Τα κόμματα της Αριστεράς απέναντι στην Ελληνογαλλική «αμυντική» Συμφωνία

Τα κόμματα της Αριστεράς απέναντι στην  Ελληνογαλλική «αμυντική» Συμφωνία

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τα μόνα επιχειρήματα που βρήκε ο πρόεδρος του Σύριζα προκειμένου να στηρίξει την καταψήφιση της συμφωνίας είναι η μη πρόβλεψη συνδρομής της Γαλλίας σε περίπτωση παραβίασης της ελληνικής ΑΟΖ (και πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, αφού η ΑΟΖ δεν συνιστά ζώνη άσκησης εθνικής κυριαρχίας…), και η πιθανότητα στρατιωτικής εμπλοκής της Ελλάδας στην περιοχή του Σαχέλ, όταν όλοι θυμούμαστε ότι παρόμοιες αποστολές υπό την κάλυψη του ΝΑΤΟ σε διάφορα σημεία της Μεσογείου και της Μ. Ανατολής είχαν σημειωθεί και επί της δικής του πρωθυπουργίας.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[…] μια πάγια εκτίμηση σύμφωνα με την οποία οι ελληνικές κυβερνήσεις αδυνατούν να προασπιστούν με τον καλύτερο τρόπο τα εθνικά συμφέροντα, ενδίδοντας στις πιέσεις των ιμπεριαλιστών, ή και της τάξης τους που συμπλέει με αυτά, συντηρώντας το καθεστώς της εξάρτησης από τα ξένα κέντρα και υπονομεύοντας την κοινωνική ευημερία και την ασφάλεια της χώρας. Και στο σημείο αυτό βλέπουμε το πώς η εκτίμηση [σ.ε. του ΚΚΕ] για τον ανταγωνισμό δυο καπιταλιστικών κρατών που επιδιώκουν την αναβάθμιση του γεωστρατηγικού του ρόλου στην περιοχή συγκρούεται με την εκτίμηση για μια περιφερειακή δημοκρατία, μια μπανανία-πιόνι των ισχυρών στη διεθνή σκακιέρα.

[…] Δεν είναι πια καιρός να γίνει αυτό το ιστορικό βήμα να σκεφτούμε με άλλους, πραγματικούς όρους τι σημαίνει η άμυνα μιας κοινωνίας; Πώς θωρακίζονται οι κοινωνίες; Πώς θα γίνουν ανθεκτικές στους κινδύνους αυτής της εποχής; Πώς μπορεί κανείς να ολοφύρεται για την κλιματική κρίση και να ξοδεύει για κλιματοκτόνα όπλα; Ως πότε αυτή η αναχρονιστική αντίληψη της αμυντικής πολιτικής θα μας τυραννά και θα απομυζά την ικμάδα αυτής της κοινωνίας; Ως πότε η τυραννία των εθνικών στερεότυπων; Τέλος, για την Αριστερά. Η εναντίωση στους εξοπλισμούς βρίσκεται στον πυρήνα της αριστερής ταυτότητας από τον καιρό του Ζαν Ζορές, από τον καιρό που ιδρύθηκαν τα μεγάλα σοσιαλιστικά κόμματα. Και στη δική μας, την ελληνική Αριστερά, η ΕΔΑ δεν πρωτοστατούσε στο αντιπολεμικό κίνημα, στο κίνημα του αφοπλισμού; Για ποιο λόγο μαρτύρησε ο Γρηγόρης Λαμπράκης; Τι έγραφε το πανό που κρατούσε καθώς βάδιζε στον Μαραθώνα; Το κίνημα της Ειρήνης δεν δημιούργησε τους Λαμπράκηδες; Γιατί πενθήσαμε τον Θεοδωράκη τις προάλλες; Πού πήγε αυτή η κληρονομιά σήμερα; 
                                                                                                         Αντ. Λιάκος[1]

Αφορμή για τη γραφή αυτού του σημειώματος ήταν η πρόσφατη «Ελληνογαλλική συμφωνία για άμυνα και ασφάλεια». Όχι όμως το ίδιο το περιεχόμενό της, αν και πολλά θα μπορούσαν να λεχθούν για το γεγονός ότι μια συμφωνία αμοιβαίας αμυντικής υποστήριξης συμπεριλαμβάνει ως απαράβατη υποχρέωση του ενός συμβαλλόμενου μέρους την αγορά ενός καθόλου ευκαταφρόνητου εξοπλιστικού «πακέτου» από τον δεύτερο συμβαλλόμενο, εν είδει μαφιόζικης αγοράς «προστασίας». Αυτό που θα μας απασχολήσει είναι το είδος της αντιπολίτευσης που άσκησαν στη συμφωνία αυτή τα κόμματα της Αριστεράς (ή τέλος πάντων τα κόμματα που αυτοπροσδιορίζονται ως αριστερά, και που είναι αυτά που καταψήφισαν τη Συμφωνία) και η επιχειρηματολογία που ανέπτυξαν προκειμένου να ανατρέψουν τις κυβερνητικές θριαμβολογίες.

Κατ’ αρχήν σε σχέση με τη στάση του Σύριζα, τα πράγματα είναι σχετικά απλά: Στη διάρκεια της κυβερνητικής του θητείας, ο Σύριζα είχε δρομολογήσει μια αντίστοιχου περιεχομένου αμυντική συμφωνία σε διαπραγματεύσεις με την (προηγούμενη) κυβέρνηση υπό τον Εμμ. Μακρόν, που προέβλεπε επίσης την αγορά φρεγατών ως αναπόσπαστο μέρος της. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τις όλο και πιο στενές σχέσεις που αναπτύσσει η ηγεσία του Σύριζα με την ευρύτερη ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατική «οικογένεια», το αυξημένο πολιτικό βάρος της πασοκικής πατριωτικής συνιστώσας στο εσωτερικό του κόμματος, και το γεγονός ότι δεν έλλειψαν μέχρι τέλους οι φωνές στους κόλπους της ηγεσίας που είχαν εκφραστεί υπέρ της Συμφωνίας, όταν μάλιστα είχε προηγηθεί το «παρών» κατά την ψήφιση της ελληνο-αιγυπτιακής συμφωνίας με τον δικτάτορα στρατηγό Σίσι, τον Αύγουστο του 2020, δεν άφηναν πολλά περιθώρια ελιγμών στον Α. Τσίπρα. Τα μόνα επιχειρήματα που βρήκε ο πρόεδρος του Σύριζα προκειμένου να στηρίξει την καταψήφιση της συμφωνίας είναι η μη πρόβλεψη συνδρομής της Γαλλίας σε περίπτωση παραβίασης της ελληνικής ΑΟΖ (και πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, αφού η ΑΟΖ δεν συνιστά ζώνη άσκησης εθνικής κυριαρχίας…), και η πιθανότητα στρατιωτικής εμπλοκής της Ελλάδας στην περιοχή του Σαχέλ, όταν όλοι θυμούμαστε ότι παρόμοιες αποστολές υπό την κάλυψη του ΝΑΤΟ σε διάφορα σημεία της Μεσογείου και της Μ. Ανατολής είχαν σημειωθεί και επί της δικής του πρωθυπουργίας.

Ωστόσο, για μία ακόμα φορά, ο Α. Τσίπρας προχώρησε παραπέρα, εγκαλώντας την κυβέρνηση για ενδοτικότητα απέναντι στις «τουρκικές αξιώσεις», επικαλέστηκε το δόγμα Γεραπετρίτη που μιλάει για κόκκινη γραμμή στα 6 και όχι στα 12 ναυτικά μίλια και ειρωνεύτηκε εκ του ασφαλούς τις «βόλτες» που έκοβε το «Όρους Ρέιτς» στο ΝΑ Αιγαίο, ενώ ταυτόχρονα κατηγορούσε την κυβέρνηση για επίδειξη φτηνού πατριωτισμού. Είναι φανερό ότι τα δείγματα κυβερνητικής γραφής που έδωσε ο Σύριζα κατά την 5ετία 2015-2019  δεν είναι απλώς ένα σοβαρό εμπόδιο στην ανάπτυξη ενός ριζοσπαστικού πολιτικού λόγου αντίστασης στο νέο κύμα νεοφιλελεύθερων αναδιαρθρώσεων της κυβέρνησης Μητσοτάκη, αλλά και το μεγαλύτερο πρόβλημα για την τραυματισμένη αξιοπιστία και φερεγγυότητά του.

Αν η απόρριψη της στάσης του Σύριζα από μια αριστερή ματιά μοιάζει εύκολη και μάλλον άχαρη υπόθεση, η περίπτωση του ΚΚΕ είναι σίγουρα πολύ πιο σύνθετη, και σίγουρα δικαιούται εκτενέστερης ενασχόλησης. Η ξεκάθαρη απόρριψη της Συμφωνίας στη Βουλή από το Δ. Κουτσούμπα, ως συμφωνίας άσχετης με τα συμφέροντα των λαών και την άμυνα της χώρας, όπως και το γεγονός ότι το ΚΚΕ επιμένει πεισματικά στη χρήση μιας «μαρξιστικής φρασεολογίας» (αστικές τάξεις, ιμπεριαλιστικά συμφέροντα, καπιταλιστικά κράτη κ.λπ.) θεωρήθηκε από πολλούς – και όχι μόνο προσκείμενους στο ΚΚΕ- αριστερούς πολίτες ως τοποθέτηση που διασώζει την τιμή της Αριστεράς. (Το ίδιο θα μπορούσε να λεχθεί και για την τοποθέτηση του ΜΕΡΑ25, που κινήθηκε στην ίδια επιχειρηματολογία, με τη διαφορά ότι εστίασε στις κυβερνητικές ευθύνες και απέφυγε τις αναφορές στους ανταγωνισμούς των αστικών τάξεων Ελλάδας και Τουρκίας που διεκδικούν ηγεμονικό ρόλο στην περιοχή, τα ιμπεριαλιστικά σχέδια ΝΑΤΟ και ΕΕ κ.λπ., γι’ αυτό και δεν θα αναφερθούμε ειδικά στη στάση του ΜΕΡΑ25,  σημειώνοντας μόνο ότι οι κριτικές παρατηρήσεις που διατυπώνονται εδώ για το ΚΚΕ ισχύουν σε μεγάλο βαθμό και για το κόμμα του Βαρουφάκη.) Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Συνιστά δηλ. η κριτική του ΚΚΕ την αυθεντική έκφραση μιας ριζοσπαστικής και διεθνιστικής κριτικής, ικανής να συνεγείρει ευρύτερα αριστερά ακροατήρια και (δυνητικά) να αμφισβητήσει την ηγεμονική αποδοχή της Συμφωνίας από την ελληνική κοινωνία συνολικά;

Κατά τη γνώμη μου η κριτική του ΚΚΕ ισορροπεί ανάμεσα σε δυο διαφορετικές λογικές, έτσι που τελικά, στο μεγαλύτερο μέρος της να γίνεται αμφίσημη. Συγκεκριμένα, ισορροπεί ανάμεσα:

α) στη λογική καταδίκης της Συμφωνίας ως επιθετικής κίνησης από τη μεριά του ελληνικού κράτους, που δυναμιτίζει τις όποιες προοπτικές ειρηνικής επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών, και

β) στη λογική της απόρριψης της Συμφωνίας ως συμφωνίας που, όπως ακριβώς και το ΝΑΤΟ, δεν προσφέρει καμιά ουσιαστική κάλυψη της χώρας απέναντι στις υπαρκτές και διαχρονικές βλέψεις και διεκδικήσεις του τουρκικού κράτους. Ο Δ. Κουτσούμπας αφιέρωσε μεγάλο μέρος της ομιλίας του στη Βουλή προκειμένου να εξηγήσει ότι οι διατυπώσεις της Συμφωνίας όσον αφορά τη ρήτρα ενεργοποίησης της συνδρομής της Γαλλίας σε περίπτωση τουρκικής παραβίασης της ελληνικής εθνικής κυριαρχίας είναι τέτοιες ώστε να της επιτρέπουν να υπεκφύγει των υποχρεώσεων που υποτίθεται ότι αναλαμβάνει. Εξάλλου, παρατήρησε ο Δ.Κ., τέτοια ρήτρα υπάρχει και στο άρθρο 5 του ΝΑΤΟ, η οποία βεβαίως δεν ενεργοποιήθηκε προκειμένου «να παρεμποδίσει τις καθημερινές παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου και θαλάσσιου χώρου»,[2] κι αυτό γιατί «αυτό που κρίνει τη στάση του ΝΑΤΟ και της ΕΕ έναντι της Τουρκίας είναι τα δικά τους συμφέροντα. Είναι η στρατηγική τους σχέση με την Τουρκία».[3]

Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η μια λογική δεν απαγορεύει την άλλη και ότι η Συμφωνία είναι ταυτόχρονα και τα δύο. Δεν συμφωνώ. Πιστεύω ότι οι δυο λογικές δεν είναι συμβατές και επομένως η μια αποδυναμώνει την άλλη. Και ιδού γιατί: Σύμφωνα με την πρώτη λογική, η ελληνική Αριστερά αρνείται να λάβει θέση απέναντι στον ανταγωνισμό των δυο κρατών και των αντίστοιχων εθνικισμών, και στέκει εξίσου απέναντι και στους δυο. Σύμφωνα με τη δεύτερη λογική, η Αριστερά αναγνωρίζει την ύπαρξη μιας επιτιθέμενης και επομένως και μιας αμυνόμενης πλευράς, πράγμα που σημαίνει ότι αναγνωρίζει την ανάγκη μιας αποτελεσματικής άμυνας απέναντι στις προκλήσεις του επιτιθέμενου αμφισβητία του διεθνούς δικαίου και των εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων.

Το ότι οι δυο αυτές αλληλοαποκλειόμενες λογικές μπορούν να συνυπάρχουν στον ίδιο πολιτικό λόγο, οφείλεται μάλλον στο ότι οι δυο λογικές δεν εμφανίζονται εκεί στην καθαρή τους μορφή και δεν οδηγούνται στις ακραίες τους συνέπειες. Αντίθετα, κατά κάποιο τρόπο η μια διαχέεται μέσα στην άλλη, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα συνεχές από τη μια στην άλλη.

Ο λόγος για τον οποίο το ΚΚΕ παλινδρομεί ανάμεσα στις δυο λογικές που περιγράψαμε πιο πάνω είναι μια άλλη συζήτηση, που πιθανώς μας οδηγεί στην ανάμνηση της εποχής κατά την οποία το ΚΚΕ είχε κατηγορηθεί σαν δύναμη ξένη προς τον «εθνικό κορμό» και τα μέλη του αντιμετωπίστηκαν σαν πράκτορες ξένων και αντεθνικών συμφερόντων. Το βέβαιο είναι ότι το σημερινό ΚΚΕ όχι απλά δεν θέλει να ρισκάρει τον επαναχαρακτηρισμό του ως αποσυνάγωγης πολιτικής δύναμης, με ό,τι συνεπάγεται κάτι τέτοιο, αλλά με κάθε τρόπο πασχίζει να επιβεβαιώσει την ταυτότητα της πολιτικής δύναμης που υπερασπίζεται με συνέπεια τόσο τα λαϊκά όσο και τα εθνικά συμφέροντα. Απότοκο αυτής της εμμονής είναι μια πάγια εκτίμηση σύμφωνα με την οποία οι ελληνικές κυβερνήσεις αδυνατούν να προασπιστούν με τον καλύτερο τρόπο τα εθνικά συμφέροντα, ενδίδοντας στις πιέσεις των ιμπεριαλιστών, ή και της τάξης τους που συμπλέει με αυτά, συντηρώντας το καθεστώς της εξάρτησης από τα ξένα κέντρα και υπονομεύοντας την κοινωνική ευημερία και την ασφάλεια της χώρας. Και στο σημείο αυτό βλέπουμε το πώς η εκτίμηση για τον ανταγωνισμό δυο καπιταλιστικών κρατών που επιδιώκουν την αναβάθμιση του γεωστρατηγικού του ρόλου στην περιοχή συγκρούεται με την εκτίμηση για μια περιφερειακή δημοκρατία, μια μπανανία-πιόνι των ισχυρών στη διεθνή σκακιέρα.

Ωστόσο, οι όποιες αναλυτικές ανεπάρκειες θα είχαν κατά βάση ακαδημαϊκό ενδιαφέρον αν δεν είχαν παράλληλα σοβαρές πολιτικές συνέπειες. Στην προκείμενη περίπτωση, εκτιμώ ότι η παλινδρόμηση του ΚΚΕ ανάμεσα σε δυο λογικές που περιγράψαμε στα προηγούμενα είναι αυτή που καθιστά τα πυρά της κριτικής του άσφαιρα και το καταδικάζει σε διαρκή απομονωτισμό. Το ΚΚΕ καταγγέλλει τον επικίνδυνο ανταγωνισμό των δυο γειτονικών εθνικισμών, ωστόσο δεν αισθάνεται την ανάγκη να κάνει κάτι παραπάνω απ’ αυτό. Δεν παίρνει κάποια πρωτοβουλία αναζήτησης, συντονισμού της δράσης και οικοδόμησης σχέσεων αλληλεγγύης με λαϊκές αριστερές δυνάμεις είτε της Γαλλίας είτε της Τουρκίας, προκειμένου να αναδειχθεί και να διεκδικηθεί ο εναλλακτικός δρόμος της συνεργασίας μεταξύ των λαών ως αντίδοτο απέναντι στον παροξυσμό των εξοπλισμών. Πολύ περισσότερο, δεν προβάλλει το οραματικό στοιχείο της απόρριψης των εξοπλισμών εν γένει, στον οποίο καλεί την Αριστερά με το άρθρο του ο Α. Λιάκος, ούτε επιδιώκει την όποια όσμωση με τις αντιεθνικιστικές και αντιμιλιταριστικές κινήσεις και από τις δυο μεριές των συνόρων. Κι όμως, η ουσία ενός γνήσιου διεθνισμού βρίσκεται εκεί: όχι σε μια απλή, βερμπαλιστική καταγγελία της συμμετοχής της χώρας σου «στα ιμπεριαλιστικά παιγνίδια και πλιάτσικο που γίνεται στην περιοχή»,[4] αλλά στη δημιουργία σχέσεων αδελφικής φιλίας και αλληλεγγύης ανάμεσα στους γειτονικούς λαούς, που θα τείνουν να υπερβούν τα εθνικιστικά στερεότυπα ένθεν κακείθεν. Το ΚΚΕ λοιπόν δεν παίρνει πρωτοβουλίες που θα αναδείξουν τις μάζες ως ενεργό πρωταγωνιστή των πολιτικών εξελίξεων, δεν κάνει δηλ. μαζική πολιτική, αρκούμενο σε ρόλο Κασσάνδρας που προβλέπει τα επερχόμενα δεινά και απλώς προειδοποιεί.

Είναι γεγονός ότι το ΚΚΕ, ιδίως μετά τη μετατόπιση του Σύριζα στον θολό χώρο της σοσιαλδημοκρατίας του 21ου αιώνα, έχει ανακτήσει την κυριαρχία του στον χώρο της Αριστεράς, που αμφισβητήθηκε πρόσκαιρα το διάστημα 2012-2014, ως ο σχεδόν αποκλειστικός εκφραστής της. Η κυριαρχία αυτή εμπεδώνεται και από το γεγονός ότι το ΚΚΕ εμφανίζεται ως ο αυθεντικός εκφραστής της εργατικής τάξης και των δυνητικών συμμάχων της και ως ο κληρονόμος και μοναδικός κάτοχος της μαρξιστικής θεωρητικής παράδοσης. Με κάθε επιφύλαξη μπορούμε να προβλέψουμε ότι η ηγεμονία αυτή θα παραμένει άθικτη, τουλάχιστον για όσο διάστημα το αίτημα της επαναθεμελίωσης της αριστεράς σύμφωνα με τις απαιτήσεις των καιρών παραμένει χωρίς αποδέκτη.

[1] Όχι στους εξοπλισμούς. Με καθαρές θέσεις. Εφημερίδα των Συντακτών, 5/10/2021, https://www.efsyn.gr/stiles/apopseis/313265_ohi-stoys-exoplismoys-me-kathares-theseis

[2] Η ομιλία του ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ την Πέμπτη για την Ελληνογαλλική Συμφωνία, https://www.rizospastis.gr/page.do?publDate=9/10/21&id=18356&pageNo=4

[3] Στο ίδιο.

[4] Στο ίδιο.

+ posts