Σεραφείμ Σεφεριάδης: Λαϊκισμός, Δημοκρατία, Αριστερά. Η Πρόκληση της Μεθόδου. Μέρος Ι

Σεραφείμ Σεφεριάδης: Λαϊκισμός, Δημοκρατία, Αριστερά. Η Πρόκληση της Μεθόδου. Μέρος Ι

 

 

 

 

 

 


Ο «λαϊκισμός» ως «ισχνή» ή «ευπροσάρμοστη» ιδεολογία είναι μια έννοια τόσο γενική και αόριστη, που χάνει κάθε γνωστική αξία. Το πουλί πετά όπως και το αεροπλάνο, αλλά το «πτηνο-αεροπλάνο» δεν είναι μια χρήσιμη έννοια ούτε για την ορνιθολογία ούτε για την αεροναυπηγική. Το επίθετο («ακρο-δεξιός» ή «αριστερός») δεν σώζει το ουσιαστικό («λαϊκισμός»): είναι σαν να λέμε βιολογικό ή μηχανικό «πτηνο-αεροπλάνο». Με τέτοιου είδους έννοιες, ουσιώδεις διαφορές θυσιάζονται στον βωμό ασήμαντων ή δευτερευουσών ομοιοτήτων.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


Οι «εργαζόμενες τάξεις» πολιτικοποιούνται όταν υπερβαίνουν την πρωτόλεια ταυτότητά τους βασισμένη σε μια κοινή εμπειρία που εκπηγάζει από τις κοινωνικές συνθήκες αναπαραγωγής τους και στρέφονται λίγο ή πολύ συνειδητά κατά της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Η πολιτική είναι η διαμεσολάβηση που επαναπροσδιορίζει την ταυτότητα προσδίδοντάς της πυκνό περιεχόμενο. Οι «εργαζόμενες τάξεις» στον πληθυντικό (πρωτόλεια ταυτότητα) μετατρέπονται σε «εργατική τάξη» στον ενικό και τα διάφορα αιτήματά τους συγκροτούνται σε σώμα που αντιπαλεύει την εκμετάλλευση.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ποια είναι η Αριστερά που δεν είναι «αριστερός λαϊκισμός»; Μήπως αυτή που δεν τα κατάφερε καλά να εδραιώσει «αλυσίδες ισοδυναμίας»; Πρόκειται για την αποτυχημένη Αριστερά; Ωστόσο, εξίσου αποτυχημένη, αν και για άλλους λόγους, μπορεί να είναι και η Αριστερά που εδραίωσε, σε ένα πρώτο στάδιο, «αλυσίδες ισοδυναμίας». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο ΣΥΡΙΖΑ εδραίωσε «αλυσίδες ισοδυναμίας», όμως απέτυχε παταγωδώς να μεταρρυθμίσει την ελληνική κοινωνία όπως στόχευε μέχρι την «κωλοτούμπα», την οποία και κατέστησε διεθνή όρο της πολιτικής («kolotoumpa»).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


Η «λαϊκιστική Αριστερά» είναι μήπως η Αριστερά της ΤΙΝΑ (δηλαδή της αποδοχής ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση στο σύστημα); Η συζήτηση, ωστόσο, μεταξύ ρεφορμισμού και επανάστασης δεν είναι νέα. Η υπόρρητη αναδιατύπωση αυτής της συζήτησης με όρους «λαϊκιστική Αριστερά» και άλλη Αριστερά δεν προσθέτει απολύτως τίποτα, αλλά, αντιθέτως, συσκοτίζει το ιστορικό παρελθόν της: Η «νέα συσκευασία» τείνει να αφήσει να νοηθεί ότι χωρίς ΤΙΝΑ δεν είναι δυνατές οι «αλυσίδες ισοδυναμίας», πράγμα που η ιστορική εμπειρία δεν επιβεβαιώνει.

Σ’ αυτό το πρώτο μέρος της βιβλιοπαρουσίασης παρουσιάζουμε το πρώτο μέρος του βιβλίου του Σεραφείμ Σεφεριάδη (εκδόσεις Τόπος 2021), το οποίο καταπιάνεται κυρίως με την έννοια του λαϊκισμού. Τις τελευταίες δεκαετίες ανθεί στην πολιτική επιστήμη η βιομηχανία των «λαϊκιστικών σπουδών». Αμέτρητα άρθρα και βιβλία, εθνικά και διεθνή συνέδρια, πτυχιακές εργασίες και διδακτορικές διατριβές ασχολούνται με το «λαϊκιστικό φαινόμενο», ενώ ακαδημαϊκές καριέρες κτίζονται στο πλαίσιο αυτής της  δημοφιλούς στο πανεπιστήμιο νέας βιομηχανίας.

Πρώτο και κύριο μέλημα του βιβλίου του Σ. Σεφεριάδη είναι να καταδείξει ότι η γνωστική πρόοδος της πολιτικής επιστήμης είναι αντιστρόφως ανάλογη με το μελάνι που χύνεται στις «λαϊκιστικές σπουδές». Με μεθοδολογικά άρτιο τρόπο και ανατρέχοντας σε εκτενή διεθνή βιβλιογραφία, εκκινώντας από τους κύριους εκπροσώπους των διάφορων σχολών αυτής της βιομηχανίας και καταλήγοντας στους λιγότερο γνωστούς συγγραφείς, ο Σ. Σεφεριάδης αποδομεί τις «λαϊκιστικές σπουδές» τουλάχιστον τόσο όσο και ο Έντουαρντ Σαΐντ τις οριενταλιστικές.

Σύμφωνα με το κυρίαρχο ρεύμα των «λαϊκιστικών σπουδών», ο «λαϊκισμός» συνίσταται στον μανιχαϊσμό που διαιρεί αντιπαραθετικά την κοινωνία σε ένα ενάρετο ή αγνό λαό από τη μια πλευρά και μια διεφθαρμένη ελίτ από την άλλη. Σε αυτό το ρεύμα εντάσσεται η νεοσυντηρητική σχολή (Cas Mudde, Cristóbal Rovira Kaltwasser και πολλοί άλλοι), καθώς και η σχολή του Essex που αντιπροσωπεύει μια νεορεφορμιστική εκδοχή της έννοιας του λαϊκισμού με κύριους εκπροσώπους της τον Ernesto Laclau και την Chantal Mouffe.

Και οι δύο σχολές συμμερίζονται την άποψη ότι ο «λαϊκισμός» είναι ένα «αφηγηματικό μοτίβο», δηλαδή μια «ισχνή» ή «εύπλαστη ιδεολογία» που προσαρμόζεται στις εκάστοτε περιστάσεις και τις «σκληρές ιδεολογίες» (εθνικισμός, σοσιαλισμός κ.λπ.) για να επιχειρήσει την κατασκευή μιας αντιπαραθετικής εικόνας της πραγματικότητας, λειαίνοντας ή αποσιωπώντας έκδηλες διαφοροποιήσεις ανάμεσα στο κάθε ένα από τα δύο μέρη που συγκροτούν το μανιχαϊστικό ζεύγος. Ο «αγνός λαός», όπως και η «διεφθαρμένη ελίτ», εμφανίζονται στο «λαϊκιστικό αφήγημα» ως ομοιογενείς κοινωνικές οντότητες.

Εμπνεόμενος από την βεμπεριανή διάκριση ανάμεσα στον κανονιστικό ή αξιακό ορθολογισμό (Wertrationalität) και τον ορθολογισμό ως προς τον σκοπό (Zweckrationalität), ο Σ. Σεφεριάδης εξετάζει το διττό ορθολογιστικό περιεχόμενο της κάθε σχολής.

Το αξιακό περιεχόμενο της νεοσυντηρητικής σχολής, αν και συχνά αποφεύγεται η διασαφήνισή του ενώ σε άλλες περιπτώσεις επιχειρείται επιμελώς η απόκρυψή του, είναι πάντα προφανές και αδιαμφισβήτητο. Γιατί άραγε, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, σε συνθήκες διαρκούς όξυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων, παντοδυναμίας των αγορών που δρουν σε συνθήκες αδιαφάνειας και της συνεπακόλουθης συρρίκνωσης της φιλελεύθερης δημοκρατίας, η νεοσυντηρητική σχολή επιλέγει να εννοιολογήσει τις αντιδράσεις σε αυτές τις εξελίξεις και όχι τις ίδιες τις εξελίξεις;

Αναμφίβολα, η αντίδραση στο μεταδημοκρατικό καθεστώς της νεοφιλελεύθερης εποχής, που εκδηλώνεται με την θεσμική ή εκ των πραγμάτων μεταβίβαση εξουσιών από το πεδίο της φιλελεύθερης δημοκρατίας στο υπερεθνικό πεδίο της γραφειοκρατικής διαχείρισης και της συνεπακόλουθης αναιμίας της νομοθετικής προς όφελος της εκτελεστικής εξουσίας και των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους, δεν είναι υποχρεωτικά δημοκρατική. Ωστόσο, η νεοσυντηρητική σχολή δεν διακρίνει διαφορετικού τύπου αντιδράσεις στη μεταδημοκρατία, έστω και αν αναγνωρίζει την ύπαρξη ενός «ακρο-δεξιού» και ενός «αριστερού λαϊκισμού». Αποτελούν και οι δύο απειλή για τη φιλελεύθερη δημοκρατία, έστω κι αν αυτή αναπόφευκτα συρρικνώνεται όχι λόγω των «λαϊκιστικών δράσεων», αλλά λόγω του υπαρκτού και μόνου δυνατού καπιταλισμού της νεοφιλελεύθερης εποχής.  

Αυτή η συρρίκνωση της δημοκρατίας μέσω της θεσμικής ισχύος υπερεθνικών οντοτήτων διαστρεβλώνεται για να παρουσιαστεί σαν διασφάλιση της δημοκρατίας: Ευτυχώς, η ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών, η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρωζώνη με τις θεσμοθετημένες και δεσμευτικές για τα κράτη-μέλη πολιτικές τους αποτελούν αποτελεσματικό τροχοπέδη στις «λαϊκιστικές» απαιτήσεις.

Ο «λαϊκισμός» ως «ισχνή» ή «ευπροσάρμοστη» ιδεολογία είναι μια έννοια τόσο γενική και αόριστη, που χάνει κάθε γνωστική αξία. Το πουλί πετά όπως και το αεροπλάνο, αλλά το «πτηνο-αεροπλάνο» δεν είναι μια χρήσιμη έννοια ούτε για την ορνιθολογία ούτε για την αεροναυπηγική. Το επίθετο («ακρο-δεξιός» ή «αριστερός») δεν σώζει το ουσιαστικό («λαϊκισμός»): είναι σαν να λέμε βιολογικό ή μηχανικό «πτηνο-αεροπλάνο». Με τέτοιου είδους έννοιες, ουσιώδεις διαφορές θυσιάζονται στον βωμό ασήμαντων ή δευτερευουσών ομοιοτήτων.

Άλλωστε, «λαϊκισμό», βάσει της μανιχαϊστικής διάκρισης, είναι δυνατό να βρει κανείς παντού: σε μυθικά ή πραγματικά πρόσωπα, σε συντάγματα και διακηρύξεις, σε θρησκευτικά κείμενα και σε πολιτικά μανιφέστα.

Το αρχέτυπο του «λαϊκισμού» θα μπορούσε να είναι ο Καρλ Μαρξ ή ο ευαγγελιστής Ματθαίος. Και οι δύο αναφέρονται σε συμπεριληπτικές ταυτότητες, δηλαδή ταυτότητες που εδράζονται σε ένα κοινό κυρίαρχο γνώρισμα παρά τις δευτερεύουσες διαφορές, και ορίζουν τις ταυτότητες αυτές με ηθικά αντιπαραθετικό τρόπο: το προλεταριάτο και η αστική τάξη στον Μαρξ, οι καλοί χριστιανοί ή το «πνευματικό άλας των επί της γης ανθρώπων» που προσλαμβάνουν «την ηθική σαπίλαν» όλων των άλλων στον Ματθαίο.

Στους Mudde και Rovira Kaltwasser τα κοινωνικά κινήματα δεν είναι «λαϊκιστικά» μόνο αν περιορίζονται στην στόχευση δημιουργίας κοινής ταυτότητας συγκεκριμένων ατόμων. Όμως αυτή η θεώρηση των πραγμάτων, αν και αναπτύσσεται στο πεδίο της πολιτικής επιστήμης, υπονομεύει την ίδια την έννοια της πολιτικής. Το γυναικείο κίνημα πολιτικοποιείται όταν υπερβαίνει την πρωτόλεια ταυτότητά του ως κοινότητα βασισμένη στο φύλο για να ενωθεί κάτω από τη σημαία της πάλης κατά των πατριαρχικών δομών εξουσίας. Οι «εργαζόμενες τάξεις» πολιτικοποιούνται όταν υπερβαίνουν την πρωτόλεια ταυτότητά τους βασισμένη σε μια κοινή εμπειρία που εκπηγάζει από τις κοινωνικές συνθήκες αναπαραγωγής τους και στρέφονται λίγο ή πολύ συνειδητά κατά της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Η πολιτική είναι η διαμεσολάβηση που επαναπροσδιορίζει την ταυτότητα προσδίδοντάς της πυκνό περιεχόμενο. Οι «εργαζόμενες τάξεις» στον πληθυντικό (πρωτόλεια ταυτότητα) μετατρέπονται σε «εργατική τάξη» στον ενικό και τα διάφορα αιτήματά τους συγκροτούνται σε σώμα που αντιπαλεύει την εκμετάλλευση.

Με άλλα λόγια, στο νεοσυντηρητικό νοητικό σύμπαν, ό,τι είναι πραγματικά πολιτικό είναι λαϊκιστικό και άρα καταδικαστέο. Αυτός ο ευκταίος κόσμος χωρίς πολιτική, στον οποίο η διαχείριση μετονομάζεται καταχρηστικά σε πολιτική, δεν είναι άλλος από τον υπαρκτό καπιταλισμό που σαν φυσική κατάσταση πραγμάτων, σαν μοίρα, τίθεται υπεράνω κάθε αμφισβήτησης. Για να το πούμε απλά, ό,τι δεν δαγκώνει το σώμα του υπαρκτού καπιταλισμού είναι υψηλό, πολυπολιτισμικό, ανεχτικό, φιλελεύθερο. Οτιδήποτε άλλο είναι λαϊκισμός.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι το «θήραμα» του ερευνητή σε αυτό το ιδιαίτερο ακαδημαϊκό κυνηγετικό σπορ απαντάται στις 5 ηπείρους και σε κάθε δυνατό ή αδύνατο πεδίο και σε κάθε δυνατή ή αδύνατη παραλλαγή. Ο «λαϊκισμός» δεν αλιεύεται μόνο στον λόγο κομμάτων και κοινωνικών κινημάτων, αλλά και στην εξωτερική πολιτική, στα ΜΜΕ, στις ψυχολογικές προδιαθέσεις, στο facebook, στην εκλογική συμπεριφορά των ψηφοφόρων («λαϊκισμός» της ζήτησης) και όπου αλλού θα ήθελε κανείς, ενώ απουσιάζει από όπου επιθυμεί ο εκάστοτε ερευνητής.

Όπως σημειώνει ο Giovanni Sartori, στη μνήμη του οποίου ο Σεφεριάδης αφιερώνει το βιβλίο του,  η έννοια που «έχει ακαθόριστα όρια ισχύει πάντοτε εξ ορισμού: ακριβώς επειδή δεν έχει συγκεκριμένο πέρας, δεν υπάρχει τρόπος να εξακριβώσουμε αν έχει εφαρμογή στον αληθινό κόσμο» (σ. 147),[1] πράγμα που ο Άγγελος Ελεφάντης διαπίστωσε στην περίπτωση της έννοιας «λαϊκισμός» πριν 30 χρόνια. «Λαϊκισμός» μπορεί να διαπιστωθεί στη Γαλλική Επανάσταση και στον Χομεϊνισμό, στους Ναρόντνικους της προεπαναστατικής Ρωσίας και στον μουσολινισμό, στα εργατικά συμβούλια της Ουγγαρίας του 1956 και στον νασερισμό, λέει ο Ελεφάντης (σσ. 148-149). Θα μπορούσε να προσθέσει κανείς ότι στο αμάρτημα του «λαϊκισμού» υπέπεσε τόσο ο Τσίπρας όσο και η Marine Le Pen, τόσο το Occupy Wall Street όσο και το Tea Party, τόσο ο Τσε Γκεβάρα όσο και ο Μιχαλολιάκος.

Αυτός ο διασυρμός της πολιτικής επιστήμης φτάνει στο αποκορύφωμά του όταν οι ερευνητές της σχολής κατατάσσουν τον ίδιο πολιτικό και στην κατηγορία του «λαϊκισμού» και στην κατηγορία που απαλλάσσεται από το εν λόγω αμάρτημα. O Mudde π.χ., σε βιβλίο του 2017 που συνέγραψε με τον Rovira Kaltwasser, κατατάσσει τον Bernie Sanders στους «λαϊκιστές», ενώ σε άλλο του βιβλίο του ίδιου έτους τον χαρακτηρίζει «σοσιαλδημοκράτη της παλιάς σχολής χωρίς τίποτα λαϊκιστικό» (σ. 151). Ενώ ο Donald Trump χαρακτηρίστηκε από άλλους ερευνητές του είδους ως αρχέτυπο λαϊκισμού, ο Mudde, σε δημοσίευση του 2018, τον θεωρεί μη λαϊκιστή αλλά αυτο-αναφορικό «ελιτιστή», παρά το γεγονός ότι «υιοθέτησε το λαϊκιστικό μήνυμα του Tea Party» (σ. 152).

Η σχολή του Essex διακρίνεται από έναν αξιακό ορθολογισμό πολύ διαφορετικό από αυτό της νεοσυντηρητικής σχολής. Επειδή ο υπαρκτός καπιταλισμός σε μεταδημοκρατική ή αυταρχική τροχιά αντιμετωπίζεται ως πρόβλημα, ο «αριστερός λαϊκισμός» αξιολογείται ευμενώς ως αντίσταση σε αυτόν. Ο «αριστερός λαϊκισμός» δεν είναι ανάθεμα, αλλά, αντίθετα, μια δύναμη με εγγενώς δημοκρατικά χαρακτηριστικά. Προκύπτει ωστόσο το ερώτημα: σε τι ακριβώς συνίσταται ο «αριστερός λαϊκισμός»; Τι τον διαφοροποιεί από την Αριστερά; Τι χρήσιμο πράγμα προσθέτει αυτός ο νεολογισμός στο εννοιολογικό πλαίσιο;

Ο νεολογισμός υπηρετεί το υποτιθέμενα νέο φαινόμενο της σύναψης «αλυσίδων ισοδυναμίας» που μετατρέπουν τα δημοκρατικά υποκείμενα στον πληθυντικό σε δημοκρατικό υποκείμενο στον ενικό, με κλασικά παραδείγματα κόμματα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ ή το Εργατικό Κόμμα επί Corbyn, ή ακόμη οι Podemos και η France insoumise. Τι όμως αποκαλείται «αλυσίδα ισοδυναμίας»; Τίποτα  άλλο από τις διαμεσολαβητικές διεργασίες που συγκροτούν τις υποτελείς τάξεις σε πολιτικό υποκείμενο. Η περισπούδαστη έκφραση «αλυσίδα ισοδυναμίας» δεν είναι τίποτα άλλο απ’ ό,τι κάθε απλό κομματικό μέλος θα αποκαλούσε «πολιτική ζύμωση».

Βέβαια, αυτές οι διαμεσολαβητικές διεργασίας που επιδιώκουν να συγκροτήσουν τις εργαζόμενες τάξεις σε εργατική τάξη και τις υποτελείς τάξεις σε αντιπαραθετικές συμμαχίες κατά των κυρίαρχων δεν ανακαλύφθηκαν ούτε από τον Τσίπρα ούτε από τον Corbyn. Ο Λένιν και ο Τρότσκι δεν επιδίωκαν τη συμμαχία της αγροτικής τάξης με την εργατική προκειμένου η ρωσική επανάσταση να είναι επιτυχής; Στον ίδιο τον Μαρξ, οι σύγχρονες κοινωνικές τάξεις ορίζονται όχι μόνο από τον συγκεκριμένο τρόπο ένταξης του ατόμου στη διαδικασία της παραγωγής, αλλά από την ένταξή του στην αναπαραγωγική διαδικασία του κεφαλαίου που περιλαμβάνει και την σφαίρα κυκλοφορίας. Αν δεν υπάρχουν στον Μαρξ θετικιστικά κοινωνιολογικά κριτήρια για την συμμετοχή του Α ή του Β στην τάδε τάξη, αν ο Μαρξ δεν ενδιαφέρεται διόλου για έναν απολύτως σαφή κοινωνιολογικό διαχωρισμό των τάξεων εξαλείφοντας τις γκρίζες ζώνες, είναι γιατί οι κοινωνικές τάξεις συγκροτούνται σε τελευταία ανάλυση μέσα από την κοινωνική και πολιτική αντιπαράθεσή τους. Ήταν μήπως και ο Μαρξ «αριστερός λαϊκιστής» χωρίς να το ξέρει, αφού η σχολή του Essex τού είναι μεταγενέστερη; Υπήρξε ποτέ αριστερή πολιτική χωρίς προσπάθεια συγκρότησης συμπεριληπτικής αντιπαραθετικής ταυτότητας;

Συνεπώς, ο «αριστερός λαϊκισμός» είναι ό,τι κάθε απλός ψηφοφόρος θα ονόμαζε απλώς «Αριστερά». Ο νεολογισμός όμως, εκεί που δεν υπάρχει κάτι νέο για να εννοιολογηθεί, απλώς διαταράσσει την ισορροπία ανάμεσα στις  διακρίσεις εντός ενός εννοιολογικού πλαισίου και επιφέρει σύγχυση, δηλαδή εννοιολογική οπισθοδρόμηση.

Ποια είναι η Αριστερά που δεν είναι «αριστερός λαϊκισμός»; Μήπως αυτή που δεν τα κατάφερε καλά να εδραιώσει «αλυσίδες ισοδυναμίας»; Πρόκειται για την αποτυχημένη Αριστερά; Ωστόσο, εξίσου αποτυχημένη, αν και για άλλους λόγους, μπορεί να είναι και η Αριστερά που εδραίωσε, σε ένα πρώτο στάδιο, «αλυσίδες ισοδυναμίας». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο ΣΥΡΙΖΑ εδραίωσε «αλυσίδες ισοδυναμίας», όμως απέτυχε παταγωδώς να μεταρρυθμίσει την ελληνική κοινωνία όπως στόχευε μέχρι την «κωλοτούμπα», την οποία και κατέστησε διεθνή όρο της πολιτικής («kolotoumpa»).

Σύμφωνα με την C. Mouffe, η επιτυχημένη «λαϊκιστική στρατηγική» του ΣΥΡΙΖΑ που του επέτρεψε να ανέλθει στην κυβερνητική εξουσία δεν ακυρώνεται, παρά το γεγονός ότι τελικά ο ΣΥΡΙΖΑ υποχρεώθηκε να υποταχθεί στην Ε.Ε., αναγνωρίζοντας την ισχύ του αντιπάλου (σ. 112). Αν και αυτή η διαπίστωση δεν είναι λανθασμένη, μετατοπίζει τη συζήτηση σε ένα πεδίο όπου δεν υπάρχει τίποτα να συζητηθεί, και συγκεκριμένα στην αναγκαιότητα των «αλυσίδων ισοδυναμίας» ή της πολιτικής διαμεσολάβησης. Κανείς στον χώρο της Αριστεράς δεν αμφισβητεί την αναγκαιότητα της πολιτικής ζύμωσης για την συγκρότηση ενός μαζικού πολιτικού υποκειμένου. Το ερώτημα είναι ποια στρατηγική χρειάζεται, πέραν των αυτονόητων «αλυσίδων ισοδυναμίας», για να επιβληθεί αυτό το μαζικό πολιτικό υποκείμενο σε έναν κόσμο όπου ο αντίπαλος δεν έχει καμιά συμβιβαστική προδιάθεση.

Αυτό ακριβώς το ερώτημα είναι που η σχολή του Essex αποφεύγει, και υπάρχει ένας πολύ συγκεκριμένος λόγος γι’ αυτό. Η έκκληση της Mouffe στα μεταρρυθμιστικά εγχειρήματα να αποφεύγουν τις «ανταγωνιστικές» προς όφελος των «αγωνιστικών» («agonistic», ένας όρος που αποτελεί ένα ατυχές γλωσσολογικό δάνειο από τα ελληνικά και συνεπώς δεν μεταφράζεται πίσω στα ελληνικά) πρακτικών, αποτελεί έκκληση για διατύπωση αποκλειστικά διαχειρίσιμων από το σύστημα αιτημάτων. Αυτή η έκκληση συνάδει άλλωστε με κοινές προγενέστερες θεωρητικές επεξεργασίες του Laclaou και της Mouffe (σ. 117).

Με άλλα λόγια, η «αγωνιστική» παραίνεση για τη συγκρότηση πολιτικού υποκειμένου βασίζεται στην παλαιά ρεφορμιστική λογική, που προκάλεσε ιστορικές ρήξεις στην Αριστερά, σε νέα συσκευασία.

Η «λαϊκιστική Αριστερά» είναι μήπως η Αριστερά της ΤΙΝΑ (δηλαδή της αποδοχής ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση στο σύστημα); Η συζήτηση, ωστόσο, μεταξύ ρεφορμισμού και επανάστασης δεν είναι νέα. Η υπόρρητη αναδιατύπωση αυτής της συζήτησης με όρους «λαϊκιστική Αριστερά» και άλλη Αριστερά δεν προσθέτει απολύτως τίποτα, αλλά, αντιθέτως, συσκοτίζει το ιστορικό παρελθόν της: Η «νέα συσκευασία» τείνει να αφήσει να νοηθεί ότι χωρίς ΤΙΝΑ δεν είναι δυνατές οι «αλυσίδες ισοδυναμίας», πράγμα που η ιστορική εμπειρία δεν επιβεβαιώνει.

Υπάρχει, τέλος, μια άλλη σχολή που εννοιολογεί τον «λαϊκισμό» εγκαταλείποντας το μανιχαϊστικό ζεύγος «λαός-ελίτ» για να επικεντρωθεί στην προσωποπαγή ηγεσία που με στρατηγικό τρόπο και δήθεν δημοκρατικά ακυρώνει τους μηχανισμούς που την ελέγχουν. Αυτή η «στρατηγική σχολή» εκπροσωπείται κυρίως από τους Steven Levitsy, Kenneth Roberts και Kurt Weyland.

Το γεγονός ότι αυτή η σχολή επικεντρώνεται στην «προσωποπαγή ηγεσία» και τους «χαρισματικούς ηγέτες» καθιστά τα κράτη ενδιάμεσης ανάπτυξης τον προνομιούχο χώρο στον οποίο απαντάται ο «λαϊκισμός». Η υποβάθμιση του πολιτικού περιεχομένου των προσωποπαγών ηγεσιών και η επικέντρωση στις οργανωτικές πρακτικές τείνει να παρουσιάσει τον «λαϊκισμό» ως αποτέλεσμα προσωπικής ιδιοτέλειας παρά ως συνάρθρωση συγκεκριμένου πολιτικού προσανατολισμού, που παρεκκλίνει από τον διακηρυγμένο πολιτικό στόχο, με οργανωτικές πρακτικές που υπηρετούν τον νέο πολιτικό στόχο.      

Οι αναλύσεις της «στρατηγικής σχολής» ορθώς καταδεικνύουν ότι καθεστώτα τύπου Péron δεν μπορούν να θεωρηθούν εναλλακτικά πρότυπα στο νεοφιλελεύθερο μεταδημοκρατικό ή αυταρχικό κράτος, ιδιαίτερα των ανεπτυγμένων κρατών του 21ου αιώνα. Ωστόσο, όπως σωστά επιχειρηματολογεί ο Σ. Σεφεριάδης, η παράκαμψη των κομματικών και κινηματικών δημοκρατικών διαδικασιών στο όνομα της δημοκρατίας δεν προϋποθέτει υποχρεωτικά «χαρισματικό» ηγέτη ή «προσωποπαγή ηγεσία». Οι ηγεσίες των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων (και κομμάτων της κλασικής δεξιάς) συρρικνώνοντας την ισχύ των ενδιάμεσων κομματικών θεσμών με την εισαγωγή δημοψηφισματικών πρακτικών (π.χ. η εκλογή προέδρου απευθείας από τα μέλη του κόμματος), παρακάμπτουν εξίσου τη δημοκρατική λειτουργία όσο και οι «προσωποπαγείς ηγεσίες». Η «κεντρική επιτροπή» μπορεί να ελέγξει με σχετικά αποτελεσματικό τρόπο τον πρόεδρο όταν η ίδια τον εκλέγει, ιδιαίτερα όταν είναι ολιγομελής, ενώ το κομματικό μέλος του δίνει λευκή επιταγή για τη διάρκεια της θητείας του.

Αν ο αξιακός στόχος της στρατηγικής εννοιολόγησης είναι η καταγγελία δήθεν δημοκρατικών αλλά στην ουσία αντι-δημοκρατικών πρακτικών, η προσκόλληση στις «προσωποπαγείς» ηγεσίες τον καθιστά αναντίστοιχο  με την εννοιολόγηση: Αφήνει στο απυρόβλητο αντι-δημοκρατικές κομματικές πρακτικές με συγκεκριμένα πολιτικά περιεχόμενα στον ανεπτυγμένο κόσμο, πρακτικές που καθιστούν την αντίσταση στη συρρίκνωση του φιλελεύθερου δημοκρατικού κεκτημένου αναποτελεσματική.

Ο Σεφεριάδης επιχειρεί μια αναδιατύπωση της έννοιας του λαϊκισμού ως ψευδούς επίκλησης του λαϊκού την οποία θα εξετάσουμε στο δεύτερο μέρος της βιβλιοπαρουσίασης, το οποίο επικεντρώνεται στην έννοια του κόμματος-καρτέλ και την εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ.

[1] Οι σελίδες στις παρενθέσεις παραπέμπουν στο βιβλίο του Σεφεριάδη.   

+ posts