Πληθωρισμός: η σχέση μισθών και κερδών

<strong>Πληθωρισμός: η σχέση μισθών και κερδών</strong>

Μετάφραση του Χρήστου Βαλλιάνου. Το πρωτότυπο βρίσκεται στην διεύθυνση https://thenextrecession.wordpress.com/2022/05/09/inflation-wages-versus-profits/ 

Τον περασμένο Φεβρουάριο, ο Διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας, Άντριου Μπέιλι,[1] εξέφρασε την κυρίαρχη άποψη σχετικά με την επίπτωση του πληθωρισμού, όταν δήλωνε ότι «Δεν λέω ότι κανείς δεν παίρνει αύξηση μισθού, ας μην υπάρχει παρανόηση. Λέω όμως ότι θα πρέπει να εξετάσουμε κάποιους περιορισμούς στη διαπραγμάτευση των μισθών, διαφορετικά αυτή θα τεθεί εκτός ελέγχου».

Ο Μπέιλι υιοθέτησε την κεϊνσιανή εξήγηση της ανόδου του πληθωρισμού, ως αποτελέσματος μιας σφικτής αγοράς εργασίας («πλήρους απασχόλησης»), που δίνει τη δυνατότητα στους εργάτες να διεκδικούν υψηλότερους μισθούς και μ’ αυτό τον τρόπο αναγκάζουν τους εργοδότες να ανεβάζουν τις τιμές προκειμένου να διατηρήσουν τα κέρδη τους. Αυτή η θεωρία για τον πληθωρισμό ως αποτελέσματος της «ώθησης των μισθών» έχει απορριφθεί τόσο θεωρητικά όσο και εμπειρικά, όπως έχω δείξει σε διάφορες προηγούμενες δημοσιεύσεις.[2]

Και, πιο πρόσφατα, η μελέτη της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (ΤΔΔ) επιβεβαιώνει ότι «σε κάποιο βαθμό, το παρόν περιβάλλον δεν φαίνεται να οδηγεί σε μια τέτοια σπειροειδή κίνηση. Εν πάση περιπτώσει, η συσχέτιση μεταξύ αύξησης των μισθών και πληθωρισμού έχει ατονήσει τις τελευταίες δεκαετίες και σήμερα βρίσκεται κοντά στα ιστορικά χαμηλά της».[3]

Ωστόσο, αυτή η θεωρία της ώθησης του πληθωρισμού από τους μισθούς συνεχίζει να είναι ευρέως αποδεκτή μεταξύ των κεϊνσιανών, ακριβώς γιατί αυτοί θεωρούν ότι η πλήρης απασχόληση εκτρέφει τον πληθωρισμό. Και υποστηρίζεται από τις κρατικές αρχές, γιατί αγνοεί τις επιπτώσεις που έχουν στις τιμές η συνεχής φροντίδα των επιχειρήσεων να ενισχύσουν τα κέρδη τους. Ο Μπέιλι δεν μίλησε καθόλου για την ανάγκη «περιορισμού» των τιμών της αγοράς ή των κερδών.

Η θεωρία ώθησης του πληθωρισμού από τους μισθούς υπήρχε πριν από τον Κέινς. Ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα, ο νεο-ρικαρντιανός υπερασπιστής των επαγγελματικών συνδικαλιστικών οργανώσεων Τόμας Γουέστον υποστήριζε στους κύκλους της Διεθνούς Ένωσης Εργατών ότι η οι εργάτες δεν θα μπορούσαν να πιέσουν για μισθούς υψηλότερους από το κόστος επιβίωσης, γιατί το μόνο αποτέλεσμα μιας τέτοιας απόπειρας θα ήταν να αυξάνουν τις τιμές οι εργοδότες, και επομένως θα ήταν ένα αποτέλεσμα αυτοκαταστροφικό. Για τον Γουέστον, υπήρχε ένας «σιδηρούς νόμος» των πραγματικών μισθών, ο οποίος συνδεόταν με τον εργάσιμο χρόνο που απαιτούνταν για την παραγωγή των μέσων επιβίωσης, και ο οποίος δεν μπορούσε να σπάσει.

Ο Μαρξ ανασκεύασε τις απόψεις του Γουέστον, τόσο θεωρητικά όσο και εμπειρικά, σε μια σειρά διαλέξεων που δημοσιεύτηκαν στην μπροσούρα Μισθός, τιμή, κέρδος.[4] Ο Μαρξ υποστήριξε ότι η αξία (τιμή) ενός εμπορεύματος εξαρτάται σε τελική ανάλυση από τη μέση εργασία που απαιτείται για την παραγωγή του. Αυτό όμως σημαίνει ότι τα μερίδια αυτού του εργάσιμου χρόνου μεταξύ των εργατών που παρήγαγαν αυτό το εμπόρευμα και του καπιταλιστή που το κατείχε δεν είναι δεδομένα, αλλά εξαρτώνται από την ταξική πάλη μεταξύ εργοδοτών και μισθωτών. Όπως σημείωνε ο ίδιος, «οι καπιταλιστές δεν μπορούν να αυξάνουν ή να μειώνουν τους μισθούς ανάλογα με τις επιθυμίες τους, ούτε μπορούν να αυξάνουν τις τιμές κατά βούληση, προκειμένου να αντισταθμίσουν τα διαφυγόντα κέρδη από μισθολογικές αυξήσεις». Αν «περιοριστούν» οι μισθοί, αυτό είναι πιθανό να μην οδηγήσει σε μείωση των τιμών, αλλά σε μια απλή αύξηση των κερδών.

Στην πραγματικότητα, αυτό ακριβώς συμβαίνει σήμερα, στην τρέχουσα περίοδο πληθωρισμού. Στη διάρκεια της ανάκαμψης από τη Μεγάλη Ύφεση (σ.ε. εξαιτίας της κρίσης του 2008), οι αυξήσεις των τιμών ήταν πραγματικά πολύ συγκρατημένες κατά τα πρώτα χρόνια αυτής της ανάκαμψης. Οι επιχειρήσεις (υποβοηθούμενες και από την υψηλά και ανυποχώρητα επίπεδα ανεργίας) προχώρησαν αντιθέτως σε μια ακραία μισθολογική συμπίεση. Το μοναδιαίο κόστος εργασίας (δηλ. το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος) μειωνόταν συνεχώς επί τρία χρόνια, από το χαμηλότερο σημείο της ύφεσης, το δεύτερο τρίμηνο του 2009, μέχρι τα μέσα του 2012.

Το εισοδηματικό μερίδιο της εργασίας στη διάρκεια της πρώτης φάσης ανάκαμψης που χαρακτηρίζει τις περισσότερες μεταπολεμικές οικονομίες μειωνόταν με τον ίδιο περίπου τρόπο, αν και η μείωση αυτή παίρνει πιο ακραίες μορφές στους πρόσφατους οικονομικούς κύκλους. Το 2019, το μερίδιο της εργασίας βρισκόταν στα χαμηλότερα επίπεδα όλων των εποχών. Η δεκαετία του 2010 γνώρισε βασικά μια στασιμότητα των μέσων πραγματικών μισθών στις σημαντικότερες οικονομίες.[5]

Σε πρόσφατη έκθεσή της,[6] η ΤΔΔ υποστηρίζει ότι

«στις τελευταίες δεκαετίες, η συλλογική διαπραγματευτική δύναμη των εργατών έχει εξασθενίσει, παράλληλα με τη μείωση της συμμετοχής τους στις συνδικαλιστικές οργανώσεις. Πέραν αυτού, οι τιμαριθμικές αναπροσαρμογές μισθών και άλλων κοινωνικών παροχών και επιδομάτων οι οποίες στο παρελθόν τροφοδότησαν τη σπειροειδή άνοδο μισθών –τιμών δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένες. Στην Ευρωζώνη, το εισοδηματικό μερίδιο των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα, οι συμβάσεις των οποίων παίζουν έναν επίσημο ρόλο για τον προσδιορισμό του πληθωρισμού που οφείλεται στους μισθούς, μειώθηκε από 24% το 2008 σε 16% το 2021. Η κάλυψη της ‘‘αναπροσαρμογής του κόστους διαβίωσης’’ (COLA) στις ΗΠΑ κυμαινόταν γύρω στο 25% στη δεκαετία του 1960, και αυξήθηκε στο 60% περίπου στη διάρκεια του πληθωριστικού επεισοδίου του τέλους της δεκαετίας του 1970 και των αρχών αυτής του 1980, ωστόσο πολύ γρήγορα, στα μέσα της δεκαετίας του 1990, μειώθηκε στο 20%».[7]

Από την οικονομική κατάρρευση της Covid και μετά, το εισοδηματικό μερίδιο της εργασίας[8] και οι πραγματικοί μισθοί[9] σημειώνουν απότομη πτώση, ακόμα και όταν μειώνεται η ανεργία. Έχουμε εδώ το τελείως αντίθετο της κεϊνσιανής θεωρίας για τον πληθωρισμό, και του λεγόμενου «σιδηρού νόμου των μισθών» που προτάθηκε από τον Γουέστον σε αντιπαράθεση με τον Μαρξ. Η άνοδος του πληθωρισμού δεν προκλήθηκε από τίποτα που να θυμίζει μια υπερθέρμανση της αγοράς εργασίας – αντιθέτως προκλήθηκε από τα υψηλότερα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων και τα φαινόμενα συμφόρησης στις εφοδιαστικές αλυσίδες. Αυτό σημαίνει ότι μια ενδεχόμενη αύξηση των επιτοκίων από τις Κεντρικές Τράπεζες προκειμένου να «ηρεμήσουν» οι αγορές εργασίας και να μειωθούν οι αυξήσεις των μισθών θα επηρέαζε πολύ λίγο τον πληθωρισμό και θα είναι πολύ πιθανότερο να προκαλέσει στασιμότητα σε επενδύσεις και κατανάλωση, οδηγώντας μ’ αυτό τον τρόπο σε κατάρρευση.

 

Οι τιμές των εμπορευμάτων (Ρ) μπορούν να αναλυθούν σε τρεις συνιστώσες: το εργατικό κόστος (η αξία της εργασιακής δύναμης, σύμφωνα με την μαρξιστική ορολογία, v), τις μη εργασιακές εισροές (το καταναλωθέν σταθερό κεφάλαιο, c) και την προσαύξηση του κέρδους επί των δυο πρώτων συνιστωσών (η ιδιοποιούμενη αξία  από τους καπιταλιστές κατόχους, s). P = v + c + s.

To Ινστιτούτο Οικονομικής Πολιτικής[10] αναγνωρίζει ότι, από το χαμηλότερο σημείο της ύφεσης λόγω της Covid-19, το δεύτερο τρίμηνο του 2020, οι συνολικές τιμές του παραγωγικού τομέα της οικονομίας των ΗΠΑ σημείωσαν αύξηση με ρυθμό 6,1% σε ετήσια βάση – δηλαδή σαφή επιτάχυνση σε σχέση με 1,8% αύξηση των τιμών που χαρακτήριζε τον προ πανδημίας επιχειρηματικό κύκλο 2007-2019. Περισσότερο από το μισό αυτής της αύξησης (53,9%) είναι δυνατόν να αποδοθεί σε παχυλότερα περιθώρια κέρδους, ενώ το εργατικό κόστος ευθύνεται για ποσοστό της αύξησης αυτής μικρότερο του 8%. Όλα αυτά δεν είναι φυσιολογικά. Από το 1979 μέχρι το 2019 τα κέρδη συμμετέχουν σε ποσοστό περίπου 11% στην αύξηση των τιμών και το εργασιακό κόστος συμμετέχει σε ποσοστό μεγαλύτερο του 60%. Οι μη εργασιακές εισροές (πρώτες ύλες και εξαρτήματα) συμμετέχουν στις αυξήσεις των τιμών στην παρούσα οικονομική ανάκαμψη περισσότερο απ’ ό,τι συνήθως.[11]

Ο τρέχων πληθωρισμός συγκεντρώνεται στον τομέα των αγαθών (ιδίως των διαρκών αγαθών), που προκαλείται από την κατάρρευση των εφοδιαστικών αλυσίδων[12] των διαρκών αγαθών (με αλλεπάλληλες καταρρεύσεις εμπορικών λιμανιών σε ολόκληρο τον πλανήτη). Το σημείο της «στένωσης» δεν είναι η εργασία που διεκδικεί υψηλότερους μισθούς, ή η χωρητικότητα των πλοίων ή άλλες μη εργασιακές ελλείψεις. Στην πραγματικότητα, στην αιχμή της παρούσας κρίσης, οι αυξήσεις των εβδομαδιαίων κερδών των ΗΠΑ επιβραδύνονται μήνα με τον μήνα.[13]

Το στοιχείο που έχει καταγράψει μια συνεχόμενη ανοδική πορεία είναι τα κέρδη. Οι επιχειρήσεις που έτυχε να έχουν εξασφαλισμένες τις προμήθειές τους όταν κτύπησε το απότομο κύμα της ζήτησης που προκάλεσε η πανδημία, είχαν τεράστια δύναμη τιμολόγησης απέναντι στους πελάτες τους. Τα εταιρικά περιθώρια κέρδους (το μερίδιο των εσόδων που κατευθύνεται στα κέρδη ανά μονάδα προϊόντος) βρίσκονται στα υψηλότερα επίπεδα από το 1950.[14]

Παρομοίως, η μελέτη της ΤΔΔ διαπιστώνει:

«Η ευχέρεια τιμολόγησης των επιχειρήσεων, μέτρο της οποίας είναι η προσαύξηση των τιμών επί του κόστους, έχει αυξηθεί στα ιστορικά υψηλότερα σημεία. Στο χαμηλό και σταθερό πληθωριστικό περιβάλλον της προ πανδημίας περιόδου, οι υψηλότερες προσαυξήσεις μείωναν τη μετακύλιση μισθού-τιμής. Ωστόσο, σ’ ένα περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού, οι υψηλότερες προσαυξήσεις θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν τον πληθωρισμό, καθώς οι επιχειρήσεις προσέχουν περισσότερο τη συσσωρευμένη αύξηση της τιμής και την ενσωματώνουν στις αποφάσεις τους που αφορούν τις τιμολογήσεις. Μάλιστα, το γεγονός αυτό θα μπορούσε να είναι ένας λόγος για τον οποίο οι πληθωριστικές πιέσεις έχουν τον τελευταίο καιρό διευρυνθεί σε τομείς οι οποίοι δεν είχαν κτυπηθεί άμεσα από συμφορήσεις (των εφοδιαστικών αλυσίδων)».

Μια ανάλυση των αρχειοθετήσεων της Επιτροπής Τίτλων και Συναλλάγματος[15] για 100 επιχειρήσεις των ΗΠΑ διαπίστωσε μια καθαρή αύξηση των κερδών κατά ένα διάμεσο ποσοστό 49% στη διάρκεια των δυο τελευταίων ετών και σε μια περίπτωση έφθανε μέχρι το 111.000%![16]

Τα διευθυντικά στελέχη έχουν πλήρη επίγνωση της δυνατότητας να εκτοξεύσουν τις τιμές σ’ αυτό το πληθωριστικό σπιράλ. Ο Διευθύνων Σύμβουλος της σοκολατοβιομηχανίας Hershey, Michel Buck, δήλωσε στους μετόχους:

«Η τιμολόγηση θα είναι για μας ένας σημαντικός μοχλός αυτή τη χρονιά και αναμένεται να αποτελέσει τη σημαντικότερη κινητήρια δύναμη της μεγέθυνσής μας». Στην ίδια λογική, ένα διευθυντικό στέλεχος της Kroger δήλωσε στους επενδυτές ότι «ένας κάποιος πληθωρισμός είναι πάντα καλός για τις επιχειρηματικές μας δραστηριότητες», ενώ και ο Διευθύνων Σύμβουλος της Hostess εξήγησε τον Μάρτιο ότι η άνοδος των τιμών σε όλη την έκταση της οικονομίας «βοηθά» τα κέρδη.

 

Μήπως όλα αυτά σημαίνουν ότι οι επιχειρήσεις είναι σε θέση να αυξάνουν τις τιμές κατά βούληση εμπλεκόμενες σ’ αυτό που αποκαλείται «αισχροκέρδεια» (price googing); Ο Μαρξ, στην αντιπαράθεσή του με τον Γουέστον, στα 1865, δεν θεωρούσε ότι κάτι τέτοιο αποτελεί τον κανόνα. Η δύναμη του ανταγωνισμού εξακολουθεί να κυριαρχεί. Ο Τζορτζ Πίκερς, αναλυτής της Bespoke Investment, επικαλέστηκε την περίπτωση της Caterpillar, η οποία κατέγραψε αύξηση κερδών κατά 958%, που προκλήθηκε από την αύξηση του όγκου της παραγωγής  και την τιμολογιακή πολιτική στο διάστημα τεσσάρων τριμήνων μεταξύ 2019 και 2021. Η ακύρωση των αυξήσεων θα συμπίεζε τα λειτουργικά κέρδη της εταιρείας για το τέταρτο τρίμηνο του 2021 ελαφρώς κάτω από το 1,3 δισ. δολάρια που κατέγραψε το 2020.

«Αυτό δεν συνιστά αισχροκέρδεια […] και δείχνει πολύ συγκεκριμένα ότι εδώ υπεισέρχονται πολλές σημαντικές διαφοροποιήσεις»,

λέει ο Πήκερς, προσθέτοντας ότι

«η επιδίωξη του κέρδους δεν συνιστά την κύρια κινητήρια δύναμη του πληθωρισμού, ούτε την κύρια κινητήρια δύναμη των κερδών των επιχειρήσεων».  

Μάλιστα, οι επιχειρήσεις που εκτοξεύουν τις τιμές τους όσο περισσότερο τους επιτρέπει το τρέχον περιβάλλον προκειμένου να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους βραχυπρόθεσμα, ίσως βρεθούν στην πορεία υποχρεωμένες να καταβάλουν το τίμημα στο μερίδιο της αγοράς, καθώς θα εισέρχονται στο παιγνίδι νέες επιχειρήσεις. Είναι ωστόσο σαφές ότι όσο μεγαλύτερη είναι η συγκέντρωση κεφαλαίου σ’ έναν κλάδο, το μεγαλύτερη θα είναι και η δυνατότητα εκτόξευσης των τιμών. Όπως υποστήριξε ένας αναλυτής:

«Όταν από τις 15 επιχειρήσεις πάμε στις 10, δεν έχουμε κάποια σημαντική μεταβολή. Όταν πάμε από τις δέκα στις έξι, αλλάζουν πολλά. Όταν όμως οι έξι γίνουν τέσσερις, οι τιμές χειραγωγούνται».

Πρόσφατα, ο Οργανισμός Ανταγωνισμοί και Δύναμη της Αγοράς (CMA) του Ηνωμένου Βασιλείου δημοσίευσε μια σημαντική έκθεση.[17] Η έκθεση διαπιστώνει μικτή εικόνα. Η αυξητική τάση των κερδών είναι ισχυρή όταν αυτή υπολογίζεται ως προσαύξηση επί του οριακού κέρδους, όχι όμως όταν αυτή υπολογίζεται επί των κερδών προ φόρων.[18]

H έκθεση του CMA διαπιστώνει επίσης ότι όσο μεγαλύτερος είναι ο διεθνής ανταγωνισμός, τόσο μικρότερη είναι η δυνατότητα των επιχειρήσεων να εκτοξεύουν τις τιμές και τις προσαυξήσεις.

«Το στοιχείο αυτό υπογραμμίζει το σημαντικό ρόλο που παίζει το διεθνές εμπόριο συμβάλλοντας στο να διατηρούνται ανταγωνιστικές οι αγορές του Η.Β.».

 

Η ΤΔΔ συνοψίζει τη συζήτηση αυτή ως εξής:

«Στις αγορές προϊόντων, παίζει ρόλο ο βαθμός του ανταγωνισμού. Οι επιχειρήσεις με υψηλότερες προσαυξήσεις -ένδειξη μεγαλύτερης κυριαρχίας στην αγορά- θα μπορούσαν να αυξάνουν τις τιμές τους όταν αυξάνονται οι μισθοί, ενώ αυτές που δεν διαθέτουν μια τέτοια δύναμη τιμολόγησης ίσως διστάζουν να κάνουν κάτι ανάλογο. Σημαντικό ρόλο παίζουν επίσης υπολογισμοί στρατηγικού χαρακτήρα σχετικά με την τιμολόγηση. Οι επιχειρήσεις είναι δυνατόν να αισθάνονται μεγαλύτερη άνεση σε μια αύξηση των τιμών τους αν θεωρούν ότι οι ανταγωνιστές τους θα κάνουν το ίδιο. Οι αυξήσεις τιμών είναι πιθανότερες όταν υπάρχει ισχυρή ζήτηση. Όταν υπάρχει μικρότερος φόβος σχετικά με μια πιθανή απώλεια πωλήσεων και μικρότερα χώρος για την αναπροσαρμογή των περιθωρίων κέρδους, ακόμα και οι επιχειρήσεις με μικρότερη δύναμη τιμολόγησης έχουν την ευχέρεια να μετακυλίουν τα υψηλότερα κόστη στους καταναλωτές».

Όπως το διατύπωσε ένας συνεργάτης της εταιρείας Συμβούλων Bain,[19] που προσφέρει τις υπηρεσίες της σε πολλές επιχειρήσεις,

«όταν οι εποχές είναι δύσκολες, ξεζουμίστε τους πελάτες σας, ενόσω το ξεζούμισμα είναι καλό!».

Και ο συνεργάτης συνέχισε:

«Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάτι το ειδεχθές σε όλο αυτό. Οι επιχειρήσεις πρέπει να χρεώνουν αυτό που μπορούν. Το στοίχημα του όλου εγχειρήματος είναι το κέρδος».