Οι πολεμοκάπηλοι (The Belligerati)

<strong>Οι πολεμοκάπηλοι (The Belligerati)</strong>

Στα πλαίσια του διαλόγου σχετικά με το Ουκρανικό ζήτημα, το CommuneOrgGr φιλοξενεί ποικίλες και διαφορετικές απόψεις του αριστερού πολιτικού χώρου, οι οποίες όμως δεν αποτελούν οπωσδήποτε τις απόψεις της συντακτικής ομάδας της σελίδας μας. Αυτές έχουν εκτεθεί στο δημοσιευμένο άρθρο “Ενάντια στη ρωσική εισβολή, το ΝΑΤΟ, τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο”.

από το New Left Review*, 22/3/2022

Η απογύμνωση της αξιοπρέπειας και της κοινής λογικής μπορεί να συγκαταλέγεται στις μικρότερες τραγωδίες του πολέμου. Αλλά στον ύστερο καπιταλισμό ο κυνικός, ο μοχθηρός και ο ηλίθιος τείνουν να περιβάλλονται από την ίδια αποκαλυπτική ορμή. Σκεφτείτε, για μια στιγμή, τις πρόσφατες χειρονομίες αλληλεγγύης προς τον λαό της Ουκρανίας, που υποφέρει σήμερα από την ολοένα και πιο βίαιη επίθεση της Ρωσίας. Καθώς τα δυτικά κράτη έχουν επιβάλει σθεναρές κυρώσεις στη Ρωσία -αν και όχι τόσο αυστηρές όσο αυτές που επιβλήθηκαν στο Ιράν ή το Ιράκ-, άλλοι έχουν αναλάβει τις δικές τους πρωτοβουλίες. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, ορισμένα σούπερ μάρκετ απέσυραν τη ρωσική βότκα από τα ράφια. Το Netflix έχει βάλει σε αναμονή τη μεταφορά της Άννας Καρένινα του Τολστόι, μεταξύ άλλων ρωσόφωνων δραμάτων. Ρίχνοντας το δικό τoυ μικρό αλλά ηρωικό κόκκο άμμου στα γρανάζια του ρωσικού μιλιταρισμού, το περιοδικό Journal of Molecular Structures απαγόρευσε εργασίες από ρωσικά ακαδημαϊκά ιδρύματα. Τέλος, μια σειρά πολυεθνικών εταιρειών όπως η Coca-Cola και η McDonald’s έχουν αναστείλει τις εμπορικές τους δραστηριότητες στη Ρωσία. Η McDonald’s επικαλέστηκε, σαν δικαιολογία, τις «αξίες μας».

Όπως και οι ίδιες οι κυρώσεις, μια μορφή οικονομικού πολέμου που πλήττει τους απλούς Ρώσους, αυτές οι ενέργειες δεν έχουν ουσιαστική διαφορά στην ικανότητα του Πούτιν να διεξάγει πόλεμο. Αντίθετα, αποτελούν εκφράσεις ενός είδους διαμόρφωσης ταυτότητας. Από τη μία πλευρά, ακούμε από τη Wall Street Journal ότι η Ρωσία υπό τον Πούτιν επιστρέφει στο «ασιατικό παρελθόν» της, παρόλο που οι μέθοδοι αστικής επίθεσης που εφαρμόζει είναι συγκρίσιμες με εκείνες που εφάρμοσαν οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους στη Φαλούτζα και στο Ταλ Αφάρ. Και, ομοίως, από τον Joe Biden και νεοσυντηρητικούς όπως ο Niall Ferguson, ότι ο Πούτιν προσπαθεί να ανασυστήσει τη Σοβιετική Ένωση, παρόλο που δηλώνει ότι η «αποκομμουνιστικοποίηση» είναι μεταξύ των στόχων του στην Ουκρανία. Αν και οι περισσότεροι πολιτικοί και δημοσιογράφοι είναι αρκετά λογικοί για να το καταλάβουν, η υστερία για οτιδήποτε ρωσικό μπήκε σε ταχύτητα δίνης την πρώτη μέρα της εισβολής, ειδικά στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ο βουλευτής των Εργατικών Κρις Μπράιαντ έδωσε τον τόνο απαιτώντας, σε ένα tweet που έχει πλέον διαγράψει, οι διπλοί υπήκοοι Ηνωμένου Βασιλείου-Ρωσίας να αναγκαστούν να επιλέξουν εθνικότητα. Ο βουλευτής των Τόρις Tom Tugendhat πρότεινε ότι «μπορούμε να απελάσουμε τους Ρώσους πολίτες, όλους τους». Αργότερα ισχυρίστηκε ότι εννοούσε μόνο τους Ρώσους διπλωμάτες και τους ολιγάρχες, αλλά δεν είναι αυτό που είπε.

Από την άλλη πλευρά, το προφίλ της ουκρανικής ηγεσίας φιλοτεχνείται βολικά με ηρωικά χρώματα, ώστε να μπορεί να αναγνωριστεί ως προκεχωρημένο φυλάκιο μιας εξιδανικευμένης «Ευρώπης». Ο Daniel Hannan, γράφοντας στην Telegraph, δήλωσε: «Μοιάζουν τόσο πολύ με εμάς. Αυτό είναι που το κάνει τόσο σοκαριστικό». Ο Charlie D’Agata του CBS, που έκανε ρεπορτάζ από την πρωτεύουσα της Ουκρανίας, εντυπωσιάστηκε από την ίδια γνωστική διάκριση και διαφωνία: «Δεν πρόκειται για ένα μέρος, με όλο τον σεβασμό, όπως το Ιράκ ή το Αφγανιστάν, όπου μαίνονται οι συγκρούσεις εδώ και δεκαετίες. Πρόκειται για μια σχετικά πολιτισμένη, σχετικά ευρωπαϊκή πόλη». Στο ITV News, δημοσιογράφος υπογράμμισε ότι «δεν πρόκειται για ένα αναπτυσσόμενο, τριτοκοσμικό έθνος. Πρόκειται για την Ευρώπη». Ο δημοσιογράφος των ταμπλόιντ Matthew Wright, στην εκπομπή This Morning του ITV, εξέφρασε θλίψη για την υποτιθέμενη χρήση θερμοβαρικών όπλων από τον Πούτιν στην Ουκρανία. «Για να είμαστε δίκαιοι», αναγνώρισε, οι ΗΠΑ τα είχαν χρησιμοποιήσει στο παρελθόν στο Αφγανιστάν: «αλλά η ιδέα ότι θα χρησιμοποιηθούν στην Ευρώπη προκαλεί ναυτία».

Αυτό επαρχιοποιεί τη συμπάθεια με τους Ουκρανούς που βρίσκονται υπό πολιορκία, υποβαθμίζοντας αυτό που θα μπορούσε να γίνει μια επικίνδυνα οικουμενική παρόρμηση -η αύξηση των προτύπων που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν στην Παλαιστίνη ή στο Καμερούν- σε ναρκισσιστική αλληλεγγύη με «ανθρώπους σαν εμάς». Η προσκόλληση στην Ευρώπη εν τω μεταξύ λιμπιντοποιείται μέσω της φιγούρας του Ουκρανού πρωθυπουργού Volodymyr Zelensky, ο οποίος ανακηρύσσεται πανταχόθεν «ήρωας» στις πρώτες σελίδες, καθώς διαχέεται ο  μύθος ότι ο Ζελένσκι είναι ο νέος Τσόρτσιλ. Η Κέιτλιν Μόραν των Times ομολογεί ότι είναι «ερωτευμένη» με τον Ζελένσκι. Η New York Post αναφέρει ότι οι γυναίκες στο TikTok «τρελαίνονται» για τον Ουκρανό πρόεδρο. Στην Washington Post, η Kathleen Parker τον εξυμνεί σαν σύγχρονο «πολεμιστή-καλλιτέχνη».

Δεν υπήρξε σχεδόν κανένας ρεαλιστικός προβληματισμός σχετικά με το ιστορικό του Ζελένσκι ως ηγέτη. Ένας από τους γρίφους σχετικά με τον πρόεδρο της Ουκρανίας είναι η αντιφατική σχέση μεταξύ της πηγής χρηματοδότησής του και των προεκλογικών του υποσχέσεων. Ο μεγαλύτερος χρηματοδότης του ήταν ο βίαιος ολιγάρχης Ihor Kolomoisky, στον οποίο ανήκει ο όμιλος 1+1 Media Group που μετέδιδε τη δημοφιλή κωμική τηλεοπτική σειρά του Zelensky, Servant of the People. Ο Kolomoisky ήταν ενεργός υποστηρικτής του πολέμου με τη Ρωσία στο Donbass, ο οποίος χρηματοδοτούσε το νεοναζιστικό τάγμα Azov και άλλες πολιτοφυλακές που ευθύνονται για εγκλήματα πολέμου. Ωστόσο, ο Ζελένσκι εξελέγη με την πλατφόρμα της εναντίωσης στη διαφθορά των ολιγαρχών, του τερματισμού του πολέμου στο Ντονμπάς και της ειρήνης με τη Ρωσία.

Από το 2019, ο πρόεδρος έχει σημειώσει ελάχιστη πρόοδο σε αυτή την ατζέντα. Παρόλο που μίλησε για τη δέσμευσή του στην απο-ολιγαρχικοποίηση, στην πράξη αυτό σήμαινε την καταδίωξη όσων φέρονται να έχουν διασυνδέσεις με τη Ρωσία: επέβαλε κυρώσεις στον πολιτικό της αντιπολίτευσης Βίκτορ Μεντβέντσουκ -ο οποίος κατηγορείται για οικονομικές διασυνδέσεις με τους αυτονομιστές του Ντονμπάς- και αυταρχικά έκλεισε τρεις τηλεοπτικούς σταθμούς με την κατηγορία της μετάδοσης ρωσικής «παραπληροφόρησης». Στον προκάτοχο του Ζελένσκι, Πέτρο Ποροσένκο, κατασχέθηκαν τα περιουσιακά του στοιχεία λόγω των ατεκμηρίωτων μέχρι στιγμής ισχυρισμών ότι χρηματοδότησε αυτονομιστές αντάρτες στο Ντονέτσκ και το Λουχάνσκ- και το περασμένο Σαββατοκύριακο ο Ζελένσκι απαγόρευσε 11 πολιτικά κόμματα που πρόσκεινται στη Ρωσία.

Πράγματι, οι δραστηριότητες κατά της διαφθοράς φαίνεται να έχουν επαναπροσδιοριστεί επιμελώς ως μια προσπάθεια να ξεριζωθεί η ρωσική επιρροή, εδραιώνοντας τη νομή του Ζελένσκι στην εξουσία και προστατεύοντας παράλληλα τον Κολομόισκι. Στις αρχές του 2020, ο πρόεδρος απέλυσε τον γενικό εισαγγελέα Ruslan Ryaboshapka, ο οποίος είχε ξεκινήσει εκστρατεία κατά της διαφθοράς, στους στόχους της οποίας περιλαμβανόταν και ο Kolomoisky. Αντικαταστάθηκε από έναν πρώην σύμβουλο του Ζελένσκι. Ο Ζελένσκι διόρισε επίσης τον παλιό του φίλο από το σχολείο Ιβάν Μπακάνοφ, επικεφαλής της Υπηρεσίας Ασφαλείας της Ουκρανίας, προσέλαβε τον δικηγόρο του Κολομόισκι ως προσωπάρχη της κυβέρνησής του και ξεκίνησε μια σαρωτική μεταρρύθμιση των υπηρεσιών ασφαλείας, την οποία το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Human Rights Watch καταδίκασε ως αρπαγή εξουσίας. Ο Ζελένσκι ενίσχυσε επίσης τις συμμαχίες του στο εσωτερικό του κράτους διορίζοντας δεκάδες πρώην συναδέλφους του από τη δική του εταιρεία τηλεοπτικών παραγωγών σε εξέχουσες θέσεις.

Τι απέγινε η ειρήνη με τη Ρωσία; Η βάση γι’ αυτό θα ήταν το Μινσκ ΙΙ, που υπογράφηκε τον Φεβρουάριο του 2015 μετά την κατάρρευση του αρχικού Πρωτοκόλλου του Μινσκ. Οι συμφωνίες αντανακλούσαν την ένοπλη επιρροή που πέτυχαν οι αυτονομιστές στο Ντονέτσκ και το Λουχάνσκ με τη ρωσική στρατιωτική υποστήριξη. Ως αποτέλεσμα, οι ουκρανικές κυβερνήσεις πάντα δυσανασχετούσαν με τους όρους τους, ενώ ισχυρίζονταν ότι τους σέβονται. Ενώ η Ρωσία επέμενε να τηρήσει τη δέσμευση του Μινσκ ΙΙ για «τοπική αυτοδιοίκηση» και εκλογές στις περιφέρειες Ντονέτσκ και Λουχάνσκ, η Ουκρανία επεδίωκε να καθυστερήσει την εφαρμογή αυτών των διατάξεων, τουλάχιστον μέχρι την αποχώρηση των ρωσικών δυνάμεων. Για να διαπραγματευτεί μια ειρήνη με τον μεγαλύτερο γείτονά του, ο Ζελένσκι θα έπρεπε να ικανοποιήσει τις προτεραιότητες του τελευταίου, κάτι που θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο δεδομένης της διάθεσης του ουκρανικού Κοινοβουλίου. (Αντιμετώπισε σφοδρή κριτική επειδή απλώς συμφώνησε να διαπραγματευτεί με τη Ρωσία ενώ οι δυνάμεις της συνέχιζαν να κατέχουν την Κριμαία). Έτσι, υποκύπτοντας τόσο στις εγχώριες όσο και στις διεθνείς πιέσεις, ο Ζελένσκι επέμεινε στην παραδοσιακή θέση της Ουκρανίας – αρνούμενος να διαπραγματευτεί με τους ηγέτες του Ντονμπάς, απορρίπτοντας την ομοσπονδιοποίηση και αντιτιθέμενος στη ρωσική κατοχή της Κριμαίας. Και όχι μόνο αυτό- αύξησε επίσης τη στρατιωτική συνεργασία με τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, κατασκευάζοντας νέες ναυτικές βάσεις κοντά στη Μαύρη Θάλασσα, τις οποίες η Ρωσία θεωρούσε εχθρικά δυτικά φυλάκια.

Κατά πάσα πιθανότητα, ούτε η Ρωσία ούτε η Ουκρανία ήθελαν να εφαρμόσουν πλήρως το Μινσκ ΙΙ. Η Ρωσία θα μπορούσε να χρονοτριβεί για την απόσυρση των δυνάμεών της, αυξάνοντας παράλληλα την επιρροή της στο Ντονέτσκ και το Λουχάνσκ, μετατρέποντάς τα σε όλο και πιο ιδιόμορφα αυταρχικούς θυλάκους. Η Ουκρανία ήταν απρόθυμη να περάσει τις πολιτικές διατάξεις για όσο διάστημα η ρωσική στρατιωτική και πολιτική ισχύς στην περιοχή θα μετέτρεπε την «τοπική αυτοδιοίκηση» σε de facto αυτονομία. Βασικότερα, όπως υποστήριξε ο Volodymyr Ishchenko, το δίλημμα του Μινσκ αντανακλούσε την ευρύτερη αποτυχία των εθνικιστικών σχεδίων στη μετασοβιετική Ουκρανία. Εν μέρει λόγω του κατακερματισμού της καπιταλιστικής τάξης, κανένα ενιαίο σχέδιο δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει τη συγκατάθεση περισσότερων από τον μισό πληθυσμό. Η φιλελεύθερη-εθνικιστική πτέρυγα που ανέλαβε την εξουσία μετά το Μαϊντάν, με τη συμμετοχή μιας μικρής αλλά ισχυρής ακροδεξιάς, δεν έγινε ποτέ αποδεκτή από την πλειοψηφία στο Ντονέτσκ και το Λουχάνσκ, ιστορικά τις πιο ευημερούσες, βιομηχανικά προηγμένες και φιλορωσικές περιοχές. Ενώ οι ενέργειες της Ρωσίας από το 2014 και μετά έχουν αποστραγγίσει την υποστήριξή της στο εσωτερικό της Ουκρανίας και η εισβολή την έχει πιθανότατα καταστρέψει οριστικά, αυτό δεν σημαίνει ότι ο Ζελένσκι είχε ποτέ πιθανότητες να μεσολαβήσει στις αντιθέσεις, ακόμη και αν το ήθελε. Αυτή η αποτυχία προκάλεσε την πτώση της δημοτικότητάς του. Αν και εξελέγη με ένα εξαιρετικό ποσοστό 73% των ψήφων, τον Ιούνιο του 2021 πάνω από το μισό εκλογικό σώμα δεν ήθελε να είναι ξανά υποψήφιος και μόνο το 21% δήλωσε ότι θα τον ψήφιζε.

Απελευθερωμένοι από την τεκμηριωμένη σκέψη της επίσημης λήθης, ωστόσο, οι δημοσιογράφοι μπορούν ακόμη να συμμετέχουν στον ρομαντισμό της αντίστασης. Ο λαϊκός ιερέας του φιλελευθερισμού Ian Dunt προτείνει στους παθιασμένους ευρωπαϊστές να στείλουν χρήματα στον ουκρανικό στρατό, ενώ υμνούν την Ουκρανία ως «τα ιδανικά της Ευρώπης, που πήραν σάρκα και οστά». Δεδομένου ότι αυτή είναι η φαντασίωση, υπάρχει σημαντική συμπάθεια για τους εθελοντές που, με την παραίνεση του Ουκρανού υπουργού Εξωτερικών Dmytro Kuleba και την παρότρυνση της Βρετανίδας ομολόγου του Liz Truss, πήγαν να πολεμήσουν τον Vlad. Το ITV News μας χαρίζει μια άκριτη συνέντευξη με Βρετανούς εθελοντές που εκπαιδεύονται με τη «Γεωργιανή Λεγεώνα» στην Ουκρανία, η οποία αρχικά δημιουργήθηκε από Γεωργιανούς για να πολεμήσει τους Ρώσους πριν ενσωματωθεί στον ουκρανικό στρατό για να πολεμήσει «έναν πόλεμο της Δύσης».

Τέτοια συναισθήματα έχουν διοχετευθεί σε αιτήματα για μια «ζώνη απαγόρευσης πτήσεων» -δηλαδή, εναέριο πόλεμο- στην Ουκρανία, καθώς και σε αυξημένες στρατιωτικές δαπάνες. Οι συνήθεις δημοσιογραφικοί γαλαζοαίματοι διαμαρτύρονται ότι η αντίθεση σε μια ζώνη απαγόρευσης πτήσεων είναι «κατευνασμός», εγείροντας λαϊκές μνήμες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου σαν να ήταν οι πρώτοι που το σκέφτηκαν, ή απαιτώντας από τις δυτικές δυνάμεις να προκαλούν την δοκιμασία της πυρηνικής μπλόφας της Ρωσίας. Είναι σαφές, ωστόσο, ότι οι γραφειοκρατίες που είναι υπεύθυνες για την διεξαγωγή πολέμου στο ΝΑΤΟ δεν επιθυμούν επί του παρόντος μια ζώνη απαγόρευσης πτήσεων, επειδή αυτό συνεπάγεται άμεση αντιπαράθεση με μια πυρηνική δύναμη. Το Πεντάγωνο έθεσε βέτο ακόμη και σε μια πολωνική πρόταση για την αποστολή σοβιετικής κατασκευής MiG-29 στην Ουκρανία, με την αιτιολογία ότι αυτό θα ήταν κοντά σε πράξη πολέμου. Όχι για πρώτη φορά, η ειδημοσύνη, ξεπερνώντας το Πεντάγωνο, έχει γίνει πιο βασιλική από τον βασιλιά. Η μόνη στρατιωτική βοήθεια που σκοπεύουν να προσφέρουν οι χώρες του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία αποσκοπεί στην τόνωση μιας παρατεταμένης εξέγερσης. Όπως πρότεινε χαρούμενα η Χίλαρι Κλίντον, επικαλούμενη το παράδειγμα του Αφγανιστάν τη δεκαετία του 1980 χωρίς ίχνος λύπης για τα δύο εκατομμύρια χαμένες ζωές και τη γέννηση ενός βίαιου παγκόσμιου τζιχαντιστικού κινήματος, αυτό θα αιμορραγούσε τη Ρωσία. Θα κατέστρεφε επίσης την Ουκρανία.

Οι πολεμοκάπηλοι έχουν ένα πιο σίγουρο στοίχημα, προβάλλοντας την απαίτηση για περισσότερες στρατιωτικές δαπάνες. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, τόσο οι Συντηρητικοί όσο και οι Εργατικοί είναι στο πλευρό τους. Στους Times, ο John Kampfner πανηγυρίζει για τη σκληρή στροφή της Γερμανίας στους εξοπλισμούς ως κακά νέα για τον Πούτιν. Στη Σουηδία, όπου η κοινή γνώμη έχει προς το παρόν ταχθεί υπέρ της ένταξης στο ΝΑΤΟ, η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση ανακοίνωσε αύξηση του στρατιωτικού προϋπολογισμού. Ο Economist σημειώνει, με κάποια ευθυμία, ότι ο ευρωπαϊκός εξοπλισμός οδηγεί τις ευρωπαϊκές αμυντικές μετοχές στα ύψη.

Αυτό έχει ελάχιστη σχέση με τη διάσωση του λαού της Ουκρανίας από τις ρωσικές επιδρομές. Η πιο πιθανή τελική έκβαση είναι, φυσικά, μια διευθέτηση μέσω διαπραγματεύσεων. Ο Ζελένσκι, ο οποίος μπορεί να μην καλωσορίζει την καταστροφή μιας εξέγερσης τύπου Αφγανιστάν, δίνει προς το παρόν στον εαυτό του περιθώριο για διπλωματική υποχώρηση, ενώ η διαπραγματευτική θέση της Ρωσίας απέχει πολύ από το να είναι μαξιμαλιστική. Φαίνεται πιθανό ότι ο Πούτιν θα πρέπει να αναγνωρίσει μια μειωμένη ουκρανική κυριαρχία, ενώ ο Ζελένσκι θα πρέπει να αποδεχθεί ότι η Κριμαία ανήκει στη Ρωσία και να παραχωρήσει κάποιο ειδικό καθεστώς για τις ανατολικές «δημοκρατίες» του Λουχάνσκ και του Ντονέτσκ. Δεδομένου ότι η Ουκρανία δεν μπορεί να κερδίσει, το ΝΑΤΟ δεν θα επέμβει άμεσα και η Ρωσία μπορεί να θριαμβεύσει μόνο με μεγάλο κόστος για τη δική της θέση (και το κύρος του Πούτιν απέναντι σε μια τρομαγμένη στρατιωτική ηγεσία), δεν υπάρχει κανένα πλεονέκτημα στην παράταση του πολέμου.

Αν και η τρέχουσα πολιτιστική ζύμωση δεν θα λυτρώσει την Ουκρανία από τις ρωσικές βόμβες διασποράς και τους βομβαρδισμούς, εν μέρει έχει αξιοποιηθεί στον πολιτιστικό πόλεμο της Βρετανίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Nick Cohen, ο οποίος φαίνεται να γράφει τις ίδιες τρεις ή τέσσερις στήλες σε επανάληψη. Στην εφημερίδα The Observer, ισχυρίζεται ότι ένα νέο ζωτικό κέντρο απέκρουσε μια ιστορικά φιλοπουτινική ακροαριστερά και ακροδεξιά. Αυτό είναι, φυσικά, πολιτικά αναλφάβητο. Οι πρωταθλητές του Πούτιν τις πρώτες μέρες που κονιορτοποιούσε την Τσετσενία ήταν τα πρότυπα του κεντρισμού της δεκαετίας του ’90, ο Κλίντον και ο Μπλερ. Ο Πούτιν συμμετείχε ενεργά στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας, του οποίου ο Κοέν ήταν ιδιαίτερα ανεγκέφαλος ενθουσιώδης. Μέχρι και το 2014, ο Μπλερ καλούσε σε κοινό σκοπό με τον Πούτιν. Όμως ο ισχυρισμός ότι η αντιπολεμική αριστερά είναι υπέρ του Πούτιν υπήρξε αναπόσπαστο κομμάτι των πρόσφατων κινήσεων στην κορυφή της βρετανικής πολιτικής, ιδιαίτερα της προσπάθειας του Starmer να εξαπολύσει ένα κυνήγι μαγισσών κατά του Συνασπισμού «Σταματήστε τον πόλεμο» και να πατάξει τη Νεολαία των Εργατικών επειδή άσκησε κριτική στο ΝΑΤΟ. Η Telegraph, πηγαίνοντας το παιχνίδι ένα βήμα παραπέρα, κατηγορεί το συνδικάτο RMT ότι είναι ο «εχθρός του υπόγειου σιδηρόδρομου» και «απολογητές του Πούτιν» για την έναρξη απεργιακών κινητοποιήσεων στο μετρό του Λονδίνου.

Σε αυτό το πλαίσιο, ο πολιτισμικός πόλεμος για τη Ρωσία και την Ουκρανία αφορά περισσότερο τον ηθικό επανεξοπλισμό της «Δύσης» μετά το Ιράκ και το Αφγανιστάν υπό τη σημαία ενός νέου Ψυχρού Πολέμου που ανακηρύσσει τον Πούτιν κληρονόμο του Στάλιν, την αναβίωση ενός ετοιμοθάνατου Ατλαντισμού, την αναζωογόνηση ενός ηθικιστικού ευρωπαϊσμού μετά την κατάρρευση της υπόθεσης Remain και τον στιγματισμό της Αριστεράς μετά το σοκ της ηγεσίας του Εργατικού Κόμματος από τον Κόρμπιν, παρά τη Ρωσία ή την Ουκρανία. Ευρύτερα, αναβιώνει σε ένα νέο τοπίο τις αποκαλυπτικές πολιτισμικές ταυτότητες που αποτέλεσαν τόσο κινητήρια δύναμη κατά τη διάρκεια του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» και οι οποίες τελευταία έχουν περιέλθει σε αχρηστία.

*https://newleftreview.org/sidecar/posts/the-belligerati

Richard Seymour
+ posts