Ποιος κυβερνά αυτόν τον κόσμο;

Ποιος κυβερνά αυτόν τον κόσμο;

Το κρίσιμο, στο σημείο αυτό, είναι πολύ συγκεκριμένο: αν βρισκόμαστε σε εποχή «διαδοχής» στην ηγεσία του διεθνούς καπιταλισμού, μπορεί η «αλλαγή σκυτάλης» να είναι αναίμακτη; Το περιοδικό Foreign Affairs, ναυαρχίδα της φιλελεύθερης σκέψης για την αμερικανική εξωτερική πολιτική, συζητά όλο και συχνότερα σενάρια πολεμικής αναμέτρησης ΗΠΑ-Κίνας, προειδοποιώντας ότι, αν συμβεί, «δύσκολα θα παραμείνει μη πυρηνική».

























Ο «φιλελεύθερος διεθνισμός» έφτιαξε έναν κόσμο σαφώς πιο διεθνοποιημένο από τον ανερχόμενο επαναστατικό διεθνισμό της περιόδου 1917-1923 – και τον έφτιαξε ως κόσμο διεθνοποιημένης πρόληψης μιας διεθνούς επανάστασης, που στο πρώτο τέταρτο του εικοστού αιώνα δεν ήταν μόνο αναγκαία· από τη Ρωσία και τη Φιλανδία ως την Ιταλία και τη Γερμανία, φάνταζε απολύτως εφικτή.





































Ο «φιλελεύθερος διεθνισμός» σήμανε εκτεταμένη οικονομική απορρύθμιση και κοινωνική αποσύνθεση στο εσωτερικό των ΗΠΑ (ιδίως επί Τραμπ) και στο διεθνές πεδίο, τη ραγδαία υποχώρηση της υπερδύναμης. Την ίδια στιγμή, η Κίνα αποδεικνύεται ως η πλέον ευνοημένη του «φιλελεύθερου διεθνισμού». Δεν είναι μόνο ότι το αμερικανικό μερίδιο στο παγκόσμιο ΑΕΠ, που το 1950 έφτανε σχεδόν το μισό, σήμερα βρίσκεται στο 1/7· ούτε μόνο ότι, το 1991, η Κίνα κατέγραφε ΑΕΠ στο 20% του αμερικάνικου, ενώ σήμερα βρίσκεται στο 120%. Μαζί με αυτά, η κινεζική «Πρωτοβουλία μιας ζώνης και ενός δρόμου» (Belt and Road Initiative, BRI), που ξεκίνησε υπό τον Σι Τζινπινγκ το 2013, έχει θέσει ρητά στόχο τη δημιουργία «μιας νέας μορφής παγκοσμιοποίησης», ως σχέδιο που υπερβαίνει την Ευρασία […]


































Η Κίνα κυριαρχεί σε 4 από τις 15 υπηρεσίες του ΟΗΕ, αξιώνει ως χώρο κυριαρχίας της τη Θάλασσα της Νότιας Κίνας, την Ταϊβάν και το Χονγκ Κονγκ, οργανώνει εβδομαδιαία σεμινάρια στις χώρες-μέλη της BRI για την επιτήρηση και τη λογοκρισία στο διαδίκτυο στο όνομα της «κρατικής κυριαρχίας» και προσφέρει συναφείς νόμους-πρότυπα για την κυριαρχία στον κυβερνοχώρο (cyber-security) σε Τανζανία, Ζιμπάμπουε και Βιετνάμ.






































[…] πρόσφατη Έκθεση της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Ευρωκοινοβουλίου (Σεπτέμβριος 2020) σημειώνει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορεί να βλέπει πια την Κίνα μόνο υπό το πρίσμα των παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων – χρειάζεται, επίσης, «μια πολύ πιο στρατηγική και μακροπρόθεσμη οπτική»,
που αφορά προφανώς οικονομικούς, τεχνολογικούς και γεωστρατηγικούς ανταγωνισμούς.






































Την ίδια στιγμή, η εσωτερική προϋπόθεση που προβλέπει για τη διεθνή ειρήνη ο Καντ, δηλαδή η δημοκρατία, συρρικνώνεται διαρκώς: όσο εύλογη κι αν είναι η δυτική κριτική στην Κίνα για «εκτεταμένο κρατικό έλεγχο στην πολιτική και κοινωνική ζωή, συμπεριλαμβανομένων των μέσων ενημέρωσης, του διαδικτύου και της εκπαίδευσης», και βεβαίως της οικονομίας, πρόκειται για κριτική που δεν δικαιούται να διατυπώνει μια καπιταλιστική Δύση σε διαρκή αυταρχική οπισθοδρόμηση (που, εξάλλου, καταγράφεται συστηματικά από δεξαμενές σκέψεις του κυρίαρχου ρεύματος.




































Ο πόλεμος δεν είναι το μόνο σενάριο. Όμως η απειλή και μόνο μιας διεθνούς σύρραξης, όπως και στα ψυχροπολεμικά χρόνια, είναι συνθήκη που ήδη εσωτερικεύεται στην καθημερινότητα των κοινωνιών και των κρατικών υποθέσεων, απογειώνοντας εθνικισμό και αυταρχισμό. Όπως λίγες φορές στον εικοστό αιώνα, η υπεράσπιση της ειρήνης και της δημοκρατίας ξαναγίνεται συνώνυμη της διεθνιστικής και της αντικαπιταλιστικής υπό
θεσης.

Αλλαγή σκυτάλης, σενάρια πολέμου

Με μια βιαστική ματιά, η ηγεσία Μπάιντεν μοιάζει να δικαιώνει τη φιλελεύθερη ελπίδα ότι γυρνάμε στα «καλά χρόνια» της εποχής Ομπάμα. Οι διαφορές δεν είναι αμελητέες: Από τη μια, ο «τυφώνας Τραμπ» ανήγγειλε την αναχώρηση των ΗΠΑ πρακτικά από κάθε σημαντική πολυμερή «συνεννόηση» ή συμφωνία –τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, το ΝΑΤΟ, τη Συμφωνία του Παρισιού για την Κλιματική Αλλαγή, το Συμβούλιο των Ηνωμένων Εθνών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, τον ΠΟΥ–, καταλήγοντας σε ένα πραξικόπημα-οπερέτα στο εσωτερικό. Από την άλλη, μέσα στον πρώτο μήνα της προεδρίας του ο Μπάιντεν επιστρέφει στη Συμφωνία του Παρισιού, δέχεται αιτούντες άσυλο από το Μεξικό, διαμηνύει στην Ευρώπη τη θέληση να βελτιωθούν οι διμερείς σχέσεις – έστω, με τη λογική της συστράτευσης «της παγκόσμιας Δύσης» απέναντι στην Κίνα.

Καθώς η εξωτερική πολιτική κάθε χώρας προεκτείνει στο διεθνές πεδίο το κοινωνικό (δηλαδή το ταξικό) σχέδιο που κυριαρχεί στο εσωτερικό, η πολιτική Μπάιντεν για το διεθνές εμπόριο παρουσιάζεται από τον ίδιο ως «εξωτερική πολιτική για τη μεσαία τάξη» – την υποτιθέμενη ραχοκοκαλιά του έθνους και της κοινωνικής ειρήνης στο εσωτερικό. Αν όμως τα πράγματα είναι πράγματι τόσο ρόδινα, γιατί οι Αμερικανοί αναλυτές συζητούν όλο και πιο τακτικά σενάρια σύρραξης ΗΠΑ-Κίνας;

Δεν είναι μόνο ότι ο κόσμος δεν θα ξαναγίνει «μονοπολικός», όπως φάνηκε να είναι στη δεκαετία του ’90: ακόμα χειρότερα, οι ΗΠΑ συνειδητοποιούν ότι δύσκολα θα ανακτήσουν την ηγεσία του διεθνούς καπιταλισμού – είτε συνεχίσουν σε ορισμένους τομείς τη μονομέρεια της περιόδου Τραμπ είτε, αντίθετα, επιστρέψουν στις βασικές αρχές του «φιλελεύθερου διεθνισμού» και των πολυμερών/διακρατικών διαπραγματεύσεων. Η υποβάθμισή τους, τόσο στο διεθνές οικονομικό πεδίο όσο και στο γεωστρατηγικό, συντελέστηκε σε βάθος χρόνου· δεν είναι, λοιπόν, αντιμετωπίσιμη βραχυπρόθεσμα (1).

Το κρίσιμο, στο σημείο αυτό, είναι πολύ συγκεκριμένο: αν βρισκόμαστε σε εποχή «διαδοχής» στην ηγεσία του διεθνούς καπιταλισμού, μπορεί η «αλλαγή σκυτάλης» να είναι αναίμακτη; Το περιοδικό Foreign Affairs, ναυαρχίδα της φιλελεύθερης σκέψης για την αμερικανική εξωτερική πολιτική, συζητά όλο και συχνότερα σενάρια πολεμικής αναμέτρησης ΗΠΑ-Κίνας, προειδοποιώντας ότι, αν συμβεί, «δύσκολα θα παραμείνει μη πυρηνική» (2). Ο Μπάιντεν διατηρεί την άποψη του Τραμπ που, από το 2017, αποκαλεί την Κίνα «δύναμη αναθεωρητική» για την παγκόσμια τάξη, ενώ και στις δύο χώρες οι διμερείς σχέσεις χαρακτηρίζονται από αξιωματούχους ως «νέος ψυχρός πόλεμος».

Παρά τις αλλαγές που σηματοδοτεί, λοιπόν, η εκλογή Μπάιντεν, η συζήτηση γυρνά εκεί που βρισκόταν πριν από είκοσι πέντε χρόνια: στο πώς θα αποτραπεί η μετωπική σύγκρουση των δύο χωρών (3), που θα σήμαινε τον ενταφιασμό της λεγόμενης «φιλελεύθερης διεθνιστικής» τάξης πραγμάτων. Ζούμε, λοιπόν, στιγμές αλλαγής μιας εποχής;

Γέννηση και ρίζες της «φιλελεύθερης διεθνιστικής τάξης»

Κάθε εποχή, λένε οι διεθνολόγοι, χαρακτηρίζεται από μια τάξη (order), δηλαδή θεσμούς και κανόνες, την εφαρμογή των οποίων επιτηρούν και εγγυώνται τα ισχυρότερα κράτη, οικονομικά και σε στρατιωτικό επίπεδο· κάθε τέτοια τάξη καταρρέει όταν τα ισχυρότερα κράτη έρχονται σε σύγκρουση.

Η «φιλελεύθερη διεθνιστική» τάξη, που τώρα λέγεται ότι τελειώνει, οικοδομήθηκε στα ερείπια του 1914-1945, σε τρεις άξονες: α) το σύστημα συναλλαγματικών ισοτιμιών Μπρέτον Γουντς του 1944, β) διεθνείς οργανισμούς όπως το ΝΑΤΟ, ο ΟΗΕ και οι επιμέρους υπηρεσίες του (π.χ. ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας), και γ) με θεσμικά εργαλεία (π.χ. η Σύμβαση της Γενεύης) που σηματοδοτούσαν κάποιου είδους «απόσταση ασφαλείας» από τη φιλοπόλεμη μονομέρεια του ναζισμού. Ο «φιλελεύθερος διεθνισμός» σχεδιάστηκε ως σύστημα διακρατικών σχέσεων πολυμερές, αλλά σαφώς ιεραρχημένο, και πάντως καθόλου ειρηνιστικό. Όπως το περιγράφουν οι υποστηρικτές του (4), οργανώθηκε γύρω από την αμερικανική ηγεμονική εξουσία, ανοιχτές αγορές, συλλογική ασφάλεια, πολυμερείς θεσμούς, κοινωνικές διαπραγματεύσεις και δημοκρατική κοινότητα. Πόσο διαφορετική ήταν η θέση του «φιλελεύθερου διεθνισμού» στο εκκρεμές «πολυμερής συνεννόηση / μονομέρεια», σε σχέση με προηγούμενα συστήματα διεθνών σχέσεων, στα οποία ηγούνταν η Βρετανία, φαίνεται συνοπτικά στον Πίνακα 1.

Πίνακας 1: Οι ΗΠΑ στο πλαίσιο της μεταπολεμικής καπιταλιστικής διεθνοποίησης

Πηγή: Derzin 2015 (προσαρμοσμένο) (5)

Η οικοδόμηση της «φιλελεύθερης διεθνιστικής» τάξης πραγμάτων ξεκίνησε στο τέλος των δύο παγκοσμίων πολέμων –γράφει, εξιδανικεύοντας, ο εκδότης του Foreign Affairs–, γιατί

«οι διαμορφωτές πολιτικής στην Ουάσινγκτον και σε άλλες μεγάλες πρωτεύουσες της Δύσης αποφάσισαν ότι ‘έφτανε μέχρι εδώ’ […] Αναγνωρίζοντας ότι η αναρχία θα συνεχιζόταν […] συνέδεσαν τις χώρες τους σε διεθνείς θεσμούς, συμφωνίες εμπορίου και στρατιωτικές συμμαχίες, στοιχηματίζοντας ότι, μαζί, θα μπορούσαν να γίνουν ισχυρότεροι. Και είχαν δίκιο: υποστηριζόμενο από την εκπληκτική και ανθεκτική αμερικανική ισχύ, το σύστημα που δημιούργησαν άνθησε, εξασφαλίζοντας εφτά δεκαετίες προόδου, ειρήνης ανάμεσα στις υπερδυνάμεις, και οικονομικής ανάπτυξης» (6).

Ο «φιλελεύθερος διεθνισμός» έφτιαξε έναν κόσμο σαφώς πιο διεθνοποιημένο από τον ανερχόμενο επαναστατικό διεθνισμό της περιόδου 1917-1923 – και τον έφτιαξε ως κόσμο διεθνοποιημένης πρόληψης μιας διεθνούς επανάστασης, που στο πρώτο τέταρτο του εικοστού αιώνα δεν ήταν μόνο αναγκαία· από τη Ρωσία και τη Φιλανδία ως την Ιταλία και τη Γερμανία, φάνταζε απολύτως εφικτή.

Ως υπόσχεση, ο «φιλελεύθερος διεθνισμός» στηρίχθηκε στην παράδοση του Αμερικανού προέδρου Γούντροου Ουίλσον (1856-1924), θιασώτη της διεθνούς εξάπλωσης της φιλελεύθερης δημοκρατίας· ο Ουίλσον πίστευε στη δυνατότητα «εξημέρωσης» της διεθνούς αναρχίας, μέσω διεθνών κανόνων και θεσμών (ο ίδιος ήταν από τους εμπνευστές της «Κοινωνίας των Εθνών») – έστω κι αν η προσήλωση στις αρχές αυτές δεν ήταν το δυνατό του σημείο… Ο Ουίλσον βρήκε τη φιλοσοφική βάση για τις ιδέες του στον Γερμανό φιλόσοφο Ιμάνουελ Καντ (1724-1804) (7) και την εμπιστοσύνη που έδειχνε εκείνος στην «ειρηνοποιό» δύναμη της «ρεπουμπλικανικής» δημοκρατίας και της αγοράς.

Το ιδιοτελές εμπόριο και η δημοκρατία ως προϋποθέσεις της «αιώνιας ειρήνης»

Στο δοκίμιο Προς την αιώνια ειρήνη, του 1795, ο Καντ συνέδεε τις διεθνείς σχέσεις, την ειρήνη και τον πόλεμο, με τις εσωτερικές προϋποθέσεις τους: η ειρήνη εξαρτιόταν από το είδος της διακυβέρνησης σε κάθε χώρα και τη μορφή της οικονομίας της. Η πρώτη εγγύηση για την ειρήνη ήταν, λοιπόν, το «ρεπουμπλικανικό» κράτος δικαίου (που ο Καντ ξεχώριζε ρητά από τη δημοκρατία):

Το ρεπουμπλικανικό πολίτευμα –έγραφε ο Καντ– «μας παρέχει την προοπτική […] της αιώνιας ειρήνης· και ο λόγος γι’ αυτό είναι ο ακόλουθος. – Εάν (και στο συγκεκριμένο πολίτευμα δεν μπορεί να γίνει αλλιώς) απαιτείται η συγκατάθεση των πολιτών για να αποφασιστεί αν θα πρέπει να διεξαχθεί πόλεμος ή όχι, τίποτα δεν είναι πιο φυσικό από το να το σκεφτούν αρκετά σοβαρά προτού ξεκινήσουν ένα τόσο επικίνδυνο παιχνίδι, καθώς θα έπρεπε να φορτωθούν όλες τις ολέθριες συνέπειες του πολέμου […] Αντιθέτως, σε ένα πολίτευμα [όπου] ο ανώτατος άρχοντας δεν είναι πολίτης, αλλά ιδιοκτήτης του κράτους, ο οποίος δεν στερείται στο ελάχιστο λόγω του πολέμου τα τραπέζια του, τα κυνήγια του, τις επαύλεις του, [ο ίδιος] μπορεί να αποφασίζει τον πόλεμο για ασήμαντους λόγους […]» (8)

Η δεύτερη εγγύηση για την ειρήνη θα ήταν, για τον Καντ, το ελεύθερο εμπόριο:

«Όπως η φύση με σοφία χωρίζει τους λαούς […] έτσι και από την άλλη μεριά ενώνει μέσω της αμοιβαίας ιδιοτέλειας λαούς, τους οποίους η έννοια του κοσμοπολιτικού δικαίου δεν θα είχε ασφαλίσει απέναντι στις βιαιοπραγίες και τον πόλεμο. Είναι το πνεύμα του εμπορίου, που δεν μπορεί να συνυπάρχει με τον πόλεμο, και που αργά ή γρήγορα κυριεύει κάθε λαό» (9).

Θεωρία Καντ, πρακτική Χομπς: ο φιλελεύθερος Λεβιάθαν και η απειλή πολέμου ως προϋπόθεση της ειρήνης

Με το πλεονέκτημα της εκ των υστέρων γνώσης, η βάση για την διεθνή ειρήνη που προτείνει ο Καντ φαίνεται μάλλον αφελής· η συνθήκη των ίσων και ελεύθερων πολιτών/κατόχων εμπορευμάτων, και η αντίστοιχη των αμοιβαία ιδιοτελών χωρών, αγνοεί εκκωφαντικά τόσο τις ανισότητες εξουσίας στο εσωτερικό όσο και την συνδυασμένη/άνιση ανάπτυξη που αξιοποιείται ως πλεονέκτημα στο εμπόριο διεθνώς. Ιστορικά, εξάλλου, η προπολεμική πολυμερής συνεννόηση στο πλαίσιο της Κοινωνίας των Εθνών (ΚτΕ), μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ανέχτηκε την άνοδο του Μουσολίνι, ευλόγησε την δυτική αποικιοκρατία (με το Σύστημα των Εντολών, mandate system), και τελικά η ΚτΕ διαλύθηκε μπροστά στη διεθνή επέλαση του Χίτλερ. Για τις ΗΠΑ, ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος αποτέλεσε τεράστια ώθηση στην παραγωγικότητα: ο σημαντικός Αμερικανός οικονομολόγος Ρόμπερτ Γκόρντον γράφει επί λέξει ότι η αμερικανική καπιταλιστική οικονομία «σώθηκε» από τη στασιμότητα ακριβώς χάρη στον πόλεμο (10).

Μεταπολεμικά, η οικοδόμηση της «φιλελεύθερης διεθνιστικής τάξης» παρουσιάστηκε θετικά, ως «υπεράσπιση του ελεύθερου κόσμου» απέναντι στον στρατοπεδικό ολοκληρωτισμό, και με αρνητικούς όρους, από τον Χάγεκ, ως διακρατικός συντονισμός που θα ακύρωνε τη δυνατότητα κομμάτων και συνδικάτων να περιορίσουν την οικονομική ελευθερία σε κάθε χώρα. Ιδίως στις ΗΠΑ, η ελευθερία αφορούσε πρωτίστως το αμερικανικό εμπόριο: στο μεν εσωτερικό της χώρας, ο φιλελευθερισμός εκφράστηκε ως μακαρθικός κρατικός αντικομμουνισμός και αιματηρή καταπίεση των Μαύρων, στο δε εξωτερικό ως εκπολιτιστική «εξαγωγή ελευθερίας» μέσω στρατιωτικών επεμβάσεων, υποκίνησης και στήριξης δικτατοριών. Το εύρος και το βάθος του αμερικανικού «φιλελεύθερου διεθνισμού» αποτυπώνεται στις επίσημες συμμαχίες των ΗΠΑ από τον Ψυχρό Πόλεμο μέχρι σήμερα, που εμφανώς δεν είχαν ως όρο τη δημοκρατία:

Πίνακας 2: Οι επίσημες συμμαχίες των ΗΠΑ από το 1947 μέχρι σήμερα

Pasted Graphic

Πηγή: Derzin 2015 (11) (προσαρμοσμένο)

Δυτικοί διανοούμενοι παραδέχονταν ότι «οι χρυσές εποχές του φιλελεύθερου δημοκρατικού διεθνισμού ήταν οι περίοδοι που ακολούθησαν τους δύο παγκόσμιους πολέμους και, ως έναν βαθμό, και η δεκαετία του 1980 – η εποχή, δηλαδή, που ο Ψυχρός Πόλεμός «κερδιζόταν» από τη Δύση και ξεδιπλωνόταν το «τρίτο κύμα του εκδημοκρατισμού» (12). Παρότι ο «φιλελεύθερος διεθνισμός» αμφισβητήθηκε στο εσωτερικό των ΗΠΑ, όσο και στρατιωτικά στο εξωτερικό, η φιλελεύθερη διεθνής τάξη αποδείχτηκε ανθεκτική. Το πιο πρόσφατο πρότυπο «φιλελεύθερου διεθνισμού», η περίοδος Ομπάμα, αντί να τερματίσει τους πολέμους του Μπους, όπως διακηρυσσόταν το 2008, έφερε τον Ομπάμα «σε πόλεμο περισσότερο από κάθε πρόεδρο στην ιστορία των ΗΠΑ»: παρά τη δραστική μείωση των στρατιωτών σε Αφγανιστάν και Ιράκ, η ηγεσία Ομπάμα πολλαπλασίασε τους πολέμους από αέρος και, το 2016, ειδικά σώματα βρίσκονταν σε 138 χώρες του κόσμου – άλμα κατά 130% σε σχέση με την περίοδο Μπους (13). Πολυμερής συνεννόηση και συστηματική επίκληση του «διεθνούς δικαίου» συμβάδισαν με ένα πρότυπο ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας που μιλούσε τη γλώσσα της ασφάλειας (14).

Πτώση των ΗΠΑ, «κινεζοποίηση» της διεθνούς τάξης πραγμάτων

Η περίοδος Ομπάμα πιστώθηκε –δικαίως– μια πιο συναινετική διαχείριση της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης – της συνθήκης που ανέδειξε διεθνώς τις ΗΠΑ σε πρωτεύουσα της δυσλειτουργικότητας του διεθνούς καπιταλισμού. Αλλά ο Ομπάμα απέτυχε σε τέσσερα κρίσιμα επίπεδα:

i) στην αντιστροφή της μακροχρόνιας κάμψης της παραγωγικότητας (παρά την ανάκαμψη μετά το 2010) (βλ. ενδεικτικά Πίνακες 3 και 4),
ii) στην αναβάθμιση των επιπέδων ζωής (βλ. ενδεικτικά Πίνακα 4),
iii) στην εξομάλυνση της κατάστασης στη Μέση Ανατολή και
iv) στη συγκράτηση της ανερχόμενης Κίνας.

Πίνακας 3: Αύξηση προϊόντος ανά ώρα στις ΗΠΑ 1948-2015

Pasted Graphic 4

Πηγή: Gordon 2016 (προσαρμοσμένο)

Πίνακας 4: Πραγματικοί και προβλεπόμενοι ρυθμοί ανάπτυξης της παραγωγικότητας και του επιπέδου ζωής

Pasted Graphic 5

Πηγή: Gordon 2016 (προσαρμοσμένο)

Η ήττα του Ομπάμα συνδέεται εύλογα με τις απώλειες 3 εκ. θέσεων εργασίας στην μεταποίηση μεταξύ 2001 και 2007, στις οποίες προστέθηκαν άλλες 2,5 εκ. θέσεις χαμένες μεταξύ 2008 και 2010. Η ανάκαμψη της περιόδου 2011-2016 (αποκατάσταση 1 εκ. θέσεων εργασίας) δεν απέτρεψε την ήττα σε εκλογικά προπύργια των Δημοκρατικών το 2016, εκεί ακριβώς όπου χάνονταν οι περισσότερες θέσεις εργασίας: στις μεσοδυτικές πολιτείες. Έκτοτε, η παρακμή του διεθνούς εμβέλειας «αμερικανικού ονείρου» καταγράφεται ακόμα και με φυσικούς όρους: οι Αμερικανοί «κονταίνουν» περισσότερο, ζουν λιγότερο, βλέπουν τις ανθρωποκτονίες να ανεβαίνουν, τη φροντίδα υγείας να επιδεινώνεται και την ποιότητα του περιβάλλοντός τους να υποβαθμίζεται (15). Η δε τραγική διαχείριση της πανδημίας, χάριν της «οικονομίας», έφερνε τον υπ. Οικονομικών των κυβερνήσεων Κλίντον, Λάρι Σάμερς, να υπολογίζει ότι ο COVID-19 κόστισε στις ΗΠΑ τουλάχιστον 16 τρισεκατομμύρια δολάρια ως τον Οκτώβριο του 2020. Αν κάπου η χώρα διατηρεί ακόμα την παλιά αίγλη, είναι στις στρατιωτικές δαπάνες (βλ. Πίνακα 5) και, σε έναν βαθμό, στο πυρηνικό οπλοστάσιο (8.000 πυρηνικές κεφαλές, έναντι 10.000 της Ρωσίας και 240 της Κίνας).

Πίνακας 5: Χώρες με τις υψηλότερες στρατιωτικές δαπάνες παγκοσμίως

Pasted Graphic 1

Πηγή: SIPRI, Απρίλιος 2020 (προσαρμoσμένο) (16)

Ο «φιλελεύθερος διεθνισμός» σήμανε εκτεταμένη οικονομική απορρύθμιση και κοινωνική αποσύνθεση στο εσωτερικό των ΗΠΑ (ιδίως επί Τραμπ) και στο διεθνές πεδίο, τη ραγδαία υποχώρηση της υπερδύναμης. Την ίδια στιγμή, η Κίνα αποδεικνύεται ως η πλέον ευνοημένη του «φιλελεύθερου διεθνισμού». Δεν είναι μόνο ότι το αμερικανικό μερίδιο στο παγκόσμιο ΑΕΠ, που το 1950 έφτανε σχεδόν το μισό, σήμερα βρίσκεται στο 1/7· ούτε μόνο ότι, το 1991, η Κίνα κατέγραφε ΑΕΠ στο 20% του αμερικάνικου, ενώ σήμερα βρίσκεται στο 120% (17). Μαζί με αυτά, η κινεζική «Πρωτοβουλία μιας ζώνης και ενός δρόμου» (Belt and Road Initiative, BRI), που ξεκίνησε υπό τον Σι Τζινπινγκ το 2013, έχει θέσει ρητά στόχο τη δημιουργία «μιας νέας μορφής παγκοσμιοποίησης», ως σχέδιο που υπερβαίνει την Ευρασία (συμπεριλαμβάνοντας Λατινική Αμερική, Αφρική, Αρκτική, Νότιο Ειρηνικό – «δυνητικά κάθε χώρα») και εκτείνεται από τις υποδομές και την αστυνόμευση μέχρι το διάστημα, το διαδίκτυο, τον πολιτισμό: «όλοι οι τομείς μπορεί να αποτελέσουν μέρος της Πρωτοβουλίας» (18).

Η Κίνα κυριαρχεί σε 4 από τις 15 υπηρεσίες του ΟΗΕ, αξιώνει ως χώρο κυριαρχίας της τη Θάλασσα της Νότιας Κίνας, την Ταϊβάν και το Χονγκ Κονγκ, οργανώνει εβδομαδιαία σεμινάρια στις χώρες-μέλη της BRI για την επιτήρηση και τη λογοκρισία στο διαδίκτυο στο όνομα της «κρατικής κυριαρχίας» και προσφέρει συναφείς νόμους-πρότυπα για την κυριαρχία στον κυβερνοχώρο (cyber-security) σε Τανζανία, Ζιμπάμπουε και Βιετνάμ (19). Οι σημαντικές επιτυχίες της στην αντιμετώπιση της πανδημίας στο εσωτερικό και η έμπρακτη διεθνής συμβολή της (στον αντίποδα της δικής της κρατικής «κρυψίνοιας» και των εγκληματικών, οικονομικών και εθνικιστικών, ανταγωνισμών στη Δύση γύρω από τα εμβόλια) ενισχύουν το διεθνές γόητρό της – την ίδια στιγμή που εγγυώνται μια υγειονομικά ασφαλή οικονομική μεγέθυνση.

Επίλογος

Σε αντίθεση με τους φιλελεύθερους ισχυρισμούς, οι ιδιοτελείς εμπορικοί ανταγωνισμοί δεν είναι βάση, αλλά συνθήκη διαρκούς υπονόμευσης της διεθνούς ειρήνης· είναι ενδεικτικό ότι, ενώ σε χώρες όπως η Ιταλία και η Σερβία, η κοινή γνώμη στέκεται πιο φιλικά απέναντι στην Κίνα (λόγω της αποστολής υλικού για την αντιμετώπιση της πανδημίας), πρόσφατη Έκθεση της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Ευρωκοινοβουλίου (Σεπτέμβριος 2020) σημειώνει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορεί να βλέπει πια την Κίνα μόνο υπό το πρίσμα των παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων – χρειάζεται, επίσης, «μια πολύ πιο στρατηγική και μακροπρόθεσμη οπτική» (20), που αφορά προφανώς οικονομικούς, τεχνολογικούς και γεωστρατηγικούς ανταγωνισμούς. Μαζί με το διεθνές εμπόριο, η Κίνα είναι σήμερα ο βασικός ανταγωνιστής της Δύσης στο πεδίο της «Τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης», στο διαδίκτυο, τη ναυσιπλοΐα και τον αμυντικό τομέα, σε όλα δηλαδή τα επίπεδα όπου ο δυτικός καπιταλισμός επιδιώκει να αντιστρέψει την κάμψη του.

Την ίδια στιγμή, η εσωτερική προϋπόθεση που προβλέπει για τη διεθνή ειρήνη ο Καντ, δηλαδή η δημοκρατία, συρρικνώνεται διαρκώς: όσο εύλογη κι αν είναι η δυτική κριτική στην Κίνα για «εκτεταμένο κρατικό έλεγχο στην πολιτική και κοινωνική ζωή, συμπεριλαμβανομένων των μέσων ενημέρωσης, του διαδικτύου και της εκπαίδευσης», και βεβαίως της οικονομίας (21), πρόκειται για κριτική που δεν δικαιούται να διατυπώνει μια καπιταλιστική Δύση σε διαρκή αυταρχική οπισθοδρόμηση (που, εξάλλου, καταγράφεται συστηματικά από δεξαμενές σκέψεις του κυρίαρχου ρεύματος (22).

Ο πόλεμος δεν είναι το μόνο σενάριο. Όμως η απειλή και μόνο μιας διεθνούς σύρραξης, όπως και στα ψυχροπολεμικά χρόνια, είναι συνθήκη που ήδη εσωτερικεύεται στην καθημερινότητα των κοινωνιών και των κρατικών υποθέσεων, απογειώνοντας εθνικισμό και αυταρχισμό. Όπως λίγες φορές στον εικοστό αιώνα, η υπεράσπιση της ειρήνης και της δημοκρατίας ξαναγίνεται συνώνυμη της διεθνιστικής και της αντικαπιταλιστικής υπόθεσης.

*****

Βιβλιογραφία

(1) Amitav Acharya, The End of American World Order, 2nd edition, Polity 2018.

(2) Jessica T. Mathews, «Present at the Re-creation? U.S. Foreign Policy Must Be Remade, Not Restored», Foreign Affairs, March/April 2021.

(3) Richard Bernstein and Ross H. Munro, «The Coming Conflict with America», Foreign Affairs, March/April 1997· Kevin Rudd, «Short of War. How to Keep U.S.-Chinese Confrontation From Ending in Calamity», Foreign Affairs, March/April 2021.

John G. Ikenberry, Liberal leviathan : the origins, crisis, and transformation of the American world order, Princeton 2012.

(5)Daniel W. Drezner, «Is There an Exceptional American Approach to Global Economic Governance?», στο: G. John Ikenberry, Wang Jisi and Zhu Feng (eds.), America, China, and the Struggle for World Order. Ideas, Traditions, Historical Legacies, and Global Visions, Palgrave 2015, σσ: 135-160.

(6) Gideon Rose, Εισαγωγή στο: «What Was the Liberal Older? The World We May Be Losing», Foreign Affairs, Μάρτιος 2017.

(7) Αλέξης Ηρακλείδης, Διεθνείς Σχέσεις και Διεθνής Πολιτική, Ελληνικά Ακαδημαϊκά Ηλεκτρονικά Συγγράμματα και Βοηθήματα, 2015.

(8) Immanuel Kant, Προς την αιώνια ειρήνη. Ένα φιλοσοφικό σχεδίασμα (μτφρ.: Κωνσταντίνος Σαργέντης), Πόλις 2006, σ. 65-67. Για τη σχέση Καντ και «φιλελεύθερου διεθνισμού», βλ. επίσης Antonio Franceschet, Kant and Liberal Internationalism. Sovereignty, Justice and Global Reform, Palgrave 2002.

(9) Immanuel Kant, ό.π., σ. 101-2.

(10) Robert J. Gordon, The Rise and Fall of American Growth, Princeton University Press 2016.

(11) Daniel W. Drezner, «Is There an Exceptional American Approach to Global Economic Governance?», στο: G. John Ikenberry, Wang Jisi and Zhu Feng (eds.), America, China, and the Struggle for World Order. Ideas, Traditions, Historical Legacies, and Global Visions, Palgrave 2015, σσ: 135-160.

(12) Stanley Hoffmann, «The Crisis of Liberal Internationalism», Foreign Policy, Spring 1995.

(13) Medea Benjamin, «America dropped 26,171 bombs in 2016. What a bloody end to Obama’s reign», Guardian, 9.1.2017. Βλ. επίσης, Πέρυ Άντερσον, Η αμερικανική εξωτερική πολιτική και οι διανοητές της (μτφρ.: Ηρακλής Οικονόμου), Τόπος 2017 (σε ό,τι αφορά την περίοδο Ομπάμα: ιδίως το υστερόγραφο του συγγραφέα και το επίμετρο του Κώστα Ράπτη).

(14) Για την εργαλειακή κρατική/εθνικιστική χρήση του διεθνούς δικαίου, βλ. China Miéville, «Multilateralism as Terror: International Law, Haiti and Imperialism». Finnish Yearbook of International Law 19, 2018, σσ 63-92 [https://eprints.bbk.ac.uk/id/eprint/783/2/HaitiBirk.pdf]. Επίσης, Ntina Tzouvala, Capitalism As Civilisation: A History of International Law, Cambridge University 2020.

(15) Leo Panitch and Sam Gindin, «Trumping the Empire», Socialist Register 2019 – The World Turned Upside Down?, The Merlin Press – Monthly Review Press 2018, σσ. 1-25.

(16) Stockholm International Peace Research Institute (SIPRI), April 2020 (διαθέσιμο εδώ: https://www.sipri.org/sites/default/files/2020-04/fs_2020_04_milex_0.pdf).

(17) Graham Allison, «The US-China Relationship after Coronavirus. Clues from History», στο: Hal Brands and Francis J. Gavin (eds.), Covid-19 and World Order. The future of conflict, competition, and cooperation, John Hopkins University Press 2020. Η μέτρηση γίνεται με βάση τις Μονάδες Αγοραστικής Δύναμης (Purchasing Power Parities, PPP).

(18) Alice Ekman (ed.), China’s Belt & Road and the World: Competing Forms of Globalization, April 2019 https://www.ifri.org/sites/default/files/atoms/files/ekman_china_belt_road_world_2019.pdf

(19) Elizabeth Economy, «The United States, China and the Great Values Game», στο: Hal Brands and Francis J. Gavin (eds.), Covid-19 and World Order. The future of conflict, competition, and cooperation, John Hopkins University Press 2020.

(20) European Parliament, The geopolitical implications of the COVID-19 pandemic, Policy Department for External Relations, Study requested by the AFET committee, September 2020.

(21) Ό.π.

(22) Ενδεικτικά: «Global democracy has a very bad year», Economist 2.2.2021 · Freedom House, «Democracy under lockdown», 2.10.2020 (διαθέσιμο εδώ: https://freedomhouse.org/article/new-report-democracy-under-lockdown-impact-covid-19-global-freedom)· V-dem, Democracy Report 2020. Democracy Report 2020. «Autocratization Surges – Resistance Grows», March 2020 (διαθέσιμο εδώ: https://www.v-dem.net/media/filer_public/de/39/de39af54-0bc5-4421-89ae-fb20dcc53dba/democracy_report.pdf ).

+ posts