώπου φροντίδας και του πατέρα ως «κουβαλητή». Η μειονεκτική θέση των γυναικών από άποψη εισοδήματος, αποκλεισμού τους από την αγορά εργασίας, αντιμετώπισης του καθημερινού σεξισμού και της κακοποιητικής βίας (χαρακτηριστικά, η Ελλάδα συνεχίζει να βρίσκεται στην τελευταία θέση στην ΕΕ ως προς την ισότητα των φύλων και για το 2020 https://eige.europa.eu/sites/default/files/documents/mhag20006ela_002.pdf), είναι μια πραγματικότητα που οι διατάξεις του νομοσχεδίου θα την επιτείνουν προς το χειρότερο. Πώς θα αποτραπεί, για παράδειγμα, η εργαλειοποίηση της πρόβλεψης για υποχρεωτική συναπόφαση (ή προηγούμενη ενημέρωση για κάθε καθημερινό ζήτημα) από τον θύτη ενδοοικογενειακής βίας (και μάλιστα ψυχολογικής για την οποία δεν θα υποβληθεί ποτέ μήνυση); Δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι η θέσπιση τέτοιων υποχρεώσεων θα βιωθεί από την πλειοψηφία των γυναικών που υφίσταντο ψυχολογική βία προ της διάσπασης της κοινής συμβίωσης, υπό την έννοια της επιβολής της βούλησης του φορέα τοξικής αρρενωπότητας, ως συνέχιση της κατάστασης από την οποία επιχείρησαν να ξεφύγουν δια του διαζυγίου.

Ποιες είναι οι αλλαγές που απαιτούνται;

Είναι αλήθεια ότι υπάρχουν προβλήματα που ζητούν απαντήσεις και νομοθετικές παρεμβάσεις και που θα βοηθούσαν τόσο στην ομαλή οικογενειακή ζωή των ζευγαριών, ετερόφυλων και ομόφυλων, όσο και στην ζωή των παιδιών που οι γονείς τους ζουν σε διάσταση.

Τα παιδιά έχουν ανάγκη από τη φροντίδα των γονέων τους, δεν νοείται να εκτυλίσσεται ο ανταγωνισμός συμφερόντων πάνω στα σώματα και τις ψυχές τους. Οι γονείς έχουν κατ΄αρχήν ανάγκη υποστήριξης ως προς το γονεϊκό τους ρόλο, όχι απειλές και τιμωρίες για να επιτελούν το ρόλο τους.

Από τα παραπάνω προκύπτει ξεκάθαρα ότι το ζήτημα των σχέσεων του τέκνου με τους εν διαστάσει γονείς δεν είναι απλό, ώστε να μπορεί να ρυθμιστεί «οριζόντια», με εισαγωγή τεκμηρίων ή «υποχρεωτικά». Η εξατομικευμένη δικαστική κρίση, με την αρωγή κοινωνικών υπηρεσιών και εξειδικευμένων δικαστών, τους οποίους θα συνεπικουρούν ψυχολόγοι και κοινωνικοί λειτουργοί, είναι ο μόνος τρόπος για να διαφυλαχθούν τα συμφέροντα του παιδιού, αλλά και η ψυχική και σωματική ακεραιότητα των γονέων του.

Οποιαδήποτε αναμόρφωση του οικογενειακού δικαίου προκειμένου να είναι αποτελεσματική, σύγχρονη και συμπεριληπτική απαιτεί γενικότερη στήριξη της μητρότητας, της γονεϊκότητας, των παιδιών, άρση των διακρίσεων κατά των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων στο γάμο και την τεκνοθεσία, αναγνώριση διαφορετικών μοντέλων οικογένειας πέραν του πυρηνικού. Απαιτεί προνοιακές πολιτικές και ενίσχυση γονέων και παιδιών από δημόσιους φορείς, χωρίς την αναπαραγωγή έμφυλων στερεοτύπων.

Η εξατομικευμένη κρίση με την αρωγή κοινωνικών υπηρεσιών και την θεσμοθέτηση εξειδικευμένων οικογενειακών δικαστηρίων είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ρύθμιση των οικογενειακών διαφορών με τρόπο που να διασφαλίζεται το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού.

Η Εναλλακτική Παρέμβαση – Δικηγορική Ανατροπή ζητάει να αποσυρθεί το σχέδιο νόμου, να ακολουθηθεί σε κάθε περίπτωση η διαδικασία των Κωδίκων και να υιοθετηθεί η παιδοκεντρική αντίληψη στα υπό ρύθμιση ζητήματα.

*Το κείμενο αυτό αποτελεί επικαιροποιημένη εκδοχή της εισήγησής μου στην διαδικτυακή εκδήλωση-συζήτηση του Commune με θέμα «Υποχρεωτική συνεπιμέλεια των παιδιών: τεκμηριώνοντας το ΟΧΙ»

Αγγελική Σεραφείμ

Μέλος του Δ.Σ. του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, εκπρόσωπος της Εναλλακτική Παρέμβαση -Δικηγορική Ανατροπή

+ posts