«Πολεμικός» καπιταλισμός και Αριστερά

«Πολεμικός» καπιταλισμός και Αριστερά

«The art of war in its highest point of view is policy»
(Η τέχνη του πολέμου στην υψηλότερη εκδοχή της είναι η πολιτική»)
Carl von Clausewitz

Ελάχιστοι είναι αυτοί/ές, και όχι μόνο στην Αριστερά, που παραλείπουν να αναφερθούν στον Κάρολο φον Κλαούζεβιτς όταν αναφέρονται στον πόλεμο. «Ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα (στρατιωτικά) μέσα»: η θέση αυτή ανατρέπει κάθε μεταφυσική ή προσωποκεντρική προσέγγιση για τα αίτια και τους σκοπούς του πολέμου. Δεν είναι «προαιώνιες έχθρες» και «ανορθολογικές» επιλογές ηγετών που αποφασίζουν για τη χρήση στρατιωτικών μέσων αλλά η πολιτική – έστω κι αν ο Κλαούζεβιτς εννοεί μάλλον τακτική παρά πολιτική με την έννοια που αντιλαμβανόμαστε στην Αριστερά. Σε πρώτο πλάνο, τα κρατικά συμφέροντα˙ κοιτώντας βαθύτερα, τα ταξικά συμφέροντα, τα συμφέροντα των αρχουσών τάξεων – εδώ οι μαρξιστές γενικά και ο Λένιν ιδιαίτερα πήγαν πολύ μακρύτερα από τη στενή αντίληψη των κρατικών συμφερόντων. Ωστόσο, ο πόλεμος στην κυριολεξία είναι διακρατικός. Στο όνομα των «αναγκών του πολέμου» τα «έκτακτα» μέτρα και η κατάσταση «έκτακτης ανάγκης» επιβάλλονται ώστε να μη χαθεί ο έλεγχος του «εσωτερικού μετώπου». Ποια ανάγκη όμως και ποιους σκοπούς εξυπηρετούν τέτοια «έκτακτα» μέτρα και η επιβολή κατάστασης «έκτακτης ανάγκης» σε συνθήκες που δεν εξελίσσεται κάποια διακρατική πολεμική σύγκρουση; Γιατί η πολιτική φορά όλο και πιο συχνά, όλο και περισσότερο τη στρατιωτική εξάρτυση; Εναντίον ποιου εχθρού εκστρατεύει;

Χωρίς διακρατική σύγκρουση, ο εχθρός μόνο εσωτερικός μπορεί να είναι – όπως και είναι. Ωστόσο, η Αριστερά, το εργατικό κίνημα, τα κινήματα αντίστασης δεν είναι στην ανοδική τους φάση, δεν βρίσκονται στην ακμή τους, δεν έχουν την επίφοβη όψη κάποιου μαχητικού και επικίνδυνου αντιπάλου. Για ποιον λόγο οι άρχουσες τάξεις, σε διεθνή συντονισμό, «στρατιωτικοποιούν» σε τέτοιο βαθμό την αντιπαράθεση με τον εσωτερικό εχθρό όταν αυτός μοιάζει να βρίσκεται στο ιστορικό ναδίρ της δύναμής του;

Ο καπιταλισμός με στρατιωτική εξάρτυση

Ποτέ ίσως στη μεταπολεμική περίοδο η πολιτική δεν εμπνεύστηκε τόσο πολύ και τόσο ποικιλότροπα από τη στρατιωτική ορολογία και πραγματικότητα. Ένα ζήτημα δημόσιας υγείας, η πανδημία covid-19, ανάγεται σε ζήτημα «ασφάλειας»˙ οι πρόσφυγες που περνούν τα σύνορα για να ασκήσουν το βασισμένο στη συνθήκη της Γενεύης δικαίωμά τους να ζητήσουν άσυλο, συνιστούν «υβριδική απειλή»˙ με πρωτοπόρο την Κίνα και με αφορμή την «ανάγκη» επιτήρησης και στρατωνισμού του πλήθους σε συνθήκες lockdown, ωριμάζουν διεθνώς οι τεχνολογίες «επιτήρησης και ελέγχου» της καθημερινότητας των πολιτών σε έκταση και βάθος που η έκφραση «οργουελική» είναι πολύ αδύναμη για να αποδώσει˙ ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» συνιστά επίσης «υβριδική απειλή» που νομιμοποιεί την πιο παρατεταμένη περίοδο εφαρμογής μιας ήπιας μεν, εκδοχής δε στρατιωτικού νόμου στη Γαλλία˙ στη Γαλλία επίσης, ο ακροκεντρώος Μακρόν διανοείται να θωρακίσει θεσμικά την ασυδοσία και ατιμωρησία των δυνάμεων καταστολής ποινικοποιώντας τη φωτογράφιση και βιντεοσκόπηση των θηριωδιών τους˙ διεθνώς, ο κύκλος των καθεστώτων που ο ακραίος πολιτικός αυταρχισμός είναι το διακηρυγμένο τους πολιτικό πρόγραμμα (κι όχι παρέκβαση ή διασταλτική του ερμηνεία) διευρύνεται: Κίνα, Ρωσία, ΗΠΑ, Βραζιλία, Ουγγαρία, Πολωνία˙ εκτός από τις κυβερνήσεις της νέας δεξιάς που κάνουν σημαία τους τον πολιτικό αυταρχισμό, οι όπου Γης ακροκεντρώοι, από τον Μακρόν μέχρι τον Πινέιρο, αλλά και οι ακροδεξιοκεντρώοι όπως ο καθ’ ημάς Μητσοτάκης, βαδίζουν στον ίδιο δρόμο.

Σε ένα τέτοιο πολιτικό κλίμα, οι δυνάμεις καταστολής στρατιωτικοποιούνται επίσης: οι ειδικές δυνάμεις καταστολής αυξάνονται και πληθύνονται (ΜΑΤ, ΔΙΑΣ, ΟΠΚΕ κ.λπ.), η εκπαίδευση και τα επιχειρησιακά δόγματα που χρησιμοποιούν έχουν στρατιωτικό χαρακτήρα, τα υλικά και ο εξοπλισμός τους επίσης (χειροβομβίδες κρότου λάμψης αλλά και δακρυγόνων πλέον, στρατιωτικού τύπου εξάρτυση και οχήματα κ.λπ.), η έννοια «εξοπλιστικά προγράμματα» της αστυνομίας εγκαθίσταται και νομιμοποιείται στα ρεπορτάζ των ΜΜΕ και στον δημόσιο λόγο (το υπό υλοποίηση πιο πρόσφατο εξ αυτών έχει το διόλου ευτελές κόστος των 31 εκατομμυρίων ευρώ…). Το δικαίωμα στην ασυδοσία και τη θηριωδία και η ατιμωρησία των «οργάνων της τάξεως» έχουν πλέον σθεναρή πολιτική κάλυψη – το μοναδικό παράδειγμα υπουργού που παραιτήθηκε εξαιτίας του δολοφονικού έργου των δυνάμεων καταστολής ήταν πρόσφατα του Αλβανού υπουργού, αφού οι εξεγερμένοι έκαψαν τα Τίρανα. Όσοι/ες στελεχώνουν τα ειδικά σώματα, έχουν συνείδηση και στάση αδίστακτου και μισάνθρωπου πραιτωριανού, ψηφίζουν μαζικά ακροδεξιο-φασιστικές οργανώσεις ενώ αρκετοί είναι και μέλη τους.

Η ίδια «αόρατη» δύναμη μετασχηματίζει το θεσμικό πλαίσιο, το δικαιικό σύστημα και τη δικαστική εξουσία στην ίδια κατεύθυνση. Οι έκτακτες νομοθεσίες σε όλη την κλίμακα των δικαιωμάτων αποκτούν μόνιμο χαρακτήρα με διπλή έννοια: Αφενός, επειδή ενώ επιβάλλονται υπό την επίκληση έκτακτων περιστάσεων, παραμένουν και ύστερα από την παρέλευσή τους (όπως με τα μνημονιακά μέτρα, που «εκτάκτως» ήρθαν, αλλά μονίμως παραμένουν)˙ αφετέρου, επειδή όλο και συχνότερα οι περιστάσεις θεωρούνται «έκτακτες». Στο στοιχείο του «έκτακτου» έρχεται να προστεθεί ο τακτικός νομοθετικός και πολιτικός ζήλος των κυβερνώντων, κατ’ εφαρμογή του διακηρυγμένου πολιτικού τους προγράμματος, που μετατοπίζεται όλο και δεξιότερα. Με την πάροδο των χρόνων, οι δύο διαδικασίες συγχωνεύονται σε μία.

Η κατεύθυνση είναι ξεκάθαρη: κανένα δικαίωμα δεν καταργείται «εντελώς», αλλά όλα σχετικοποιούνται ή καταργούνται στην πράξη στο όνομα της διασφάλισης των δικαιωμάτων των «άλλων»: το δικαίωμα στην απεργία δεν καταργείται, αλλά τίθενται δρακόντειες προϋποθέσεις για την άσκησή του στο όνομα των συμφερόντων του «κοινωνικού συνόλου»˙ το δικαίωμα στη διαδήλωση δεν καταργείται, αλλά τίθενται δρακόντειοι περιορισμοί στο όνομα των συμφερόντων των αυτοκινητιστών, των εμπόρων των κεντρικών εμπορικών δρόμων, των ταξιτζήδων και των πελατών τους κ.λπ. κ.λπ.˙ το δικαίωμα του συναθροίζεσθαι -προς θεού!- δεν καταργείται, αφού δεν τέθηκε τέτοιο θέμα στη διαδικασία αναθεώρησης του συντάγματος, «απλώς» αίρεται «στιγμιαία» λόγω πανδημίας, στο όνομα του δικαιώματος… στη ζωή. Και πάει λέγοντας…

Οι κυρίαρχες ιδεολογικές σταθερές μετατοπίζονται όλο και αντιδραστικότερα, παρασυρμένες κι αυτές από την ορμή του ίδιου ρεύματος: Ο στοιχειώδης δημοκρατισμός της ανεκτικότητας προς το διαφορετικό καταρρέει κάτω από τα χτυπήματα του νεοσυντηρητισμού σε όλη τη γραμμή: του ρατσισμού (κατά προσφύγων και μεταναστών) και της ισλαμοφοβίας ως ιδιαίτερης εκδοχής του, του σεξισμού (ο σεξισμός μετατοπίζεται στα όρια του μισογυνισμού, ενώ ο κοινωνικός ρατσισμός κατά των λοατκια ατόμων προσλαμβάνει τον επιθετικό χαρακτήρα που μπορεί να εμπνέει μέχρι πρακτικές δημόσιου λιντσαρίσματος). Το κράτος πλησιάζει και προσεταιρίζεται την Εκκλησία ανεχόμενο -τουλάχιστον- την επάνοδο του θρησκευτικού σκοταδισμού, νομιμοποιώντας και κανονικοποιώντας τη δράση παραθρησκευτικών οργανώσεων – που γνωρίζουμε πολύ καλά ότι είχαν και ακόμη περισσότερο έχουν ανοιχτή σχέση με την άκρα δεξιά και τους φασίστες. Όλη η κλίμακα των κυρίαρχων αξιών μετατοπίζεται δεξιά, προς τον αρχαϊκό ιδεολογικό τόπο του «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια». Ο ιστορικός αναθεωρητισμός και ο αγοραίος αντικομμουνισμός αποκτούν την αυτοπεποίθηση και το ασύδοτο πνεύμα παλαιότερων, αλήστου μνήμης εποχών.

Δεν πρόκειται όμως μόνο γι’ αυτά. Η κοινωνική πολιτική των κυβερνώντων, με την ευρεία έννοια, διέπεται από αντίστοιχη παλινδρόμηση: Η κατάσταση «έκτακτης ανάγκης» για το εργατικό εισόδημα, τα εργασιακά και τα συνδικαλιστικά δικαιώματα μονιμοποιείται με διαρκή και συστηματικό «εμπλουτισμό» – πιο πρόσφατο παράδειγμα στα καθ’ ημάς, ο νόμος Βρούτση για τα εργατικά συνδικαλιστικά δικαιώματα με πρωτοφανή μέτρα περιορισμού του δικαιώματος στην απεργία και τον εργατικό συνδικαλισμό. Και όχι μόνο: δίπλα στην «απασχολησιμότητα» (ευφημιστικό συνώνυμο της «απασχόλησης», δηλαδή του δικαιώματος στην εργασία), η διαρκής αποδόμηση του κοινωνικού κράτους επαναφέρει στο προσκήνιο, στη θέση της κοινωνικής πολιτικής, είτε την παραδοσιακή-αυτοκρατορική φιλανθρωπία των δεκαετιών πριν τον Πόλεμο ή και του 19ου αιώνα είτε την οργανωμένη κρατική φιλανθρωπία του Εισοδήματος Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Και ήδη, η διευρυμένη αναπαραγωγή «περιττών» πληθυσμών που τίθενται με λιγότερο ή περισσότερο μόνιμο τρόπο εκτός παραγωγής ή φυτοζωούν στην γκρίζα ζώνη μεταξύ «ευέλικτης»/μερικής απασχόλησης και ανεργίας, γεννά στο αντίπαλο στρατόπεδο προβληματισμούς για ένα καθολικό «βασικό εισόδημα» για όλους – η καθολίκευση της κρατικής φιλανθρωπίας του Εισοδήματος Κοινωνικής Αλληλεγγύης.

Αυτές οι πολιτικές κάνουν απαραίτητη την επανεμφάνιση επιθετικών μορφών απαξίωσης/εργαλειοποίησης του εργαζόμενου και τη διαρκή υποδαύλιση του «κοινωνικού αυτοματισμού». Στον καταναγκαστικό στρατωνισμό στη δυσανεξία της διαρκούς λιτότητας, της εργασιακής ανασφάλειας και της κοινωνικής δυστυχίας μόνο μια τέτοια «διαχείριση» αντιστοιχεί: η αναξιοπρέπεια, η εξαθλίωση, ο κερματισμός, ο αγώνας όλων εναντίον όλων. Και ανεξάρτητα από τις αποχρώσεις της δεξιάς πολυκατοικίας, που εφάπτεται πλέον του φασισμού, σε όλο της το εύρος είναι διάχυτες οι ανάξιες «αξίες» του μίσους για την εργασία και τον εργαζόμενο και της περιφρόνησης για τους κοινωνικά απόκληρους-«απόβλητα» της κρεατομηχανής του κεφαλαίου. Όπως επανειλημμένα έχει γράψει ο Ηλίας Ιωακείμογλου, ο νεοφιλελεύθερος κοινωνικός δαρβινισμός συναντιέται με τη φασιστική θεωρία του Καιάδα για κάθε αδύναμο/η και «αποκλίνοντα/ουσα». Στο δεξιό άκρο αυτής της «ελεεινής τραπέζης» γλεντά ο φασίστας…

Εν ολίγοις, ένα κύμα πολιτικής και ιδεολογικής παλινδρόμησης και αντεπανάστασης σαρώνει τον πλανήτη. Είναι ο «πολεμικός» καπιταλισμός (1) που εγκαθιδρύεται μπρος στα μάτια μας και καταδυναστεύει τις ζωές μας. Ο επιθετικός καπιταλισμός της γενικευμένης πολιτικής και κοινωνικής νοσηρότητας, όπου η επιθετικότητα και η σκλήρυνση είναι ευθέως ανάλογες της παρακμής του και της αδυναμίας του να ηγεμονεύσει.

Η καπιταλιστική κρίση, μήτρα των πολιτικών «τεράτων»

Αυτός ο καπιταλισμός των «έκτακτων συνθηκών» είναι ο καπιταλισμός των διαδοχικών και πολλών κρίσεων. Το γεγονός της γενικευμένης -αν και με διαφορετικές ταχύτητες και πολλές ιδιαιτερότητες από χώρα σε χώρα- μετατόπισης σε πολιτικές κράτους «έκτακτης ανάγκης» δεν είναι παρά το πολιτικό ανάλογο μιας πραγματικότητας που αφορά την οικονομική βάση: έχει οικοδομηθεί ένας πλανητικός μηχανισμός «κανονικοποίησης», διασφάλισης και σιδηράς επιτήρησης των υψηλών κερδών που στηρίζει αυτά τα κέρδη όχι σε υψηλούς ρυθμούς συσσώρευσης του κεφαλαίου, ανάπτυξης, παραγωγικότητας και ισορροπημένης σχέσης μεταξύ ρυθμών αύξησης του ΑΕΠ και ρυθμών αύξησης του χρέους, αλλά αντίθετα σε όλο και πιο χαμηλούς ρυθμούς συσσώρευσης, αύξησης του ΑΕΠ και παραγωγικότητας, και μιας διαρκώς πιο ανισόρροπης και πλέον μη βιώσιμης με καπιταλιστικούς όρους σχέσης μεταξύ ρυθμών αύξησης του ΑΕΠ και ρυθμών αύξησης του χρέους, δημόσιου και ιδιωτικού.

Η εργασία, στρατωνισμένη και πειθαρχημένη για να υπομένει τη λιτότητα και τον εργοδοτικό εξανδραποδισμό, ματώνει για τα υψηλά κέρδη των καπιταλιστών, αλλά από την άλλη μεριά αυτό έχει συνέπεια μια όλο και μεγαλύτερη «νοσηρότητα», δηλαδή μια όλο και μεγαλύτερη ένταση κρισιακών φαινομένων για το νεοφιλελεύθερο μοντέλο συσσώρευσης. Από κρίση σε κρίση, από το 2008 στο 2020, τα «υποκείμενα νοσήματα» του καπιταλισμού επιδεινώνονται: πρωτοφανής και πέρα από κάθε οικονομική λογική πληθωρισμός στην αποτίμηση ακίνητων αλλά κυρίως κινητών αξιών (μετοχές, ομόλογα, παράγωγα χρηματο-οικονομικά προϊόντα), πρωτοφανές και διαρκώς αυξανόμενο χρέος (δημόσιο και ιδιωτικό), διαρκής πτωτική πορεία για ρυθμούς συσσώρευσης του κεφαλαίου, ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ, παραγωγικότητα.

Ο καπιταλισμός «εκβιάζει» και ασκεί πολιτικές εξαναδραποδισμού της εργασίας επειδή ακριβώς «εκβιάζει» την παραγωγή υψηλών κερδών σε συνθήκες διαρκώς αυξανόμενης απόκλισης από τον οικονομικό «νόμο της βαρύτητας»: τον νόμο της αξίας. Αυτή η οικονομική «χούντα» είναι η οικονομική βάση και ο βαθύτερος λόγος της επιβολής της πολιτικής «χούντας» σε όλες τις χώρες, με διαβαθμίσεις και εντάσεις που σχετίζονται με τις ιδιαιτερότητες της ταξικής πάλης και τις ιδιαιτερότητες της ένταξης των επιμέρους χωρών στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα.

Ωστόσο, η κρίση του 2020 δεν είναι μια κλασική οικονομική κρίση που προκλήθηκε επειδή βασικά γρανάζια του μοντέλου καπιταλιστικής συσσώρευσης αχρηστεύτηκαν ή μπλοκαρίστηκαν. Παρόλο που αστοί αναλυτές και αρθρογράφοι μιλούσαν συχνά και τεκμηρίωναν γιατί βαδίζαμε προς νέο και πιο επίφοβο «2008» ήδη από το φθινόπωρο του 2016, η νέα οικονομική κρίση «πυροδοτήθηκε» από το lockdown σε σημαντικούς τομείς της καπιταλιστικής παραγωγής εξαιτίας της πανδημίας. Παρ’ όλα αυτά, η οικονομική κρίση του 2020 είναι ενδογενής καπιταλιστική κρίση (και άρα δεν ισχύει η θεωρία του «μαύρου κύκνου») με δύο έννοιες: Πρώτο, επειδή μπαίνει σε κρίση το ίδιο μοντέλο συσσώρευσης του κεφαλαίου που μπήκε σε κρίση το 2008 – οι κυρίαρχες πολιτικές για το ξεπέρασμα της κρίσης του 2008 ξαναέστησαν στα πόδια του ακόμη πιο αδύναμο, νοσηρό και ασταθές αυτό το μοντέλο. Δεύτερο, επειδή η πανδημία καθαυτή είναι εκδοχή καπιταλιστικής κρίσης μακράς ιστορικής διάρκειας. Είναι ενδογενής επειδή έχει καπιταλιστικά αίτια: Την κλιματική αλλαγή: αύξηση της νοσηρότητας και ιδιαίτερα της μεταδοτικότητας των ιών εξαιτίας της ανόδου της μέσης θερμοκρασίας και της μέσης υγρασίας, πιο στενή επαφή του ανθρώπου με την άγρια ζωή (καταστροφή ενδιαιτημάτων της άγριας ζωής/μεταναστευτικά ρεύματα άγριων ζώων και μεγαλύτερη εγγύτητα με κατοικημένες περιοχές)˙ αύξηση της μεταδοτικότητας των ιών λόγω των συνθηκών υψηλού συγχρωτισμού εξαιτίας της διαμονής όλο και μεγαλύτερου ποσοστού του παγκόσμιου πληθυσμού στις μεγάλες καπιταλιστικές μητροπόλεις˙ τις συνθήκες εκτροφής των ζώων στη βιομηχανική κτηνοτροφία, που ευνοεί τη μετάδοση και μετάλλαξη ιών˙ την εξασθένηση των συστημάτων υγείας εξαιτίας των συστηματικών πολιτικών απαξίωσής τους από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές˙ τις συνθήκες υψηλού συγχρωτισμού στους χώρους καπιταλιστικής παραγωγής, όπου το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη έχει προικισθεί από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές με την κατάργηση κάθε υποχρέωσης για ουσιαστικά μέτρα προστασίας της υγείας των εργαζομένων. Όλα αυτά ωρίμασαν μέσα στις δεκαετίες για να «ξεσπάσουν» τώρα, είναι όμως σαφέστατα οι συγκλίνουσες διαδρομές μιας ενδογενούς καπιταλιστικής κρίσης του μακρού ιστορικού χρόνου. Είναι η ωρίμανση αυτής της κρίσης η οποία κάνει τόσο συχνές τις επιδημίες που τείνουν να γίνουν ή γίνονται πανδημίες από τις αρχές του 21ου αιώνα και «υπόσχονται» νέες περιπέτειες στο εγγύς μέλλον (2).

Υπάρχει όμως και μία ακόμη ενδογενής καπιταλιστική κρίση του μακρού ιστορικού χρόνου που ωριμάζει ταχύτατα παράγοντας ήδη σημαντικά αποτελέσματα και βαρύνοντας ακόμη περισσότερο τον ιστορικό ορίζοντα: η κρίση ηγεσίας στον καπιταλιστικό κόσμο. Ανεξάρτητα από τον οικονομικό κύκλο, ανεξάρτητα ακόμη και από το μακρύ καθοδικό κύμα από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 και την κρίση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου συσσώρευσης από το 2008, ο νόμος της ανισόμετρης ανάπτυξης (υποχώρηση της Δύσης και άνοδος της Ανατολής, άνοδος της Κίνας εις βάρος των ΗΠΑ) έχει δημιουργήσει για πρώτη φορά ύστερα από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο τη συνθήκη αμφισβήτησης της πρωτοκαθεδρίας των ΗΠΑ στον -ενιαίο πλέον- καπιταλιστικό κόσμο (3).

Σε τέτοιες συνθήκες, κάθε καπιταλιστικό κράτος, από τα ισχυρότερα ως τα πλέον αδύναμα, κάνει το «κουμάντο» του στο πλαίσιο του ανταγωνισμού όλων εναντίον όλων, ρευστοποίησης και εργαλειοποίησης των συμμαχιών, γενικής ανασφάλειας. Αυτό παράγει αναπόφευκτα αίσθηση αδυναμίας και γενικευμένης «νοσηρότητας», διαρκώς μεγαλύτερες «ποσότητες» ρατσισμού, εθνικισμού, μιλιταρισμού και διακρατικών ανταγωνισμών, εντεινόμενη ωμότητα στις διακρατικές σχέσεις.

Για να ξαναγυρίσουμε, κλείνοντας αυτή τη ζοφερή περιδιάβαση, στην κλιματική αλλαγή και την κρίση των οικοσυστημάτων, όλα τα διαθέσιμα επιστημονικά δεδομένα πείθουν ότι ζούμε στις κρίσιμες δεκαετίες που αυτός ο φθίνων και «παρακμιακός» καπιταλισμός συναντιέται με την ωρίμανση της κλιματικής αλλαγής, που προσεγγίζει το σημείο των μη αντιστρεπτών καταστροφών. Η πανδημία μάς δίδαξε ήδη ότι η κλιματική αλλαγή έχει βαρύνουσες και πολυποίκιλες συνέπειες για τη ζωή στον πλανήτη (4). Για να αποτραπεί η καταστροφική εξέλιξη του ξεπεράσματος του σημείου μη επιστροφής, θα πρέπει να γίνουν «θαύματα» για τα οποία ο καπιταλισμός είναι παντελώς ανίκανος, πολλώ δε μάλλον σε συνθήκες κρίσης ηγεσίας: να υλοποιηθεί ένα παγκόσμιο σχέδιο μετασχηματισμού της σχέσης ανθρώπου – φύσης, αλλαγής εκ βάθρων του ενεργειακού μοντέλου, ισότιμης κατανομής των πόρων σε πλανητική κλίμακα – όχι γιατί αυτό είναι συμβατό με το αξιακό σύστημα της Αριστεράς, αλλά γιατί είναι ζήτημα «ζωής ή θανάτου».

Η προληπτική αντεπανάσταση είναι εδώ. Η… επανάσταση;

Από τις περιοδικές κρίσεις (ανοδικές και καθοδικές φάσεις του οικονομικού κύκλου), στις κρίσεις του μακρού κύματος (κρίσεις του εγκαθιδρυμένου/κυρίαρχου μοντέλου συσσώρευσης), κι από κει στις πολλαπλές κρίσεις του μακρού ιστορικού χρόνου, είμαστε ξανά (5) στο ιστορικό σημείο που η κρίση καθολικεύεται και περιπλέκεται. Αυτή είναι η πραγματική μήτρα όλων των πολιτικών «τεράτων». Αυτή είναι η βάση του πολιτικού, θεσμικού και ιδεολογικού εποικοδομήματος που επιχειρούμε να εννοιολογήσουμε με τον όρο «πολεμικός» καπιταλισμός.

Σε τέτοιες συνθήκες, το μεταπολεμικό κοινωνικό και πολιτικό συμβόλαιο πνέει τα λοίσθια. Ο μόνος πραγματικός διεθνής συντονισμός που υπάρχει, αφορά την κατεδάφισή του. Δεν υπάρχει ηγεμονία, δεν υπάρχει καν η δυνατότητα για «λελογισμένο» μίγμα ηγεμονίας και ήπιου αυταρχισμού. Το καλύτερο που μπορούμε να περιμένουμε, είναι οριακές αυξομειώσεις της έντασης των πολιτικών «έκτακτης ανάγκης» σε όλους τους τομείς.

Ο «πάνοπλος», κραταιός και επίφοβος καπιταλισμός και το ιδιότυπο κράτος «έκτακτης ανάγκης» που οικοδομεί είναι τρομακτικά επικίνδυνος, αλλά ταυτόχρονα είναι τέτοιος επειδή είναι φοβισμένος και αδύναμος. Είναι ο φθίνων, νοσηρός και «παρακμιακός» καπιταλισμός των πολλαπλών κρίσεων.

Θα ήταν επιπόλαιο να τον χαρακτηρίσουμε «χάρτινη τίγρη», διότι κάθε άλλο παρά ετοιμόρροπος είναι. Μπορούμε όμως να πούμε -κι όχι αστήρικτα- ότι το ιδιότυπο κράτος «έκτακτης ανάγκης» είναι προληπτική αντεπανάσταση, ένδειξη αδυναμίας κι όχι δύναμης. Αδυναμίας να χαλιναγωγήσει τις κρίσεις του, να ελέγξει τις αιτίες και τη συμπτωματολογία τους. Είναι επίσης ένδειξη φόβου και ανασφάλειας. Τα αποθετήρια ιστορικής μνήμης του κεφαλαίου, τα κόμματά του, το κράτος του και οι θεσμοί του, διαθέτουν συσσωρευμένο απόθεμα εμπειρίας, εξασφαλίζουν τη συνέχεια της δικής του ιστορικής μνήμης. Γνωρίζουν ότι ο ταξικός τους αντίπαλος βρέθηκε ξανά -και πολλές φορές- στο ιστορικό ναδίρ της δύναμής του αλλά αυτό σε συνθήκες πύκνωσης του ιστορικού χρόνου άλλαξε και γρήγορα και θεαματικά. Γι’ αυτό ασκεί με τέτοιον ζήλο και τέτοια σκληρότητα πολιτικές προληπτικής αντεπανάστασης.

Στον αντίποδα, το δικό μας ταξικό στρατόπεδο βρίσκεται σε φάση κρίσης και βιώνει έντονα φαινόμενα αποσάθρωσης. Αν η αστική τάξη ποτέ δεν απώλεσε τους δικούς μηχανισμούς ιστορικής συνέχειας (τα κόμματά της και κυρίως το κράτος της), εμείς τους στερηθήκαμε και εξακολουθούμε να τους στερούμαστε. Στερούμαστε «το κόμμα», που είναι τόσο σημαντικό όσο για την αστική τάξη το κράτος της. Επειδή στερούμαστε «το κόμμα», στερούμαστε και πολλών άλλων σημαντικών: αποτελεσματικών μηχανισμών συγκρότησης της εργατικής τάξης σε τάξη για τον εαυτό της, αποτελεσματικών μηχανισμών υπεράσπισης της ιστορικής μνήμης και ιδεολογικής αντιπαράθεσης κ.λπ. Βιώνουμε κρίση στράτευσης και αυτοπεποίθησης.

Χρειαζόμαστε μια Αριστερά που θα σηκώσει το γάντι του «πολέμου» και αυτής της ιδιόμορφης «στρατιωτικοποίησης» της ταξικής σύγκρουσης, με έναν τρόπο αποφασιστικό μεν αλλά βέβαια όχι τυχοδιωκτικό και αυτοκτονικό. Αντ’ αυτού, δεν έχουμε μόνο ρεφορμιστές χωρίς ρεφορμισμό, αλλά και επαναστάτες χωρίς επανάσταση και κομμουνιστές χωρίς κομμουνισμό.

Κι αυτό πρέπει ν’ αλλάξει – το συντομότερο!

***

1. Η έννοια «πολεμικός» καπιταλισμός δεν είναι προφανώς μια στιβαρή θεωρητική έννοια. Δεν φιλοδοξεί να συμβάλει σε κάποιου είδους συνολικότερη περιοδολόγηση του καπιταλισμού. Δεν έχει όμως, ταυτόχρονα, απλώς «δημοσιογραφικό» ή στενά συγκυριακό χαρακτήρα. Αποσκοπεί στο να εννοιολογήσει τα χαρακτηριστικά που προσλαμβάνει το πολιτικό, θεσμικό και ιδεολογικό εποικοδόμημα στην ιστορική συγκυρία των διαδοχικών και πολλαπλών καπιταλιστικών κρίσεων. Να χαρακτηρίσει πολιτικά «αυτό που συμβαίνει», αυτό που πρέπει να αναμένουμε ότι θα συνεχίσει να συμβαίνει όσον αφορά τις κυβερνητικές και κρατικές πρακτικές απέναντι στην Αριστερά, τον κόσμο της εργασίας και τα κινήματα αντίστασης. Δηλαδή την καθολίκευση και μονιμοποίηση σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα των πρακτικών και πολιτικών ενός ιδιότυπου κράτους «έκτακτης ανάγκης». Αναγκαία διευκρίνιση: Αναφερόμαστε στους μεγάλους πόλους του αναπτυγμένου δυτικού καπιταλισμού. Στην καπιταλιστική περιφέρεια, αλλά και στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες η Κίνα, η Ινδία, η Ρωσία, οι πάλαι ποτέ «τίγρεις» της νοτιοανατολικής Ασίας κ.λπ., ο «πολεμικός» καπιταλισμός είναι μόνιμη συνθήκη.
2. Μια άλλη κρίση μακρού χρόνου που ωριμάζει, εξαιτίας της υπερβολικής κατανάλωσης αντιβιοτικών. Βλέπε σχετικά:
https://www.euro2day.gr/ftcom/ftcom_gr/article-ft-gr/2053772/efialtikh-provlepsh-anthektika-mikrovia-tha-skotos.html
και
https://www.redtopia.gr/%cf%80%ce%b1%ce%bd%ce%b4%ce%b7%ce%bc%ce%af%ce%b1-%ce%ba%ce%b1%ce%b9-%ce%b1%ce%bd%cf%84%ce%b9%ce%b2%ce%b9%ce%bf%cf%84%ce%b9%ce%ba%ce%ac-%ce%bf-%ce%ad%ce%bd%ce%bf%cf%87%ce%bf%cf%82-%ce%ba%ce%b1%cf%80/
3. Η κρίση ηγεσίας μετά το 1945, με τον Ψυχρό Πόλεμο μεταξύ ΗΠΑ-δυτικού ιμπεριαλισμού και ΕΣΣΔ έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που συνδέονται με τη μεγάλη συζήτηση για τον χαρακτήρα των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και σίγουρα διαφορετική από τις κρίσεις ηγεσίας που οδήγησαν στους δύο Παγκόσμιους πολέμους του 20ού αιώνα και στην τωρινή.
4. Για τα ζητήματα της κλιματικής αλλαγής, και πιο πρόσφατα της σύνδεσής της με την πανδημία, παραπέμπουμε στο πλούσιο έργο του Daniel Tanuro. Μια επιλογή άρθρων του θα βρείτε στο internationalviewpoirnt εδώ: https://internationalviewpoint.org/spip.php?auteur54
5. Η προηγούμενη φορά που συνέβη κάτι ανάλογο ήταν το διάστημα μεταξύ των δύο Παγκοσμίων πολέμων του 20ού αιώνα. Τότε, μια κρίση του μακρού ιστορικού χρόνου που ωρίμασε μέσω της ανισόμετρης ανάπτυξης ανάμεσα στις ισχυρές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της εποχής, ξέσπασε σε δύο παγκόσμιους πολέμους καθολικεύοντας τη «συμπτωματολογία» της κρίσης του συστήματος. Αν υπάρχει τώρα μια μεγάλη διαφορά, πέραν όλων των άλλων, είναι ότι ο απευθείας πόλεμος ανάμεσα σε κορυφαίες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις είναι απαγορευτικός με όρους στοιχειώδους καπιταλιστικής ορθολογικότητας -αν και, ταυτόχρονα, ο πόλεμος έχει πάντα και ένα μη ορθολογικό στοιχείο- όπως υποστηρίζει στο άρθρο του στο Commune για την κρίση ο Σταύρος Τομπάζος. Το γεγονός ότι η «διέξοδος» του γενικευμένου πολέμου είναι ένας «αποκαλυψιακού» χαρακτήρα ανορθολογισμός, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι κεντρικές τράπεζες και οι κυβερνήσεις νιώθουν υποχρεωμένες να περιορίζουν δραστικά τις εκκαθαριστικές λειτουργίες της κρίσης (την εκκαθάριση των αδύναμων κεφαλαίων) για να μη διακινδυνεύσουν εντελώς ανεξέλεγκτες καταστάσεις, δημιουργούν αυτή την κατάσταση γενικής «νοσηρότητας» με διευρυμένη αναπαραγωγή κρισιακών φαινομένων σε όλα τα επίπεδα. Επιπλέον, έχει τη συνέπεια ότι η πολιτική «κουλτούρα» του πολέμου εσωτερικεύεται στην ταξική πάλη.