Εισαγωγή
To 1992, δεκατρία χρόνια μετά τη «νεοφιλελεύθερη επανάσταση» της Μάργκρετ Θάτσερ, ο Άλαν Μπαντ, επικεφαλής των οικονομικών συμβούλων της σιδηράς κυρίας, δήλωσε ότι αμφέβαλλε για το κατά πόσο οι κυβερνητικοί ιθύνοντες της δεκαετίας του 1980 είχαν πάρει πραγματικά ποτέ στα σοβαρά τις «πολιτικές της επίθεσης κατά του πληθωρισμού μέσω της συμπίεσης της οικονομίας και των δημόσιων δαπανών». Αναρωτιόταν μάλλον εάν οι πολιτικές αυτές ήταν στην πραγματικότητα «ένα προκάλυμμα για το χτύπημα των εργατών». Ο Μπαντ τόνιζε ότι «η αύξηση της ανεργίας ήταν ένας πολύ ελκυστικός τρόπος για τη μείωση της δύναμης της εργατικής τάξης. Αυτό που σχεδιάστηκε ήταν – με μαρξιστικούς όρους – μια κρίση του καπιταλισμού που αναδημιούργησε ένα εφεδρικό στρατό εργασίας, και επέτρεψε στους καπιταλιστές να πραγματοποιούν έκτοτε υψηλά κέρδη». Το ενδιαφέρον αυτού του ανεκδότου βρίσκεται στον άρρητο υπαινιγμό μιας συσχέτισης μεταξύ της κοινωνικής αποσταθεροποίησης και του κατακερματισμού της μισθωτής εργατικής τάξης (της όξυνσης, με άλλα λόγια, της διαφοράς μεταξύ του ενεργού στρατού εργασίας και της άνεργης εφεδρείας) και των πολιτικών που εφαρμόστηκαν στη διάρκεια των δεκαετιών που ακολούθησαν την άνοδο του νεοφιλελευθερισμού. Το κεντρικό πρόβλημα με το οποίο είμαστε αντιμέτωποι σήμερα, με άλλα λόγια, ίσως να μην είναι τόσο η σύγκρουση μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου, όσο, όπως το έθεσε η Μάργκρετ Θάτσερ, ο ανταγωνισμός μεταξύ μιας προνομιούχου «κατώτερης τάξης» με την «εξαρτησιακή κουλτούρα» της, και ενός «ενεργού» προλεταριάτου, με τους φόρους του οποίου πληρώνεται ένα σύστημα «δικαιωμάτων» και «παροχών».
Την ίδια περίοδο, στη Γαλλία, ο Αντρέ Γκορζ δημοσίευσε το «Αντίο στο προλεταριάτο», ένα βιβλίο στο οποίο υποστήριζε ότι η κοινωνία της ανεργίας θα χωριστεί, από εδώ και στο εξής, σε δυο στρατόπεδα: μια αυξανόμενη μάζα μονίμως ανέργων από τη μια μεριά, μια «αριστοκρατία σταθερά εργαζόμενων» από την άλλη, και στριμωγμένο ανάμεσά τους, «ένα προλεταριάτο προσωρινά εργαζόμενων». Η «παραδοσιακή εργατική τάξη», που απέχει πλέον πολύ από το να συνιστά την κινητήρια δύναμη της κοινωνικής αλλαγής, είχε καταστεί κάτι περισσότερο από μια «προνομιούχο μειονότητα». Από εδώ και στο εξής, την πρωτοπορία της ταξικής πάλης θα αποτελεί μια «μη τάξη» που θα απαρτίζεται από τους «ανέργους» και τους «προσωρινά εργαζόμενους» για τους οποίους η εργασία δεν θα είναι ποτέ «πηγή ατομικής ευημερίας». Ο Γκορζ υποστήριζε την ιδέα ότι στο σημερινό κόσμο η ταξική πάλη δεν διεξάγεται πλέον μεταξύ αστικής τάξης και προλεταριάτου, αλλά μάλλον μεταξύ του λούμπεν προλεταριάτου και μιας εργατικής τάξης που δεν βρίσκεται πλέον σε σύγκρουση με το ταξικό σύστημα.
Το γεγονός ότι αυτή τη λογική – που επαναπροσδιορίζει το κοινωνικό ζήτημα ως μια σύγκρουση μεταξύ δυο μερίδων του προλεταριάτου και όχι μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας – τη συναντάμε σήμερα τόσο στα αριστερά όσο και στα δεξιά, εγείρει μια σειρά από ερωτήματα. Από τη μια μεριά, στοχεύει στο να περιορίσει τα κοινωνικά δικαιώματα του «πλεονάζοντος πληθυσμού» φέρνοντάς τους σε αντιπαράθεση με τον «ενεργό πληθυσμό». Από την άλλη μεριά, στοχεύει στην κινητοποίηση του «πλεονάζοντος πληθυσμού» ενάντια στα προνόμια των «ενεργών». Τελικά, και οι δύο πλευρές καταλήγουν στην αποδοχή, σε βάρος όλων των «εργατών», της θεμελιώδους σημασίας της κατηγορίας των «αποκλεισμένων».
Αυτή η ταυτόχρονα σημασιολογική και ιδεολογική εξέλιξη υπό μια έννοια αναπαράγει τις μεταβολές που έχουν συντελεστεί στη μισθωτή εργασία τα τελευταία σαράντα χρόνια. Η αυξανόμενη ανεργία που επίσης εμφανίζεται όλο και περισσότερο συγκεντρωποιημένη (κοινωνικά αλλά και γεωγραφικά) και η ταυτόχρονη ανάδυση ενός ευρύτατου κοινωνικού στρώματος αυτού που ο Μαρξ αποκάλεσε «πλεονάζοντα πληθυσμό», εμφανίζονται πλέον ως κρίσιμα στοιχεία για την κατανόηση της δομικής αναδιάταξης της μισθωτής εργασίας στο σύνολο του βιομηχανοποιημένου κόσμου. Η εξέλιξη αυτή έφερε στο προσκήνιο μια σειρά από πολιτικές συζητήσεις σχετικά με την «άνεργη νεολαία που εγκαταλείπεται στη μοίρα της», τους «ζητιάνους και τους άστεγους» και τους «χωρίς χαρτιά και υποστήριξη μετα-αποικιακούς μετανάστες». Οι νέοι αυτοί πρωταγωνιστές του προλεταριάτου των πόλεων, έχουν αναδειχτεί σήμερα, όπως τόνισε ο Λόικ Βάκαντ, στην «ζωντανή και απειλητική ενσάρκωση της αστάθειας που παράγεται από τη «διάβρωση της σταθερούς και ομογενούς μισθωτής εργασίας» και την «αποσύνθεση της ταξικής και πολιτιστικής αλληλεγγύης που αυτή υποστήριζε, στα πλαίσια μιας σαφώς οριοθετημένης εθνικής επικράτειας».
H ίδια αυτή εξέλιξη γίνεται η συνθήκη ενδεχομενικότητας όχι μόνο των διαφόρων συντηρητικών πολιτικών στρατηγικών που στοχεύουν στον περιορισμό της πρόσβασης στο κράτος πρόνοιας, αλλά και της υποβάθμισης του θεμελιακότητας του ζητήματος της εργατικής τάξης» μεταξύ των συγγραφέων και των κριτικών της αριστεράς. Σήμερα οι «εκμεταλλευόμενοι» επανορίζονται «από τον αποκλεισμό τους», από την συνεχώς αυξανόμενη επισφαλή σχέση τους με την εργασία (επισφαλοποίηση). Με τη νέα αόρατη θέση τους, συνιστούν ένα σύμβολο της αναδιάταξης των ταξικών σχέσεων (όπως επίσης και των σχέσεων στα πλαίσια του έθνους και των φύλων) σε μια κοινωνία όπου η έκρηξη ανισότητας και οικονομικής αστάθειας έχει αποδιαρθρώσει σε βάθος την εργατική τάξη. Μάλιστα, η αόρατη θέση τους είναι ένα είδος εικόνας του νεοφιλελευθερισμού, της αντικατάστασης των ταξικών αγώνων από ανοργάνωτες εξεγέρσεις και της ταξικής συνείδησης από το κατακερματισμένο κίνημα (εθνικών) ταυτοτήτων ενός βαθιά ρηγματωμένου κόσμου της μισθωτής εργασίας.
Παρ’ όλον ότι η προβληματική αυτή αρθρώνεται με διαφορετικό τρόπο στις διάφορες χώρες, ήδη από τη δεκαετία του 1980 και μετά, το ζήτημα του «πλεονάζοντος πληθυσμού» σε όλες τις εκδοχές του (άνεργοι, φτωχοποιημένοι, μετανάστες, αποκλεισμένοι, οι επισφαλώς απασχολούμενοι, κλπ.) βρίσκεται στην καρδιά τόσο του δημόσιου διαλόγου όσο και του διαλόγου σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, τόσο στη δεξιά όσο και στην αριστερά. Οι μετασχηματισμοί της περιόδου υπερβαίνουν το ερώτημα του πώς οργανώνεται η οικονομία, και αγγίζουν το ερώτημα του πως θα διατυπωθεί το κοινωνικό ζήτημα στο μέλλον. Μάλιστα, τόσο στις συζητήσεις μεταξύ διανοουμένων όσο και στον πολιτικό διάλογο, η νέα θεμελιώδης σημασία των «αποκλεισμένων» ή του «υποπρολεταριάτου» όχι μόνο αλλάζει του όρους του προβλήματος, αλλά και αυτό που μπορεί να θεωρηθεί ως λύση του.
Ένα νέο πρόβλημα εμφανίζεται…
Μεταξύ 1963 και 1983, τα ποσοστά ανεργίας εκτοξεύτηκαν από τιμές μικρότερες του 2% σε μεγαλύτερες του 10% σε όλες τις μεγάλες βιομηχανικές Ευρωπαϊκές χώρες. Ο μετασχηματισμός αυτός, που αφορά τόσο τη δομή του συστήματος της μισθωτής εργασίας όσο και την ίδια την εργασία, ήταν ίσως ένας από τους σημαντικότερους της μεταπολεμικής περιόδου, που τροποποιούσε σε βάθος τους όρους του πολιτικού και οικονομικού διαλόγου. Η ανεργία είχε παραμείνει σχετικά χαμηλή κατά τη μεταπολεμική περίοδο, ωστόσο τα χρόνια που ακολούθησαν σήμαναν το τέλος της «ένδοξης τριακονταετίας» της μεταπολεμικής ευρωπαϊκής ειρήνης και ευημερίας. Αν ο παλιός στόχος ήταν η «πλήρης απασχόληση», ο νέος στόχος ήταν πλέον απλά η «μείωση των ποσοστών ανεργίας», η οποία είχε με κάποιο τρόπο καταφέρει να εδραιωθεί «για τα καλά». Άρχισε λοιπόν να προβάλει μια νέα συναίνεση: η ανεργία δεν ήταν «απλά ένα συγκυριακό φαινόμενο», αλλά φαινόταν να προκαλείται από δομικούς παράγοντες.
Σ’ αυτή την έκρηξη ανεργίας προστέθηκαν δυο σχετικά νέοι παράμετροι: η αυξανόμενη διάρκειά της και η συγκέντρωσή της στο εσωτερικό της εργασιακής δύναμης. Αυτό που εδραιώθηκε ήταν μια βαθιά συσχέτιση μεταξύ, από τη μια μεριά, της αύξησης των ποσοστών ανεργίας, και από την άλλη της χρονικής διάρκειας της κατάστασης ανεργίας.
Αυτό σημαίνει ότι αυτή η αύξηση της ανεργίας χτυπά πολύ σκληρά μια σχετικά μικρή ομάδα ενώ παρακάμπτει τους υπόλοιπους. Στη Γερμανία, για παράδειγμα, μεταξύ 1975 και 2004, το 70% όλων των περιόδων ανεργίας εντοπίζονταν μόλις στο 10% του πληθυσμού . Από αυτή την άποψη – και μόνο απ’ αυτή – το νέο τμήμα της εργασιακής δύναμης (οι φτωχοί, οι άνεργοι, οι μετανάστες) όντως βρέθηκαν σε μια σχετική απομόνωση από τους άλλους ενεργούς μισθωτούς. Και, παρ’ όλον ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες στο διάστημα αυτό γνώρισαν μια λιγότερο σημαντική αύξηση της ανεργίας, στις δεκαετίες του 1970 και του 1980 σημειώθηκε και εδώ μια αύξηση τόσο του ποσοστού, όσο και της χρονικής διάρκειας της ανεργίας. Πέραν αυτού, στο βαθμό που ανεργία και φτώχεια συγκεντρώθηκαν γεωγραφικά – όπως υποδεικνύει η εξέλιξη των αφρο-αμερικανικών γκέτο στις ΗΠΑ – ο δημόσιος διάλογος σχετικά με το «υποπρολεταριάτο» αποκτούσε μια ολοένα σημαντικότερη θέση.
Αυτή η διευρυνόμενη ανισότητα αποτέλεσε μια κρίσιμη συνθήκη για το ενδεχόμενο μιας πολιτικής και οικονομικής διαίρεσης της εργασιακής δύναμης, μιας διαίρεσης η οποία στις δεκαετίες που ακολούθησαν θα αναδιάτασσε σε μεγάλο βαθμό τους όρους με τους οποίους θα τίθεται το κοινωνικό ζήτημα. Στο επίκεντρο του διαλόγου δεν θα βρίσκεται πλέον τόσο πολύ το ζήτημα της ανεργίας, όσο το ζήτημα της άνισης κατανομής της. Και η εστίαση αυτή θα παράξει, ως επακόλουθο, ένα κατακερματισμό της εργατικής τάξης, σε κοινωνικό επίπεδο, αλλά και στο επίπεδο των ταυτοτήτων. Η σοβαρή υπερ-αντιπροσώπευση ορισμένων κλάδων της εργασιακής δύναμης (γυναίκες, μετανάστες, αφρο-αμερικανοί) έθετε τώρα στο επίκεντρο της ανάλυσης το πρόβλημα των διακρίσεων. Ενώ οι αναλύσεις των προπολεμικών χρόνων δομούνταν από τη σύγκρουση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, στο επίκεντρο τώρα βρίσκόταν η νέα κρίσης ανεργίας και ιδιαίτερα τα άνισα αποτελέσματα αυτής της κρίσης.
Ο άνεργος ως ο «άλλος»
Η μετατόπιση αυτή στηρίζεται στην παραδοχή ότι οι άνεργοι και οι μισθωτοί εργαζόμενοι συνιστούν διαφορετικούς πληθυσμούς. Ωστόσο, αν σήμερα, σε αναφορά με τις δημόσιες πολιτικές, φαίνεται φυσικό να τους ξεχωρίζουμε, αυτό δεν συνέβαινε πάντα. Ο Μαρξ, για παράδειγμα, θεωρούσε ότι και οι δύο ανήκουν στο «προλεταριάτο». Ο Μίκαελ Ντέννινγκ σημειώνει ότι στο Κεφάλαιο και στα Χειρόγραφα του 1844, ο Μαρξ αναφέρεται στους μη ενεργούς (die Unbeschäftigten) και όχι στη σύγχρονη κατηγορία των «ανέργων» (die Arbeitslosen). H διάκριση στην εποχή του Μαρξ δεν γινόταν τόσο πολύ μεταξύ δυο διακριτών τμημάτων του πληθυσμού, καθ’ όσον η διάκριση αυτή ήταν εσωτερική σ’ ένα πληθυσμό ο οποίος «άλλοτε απορροφούνταν, και άλλοτε απελευθερωνόταν» από τις τάξεις της ενεργού εργασίας. Με άλλα λόγια, δεν επρόκειτο για την ύπαρξη «δύο ειδών εργατών, εργαζόμενων και ανέργων, ή δυο τομέων της οικονομίας, τυπικής, και άτυπης. Πρόκειται μάλλον για μια διαδικασία κατά την οποία μια μεγαλύτερη έλξη εργατών από το κεφάλαιο συνοδεύεται από τη μεγαλύτερη απώθησή τους…. Οι εργάτες μερικές φορές απωθούνται, μερικές φορές έλκονται και πάλι σε μεγαλύτερες στρατιές». Με αυτήν ακριβώς την έννοια, ο Μαρξ περιέγραψε ένα κυμαινόμενο πληθυσμό, που περιοδικά βρισκόταν χωρίς εργασία, επιβιώνοντας όσο καλύτερα μπορούσε, ενώ περίμενε να απορροφηθεί και πάλι από μια βιομηχανική παραγωγή που εναλλασσόταν μεταξύ του να τους τραβάει μέσα της και να τους πετάει έξω: «οι εργάτες μερικές φορές απωθούνται, και άλλες φορές προσελκύονται και πάλι σε μεγαλύτερες στρατιές». Σύμφωνα με αυτή τη διαμόρφωση, η αύξηση της ανεργίας δεν δημιουργεί κάποιο χάσμα (κάποιο δυισμό) στο εσωτερικό του προλεταριάτου – ουσιαστικά αυξάνει τις περιόδους της μη απασχόλησης για τον κάθε εργάτη.
Ωστόσο, η σημερινή κατάσταση έχει αλλάξει. Ανεργία προφανώς υπήρχε στην εποχή του Μαρξ, ωστόσο η δομή της ήταν διαφορετική και η κύρια αλλαγή δεν βρίσκεται τόσο στην αύξηση της ανεργίας όσο στη μορφή που τείνει να πάρει. Το μεταπολεμικό κοινωνικό κράτος πρόνοιας – που κανονικοποιούσε την εργασία για κάποιους και με αυτό τον τρόπο κανονικοποιούσε τη «μη-εργασία» για κάποιους άλλους, που βοηθούσε κάποιους στην απόκτηση μιας σταθερής δια βίου απασχόλησης ενώ ταυτόχρονα επέτρεπε σε κάποιους άλλους να μένουν επί χρόνια στην ανεργία ή την κοινωνική αρωγή – επέτρεψε τη διάκριση μεταξύ «ενεργών» εργατών και ανέργων. Από αυτήν ακριβώς την προοπτική, η κατηγορία των ανέργων ως ζήτημα που αφορά τις δημόσιες πολιτικές, σε συνδυασμό με τη συγκέντρωση της ανεργίας, συνέβαλε στη δημιουργία, τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο, μιας ομάδας πραγματικά απομονωμένης από αυτήν του «μισθωτού πληθυσμού». Κατά τη χρονική περίοδο της πλήρους απασχόλησης και της σχετικά χαμηλής ανεργίας, οι νέες προστασίες που παρασχέθηκαν στους εργάτες δεν έθεταν μεγάλα προβλήματα. Οι εργάτες συνέχιζαν να έχουν σχετικά ομογενείς τρόπο ζωής και πορείες, διευκολύνοντας μ’ αυτό τον τρόπο μια αίσθηση συνοχής και συλλογικής οργάνωσης. Ωστόσο, καθώς η ανεργία άρχισε μια ανοδική πορεία και έγινε «δομική», οι προνοιακές προστασίες από τις οποίες ωφελούνταν τόσο οι εργάτες όσο και οι άνεργοι άρχισαν να διαφοροποιούν τους μεν από τους δε, και επομένως να διαιρούν την εργατική τάξη σε δυο τμήματα: αυτούς που είχαν μια θέση εργασίας και αυτούς που δεν είχαν.
Μια τέτοια κατάσταση θα ήταν αδύνατη την εποχή του Μαρξ, ή ακόμα και πιο πρόσφατα, μέχρι τη δεκαετία του 1930, όπως μπορούμε να δούμε ρίχνοντας ακόμα και μια φευγαλέα ματιά στις περίφημες φωτογραφίες της Ντοροθέα Λανγκ ή του Γουόκερ Έβανς, στις οποίες οι μορφές και τα πρόσωπα των εργατών μπερδεύονται με αυτά των μεταναστών και των ανέργων, όπου ο καθένας παίρνει με τη σειρά του τις θέσεις των άλλων. Στα πρόσωπα αυτά, είναι δύσκολο να βρεις τη διαφορά μεταξύ κάποιου που κατέχει μια θέση εργασίας και κάποιου που δεν κατέχει. Ή ακόμα, σκεφτείτε τα Σταφύλια της οργής του Τζον Στάινμπεκ, όπου οι κύριοι χαρακτήρες είναι μετανάστες και εργάτες, εργαζόμενοι και άνεργοι, ταυτόχρονα, ή διαδοχικά. Σήμερα, σε αντιδιαστολή με την εποχή στην οποία έγραφε ο Μαρξ, ή τη δεκαετία του 1930, οι εμπειρίες της ανεργίας, της φτώχειας, ή ακόμα της επισφαλούς εργασίας είναι πολύ περισσότερο ετερογενείς και διακριτές, ακριβώς εξ αιτίας των προγραμμάτων πρόνοιας και της συγκέντρωσης της ανεργίας σε ορισμένα τμήματα του προλεταριάτου. Οι σύγχρονες κοινωνίες μας, που απέχουν πολύ από το να ορίζουν ένα μοναδικό «προλεταριάτο» που θα περνούσε από το ένα στάτους στο άλλο ανάλογα με τα καπρίτσια της στιγμής, δημιουργούν ένα πλεονάζοντα πληθυσμό σχετικά διακριτό από το κλασικό μοντέλο του μισθωτού εργαζόμενου: ένα πληθυσμό κατακερματισμένο μέσα από εθνικούς ή κατά φύλα διαχωρισμούς, εναλλασσόμενο μεταξύ περιόδων ανεργίας, ευκαιριακής εργασίας, φτώχειας, κλπ. Επομένως, δεν είναι τόσο παράδοξο το γεγονός ότι οι κατηγορίες των «ανέργων», των «φτωχών», των «επισφαλών», από τη στιγμή που διαχωρίζονται από το ζήτημα της εργασίας τους, πολύ γρήγορα αποσυνδέονται από την κατανόησή τους με τους όρους της εκμετάλλευσης στην καρδιά των καπιταλιστικών οικονομικών σχέσεων, και καταλήγουν στο να κατανοούνται με όρους σχετικής (χρηματικής, κοινωνικής, ή ψυχολογικής) στέρησης, ταξινομημένης υπό τις γενικές κατηγορίες του «αποκλεισμού», των «διακρίσεων», ή μορφών «κυριαρχίας».
Η εξέλιξη αυτή σφραγίζεται από την νέα σημασία, για την αριστερά και τη δεξιά, των «αποκλεισμένων», και της ιδέας ότι εξ αυτού, μια «μεταβιομηχανική» κοινωνία διχοτομείται σ’ αυτούς που έχουν πρόσβαση στην αγορά εργασίας και σ’ αυτούς που, σε διάφορους βαθμούς, δεν έχουν τέτοια πρόσβαση. Μ’ αυτό τον τρόπο, η εστίαση της αγοράς εργασίας μετατοπίζεται προς τα ζητήματα του «αποκλεισμού, της φτώχειας και της ανεργίας», και ο κόσμος της διανόησης σε μεγάλο βαθμό συμβαδίζει και ενισχύει αυτή τη δυναμική. Όπως παρατήρησαν οι κοινωνιολόγοι Στεφάν Μπο και Μισέλ Παγιού, η μετατόπιση αυτή έμμεσα θέτει τους εργάτες στο πλάι αυτών που κατέχουν μια θέση εργασίας (στο πλάι των «προνομιούχων» και αυτών με τε «κεκτημένα πλεονεκτήματα». Σε πρώτο πλάνο δεν βρίσκεται πλέον το γενικό πρόβλημα της ανισότητας, αλλά αυτό της κατανομής της, των δυσανάλογων επιπτώσεών της στους αποκλεισμένους – τους άνεργους, τους νέους ανθρώπους στα λαϊκά προάστια, τους μετανάστες.
Πέραν αυτού, η αναπαράσταση του κόσμου της μισθωτής εργασίας, ιδωμένη μέσα από το φακό αυτού του πλεονάζοντος πληθυσμού, εθνικοποιείται όλο και περισσότερο. Μάλιστα, η υπερεκπροσώπηση κάποιων ομάδων (συχνά απόγονων μεταναστών ή των ίδιων των μεταναστών) στις τάξεις αυτού του «πλεονάζοντος πληθυσμού» ενισχύει την εθνικοποίηση αυτού του ζητήματος. Η φθίνουσα σημασία της κατηγορίας του ταξικού ανταγωνισμού, ή, για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του Ξαβιέ Βινιά, ο «όλο και περισσότερο μη λειτουργικός συμβολικός και πολιτικός χαρακτήρας της» φαίνεται έτσι να συμπίπτει πολύ καθαρά με την «ενεργοποίηση των ταυτοτικών διαιρέσεων που θεμελιώνονται στη βάση της εθνικότητας». Το ζήτημα εδώ δεν είναι πλέον η ανεργία ως τέτοια, αλλά η υπερεκπροσώπησή της μεταξύ ορισμένων ομάδων, και επομένως οι διακρίσεις στις οποίες έχουν σαφώς υποβληθεί αυτές.
Από το «προλεταριάτο» στους «αποκλεισμένους»…
Παράλληλα με αυτή την συμβολική και πολιτική υποβάθμιση του προβλήματος της εργατικής τάξης, συναντάμε την ανάπτυξη νέων κοινωνικών κινημάτων και μια ριζοσπαστική κριτική του κλασικού μαρξισμού. Σε μια διάλεξή του στην Ιαπωνία το 1978, ο Μισέλ Φουκώ έθεσε το ερώτημα κατά πόσο αρχίζουμε να είμαστε μάρτυρες «σ’ αυτή την περίοδο του τέλους του 20ου αιώνα, ενός φαινομένου παρόμοιου με το τέλος της Επανάστασης». Όπως προσφυώς παρατήρησε ο Μίκαελ Μπέχραντ, ο Μισέλ Φουκώ εννοούσε όχι ένα «τέλος της επανάστασης» παρόμοιο με αυτό που φανταζόταν ο Φρανσουά Φυρέ, αλλά « μάλλον [μια εποχή] γρήγορης εξάπλωσης αγώνων, σκοπός των οποίων είναι η αναδιανομή της διαφορικά ασκούμενης εξουσίας στην κοινωνία». Μια τέτοια αναδιάταξη των αγώνων ανήγγειλε το τέλος της θεμελιώδους σημασίας της εργατικής τάξης και την εντατικοποίηση των διαφόρων ενεργειών – για τους «αποκλεισμένους», τους «περιθωριακούς», και τους άλλους προσφιλείς στον Φουκώ, «ιεραρχικά υποδεέστερους». Και αυτή ακριβώς η αυξανόμενη σημασία της κατάληψης κτιρίων για τους αστέγους, της διανομής τροφής στους αφρικανούς μετανάστες, ή των διαδηλώσεων για τα δικαιώματα των φυλακισμένων οδήγησε τον Σαρτρ να αντιληφθεί αυτή τη στάση ως μια μετάβαση προς ένα « ηθικό μαρξισμό» και να δει αυτές τις ενέργειες ως ουσιαστικά «ηθικές χειρονομίες», όπου η ηθική διάσταση έγκειται ακριβώς στην όλο και μεγαλύτερη μετατόπιση των ζητημάτων της εκμετάλλευσης υπέρ των «μειονοτήτων», των «περιθωριακών», και των «αποκλεισμένων» – με δυο λόγια υπέρ των ζητημάτων υποταγής και διακρίσεων.
Αυτή η πολύ γνωστή μετατόπιση στους κόλπους του δυτικού μαρξισμού ανάγκασε πολλούς διανοητές και κινήματα να επανορίσουν την αντίληψή τους για τους «κοινωνικούς φορείς που θα μπορούσαν να παίξουν το ρόλο του επαναστατικού υποκειμένου, μιας ανήμπορης εργατικής τάξης: Αγρότες του τρίτου κόσμου, φοιτητές, διανοούμενοι, αποκλεισμένοι». Μέσα από αυτές ακριβώς τις γραμμές, για παράδειγμα ο μαρξιστής θεωρητικός Χέρμπερτ Μαρκούζε υποστήριξε τη θέση ότι η παραδοσιακή εργατική τάξη είχε πλήρως «ενσωματωθεί» στο καπιταλιστικό σύστημα, και ότι μόνο οι «ενεργές μειονότητες» και η νέα διανόηση της μεσαίας τάξης» είναι από εδώ και στο εξής ικανές να αναλάβουν μια ριζοσπαστική πολιτική δράση. Για τον Μαρκούζε, αυτές οι «υπο-προνομιούχες» ομάδες, «ταπεινωμένες, αποτυχημένες, καταπιεσμένες, θύματα διαχωρισμών» θα μπορούσαν τώρα σε συμμαχία με τους φοιτητές, να συγκροτήσουν ένα αποφασιστικό στοιχείο για το ξεκλείδωμα κοινωνικών εξεγέρσεων. Το επίκεντρο των επερχόμενων κοινωνικών κλυδωνισμών δεν θα πρέπει να αναζητείται στο κλασικό προλεταριάτο, αλλά μεταξύ των «ανέργων», των «μαύρων των γκέτο» και των άλλων περιθωριοποιημένων «εθνοτικών» ομάδων. Για τον Μαρκούζε, ήταν επομένως προφανές ότι «οι τροποποιήσεις στη δομή του καπιταλισμού μεταβάλλουν τη βάση της ανάπτυξης και οργάνωσης των δυνητικά επαναστατικών δυνάμεων», μια άποψη που συμπυκνώνεται επίσης και στην ιδέα του Αντρέ Γκορζ ότι ο κλασικός εργάτης έχει εκλείψει, παίρνοντας μαζί του και την «τάξη που είναι σε θέση να αναλάβει το σοσιαλιστικό πρόταγμα και να το μεταφράσει σε πραγματικότητα».
Για τον Γκορζ, σήμερα, «η πλειοψηφία του πληθυσμού τώρα ανήκει στο μετα-βιομηχανικό νέο-προλεταριάτο το οποίο, χωρίς καμιά εργασιακή ασφάλεια, ή συγκεκριμένη ταξική ταυτότητα, καταλαμβάνει την εποχή της απασχόλησης υπό δοκιμή, ή με σύμβαση (ορισμένου χρόνου), ή πρόχειρης, ή προσωρινής, ή μερικής». Αντίθετα με αυτό που συνέβαινε την εποχή του Μαρξ, το υποκείμενο αυτό δεν αυτοπροσδιορίζεται πλέον «σε σχέση με τη θέση του στη διαδικασία της κοινωνικής παραγωγής», αλλά μάλλον από το γεγονός ότι φαίνεται να μην ανήκει σε καμιά τάξη, από τον ίδιο τον αποκλεισμό του από την κοινωνία που αποτελεί την πηγή του ριζοσπαστικού του δυναμικού και της δυνητικής ριζοσπαστικότητάς του. Ως «α-ταξικός», δεν αναζητά την χειραφέτηση από το εσωτερικό της εργασίας, αλλά γενικότερα από την εργασία. Μ’ αυτό τον τρόπο ο Γκορζ προσφέρει μια θεμελιώδη κριτική όχι μόνο του μαρξισμού, αλλά της ιδέας της προόδου και του «νοήματος της Ιστορίας». Δεν μπορούμε πλέον να φανταστούμε μια βιομηχανοποιημένη σε μεγάλο βαθμό κοινωνία ευεργετική για όλους, όπως αυτή την οποία οραματίστηκε ο Μαρξ. Στην καλύτερη περίπτωση, μπορούμε να είμαστε σε θέση να συλλάβουμε, παράλληλα με αυτή την κοινωνία, κάποιες αυξανόμενες «περιοχές αυτονομίας» απελευθερωμένες από την εργασία. Το σε ποιο βαθμό, δεν είναι πλέον ζήτημα κατάληψης της εξουσίας, αλλά οικοδόμησης, στο περιθώριό της, άλλων μορφών δράσης, άλλων μορφών οργάνωσης.
Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο οι Γκορζ και Μαρκούζε είδαν στους Μαύρους Πάνθηρες ένα είδος ζωντανής ενσάρκωσης των θεωριών τους. Ορισμένες ιδέες του Έλντιτζ Κλίβερ ιδίως, τους φαίνονταν τέλειες εκφράσεις αυτών των ίδιων, όπως όταν ο Κλίβερ περιέγραφε το κεντρικό πρόβλημα της εποχής μας ως τη νέα αντίθεση του λούμπεν προλεταριάτου από τη μια μεριά, και μιας συμμαχίας μεταξύ εργατικής τάξης και αστικής τάξης από την άλλη. Για τον Κλίβερ, η εργατική τάξη είχε «μετατρέψει τις δουλειές της σε περιουσία, την οποία κατείχαν δικαιωματικά, αποκλείοντας de facto όσους δεν είχαν δουλειά από οποιοδήποτε μέρος της παραγωγής και διανομής του πλούτου. Το τελικό αποτέλεσμα είναι μια μίζερη, τσιγκούνικη μπουρζουαζία με μια λαίμαργη και δουλοπρεπή εργατική τάξη, που στέκεται εκεί με τους σάκους γεμάτους χρήματα, σκορπίζοντας κάποια κέρματα όπως σκορπίζουμε καλαμπόκι στις κότες». Η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής που συναντάμε στα κείμενα του Κλίβερ είναι πολύ διαφορετική από αυτή που βρίσκουμε στον Μαρξ. Οι λούμπεν θα πρέπει να αγωνιστούν προκειμένου να αποκτήσουν τον φυσικό έλεγχο των οργάνων της παραγωγής, να τα «αρπάξουν από τα χέρια της μπουρζουαζίας και της εργατικής τάξης». Σήμερα, η εργατική τάξη, που απέχει πολύ από το να αποτελεί μια επαναστατική τάξη, «έχει καταστεί σε τέτοιο βαθμό μέρος του συστήματος, ώστε θα πρέπει να καταστραφεί όπως και οι ίδιοι οι καπιταλιστές. Αποτελούν τη δεύτερη γραμμή αντίστασης, μετά τους μπάτσους». Αυτή η εργατική τάξη δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα «παράσιτο της ανθρώπινης φυλής», που έχει εξαγοραστεί και διαφθαρεί από το δόλωμα των ασφαλών και προστατευμένων θέσεων εργασίας.
Η θέση αυτή, παρ’ ότι για τους Πάνθηρες αποτελούσε περισσότερο ένα θεωρητικό προσωπείο παρά μια πραγματική πολιτική πρακτική, επρόκειτο να βρει ανταπόκριση σε διάφορους κύκλους διανοουμένων, και μάλιστα μπορούμε να πούμε ότι υπογράμμιζε τις θεωρητικές μετατοπίσεις που χαρακτήριζαν τις δεκαετίες από το 1970 και μετά.
Μάλιστα, μια εκδοχή αυτής της προοπτικής παραμένει – σε διάφορους βαθμούς – κρίσιμης σημασίας σε πολλούς σύγχρονους αριστερoύς μαρξιστές διανοητές όπως οι Αντόνιο Νέγκρι, Ντέιβιντ Χάρβεϊ, Σλάβοϊ Ζίζεκ, Νάνσι Φρέιζερ ή ο Αλαίν Μπαντιού. Ο Νέγκρι, που ίσως αποτελεί το προφανέστερο παράδειγμα αυτής της τάσης, υποστηρίζει ότι στην εποχή μας, το μείζον δρων υποκείμενο κοινωνικού μετασχηματισμού είναι το «πλήθος» – που απαρτίζεται από ένα ασαφές «συνοθύλευμα αυτών με ασταθή εργασία, των νέων, των γυναικών, των μερικώς απασχολούμενων, όπως επίσης των εργατών, των φοιτητών και των μεταναστών» – το οποίο αντικαθιστά την παλιά αντίληψη του «προλεταριάτου» και των παραδοσιακών μορφών κινητοποίησης.
Για τον Ντέιβιντ Χάρβεϊ, η όλη προοπτική των αγώνων γύρω από την πόλη συγκροτείται ακριβώς σύμφωνα με το αξίωμα ότι με τις εξελίξεις των τελευταίων τριάντα χρόνων, το κίνημα των παραδοσιακών εργατών που στηριζόταν στους χώρους εργασίας έχει καταστεί προβληματικό. Η ίδια η ιδέα ενός «δικαιώματος στην πόλη» διατυπώθηκε για πρώτη φορά από τον Ανρί Λεφέμπρ, ως συνέπεια του γεγονότος ότι στην εποχή μας η «εδαφική εγκατάσταση» της εργατικής τάξης φαίνεται να έχει «τόση σημασία» όση και «η ίδια η εργασία, ο χώρος, και οι συνθήκες εργασίας». Έτσι λοιπόν ο Χάρβεϊ επιμένει στο γεγονός ότι «σε ένα μεγάλο μέρος του αναπτυγμένου καπιταλιστικού κόσμου τα εργοστάσια είτε έχουν εξαφανιστεί είτε έχουν μειωθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε να αποδεκατίσουν την κλασική βιομηχανική εργατική τάξη». Από αυτή την άποψη, «το λεγόμενο πρεκαριάτο έχει εκτοπίσει το παραδοσιακό προλεταριάτο» και «αν πρόκειται να υπάρξει οποιοδήποτε επαναστατικό κίνημα στην εποχή μας, τουλάχιστον σ’ αυτή τη γωνιά του κόσμου…. θα πρέπει να λάβει υπ’ όψη του το προβληματικό και ανοργάνωτο πρεκαριάτο».
Ο Αλαίν Μπαντιού λέει ουσιαστικά το ίδιο πράγμα όταν δηλώνει ότι οι ξεβράκωτοι της επερχόμενης επανάστασης θα απαρτίζονται από «ένα μέρος της νεολαίας, της διανόησης, των Γάλλων μισθωτών της χαμηλότερης μεσαίας τάξης, και στη συνέχεια βεβαίως από αυτούς που είναι πάντα οι πρώτοι στον κατάλογο των κατατρεγμένων – δηλ. οι αλλοδαποί και οι άνεργοι». Έτσι λοιπόν, η κοινωνική αλλαγή θα εξαρτηθεί από μια συμμαχία των «νέων προλετάριων που ήρθαν από την Αφρική και άλλες χώρες, και των διανοούμενων που αποτελούν τους διαδόχους των πολιτικών μαχών των τελευταίων δεκαετιών».
Αναλύοντας τη διαφορά μεταξύ της κρίσης του 1930 και της σημερινής, η Νάνσι Φρέιζερ εκτιμά επίσης, ότι «η ταξική διαίρεση μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου παύει να είναι αυτονόητη, καθώς περιπλέκεται με την φαινομενικά περισσότερο εμφανή μεταξύ των συρρικνούμενων τάξεων των σταθερά απασχολούμενων από τη μια μεριά, και του διογκούμενου πρεκαριάτου, από την άλλη». Σε μια τέτοια κατάσταση, της φαίνεται προφανές ότι «η οργανωμένη εργασία δεν ομιλεί εκ μέρους της κοινωνίας ως τέτοιας. Στα μάτια ορισμένων, υπερασπίζεται τα προνόμια μιας μειοψηφίας η οποία απολαμβάνει μια ορισμένη κοινωνική ασφάλεια, σε αντιδιαστολή με τον πολύ μεγαλύτερο αριθμό αυτών που δεν έχουν καμιά τέτοια ασφάλεια».
Ακόμα και ο Σλάβοϊ Ζίζεκ, ενώ παρατηρεί ότι ο τρόπος με τον οποίο «αυτή η εστίαση στους τοίχους που χωρίζουν τους Αποκλεισμένους από τους Ενταγμένους ενδεχόμενα να παρερμηνευτεί ως μια παράνομη επιστροφή στη φιλελεύθερο ανεκτικό –πολυπολιτισμικό θέμα της «ανοιχτότητας» (κανένας δεν πρέπει να αφεθεί απ’ έξω, όλες οι μειονοτικές ομάδες, τα life styles, κλπ, θα πρέπει να γίνονται αποδεκτά)», πιστεύει ωστόσο ότι υφίσταται σήμερα ένας «ανταγωνισμός μεταξύ Αποκλεισμένων και Ενταγμένων». Και αν αναγνωρίζει ότι αυτός ο τύπος σκέψης «αντιστρατεύεται μια καθαρά μαρξιστική θέαση του κοινωνικού ανταγωνισμού», υποστηρίζει ωστόσο ότι «η δημιουργία νέων μορφών απαρτχάιντ, νέων Τειχών, και παραγκουπόλεων, βαθαίνει το ανοιχτό χάσμα που χωρίζει ήδη τους Αποκλεισμένους από τους Ενταγμένους» και που αποτελεί έναν από τους κυριότερους ανταγωνισμούς του σύγχρονου καπιταλισμού. Κατά την ανάλυσή του, θα πρέπει να αποδεχτούμε και να ενσωματώσουμε στο συμβολικό μας σύμπαν το τέλος της παλαιάς αντίληψης του προλεταριάτου και να διαμορφώσουμε μια «πιο ριζοσπαστική ιδέα του προλεταριακού υποκειμένου». Σήμερα, υποστηρίζει, «μόνο η αναφορά τους Αποκλεισμένους δικαιολογεί τον όρο Κομμουνισμός».
Πρόκειται ουσιαστικά για την ίδια ιδέα που ανέπτυξε ο Ζακ Ρανσιέρ όταν επικέντρωσε τον φιλοσοφικό του λόγο γύρω από το ζήτημα του μέρους αυτών που δεν έχουν μέρη, ή και ο Ουλριχ Μπεκ, ο οποίος υποστηρίζει πιο πρόσφατα ότι η τάξη ως το κεντρικό ευαίσθητο σημείο του κοινωνικού έχει αντικατασταθεί από την αντίθεση μεταξύ «μιας αυξανόμενης μειονότητας ανέργων, αυτών που δεν έχουν σταθερή απασχόληση, ή αυτών που έχουν αποκλειστεί από το εργατικό δυναμικό, και της πλειοψηφίας των ενεργών εργατών πλήρους απασχόλησης».
Και μετά την εμφάνιση του βιβλίου «Οι πραγματικά μη προνομιούχοι» (The truly disadvantaged) του Γουϊλιαμ Τζούλιους Γουίλσον, το 1987, το «υποπρολεταριάτο» έχει παίξει ένα παράλληλο ρόλο στις ΗΠΑ, ακριβώς γιατί η εστίαση του Γουϊλσον στη φτώχεια και την ανεργία στις γκετο-γειτονιές μεταθέτει το ζήτημα της φτώχειας και της ανεργίας (για να μην μιλήσουμε για την ανισότητα) ως τέτοιο.
Μπορούμε ωστόσο να αρχίσουμε να βλέπουμε κάποια από τα προβλήματα αυτού του σχήματος, όταν το δούμε να αναπτύσσεται όχι μόνο από διανοούμενους της αριστεράς, αλλά επίσης και από πολιτικούς και πολιτικά πρόσωπα που δεν έχουν καμιά σχέση με την αριστερά, και των οποίων ο στόχος είναι ουσιαστικά να περιορίσουν την πρόσβαση στις κοινωνικές παροχές. Μάλιστα, μπορούμε να αναρωτηθούμε κατά πόσο όταν η Μάργκρετ Θάτσερ αντιπαρέθετε το «προνομιούχο και προστατευόμενο υποπρολεταριάτο της ευημερίας» απέναντι στους Βρετανούς που «εργάζονται για να κερδίσουν το ψωμί τους», δεν άρθρωνε απλά κάτι σαν μια αντιστροφή του επιχειρήματος του Έλντριτζ Κλίβερ. Και όταν ο Νικόλα Σαρκοζί υπερηφανεύεται για το ότι αρνείται να ανεχθεί «αυτούς που δεν κάνουν τίποτα, που δεν θέλουν να εργαστούν, για να ζουν σε βάρος αυτών που ξυπνούν νωρίς για να πάνε στη δουλειά τους», μήπως δεν επιστρατεύει τα ίδια επιχειρήματα με αυτά του Αντρέ Γκορζ; Το νεοφιλελεύθερο δόγμα της συντηρητικής δεξιάς, όπως εξηγεί ο Σερζ Αλιμί, είναι να «επανορίσει το κοινωνικό ζήτημα με τέτοιο τρόπο ώστε η γραμμή του κοινωνικού διαχωρισμού να μην είναι πλέον μια γραμμή που αντιπαραθέτει τους πλούσιους και τους φτωχούς, το κεφάλαιο και την εργασία, αλλά μάλλον να διέρχεται ανάμεσα σε δύο μερίδες του προλεταριάτου – μεταξύ αυτών που «έχουν παραιτηθεί σε μεγάλο βαθμό, που έχασαν αρκετά, και που έχουν μπουχτίσει αρκετά, και αυτών που βρίσκονται στην πολιτεία της ευημερίας».
Επομένως, οι νεοφιλελεύθερες επιθέσεις στοχεύουν αυτό το νέο προλεταριάτο των πόλεων με τις ασταθείς προοπτικές απασχόλησης, κατά τον ίδιο τρόπο όπως στις ΗΠΑ, πολύ πριν εξαπλωθούν στην Ευρώπη, οι πολιτικές περικοπών των δικτύων κοινωνικής προστασίας εφαρμόζονταν στο όνομα της θεραπείας μιας «κουλτούρας εξάρτησης» διαδεδομένης μεταξύ των μελών του «υποπρολεταριάτου» (που γενικά συνδέεται με τις αφροαμερικανικές κοινότητες). Η κεντρική ιδέα της νεοφιλελεύθερης σκέψης και των θεωρητικών της είναι ότι η φτώχεια και η ανεργία αυτού του «υποπρολεταριάτου» είναι προϊόν του πολιτιστικού του ορίζοντα και της συμπεριφοράς του, που είναι στραμμένες στο παρελθόν. Σύμφωνα με τα λόγια του ακραίου συντηρητικού σχολιαστή Σαρλ Μάρεϊ, «συνήθως είναι φτωχοί, αλλά η φτώχεια είναι ένας λιγότερο σημαντικός δείκτης απ’ ότι η καταστροφική γι’ αυτούς και τις κοινότητές τους προσωπική συμπεριφορά τους». ‘Όταν όμως ξεσπούν διαμαρτυρίες και εξεγέρσεις, ξεφουρνίζονται εξηγήσεις για τη φτώχεια και γενικότερα την αντικοινωνική συμπεριφορά αυτών των ανθρώπων που επικαλούνται τα προσωπικά ελαττώματα και ιδίως την «τεμπελιά» τους. Η μεγάλη πλειοψηφία των περισσότερων ριζοσπαστικά αντίθετων στην ισότητα πολιτικών «μπορεί επομένως να συνδεθεί με τους μη εργαζόμενους φτωχούς».
Σύμφωνα με αυτό το θεωρητικό και πολιτικό σχήμα, δεν είναι οι εργάτες οι «προνομιούχοι». Αντίθετα, είναι οι φτωχοί, που ζουν από τους πόρους ενός συστήματος πρόνοιας που ενθαρρύνει την άρνησή τους να εργαστούν. Μάλιστα, το επιχείρημα αυτό βρισκόταν στην καρδιά της ιδιωτικής ομιλίας που εκφώνησε ο Μιτ Ρόμνι μπροστά σε πλούσιους δωρητές στη διάρκεια των προεδρικών εκλογών του 2012. Κατά τον Ρόμνι, οι εκλογές θα ήταν πολύ δύσκολες για οποιονδήποτε ρεπουμπλικάνο, σε μια χώρα όπου σύμφωνα με αυτόν, το 47% των Αμερικανών δεν πληρώνουν φόρο εισοδήματος και «εξαρτώνται από την κρατική αρωγή». Οι ψηφοφόροι αυτοί «πιστεύουν ότι είναι θύματα, πιστεύουν ότι η Κυβέρνηση έχει την ευθύνη της φροντίδας τους» είναι αναμενόμενο να ψηφίσουν Ομπάμα. Επομένως, ο στόχος του δεν ήταν «να ανησυχεί σχετικά με αυτούς τους ανθρώπους», αλλά μάλλον να προσελκύσει τις ψήφους των «τίμιων» σκληρά εργαζόμενων Αμερικανών. Όπως και οι διανοούμενοι της αριστεράς, ο Ρόμνι είναι δεσμευμένος τη θεμελιώδη διαφορά μεταξύ του υποτιθέμενου νέου πρεκαριάτου και της υποτιθέμενης παλιάς εργατικής τάξης.
Η οικονομική κρίση του 2008 συνέβαλε στη διάχυση της συζήτησης στην Ευρώπη. Σε μια μακροσκελή συνέντευή του στην De Standaard, ο Φλαμανδός εθνικιστής ηγέτης Μπαρτ Ντε Βέβερ, δήλωνε για παράδειγμα ότι η αντίθεση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας ανήκε στο παρελθόν – και ότι από εδώ και στο εξής, η νέα διαχωριστική γραμμή θα τοποθετείται μεταξύ των «παραγωγικών» και «μη παραγωγικών» μελών της κοινωνίας. Κατά τον Ντε Βέβερ, «το κράτος είναι ένα χρηματοβόρο τέρας. Και από πού παίρνει τα χρήματα; Από αυτούς που δημιουργούν αξία. Και ποιοι καταναλώνουν αυτά τα χρήματα; Οι μη παραγωγικοί, οι οποίοι είναι τόσο σημαντικοί εκλογικά, ώστε η πολιτική αυτή συνεχίζει να διαιωνίζεται».
Στη Γαλλία, ο Ζακ Μπομπάρντ, μέλος της ακροδεξιάς πτέρυγας του Γαλλικού Κοινοβουλίου, πρότεινε ένα νόμο σύμφωνα με τον οποίο οι δικαιούχοι επιδόματος ανεργίας θα ήταν υποχρεωμένοι να εργάζονται δωρεάν. Η ιδέα αυτή, που δεν ήταν καθόλου νέα, αποτελούσε μέρος του προγράμματος του Νικολά Σαρκοζί στη διάρκεια της πρώτης προεκλογικής του εκστρατείας. Το 2007 ο Σαρκοζί είχε προτείνει «όσοι επωφελούνται από την κοινωνική αρωγή θα πρέπει να προσφέρουν κάποια υπηρεσία υπέρ του δημόσιου συμφέροντος – αυτό θα τους κινητοποιήσει να πάρουν μια δουλειά και να μην ζουν από τα προνοιακά επιδόματα». Στην Αγγλία, ο Ντέιβιντ Κάμερον δικαιολόγησε τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις του κόμματός του, που περιόριζαν το ποσό της χρηματικής βοήθειας προς τους ανέργους, δηλώνοντας ότι το σύστημα της κοινωνικής αλληλεγγύης «έχει καταστεί επιλογή τρόπου ζωής για κάποιους».
Οι αλλαγές λοιπόν που προτάθηκαν από αυτούς τους πολιτικούς παρουσιάζονται ως ένα σύστημα αποκατάστασης μιας έννοιας «δικαιοσύνης» σ’ ένα σύστημα που τιμωρεί αυτούς που «εργάζονται σκληρά» και επιβραβεύει αυτούς που ικανοποιούνται στο να ζουν μια ζωή «εξάρτησης». Ο δημόσιος αυτός λόγος έχει καταστεί ηγεμονική άποψη, ενσαρκώνοντας τη γενική τάση της Ευρώπης να τιμήσει τα «παραγωγικά μέλη της κοινωνίας» που «ξυπνούν νωρίς» και να δυσφημίσει τους μη παραγωγικούς ne’er-do-wells «on the dole» (τους επιδοτούμενους) κάθε φορά που ένας πολιτικός ή διανοούμενος χρειάζεται να νομιμοποιήσει τις μεταρρυθμίσεις λιτότητας ή να εντείνει την ανισότητα.
Προφανώς, το πολιτικό περιεχόμενο τέτοιων εξαγγελιών από τα δεξιά διαφέρει ριζικά από αυτό των μαρξιστικών κριτικών και διανοουμένων στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Ωστόσο, και οι δύο μοιράζονται την παραδοχή ότι αυτός ο πλεονασματικός πληθυσμός είναι, ανάλογα με τη θέση του καθενός, είτε το πρόβλημα, είτε η λύση του προβλήματος. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αμφότεροι βλέπουν ως κεντρικό πολιτικό δρώντα / υποκείμενο τον πλεονάζοντα πληθυσμό και όχι την εργατική τάξη. Πώς είναι αλήθεια δυνατόν να μην αντιλαμβάνεται κανείς την παράδοξη σχέση μεταξύ της «μη-τάξης» του Αντρέ Γκορζ και του τόσο προσφιλούς στον Μάρεϊ «υποπρολεταριάτου»; Για τον Γκορζ, όπως και για το νεοφιλελευθερισμό, το πρόβλημα είναι η σχέση με την εργασία, και όχι το γεγονός ότι η εργασία υπόκειται σε εκμετάλλευση. Ο Γκορζ βλέπει στον πλεονάζοντα πληθυσμό μια σχέση «απελευθερωμένη» από την εργασία, εκεί που η Θάτσερ βλέπει το «ελάττωμα» της τεμπελιάς που θα πρέπει να ξεριζωθεί. Ο ένας εξυψώνει το «δικαίωμα στην τεμπελιά» του Πολ Λαφάργκ σε μια αρετή ενώ η άλλη το βλέπει σαν μια αδικία που θα πρέπει να καταπολεμηθεί. Αλλά, ουσιαστικά, και οι δύο ακολουθούν την ίδια λογική. Τόσο στην αριστερά, όσο και στη δεξιά, είναι ευτυχείς που βλέπουν τον πλεονάζοντα πληθυσμό να αποτελεί το πρόβλημα, ακριβώς γιατί μεταθέτει την παλιά, ξεπερασμένη και δογματική ιδέα ότι το κρίσιμο πρόβλημα είναι στην πραγματικότητα η εκμετάλλευση. Η μετάθεση αυτή λοιπόν έχει σημασία, καθώς «αποκρύπτει την κριτική της εκμετάλλευσης, εστιάζοντας την προσοχή μας στο θύμα που του έχουν καταπατηθεί τα δικαιώματα – τους φυλακισμένους, τους ομοφυλόφιλους, τους μετανάστες, κλπ.». Και οι δυο πλευρές είναι ευτυχείς με το ότι αντιπαραθέτουν δυο τμήματα του προλεταριάτου τα οποία, χάρη στη νεοφιλελεύθερη εξέλιξη της παγκόσμιας οικονομίας, μπορούν να οργανωθούν γύρω από ένα καταστροφικό κύκλο ανταγωνισμού μεταξύ τους.
__________________________
1. Alan Budd, The Observer (June 21, 1992), cited in David Harvey, A Companion to Marx’s Capital (London: Verso, 2010), 284-85.
2. Margaret Thatcher, The Downing Street Years (London: Harper Collins ebook, 1993), chapter XXI.
3. André Gorz, Farewell to the Working Class (London: Pluto Press, 1982), 3.
4. Ibid., 69.
5. “Les surnuméraires” in French.
6. Loic Wacquant, Punishing the Poor (Chapel Hill and London: Duke University Press, 2009), 4.
7. Xavier Vigna, Histoire des ouvriers en France au XXe siècle (Paris: Perrin, 2012), 280-82.
8. Ibid.
9. Maurice Niveau and Yves Crozet, Histoire des faits économiques contemporains (Paris: PUF, 2000), 552.
10. See Achim Schmillen and Joachim Moller, “Determinants of lifetime unemployment: A micro data analysis with censored quantile regressions,” Discussion paper series 4751, IZA (February 2010).
11. Michael Denning, “Wageless Life,” New Left Review 66 (Nov.-Dec. 2010): 82.
12. Karl Marx, Capital, Vol. I, Chapter XXV, “The General Law of Capitalist Accumulation,” Sec.3, “Progressive Production of a Relative Surplus Population or Industrial Reserve Army”: http://www.marxists.org/archive/marx/works/1867-c1/ch25.htm
13. Denning, “Wageless Life,” 97.
14. Marx, Capital, Vol. I, Chapter XXV, Sec. 4, “Different Forms of the Relative Surplus Population”: http://www.marxists.org/archive/marx/works/1867-c1/ch25.htm.
15. Yves Zoberman, Une histoire du chômage (Paris: Perrin, 2001), 21.
16. Ibid., 282.
17. Stéphane Beaud and Michel Pialoux, Retour sur la condition ouvrière (Paris: La Découvert 2012), 424.
18. Vigna, Histoire des ouvriers en France au XXe siècle, 294.
19. Michael C. Behrent, “Penser le XXe siècle avec Michel Foucault,” symposium on Foucault et les Historiens, Écoles des Hautes Études en Sciences Sociales (June 14, 2013), unpublished.
20. John Gerassi, Entretiens avec Sartre (Paris: Grasset, 2011), 178-79.
21. Slavoj Žižek, First as Tragedy, then as Farce (London: Verso, 2009), 89.
22. Herbert Marcuse, An Essay on Liberation (Boston: Beacon Press, 1969), 51.
23. François Perroux, interroge Herbert Marcuse…qui répond (Paris: Aubier, 1969), 196.
24. Marcuse, An Essay on Liberation, 53.
25. Gorz, Farewell to the Working Class, 66.
26. Ibid., 69.
27. Ibid., 73.
28. Eldrige Cleaver, “On Lumpen Ideology,” Black Scholar 4:3 (Nov.-Dec. 1972): 6.
29. Ibid., 7.
30. Ibid., 8.
31. Ibid., 11.
32. Cleaver, cited in Ahmed Shawki, Black and Red (Paris: Syllepse, 2012), 237.
33. Sarah Abdelnour, Les nouveaux prolétaires (Paris: Textuel, 2012), 54.
34. Henri Lefebvre, Le Droit à la ville (Paris: Anthropos, 1972), 281.
35. David Harvey, Rebel Cities (London: Verso, 2012), xiv.
36. Ibid.
37. Alain Badiou, “Ce soir ou jamais,” http://www.youtube.com/watch?v=sAFRHNsCyd8
38. Alain Badiou, The Communist Hypothesis, trans. David Macey and Steve Corcoran (London: Verso, 2010), 99.
39. Nancy Fraser, “A Triple Movement? Parsing the Politics of Crisis after Polanyi,” New Left Review 81 (May-June 2013): 124.
40. Žižek, First as Tragedy, 100.
41. Ibid., 98.
42. Ibid., 91.
43. Slavoj Žižek, “How to Begin from the Beginning,” in The Idea of Communism (London: Verso, 2010), 214.
44. Cited in Roland Pfefferkorn, Inégalités et rapports sociaux (Paris: La dispute, 2007), 112.
45. Serge Halimi, preface to Thomas Frank, Pourquoi les pauvres votent à droite (Marseille: Agone, 2008), 19.
46. Ibid., 19.
47. Charles Murray, In Our Hands. A Plan to Replace the Welfare State (Washington: AEI Press, 2006), 61.
48. Frances Fox Piven and Richard A. Cloward, Regulating the Poor (New York: Vintage Books, 1993), 365.
49. Michael D. Shear and Michael Barbaro, “In Video Clip, Romney Calls 47% ‘Dependent’ and Feeling Entitled,” New York Times, September 17, 2012, http://thecaucus.blogs.nytimes.com/2012/09/17/romney-faults-those-dependent-on-government/?hp
50. http://www.lesoir.be/221184/article/actualite/monde/2013-04-07/david-cameron-vivre-des-aides-sociales-est-un-choix-vie
51. Isabelle Garo, Foucault, Deleuze, Althusser et Marx (Paris: Demopolis, 2011), 70.