Πριν και μετά το νομοσχέδιο Χατζηδάκη

Πριν και μετά το νομοσχέδιο Χατζηδάκη

Η μισθωτή εργασία εξαρτάται απόλυτα και είναι αναγκασμένη να πουλήσει την εργατική της δύναμη στην αγορά εργασίας. Δεν μπορεί να περιμένει για «ευκαιρίες» επένδυσης και αξιοποίησης του ιδιαίτερου εμπορεύματος που κατέχει. Αντίθετα, η καπιταλιστική τάξη  μπορεί να περιμένει με σχετική άνεση και να έχει στρατηγικές εκτυλισσόμενες στον χρόνο.

 

 

 

 

 

 

Προσπάθειες συγκεκριμενοποίησης του τύπου, της ποσότητας, της ποιότητας και του βαθμού διαθεσιμότητας της προσφερόμενης εργασίας (στελεχοποίηση, γιαπισμός κ.λπ.), στη βάση καθαρών ατομικών πρακτικών και πρακτικών υπερφόρτωσης των εκπαιδευτικών θεσμών με επιθυμίες κοινωνικής ανέλιξης, αρχίζουν και γενικεύονται ήδη από το 1990,[2] στο εσωτερικό των μισθωτών στρωμάτων και σε φανερή αντίθεση με τον τρόπο λειτουργίας των συνδικάτων ή και με τα ίδια τα συνδικάτα ως θεσμό.

 

 

 

 

 

 

Η αχίλλειος πτέρνα του «οπορτουνιστικού» συνδικαλισμού είναι το άλλοτε ισχυρό του συγκροτητικό στοιχείο: η εξωτερική εγγύηση της επιβίωσής του. Αν ο ευρύτερος πολιτικός κύκλος της συγκυρίας οδηγήσει στην απόσυρση των εξωτερικών εγγυήσεων, το συνδικάτο δεν είναι σε θέση να φέρει καμία αντίσταση ή να οργανώσει κάποια αμυντική, έστω, στρατηγική. Η ανεξαρτησία της συνδικαλιστικής ηγεσίας από την συλλογική δράση και έκφραση της βάσης των μελών σημαίνει και την πλήρη εξάρτησή της από τους εξωτερικούς εγγυητές.

 

 

 

 

 

 

Ακόμα και μέσα στην πιο παθητική και διαρκώς αναπαραγόμενη σχέση υποτέλειας που μπορεί να λειτουργεί εντός των αγορών εργασίας, υπάρχει μια αξεπέραστη αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας που δεν μπορεί να κρυφτεί, ούτε κάτω από «τόνους» αστικών επιχειρημάτων για δήθεν οικονομικά συμφέροντα με τη μορφή του γενικού καλού ή της προόδου.

 

 

 

 

 

 

[το νομοσχέδιο Χατζηδάκη] σκοπεύει να αποδώσει και να θεσμοποιήσει την απαραίτητη ποσότητα εξουσίας που πρέπει να έχει ο εργοδότης, ως ιδιοκτήτης μιας επιχείρησης και ως οργανωτής της παραγωγικής διαδικασίας, για να «αγοράσει» εργατική δύναμη, όπως ακριβώς αγοράζει πάγια κεφάλαια και πρώτες ύλες και να τα καθοδηγήσει, από κοινού, μέσα στην παραγωγή. Ουσιαστικά αυτό επιδιώκεται με την επαναδιευθέτηση – απορρύθμιση του χρόνου εργασίας.

 

 

 

 

 

 

Εγκαθιδρύεται έτσι ένας μακροχρόνιος μετασχηματισμός των εργασιακών σχέσεων από συλλογικές, διεκδικητικές και υπό προϋποθέσεις συγκρουσιακές, σε απλές θεσμικές μορφές ψευδο – διαμεσολάβησης συμφερόντων.

 

 

 

 

 

 

[…] τα 8 χρόνια του συνεχούς μνημονιακού «σφυροκοπήματος» καθώς και η αλλαγή στρατοπέδου του ΣΥΡΙΖΑ κατέστρεψαν κάθε πιθανότητα ύπαρξης εξωτερικού – πολιτικού (κόμμα, δημόσια υπηρεσία ή άλλη οντότητα) εγγυητή των συμφερόντων των εργαζόμενων τάξεων. Δεν υπάρχει σήμερα σοβαρό μαζικό κόμμα που να διαθέτει στο εσωτερικό του ισχυρή σχέση εκπροσώπησης με τα προλεταριακά, σύγχρονα και παλιά, στρώματα. Πολύ περισσότερο, δεν υπάρχει κοινωνικό κράτος που να εγγυάται την πραγματική προστασία της εργασίας από τους εξαναγκασμούς της αγοράς εργασίας καθώς και από την άτεγκτη πειθαρχία της επιχείρησης.

 

 

 

 

 

 

[…] το ίδιο νομοσχέδιο, έρχεται να ανατρέψει το πλαίσιο λειτουργίας των συνδικάτων και να επιβάλλει νεοφιλελεύθερες μορφές εργατικής εκπροσώπησης. Τα συνδικάτα δεν είναι αποδεκτά, πλέον, ως η κατεξοχήν μορφή εκπροσώπησης των συμφερόντων της εργατικής τάξης και ως το κατεξοχήν οργανωτικό πλαίσιο κινητοποίησης γι’ αυτά τα συμφέροντα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[1] Claus Offe, το ίδιο ο.π.

[2] Χριστόφορος Βερναρδάκης, Κωνσταντίνος Μαυρέας, Βασίλης Πατρώνης, Συνδικάτα και σχέσεις εκπροσώπησης στην Ελλάδα κατά την περίοδο 1990-2004,

Με αφορμή το εργασιακό νομοσχέδιο Χατζηδάκη και πολύ περισσότερο με αιτία ό,τι λέγεται γι’ αυτό το νομοσχέδιο, το κείμενο αυτό αποσκοπεί στην ανάπτυξη κάποιων σκέψεων γύρω από την κατάσταση του εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος. Το νομοσχέδιο ονομάζεται «για την προστασία της εργασίας» ή κάπως έτσι, δηλώνοντας, ευθύς εξαρχής, ότι υπάρχουν ζητήματα με την εργασία και πως πρέπει να μπουν κάτω από τη μέριμνα του κράτους και της κυβέρνησης. Θα πρέπει όμως να γνωρίζουμε, ευθύς εξαρχής, πως στις δυτικές καπιταλιστικές κοινωνίες το ιδιοτελές συμφέρον των καπιταλιστών είναι με σαφήνεια περιγεγραμμένο και ποσοτικοποιημένο γιατί:

(α) μετριέται σε χρηματικές μονάδες, 

(β) η σκοπιμότητά του είναι ευρύτερα αποδεκτή από την κοινωνία, την πολιτική εξουσία και τα ΜΜΕ και

(γ) έχει την εγγύηση του κρατικού μηχανισμού και των οικονομικών πολιτικών.

Ταυτόχρονα, ο μεμονωμένος καπιταλιστής δεν χρειάζεται να διαβουλευτεί με τους/τις εργαζόμενους/ες του αλλά και τους άλλους/ες καπιταλιστές για να διαπιστώσει ποιο είναι το συμφέρον του. Γνωρίζει πολύ καλά ο ίδιος πώς εξελίσσεται η επιχείρησή του και τι χρειάζεται για να είναι ανταγωνιστική ή απλά κερδοφόρα.

Αντίθετα, ο/η εργαζόμενος/η δεν μπορεί να γνωρίζει τι είναι πιο συμφέρον γι’ αυτόν/η. Το συμφέρον της εργατικής τάξης δεν έχει την πλήρη κρατική εγγύηση που έχει το συμφέρον της καπιταλιστικής τάξης. Δεν είναι νομιμοποιημένο στον βαθμό που είναι το αντίστοιχο εργοδοτικό συμφέρον. Αλλά και στο εσωτερικό της παραγωγικής διαδικασίας, στην καρδιά μιας επιχείρησης, κανένας/καμία εργαζόμενος/η δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει ποιο είναι το συμφέρον του αν δεν το διαβουλευτεί με τους υπόλοιπους/ες εργαζόμενους/ες της επιχείρησης, του κλάδου, του τομέα κ.λπ. Η μισθωτή εργασία εξαρτάται απόλυτα και είναι αναγκασμένη να πουλήσει την εργατική της δύναμη στην αγορά εργασίας. Δεν μπορεί να περιμένει για «ευκαιρίες» επένδυσης και αξιοποίησης του ιδιαίτερου εμπορεύματος που κατέχει. Αντίθετα, η καπιταλιστική τάξη  μπορεί να περιμένει με σχετική άνεση και να έχει στρατηγικές εκτυλισσόμενες στον χρόνο.

Επειδή λοιπόν υπάρχει αυτή η θεμελιώδης ασυμμετρία δυνάμεων σαν βάση των καπιταλιστικών κοινωνιών, ένα νομοσχέδιο που ονομάζεται «για την προστασία της εργασίας», από μια κυβέρνηση σαν αυτή της ΝΔ και με τα «δείγματα γραφής» από έναν υπουργό σαν τον κ. Χατζηδάκη και ενώ ισχύει ο τωρινός συσχετισμός δύναμης στην αγορά εργασίας, δεν μπορεί παρά να σημαίνει, «η προστασία της εργασίας, από την πλευρά του κράτους και της αστικής τάξης, κατά την έξοδο της οικονομίας και της κοινωνίας από την πανδημία». Πώς την θέλουν την εργασία κράτος και κεφάλαιο; Και ειδικότερα, σε τι οργανωτική και πολιτική κατάσταση την θέλουν, ενόψει και της επιχειρούμενης στρατηγικής εξόδου της οικονομίας από τις συνέπειες της πανδημίας;

Και η οργανωτική κατάσταση της εργατικής τάξης ποια είναι απέναντι σε αυτήν την επιχειρούμενη συνολική ρύθμιση; Ας δούμε μία – μία κάποιες απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά.

Ποιος οργανώνει ποιον σε μια καπιταλιστική οικονομία;

Σύμφωνα με κάποιους αξιόπιστους υπολογισμούς, η συνδικαλιστική πυκνότητα (δηλαδή οι συνδικαλισμένοι/ες εργαζόμενοι/ες στο σύνολο των εργαζόμενων μισθωτών), με βάση το πραγματικό μέγεθος της εργατικής τάξης, το 1989 ανέρχονταν στο 40%. Το μέγεθος αυτό το 1995 είχε μειωθεί στο 30% και το 2010 στο 26%. Το 2016 η συνδικαλιστική πυκνότητα είναι ακόμα πιο χαμηλά, στο 20%. Η τάση αυτή συνεχούς μείωσης της συνδικαλιστικής εμπιστοσύνης συνεχίζεται μέχρι και σήμερα και είναι πολύ πιθανό να ισχύουν κάποιες ανησυχητικές ενδείξεις για μονοψήφια νούμερα συνδικαλιστικής πυκνότητας. Αν στα στοιχεία αυτά συνυπολογίσουμε και το γεγονός πως ο θεσμός των συλλογικών διαπραγματεύσεων λειτουργεί στην Ελλάδα, με σύγχρονη μορφή και σε συμφωνία με τις διεθνείς συμβάσεις εργασίας, ουσιαστικά μόλις από το 1990, με τον νόμο 1876 της οικουμενικής κυβέρνησης Ζολώτα,  τότε μπορούμε να συμπεράνουμε με σχετική ασφάλεια τα εξής:

(1) Κατά την περίοδο εξευρωπαϊσμού του συνδικαλιστικού κινήματος 1993 – 2008, στην οποία ο ελληνικός καπιταλισμός επιδιώκει μια σοβαρή αναβάθμιση τηςσυμμετοχής του στον διεθνή καταμερισμό εργασίας, η μισθωτή εργασία αυξάνεται με σημαντικό ρυθμό (αύξηση νεοεισερχόμενων στην αγορά εργασίας, αύξηση γυναικείου και μεταναστευτικού εργατικού δυναμικού) ενώ ο αριθμός των συνδικαλισμένων μελών παραμένει σταθερός ή αυξάνεται με πολύ μικρότερους ρυθμούς. Η συνδικαλιστική πυκνότητα υποχωρεί σημαντικά κατά την περίοδο αυτή, κυρίως γιατί τα συνδικάτα αδυνατούν, παρότι λειτουργούν εντός ενός εκσυγχρονισμένου θεσμικού περιβάλλοντος, να διεισδύσουν στα νέα προλεταριακά στρώματα.

(2) Η περίοδος εξευρωπαϊσμού των εργασιακών σχέσεων και των λειτουργιών των συλλογικών οργανώσεων (εργοδοτών και εργαζομένων) συμπίπτει με την περίοδο όπου τα ελληνικά συνδικάτα αποκτούν τα χαρακτηριστικά «οπορτουνιστικών»οργανώσεων, δηλαδή οργανώσεων όπου οι εσωτερικές εγγυήσεις λειτουργίας και επιβίωσης (σχηματισμός συλλογικών ταυτοτήτων, αυξημένος αριθμός μελών, εισφορές μελών ως βασική χρηματοδότηση των σωματείων, ενεργός συμμετοχή των μελών, διαλογικός τρόπος αναζήτησης αιτημάτων στήριξης των ταξικών συμφερόντων κ.λπ.) αντικαθίστανται εξ ολοκλήρου από εξωτερικές εγγυήσεις (κρατική – ευρωπαϊκή στήριξη και χρηματοδότηση, επαγγελματοποίηση της λήψης αποφάσεων, στήριξη στις γραφειοκρατικές λειτουργίες της ηγεσίας και ανεξαρτητοποίηση της τελευταίας από τη βάση των μελών, στήριξη στα μεγάλα κόμματα εξουσίας και αποδοχή των ορίων του πολιτικού κατεστημένου κ.λπ.). Τα «οπορτουνιστικά» συνδικάτα της περιόδου αυτής χρησιμοποιούν με μονοσήμαντο – τεχνοκρατικό τρόπο το θεσμικό πλαίσιο των συλλογικών διαπραγματεύσεων για να προσφέρουν «επιτυχίες» στα μέλη τους και ταυτόχρονα αποδέχονται το πολιτικό και κομματικό σύστημα και τον κυρίαρχο λόγο ως εγγύηση της μακροπρόθεσμης επιβίωσής τους και αποφεύγουν υψηλού ρίσκου συγκρουσιακές λογικές (με μια πολύ σημαντική εξαίρεση, τη σφοδρή και πετυχημένη αντίδραση στην ασφαλιστική αντι-μεταρρύθμιση Γιαννίτση). Η διευθέτηση των συμφερόντων της εργατικής τάξης γίνεται από τα συνδικάτα που την εκπροσωπούν μεν, χωρίς να αγωνίζονται γι’ αυτήν δε. Αυτού του τύπου η συνδικαλιστική λειτουργία δεν αγνοεί την κρίση εμπιστοσύνης του θεσμού, που εμφανίζεται μέσα από τους φθίνοντες δείκτες συνδικαλιστικής πυκνότητας, αλλά δεν ενδιαφέρεται να αντιμετωπίσει το ζήτημα, μια και έχει εξασφαλίσει τους εξωτερικούς εγγυητές της μακροχρόνιας επιβίωσής της.

(3) Η ανεπάρκεια αντιμετώπισης και η αδιαφορία που δείχνει ο επίσημος συνδικαλισμός για τα ζητήματα εμπιστοσύνης των συλλογικών οργανώσεων της εργατικής τάξης, που οξύνονται διαρκώς κατά την περίοδο του εκσυγχρονισμού – εξευρωπαϊσμού, δεν σημαίνουν ότι η ίδια η εργατική τάξη, παλιά και νέα, μένει ανοργάνωτη. Στις καπιταλιστικές οικονομίες ο πρωτογενής οργανωτής είναι το κεφάλαιο και οι επιχειρήσεις του.  Οι συλλογικές οργανώσεις των εργαζομένων είναι δευτερογενείς οργανωτές της εργατικής τάξης και όσο υστερούν αυτές στην οργάνωση, εκπροσώπηση, κινητοποίηση των μελών τους, όπως και της συνολικής μισθωτής εργασίας, οργανωμένης και ανοργάνωτης, τόσο το χαμένο έδαφος καταλαμβάνεται από τις οργανωτικές δυνάμεις του κεφαλαίου αλλά και από άλλες αυθόρμητες – ατομικιστικές πρακτικές των μισθωτών στρωμάτων. Προσπάθειες συγκεκριμενοποίησης του τύπου, της ποσότητας, της ποιότητας και του βαθμού διαθεσιμότητας της προσφερόμενης εργασίας (στελεχοποίηση, γιαπισμός κ.λπ.), στη βάση καθαρών ατομικών πρακτικών και πρακτικών υπερφόρτωσης των εκπαιδευτικών θεσμών με επιθυμίες κοινωνικής ανέλιξης, αρχίζουν και γενικεύονται ήδη από το 1990,  στο εσωτερικό των μισθωτών στρωμάτων και σε φανερή αντίθεση με τον τρόπο λειτουργίας των συνδικάτων ή και με τα ίδια τα συνδικάτα ως θεσμό.

Η περίοδος της κρίσης και των μνημονίων

Η αχίλλειος πτέρνα του «οπορτουνιστικού» συνδικαλισμού είναι το άλλοτε ισχυρό του συγκροτητικό στοιχείο: η εξωτερική εγγύηση της επιβίωσής του. Αν ο ευρύτερος πολιτικός κύκλος της συγκυρίας οδηγήσει στην απόσυρση των εξωτερικών εγγυήσεων, το συνδικάτο δεν είναι σε θέση να φέρει καμία αντίσταση ή να οργανώσει κάποια αμυντική, έστω, στρατηγική. Η ανεξαρτησία της συνδικαλιστικής ηγεσίας από την συλλογική δράση και έκφραση της βάσης των μελών σημαίνει και την πλήρη εξάρτησή της από τους εξωτερικούς εγγυητές. Η περίοδος 2010 – 2018 ξεκινάει με την αγωνιστική και ταξική διάθεση των πρωτοβάθμιων σωματείων σε ανάταση. Η συνδικαλιστική βάση δείχνει έντονη συλλογική δράση και το αντιμνημονιακό φρόνημα είναι στο ζενίθ του. Χαρακτηριστική κινητοποίηση της εποχής είναι η μαχητικότατη απεργία της Χαλυβουργικής, η οποία ενώ έχει την στήριξη όλων των πρωτοβάθμιων σωματείων αλλά και των διεθνών εργατικών ενώσεων, δεν χαίρει της στήριξης των ελληνικών δευτεροβάθμιων συνδικάτων και της ΓΣΕΕ. Οι ταξικές κινητοποιήσεις όμως θα φρενάρουν και θα υποχωρήσουν μπροστά στο αδιαπέραστο τείχος των δευτεροβάθμιων και τριτοβάθμιων οργανώσεων και της σιωπηρής άρσης της στήριξης από ολόκληρο το κομματικό και πολιτικό σύστημα. H περίοδος της κρίσης, της αποδιάρθρωσης του παραγωγικού ιστού, της έκρηξης της ανεργίας κ.λπ. συμπληρώνεται από την απόσυρση όλων των ειδών των παρεχόμενων εγγυήσεων του κράτους και του πολιτικού – κομματικού συστήματος στις λειτουργίες και στις πρακτικές των συνδικάτων.

Ο θεσμικός ρόλος των συνδικάτων αποψιλώνεται, αφού οι γενικές συλλογικές συμβάσεις πολυδιασπώνται σε επιχειρησιακές, ο κατώτατος μισθός ορίζεται διοικητικά, οι νέοι/ες εργαζόμενοι/ες δέχονται επιπρόσθετη διακριτική μεταχείριση και ο θεσμός της επεκτασιμότητας αναστέλλεται. Το ίδιο και με την αρχή της ευνοϊκότερης μεταχείρισης των εργαζομένων, εισάγεται ο θεσμός της ένωσης προσώπων και ο θεσμός της μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία απενεργοποιείται.  Η συνδικαλιστική πυκνότητα, αυτήν την περίοδο μειώνεται σημαντικά, όχι όμως εξαιτίας της ταχύτερης αύξησης της μισθωτής εργασίας αλλά λόγω της θεσμικής και πολιτικής απογύμνωσης των συλλογικών συνδικαλιστικών οργανωτικών μορφών. Μαζί με τον «οπορτουνισμό» χτυπιέται και κάθε αρχή συνδικαλιστικής δράσης. Τα συνδικάτα δεν διαθέτουν πλέον όπλα και συγκροτημένες στρατηγικές. Διαθέτουν ελάχιστους πόρους και μέλη και είναι θεσμικά παραγκωνισμένα, με μόνιμο τρόπο, από όλες τις βαθμίδες του πολιτικού συστήματος.

Από τη θεσμική αποψίλωση των συνδικάτων, στην επιβολή νεοφιλελεύθερων μορφών εργατικής οργάνωσης κατά την μετα-πανδημική εποχή

Κατά την περίοδο της πανδημίας συνέβη το εξής πρωτοφανές, για τα δεδομένα της αγοράς εργασίας, γεγονός: Πολύ μεγάλη μάζα εργατικής δύναμης, σε ζωτικούς για την ελληνική οικονομία κλάδους, αποχωρίστηκε ολικά ή μερικά από το κεφάλαιο σε φυσική μορφή (γραφεία, κτήρια, εξοπλισμό, μηχανές, εργαλεία) για αρκετούς μήνες. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Εθνικού Ινστιτούτου Εργασίας και Ανθρώπινου Δυναμικού, κατά την αρχική φάση της πανδημίας (Μάρτιος – Απρίλιος 2020), όπου και επιβλήθηκε το πρώτο και αυστηρότερο lockdown, οι εργαζόμενοι/ες των οποίων η σύμβαση εργασίας ανεστάλη ανέρχονταν στο 46,4% του εργατικού δυναμικού του ιδιωτικού τομέα. Ακολούθησε η ενδιάμεση φάση της πανδημίας (Μάιος – Οκτώβριος 2020) όπου η οικονομία επαναλειτούργησε, μερικώς, και οι συμβάσεις σε αναστολή μειώθηκαν σταδιακά αλλά σημαντικά. Κατά την τρίτη φάση της πανδημίας (Νοέμβριος 2020 – Απρίλιος 2021) ο αριθμός εργαζομένων σε αναστολή εργασίας αυξάνεται σημαντικά, για δεύτερη φορά, και για ορισμένους μήνες φτάνει μέχρι και το 30 – 35% των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα.  Ταυτόχρονα, σε πανευρωπαϊκή έρευνα που πραγματοποίησε το eurofound (2020), κατά την πρώτη περίοδο της πανδημίας διαπιστώθηκε ότι το 26,2% των εργαζομένων στην Ελλάδα εντάχθηκε σε καθεστώς τηλεργασίας, όταν το 2019 εργάζονταν σε μόνιμο καθεστώς τηλεργασίας μόνο το 5,3% των εργαζομένων. 

Πριν αξιολογηθούν τα στοιχεία αυτά, από την οπτική πλευρά της μαρξιστικής λογικής της υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο, ας διατυπωθούν τα εξής γενικά σχόλια που άπτονται των λειτουργιών της αγοράς εργασίας και των καπιταλιστικών επιχειρήσεων:

(1) Φαίνεται πως το στοίχημα που θα αντιμετωπίσουν οι ευρωπαϊκές οικονομίες, κατά το άμεσο μέλλον, είναι οι όροι με τους οποίους θα επαναλειτουργήσουν οι επιχειρήσεις και κατά πόσο η επαναλειτουργία τους θα συμβάλει στις διαδικασίες ανάκαμψης. Τα ζητήματα μακροοικονομικού σχεδιασμού εξόδου από την πανδημία είναι σίγουρα τα κυρίαρχα ζητήματα και ο κίνδυνος μαζικών χρεοστασίων είναι ο υπ’ αριθμόν ένας κίνδυνος που πρέπει να αντιμετωπιστεί. Όμως και η απόκριση των αγορών εργασίας, όπως και η κατάσταση του εργατικού δυναμικού, είναι ένα σημαντικότατο ζήτημα, που μπορεί να μην είναι πρώτο σε προτεραιότητα αλλά σίγουρα απασχολεί τους «μεσαίους ορόφους» της οικονομικής πολιτικής όπως και τα οργανωμένα λόμπι των εργοδοτών. 

(2) Οι εργοδότες και οι ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων δεν μπορούν από μόνοι τους να θέσουν σε κίνηση την εργατική δύναμη που έχουν αγοράσει και που φορείς αυτής της εργατικής δύναμης παραμένουν ανθρώπινα όντα – πολίτες μιας αστικής δημοκρατίας και όχι σκλάβοι ή μηχανήματα. Ενώ μπορούν πολύ εύκολα να θέσουν σε κίνηση τις μηχανές, τα γραφεία και το σύνολο των πάγιων στοιχείων μιας επιχείρησης, κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις ρευστότητας στην περίπτωση της εργατικής δύναμης, όμως, θα πρέπει να πείσουν τους φυσικούς φορείς της να επιστρέψουν στις επιχειρήσεις (παρόλο τον κίνδυνο της μόλυνσης που παραμένει σημαντικός) και όχι μόνο να επιστρέψουν αλλά και να εντατικοποιήσουν τους ρυθμούς εργασίας τους αλλά και να αυξήσουν τις ώρες εργασίας που θα διαθέσουν στην επιχείρηση.

(3) Ακόμα και μέσα στην πιο παθητική και διαρκώς αναπαραγόμενη σχέση υποτέλειας που μπορεί να λειτουργεί εντός των αγορών εργασίας, υπάρχει μια αξεπέραστη αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας που δεν μπορεί να κρυφτεί, ούτε κάτω από «τόνους» αστικών επιχειρημάτων για δήθεν οικονομικά συμφέροντα με τη μορφή του γενικού καλού ή της προόδου. Το επιχειρηματικό συμφέρον για την μέγιστη χρήση της εργατικής δύναμης, της οποίας η χρησιμότητα (αξία χρήσης) δεν εξασφαλίζεται πλήρως από την απλή και τυπική παρουσία και παραμονή στον χώρο εργασίας, έτσι όπως ορίζεται από το νομικό συμβατικό πλαίσιο, αλλά απαιτεί επιπρόσθετη προσπάθεια επιβολής από την άσκηση του εργοδοτικού δικαιώματος. Αυτό το επιχειρηματικό συμφέρον έρχεται σε αντίθεση και δυνάμει σε πολιτική σύγκρουση με το συμφέρον των εργαζόμενων να διαφυλάξουν την φυσική τους ακεραιότητα, τις εργασιακές δεξιότητές τους και τις συνθήκες αναπαραγωγής τους.

Τι επιχειρεί το νομοσχέδιο Χατζηδάκη

Είναι σαφές πως το νομοσχέδιο Χατζηδάκη συνδέεται με την μετα-covid επανεκκίνηση της οικονομίας. Η επανεκκίνηση αυτή, ιδεολόγημα και πραγματικότητα ταυτόχρονα, απαιτεί μια πλήρως ελαστική χρήση της εργατικής δύναμης στο επίπεδο της επιχείρησης. Το οκτάωρο δεν καταργείται τυπικά αλλά υποσκάπτεται ουσιαστικά και θεσμικά. Οι βαριά χτυπημένες τριτογενείς οικονομίες, σαν την ελληνική, με τα συγκεκριμένα κλαδικά χαρακτηριστικά, αδυνατούν να αυξήσουν την παραγωγικότητα και επαφίενται στο εντατικότερο «ξανασμίξιμο» των μηχανών και των παγίων στοιχείων των επιχειρήσεων με τη ζώσα εργασία. Αυτό το «ξανασμίξιμο» πρέπει να γίνει στο μακροχρόνιο διάστημα και να στηριχθεί στις υπερτριακονταετείς προσπάθειες ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων. Το νομοσχέδιο Χατζηδάκη, από την πλευρά μιας ταξικής – πολιτικής ανάλυσης, επιχειρεί δύο πράγματα:

Πρώτον, σκοπεύει να αποδώσει και να θεσμοποιήσει την απαραίτητη ποσότητα εξουσίας που πρέπει να έχει ο εργοδότης, ως ιδιοκτήτης μιας επιχείρησης και ως οργανωτής της παραγωγικής διαδικασίας, για να «αγοράσει» εργατική δύναμη, όπως ακριβώς αγοράζει πάγια κεφάλαια και πρώτες ύλες και να τα καθοδηγήσει, από κοινού, μέσα στην παραγωγή. Ουσιαστικά αυτό επιδιώκεται με την επαναδιευθέτηση – απορρύθμιση του χρόνου εργασίας. Και ενώ απαιτείται απλά μια εμπορική πράξη για να αγοράσει πρώτες ύλες και πάγια στοιχεία, δεν συμβαίνει το ίδιο με την εργατική δύναμη, που είναι εξατομικευμένη και μη ρευστοποιήσιμη, αφού βρίσκεται στο εσωτερικό ενός ανθρώπινου φορέα αναγκών, τυπικών και ουσιαστικών δικαιωμάτων, αυθόρμητων ή μη αντιστάσεων και επιθυμιών. Η, υπό κανονικές συνθήκες, ποσότητα και ποιότητα εξουσίας που απαιτείται να προστεθεί στην εμπορική πράξη και στην καθοδηγητική πρακτική του εργοδότη – επιχειρηματία, λόγω των διασπαστικών (παγίου κεφαλαίου και ζωντανής εργασίας) συνεπειών της πανδημίας, έχει αυξηθεί, ως ανάγκη, πάρα πολύ στην διαδικασία εξόδου από αυτήν.

Δεύτερον, σκοπεύει να συνεχίσει και να αναβαθμίσει την πολιτική των μνημονίων (που επιχείρησαν, ατυχώς, σχέσεις εργατικής εκπροσώπησης μέσω των ενώσεων προσώπων) με την αναγκαστική εξομοίωση των μορφών εργατικής οργάνωσης και συλλογικής δράσης με τις «ομάδες συμφερόντων» των εργοδοτών. Ακόμα και τα «οπορτουνιστικά» συνδικάτα της προηγούμενης περιόδου, όταν υπάρχουν και δεν έχουν απονευρωθεί εντελώς, δεν είναι εύκολο να συμφωνήσουν σε μια δραματική αύξηση του βαθμού «πλαστικότητας» της εργατικής δύναμης που απαιτούν οι μετα-πανδημικοί καιροί των καπιταλιστικών οικονομίων. Η επιβολή καθαρών και νεοφιλελευθέρων οργανωτικών μορφών στις υπάρχουσες εργατικές οργανώσεις και εκπροσωπήσεις είναι απόλυτη ανάγκη για το κεφάλαιο αυτήν την περίοδο και επιχειρείται με τους εξής τρόπους:

(i) Με την εξατομίκευση των εργασιακών σχέσεων, ως την άλλη όψη της διάλυσης του μονοπωλίου εκπροσώπησης των εργατικών συμφερόντων από τα συνδικάτα καθώς και του περιορισμού των θεματικών πεδίων δράσης των συνδικάτων (δικαίωμα υπογραφής ΣΣΕ, απεργιακή κινητοποίηση κ.λπ.). Ο κάθε εργαζόμενος/η εκπροσωπεί τον/την εαυτό/η του απέναντι στον εργοδότη/τρια για συμφέροντα που είναι συλλογικά και μόνο ως τέτοια μπορούν να ενεργοποιηθούν και να διεκδικηθούν.

(ii) Με την αντικατάσταση της κλασικής εργατικής εκπροσώπησης από σχήματα νέου κορπορατισμού  με αυξημένο ρόλο της λεγόμενης «κοινωνίας των πολιτών» και των διαχειριστικών πρακτικών. Οι συγκρουσιακές λογικές αντικαθίστανται από επιφανειακές, δήθεν, διαλογικές και «περιεκτικές» πρακτικές (με δραστικό περιορισμό της απεργίας), προσανατολισμένες περισσότερο στη συναίνεση και την υποταγή στη διακυβέρνηση των υποθέσεων παρά στη διεκδίκηση και την πολιτική σύγκρουση. Εγκαθιδρύεται έτσι ένας μακροχρόνιος μετασχηματισμός των εργασιακών σχέσεων από συλλογικές, διεκδικητικές και υπό προϋποθέσεις συγκρουσιακές, σε απλές θεσμικές μορφές ψευδο – διαμεσολάβησης συμφερόντων. 

(iii) Με την «μεταρρύθμιση» λειτουργιών των συνδικάτων στο όνομα μιας, δήθεν, δημοκρατίας και αντιπροσωπευτικότητας και με την επιβολή επιμελητηριακών μορφών πιστοποίησης (υποχρέωση καταγραφής στο Μητρώο Συνδικάτων). Στην πραγματικότητα όμως επιβάλλεται η «δημοκρατία» ως μια γραφειοκρατική διαδικασία απονέκρωσης των οργανωτικών πρωτοβουλιών που απομονώνει το συλλογικό εργατικό συμφέρον από την κινητοποίηση γι’ αυτό το συμφέρον.

(iv) Με νομικές διατάξεις -ακόμα και θετικές- που αντικαθιστούν την οργανωμένη δραστηριότητα των συνδικάτων και αποσυνδέουν την εκπροσώπηση από την ενεργοποίηση των συμφερόντων. Που αποσυνδέουν την ικανοποίηση αιτημάτων από την ίδια την οργανωτική επάρκεια και αυτονομία της κοινωνικής τάξης της μισθωτής εργασίας και εγκαθιδρύουν την εξάρτησή της από το κράτος και τους φορείς του. 

Είναι κάτι παραπάνω από σαφές πως τα 8 χρόνια του συνεχούς μνημονιακού «σφυροκοπήματος» καθώς και η αλλαγή στρατοπέδου του ΣΥΡΙΖΑ κατέστρεψαν κάθε πιθανότητα ύπαρξης εξωτερικού – πολιτικού (κόμμα, δημόσια υπηρεσία ή άλλη οντότητα) εγγυητή των συμφερόντων των εργαζόμενων τάξεων. Δεν υπάρχει σήμερα σοβαρό μαζικό κόμμα που να διαθέτει στο εσωτερικό του ισχυρή σχέση εκπροσώπησης με τα προλεταριακά, σύγχρονα και παλιά, στρώματα.

Πολύ περισσότερο, δεν υπάρχει κοινωνικό κράτος που να εγγυάται την πραγματική προστασία της εργασίας από τους εξαναγκασμούς της αγοράς εργασίας καθώς και από την άτεγκτη πειθαρχία της επιχείρησης. Πάνω σε αυτήν την εγκαθιδρυμένη κατάσταση έρχεται το νομοσχέδιο Χατζηδάκη, φέρνοντας και δυο – τρεις θετικές ρυθμίσεις, να προετοιμάσει την επάνοδο της εργασίας στους φυσικούς χώρους παραγωγής και στους εντεινόμενους και αυξανόμενους χρόνους εκτέλεσης εργασιακών καθηκόντων. Ταυτόχρονα, το ίδιο νομοσχέδιο, έρχεται να ανατρέψει το πλαίσιο λειτουργίας των συνδικάτων και να επιβάλλει νεοφιλελεύθερες μορφές εργατικής εκπροσώπησης. Τα συνδικάτα δεν είναι αποδεκτά, πλέον, ως η κατεξοχήν μορφή εκπροσώπησης των συμφερόντων της εργατικής τάξης και ως το κατεξοχήν οργανωτικό πλαίσιο κινητοποίησης γι’ αυτά τα συμφέροντα.

Πώς θα έμοιαζε μια αποτελεσματική αντίδραση σε αυτήν την ολομέτωπη επίθεση;

Σίγουρα χρειάζεται να προκύψουν καινούργιες διεργασίες και καταστάσεις σε δύο επίπεδα: Στον χώρο της εξωσυνδικαλιστικής πολιτικής εγγύησης των συμφερόντων της εργατικής τάξης. Κάτι που δεν χρειάζεται να περιορίζεται στην, ούτως ή άλλως, απαραίτητη πολιτική μορφή του κόμματος, αλλά θα μπορούσε να έχει και εξωσυνδικαλιστική εργατική μορφή, όπως η περίπτωση των εργατικών λεσχών. Μια μορφή που θα συνδύαζε την τοπική κοινωνία και τη γειτονιά με τις προλεταριακές εμπειρίες και αφηγήσεις. Ταυτόχρονα όμως και στο ενδοσυνδικαλιστικό επίπεδο, θα έπρεπε να γίνει ρήξη με τα υπάρχοντα οργανωτικά αδιέξοδα. Θα πρέπει να γίνει συνείδηση πως η επανακατάκτηση της οργανωτικής αυτονομίας απαιτεί τη θυσία καθεστωτικών και μακροχρόνιων τρόπων επιβίωσης της εργατικής οργάνωσης.

+ posts