(Μέρος δεύτερο του συνολικού κειμένου με τον γενικό τίτλο «Η κοινωνική αναπαραγωγή στον Μαρξ και η συγκυρία»)
«Τα φαινόμενα απατούν», σύμφωνα με ένα τετριμμένο σχήμα λόγου. Απατούν, όμως, μόνο όταν είναι αδιαμεσολάβητα. Αντίθετα, όταν διαμεσολαβεί η σκέψη, το φαινόμενο είναι απλώς το φαίνεσθαι της ουσίας, δηλαδή η εξωτερίκευσή της. Η αξία είναι ουσία, ενώ η τιμή φαινομενική μορφή. Η αξία όμως δεν μπορεί να δείξει ακάλυπτο το πρόσωπό της. Πρέπει πάντα να το κρύβει πίσω από την τιμή, σε αντίθεση με την Αφγανή γυναίκα που το καλύπτει μόνο λόγω ειδικών περιστάσεων ή ιστορικών συγκυριών. Με άλλα λόγια, η παραγωγή ψευδούς συνείδησης είναι τόσο αναγκαία στο σύστημα όσο και η υπεραξία. Η παραγωγή ψευδούς συνείδησης είναι συνυπόστατη της παραγωγής αξίας.
Η ίδια η έννοια «εργατική τάξη» προϋποθέτει μια πολιτική κατασκευή. Η πολιτική είναι που συνδέει με ένα νοητικό νήμα τα διάφορα μέρη των εργαζόμενων στρωμάτων για να τα συγκροτήσει σε κοινωνικό υποκείμενο. Η πολιτική δεν αντανακλά πιστά μια κοινωνική πραγματικότητα, ούτε τη συμπυκνώνει αδιαμεσολάβητα. Ερμηνεύει την κοινωνική πραγματικότητα και διαδίδει την ερμηνεία της. Η μετατροπή των εργαζόμενων στρωμάτων σε εργατική τάξη, του πληθυντικού σε ενικό, εξαρτάται από αυτή την ερμηνεία και, κυρίως, από τη διάδοσή της.
Όταν η πολιτική ερμηνεύει τον κόσμο κι αυτή η ερμηνεία υιοθετείται μαζικά, ο κόσμος ήδη μπαίνει σε τροχιά αλλαγής, γιατί η ερμηνεία αποτυπώνεται «υλικά» στον προσανατολισμό και τη δράση των κοινωνικών παραγόντων. Υπό αυτό το πρίσμα, η ερμηνεία είναι Ιστορία. Αυτός είναι ο λόγος που ίδιες οι λέξεις, ως εξωτερικεύσεις ερμηνευτικών σχημάτων, είναι διακύβευση της ταξικής πάλης. Οι λέξεις παράγουν ιστορικές συνέχειες, προσανατολίσουν, παρακινούν, αποτρέπουν, πληγώνουν, σκοτώνουν, σώζουν, δομούν ή αποδομούν αφηγήματα και συγκροτούν υποκείμενα. Με την ορολογία του Μαρξ, οι λέξεις είναι «υλικές» δυνάμεις. Μ’ αυτή την ιδιότητα, δίνουν ουσιαστικό περιεχόμενο στην απαχθείσα φράση: «Εν αρχή ην ο λόγος».
Το κεφάλαιο αναπαράγεται ως οργάνωση κοινωνικο-οικονομικών ρυθμών και χρονικοτήτων, αλλά αυτή η οργάνωση φέρει μέσα της το σπέρμα της αντίφασης. Το τελευταίο εμφανίζεται καθαρά στη διαδικασία αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης. Ενώ το κεφάλαιο κάνει τα πάντα για να μειώσει το μέρος της εργάσιμης ημέρας που είναι απαραίτητο για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, προκειμένου να αυξήσει το μέρος της ημέρας που παράγει υπεραξία, χρειάζεται επίσης την εργατική δύναμη για να μειώσει την περίοδο κυκλοφορίας.
Άλλοι σκοτώνονται στη δουλειά για τον άρτο τον επιούσιο και άλλοι πεθαίνουν γιατί τους στερείται το μέσο να σκοτώνονται γι’ αυτόν.
Το βιομηχανικό κεφάλαιο είναι μια οργάνωση ρυθμών, αλλά είναι επίσης μια οργάνωση χρονικοτήτων. Οι κύριες έννοιες που αναλύονται στο πρώτο βιβλίο του Κεφαλαίου, όπως η αξία, η υπεραξία, το σταθερό κεφάλαιο, το μεταβλητό κεφάλαιο, εντάσσονται σε μια αφηρημένη και γραμμική χρονικότητα. Η αξία του εμπορεύματος υποτίθεται ότι καθορίζεται από έναν αφηρημένο χρόνο εργασίας, δηλαδή από έναν χρόνο ρολογιού, ένα μηχανικό και ομοιογενή χρόνο, κάθε στιγμή του οποίου είναι πανομοιότυπη με την άλλη. Η ένταση και η ιδιαιτερότητα του χρόνου εργασίας που ενσωματώνεται στο εμπόρευμα πρέπει να μεταφραστεί σε χρόνο εργασίας μέσης έντασης και χωρίς ποιότητα, προκειμένου να χρησιμεύσει ως μέτρο της αξίας. Είναι αυτός ο χρόνος που εμφανίζεται στο χρήμα. Οι υποδιαιρέσεις της «φαινομενικής μορφής» της αξίας είναι τόσο πανομοιότυπες μεταξύ τους όσο και οι υποδιαιρέσεις του χρόνου, όπως μετριέται από το ρολόι. Η εργασία που καθορίζει την αξία των εμπορευμάτων δεν είναι αφηρημένη επειδή η ιδιαιτερότητά της δεν λαμβάνεται υπόψη, αλλά επειδή, κατά την ανταλλαγή των εμπορευμάτων, η ιδιαιτερότητά της εξαφανίζεται στην καθολικότητα του νομισματικού ισοδύναμου. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η αφηρημένη εργασία είναι μια «πραγματική αφαίρεση». Δεν πρόκειται για μια διαχρονική «ουσία», αλλά για μια κοινωνική πραγματικότητα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.
Το σταθερό κεφάλαιο και το μεταβλητό κεφάλαιο διακρίνονται μεταξύ τους ανάλογα με τον τρόπο συμμετοχής τους στον σχηματισμό της αξίας. Το σταθερό κεφάλαιο που καταναλώνεται παραγωγικά μεταφέρει την αφηρημένη ή «νεκρή» εργασία του παρελθόντος, που ενσωματώνεται στα υλικά μέσα παραγωγής, στην αξία των εμπορευμάτων. Η παραγωγική κατανάλωση του άλλου μέρους του κεφαλαίου, δηλαδή της εργατικής δύναμης ή του μεταβλητού κεφαλαίου, είναι η ζωντανή εργασία που, στον αφηρημένο προσδιορισμό της, αποτελεί τη νεοπαραγόμενη αξία του εμπορεύματος. Το μεταβλητό κεφάλαιο κοστίζει στον καπιταλιστή λιγότερο από την αξία που προκύπτει από την παραγωγική του κατανάλωση. Η εργάσιμη ημέρα διαιρείται έτσι σε ένα μέρος που αντιστοιχεί στην αξία της εργατικής δύναμης (το μέρος που είναι απαραίτητο για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης) και σε ένα μέρος που αντιστοιχεί στην υπεραξία.
Ο «κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας» για την παραγωγή του εμπορεύματος είναι ο ποσοτικός προσδιορισμός του χρόνου αφηρημένης εργασίας που εμπεριέχει το εμπόρευμα, ο χρόνος δηλαδή που καθορίζει το μέγεθος της αξίας. Ωστόσο, αυτός ο χρόνος δεν είναι μια απλή ποσότητα. Μετρά μόνο αν δαπανάται στο πλαίσιο μια παραγωγικής δραστηριότητας που σέβεται τα μέσα τεχνολογικά επίπεδα της εποχής αφενός και βρίσκει μια κοινωνική ανάγκη με χρηματικό αντίκρισμα που να του αντιστοιχεί αφετέρου. Με άλλα λόγια, ορίζεται με αντιφατικό τρόπο, διότι ο «τεχνολογικός προσδιορισμός» του δεν συμπίπτει υποχρεωτικά με την εκ των υστέρων (αφού έχει δαπανηθεί με σεβασμό στα τεχνολογικά επιτεύγματα της εποχής) αναγνώρισή του από την κοινωνία. Η εκ των υστέρων κοινωνική αναγνώρισή του με την αγορά των εμπορευμάτων στην αξία τους εξαρτάται από ένα σύνολο παραγόντων, όπως ο καταμερισμός του χρόνου εργασίας στους διάφορους παραγωγικούς τομείς και κλάδους και ο αντίστοιχος καταμερισμός των εισοδημάτων, που δεν συνδέονται άμεσα με την χρησιμοποιούμενη τεχνολογία κατά τη διάρκεια της παραγωγικής κατανάλωσης της εργατικής δύναμης. Οποιαδήποτε σημαντική ασυμφωνία ανάμεσα στους δύο ορισμούς του κοινωνικά αναγκαίου χρόνου εργασίας παραπέμπει σε μια «ένταση» εντός του.
Αυτή η «ένταση» είναι ουσιώδης στην έννοια της αξίας. Η αξία δεν είναι στον Μαρξ μια απλή ποσότητα. H αξία, είναι η αρχή που ρυθμίζει διαρκώς την κατανομή των πόρων και τον καταμερισμό της εργασίας στην καπιταλιστική οικονομία, έτσι που να υπερβαίνει την εσωτερική της «ένταση» ή «αντίφαση».
Με πιο απλά λόγια, η αξία μπορεί να θεωρηθεί ως η γλώσσα των εμπορευμάτων στη διαδικασία της ανταλλαγής. Η γλώσσα αυτή παρουσιάζει κάποιες αναλογίες με τον πλατωνικό διάλογο. Ο Σωκράτης, ως η ενσάρκωση της λογικής, ασκώντας κριτική στους συνομιλητές του, αναγνωρίζει το έγκυρο μέρος και απορρίπτει το άκυρο μέρος των ισχυρισμών τους. Με αυτόν τον τρόπο ρυθμίζει την εξέλιξη του έλλογου επιχειρήματος. Στη διαδικασία της ανταλλαγής, το γενικό ισοδύναμο ή το καθολικό εμπόρευμα (χρήμα) αναγνωρίζει λίγο ή πολύ την αφηρημένη εργασία που υλοποιείται σε συγκεκριμένα εμπορεύματα και, μέσω της «κριτικής» του, ρυθμίζει τον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας ή την κοινωνική παραγωγή ιδιαίτερων εμπορευμάτων.
Οι κύριες έννοιες που αναλύονται στο τόμο 2 του Κεφαλαίου υπακούουν σε έναν κυκλικό χρόνο. Το παραγωγικό κεφάλαιο αναδιοργανώνεται για να ενταχθεί σε αυτή τη νέα χρονικότητα: Το ζεύγος σταθερού και μεταβλητού κεφαλαίου δίνει τη θέση του στο ζεύγος παγίου και κυκλοφορούντος κεφαλαίου, τα οποία διακρίνονται μεταξύ τους ανάλογα με τον τρόπο αναπαραγωγής τους. Το πάγιο κεφάλαιο μεταβιβάζει μέρος της αξίας του στο εμπόρευμα επειδή ο χρόνος περιστροφής της αξίας του είναι μεγαλύτερος από την περίοδο αναπαραγωγής του εμπορεύματος. Το κυκλοφορούν κεφάλαιο, από την άλλη πλευρά, μεταβιβάζει όλη την αξία του στο εμπόρευμα κάθε φορά που αυτό παράγεται. Ο χρόνος περιστροφής του είναι ταυτόσημος με την περίοδο παραγωγής και κυκλοφορίας του εμπορεύματος. Πιο συγκεκριμένα, ο χρόνος περιστροφής του κυκλοφορούντος κεφαλαίου περιλαμβάνει την περίοδο παραγωγής, το χρόνο πώλησης των παραχθέντων εμπορευμάτων και το χρόνο αγοράς των μέσων παραγωγής.
Προκειμένου να εξασφαλιστεί η συνέχεια της παραγωγικής διαδικασίας, ένα μέρος της αρχικής αξίας του κεφαλαίου χρησιμοποιείται στην παραγωγή όταν η αξία των παραχθέντων εμπορευμάτων βρίσκεται σε διαδικασία πώλησης, καθώς και κατά τη διάρκεια που η μεταμορφωμένη αξία τους σε χρήμα αγοράζει νέα μέσα παραγωγής. Στον κύκλο του παραγωγικού κεφαλαίου π.χ., Π(Ε’)… Ε’(Χ’) – Χ(’)(Π(’)), δεν θα μπορούσε να εξασφαλιστεί η αδιάκοπη παραγωγή αν το σύνολο της διαθέσιμης αξίας επενδυόταν στο αρχικό Π. Ένα μέρος της πρέπει να εξασφαλίσει την συνέχεια της παραγωγής κατά της διάρκεια της απλής κυκλοφορίας των παραχθέντων εμπορευμάτων και της αγοράς των νέων μέσων παραγωγής. Αν επενδυόταν το σύνολο της διαθέσιμης αξίας στο αρχικό Π, η χρονική ακολουθία των τριών φάσεων, Π(Ε’), Ε’(Χ’) και Χ(’)(Π(’)) δεν θα μπορούσε να πάρει την μορφή της χωρικής ταυτοχρονίας τους. Η φάση Π(Ε’) μπορεί να εμφανίζεται ως αδιάκοπη μόνο όταν ένα μέρος της διαθέσιμης αξίας υπηρετεί παράλληλα τις άλλες δύο φάσεις του κύκλου, που είναι οι φάσεις της απλής κυκλοφορίας. Το μέρος της αξίας που πρέπει να υπηρετήσει τις δύο φάσεις της απλής κυκλοφορίας είναι ανάλογο του χρόνου πώλησης των εμπορευμάτων και του χρόνου αγοράς των μέσων παραγωγής ως προς την περίοδο παραγωγής. Αν π.χ. η περίοδος παραγωγής είναι δεκαπλάσια της συνολικής περιόδου απλής κυκλοφορίας, το 1/10 της συνολικής αξίας πρέπει να βρίσκεται αδιάκοπα σε φάση απλής κυκλοφορίας, δηλαδή εκτός παραγωγικής διαδικασίας. Αυτός είναι ο λόγος που η περιστροφή του κυκλοφορούντος κεφαλαίου περιλαμβάνει και τον χρόνο της απλής κυκλοφορίας των εμπορευμάτων.
Ο μέσος χρόνος περιστροφής ή ανακύκλησης του κεφαλαίου υπολογίζεται διαιρώντας την προκαταβεβλημένη του αξία με την ετήσια καταναλωθείσα αξία του. Το «ταυτόχρονο» ποσοστό εκμετάλλευσης στον Μαρξ (η υπεραξία που παράγεται σε σχέση με το μεταβλητό κεφάλαιο που καταναλώνεται την ίδια περίοδο) διαφέρει από το ετήσιο ποσοστό εκμετάλλευσης, επειδή το τελευταίο εξαρτάται από το χρόνο περιστροφής του κυκλοφορούντος κεφαλαίου. Δεδομένου ότι το μεταβλητό κεφάλαιο αποτελεί μέρος του κυκλοφορούντος κεφαλαίου, και αν ο χρόνος περιστροφής του τελευταίου είναι έξι μήνες, ο ετήσιος ρυθμός εκμετάλλευσης θα είναι διπλάσιος από τον «ταυτόχρονο» ρυθμό εκμετάλλευσης, αφού το ίδιο προκαταβεβλημένο μεταβλητό κεφάλαιο καταναλώνεται δύο φορές κατά τη διάρκεια του έτους.
Αν ο τόμος 2 του Κεφαλαίου είναι εκείνος των περιόδων και των περιστροφών, αν διέπεται από μια κυκλική χρονικότητα, ο τόμος 3 είναι εκείνος στον οποίο ο γραμμικός και ο κυκλικός χρόνος εμφανίζονται ταυτόχρονα στο προσκήνιο, διαμορφώνοντας έτσι τον οργανικό χρόνο του κεφαλαίου. Αυτός, ως ενότητα του γραμμικού και του κυκλικού χρόνου, παράγει τους συγκεκριμένους προσδιορισμούς του κεφαλαίου, όπως αυτοί εμφανίζονται στην επιφάνεια της κοινωνίας, δηλαδή ως φαινομενικές μορφές:
«Ο χρόνος κυκλοφορίας και ο χρόνος εργασίας διασταυρώνονται στο δρόμο τους και έτσι φαίνονται σαν να καθορίζουν και οι δύο εξίσου την υπεραξία. Η αρχική μορφή, με την οποία αντικρύζονται το κεφάλαιο και η μισθωτή εργασία, μεταμφιέζεται με την ανάμιξη φαινομενικά ανεξάρτητων από αυτήν σχέσεων. Η ίδια η υπεραξία δεν εμφανίζεται σαν προϊόν της ιδιοποίησης του χρόνου εργασίας, αλλά σαν περίσσευμα της τιμής πώλησης των εμπορευμάτων πάνω από την τιμή κόστους τους […].»[1]
Η υπεραξία δεν εμφανίζεται ως προϊόν της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης, αλλά ως η διαφορά της τιμής πώλησης πάνω από το κόστος παραγωγής. Το κόστος παραγωγής, η τιμή πώλησης, όπως και το κέρδος της επιχείρησης, το εμπορικό κέρδος, ο τόκος, η πρόσοδος, το μέρισμα, ο μισθός, εν ολίγοις όλες οι φαινομενικές μορφές της αξίας και των συστατικών μερών της προκύπτουν από αυτή τη διασταύρωση της χρονικότητας της παραγωγής και της χρονικότητας της κυκλοφορίας, η οποία δημιουργεί τις συγκεκριμένες και μυστικιστικές μορφές της οικονομικής ζωής. Ο μυστικισμός που ενυπάρχει στη φαινομενική μορφή δεν είναι, ωστόσο, επουσιώδης. Ανήκει στη φύση της αξίας να μεταμφιέζεται σε τιμή, όπως ανήκει στη φύση της υπεραξίας να μεταμφιέζεται σε τόκο, μέρισμα, πρόσοδο ή κέρδος επιχείρησης. Η αναπαραγωγή του κεφαλαίου δεν είναι μόνο υλική αλλά και ιδεολογική αναπαραγωγή.
«Τα φαινόμενα απατούν», σύμφωνα με ένα τετριμμένο σχήμα λόγου. Απατούν, όμως, μόνο όταν είναι αδιαμεσολάβητα. Αντίθετα, όταν διαμεσολαβεί η σκέψη, το φαινόμενο είναι απλώς το φαίνεσθαι της ουσίας, δηλαδή η εξωτερίκευσή της. Η αξία είναι ουσία, ενώ η τιμή φαινομενική μορφή. Η αξία όμως δεν μπορεί να δείξει ακάλυπτο το πρόσωπό της. Πρέπει πάντα να το κρύβει πίσω από την τιμή, σε αντίθεση με την Αφγανή γυναίκα που το καλύπτει μόνο λόγω ειδικών περιστάσεων ή ιστορικών συγκυριών. Με άλλα λόγια, η παραγωγή ψευδούς συνείδησης είναι τόσο αναγκαία στο σύστημα όσο και η υπεραξία. Η παραγωγή ψευδούς συνείδησης είναι συνυπόστατη της παραγωγής αξίας.
Αν το κεφάλαιο συμπεριφέρεται ως υποκείμενο προικισμένο με δική του βούληση, αυτό συμβαίνει επειδή ο άνθρωπος, υποβαθμισμένος σε αντικείμενο στον αδιάκοπο κύκλο της αναπαραγωγής της αξίας, χάνει τη δική του. Όπως σημειώνει ο Μαρξ, οι νόμοι του κεφαλαίου, «μέσω της παγκόσμιας αγοράς, των συγκυριών της, της κίνησης των αγοραίων τιμών, των περιόδων της Πίστης, των κύκλων της βιομηχανίας και του εμπορίου, των εναλλαγών της άνθησης και της κρίσης, φαίνονται στους παράγοντες της παραγωγής σαν υπέρτεροι φυσικοί νόμοι που τους εξουσιάζουν σαν άβουλα όντα και που επιβάλλονται σ’ αυτούς σαν τυφλή αναγκαιότητα.»[2]
Αν ο εργάτης είναι ένα «άβουλο ον» που υπακούει σε «τυφλές αναγκαιότητες», πώς είναι δυνατό να ανατρέψει κάποτε το σύστημα για να διαμορφώσει τον κόσμο βάσει της δικής του ιδέας; Ό,τι δεν γίνεται αυθόρμητα μπορεί μόνο να κατασκευαστεί. Η ίδια η έννοια «εργατική τάξη» προϋποθέτει μια πολιτική κατασκευή. Η πολιτική είναι που συνδέει με ένα νοητικό νήμα τα διάφορα μέρη των εργαζόμενων στρωμάτων για να τα συγκροτήσει σε κοινωνικό υποκείμενο. Η πολιτική δεν αντανακλά πιστά μια κοινωνική πραγματικότητα, ούτε τη συμπυκνώνει αδιαμεσολάβητα. Ερμηνεύει την κοινωνική πραγματικότητα και διαδίδει την ερμηνεία της. Η μετατροπή των εργαζόμενων στρωμάτων σε εργατική τάξη, του πληθυντικού σε ενικό, εξαρτάται από αυτή την ερμηνεία και, κυρίως, από τη διάδοσή της.
Η 11η θέση του Μαρξ πάνω στον Feuerbach, σύμφωνα με την οποία οι «φιλόσοφοι έχουν εξηγήσει με διάφορους τρόπους τον κόσμο, [αλλά] αυτό που έχει σημασία είναι να τον αλλάξουμε»,[3] δεν πρέπει να παρερμηνευτεί. Όταν η πολιτική ερμηνεύει τον κόσμο κι αυτή η ερμηνεία υιοθετείται μαζικά, ο κόσμος ήδη μπαίνει σε τροχιά αλλαγής, γιατί η ερμηνεία αποτυπώνεται «υλικά» στον προσανατολισμό και τη δράση των κοινωνικών παραγόντων. Υπό αυτό το πρίσμα, η ερμηνεία είναι Ιστορία. Αυτός είναι ο λόγος που ίδιες οι λέξεις, ως εξωτερικεύσεις ερμηνευτικών σχημάτων, είναι διακύβευση της ταξικής πάλης. Οι λέξεις παράγουν ιστορικές συνέχειες, προσανατολίσουν, παρακινούν, αποτρέπουν, πληγώνουν, σκοτώνουν, σώζουν, δομούν ή αποδομούν αφηγήματα και συγκροτούν υποκείμενα. Με την ορολογία του Μαρξ, οι λέξεις είναι «υλικές» δυνάμεις. Μ’ αυτή την ιδιότητα, δίνουν ουσιαστικό περιεχόμενο στην απαχθείσα φράση: «Εν αρχή ην ο λόγος».
Εν αρχή ην ο λόγος και ο λόγος ην ο Άνθρωπος. Όμως, στην σύγχρονη και αλλοτριωμένη του μορφή είναι το κεφάλαιο. Το κεφάλαιο είναι η έλλογη πραγματικότητα του ανθρώπου, η οποία όμως δομείται βάσει των δικών της αυτονομημένων από τον άνθρωπο εγγενών κριτηρίων, που διατυπώνονται μόνο με τα ιερογλυφικά του εμπορεύματος. Το κεφάλαιο είναι συνώνυμη λέξη μιας συγκεκριμένης μορφής αλλοτρίωσης στην ανθρώπινη ιστορία.
Το κεφάλαιο αναπαράγεται ως οργάνωση κοινωνικο-οικονομικών ρυθμών και χρονικοτήτων, αλλά αυτή η οργάνωση φέρει μέσα της το σπέρμα της αντίφασης. Το τελευταίο εμφανίζεται καθαρά στη διαδικασία αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης. Ενώ το κεφάλαιο κάνει τα πάντα για να μειώσει το μέρος της εργάσιμης ημέρας που είναι απαραίτητο για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, προκειμένου να αυξήσει το μέρος της ημέρας που παράγει υπεραξία, χρειάζεται επίσης την εργατική δύναμη για να μειώσει την περίοδο κυκλοφορίας. Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, η αξία δεν χωρίζεται μόνο στην αξία των μέσων παραγωγής, περιλαμβανομένης της εργατικής δύναμης, και της υπεραξίας. Χωρίζεται επίσης σε αξία στην παραγωγική διαδικασία του κεφαλαίου και σε «εγκλωβισμένη» αξία στη διαδικασία της απλής κυκλοφορίας του κεφαλαίου. Όσο μεγαλύτερος είναι ο χρόνος πώλησης των εμπορευμάτων, τόσο μικρότερο μέρος της προκαταβεβλημένης αξίας είναι διαθέσιμο για την παραγωγή. Ο χρόνος πώλησης, ωστόσο, εξαρτάται επίσης από την αξία της εργατικής δύναμης, που υλοποιεί το μεγαλύτερο μέρος της αξίας των καταναλωτικών εμπορευμάτων, επιτρέποντας έτσι την υλοποίηση της αξίας των εμπορευμάτων του τομέα παραγωγής των μέσων παραγωγής. Η επιτυχία του κεφαλαίου να επιταχύνει τον ρυθμό αξιοποίησης της αξίας είναι δυνατό να οδηγήσει σε επιβράδυνση του ρυθμού πραγματοποίησης της αξίας και να οδηγήσει σε κρίση.
Οι συνθήκες του ενδο-καπιταλιστικού ανταγωνισμού ωθούν τον κάθε καπιταλιστή στην υπεράσπιση της δικής του παραγωγικής μονάδας απέναντι στις άλλες παραγωγικές μονάδες. Με άλλα λόγια, όλοι τους αγωνίζονται για να υπερασπιστούν και να αυξήσουν την κερδοφορία της δικής τους παραγωγικής μονάδας: Από την πρώτη εξαρτάται η επιβίωση της δεύτερης. Αυτός είναι ο λόγος που για την άρχουσα τάξη δεν υπάρχει κανένα «ανθρωπιστικό» όριο στην εκμετάλλευση της εργατικής τάξης. Δεν είναι θέμα προσωπικότητας του εξατομικευμένου κεφαλαιοκράτη, είναι θέμα συστημικής αναγκαιότητας («τυφλής αναγκαιότητας» σύμφωνα με την έκφραση του Μαρξ). Το μόνο όριο είναι αυτό που επιβάλλει η ίδια η εργατική τάξη.
Αυτός είναι ο λόγος που το αυτονόητο όριο στην εκμετάλλευση είναι τόσο ευμετάβλητο. Ούτε καν η ύπαρξη της ποσότητας οξυγόνου στον χώρο εργασίας που απαιτεί η ανθρώπινη φυσιολογία δεν είναι πάντα αυτονόητη. Μετά από πολλούς εργατικούς θανάτους λόγω υπερβολικής εργασίας σε συνθήκες σπάνης αέρα στον εργασιακό χώρο περί τα μέσα του 19ου αιώνα, οι αγγλικές αρχές επιχείρησαν να επιβάλουν στους εργοστασιάρχες την παροχή συγκεκριμένων ποσοτήτων διαθέσιμου αέρα για κάθε εργάτη/τρια. Οι εργοστασιάρχες, όμως, αντέδρασαν: «Με τόσα κυβικά πόδια αέρα που απαιτείτε, θα κλείσουμε τις βιομηχανίες μας», απάντησαν στις αρχές.
Η Μαίρη-Άννα Ουέλκλι άφησε την τελευταία της πνοή μια Κυριακή του Ιουνίου 1863 σε ηλικία είκοσι χρονών, αφού αρρώστησε δυο μέρες νωρίτερα. Εργάστηκε 26½ ώρες στην σειρά, χωρίς να τελειώσει το τελευταίο της κέντημα όπως ανέφερε έκπληκτη η κυρία Ελίζα που εκμεταλλευόταν τον οίκο μόδας (ένα ατελιέ καπελούδων), στον οποίο εργαζόταν η Μαίρη-Άννα. Ο εργασιακός της χώρος «είναι ζήτημα αν χωρούσε το 1/3 των απαραίτητων κυβικών σε αέρα». Τη νύχτα κοιμόταν στο ίδιο κρεβάτι μαζί με ένα άλλο κορίτσι, αφού όλα τα κορίτσια του οίκου κοιμόντουσαν «δυο-δυο σ’ ένα κρεβάτι σε μια από τις βρωμερές τρώγλες όπου σκαρώνουν υπνοδωμάτια χωρισμένα με σανίδια.»
Ο ιατροδικαστής κ. Κέυς ανέφερε στο ειδικό για νεκροψίες δικαστήριο, το Cononer’s Jury: «Η Μαίρη-Άννα Ουέλκλι πέθανε γιατί εργάστηκε πολλές ώρες σε ένα παραγεμισμένο δωμάτιο και κοιμόταν σε ένα εξαιρετικά στενό και κακοαριζόμενο δωμάτιο ύπνου».
Ο Δρ. Richardson στο άρθρο του «Work and Overwork» («Εργασία και υπερεργασία») που δημοσιεύτηκε στο Social Science Review στις 18/07/1863 αναφέρει: «Η δουλειά μέχρι θανάτου βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη όχι μόνο στα ατελιέ των καπελούδων, αλλά σε χιλιάδες μέρη όπου οι δουλειές πάνε καλά […].[4]
19ος αιώνας ή μήπως και 21ος; «Τον Ιούλιο του 2013, η 31χρονη Μίβα Σάντος, δημοσιογράφος στον εθνικό ραδιοτηλεοπτικό φορέα της Ιαπωνίας ΝΗΚ, βρέθηκε νεκρή στο διαμέρισμά της στο Τόκιο. Είχε πεθάνει από καρδιακή ανεπάρκεια. Αργότερα αποκαλύφθηκε ότι η κοπέλα είχε δουλέψει 150 ώρες και 37 λεπτά υπερωριών κατά τη διάρκεια του μήνα πριν τον θάνατό της. Ο θάνατός της χαρακτηρίστηκε επίσημα “θάνατος από υπερβολική εργασία” και έγινε αφορμή για να αποκαλυφθεί στον υπόλοιπο κόσμο η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Ιαπωνία. Στην πραγματικότητα, οι θάνατοι από υπερβολική δουλειά στη χώρα είναι τόσο συνηθισμένοι, που υπάρχει και ειδική λέξη για αυτούς, “καρόσι” (karoshi)».[5]
Ιαπωνία ή μήπως και Αμερική και Ευρώπη; Μια Δευτέρα του Οκτώβρη 2021, ο 47χρονος Δημήτρης Δαγκλής, εργάτης της COSCO στο λιμάνι του Πειραιά, κτυπήθηκε από γερανογέφυρα και βρήκε φρικτό θάνατο κατά την διάρκεια της δεύτερης δωδεκάωρης βάρδιας του που άρχισε μόλις οχτώ ώρες μετά την λήξη της πρώτης. Πόσοι θάνατοι οφείλονται άραγε στην υπερβολική δουλειά στην Ελλάδα των μνημονίων και πόσοι στην απόγνωση της ανεργίας που συχνά οδηγεί σε αυτοχειρία; Ανεργία και υπερβολική εργασία δεν είναι αντίθετες αλλά συμπληρωματικές έννοιες. Τα λεγόμενα ευέλικτα ωράρια εργασίας οδηγούν και στα δύο αυτά φαινόμενα, που συνδέονται όπως οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος: Άλλοι σκοτώνονται στη δουλειά για τον άρτο τον επιούσιο και άλλοι πεθαίνουν γιατί τους στερείται το μέσο να σκοτώνονται γι’ αυτόν. Η ανθρωποθυσία δεν έχει εκλείψει μαζί με τους παγανιστικούς θεούς. Συνεχίζεται με νέα μορφή στο όνομα νεωτερικών φετιχιστικών ειδώλων που συνδυάζονται θαυμάσια και με την χριστιανική πίστη.
Κάθε ιστορική αρχή μηχανεύεται νέες κοινωνικές σχέσεις, με υλικά που δεν κατασκευάζει μόνο η ίδια. Κάποια κληρονομεί από το παρελθόν και τα μεταποιεί για να της χρησιμεύσουν. Το κεφάλαιο κληρονομεί τις πατριαρχικές σχέσεις και τις αναδιατυπώνει σύμφωνα με τις δικές του ανάγκες. Η ταξική αντίθεση διαπερνά και καθορίζει όλες τις άλλες αντιθέσεις, περιλαμβανομένων και των ανισοτήτων ανάμεσα στα φύλα. Οι μηχανές του 19ου αιώνα, απαλλάσσοντας μέρος την εργασίας από την εξάρτησή της από την μυϊκή δύναμη, άνοιξαν διάπλατα την πόρτα για την μαζική είσοδο γυναικών (και παιδιών) στο εργοστάσιο. Οι πατριαρχικές σχέσεις του παρελθόντος «αξιοποιήθηκαν» για να υποβάλουν τη γυναικεία εργασία σε μια εκμετάλλευση ακόμη πιο ακραία από αυτήν των ανδρών. Χωρίς πραγματικά να απαλλαγούν οι γυναίκες από την οικιακή εργασία, εργάζονταν σε άθλιους εργοστασιακούς χώρους με ευέλικτα και εξουθενωτικά ωράρια. Με τον ανταγωνισμό ανάμεσα στα φύλα, που προέκυψε, υποτιμήθηκε και η αντρική εργατική δύναμη.
Η ταξική αντίθεση διαπερνά όλες τις άλλες όχι γιατί τα παραδοσιακά αιτήματα του εργατικού κινήματος είναι πιο σημαντικά από τα αιτήματα του γυναικείου κινήματος, αλλά γιατί τα τελευταία αποτελούν μέρος των πρώτων. Τα γυναικεία αιτήματα εντάσσονται κατά κύριο λόγο στα αιτήματα που σχετίζονται με τις συνθήκες αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης και αποτελούν μια από τις ιδιαίτερες πτυχές τους. Οποιοδήποτε γυναικείο αίτημα δεν σχετίζεται, άμεσα ή έμμεσα, με τους όρους αναπαραγωγής της εργατικής τάξης, θα πρέπει να αναζητηθεί στο κοινό έδαφος της αξιοσέβαστης κυρίας Ελίζας και της Μαίρης-Άννας ή του αντίστοιχου ζεύγους της εποχής μας, ένα έδαφος τόσο μικρό και χέρσο που αφήνει ελάχιστα βλαστάρια να ανθίσουν.
Υπό αυτό το πρίσμα, το εργατικό κίνημα δεν είναι κεντρικό και το γυναικείο δευτερεύων. Το φεμινιστικό κίνημα είναι αναπόσπαστο τμήμα του εργατικού κινήματος και εντάσσεται σε αυτό ως μια ιδιαίτερα σημαντική πτυχή του. Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει ότι η εργάτρια και πολύ περισσότερο ο εργάτης αντιλαμβάνονται αυθόρμητα τα ιδιαίτερα γυναικεία αιτήματα και τα υπόλοιπα εργατικά αιτήματα ως διαφοροποιήσεις εντός μιας ενότητας, διότι συχνά εσωτερικεύουν ιδεολογικές παραστάσεις αντίθετες με τα εγγενή τους συμφέροντα.
Το δικαίωμα στην καθολική ψήφο που να περιλαμβάνει και τις γυναίκες, η ίση εκπροσώπηση των φύλων στους πολιτειακούς θεσμούς και γενικότερα το αίτημα ισότητας στις κοινωνικές και πολιτικές πρακτικές και συμπεριφορές δεν είναι μόνο γυναικείο αίτημα αλλά και εργατικό, γιατί υπονομεύει τα θεμέλια των διακρίσεων πάνω στα οποία κτίζει το κεφάλαιο για να περιορίζει την αξία της εργατικής δύναμης.
Οι αστικές επαναστάσεις δεν στόχευαν στην αλλαγή των πατριαρχικών σχέσεων, αλλά στην ανατροπή των φεουδαρχικών σχέσεων παραγωγής. Ο καπιταλισμός δεν άνθησε ιστορικά για να διαιωνίσει τις πατριαρχικές σχέσεις, αλλά για να διαιωνίσει μια ταξική κυριαρχία που, όμως, εξυπηρετείται από τις κληρονομημένες σχέσεις εργαλειοποιώντας, επαναπροσδιορίζοντας και με αυτό τον τρόπο διαιωνίζοντάς τες όπως και όσο μπορεί.
Μια υποθετική σοσιαλιστική υπέρβαση του καπιταλισμού δεν εγγυάται την αυτόματη υπέρβαση κάθε ανισότητας ανάμεσα στα φύλα, όπως δεν εγγυάται την άμεση κατάργηση κάθε ρατσιστικής προκατάληψης. Θα καταργούσε, όμως, ή τουλάχιστον θα περιόριζε δραστικά, τη γενεσιουργό αιτία της διαιώνισης των ανισοτήτων των φύλων.
[1] Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, Τόμος 3, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1978, σσ. 63-64.
[2] Στο ίδιο, σ. 1020.
[3] Καρλ Μαρξ, Φρειδερίκος Ένγκελς, Η Γερμανική Ιδεολογία, Gutenberg, Αθήνα, σ. 48.
[4] Βλέπε Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, Τόμος 1, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1968, σσ. 266-267.
[5] «Η εργασία σκοτώνει του Ιάπωνες», Φιλελεύθερος (κυπριακή εφημερίδα της δεξιάς), 30/09/2019, σ. 10.
-
Σταύρος Τομπάζοςhttps://commune.org.gr/author/stavrostobazos/
-
Σταύρος Τομπάζοςhttps://commune.org.gr/author/stavrostobazos/
-
Σταύρος Τομπάζοςhttps://commune.org.gr/author/stavrostobazos/
-
Σταύρος Τομπάζοςhttps://commune.org.gr/author/stavrostobazos/