Γαλλία: Ποιός συνασπισμός απέναντι στο αστικό μπλοκ;

Γαλλία: Ποιός συνασπισμός απέναντι στο αστικό μπλοκ;

Το άρθρο του Pierre Rimbert δημοσιεύτηκε στο τεύχος του Φεβρουαρίου 2022 της εφημερίδας Le Monde Diplomatique.

μετάφραση Χρήστου Βαλλιάνου

Ο συνασπισμός της εργαζόμενης στην κοινωνική φροντίδα, της νοσηλεύτριας και των συζύγων τους, εργατών στις αποθήκες τροφοδοσίας, ή τεχνικών, φαίνεται κοινωνιολογικά πιο βιώσιμος από τη συμμαχία του δημοσιογράφου με τον λεβητοποιό. Και πολιτικά πολύ πιο ελπιδοφόρος.

Καθώς πλησιάζουν οι γαλλικές προεδρικές εκλογές, η τύχη των λαϊκών τάξεων δεν φαίνεται να συγκινεί τους υποψηφίους της δεξιάς και του κέντρου. Ακόμα και η Αριστερά αφήνεται καμιά φορά να παρασυρθεί από την ιδέα ότι η εκλογική μοίρα των εργατών και των υπαλλήλων παλινδρομεί μεταξύ αποχής και ψήφου της άκρας δεξιάς. Το πιο πάνω στερεότυπο στηρίζεται σε μια βαθιά λανθασμένη αντίληψη των κοινωνικών δυνάμεων.

Εκείνος είναι γιος γιατρών, πέρασε από ένα Καθολικό ίδρυμα της Αμιένης, διπλωματούχος πολιτικών επιστημών, απόφοιτος της ΕΝΑ (Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης), επιθεωρητής οικονομικών πόρων, τραπεζικός επενδυτής. Εκείνη, είναι κόρη επιχειρηματία, απόφοιτη ενός Καθολικού λυκείου των Βερσαλλιών, διπλωματούχος της Σχολής Εμπορικών Σπουδών (HEC) και της ΕΝΑ, Σύμβουλος του Κράτους. Αυτός φλερτάρει με τους Ευρωπαϊστές απόφοιτους ΑΕΙ, εκείνη γοητεύει τα υψηλά πρόσωπα. Οι γάμοι τους θα μπορούσαν να συνενώσουν το αστικό μπλοκ (1). Να όμως που ο Εμμανυέλ Μακρόν και η Βαλερί Πεκρές καυγαδίζουν εκλογικά. Έχουμε την εντύπωση ότι το έχουμε ξαναδεί όλο αυτό: οι δύο κύριοι γαλλικοί πολιτικοί σχηματισμοί ανταγωνίζονται προκειμένου να ικανοποιήσουν τις προσδοκίες ενός πανίσχυρου κοινωνικού στρώματος με σημαντική επιρροή, αλλά μειοψηφικού. Μιλάμε για το κοινωνικό στρώμα των στελεχών και των ανώτερων επαγγελμάτων της διανοητικής εργασίας, όπως και των ιδιοκτητών επιχειρήσεων, οι οποίοι, αθροιστικά, αποτελούν το 20% περίπου του ενεργού πληθυσμού. Ποσοστό ανάλογο με αυτό των εργατών, οι οποίοι ωστόσο δεν τραβούν την προσοχή των εκλεγμένων.

Απέναντι στο συνασπισμό των πλουσίων που θα συνενώσει αυθόρμητα τη δεξιά και το κέντρο στο δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών, στην περίπτωση που οι δυο υποψήφιοι δεν βρεθούν εκεί αντιμέτωποι, οι λαϊκές τάξεις (2) παραμένουν αριθμητικά πλειοψηφικές αλλά πολιτικά κονιορτοποιημένες. Στη Γαλλία, περίπου ένας στους δυο οικονομικά ενεργούς πολίτες κατέχει μια θέση εργάτη (οκτώ στους δέκα εξ αυτών είναι άντρες) ή μια θέση μισθωτού υπαλλήλου (τρεις στους τέσσερεις είναι γυναίκες), θέσεις χαμηλής ειδίκευσης και χαμηλής αμοιβής. Και η κοινωνική απόσταση μεταξύ αυτού του προλεταριάτου και των μικρών ενδιάμεσων τάξεων του ιδιωτικού τομέα (τεχνικοί, εκπρόσωποι πωλήσεων), ή του δημοσίου (δημόσιοι υπάλληλοι κατηγορίας Β, νοσηλεύτριες, δάσκαλοι), που συνθλίβονται από την υποβάθμιση των συνθηκών της εργασίας τους.

Σε ομοφωνία με τα μεγάλα ΜΜΕ και τους εμπειρογνώμονες, τα κόμματα στηρίζουν τις εκλογικές στρατηγικές τους στην εικόνα μιας κοινωνίας διασπασμένης σύμφωνα με διαχωριστικές γραμμές που παραμένουν πάντα απαράλλαχτες. Από μια μεριά ο λαϊκός κόσμος σε παρακμή, συγκεντρωμένος στα εργατικά προάστια, κατακερματισμένος, εχθρικός απέναντι στις κοινοτικές και οικολογικές αξίες που τον πνίγουν, από την άλλη οι αστικοί πληθυσμοί κάτοχοι κάποιου (πανεπιστημιακού) πτυχίου. Το παρελθόν απέναντι στο μέλλον, η περιφέρεια απέναντι στο κέντρο, η αναδίπλωση απέναντι στην ανοικτότητα, η άγνοια απέναντι στη γνώση, οι μόνιμα εγκατεστημένοι απέναντι στις νομάδες, η ταυτότητα απέναντι στην ποικιλομορφία, ο λαός απέναντι στην ελίτ, οι λαϊκιστές απέναντι στους φιλελεύθερους. To γεγονός ότι αυτές οι γενικές διαχωριστικές γραμμές επέβαλαν τόσο εύκολα τον φαινομενικά προφανή τους χαρακτήρα στη διάρκεια των τελευταίων δεκαπέντε χρόνων (3) δεν οφείλεται μόνο στο ότι σκιαγραφούν ένα πορτραίτο της χώρας πιστότερο αυτού του μεγάλου μύθου της δημοφιλούς από τη δεκαετία του 1970 έννοιας της «μεσαιοποίησης».

Οι διαχωριστικές αυτές γραμμές συνεπάγονται μια αναδιανομή του εκλογικού παιγνιδιού, τέτοια ώστε να μετακινούνται τα πάντα χωρίς να αλλάζει τίποτα. Στους πλειστηριασμούς των εκλογών, ο γαλαξίας των refusnik[1] κατακυρώνεται στην άκρα δεξιά: οι προερχόμενοι από τις λαϊκές τάξεις χαμένοι της παγκοσμιοποίησης, χειροτέχνες – μαγαζάτορες, ιδιοκτήτες μικρών οικογενειακών επιχειρήσεων, και η παραδοσιακή, «ανδροπρεπής» δεξιά, όλους αυτούς η Eθνική Συσπείρωση (της Μαρίν Λεπέν) και ο Ερίκ Ζεμούρ επιχειρούν να τους οργανώσουν σε ένα εθνικιστικό καρτέλ. Την κρίσιμη στιγμή,  Μακρόν και  Πεκρές δεν θέλουν κάτι τέτοιο. Προκειμένου να εναλλάσσονται στην εξουσία χωρίς να στηρίζονται σε ένα πλειοψηφικό συνασπισμό, τους είναι αρκετό να ανεμίζουν σαν σκιάχτρο τη «φασιστική απειλή» ή το «λαϊκιστικό κίνδυνο» – ενώ παράλληλα δεν σταματούν να κλείνουν το μάτι σε ρατσιστικές πρακτικές και να ασκούν μια πολιτική πυγμής υπό το πρόσχημα της ασφάλειας, παριστάνοντας τους «σκληρούς».

Το τέλος των αυταπατών της αξιοκρατίας

Αυτό που μένει στην Αριστερά είναι να μαζεύει τα ψίχουλα, ελπίζοντας να αναστήσει το φάντασμα ενός νέου λαϊκού μετώπου που θα συσπειρώνει εργάτες, μισθωτούς υπαλλήλους, και ενδιάμεσα στρώματα της πνευματικής εργασίας. Όμως η στρατηγική αυτή ισοδυναμεί με τη συγκόλληση δυο μαγνήητών από τον ίδιο πόλο. Με το τέλος των αυταπατών της αξιοκρατίας από τη μεριά αυτών που κατέχουν κατώτερα ή καθόλου πτυχία, και την πολιτιστική αυτοσυγκέντρωση των κατόχων ανώτερων πτυχίων, η προοπτική της συνένωσης των μεν και των δε από την ίδια μεριά του οδοφράγματος φαίνεται μακρινή, αν όχι καθαρά συμπτωματική (4). «Είναι ξεκάθαρο ότι η στάση απέναντι στο κίνημα των “κίτρινων γιλέκων” διαμορφώθηκε ανάλογα με την εκπαιδευτική βαθμίδα αποφοίτησης των ατόμων, υπογράμμιζε ο δημοσκόπος Ζερόμ Φουρκέ, το 2019. Οι κάτοχοι ανώτερων τίτλων σπουδών αποδείχτηκαν ιδιαίτερα επιφυλακτικοί, αν όχι εχθρικοί, ενώ οι κάτοχοι κατώτερων τίτλων σπουδών αναγνωρίστηκαν πολύ περισσότερο σ’ αυτό το κίνημα (5).»

‘Έτσι λοιπόν, περίπου το ένα τρίτο όσων κατείχαν ένα πιστοποιητικό επαγγελματικής επάρκειας ή ένα αποδεικτικό επαγγελματικών σπουδών «αισθάνονταν “κίτρινο γιλέκο”, έναντι μόνο ενός 9% μεταξύ των κατόχων κάποιου τίτλου πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Από την πλευρά της, μια ομάδα κοινωνιολόγων, που διεξήγαγε μια έρευνα σχετικά με τις προτιμήσεις και τις ηθικές κλίσεις των κοινωνικών τάξεων, παρατήρησε  «το φαινόμενο της απώθησης που προκαλεί η μορφή του παιδαγωγού όταν ερωτώνται οι απόφοιτοι χαμηλότερων εκπαιδευτικών βαθμίδων – μέσω της παρουσίασης φωτογραφιών – σχετικά με άτομα των οποίων ο τρόπος ζωής φαίνεται να διαφοροποιείται ριζικά από τον δικό τους (6)». Μάλλον θα κυλήσει πολύ νερό κάτω από τις γέφυρες πριν φτάσουν στο σημείο να προσβλέπουν σ’ ένα κοινό μέλλον.

Η εκλογική επιτυχία του αστικού μπλοκ του Ε. Μακρόν το 2017 και η διατήρηση της άκρας δεξιάς σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα φάνηκε να ισχυροποιεί μια αντίληψη, κυρίαρχη στο χώρο της πολιτικής και των ΜΜΕ, σύμφωνα με την οποία οι λαϊκές τάξεις διακατέχονται από μια εμμονή με τη μετανάστευση και είναι εχθρικοί απέναντι στην πρόοδο. Η αντίληψη αυτή διαψεύστηκε βίαια από δυο μεγάλες αναστατώσεις της πενταετίας που ολοκληρώνεται: το κίνημα των κίτρινων γιλέκων, που επικεντρώθηκε κυρίως στην κοινωνικο-οικονομική επισφάλεια, και το μεγάλο εγκλεισμό της άνοιξης του 2020. Η κοινωνία με το πεσμένο ηθικό, όπως αποκάλυψε η κατάσταση έκτακτης ανάγκης στο χώρο της υγείας, προέβαλε ως θετικά όλα εκείνα το οποία το αστικό μπλοκ αγνοεί ή αντιπαλεύει καθημερινά.

Ξαφνικά, στα μάτια των ηγετών, η χώρα δεν στηριζόταν πια στον νεαρό ιδρυτή μιας επιχείρησης, στον εσωτερικό ελεγκτή του Συμβουλίου, τον διευθυντή, τον μηχανικό με ειδίκευση στην τεχνητή νοημοσύνη, αλλά στην ταμία, στο νοσηλευτικό προσωπικό, στον οδηγό της νταλίκας, στον κοινωνικό φροντιστή, στην καθαρίστρια (7). Αυτό το σοκ αποκάλυψε την τεκτονική ολίσθηση που σημειώθηκε σχεδόν αθόρυβα στους κόλπους των λαϊκών τάξεων εδώ και πολλές δεκαετίες.

Αν την αντικατάσταση των βιομηχανικών εργατών από τους χαμάληδες που δουλεύουν στις εφοδιαστικές πλατφόρμες μπορούμε να την μαντέψουμε από τις αναστατώσεις ενός τοπίου όπου εκεί που κάποτε κάπνιζαν τα εργοστάσια σήμερα υψώνονται οι αποθήκες τροφοδοσίας, ένας από τους εντυπωσιακότερους μετασχηματισμούς της γαλλικής κοινωνίας συνεχίζει σε μεγάλο βαθμό να αγνοείται: Εδώ και εικοσιπέντε πλέον χρόνια, οι λαϊκές τάξεις αποτελούνται στην πλειοψηφία τους από γυναίκες.

To 1970, oι γυναίκες αντιπροσώπευαν μόλις το 38% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, όπως και το 38% των εργατών και των υπαλλήλων. Πενήντα χρόνια αργότερα, αντιπροσωπεύουν το 48,5% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, αλλά και περισσότερο από το 52% των λαϊκών τάξεων. Στο μεσοδιάστημα, το 1995, ήταν ήδη πλειοψηφία στο σύνολο των μισθωτών υπαλλήλων – εργατών, ενώ παρέμεναν μειοψηφία (46%) στο πλαίσιο του ενεργού πληθυσμού. Αν οι μεγάλες απεργίες κατά της μεταρρύθμισης του ασφαλιστικού συστήματος που προωθούσε εκείνη τη χρονιά ο Αλαίν Ζιπέ στη συλλογική μνήμη μένουν πάντα συνδεδεμένες με τις διαδηλώσεις των σιδηροδρομικών, που χαρακτηρίστηκαν ως «οπισθοφυλακή» από τα ΜΜΕ, η εξέλιξη αυτή σηματοδοτεί την ανανέωση της εργατικής τάξης, που αυτή τη φορά στηρίζεται σε υπηρεσίες ουσιαστικής σημασίας για την κοινωνική συμβίωση.

Συγκεκριμένα, απεικονίζει τo ευρύ κίνημα της εξόδου των γυναικών στην αγορά εργασίας: το 1970, μόνο οι μισές γυναίκες ηλικίας 25-29 ετών ήταν οικονομικά ενεργές. Σήμερα οι οικονομικά ενεργές [αυτής της ηλικίας] ανέρχονται στο 82,5% (έναντι του 91,5% των ανδρών). Η ισχυρή αυτή άνοδος, που παρατηρείται ανεξάρτητα από το μορφωτικό επίπεδο των γυναικών, συνοδεύεται στην περίπτωση των μισθωτών, από μια επισφάλεια κατά πολύ ανώτερη αυτής των ανδρών, υπό τη μορφή της ανεργίας, της υποαπασχόλησης  που δεν αποτελεί επιλογή, των σπαστών ωραρίων, των χαμηλών μισθών, κλπ. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, η γυναικεία λαϊκή μισθωτή εργασία άλλαξε φυσιογνωμία.

Οι διοικητικές εργασίες της επιχείρησης (δακτυλογράφηση, τηλεφωνικό κέντρο, λογιστήριο…), που από μόνες τους αντιπροσώπευαν το 36% των απασχολούμενων το 1982, υπό το βάρος της ψηφιοποίησης ρευστοποιήθηκαν. Ταυτόχρονα, η γήρανση του πληθυσμού και ο μετασχηματισμός των οικιακών δραστηριοτήτων σε οικιακές θέσεις εργασίας διόγκωσαν τις τάξεις των βρεφονηπιοκόμων, των εργαζόμενων στη φύλαξη παιδιών, των οικιακών βοηθών, των εργαζόμενων στη φροντίδα ηλικιωμένων και ατόμων με αναπηρία, αλλά και του ανθρώπινου δυναμικού του «αριστερού χεριού του κράτους», που στελεχώνει τις θέσεις κοινωνικών φροντιστών, παιδοκόμων, τις νοσοκομειακές υπηρεσίες, την ιατρικο-ψυχολογική υποστήριξη. Με δυο λόγια, η αύξηση της αριθμητικής δύναμης του γυναικείου προλεταριάτου «προήλθε από το προσωπικό των άμεσων υπηρεσιών προς τους πολίτες και από τις εργαζόμενες στις υπηρεσίες του δημόσιου τομέα (8)», δυο ομάδες που από μόνες τους απασχολούν σχεδόν το 60% του συνόλου των εργαζόμενων.

Ας δεχτούμε λοιπόν ότι πλέον συναντάμε περισσότερες εργαζόμενες γυναίκες απ’ ότι εργαζόμενους άντρες. Όμως, τι να κάνουμε απ’ αυτή τη διαπίστωση; Κατ’ αρχήν να αποδεχτούμε ότι, σε πλήρη αντίθεση με τη φαντασίωση που προβάλλεται από τους μικροαστούς των ΜΜΕ και του πολιτισμού, οι γυναίκες παριστούν το δραστικό στοιχείο των εργαζόμενων τάξεων. Στην καθημερινή ή την επαγγελματική τους ζωή έρχονται σε επαφή με ένα άλλο σύνολο επαγγελμάτων, κατά μεγάλη πλειοψηφία γυναικείων, που όμως απαιτούν μια υψηλότερη κατάρτιση και αμείβονται με καλύτερους μισθούς, η ανάπτυξη των οποίων άλλαξε επίσης την εικόνα της χώρας: πρόκειται για τα ενδιάμεσα επαγγέλματα της υγείας και της κοινωνικής εργασίας (νοσηλεύτριες, γυναίκες κοινωνικοί φροντιστές….), τα οποία, μαζί με τους δασκάλους, απαρτίζουν περίπου το 10% της συνολικής απασχόλησης της Γαλλίας.

Ασφαλώς μεταξύ της βρεφονηπιοκόμου και της πτυχιούχου νοσηλεύτριας υπάρχει μια απόσταση εισοδήματος, συνθηκών και τρόπου ζωής. Ωστόσο, και οι δύο υφίστανται την πίεση μιας διεύθυνσης που τις εμποδίζει να «κάνουν καλά τη δουλειά τους», και, αφ’ ετέρου, η ευπάθεια των ενδιάμεσων τάξεων έχει σαν συνέπεια η δεύτερη να πλησιάζει την πρώτη. Στα τέλη του 2018, και οι δυο τους συμμετείχαν στις κινητοποιήσεις των κίτρινων γιλέκων.  Όπως αναφέρει και η ιστορική Γαλλική επιθεώρηση πολιτικής επιστήμης, «Όσο αφορά τις γυναίκες που συμμετείχαν στα μπλόκα στα σταυροδρόμια, θα πρέπει να σημειώσουμε την υπερεκπροσώπηση του “προσωπικού των άμεσων υπηρεσιών σε πολίτες”», όπως και μια «ισχυρή παρουσία των νοσηλευτριών», που «απηχεί τις τρέχουσες κλαδικές κινητοποιήσεις απέναντι στις υποβαθμισμένες συνθήκες εργασίας» (9).

Προεικόνιση ενός μοντέλου κοινωνίας

Όταν τα κόμματα της αριστεράς εξορμούν για την «ανάκτηση» των λαϊκών τάξεων, δεν απευθύνονται πλειοψηφικά στους απολυμένους εργάτες που έχουν γνωρίσει τον πειρασμό της ταυτοτικής αναδίπλωσης, αλλά στους εργαζόμενους των κρίσιμων υπηρεσιών που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της κοινωνίας (10).  Ο τομέας αυτός της κοινωνικής αναπαραγωγής, που βεβαίως  ενσαρκώνει οτιδήποτε άλλο παρά κάποιο ξεπερασμένο παρελθόν, απέδειξε, στη διάρκεια του μεγάλου εγκλεισμού την αναγκαιότητα και τη «νεωτερικότητά» του. Ενώ κανείς μέχρι σήμερα δεν έτρεξε στα παράθυρα για να χειροκροτήσει τoυς σοφούς πιθήκους[2] της Σίλικον Βάλεϊ και τις ηλεκτρονικές φιλίες του, αυτές και αυτοί που παράγουν την κοινή υποδομή στο σχολείο, το νοσοκομείο, τον οίκο ευγηρίας, ή στο σπίτι, υπό τη μορφή προσωπικών, μοναδικών, ανθρώπινων, αυστηρά τοπικών και δύσκολα αυτοματοποιήσιμων αλληλεπιδράσεων, απολαμβάνουν μια σημαντική δημοφιλία.

Από το τέλος του ψυχρού πολέμου, τα μεγάλα κόμματα της γαλλικής αριστεράς δεν οραματίζονται ποτέ κοινωνικά μέτωπα χωρίς να κατέχουν σ’ αυτά μια περίοπτη θέση τα ανώτερα επαγγέλματα της διανοητικής εργασίας – και οι στρατηγικές τους προκύπτουν από μια τέτοια σύλληψη. Ωστόσο, ο συνασπισμός της εργαζόμενης στην κοινωνική φροντίδα, της νοσηλεύτριας και των συζύγων τους, εργατών στις αποθήκες τροφοδοσίας, ή τεχνικών, φαίνεται κοινωνιολογικά πιο βιώσιμος από τη συμμαχία του δημοσιογράφου με τον λεβητοποιό. Και πολιτικά πολύ πιο ελπιδοφόρος: Oι ζωτικής σημασίας υπηρεσίες όπου δεσπόζει η γυναικεία παρουσία, που αναδείχτηκαν από την υγειονομική κρίση  ξεφεύγουν εν μέρει από τις ταυτοτικές διχοτομήσεις, στο βαθμό που συμμετέχουν σ’ αυτές άτομα μεταναστευτικής προέλευσης. Και προεικονίζουν ένα μοντέλο κοινωνίας όπου η ολοκληρωμένη χειραφέτηση του ατόμου περνάει από τη συλλογική διαχείριση των βασικών αναγκών. Επομένως, και από ένα ευρύ δημόσιο τομέα που θα συγκεντρώνει τα κρίσιμα επαγγέλματα υπό την προστασία ενός ενιαίου καθεστώτος. Βασική προϋπόθεση για τις μελλοντικές κατακτήσεις.

  1. Βλ. Bruno Amable, «Majorité sociale, minorité politique», Le Monde Diplomatique, Mars 2017.
  2. Οριζόμενες ως το σύνολο των υπαλλήλων και των εργατών , σύμφωνα με τις κοινωνικο-επαγγελματικές κατηγορίες του Εθνικού Ινστιτούτου στατιστικής και οικονομικών μελετών (Insee). Όταν δεν αναφέρεται κάτι διαφορετικό, τα στοιχεία που παρέχονται στη συνέχεια προέρχονται από την επεξεργασία των ερευνών «Απασχόληση» των ετών 1970, 1995 και 2019, που διεξήχθη με τον François Denord και την Sylvain Thine.
  3. Βλ. πχ Christophe Guilluy, La France périphérique, Flammarion, Paris, 2014 ; David Goodhart, The Road to Somewhere, Penguin Books, London, 2017 ; Jérôme Fourquet, L’Archipel français, Seuil, Paris, 2019; Jérôme Sainte-Marie, Bloc populaire, Editions du Cerf, Paris, 2021.
  4. Βλ. Benoit Bréville et Serge Halimi, « On aimerait bien, mais on ne peut plus… », Le Monde Diplomatique, Janvier 2022.
  5. « Gilets jaunes – Note n 2: Les gilets jaunes : sociologie d’un mouvement hors norme », IFOP Focus, n 191, Paris, février 2019.
  6. Remy Caveng, Fanny Darbus, François Denord, Delphine Serre et Sylvain Thine, « Croiser les sources pour étudier les morales », dans Emmanuelle Duwez et Pierre Merckle, Un panel français. L’étude longitudinale par Internet pour les sciences sociales (Elipss.), INED Editions Paris, 2021.
  7. Bλ. το φιλμ των Gilles Perret και François Ruffin « Debout les femmes ! », Jour2fete et Fakir, 2020.
  8. Virginie Forment et Joëlle Vidalenc, « Les employés : des professions largement féminisées », Insee Focus, n 190, Paris, 5 Mai 2020.
  9. Συλλογική έρευνα για τα κίτρινα γιλέκα, «Enquêter in situ par questionnaire sur une mobilisation : une étude sur les gilets jaunes », Revue française de science politique, vol. 69, n 5-6, Paris, octobre-décembre 2019.
  10. Βλ. La puissance insoupçonnée des travailleurs », Le Monde Diplomatique, janvier 2019.

____
[1] Με τον όρο ριφούσνικ χαρακτηρίζονταν ανεπίσημα οι Εβραίοι ή άλλης εθνικότητας πολίτες της ΕΣΣΔ στους οποίους το καθεστώς αρνείτο τη χορήγηση άδειας μετανάστευσης στο Ισραήλ ή αλλού. (σ.τ.Μ.)

[2] Αναφορά στο «παράδοξο του σοφού (ή άπειρου) πιθήκου», σύμφωνα με το οποίο ένας πίθηκος που χτυπάει τα πλήκτρα μιας γραφομηχανής με τυχαίο τρόπο επ’ άπειρον, κάποια στιγμή θα δακτυλογραφήσει ένα οποιοδήποτε κείμενο, όπως πχ τον Άμλετ ή τα άπαντα του Σαίξπηρ. (σ.τ.Μ.)

Pierre Rimbert
+ posts